Υπόθεση T-387/04

EnBW Energie Baden-Württemberg AG

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Προσφυγή ακυρώσεως — Οδηγία 2003/87/ΕΚ — Σύστημα εμπορίας ποσοστώσεων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου — Εθνικό σχέδιο κατανομής ποσοστώσεων εκπομπής της Γερμανίας — Κρατικές ενισχύσεις — Έννομο συμφέρον — Απαράδεκτο»

Περίληψη της διατάξεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Έννομο συμφέρον

(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ· οδηγία 2003/87 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 9 § 3)

2.      Περιβάλλον — Ατμοσφαιρική ρύπανση — Οδηγία 2003/87 — Εθνικό σχέδιο κατανομής ποσοστώσεων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου

(Οδηγία 2003/87 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 9 § 3)

3.      Περιβάλλον — Ατμοσφαιρική ρύπανση — Οδηγία 2003/87 — Εθνικό σχέδιο κατανομής ποσοστώσεων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου

(Οδηγία 2003/87 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 9 § 3)

4.      Περιβάλλον — Ατμοσφαιρική ρύπανση — Οδηγία 2003/87 — Εθνικό σχέδιο κατανομής ποσοστώσεων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου (ΕΣΚ)

(Άρθρο 226 ΕΚ· οδηγία 2003/87 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 9 § 3)

5.      Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξεις δεκτικές προσφυγής — Έννοια — Πράξεις ικανές να θίξουν συγκεκριμένη νομική κατάσταση

(Άρθρο 230 ΕΚ)

6.      Περιβάλλον — Ατμοσφαιρική ρύπανση — Οδηγία 2003/87 — Εθνικό σχέδιο κατανομής ποσοστώσεων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου

(Άρθρο 88 § 3 ΕΚ· οδηγία 2003/87 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 9 § 3)

7.      Περιβάλλον — Ατμοσφαιρική ρύπανση — Οδηγία 2003/87 — Εθνικό σχέδιο κατανομής ποσοστώσεων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου

(Άρθρο 88 § 3 ΕΚ· οδηγία 2003/87 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 9 § 3)

8.      Περιβάλλον — Ατμοσφαιρική ρύπανση — Οδηγία 2003/87 — Εθνικό σχέδιο κατανομής ποσοστώσεων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου (ΕΣΚ)

(Άρθρο 87 ΕΚ και 88 ΕΚ· οδηγία 2003/87 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

1.      Προσφυγή ακυρώσεως ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνον αν ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της πράξεως είναι ικανή αφ’ εαυτής να έχει έννομες συνέπειες και ότι η προσφυγή είναι ικανή, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε.

Όσον αφορά μια απόφαση της Επιτροπής σχετικά με εθνικό σχέδιο κατανομής ποσοστώσεων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου (ΕΣΚ) που έχει απορρίψει το εν λόγω ΕΣΚ μόνο καθόσον αυτό προέβλεπε ορισμένα μέτρα διορθώσεως εκ των υστέρων της χορηγήσεως ποσοστώσεων εκπομπής, κηρύσσοντάς τα ασυμβίβαστα με τα κριτήρια 5 και 10 του παραρτήματος III της οδηγίας 2003/87, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας, το ζήτημα της υπάρξεως εννόμου συμφέροντος εξαρτάται από τη νομική φύση της διαδικασίας εξετάσεως και της εξουσίας της Επιτροπής προς λήψη αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 και, ειδικότερα, από το αν η προσβαλλόμενη απόφαση συνεπάγεται έγκριση του συνόλου του ΕΣΚ.

