Υπόθεση T-36/09

dm-drogerie markt GmbH & Co. KG

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως λεκτικού κοινοτικού σήματος dm – Προγενέστερο εθνικό εικονιστικό σήμα dm – Διοικητική διαδικασία – Αποφάσεις των τμημάτων ανακοπών – Ανάκληση – Διόρθωση επουσιωδών σφαλμάτων – Ανυπόστατη πράξη – Παραδεκτό προσφυγών ασκούμενων ενώπιον τμήματος προσφυγών – Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Άρθρα 59, 60α, 63 και 77α του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρα 60, 62, 65 και 80 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009] – Κανόνας 53 του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Κοινοτικό σήμα – Δικονομικές διατάξεις – Αποφάσεις του ΓΕΕΑ – Διόρθωση – Όρια

(Κανονισμός 2868/95 της Επιτροπής, άρθρο 1, κανόνας 53)

2.      Κοινοτικό σήμα – Παρατηρήσεις τρίτων και ανακοπή – Εξουσία των τμημάτων ανακοπής προς επανεξέταση των αποφάσεών τους – Διόρθωση – Ανάκληση – Αναθεώρηση

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρα 60α και 77α· κανονισμός 2868/95 της Επιτροπής, άρθρο 1, κανόνας 53)

3.      Πράξεις των οργάνων – Τεκμήριο νομιμότητας – Ανυπόστατη πράξη – Έννοια

4.      Δίκαιο της Ένωσης – Αρχές – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Προϋποθέσεις – Συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις εκ μέρους της διοικήσεως – Έννοια – Σιωπή της διοικήσεως – Δεν εμπίπτει

5.      Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία προσφυγής – Προθεσμία και τύπος της προσφυγής – Επίκληση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προς αποτροπή της αποσβέσεως δικαιώματος λόγω παρελεύσεως προθεσμίας – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 59)

1.      Κατά τον κανόνα 53 του κανονισμού 2868/95, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα, στην περίπτωση που το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) λάβει γνώση, αυτεπαγγέλτως ή με πρωτοβουλία μέρους που συμμετέχει στη διαδικασία, γλωσσικού σφάλματος, ορθογραφικού λάθους καθώς και προφανούς σφάλματος σε απόφαση μεριμνά για τη διόρθωση του λάθους ή της ανακρίβειας από το αρμόδιο τμήμα ή υπηρεσία. Από αυτή τη διατύπωση προκύπτει ότι οι διορθώσεις που διενεργούνται δυνάμει της διατάξεως αυτής μπορούν να έχουν ως αντικείμενο αποκλειστικώς τη διόρθωση ορθογραφικών ή γραμματικών λαθών, λαθών μεταγραφής –όπως, για παράδειγμα, λάθη σχετικά με το όνομα ή την επωνυμία των διαδίκων ή τη γραφιστική απεικόνιση των σημείων– ή σφαλμάτων τόσο προφανών που δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι πρόκειται για κείμενο διαφορετικό από εκείνο που προκύπτει μετά από τη διόρθωση.

(βλ. σκέψη 73)

2.      Όπως διευκρινίζεται στην ενδέκατη και δωδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 40/94 περί του κοινοτικού σήματος, ο νομοθέτης θέλησε με την έκδοση του κανονισμού αυτού να καθορίσει τις αρμοδιότητες του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) και καθεμιάς από τις αρχές του οργανισμού αυτού. Συνεπώς, η κανονική διαδικασία προσβολής των αποφάσεων που εκδίδονται από τα τμήματα ανακοπών συνίσταται στην άσκηση από τους διαδίκους των οποίων τα συμφέροντα θίγονται από τις αποφάσεις αυτές των προσφυγών που προβλέπονται στον τίτλο VII του κανονισμού 40/94. Εξάλλου, στον εν λόγω κανονισμό προβλέπονται τρεις περιπτώσεις στις οποίες τα ίδια τα τμήματα ανακοπών μπορούν να επανεξετάσουν τις αποφάσεις που έχουν εκδώσει, δηλαδή, η διόρθωση των αποφάσεων κατ’ εφαρμογή του κανόνα 53 του κανονισμού 2868/95, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94, η ανάκληση των αποφάσεων κατά το άρθρο 77α του κανονισμού 40/94 και η προβλεπόμενη στο άρθρο 60α του κανονισμού 40/94 αναθεώρηση των αποφάσεων στις περιπτώσεις inter partes. Η αναφορά αυτών των περιπτώσεων είναι περιοριστική. Πράγματι, από την όλη οικονομία των κανόνων διοικητικής διαδικασίας που θεσπίζονται με τον κανονισμό 40/94 προκύπτει ότι η αρμοδιότητα των τμημάτων ανακοπών εξαντλείται, κατ’ αρχήν, με την έκδοση αποφάσεως κατ’ εφαρμογή του άρθρου 43 του κανονισμού αυτού και ότι τα τμήματα αυτά δεν μπορούν να ανακαλέσουν ή τροποποιήσουν αποφάσεις τις οποίες έχουν εκδώσει παρά μόνο στις περιπτώσεις που αυτό προβλέπεται από τις κανονιστικές ρυθμίσεις.

(βλ. σκέψη 80)

3.      Οι πράξεις των θεσμικών οργάνων, άλλων οργάνων και οργανισμών της Ένωσης απολαύουν κατ’ αρχήν του τεκμηρίου της νομιμότητας και, κατά συνέπεια, παράγουν έννομα αποτελέσματα, ακόμη και αν πάσχουν πλημμέλειες, μέχρι την ακύρωση ή την ανάκλησή τους. Εντούτοις, κατ’ εξαίρεσιν όμως από την αρχή αυτή, πράξεις πάσχουσες ελάττωμα του οποίου η σοβαρότητα είναι τόσο πρόδηλη, ώστε να μη μπορεί να γίνεται ανεκτή από την έννομη τάξη της Ένωσης, πρέπει, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, να θεωρούνται ότι δεν έχουν παραγάγει κανένα έννομο αποτέλεσμα, δηλαδή, να θεωρούνται νομικώς ανυπόστατες. Η εξαίρεση αυτή αποβλέπει στη διατήρηση ισορροπίας μεταξύ των δύο θεμελιωδών, αλλά ενίοτε ανταγωνιστικών μεταξύ τους επιταγών, τις οποίες πρέπει να ικανοποιεί μια έννομη τάξη, δηλαδή της σταθερότητας των εννόμων σχέσεων και του σεβασμού της νομιμότητας. Η βαρύτητα των συνεπειών που συνδέονται προς την αναγνώριση του ανυποστάτου μιας πράξεως επιτάσσει, για λόγους ασφάλειας δικαίου, να επιφυλάσσεται η αναγνώριση αυτή σε εντελώς ακραίες περιπτώσεις.

Οι πλημμέλειες που είναι ικανές να οδηγήσουν τον δικαστή της Ένωσης να κρίνει μία πράξη ως ανυπόστατη διαφέρουν από τις παρανομίες των οποίων η διαπίστωση έχει ως αποτέλεσμα, κατ’ αρχήν, την ακύρωση των πράξεων που υπάγονται στον προβλεπόμενο από τη Συνθήκη έλεγχο νομιμότητας όχι ως προς τη φύση τους αλλά ως προς τη σοβαρότητα και τον κατάφωρο χαρακτήρα τους. Συνεπώς, πρέπει να θεωρούνται ως ανυπόστατες οι πράξεις οι οποίες πάσχουν από πλημμέλειες τόσο προδήλως σοβαρές ώστε να επηρεάζουν τα ουσιώδη τους στοιχεία.

(βλ. σκέψεις 83, 86)

4.      Η δυνατότητα επικλήσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης παρέχεται σε όλους τους ιδιώτες στους οποίους ένα θεσμικό όργανο, παρέχοντάς τους σαφείς διαβεβαιώσεις, δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες, ακόμα και αν δεν υπάρχει γραπτή δέσμευση του εν λόγω οργάνου. Τέτοιες διαβεβαιώσεις συνιστούν τα ακριβή, απηλλαγμένα αιρέσεων και συγκλίνοντα πληροφοριακά στοιχεία που προέρχονται από έγκριτες και αξιόπιστες πηγές, όποια και αν είναι η μορφή υπό την οποία γνωστοποιήθηκαν. Αντιθέτως, ουδείς δύναται να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής αυτής όταν δεν υφίστανται ακριβείς διαβεβαιώσεις προς αυτόν εκ μέρους της διοικήσεως. Ένας διάδικος δεν μπορεί συνεπώς να επικαλείται βασίμως τη σιωπή της διοικήσεως για να θεμελιώσει παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

(βλ. σκέψεις 108-110)

5.      Όσον αφορά τη δυνατότητα επικλήσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προς αποτροπή της αποσβέσεως δικαιώματος λόγω παρελεύσεως της σχετικής προθεσμίας, ο προσφεύγων πρέπει να είναι σε θέση να κάνει λόγο για βάσιμες προσδοκίες από συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις που του παρέσχε η διοίκηση ικανές να προκαλέσουν συγγνωστή σύγχυση σε καλόπιστο ιδιώτη που επιδεικνύει όλη την απαιτούμενη επιμέλεια ενός επιχειρηματία με τη συνήθη ενημέρωση.

Λαμβανομένου υπόψη του επιτακτικού χαρακτήρα της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής κατά αποφάσεως του τμήματος ανακοπών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα), που προβλέπεται στο άρθρο 59 του κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα και του οποίου είχε επιπροσθέτως γίνει υπόμνηση κατά την κοινοποίηση, η προσφεύγουσα, μη ασκώντας προσφυγή εντός της προθεσμίας αυτής, ακόμα και προληπτικώς, κατά της αποφάσεως αυτής δεν επέδειξε την απαιτούμενη συνήθως επιμέλεια για να μπορέσει να επικαλεσθεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

(βλ. σκέψεις 114-115)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 9ης Σεπτεμβρίου 2011 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως λεκτικού κοινοτικού σήματος dm – Προγενέστερο εθνικό εικονιστικό σήμα dm – Διοικητική διαδικασία – Αποφάσεις των τμημάτων ανακοπών – Ανάκληση – Διόρθωση επουσιωδών σφαλμάτων – Ανυπόστατη πράξη – Παραδεκτό προσφυγών ασκούμενων ενώπιον τμήματος προσφυγών – Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Άρθρα 59, 60α, 63 και 77α του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρα 60, 62, 65 και 80 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009] – Κανόνας 53 του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95»

Στην υπόθεση T‑36/09,

dm-drogerie markt GmbH & Co. KG, με έδρα την Karlsruhe (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους O. Bludovsky και C. Mellein, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενο, αρχικώς, από τον J. Novais Gonçalves, στη συνέχεια, από τον G. Schneider,

καθού,

έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ:

Distribuciones Mylar, SA, με έδρα το Gelves (Ισπανία),

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 30ής Οκτωβρίου 2008 (υπόθεση R 228/2008‑1), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ των Distribuciones Mylar, SA και dm-drogerie markt GmbH & Co. KG,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Azizi, πρόεδρο, E. Cremona και S. Frimodt Nielsen (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 23 Ιανουαρίου 2009,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 19 Μαΐου 2009,

έχοντας υπόψη την απόφαση της 1ης Ιουλίου 2009 με την οποία δεν επετράπη η κατάθεση υπομνήματος απαντήσεως,