(βλ. σκέψεις 96, 98)

2.      Ο a priori έλεγχος που διενεργείται από την Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας, κατόπιν της εκ μέρους κράτους μέλους κοινοποιήσεως εθνικού σχεδίου κατανομής ποσοστώσεων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου (ΕΣΚ), δεν καταλήγει οπωσδήποτε σε μια εγκριτική απόφαση, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν πρέπει να παρεμβαίνει παρά μόνον όταν κρίνει αναγκαίο να προβάλει αντιρρήσεις για ορισμένες πτυχές του κοινοποιηθέντος ΕΣΚ και να λάβει απορριπτική απόφαση, σε περίπτωση αρνήσεως του κράτους μέλους να τροποποιήσει το ΕΣΚ του. Επιπλέον, η Επιτροπή πρέπει να διατυπώνει τις αντιρρήσεις αυτές και να λαμβάνει την απορριπτική απόφαση εντός τριών μηνών από της κοινοποιήσεως του ΕΣΚ. Πράγματι, διαφορετικά, το κοινοποιηθέν ΕΣΚ καθίσταται οριστικό και ισχύει πλέον γι’ αυτό ένα τεκμήριο νομιμότητας, το οποίο παρέχει στο κράτος μέλος τη δυνατότητα να προβεί σε εκτέλεση του ως άνω σχεδίου κατά τη διάρκεια της οικείας περιόδου χορηγήσεως. Επομένως, ο ειδικός αυτός έλεγχος στηρίζεται σε ένα τεκμήριο νομιμότητας του κρατικού μέτρου το οποίο υπόκειται μόνο σε μια προσωρινή απαγόρευση εκτελέσεως. Από αυτό προκύπτει ότι κάθε απόφαση της Επιτροπής περί απορρίψεως ενός ΕΣΚ ή ορισμένων πτυχών του, ακόμα και στην περίπτωση που η απόφαση αυτή περιλαμβάνει τη σιωπηρή αποδοχή εκ μέρους της Επιτροπής άλλων πτυχών του σχεδίου ή επεξήγηση των λόγων για τους οποίους η ίδια δεν προτίθεται να προβάλει αντιρρήσεις έναντι αυτών και στην περίπτωση που ακολουθείται από αποδοχή των τροποποιήσεων που επιφέρονται στο ΕΣΚ, δεν μπορεί να θεωρείται ως έγκριση και ως πράξη που δημιουργεί δικαιώματα, διότι, εκ φύσεως, τα κοινοποιηθέντα στο πλαίσιο αυτό μέτρα δεν απαιτούν μια τέτοια έγκριση.

(βλ. σκέψη 115)

3.      Η διαδικασία εξετάσεως, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας, εκτός από τη δυνατότητα a priori ελέγχου εκ μέρους της Επιτροπής, αποσκοπεί να εξασφαλίσει στα κράτη μέλη μια ασφάλεια δικαίου και, ειδικότερα, να τους παράσχει τη δυνατότητα να βεβαιώνονται ταχέως, εντός σύντομης προθεσμίας, για τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να χορηγούν τις ποσοστώσεις εκπομπής και να ακολουθούν το σύστημα εμπορίας ποσοστώσεων βάσει του εθνικού τους σχεδίου κατανομής ποσοστώσεων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου (ΕΣΚ) κατά τη διάρκεια της οικείας περιόδου χορηγήσεως. Πράγματι, λαμβανομένης υπόψη της περιορισμένης διάρκειας της σχετικής περιόδου, τόσο η Επιτροπή όσο και τα κράτη μέλη έχουν εκ του νόμου συμφέρον ώστε κάθε διαφορά σχετικά με το ΕΣΚ να επιλύεται ταχέως και το ΕΣΚ να μην εκτίθεται, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου ισχύος του, στον κίνδυνο αμφισβητήσεώς του από την Επιτροπή. Επιπλέον, η επίτευξη των σκοπών της οδηγίας 2003/87 κατά τρόπο αποδοτικό από πλευράς κόστους και οικονομικώς αποτελεσματικό θα παρεμποδιζόταν αν απαγορευόταν η εκτέλεση των ΕΣΚ μέχρις ότου η Επιτροπή λάβει σχετική εγκριτική απόφαση.