έχοντας υπόψη τις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου προς τους διαδίκους,

έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν οι διάδικοι στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Απριλίου 2011,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα περί καθορισμού ημερομηνίας για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός της προθεσμίας ενός μηνός από της κοινοποιήσεως της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και κρίνοντας επομένως, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 135α του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ότι πρέπει να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Ο κανονισμός (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)], προβλέπει στην ενδέκατη και δωδέκατη αιτιολογική του σκέψη (νυν αιτιολογικές σκέψεις 12 και 13 του κανονισμού 207/2009) τα εξής:

«[το δίκαιο των σημάτων το οποίο θεσπίζει ο παρών κανονισμός απαιτεί, για κάθε σήμα, τη λήψη διοικητικών εκτελεστικών μέτρων, σε κοινοτικό επίπεδο. Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητο, ενώ θα διατηρηθεί η υπάρχουσα διάρθρωση των οργάνων της Κοινότητας και η ισορροπία των εξουσιών, να προβλεφθεί ένα Γραφείο Εναρμόνισης στο Πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς, ανεξάρτητο σε τεχνικό επίπεδο, το οποίο να έχει επαρκή νομική, διοικητική και οικονομική αυτονομία. Προς το σκοπό αυτό, είναι αναγκαίο και σκόπιμο το εν λόγω Γραφείο να έχει χαρακτήρα κοινοτικού οργανισμού, ο οποίος να έχει τη νομική προσωπικότητα και να ασκεί τις εκτελεστικές εξουσίες που του παρέχει ο παρών κανονισμός, στα πλαίσια του κοινοτικού δικαίου και χωρίς να θίγονται οι αρμοδιότητες που ασκούν τα θεσμικά όργανα της Κοινότητας].

ότι οι αποφάσεις του γραφείου πρέπει να εξασφαλίζουν στα ενδιαφερόμενα μέρη νομική προστασία η οποία να προσαρμόζεται στην ιδιομορφία του δικαίου των σημάτων ότι, προς τον σκοπό αυτόν, προβλέπεται ότι μπορεί να ασκηθεί προσφυγή κατά των αποφάσεων των εξεταστών και των διαφόρων τμημάτων του γραφείου ότι, εφόσον η αρχή η οποία εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποδεχθεί την προσφυγή, την παραπέμπει σε τμήμα προσφυγών του γραφείου, το οποίο αποφασίζει σχετικά ότι προσφυγή κατά των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών είναι δυνατόν να ασκηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο είναι αρμόδιο τόσο για την ακύρωση όσο και για τη μεταρρύθμιση της προσβαλλόμενης απόφασης».

2        Το άρθρο 60α του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 62 του κανονισμού 207/2009), το οποίο προστέθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 422/2004 του Συμβουλίου, της 19ης Φεβρουαρίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού 40/94 (ΕΕ L 70, σ. 1), εγκαθιδρύει το ένδικο βοήθημα που προβλέπεται στη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 40/94, κατά την οποία, «εφόσον η αρχή η οποία εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποδεχθεί την προσφυγή, την παραπέμπει σε τμήμα προσφυγών του Γραφείου, το οποίο αποφασίζει σχετικά». Το άρθρο 60α του κανονισμού 40/94 ορίζει:

«1.      Εάν κατά τη διαδικασία ο προσφεύγων είναι αντιμέτωπος με άλλο διάδικο, και το τμήμα το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση θεωρήσει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη, διορθώνει την απόφασή του.

2.      Η διόρθωση μπορεί να γίνει μόνον εφόσον το τμήμα το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήσει στον άλλο διάδικο την πρόθεσή του να τη διορθώσει και αυτός το αποδεχθεί εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης.

3.      Αν ο αντίδικος δεν συμφωνεί να γίνει δεκτή προσφυγή και διατυπώσει σχετική δήλωση εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που προβλέπεται από την παράγραφο 2, ή αν δεν προβεί σε δήλωση εντός της καθορισμένης προθεσμίας, η προσφυγή παραπέμπεται αμέσως στο τμήμα προσφυγών, χωρίς να διατυπωθεί γνώμη επί της ουσίας.

4.      Ωστόσο, αν το τμήμα του οποίου προσβάλλεται η απόφαση δεν θεωρεί παραδεκτή και βάσιμη την προσφυγή εντός μηνός μετά την λήψη του αιτιολογικού υπομνήματος, παραπέμπει χωρίς καθυστέρηση την προσφυγή στο τμήμα προσφυγών χωρίς να διατυπωθεί γνώμη επί της ουσίας, αντί να λάβει τα μέτρα που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3».

3        Το άρθρο 77α του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 80 του κανονισμού 207/2009), το οποίο προστέθηκε επίσης με τον κανονισμό 422/2004, ορίζει:

«1.      Σε περίπτωση που το Γραφείο πραγματοποιήσει μια εγγραφή στο μητρώο ή λάβει απόφαση που περιέχει πρόδηλο διαδικαστικό σφάλμα, αποδιδόμενο στο Γραφείο, το τελευταίο αυτό προβαίνει στην ακύρωση της εν λόγω εγγραφής ή στην ανάκληση της εν λόγω αποφάσεως. Σε περίπτωση που στη διαδικασία υπάρχει μόνον ένας διάδικος και η εγγραφή ή η πράξη θίγει τα δικαιώματά του, η ακύρωση της εγγραφής ή η ανάκληση της απόφασης, αποφασίζεται ακόμη κι αν το σφάλμα δεν ήταν πρόδηλο για το διάδικο.

2.      Η ακύρωση της εγγραφής ή η ανάκληση της απόφασης που προβλέπονται από την παράγραφο 1 αποφασίζεται αυτεπαγγέλτως ή κατ’ αίτηση ενός των διαδίκων από το τμήμα που έκανε την εγγραφή ή έλαβε την απόφαση. Η ακύρωση ή ανάκληση αποφασίζεται εντός προθεσμίας έξι μηνών από την ημερομηνία εγγραφής στο μητρώο ή έκδοσης της απόφασης, κατόπιν διαβουλεύσεως με τους διαδίκους και τους πιθανούς κατόχους δικαιωμάτων επί του εν λόγω κοινοτικού σήματος, που έχουν εγγραφεί στο μητρώο.

3.      Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν τη δυνατότητα των διαδίκων να ασκήσουν προσφυγή σύμφωνα με τα άρθρα 57 και 63, ούτε τη δυνατότητα, σύμφωνα με τις διαδικασίες και τους όρους που προβλέπει ο εκτελεστικός κανονισμός ο οποίος προβλέπεται από το άρθρο 157 παράγραφος 1, να διορθωθούν οποιαδήποτε γλωσσικά σφάλματα ή σφάλματα μεταγραφής καθώς και προφανή σφάλματα στις αποφάσεις του Γραφείου, ή σφάλματα αποδιδόμενα στο Γραφείο κατά την καταχώριση του σήματος ή κατά τη δημοσίευση της καταχώρισής του».

4        Ο κανόνας 53 του κανονισμού 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 (ΕΕ L 303, σ. 1), για τον οποίο γίνεται λόγος στο άρθρο 77α, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 80, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009), ορίζει:

«Στην περίπτωση που το Γραφείο λάβει γνώση, αυτεπαγγέλτως ή με πρωτοβουλία μέρους που συμμετέχει στη διαδικασία, γλωσσικού λάθους, ορθογραφικού λάθους καθώς και προφανούς ανακρίβειας σε απόφαση, εξασφαλίζει τη διόρθωση του λάθους ή της ανακρίβειας από το αρμόδιο τμήμα ή υπηρεσία».

 Το ιστορικό της διαφοράς

5        Στις 13 Αυγούστου 2004, η προσφεύγουσα, dm-drogerie markt GmbH & Co. KG, υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), βάσει του κανονισμού 40/94.

6        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το λεκτικό σημείο dm.

7        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν, μεταξύ άλλων, στις κλάσεις 9 και 16 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, της 15ης Ιουνίου 1957, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί και αντιστοιχούν, για κάθε μία από αυτές τις κλάσεις, στην εξής περιγραφή:

–        κλάση 9: «Μπαταρίες, γυαλιά οράσεως, φωτοεκτεθειμένα φιλμ, φωτογραφικές συσκευές, κασέτες ήχου και βίντεο, μνήμες για ψηφιακές κάμερες και εγκαταστάσεις επεξεργασίας δεδομένων, μετρητές, θερμόμετρα, προστασία ρευματοδότη, ηλεκτρικά μέσα αποθήκευσης, κάμερες, συσκευές αντιγραφής σύμπυκνων δίσκων, συσκευές εγγραφής, μετάδοσης και αναπαραγωγής ήχου και εικόνας· εκτυπωτές για ηλεκτρονικούς υπολογιστές»·

–        κλάση 16: «Χαρτί, χαρτόνι· είδη χαρτοπωλείου, χαρτομάντηλα ή κυτταρίνη, πάνες από χαρτί ή κυτταρίνη, κολλώδεις ύλες για χαρτί και είδη χαρτοπωλείου ή οικιακές χρήσεις, γωνίες για φωτογραφίες, λευκώματα φωτογραφιών, πλαστικές μεμβράνες για περιτύλιγμα, σακούλες απορριμμάτων από χαρτί ή πλαστικό, σακούλες συσκευασίας, περιβλήματα, τσάντες από χαρτί ή πλαστικό, πλαστικές μεμβράνες συσκευασίας, πετσέτες από χαρτί».

8        Η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 19/2005, της 9ης Μαΐου 2005.

9        Στις 26 Ιουλίου 2005, η Distribuciones Mylar, SA, άσκησε ανακοπή βάσει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 41 του κανονισμού 207/2009) κατά της καταχωρίσεως του εν λόγω σήματος για τα προϊόντα που προαναφέρθηκαν στη σκέψη 7 ανωτέρω.

10      Η ανακοπή στηρίχθηκε στο καταχωρισθέν υπό τον αριθμό 2561742 προγενέστερο ισπανικό εικονιστικό σήμα, το οποίο κατατέθηκε στις 13 Οκτωβρίου 2003 και καταχωρίστηκε στις 19 Αυγούστου 2004 και απεικονίζεται κατωτέρω:

Image not found

11      Η ανακοπή στηρίχθηκε στο σύνολο των προϊόντων και υπηρεσιών για τα οποία είχε καταχωριστεί το προγενέστερο σήμα, τα οποία ενέπιπταν στις κλάσεις 9 και 39 και αντιστοιχούσαν στην εξής περιγραφή:

–        κλάση 9: «ταμειακές μηχανές, αριθμομηχανές, εξοπλισμός για την επεξεργασία δεδομένων και ηλεκτρονικοί υπολογιστές»·

–        κλάση 39: «Υπηρεσίες μεταφοράς, συσκευασίας, αποθήκευσης και διανομής συστατικών μερών ηλεκτρονικών υπολογιστών, εντύπων προϊόντων και ειδών χαρτοπωλείου».

12      Ο λόγος που προβλήθηκε προς στήριξη της ανακοπής ήταν ο προβλεπόμενος από το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009].

13      Ενώπιον του τμήματος ανακοπών, η προσφεύγουσα δεν υπέβαλε παρατηρήσεις.