(βλ. σκέψεις 117-118)

4.      Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν έχει μια γενική εξουσία εγκρίσεως stricto sensu όσον αφορά ένα εθνικό σχέδιο κατανομής ποσοστώσεων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου (ΕΣΚ) που κοινοποιήθηκε από κράτος μέλος, η έλλειψη προβολής αντιρρήσεων εκ μέρους της Επιτροπής μετά τη λήξη της προθεσμίας τριών μηνών που προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2003/87, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας, δεν μπορεί να στηρίξει κάποιο τεκμήριο εγκρίσεως του ΕΣΚ ή κάποια κατά πλάσμα δικαίου έγκρισή του. Συναφώς, η Επιτροπή δεν διαθέτει παρά μόνο μια περιορισμένη εξουσία ελέγχου και απορρίψεως, αφορώσα μόνον τα κριτήρια που απαριθμούνται στο παράρτημα III και στις διατάξεις του άρθρου 10 της εν λόγω οδηγίας. Επομένως, η λήξη της προθεσμίας αυτής έχει ως μόνη συνέπεια ότι το ΕΣΚ –υπέρ του οποίου ισχύει το τεκμήριο νομιμότητας εκτός αν η Επιτροπή προβάλει αντιρρήσεις– καθίσταται οριστικό και μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή από το κράτος μέλος χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε γενική έγκριση της Επιτροπής. Η εκτίμηση αυτή επιρρωννύεται από το γεγονός ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 δεν προβλέπει ρητό κανόνα συνεπαγόμενο κάποιο τεκμήριο ή κάποιο πλάσμα δικαίου, πράγμα το οποίο εξάλλου θα έθιγε την εξουσία ελέγχου που έχει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, εξουσία την οποία το όργανο αυτό πρέπει να μπορεί να χρησιμοποιεί.

(βλ. σκέψεις 120-122)

5.      Μόνον το διατακτικό μιας αποφάσεως μπορεί να παραγάγει έννομες συνέπειες και, κατά συνέπεια, να βλάψει, ανεξαρτήτως των αιτιολογικών σκέψεων επί των οποίων στηρίζεται. Αντιθέτως, οι εκτιμήσεις που διατυπώνονται στις αιτιολογικές σκέψεις μιας αποφάσεως δεν μπορούν να αποτελέσουν, αυτές καθαυτές, αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως και δεν μπορούν να υπαχθούν στον έλεγχο νομιμότητας που ασκεί ο κοινοτικός δικαστής παρά μόνον καθόσον, ως αιτιολογικές σκέψεις μιας βλαπτικής αποφάσεως, συνιστούν το αναγκαίο έρεισμα για το διατακτικό της ή, τουλάχιστον, καθόσον οι αιτιολογίες αυτές μπορούν να μεταβάλουν την ουσία όσων έγιναν δεκτά με το διατακτικό της επίμαχης πράξεως.

Κατά συνέπεια, όταν το διατακτικό μιας αποφάσεως της Επιτροπής αφορώσας εθνικό σχέδιο κατανομής ποσοστώσεων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας, δεν περιλαμβάνει κάποια νομικά δεσμευτική άποψη της Επιτροπής αναφορικά με κάποιον κανόνα, οι αιτιολογίες της αποφάσεως αυτής σχετικά με τον ως άνω κανόνα και την ενδεχόμενη συμφωνία του προς τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων δεν εμπίπτουν στον έλεγχο του κοινοτικού δικαστή στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως στρεφομένης κατά της ίδιας αυτής αποφάσεως και δεν μπορούν να θεμελιώσουν έννομο συμφέρον κάποιου επιχειρηματία.

(βλ. σκέψεις 127, 130)

6.      Η υποχρέωση κράτους μέλους να κοινοποιεί στην Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, κάθε σχέδιο περί θεσπίσεως ενισχύσεως είναι νομικά διαφορετική και, καταρχήν, ανεξάρτητη από εκείνη σχετικά με την κοινοποίηση ενός εθνικού σχεδίου κατανομής ποσοστώσεων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου (ΕΣΚ) δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας. Μια απόφαση που στηρίζεται αποκλειστικά στο άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής και όχι στα άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να προβαίνει μόνο σε μια εκτίμηση prima facie από πλευράς δικαίου των κρατικών ενισχύσεων, έναντι των πτυχών του ΕΣΚ που συνεπάγονται την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως, εκτίμηση που δεν είναι ικανή να προδικάσει το ενδεχόμενο εκδόσεως μιας επίσημης αποφάσεως υπό την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 3, τρίτη περίοδος, ΕΚ.

(βλ. σκέψη 133)

7.      Ούτε η οδηγία 2003/87, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας, εκδοθείσα βάσει του άρθρου 175 ΕΚ και όχι βάσει του άρθρου 89 ΕΚ, ούτε κάποια νομικά μη δεσμευτικά μέτρα λαμβανόμενα στο πλαίσιο αυτό μπορούν βασίμως να περιορίζουν το περιεχόμενο και την πρακτική αποτελεσματικότητα των κανόνων σχετικά με τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων. Πράγματι, με την επιφύλαξη της υποχρεώσεως της Επιτροπής να λαμβάνει υπόψη το ενδεχόμενο συγκρούσεων μεταξύ των διατάξεων ενός εθνικού σχεδίου κατανομής ποσοστώσεων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου (ΕΣΚ) και του δικαίου των κρατικών ενισχύσεων, στο πλαίσιο της διαδικασίας εξετάσεως, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, καθώς και το ενδεχόμενο η κοινοποίηση ενός ΕΣΚ να αποτελεί επίσης κοινοποίηση υπό την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, ελλείψει σχετικής εννόμου βάσεως η ως άνω οδηγία δεν μπορεί να αποτελεί lex specialis επιτρέπουσα τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας εξετάσεως την οποία προβλέπει το ίδιο αυτό άρθρο 9, παράγραφος 3.

(βλ. σκέψεις 132, 134)

8.      Το κριτήριο 5 του παραρτήματος III της οδηγίας 2003/87, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας, που επιβάλλει την τήρηση των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ και στο πλαίσιο της εφαρμογής των εθνικών σχεδίων κατανομής ποσοστώσεων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου (ΕΣΚ), δεν είναι παρά η έκφραση μιας πάγιας αρχής του κοινοτικού δικαίου κατά την οποία κάθε πράξη του παραγώγου δικαίου πρέπει να εκτελείται κατά τρόπο που να μην προσβάλλει τους κανόνες της Συνθήκης ή κάθε άλλον κανόνα του πρωτογενούς δικαίου, όπως είναι οι γενικές αρχές του δικαίου ή τα θεμελιώδη δικαιώματα. Εντούτοις, η γενική αυτή υποχρέωση τηρήσεως του κοινοτικού δικαίου δεν μπορεί να συνεπάγεται την κίνηση μιας διοικητικής διαδικασίας κατ’ εφαρμογήν του συνόλου των εφαρμοστέων διαδικαστικών και ουσιαστικών διατάξεων, όπως εκείνων του κανονισμού 659/1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 88 ΕΚ, αλλά επιβάλλει στην Επιτροπή μόνο να προβαίνει σε μια εκτίμηση prima facie στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 2003/87. Τέλος, η διαδικασία εξετάσεως δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής σε καμία περίπτωση δεν παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να επιτρέπει στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου που δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτήν.

(βλ. σκέψη 135)







ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 30ής Απριλίου 2007 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Οδηγία 2003/87/ΕΚ – Σύστημα εμπορίας ποσοστώσεων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου – Eθνικό σχέδιο κατανομής ποσοστώσεων εκπομπής της Γερμανίας – Κρατικές ενισχύσεις – Έννομο συμφέρον – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑387/04,

EnBW Energie Baden-Württemberg AG, με έδρα την Καρλσρούη (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους C.-D. Ehlermann, M. Seyfarth, A. Gutermuth και M. Wissmann, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους U. Wölker, M. Niejahr και T. Scharf,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενης από τους W.-D. Plessing και U. Forsthoff, επικουρούμενους από τους D. Sellner και U. Karpenstein, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής C (2004) 2515/2 τελικό, της 7ης Ιουλίου 2004, σχετικά με το εθνικό σχέδιο κατανομής ποσοστώσεων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου που κοινοποίησε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας σύμφωνα με την οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 275, σ. 32),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Jaeger, Πρόεδρο, J. Azizi και E. Cremona, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Το νομικό πλαίσιο