14      Με απόφαση της 16ης Μαΐου 2007, η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα αυθημερόν, το τμήμα ανακοπών δέχθηκε την ανακοπή όσον αφορά τα προϊόντα που εμπίπτουν στην κλάση 9 και μνημονεύθηκαν στη σκέψη 7 ανωτέρω, πλην των γυαλιών οράσεως και των θερμομέτρων. Αντιθέτως, η ανακοπή απορρίφθηκε όσον αφορά τα γυαλιά οράσεως και τα θερμόμετρα που εμπίπτουν στην κλάση 9 καθώς και για το σύνολο των προϊόντων που εμπίπτουν στην κλάση 16.

15      Όσον αφορά τα φωτοεκτεθειμένα φιλμ και τις κασέτες ήχου και εικόνας, το τμήμα ανακοπών εκθέτει τα εξής (σ. 4, πρώτη και τρίτη παράγραφος):

«[…] Αυτός ο βαθμός ομοιότητας διαπιστώνεται επίσης όσον αφορά τις κασέτες ήχου και βίντεο στο μέτρο που σε αυτές περιλαμβάνονται οι ψηφιακές κασέτες και μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε ψηφιακές βιντεοκάμερες. Επιπροσθέτως, ορισμένες συσκευές καθιστούν δυνατή τη μετατροπή των αναλογικών κασετών σε ψηφιακά DVD.

[…]

Εντούτοις, οι ανωτέρω αναφερθείσες αναλογίες δεν επαρκούν για να θεωρηθεί ότι υφίσταται ομοιότητα μεταξύ των φωτοεκτεθειμένων φιλμ και των κασετών ήχου και βίντεο, αφενός, και οποιουδήποτε από τα προϊόντα της ανακόπτουσας, αφετέρου. Ενόψει όλων αυτών, προϊόντα όπως τα φωτοεκτεθειμένα φιλμ, τα οποία χρησιμοποιούνται σε συσκευές που παραδοσιακώς υποκαθιστούν τις ψηφιακές κάμερες ή υλικά όπως οι κασέτες ήχου και βίντεο, που είναι τα παραδοσιακά [sic].»

16      Στη συνέχεια, το τμήμα ανακοπών εκτίμησε ότι υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ του σήματος για το οποίο ζητήθηκε η καταχώριση και εκείνου της ανακόπτουσας για το σύνολο των προϊόντων που μπορούν να θεωρηθούν ως όμοια, περιλαμβανομένων εκείνων που μπορεί να θεωρηθεί ότι παρουσιάζουν μικρή ομοιότητα. Κατά συνέπεια, απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως του σήματος για αυτά τα προϊόντα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν τα φωτοεκτεθειμένα φιλμ καθώς και οι κασέτες ήχου και βίντεο.

17      Με έγγραφο της 8ης Ιουνίου 2007, το τμήμα ανακοπών ενημέρωσε τους διαδίκους ότι σκόπευε, με βάση το άρθρο 77α του κανονισμού 40/94, να ανακαλέσει την απόφαση της 16ης Μαΐου 2007, λόγω πρόδηλης διαδικαστικής πλημμέλειας, συνισταμένης στην έλλειψη εξαντλητικής συγκρίσεως των καταλόγων των προϊόντων και υπηρεσιών. Οι διάδικοι κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της σκοπιμότητας της ανακλήσεως εντός δίμηνης προθεσμίας.

18      Η προσφεύγουσα υπέβαλε παρατηρήσεις με έγγραφο της 23ης Ιουλίου 2007, το οποίο περιήλθε στο ΓΕΕΑ στις 24 Ιουλίου 2007. Στο έγγραφο αυτό, υποστήριζε ότι η ανακόπτουσα δεν είχε αποδείξει επαρκώς την ύπαρξη του προγενέστερου δικαιώματός της και ότι τα προϊόντα που καλύπτονταν από τα επίμαχα σήματα δεν ήταν όμοια. Επιπλέον, επισήμαινε τα εξής:

«Η προσφεύγουσα εκφράζει την ικανοποίησή της για την πρόθεση του τμήματος ανακοπών να ανακαλέσει την απόφασή του της 16ης Μαΐου 2007, καθώς ενδέχεται να αποφευχθεί η προσφυγή, την οποία προτίθεται να ασκήσει κατά της αποφάσεως αυτής»

19      Στις 26 Νοεμβρίου 2007, ένα μέλος του τμήματος ανακοπών απέστειλε στους διαδίκους έγγραφο στο οποίο αναφέρονταν τα εξής:

«Το [ΓΕΕΑ] τελικώς εκτιμά ότι η απόφασή του της 16ης Μαΐου 2007 δεν περιέχει καμία πρόδηλη διαδικαστική πλημμέλεια. Συνεπώς, το άρθρο 77α δεν μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω. Εντούτοις, η απόφαση αυτή περιείχε στη σελίδα 4 προφανές σφάλμα το οποίο το [ΓΕΕΑ] διόρθωσε σύμφωνα με τον κανόνα 53 του [κανονισμού 2868/95]. Αυτή η διόρθωση δεν μεταβάλλει το αποτέλεσμα της αποφάσεως.»

20      Στο έγγραφο επισυναπτόταν τροποποιημένη η απόφαση της 16ης Μαΐου 2007 (στο εξής: τροποποιημένη εκδοχή της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007). Η νέα αυτή εκδοχή της αποφάσεως έφερε την ίδια ημερομηνία όπως η αρχική εκδοχή και περιελάμβανε το ίδιο διατακτικό. Στη νέα αυτή εκδοχή, η τρίτη παράγραφος της σελίδας 4 της αρχικής εκδοχής (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω) είχε αντικατασταθεί από την εξής παράγραφο:

«Ο εξοπλισμός επεξεργασίας δεδομένων της ανακόπτουσας καλύπτει ευρύτατη κατηγορία προϊόντων στα οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, συσκευές με δυνατότητα αναγνώσεως των πληροφοριών εικόνας που περιέχει το φωτοεκτεθειμένο φιλμ και μετατροπής τους σε οπτικές ή ηλεκτρικές ψηφιακές πληροφορίες (και αντιστρόφως). Αυτές οι συσκευές πωλούνται σε εξειδικευμένα καταστήματα φωτογραφικού υλικού τόσο σε επαγγελματίες όσο και σε ερασιτέχνες. Βάσει όλων αυτών, το [ΓΕΕΑ] εκτιμά ότι υπάρχει κάποια μικρή ομοιότητα μεταξύ των φωτοεκτεθειμένων φιλμ και του εξοπλισμού για την επεξεργασία δεδομένων.»

21      Με έγγραφο της 26ης Νοεμβρίου 2007, η ανακόπτουσα ζήτησε να δοθεί προθεσμία στους διάδικους στη διαδικασία ανακοπής προκειμένου να ασκήσουν προσφυγή κατά της διορθωμένης αποφάσεως.

22      Στις 19 Δεκεμβρίου 2007, ένα μέλος του τμήματος ανακοπών απέστειλε επιστολή στους διαδίκους όπου αναφέρονταν τα εξής:

«Σημειώνω ότι κατά το [ΓΕΕΑ] η [τροποποιημένη εκδοχή της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007] είναι απόφαση δεκτική προσφυγής και, συνεπώς, κατά το άρθρο 58 του κανονισμού 40/94, κάθε διάδικος σε διαδικασία για την οποία εκδόθηκε απόφαση μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά το μέρος που η απόφαση αυτή δεν τον δικαιώνει. Κατά το άρθρο 59 του κανονισμού 40/94, η προσφυγή πρέπει να ασκηθεί εγγράφως ενώπιον του [ΓΕΕΑ] εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα κοινοποιήσεως της αποφάσεως (δηλαδή, την 26η Νοεμβρίου 2007), ενώ πρέπει να κατατεθεί γραπτώς υπόμνημα που να εκθέτει τους λόγους της προσφυγής εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την ίδια ημερομηνία. Η προσφυγή θεωρείται ότι έχει ασκηθεί μόνο μετά την καταβολή τέλους προσφυγής 800 ευρώ.»

23      Στις 24 Ιανουαρίου 2008, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ, βάσει των άρθρων 57 έως 62 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009), με την οποία ζητούσε, αφενός, την ακύρωση της «τροποποιημένης εκδοχής της αποφάσεως [του τμήματος] ανακοπ[ών] της 16ης Μαΐου 2007» και, αφετέρου, την απόρριψη της ανακοπής στο σύνολό της.

24      Η προσφεύγουσα εξέθεσε τους λόγους της προσφυγής της σε υπόμνημα που κατατέθηκε στις 17 Μαρτίου 2008. Η προσφεύγουσα προέβαλε μεταξύ άλλων τις ακόλουθες αιτιάσεις. Πρώτον, οι γενόμενες τροποποιήσεις στην αρχική απόφαση δεν ενέπιπταν στη διόρθωση προδήλων σφαλμάτων. Πράγματι, οι τροποποιήσεις αυτές συνίσταντο στην αντικατάσταση αντιφατικής και εν μέρει ακατανόητης αιτιολογικής σκέψεως με νέα επιχειρήματα. Δεύτερον, τα καλυπτόμενα από τα επίμαχα σήματα προϊόντα δεν ήταν όμοια. Τρίτον, η ανακόπτουσα δεν είχε αποδείξει ότι ήταν δικαιούχος του σήματος επί του οποίου στηριζόταν η ανακοπή.

25      Η ανακόπτουσα δεν υπέβαλε παρατηρήσεις επί της προσφυγής.

26      Με απόφαση της 30ής Οκτωβρίου 2008 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 14 Νοεμβρίου 2008, το πρώτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη.

27      Κατά πρώτο λόγο, έκρινε ότι η απόφαση του τμήματος ανακοπών, στην εκδοχή της που κοινοποιήθηκε στις 16 Μαΐου 2007, δεν είχε προσβληθεί εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 59 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 60 του κανονισμού 207/2009) και είχε, εξ αυτού του λόγου, καταστεί οριστική.

28      Το έγγραφο του τμήματος ανακοπών της 8ης Ιουνίου 2007 το οποίο καλούσε τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της ανακλήσεως της εν λόγω αποφάσεως δεν είχε ως αποτέλεσμα της αναστολή της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής.

29      Η απάντηση της προσφεύγουσας σε αυτό το έγγραφο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως προσφυγή στρεφόμενη κατά αυτής της αποφάσεως. Σε κάθε περίπτωση, η απάντηση αυτή, που περιήλθε στο ΓΕΕΑ στις 24 Ιουλίου 2007, κατατέθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής που είχε αρχίσει με την κοινοποίηση της αποφάσεως.

30      Το τμήμα προσφυγών έκρινε επίσης ότι οι δυσχέρειες στην κατανόηση της αρχικής εκδοχής της αποφάσεως δεν εμπόδισαν την προσφεύγουσα να ασκήσει προσφυγή, αλλά θα έπρεπε, αντιθέτως, να την παρακινήσουν συναφώς.

31      Η προσφυγή της προσφεύγουσας κατά της αρχικής εκδοχής της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007, η οποία κατατέθηκε στις 24 Ιανουαρίου 2008, ήταν, συνεπώς, εκπρόθεσμη και έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

32      Κατά δεύτερο λόγο, το τμήμα προσφυγών δέχθηκε ότι η διόρθωση της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 ήταν πράξη δυνάμενη να θίξει τα συμφέροντα της προσφεύγουσας, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική της κατάσταση.