1        Η οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 275, σ. 32), δημιουργεί από 1ης Ιανουαρίου 2005 ένα σύστημα εμπορίας ποσοστώσεων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας (στο εξής: σύστημα εμπορίας ποσοστώσεων) προκειμένου να προωθήσει τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, ειδικότερα του διοξειδίου του άνθρακα (στο εξής: CO2), κατά τρόπο αποδοτικό και οικονομικώς αποτελεσματικό (άρθρο 1 της οδηγίας 2003/87). Στηρίζεται στις υποχρεώσεις που υπέχει η Κοινότητα βάσει της Συμβάσεως-πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών επί των κλιματικών μεταβολών και του Πρωτοκόλλου του Κιότο. Το τελευταίο εγκρίθηκε με την απόφαση 2002/358/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Απριλίου 2002, για την έγκριση, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, του Πρωτοκόλλου του Κιότο στη Σύμβαση-πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για τις κλιματικές μεταβολές και την από κοινού τήρηση των σχετικών δεσμεύσεων (ΕΕ L 130, σ. 1). Άρχισε να ισχύει στις 16 Φεβρουαρίου 2005.

2        Η Κοινότητα και τα κράτη μέλη της ανέλαβαν τη δέσμευση να μειώσουν τις ανθρωπογενείς εκπομπές τους αερίων θερμοκηπίου που καταγράφονται στο παράρτημα Α του Πρωτοκόλλου του Κιότο κατά 8 % σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990 κατά την περίοδο 2008 έως 2012 (αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2003/87).

3        Προς τούτο, η οδηγία 2003/87 προβλέπει ουσιαστικά ότι οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου από τις εγκαταστάσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα I αυτής πρέπει να έχουν ειδική άδεια και να έχουν λάβει σχετική ποσόστωση χορηγούμενη σύμφωνα με εθνικά σχέδια κατανομής (στο εξής: ΕΣΚ). Αν μια επιχείρηση κατορθώσει να μειώσει τις εκπομπές αερίων της, οι πλεονάζουσες ποσοστώσεις μπορούν να πωληθούν σε άλλες επιχειρήσεις. Αντιστρόφως, επιχείρηση με εκπομπές υπερβαίνουσες την ποσόστωσή της μπορεί να αγοράσει τις αναγκαίες ποσοστώσεις από μια επιχείρηση που διαθέτει σχετικό πλεόνασμα.

4        Δυνάμει του παραρτήματος I της οδηγίας 2003/87, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, μεταξύ άλλων, ορισμένες ενεργές εγκαταστάσεις στον τομέα της ενέργειας, ήτοι οι εγκαταστάσεις καύσεως με ονομαστική θερμική κατανάλωση άνω των 20 μεγαβάτ (MW), τα διυλιστήρια πετρελαίου και τα οπτανθρακοποιεία.

5        Η οδηγία 2003/87 προβλέπει ένα πρώτο στάδιο από το 2005 έως το 2007 (στο εξής: πρώτη περίοδος κατανομής), που προηγείται της πρώτης περιόδου δεσμεύσεων τις οποίες προβλέπει το Πρωτόκολλο του Κιότο, και στη συνέχεια ένα δεύτερο στάδιο από το 2008 έως το 2012 (στο εξής: δεύτερη περίοδος κατανομής), που αντιστοιχεί στην εν λόγω πρώτη περίοδο δεσμεύσεων (άρθρο 11 της οδηγίας 2003/87).

6        Πιο συγκεκριμένα, το σύστημα εμπορίας ποσοστώσεων στηρίζεται, αφενός, στην επιβολή υποχρεώσεως αδείας εκπομπής αερίων θερμοκηπίου (άρθρα 4 έως 8 της οδηγίας 2003/87) και, αφετέρου, σε ποσοστώσεις που επιτρέπουν στη δικαιούχο επιχείρηση να εκπέμπει μια ορισμένη ποσότητα αερίων θερμοκηπίου (άρθρο 12, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87).

7        Οι προϋποθέσεις και οι διαδικασίες σύμφωνα με τις οποίες οι αρμόδιες εθνικές αρχές κατανέμουν, βάσει ενός ΕΣΚ, τις ποσοστώσεις στις επιχειρήσεις προβλέπονται στα άρθρα 9 έως 11 της οδηγίας 2003/87.