33      Εντούτοις, η επίμαχη εν προκειμένω διόρθωση δεν προκάλεσε βλάβη στα συμφέροντα των διαδίκων κατά την έννοια του άρθρου 58 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 59 του κανονισμού 207/2009). Η τροποποιημένη εκδοχή της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 περιλάμβανε το ίδιο διατακτικό με την αρχική εκδοχή. Συνεπώς, η επίμαχη διόρθωση, η οποία περιορίστηκε στη δικαιολόγηση του διατακτικού της αρχικής αποφάσεως, δεν έβλαψε την προσφεύγουσα. Επομένως, η τροποποιημένη εκδοχή της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 δεν ήταν πράξη δεκτική προσφυγής.

34      Επιπροσθέτως, με την απόφασή του να προβεί σε διόρθωση επουσιωδών σφαλμάτων κατά τον κανόνα 53 του κανονισμού 2868/95 αντί για ανάκληση κατά το άρθρο 77α του κανονισμού 40/94 ή αναθεώρηση κατά το άρθρο 60α του ιδίου κανονισμού, το τμήμα ανακοπών δεν αντικατέστησε την αρχική απόφαση με νέα απόφαση.

35      Κατά συνέπεια, η προσφυγή απορρίφθηκε ομοίως ως απαράδεκτη και κατά το μέτρο που στρεφόταν κατά της τροποποιημένης εκδοχής της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007.

 Αιτήματα των διαδίκων

36      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        κυρίως, να απορρίψει την ανακοπή στο σύνολό της· επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του ΓΕΕΑ·

–        να καταδικάσει την ανακόπτουσα στα δικαστικά έξοδα·

37      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

38      Με την παρούσα προσφυγή, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι κακώς το τμήμα προσφυγών απέρριψε την προσφυγή της ως απαράδεκτη και ζητεί, με το πρώτο αίτημά της, την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η προσφεύγουσα ζητεί, επιπλέον, από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την ανακοπή στο σύνολό της ή, επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του ΓΕΕΑ.

 Όσον αφορά το αίτημα ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

39      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι κακώς το τμήμα προσφυγών έκρινε την προσφυγή της απαράδεκτη.

40      Πρώτον, οι παρατηρήσεις που υπέβαλε στις 23 Ιουλίου, σε απάντηση του εγγράφου της 8ης Ιουνίου 2007, με το οποίο το τμήμα ανακοπών πληροφορούσε τους διαδίκους για την πρόθεση του να ανακαλέσει την απόφαση της 16ης Μαΐου 2007, θα έπρεπε να έχουν ως αποτέλεσμα την αναστολή της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής.

41      Κατά την προσφεύγουσα, είναι παράλογο, πράγματι, και άδικο να υποχρεώνεται ο θιγόμενος από απόφαση διάδικος στην άσκηση προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής, όταν για την ίδια έχει κινηθεί, παραλλήλως, διαδικασία ανακλήσεως. Αντίθετη λύση θα είχε ως αποτέλεσμα να κινούνται παράλληλα δύο διακριτές διαδικασίες, τις οποίες χειρίζονται δύο διαφορετικά όργανα του ΓΕΕΑ και οι οποίες ενδέχεται να έχουν διαφορετική κατάληξη. Επιπροσθέτως, η ενδεχόμενη ανάκληση της αποφάσεως θα είχε ως αποτέλεσμα να καταστήσει την προσφυγή άνευ αντικειμένου.

42      Θα πρέπει επομένως να θεωρηθεί ότι η κίνηση διαδικασίας για την ανάκληση αποφάσεως κατά τη διάρκεια της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής έχει ως συνέπεια την αναστολή της εν λόγω προθεσμίας.

43      Δεύτερον, στην περίπτωση που η κίνηση διαδικασίας ανακλήσεως εν προκειμένω δεν είχε ως αποτέλεσμα την αναστολή της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης θα επέβαλλε τη σχετική πληροφόρηση των διαδίκων ώστε να είναι ενήμεροι για την ανάγκη ασκήσεως χωριστής προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

44      Τρίτον, το τμήμα προσφυγών κακώς έκρινε ότι η κοινοποίηση της τροποποιημένης εκδοχής της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 δεν συνιστούσε, εν προκειμένω, πράξη δεκτική προσφυγής, για το λόγο ότι δεν κατέληγε σε διαφορετικό αποτέλεσμα από εκείνο της αρχικής εκδοχής της αποφάσεως αυτής. Εν προκειμένω, θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η τροποποιημένη εκδοχή της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 αντικαθιστά με νέες αιτιολογίες αντιφατικές και, εν μέρει, ακατανόητες αιτιολογίες οι οποίες περιλαμβάνονταν στην αρχική εκδοχή. Όμως, αφενός, ήταν αδύνατον να ασκηθεί προσφυγή κατά αποφάσεως πάσχουσας από έλλειψη αιτιολογίας. Αφετέρου, τα τμήματα της αποφάσεως που τροποποιήθηκαν θα πρέπει να μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής. Το ΓΕΕΑ συμφωνεί με την άποψη της προσφεύγουσας, όπως προκύπτει τόσο από την εμφαινόμενη στην τροποποιημένη εκδοχή της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 ένδειξη της προθεσμίας προσφυγής όσο και από το περιεχόμενο της επιστολής της 19ης Δεκεμβρίου 2007 (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω).

45      Τέταρτον, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης επιβάλλει εν προκειμένω να κριθεί παραδεκτή η προσφυγή από το τμήμα προσφυγών. Το ΓΕΕΑ, όντως, είχε δηλώσει σαφώς και ρητώς δύο φορές (βλ. σκέψη 44 ανωτέρω) ότι η τροποποιημένη εκδοχή της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 ήταν πράξη δεκτική προσφυγής. Το ΓΕΕΑ επομένως θα πρέπει να υποχρεωθεί να σεβαστεί τις δικές του δηλώσεις.

46      Το ΓΕΕΑ, μολονότι εκτιμά ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη, υπενθυμίζει καταρχάς τις παρατυπίες στις οποίες υπέπεσε εν προκειμένω το τμήμα ανακοπών.

47      Πρώτον, η αιτιολογία της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 παρουσίαζε ελλείψεις, μεταξύ των οποίων έναν αντιφατικό συλλογισμό και μία ανολοκλήρωτη πρόταση.

48      Δεύτερον, το τμήμα ανακοπών είχε κινήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 77α του κανονισμού 40/94 διαδικασία ανακλήσεως, καίτοι δεν είχε διαπραχθεί καμία πρόδηλη διαδικαστική πλημμέλεια.

49      Τρίτον, το τμήμα ανακοπών εφάρμοσε τον κανόνα 53 του κανονισμού 2868/95, ο οποίος επιτρέπει τη διόρθωση επουσιωδών σφαλμάτων, ενώ οι τροποποιήσεις που έγιναν στην αρχική εκδοχή της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 δεν ενέπιπταν στη διόρθωση προδήλων σφαλμάτων όπως τα γλωσσικά και ορθογραφικά λάθη ή άλλα σφάλματα των οποίων η διόρθωση επιβάλλεται προφανώς, υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πρόκειται για κείμενο διαφορετικό εκείνου που προέκυψε από τη διόρθωση. Όπως ορθώς επισήμανε το τμήμα προσφυγών, το τμήμα ανακοπών στο έγγραφο της 26ης Νοεμβρίου 2007 παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει βάσει του άρθρου 73 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 75 του κανονισμού 207/2009) επειδή δεν διευκρίνισε σε τι συνίσταντο τα επουσιώδη σφάλματα των οποίων η διόρθωση ήταν αναγκαία.

50      Τέταρτον, όπως επίσης επισήμανε το τμήμα προσφυγών, το έγγραφο της 26ης Νοεμβρίου 2007, είχε υπογραφεί από ένα μόνο μέλος του τμήματος ανακοπών, κατά παράβαση του κανόνα 100 του κανονισμού 2868/95.

51      Εντούτοις, το τμήμα προσφυγών ορθώς απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή που άσκησε η προσφεύγουσα κατά της τροποποιημένης εκδοχής της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007, στο μέτρο που η κοινοποίηση στην προσφεύγουσα του εγγράφου της 8ης Ιουνίου 2007, με το οποίο καλούνταν οι διάδικοι να υποβάλουν παρατηρήσεις επί της ενδεχόμενης ανακλήσεως της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007, δεν είχε ως αποτέλεσμα την αναστολή της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής, η προσφεύγουσα δεν επικαλέστηκε βασίμως εν προκειμένω την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και η τροποποιημένη εκδοχή της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 δεν επηρέασε την νομική κατάσταση της προσφεύγουσας και, εξ αυτού του λόγου, δεν συνιστούσε πράξη δεκτική προσφυγής.

52      Κατά πρώτο λόγο, το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι από το άρθρο 77α, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 προκύπτει ότι η προβλεπόμενη σε αυτό το άρθρο κίνηση διαδικασίας ανακλήσεως δεν έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής κατά αποφάσεως κατ’ εφαρμογή του άρθρου 59 του ιδίου κανονισμού.

53      Επιπλέον, το ΓΕΕΑ δεν έχει υποχρέωση ενημερώσεως των διαδίκων σχετικά με τη μη αναστολή της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής σε περίπτωση κατά την οποία κινείται διαδικασία ανακλήσεως.

54      Πλην όμως, η προσφεύγουσα δεν άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 εντός της δίμηνης προθεσμίας από την κοινοποίησή της. Η ασκηθείσα από την προσφεύγουσα προσφυγή ενώπιον του τμήματος προσφυγών είχε επομένως ως αίτημα την επανεξέταση αποφάσεως που είχε καταστεί οριστική, πράγμα που το τμήμα δεν είχε εξουσία να πράξει.

55      Κατά δεύτερο λόγο, η προσφεύγουσα δεν επικαλείται βασίμως εν προκειμένω την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

56      Πρώτον, η προσφεύγουσα ενημερώθηκε, κατά την κοινοποίηση της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007, η οποία διενεργήθηκε αυθημερόν, ότι διέθετε προθεσμία δύο μηνών για την άσκηση προσφυγής κατά της ως άνω αποφάσεως.

57      Δεύτερον, η κίνηση διαδικασίας ανακλήσεως δεν καταλήγει απαραιτήτως στην υπό εξέταση ανάκληση. Βάσει των περιστάσεων της υποθέσεως, η προσφεύγουσα είχε επιπλέον λόγους να αμφιβάλλει για το ενδεχόμενο ανακλήσεως της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 καθώς οι πλημμέλειες της αποφάσεως αυτής δεν συνιστούσαν πρόδηλες διαδικαστικές πλημμέλειες. Δεν μπορούσε επομένως να έχει εύλογη προσδοκία ανακλήσεως της επίμαχης αποφάσεως με τέτοιο βαθμό βεβαιότητας ώστε με ασφάλεια να δύναται να παραλείψει την άσκηση προσφυγής κατά της μερικής απορρίψεως της αιτήσεώς της για καταχώριση σήματος.

58      Κατά τρίτο λόγο, η διόρθωση στην οποία προέβη εν προκειμένω το τμήμα ανακοπών είναι άνευ συνεπειών όσον αφορά τη νομική κατάσταση της προσφεύγουσας, εφόσον δεν μεταβάλλεται η έκταση απορρίψεως της αιτήσεως καταχωρίσεως που υπέβαλε η προσφεύγουσα.

59      Συνεπώς, κατά το ΓΕΕΑ, το τμήμα προσφυγών όφειλε να απορρίψει την προσφυγή της προσφεύγουσας ως απαράδεκτη, όπως και έπραξε.

60      Συμπερασματικώς, το ΓΕΕΑ έχει την άποψη ότι το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και ότι η παρούσα προσφυγή πρέπει να απορριφθεί. Εντούτοις, δεν αντιτίθεται στο να κρίνει κατ’ επιείκεια το Γενικό Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις διαδικαστικές πλημμέλειες στις οποίες υπέπεσε το τμήμα ανακοπών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–       Όσον αφορά τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής κατά της τροποποιημένης εκδοχής της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007

61      Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 57 και 58 του κανονισμού 40/94 προκύπτει ότι οι αποφάσεις του τμήματος ανακοπών με τις οποίες περατώνεται διαδικασία ανακοπής είναι δεκτικές προσφυγής ενώπιον των τμημάτων προσφυγών του ΓΕΕΑ εκ μέρους των διαδίκων κατά το μέρος που οι αποφάσεις αυτές δεν τους δικαιώνουν.

62      Με την προσφυγή που κατέθεσε ενώπιον του τμήματος προσφυγών, η προσφεύγουσα ζητούσε την ακύρωση της «τροποποιημένης εκδοχής της αποφάσεως [του τμήματος] ανακοπ[ών] της 16ης Μαΐου 2007» καθώς και την απόρριψη της ανακοπής στο σύνολό της.

63      Καθώς η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με την προσβαλλόμενη απόφαση, η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση αυτή.

64      Για να καταλήξει σε όσα έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών, εκτίμησε κατ’ ουσίαν, αφενός, ότι, εφόσον η προσφεύγουσα δεν είχε ασκήσει προσφυγή εντός της προθεσμίας που άρχισε από την κοινοποίηση της αρχικής εκδοχής της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007, δεν μπορούσε πλέον να προσβάλει παραδεκτώς την απόφαση αυτή και, αφετέρου, ότι εφόσον η διόρθωση στην οποία προέβη το τμήμα ανακοπών δεν μετέβαλε το εύρος των δικαιωμάτων σχετικά με το σήμα του οποίου η καταχώριση ζητείται από την προσφεύγουσα, η τροποποιημένη εκδοχή της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 δεν ήταν πράξη δεκτική προσφυγής.

65      Προς στήριξη της υπό κρίση προσφυγής, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τις δύο αυτές εκτιμήσεις.

66      Πρέπει επομένως να εξεταστεί, καταρχάς, εάν η τροποποιημένη εκδοχή της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 είναι πράξη δεκτική προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Είναι, κατά συνέπεια, αναγκαίο, προκαταρκτικώς, να προσδιοριστεί το εύρος των τροποποιήσεων που επέφερε το τμήμα ανακοπών στην αρχική εκδοχή της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007.

67      Στην αρχική εκδοχή της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 υπήρχε, στη σελίδα 4, παράγραφος με την ακόλουθη διατύπωση:

«[…] Αυτός ο βαθμός ομοιότητας διαπιστώνεται επίσης όσον αφορά τις κασέτες ήχου και βίντεο στο μέτρο που σε αυτές περιλαμβάνονται οι ψηφιακές κασέτες και μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε ψηφιακές βιντεοκάμερες. Επιπροσθέτως, ορισμένες συσκευές καθιστούν δυνατή τη μετατροπή των αναλογικών κασετών σε ψηφιακά DVD.»

68      Εντούτοις, στην ίδια σελίδα περιλαμβανόταν επίσης η εξής παράγραφος, η οποία επαναλαμβάνεται ολόκληρη:

«Εντούτοις, οι ανωτέρω αναφερθείσες αναλογίες δεν επαρκούν για να θεωρηθεί ότι υφίσταται ομοιότητα μεταξύ των φωτοεκτεθειμένων φιλμ και των κασετών ήχου και βίντεο, αφενός, και οποιουδήποτε από τα προϊόντα της ανακόπτουσας, αφετέρου. Ενόψει όλων αυτών, προϊόντα όπως τα φωτοεκτεθειμένα φιλμ, τα οποία χρησιμοποιούνται σε συσκευές που παραδοσιακώς υποκαθιστούν τις ψηφιακές κάμερες ή υλικά όπως οι κασέτες ήχου και βίντεο, που είναι τα παραδοσιακά [sic].»

69      Στην αρχική της διατύπωση, η απόφαση της 16ης Μαΐου 2007 περιελάμβανε επομένως αντιφατική εκτίμηση για το εάν οι κασέτες ήχου και βίντεο και τα προϊόντα που καλύπτει το σήμα της ανακόπτουσας ήταν όμοια. Επιπροσθέτως, το τμήμα ανακοπών έκρινε ότι τα φωτοεκτεθειμένα φιλμ και τα προϊόντα για τα οποία είχε καταχωρισθεί το σήμα της ανακόπτουσας δεν ήταν όμοια. Εντούτοις, η ανακοπή έγινε δεκτή και, κατά συνέπεια, η αίτηση καταχωρίσεως που είχε υποβληθεί από την προσφεύγουσα απορρίφθηκε τόσο για τις κασέτες ήχου και βίντεο όσο και για τα φωτοεκτεθειμένα φιλμ.

70      Η διόρθωση της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 στην οποία προέβη το τμήμα ανακοπών συνίστατο στην αντικατάσταση της παραγράφου που παρατέθηκε στη σκέψη 68 ανωτέρω με την εξής παράγραφο:

«Ο εξοπλισμός επεξεργασίας δεδομένων της ανακόπτουσας καλύπτει ευρύτατη κατηγορία προϊόντων στα οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, συσκευές με δυνατότητα αναγνώσεως των πληροφοριών εικόνας που περιέχει το φωτοεκτεθειμένο φιλμ και μετατροπής τους σε οπτικές ή ηλεκτρικές ψηφιακές πληροφορίες (και αντιστρόφως). Αυτές οι συσκευές πωλούνται σε εξειδικευμένα καταστήματα φωτογραφικού υλικού τόσο σε επαγγελματίες όσο και σε ερασιτέχνες. Βάσει όλων αυτών, το [ΓΕΕΑ] εκτιμά ότι υπάρχει κάποια μικρή ομοιότητα μεταξύ των φωτοεκτεθειμένων φιλμ και του εξοπλισμού για την επεξεργασία δεδομένων.»

71      Η διόρθωση αυτή απάλειψε συνεπώς την αρχική αντίφαση σχετικά με τις κασέτες ήχου και βίντεο και ερχόταν σε αντίθεση με την αρχική εκτίμηση κατά την οποία δεν υπήρχε ομοιότητα μεταξύ των φωτοεκτεθειμένων φιλμ και των προϊόντων που καλύπτονται από το σήμα της ανακόπτουσας. Αντιθέτως, το διατακτικό δεν τροποποιήθηκε.

72      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, αφού αρχικώς εξέτασε το ενδεχόμενο να ανακαλέσει την απόφαση της 16ης Μαΐου 2007, το τμήμα ανακοπών δέχθηκε ότι δεν πληρούνταν οι προβλεπόμενες στο άρθρο 77α του κανονισμού 40/94 προϋποθέσεις. Στο συνοδευτικό της κοινοποιήσεως της τροποποιημένης εκδοχής της αποφάσεως της 16ης Μαΐου έγγραφο της 26ης Νοεμβρίου 2007 (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω), ένα από τα μέλη του τμήματος ανακοπών επισήμανε ότι στην αρχική εκδοχή της αποφάσεως αυτής υπήρχε προφανές σφάλμα το οποίο έπρεπε να διορθωθεί κατ’ εφαρμογή του κανόνα 53 του κανονισμού 2868/95.

73      Κατά το γράμμα της διατάξεως αυτής, στην περίπτωση που το ΓΕΕΑ λάβει γνώση, αυτεπαγγέλτως ή με πρωτοβουλία μέρους που συμμετέχει στη διαδικασία, γλωσσικού σφάλματος, ορθογραφικού λάθους καθώς και προφανούς σφάλματος σε απόφαση μεριμνά για τη διόρθωση του λάθους ή της ανακρίβειας από το αρμόδιο τμήμα ή υπηρεσία. Από αυτή τη διατύπωση προκύπτει ότι οι διορθώσεις που διενεργούνται δυνάμει της διατάξεως αυτής μπορούν να έχουν ως αντικείμενο αποκλειστικώς τη διόρθωση ορθογραφικών ή γραμματικών λαθών, λαθών μεταγραφής –όπως, για παράδειγμα, λάθη σχετικά με το όνομα ή την επωνυμία των διαδίκων ή τη γραφιστική απεικόνιση των σημείων– ή σφαλμάτων τόσο προφανών που δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι πρόκειται για κείμενο διαφορετικό από εκείνο που προκύπτει μετά από τη διόρθωση.

74      Πλην όμως, οι τροποποιήσεις που διενεργήθηκαν εν προκειμένω (βλ. σκέψεις 67 έως 71 ανωτέρω) δεν συνίσταντο μόνο στη συμπλήρωση μιας ανολοκλήρωτης προτάσεως η οποία ήταν ακατανόητη, αλλά επίσης και στην επίλυση εσωτερικής αντιφάσεως των αιτιολογικών σκέψεων όσον αφορά τις κασέτες ήχου και βίντεο καθώς και αντιφάσεως μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού όσον αφορά τόσο τα προϊόντα αυτά όσο και τα φωτοεκτεθειμένα φιλμ.

75      Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διόρθωση της αρχικής εκδοχής της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 αφορούσε την ίδια την ουσία της αποφάσεως αυτής και ότι δεν επρόκειτο για αποκατάσταση προφανούς σφάλματος. Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι αντίφαση στην αιτιολογία αποφάσεως, η οποία αφορά το ζήτημα εάν ορισμένα προϊόντα που καλύπτονται από το σήμα του οποίου η καταχώριση ζητείται και ορισμένα προϊόντα για τα οποία έχει καταχωρισθεί το σήμα της ανακόπτουσας είναι ή όχι όμοια, μπορεί να επιλυθεί εξίσου προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Ομοίως, αντίφαση μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού αποφάσεως η οποία προκύπτει από το γεγονός ότι καίτοι ορισμένα προϊόντα του σήματος του οποίου η καταχώριση ζητείται δεν θεωρούνται όμοια με τα προϊόντα του σήματος της ανακόπτουσας, εντούτοις η ανακοπή γίνεται δεκτή όσον αφορά τα προϊόντα αυτά, μπορεί επίσης να επιλυθεί είτε με τη διαπίστωση ορισμένου βαθμού ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων προϊόντων είτε με την απόρριψη της ανακοπής όσον αφορά τα προϊόντα αυτά.

76      Συνεπώς, το κείμενο το οποίο υποκατέστησε το αρχικό κείμενο της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 δεν επιβαλλόταν προφανώς και η τροποποίηση που έγινε εν προκειμένω δεν μπορεί να θεωρηθεί ως διόρθωση ενός από τους τύπους σφαλμάτων που προβλέπονται στον κανόνα 53 του κανονισμού 2868/95.

77      Η τροποποίηση αυτή δεν θα μπορούσε να διενεργηθεί ούτε δυνάμει κάποιας άλλης από τις διατάξεις που επιτρέπουν στα τμήματα ανακοπών την επανεξέταση των αποφάσεών τους μετά την έκδοση και κοινοποίησή τους.

78      Πράγματι, όπως εξάλλου αναγνωρίζεται στο συνοδευτικό της κοινοποιήσεως της τροποποιημένης εκδοχής της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 έγγραφο της 26ης Νοεμβρίου 2007, δεν πληρούνταν οι προβλεπόμενες στο άρθρο 77α του κανονισμού 40/94 προϋποθέσεις, καθόσον δεν είχε διαπραχθεί εν προκειμένω πρόδηλο διαδικαστικό σφάλμα, αποδιδόμενο στο ΓΕΕΑ. Το τμήμα ανακοπών δεν μπορούσε επομένως να προβεί σε ανάκληση της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 και σε έκδοση άλλης αποφάσεως.

79      Το τμήμα ανακοπών δεν μπορούσε επίσης να κάνει χρήση της εξουσίας αναθεωρήσεως των αποφάσεών του, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 60α του κανονισμού 40/94, εφόσον η χρήση της ευχέρειας αυτής τίθεται υπό την προϋπόθεση της καταθέσεως προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών και δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα δεν άσκησε προσφυγή κατά της αρχικής εκδοχής της αποφάσεως της 16ης Μαΐου, εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο 59 του κανονισμού 40/94 προθεσμίας.

80      Όπως διευκρινίζεται στην ενδέκατη και δωδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 40/94, ο νομοθέτης θέλησε με την έκδοση του κανονισμού αυτού να καθορίσει τις αρμοδιότητες του ΓΕΕΑ και καθεμιάς από τις αρχές του οργανισμού αυτού. Συνεπώς, η κανονική διαδικασία προσβολής των αποφάσεων που εκδίδονται από τα τμήματα ανακοπών συνίσταται στην άσκηση από τους διαδίκους των οποίων τα συμφέροντα θίγονται από τις αποφάσεις αυτές των προσφυγών που προβλέπονται στον τίτλο VII του κανονισμού 40/94 (νυν τίτλο VII του κανονισμού 207/2009). Εξάλλου, στον κανονισμό 40/94 προβλέπονται τρεις περιπτώσεις στις οποίες τα ίδια τα τμήματα ανακοπών μπορούν να επανεξετάσουν τις αποφάσεις που έχουν εκδώσει, δηλαδή, οι περιπτώσεις που εξετάστηκαν στις σκέψεις 72 έως 79 ανωτέρω. Η αναφορά αυτών των περιπτώσεων είναι περιοριστική. Πράγματι, από την όλη οικονομία των κανόνων διοικητικής διαδικασίας που θεσπίζονται με τον κανονισμό 40/94 προκύπτει ότι η αρμοδιότητα των τμημάτων ανακοπών εξαντλείται, κατ’ αρχήν, με την έκδοση αποφάσεως κατ’ εφαρμογή του άρθρου 43 του κανονισμού αυτού (νυν άρθρο 42 του κανονισμού 207/2009) και ότι τα τμήματα αυτά δεν μπορούν να ανακαλέσουν ή τροποποιήσουν αποφάσεις τις οποίες έχουν εκδώσει παρά μόνο στις περιπτώσεις που αυτό προβλέπεται από τις κανονιστικές ρυθμίσεις.

81      Εντούτοις, όπως υπενθυμίστηκε ανωτέρω, η διόρθωση της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 δεν συνιστούσε, προφανώς, διόρθωση προφανούς σφάλματος και δεν ενέπιπτε σε καμία από τις άλλες περιπτώσεις που προβλέπει ο κανονισμός 40/94.

82      Η τροποποίηση της αρχικής εκδοχής της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 συνιστά επομένως περίπτωση διαφορετική των προβλεπομένων στον κανονισμό 40/94 περιπτώσεων, στις οποίες τα τμήματα ανακοπών έχουν τη δυνατότητα επανεξετάσεως των αποφάσεων. Στερούνταν, επομένως, νομικού ερείσματος όπως, εξάλλου, συνομολογούν τόσο η προσφεύγουσα, στην προσφυγή της ενώπιον του τμήματος προσφυγών, όσο και το τμήμα προσφυγών στην προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και το ΓΕΕΑ, στο υπόμνημα αντικρούσεως που κατέθεσε στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.

83      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία οι πράξεις των θεσμικών οργάνων, άλλων οργάνων και οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης απολαύουν κατ’ αρχήν του τεκμηρίου της νομιμότητας και, κατά συνέπεια, παράγουν έννομα αποτελέσματα, ακόμη και αν πάσχουν πλημμέλειες, μέχρι την ακύρωση ή την ανάκλησή τους. Εντούτοις, κατ’ εξαίρεσιν όμως από την αρχή αυτή, πράξεις πάσχουσες ελάττωμα του οποίου η σοβαρότητα είναι τόσο πρόδηλη, ώστε να μη μπορεί να γίνεται ανεκτή από την έννομη τάξη της Ένωσης, πρέπει, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, να θεωρούνται ότι δεν έχουν παραγάγει κανένα έννομο αποτέλεσμα, δηλαδή, να θεωρούνται νομικώς ανυπόστατες. Η εξαίρεση αυτή αποβλέπει στη διατήρηση ισορροπίας μεταξύ των δύο θεμελιωδών, αλλά ενίοτε ανταγωνιστικών μεταξύ τους επιταγών, τις οποίες πρέπει να ικανοποιεί μια έννομη τάξη, δηλαδή της σταθερότητας των εννόμων σχέσεων και του σεβασμού της νομιμότητας. Η βαρύτητα των συνεπειών που συνδέονται προς την αναγνώριση του ανυποστάτου μιας πράξεως επιτάσσει, για λόγους ασφάλειας δικαίου, να επιφυλάσσεται η αναγνώριση αυτή σε εντελώς ακραίες περιπτώσεις (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1957, 7/56 και 3/57 έως 7/57, Algera κ.λπ.. κατά Κοινής Συνελεύσεως ΕΚΑΧ, Συλλογή τόμος 1954-1964 σ. 157, της 12ης Μαΐου 1977, 31/76, Brant κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή τόμος 1974, σ. 269, σκέψη 23, της 26ης Φεβρουαρίου 1987, 15/85, Consorzio Cooperative d’Abruzzo κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 1005, σκέψεις 10 και 11, και της 15ης Ιουνίου 1994, C-137/92 P, Επιτροπή κατά BASF κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. I‑2555, σκέψεις 48 έως 50).

84      Κατ’ αυτό τον τρόπο, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, ελλείψει ιδιαιτέρων περιστάσεων δυνάμενων να δικαιολογήσουν τέτοια καθυστέρηση, έκθεση βαθμολογίας η οποία εγκρίθηκε οριστικώς από τη διοίκηση δεκαπέντε και πλέον μήνες μετά τη χρονική περίοδο για την οποία είχε καταρτιστεί ήταν ανυπόστατη (απόφαση Hebrant κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 83 ανωτέρω, σκέψεις 22 έως 26).

85      Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι σε αυτό εναπόκειται, στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως, να εξακριβώσει εάν η διάταξη του παραγώγου δικαίου της οποίας η παράβαση προβάλλεται εμπίπτει στις ανατιθέμενες στις Κοινότητες αρμοδιότητες και δεν στερείται, εξ αυτού του λόγου, κάθε νομικής βάσεως στην κοινοτική έννομη τάξη, και αυτό καίτοι δεν είχε ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως κατά της επίμαχης αποφάσεως εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας και αυτή είχε, κατά συνέπεια, καταστεί οριστική (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 1969, 6/69 και 11/69, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 196, σκέψεις 11 έως 13).

86      Τα νομολογιακά αυτά προηγούμενα υποδεικνύουν ότι οι πλημμέλειες που είναι ικανές να οδηγήσουν τον Δικαστή της Ένωσης να κρίνει μία πράξη ως ανυπόστατη διαφέρουν από τις παρανομίες των οποίων η διαπίστωση έχει ως αποτέλεσμα, κατ’ αρχήν, την ακύρωση των πράξεων που υπάγονται στον προβλεπόμενο από τη Συνθήκη έλεγχο νομιμότητας όχι ως προς τη φύση τους αλλά ως προς τη σοβαρότητα και τον κατάφωρο χαρακτήρα τους. Συνεπώς, πρέπει να θεωρούνται ως ανυπόστατες οι πράξεις οι οποίες πάσχουν από πλημμέλειες τόσο προδήλως σοβαρές ώστε να επηρεάζουν τα ουσιώδη τους στοιχεία (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Επιτροπή κατά BASF κ.λπ., σκέψη 83 ανωτέρω, σκέψεις 51 και 52).

87      Εν προκειμένω, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 72 έως 82 ανωτέρω, η τροποποιημένη εκδοχή της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 πάσχει πλημμέλειες οι οποίες έχουν σχέση με τα ουσιώδη στοιχεία της πράξεως αυτής, των οποίων η σοβαρότητα και ο κατάφωρος χαρακτήρας δεν μπορούσαν, στο σύνολό τους, να μην γίνουν αντιληπτά είτε από τους διαδίκους στη διαδικασία ανακοπής είτε από το τμήμα προσφυγών.

88      Πράγματι, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι το μέλος του τμήματος ανακοπών το οποίο μόνο του είχε υπογράψει το έγγραφο με το οποίο κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα η τροποποιημένη εκδοχή της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 δεν εξήγησε τους λόγους εφαρμογής εν προκειμένω του κανόνα που επιτρέπει τη διόρθωση προφανών ανακριβειών (σημείο 11 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

89      Ως εκ περισσού, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το ίδιο το ΓΕΕΑ αφιέρωσε τα σημεία 27 έως 32 του υπομνήματος αντικρούσεως για να επισημάνει, επίσης αυτεπαγγέλτως, τη σοβαρότητα των παρανομιών από τις οποίες πάσχει η τροποποιημένη εκδοχή της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007.

90      Ομοίως, στην προσφυγή που κατέθεσε ενώπιον του τμήματος προσφυγών, η προσφεύγουσα επισήμανε, όσον αφορά τα αποσπάσματα της προσβαλλομένης αποφάσεως τα οποία παρατέθηκαν στη σκέψη 15 ανωτέρω, τα εξής:

«Η εκτίμηση του ΓΕΕΑ κατά την οποία [η αρχική εκδοχή της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 περιέχει] “προφανές σφάλμα” δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

Από την εξέταση της σελίδας 4, την οποία υπονοεί το ΓΕΕΑ, προκύπτει ότι ορισμένες φράσεις είναι μετά βίας κατανοητές:

[…]

Τα παρατεθέντα αποσπάσματα είναι αντιφατικά, αλλά δεν συνιστούν σε καμία περίπτωση προφανές σφάλμα. Ποια από τις δύο γνώμες πρέπει να θεωρηθεί ως προδήλως εσφαλμένη;

Τέλος, η τρίτη [παράγραφος] διακόπτεται στο μέσο μιας προτάσεως […] Κατ’ αυτό τον τρόπο, [η παράγραφος αυτή] δεν είναι κατανοητή.

Εντούτοις, συγκρίνοντας την τρίτη [παράγραφο] της σελίδας 4 της [αρχικής εκδοχής της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007] με την τρίτη [παράγραφο] της [τροποποιημένης εκδοχής της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007], διαπιστώνεται ότι δεν πρόκειται για την αρχική πρόταση η οποία έπρεπε να συμπληρωθεί, αλλά ότι έχει προστεθεί εντελώς διαφορετικό κείμενο, στο οποίο περιλαμβάνονται ιδίως νέα επιχειρήματα σχετικά με “βαθμό μικρής ομοιότητας μεταξύ των φωτοεκτεθειμένων φιλμ και του εξοπλισμού για την επεξεργασία δεδομένων”. Αυτά να νέα επιχειρήματα [δεν εμπίπτουν στη διόρθωση] προφανούς σφάλματος και, κατά συνέπεια, η τροποποίηση της [αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007] δεν φαίνεται να είναι σύμφωνη προς τις σχετικές με το κοινοτικό σήμα κανονιστικές ρυθμίσεις.»

91      Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο κατάφωρος χαρακτήρας των παρανομιών από τις οποίες πάσχει η τροποποιημένη εκδοχή της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 είχε επισημανθεί τόσο από την προσφεύγουσα όσο και από το τμήμα προσφυγών καθώς και από το ΓΕΕΑ στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

92      Όπως, όμως, διαπιστώθηκε στην σκέψη 82 ανωτέρω, το τμήμα ανακοπών είχε εξαντλήσει την αρμοδιότητά του να κρίνει επί της ανακοπής κατά την ημερομηνία που εξέδωσε, χωρίς καμία νομική βάση, την τροποποιημένη εκδοχή της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτή η έλλειψη αρμοδιότητας συνιστά πλημμέλεια η οποία θέτει υπό αμφισβήτηση τα ουσιώδη στοιχεία της επίδικης πράξεως, σε τέτοιο βαθμό ώστε να πρέπει να διαπιστωθεί το ανυπόστατο αυτής (βλ. σκέψη 86 ανωτέρω).

93      Κατά συνέπεια, επιλαμβανόμενο προσφυγής κατά τέτοιας πράξεως, το τμήμα προσφυγών όφειλε να διαπιστώσει ότι είναι νομικώς ανυπόστατο και να την κηρύξει άκυρη και άνευ εννόμων αποτελεσμάτων, όπως εξάλλου, δέχεται το ΓΕΕΑ στην απάντηση του επί των ερωτημάτων που απηύθυνε ως προς το σημείο αυτό στους διαδίκους το Γενικό Δικαστήριο.

94      Από τα ανωτέρω προκύπτει, αφενός, ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ερευνώντας εάν η τροποποιημένη εκδοχή της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 επηρέαζε τη νομική κατάσταση της προσφεύγουσας και απορρίπτοντας ως απαράδεκτη την προσφυγή που στρεφόταν κατά της πράξεως αυτής και, αφετέρου, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, αυτεπαγγέλτως, στο μέτρο που δεν κήρυξε την πράξη αυτή άκυρη και άνευ εννόμων αποτελεσμάτων.

95      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει επίσης ότι το εύρος των σχετικών με το σήμα του οποίου η καταχώριση ζητείται από την προσφεύγουσα δικαιωμάτων καθορίστηκε με την αρχική εκδοχή της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007. Πλην όμως, από τα έγγραφα της δικογραφίας που κατατέθηκαν στο Γενικό Δικαστήριο από την προσφεύγουσα προκύπτει ότι η πράξη αυτή της κοινοποιήθηκε αυθημερόν. Η προσφεύγουσα όφειλε επομένως, κατά το άρθρο 59 του κανονισμού 40/94, να ασκήσει προσφυγή εντός δίμηνης προθεσμίας αρχόμενης από την ανωτέρω ημερομηνία. Εντούτοις, η προσφεύγουσα συνομολογεί ότι δεν άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής πριν τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας. Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατ’ αρχήν, η προσφεύγουσα δεν μπορούσε πλέον να αμφισβητήσει παραδεκτώς το βάσιμο της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών, κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής της ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

96      Επιβάλλεται, εντούτοις, η εξέταση των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας σχετικά με τις συνέπειες της κοινοποιήσεως εκ μέρους του ΓΕΕΑ, πριν τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής που άρχισε με την κοινοποίηση της αρχικής εκδοχής της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007, της προθέσεώς του να ανακαλέσει την απόφαση αυτή καθώς και των επιχειρημάτων που η προσφεύγουσα αντλεί από την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

–       Όσον αφορά τις συνέπειες της κοινοποιήσεως του εγγράφου της 8ης Ιουνίου 2007 επί της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής

97      Με έγγραφο της 8ης Ιουνίου 2007 (βλ. σκέψη 17 ανωτέρω), η προσφεύγουσα ενημερώθηκε για την πρόθεση του τμήματος ανακοπών να προβεί σε ανάκληση της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007.

98      Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η κοινοποίηση του εγγράφου αυτού, η οποία έγινε κατά τη διάρκεια της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής που άρχισε με την κοινοποίηση της αρχικής εκδοχής της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007, πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να κριθεί το παραδεκτό της προσφυγής της ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Η προσφεύγουσα επικαλείται επίσης το γεγονός ότι απάντησε στο έγγραφο της 8ης Ιουνίου 2007 εντός της ταχθείσας με το έγγραφο αυτό προθεσμίας.

99      Συναφώς, κατά πρώτο λόγο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η κοινοποίηση στους διαδίκους σε διαδικασία ανακοπής της προθέσεως ανακλήσεως αποφάσεως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 77α, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 80, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009), συνιστά, για το τμήμα ανακοπών, υποχρεωτικό μέτρο διαβουλεύσεως το οποίο σκοπό έχει να δώσει τη δυνατότητα στους διαδίκους να εκθέσουν την άποψή τους επί του δικαιολογημένου ή μη χαρακτήρα της ανακλήσεως αυτής και να επικουρήσουν το ΓΕΕΑ να εκτιμήσει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 77α, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 80, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009). Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να έχει καμία βεβαιότητα, με βάση το έγγραφο της 8ης Ιουνίου 2007, όσον αφορά την απόφαση που θα ελάμβανε το ΓΕΕΑ σε σχέση με την ανάκληση της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007.

100    Κατά δεύτερο λόγο, πρέπει να επισημανθεί ότι από το άρθρο 77α, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 προκύπτει ότι η κίνηση της διαδικασίας ανακλήσεως δεν θίγει το δικαίωμα των διαδίκων να ασκήσουν προσφυγή κατά της αποφάσεως της οποίας η ανάκληση είναι υπό εξέταση.

101    Ως εκ τούτου και ελλείψει οποιασδήποτε ρητής διευκρινίσεως στον κανονισμό 40/94, η κατ’ εφαρμογή του άρθρου 77α, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού έναρξη διαβουλεύσεων με τους οικείους διαδίκους πριν από την ανάκληση αποφάσεως, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της προβλεπόμενης στο άρθρο 59 του ιδίου κανονισμού προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Πρωτοδικείου της 1ης Ιουλίου 2009, T-419/07, Okalux κατά ΓΕΕΑ – Messe Düsseldorf (OKATECH), Συλλογή 2009, σ. II 2477, σκέψη 34].

102    Τα επιχειρήματα τα οποία αντλεί η προσφεύγουσα από τον ανακόλουθο χαρακτήρα της παράλληλης κινήσεως διαδικασίας προσφυγής και διαδικασίας ανακλήσεως πρέπει, εξάλλου, να απορριφθούν.

103    Πρώτον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η συνύπαρξη των δύο διαδικασιών συνιστά πράγματι ανακολουθία, εντούτοις, σε κάθε περίπτωση, μία τέτοια διαπίστωση δεν θα μπορούσε να παρακωλύσει την εφαρμογή των απαλλαγμένων αιρέσεων και με σαφήνεια και ακρίβεια διατυπωμένων κανονιστικών ρυθμίσεων σχετικά με τις προϋποθέσεις ανακλήσεως και τις προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής ενώπιον των τμημάτων προσφυγών.

104    Δεύτερον, η προβαλλόμενη ανακολουθία δεν αποδεικνύεται. Αφενός, η διαδικασία ανακλήσεως ενδέχεται να ολοκληρωθεί ταχύτατα και πρέπει να περατωθεί εντός εξάμηνης προθεσμίας από την κοινοποίηση της αποφάσεως. Μολονότι είναι απίθανο, λαμβανομένων υπόψη των εφαρμοστέων διαδικαστικών προθεσμιών, να κρίνει το τμήμα προσφυγών πριν από την ολοκλήρωση της διαδικασίας ανακλήσεως, στην περίπτωση που απόφαση η οποία έχει επικυρωθεί από το τμήμα προσφυγών ανακληθεί εκ των υστέρων, αυτό θα είχε απλώς ως αποτέλεσμα να πρέπει να εκδοθεί νέα απόφαση και, στην περίπτωση που η απόφαση ακυρωθεί από το τμήμα προσφυγών, αυτό θα είχε ως συνέπεια να καταστεί η διαδικασία ανακλήσεως της αποφάσεως αυτής άνευ αντικειμένου. Αφετέρου, εάν υποτεθεί ότι ανακαλείται απόφαση κατά της οποίας έχει ασκηθεί προσφυγή, το τμήμα προσφυγών θα οδηγούνταν στη διαπίστωση ότι παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής. Η προσφεύγουσα δεν μπορεί επομένως με κανένα τρόπο να υποστηρίξει βάσιμα ότι παράλληλη κίνηση διαδικασίας ανακλήσεως και η άσκηση προσφυγής κατά της ιδίας αποφάσεως ενδέχεται να καταλήξει σε ανακόλουθα αποτελέσματα.

105    Τέλος, η αμφισβήτηση εκ μέρους της προσφεύγουσας του βασίμου της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακλήσεως, η οποία είναι αυτοτελής διαδικασία σε σχέση με τη διαδικασία προσφυγής που προβλέπεται στα άρθρα 57 και επόμενα του κανονισμού 40/94, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προσφυγή που κατατέθηκε κατά της επίμαχης αποφάσεως. Πράγματι, η άσκηση προσφυγής υποβάλλεται σε προϋποθέσεις διαδικαστικές –στις οποίες περιλαμβάνεται η καταβολή τέλους– και τυπικές, τις οποίες η προσφεύγουσα δεν εκπλήρωσε. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν υποτεθεί ότι το έγγραφο με τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας το οποίο κατατέθηκε στις 23 Ιουλίου 2007 θα μπορούσε να θεωρηθεί ως προσφυγή στρεφόμενη κατά της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007, αυτή η προσφυγή θα ήταν εκπρόθεσμη.

106    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει βασίμως ότι η κοινοποίηση του εγγράφου της 8ης Ιουνίου 2007 είχε ως αποτέλεσμα της αναστολή της προθεσμίας που είχε αρχίσει να τρέχει με την κοινοποίηση της αρχικής εκδοχής της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007.

–       Όσον αφορά τα επιχειρήματα τα οποία η προσφεύγουσα αντλεί από την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

107    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι μπορούσε να ασκήσει προσφυγή κατά της τροποποιημένης εκδοχής της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 λόγω της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης την οποία της δημιούργησε η επιστολή την οποία συνέταξε μέλος του τμήματος ανακοπών στις 19 Δεκεμβρίου 2007 (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω). Διατείνεται επίσης ότι η τήρηση της αρχής αυτής θα επέβαλε στο ΓΕΕΑ να της επισημάνει ότι η κοινοποίηση του εγγράφου της 8ης Ιουνίου 2007 με το οποίο την ενημέρωνε για την πρόθεσή του να ανακαλέσει την απόφαση της 16ης Μαΐου 2007 (βλ. σκέψη 17 ανωτέρω) δεν είχε ως αποτέλεσμα την αναστολή της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής.

108    Κατά πάγια νομολογία, η δυνατότητα επικλήσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης παρέχεται σε όλους τους ιδιώτες στους οποίους ένα θεσμικό όργανο, παρέχοντάς τους σαφείς διαβεβαιώσεις, δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες, ακόμα και αν δεν υπάρχει γραπτή δέσμευση του εν λόγω οργάνου. Τέτοιες διαβεβαιώσεις συνιστούν τα ακριβή, απηλλαγμένα αιρέσεων και συγκλίνοντα πληροφοριακά στοιχεία που προέρχονται από έγκριτες και αξιόπιστες πηγές, όποια και αν είναι η μορφή υπό την οποία γνωστοποιήθηκαν [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Απριλίου 2006, T-388/04, Kachakil Amar κατά ΓΕΕΑ (επίμηκες περίγραμμα που καταλήγει σε τρίγωνο), που δεν έχει δημοσιευτεί στη Συλλογή, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

109    Αντιθέτως, ουδείς δύναται να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής αυτής όταν δεν υφίστανται ακριβείς διαβεβαιώσεις εκ μέρους της διοικήσεως (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Φεβρουαρίου 2006, T-376/05 και T-383/05, TEA-CEGOS και STG κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑205, σκέψη 88 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

110    Κατά τη νομολογία, ένας διάδικος δεν μπορεί συνεπώς να επικαλείται βασίμως τη σιωπή της διοικήσεως για να θεμελιώσει παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι η επιστολή που απευθύνθηκε στους διαδίκους στις 8 Ιουνίου 2007, στην οποία ένα μέλος του τμήματος ανακοπών γνωστοποιούσε την πρόθεσή του να ανακαλέσει την απόφαση της 16ης Μαΐου 2007, δεν επισήμαινε ότι η κίνηση διαδικασίας ανακλήσεως δεν επέφερε διακοπή ή αναστολή της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 59 του κανονισμού 40/94 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως στοιχείο ικανό να δημιουργήσει στην προσφεύγουσα βάσιμες προσδοκίες όσον αφορά τη διακοπή ή την αναστολή της επιτακτικής αυτής προθεσμίας, της οποίας η ύπαρξη της είχε εξάλλου υπομνησθεί κατά τη κοινοποίηση της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007.

111    Δεν αμφισβητείται, εντούτοις, ότι, με επιστολή της 19ης Δεκεμβρίου 2007, υπάλληλος του ΓΕΕΑ επισήμανε στους διαδίκους ότι η τροποποιημένη εκδοχή της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 ήταν απόφαση δεκτική προσφυγής εντός προθεσμίας αρχομένης από την κοινοποίηση της νέας αυτής εκδοχής της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007.

112    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτή η επιστολή περιορίζεται να επισημάνει στους διαδίκους ενώπιον του τμήματος ανακοπών ότι μπορούν να ασκήσουν προσφυγή κατά της τροποποιημένης αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 η οποία τους είχε κοινοποιηθεί στις 26 Νοεμβρίου 2007. Μία τέτοια αναφορά δεν σημαίνει, με τρόπο ακριβή και απηλλαγμένο αιρέσεων, ότι η προσφεύγουσα μπορούσε ακόμη, εκείνη την ημερομηνία, να ασκήσει προσφυγή κατά της αρχικής εκδοχής της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007, η οποία όπως κρίθηκε (βλ. σκέψεις 93 έως 95 ανωτέρω), είναι η μόνη πράξη που έχει παραγάγει έννομα αποτελέσματα εν προκειμένω.

113    Σε κάθε περίπτωση, όμως, η προσφεύγουσα δεν επικαλείται βασίμως την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης για να αποτρέψει την απόσβεση δικαιώματός της λόγω της μη εμπρόθεσμης καταθέσεως προσφυγής κατά της αρχικής εκδοχής της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007.

114    Πράγματι, όσον αφορά τη δυνατότητα επικλήσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προς αποτροπή της αποσβέσεως δικαιώματος λόγω παρελεύσεως της σχετικής προθεσμίας, από τη νομολογία προκύπτει ότι ο προσφεύγων πρέπει να είναι σε θέση να κάνει λόγο για βάσιμες προσδοκίες από συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις που του παρέσχε η διοίκηση ικανές να προκαλέσουν συγγνωστή σύγχυση σε καλόπιστο ιδιώτη που επιδεικνύει όλη την απαιτούμενη επιμέλεια ενός επιχειρηματία με τη συνήθη ενημέρωση (διάταξη του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 2000, C-44/00 P, Sodima κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑11231, σκέψη 50).

115    Εν προκειμένω, λαμβανομένου υπόψη του επιτακτικού χαρακτήρα της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, ο οποίος της είχε επιπροσθέτως υπομνησθεί κατά την κοινοποίηση της αρχικής εκδοχής της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007, μη ασκώντας προσφυγή εντός της προθεσμίας αυτής, ακόμα και προληπτικώς, κατά της αποφάσεως αυτής η προσφεύγουσα δεν επέδειξε την απαιτούμενη συνήθως επιμέλεια για να μπορέσει να επικαλεσθεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση OKATECH, σκέψη 101 ανωτέρω, σκέψη 53).

116    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει βασίμως ότι κακώς το τμήμα προσφυγών απέρριψε την προσφυγή της ως απαράδεκτη καθόσον αυτή αμφισβητεί το βάσιμο της αποφάσεως που εξέδωσε το τμήμα ανακοπών.

 Όσον αφορά το αίτημα απορρίψεως από το Γενικό Δικαστήριο της ανακοπής στο σύνολό της

 Επιχειρήματα του ΓΕΕΑ

117    Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι η αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου καθορίζεται από το άρθρο 63 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 65 του κανονισμού 207/2009) και ότι, κατά συνέπεια, περιορίζεται μόνο στο έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών, ο οποίος μπορεί μόνο να έχει ως αποτέλεσμα, κατά περίπτωση, είτε την ακύρωση είτε τη μεταρρύθμισή τους. Ως εκ τούτου, το αίτημα της προσφεύγουσας περί απορρίψεως της ανακοπής από το Γενικό Δικαστήριο είναι απαράδεκτο.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

118    Με το δεύτερο αίτημά της, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο, αφού ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, να απορρίψει στο σύνολό της την ανακοπή που έχει ασκήσει η δικαιούχος του προγενέστερου εικονιστικού σήματος dm.

119    Κατά το άρθρο 63, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 65, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009), ο δικαστής της Ένωσης μπορεί όχι μόνο να ακυρώσει, αλλά και να μεταρρυθμίσει τις αποφάσεις των τμημάτων προσφυγών. Συναφώς, αίτημα περί εκδόσεως από το Γενικό Δικαστήριο αποφάσεως την οποία, σύμφωνα με έναν από τους διαδίκους, όφειλε να έχει λάβει το τμήμα προσφυγών εμπίπτει στην εξουσία μεταρρυθμίσεως των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών η οποία προβλέπεται στο άρθρο 63, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T-363/04, Koipe κατά ΓΕΕΑ – Aceites del Sur (La Española), Συλλογή 2007, σ. II‑3355, σκέψεις 29 και 30, και της 11ης Φεβρουαρίου 2009, T-413/07, Bayern Innovativ κατά ΓΕΕΑ – Life Sciences Partners Perstock (LifeScience), που δεν έχει δημοσιευτεί στη Συλλογή, σκέψεις 14 έως 16].

120    Εντούτοις, όπως κρίθηκε (βλ. σκέψη 116 ανωτέρω), το τμήμα προσφυγών εφάρμοσε ορθώς τους κανόνες σχετικά με το παραδεκτό των προσφυγών κρίνοντας ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να αμφισβητήσει παραδεκτώς το βάσιμο της αποφάσεως με την οποία το τμήμα ανακοπών έκρινε επί της ανακοπής. Από τα ανωτέρω προκύπτει ως συμπέρασμα ότι το αίτημα της προσφεύγουσας περί απορρίψεως της εν λόγω ανακοπής πρέπει να απορριφθεί.

 Όσον αφορά το αίτημα περί αναπομπής από το Γενικό Δικαστήριο της υποθέσεως ενώπιον του ΓΕΕΑ

 Επιχειρήματα του ΓΕΕΑ

121    Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι υποχρεούται να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου κατά το άρθρο 63, παράγραφος 6, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 65, παράγραφος 6, του κανονισμού 207/2009). Κατά συνέπεια, τα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αιτήματα περί διαταγής προς το ΓΕΕΑ είναι απαράδεκτα.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

122    Κατά το άρθρο 63, παράγραφος 6, του κανονισμού 40/94, το ΓΕΕΑ υποχρεούται να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση των αποφάσεων του δικαστή της Ένωσης. Κατά συνέπεια, το προβαλλόμενο επικουρικώς αίτημα της προσφεύγουσας περί αναπομπής της υποθέσεως ενώπιον του ΓΕΕΑ είναι άνευ αντικειμένου και, ως εκ τούτου, απαράδεκτο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

123    Το αίτημα της προσφεύγουσας να καταδικασθεί η ανακόπτουσα στα δικαστικά έξοδα πρέπει να απορριφθεί, καθώς αυτή δεν άσκησε παρέμβαση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου,

124    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Εντούτοις, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, μπορεί να καταδικασθεί ακόμα και ο νικήσας διάδικος στην καταβολή των εξόδων στα οποία αναγκάστηκε να υποβληθεί ο αντίδικός του αν κριθεί ότι τα έξοδα αυτά προκλήθηκαν χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως.

125    Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υποθέσεως, πρέπει να ληφθεί υπόψη, πρώτον, το γεγονός ότι η αρχική εκδοχή της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 περιείχε ακατανόητη αιτιολογική σκέψη, δεύτερον, η βαρύτητα των παρανομιών που διεπράχθησαν κατά την κοινοποίηση της τροποποιημένης εκδοχής της αποφάσεως της 16ης Μαΐου 2007 καθώς και, τρίτον, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα παρακινήθηκε να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του τμήματος προσφυγών με την επιστολή που της απηύθυνε το ΓΕΕΑ στις 19 Δεκεμβρίου 2007. Κατά συνέπεια, το σύνολο των εξόδων στα οποία υπεβλήθη η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής πρέπει να θεωρηθούν χωρίς εύλογη αιτία, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας και να καταδικασθεί, για αυτόν τον λόγο, το ΓΕΕΑ να φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων, και τούτο παρά το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν διατύπωσε σχετικό αίτημα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Η απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 30ής Οκτωβρίου 2008 (υπόθεση R 228/2008‑1) σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Distribuciones Mylar, SA, και της dm-drogerie markt GmbH & Co. KG ακυρώνεται κατά το μέτρο που δεν έκρινε άκυρη και άνευ εννόμων αποτελεσμάτων την τροποποιημένη εκδοχή της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών της 16ης Μαΐου 2007.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Καταδικάζει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

Azizi

Cremona

Frimodt Nielsen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Σεπτεμβρίου 2009.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.