8        Έτσι, το άρθρο 9, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/87 ορίζει ειδικότερα:

«Για κάθε περίοδο που αναφέρεται στο άρθρο 11, παράγραφοι 1 και 2, κάθε κράτος μέλος καταρτίζει [ΕΣΚ] με τη συνολική ποσότητα δικαιωμάτων που σκοπεύει να κατανείμει για την περίοδο αυτή και τον τρόπο κατανομής. Το σχέδιο βασίζεται σε αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των τυχόν παρατηρήσεων του κοινού. Με την επιφύλαξη της Συνθήκης, η Επιτροπή διατυπώνει, το αργότερο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003, κατευθύνσεις για την εφαρμογή των κριτηρίων που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ.»

9        Η Επιτροπή όρισε τις ως άνω γενικές κατευθύνσεις με την ανακοίνωση COM (2003) 830 τελικό, της 7ης Ιανουαρίου 2004, για τη χάραξη κατευθύνσεων ώστε να διευκολυνθούν τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή των κριτηρίων που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας 2003/87/ΕΚ, καθώς και τις περιστάσεις υπό τις οποίες αναγνωρίζεται η ύπαρξη ανωτέρας βίας (στο εξής: γενικές κατευθύνσεις της Επιτροπής).

10      Το άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2003/87 συνεχίζει:

«Για την περίοδο που αναφέρεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, το [ΕΣΚ] δημοσιεύεται και κοινοποιείται στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη μέχρι τις 31 Μαρτίου 2004 το αργότερο. Για τις μετέπειτα περιόδους, το [ΕΣΚ] δημοσιεύεται και κοινοποιείται στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη δεκαοκτώ τουλάχιστον μήνες πριν από την έναρξη της σχετικής περιόδου.»

11      Το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 ορίζει τα ακόλουθα:

«Εντός τριμήνου από την κοινοποίηση [ΕΣΚ] από κράτος μέλος βάσει της παραγράφου 1, η Επιτροπή μπορεί να απορρίψει το [ΕΣΚ] αυτό, ή οποιαδήποτε πτυχή του, για λόγους μη συμβατότητας με τα κριτήρια του παραρτήματος ΙΙΙ ή με το άρθρο 10. Το κράτος μέλος λαμβάνει απόφαση βάσει του άρθρου 11, παράγραφοι 1 ή 2, μόνον εάν οι προτεινόμενες τροποποιήσεις γίνουν αποδεκτές από την Επιτροπή. Kάθε απορριπτική απόφαση της Επιτροπής αιτιολογείται.»

12      Δυνάμει του άρθρου 10 της οδηγίας 2003/87, τα κράτη μέλη οφείλουν να κατανέμουν δωρεάν τουλάχιστον το 95 % των ποσοστώσεων την πρώτη περίοδο χορηγήσεως.

13      Το άρθρο 11 της οδηγίας 2003/87 σχετικά με την κατανομή και εκχώρηση ποσοστώσεων προβλέπει τα εξής:

«1. Κατά την τριετή περίοδο που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2005, κάθε κράτος μέλος αποφασίζει τη συνολική ποσότητα δικαιωμάτων που θα κατανείμει για την εν λόγω περίοδο και την κατανομή των εν λόγω δικαιωμάτων στον φορέα εκμετάλλευσης κάθε εγκατάστασης. Η απόφαση λαμβάνεται τρεις τουλάχιστον μήνες πριν από την έναρξη της περιόδου και βασίζεται στο [ΕΣΚ] κατανομής που καταρτίζεται βάσει του άρθρου 9 και σύμφωνα με το άρθρο 10, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τυχόν παρατηρήσεις του κοινού.

2. Κατά την πενταετή περίοδο που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2008, και για κάθε μετέπειτα πενταετή περίοδο, κάθε κράτος μέλος αποφασίζει τη συνολική ποσότητα δικαιωμάτων που θα κατανείμει για την εν λόγω περίοδο και αρχίζει τη διαδικασία κατανομής των δικαιωμάτων στο φορέα εκμετάλλευσης κάθε εγκατάστασης. Η απόφαση λαμβάνεται δώδεκα τουλάχιστον μήνες πριν από την έναρξη της σχετικής περιόδου και βασίζεται στο [ΕΣΚ] που έχει καταρτισθεί βάσει του άρθρου 9 και σύμφωνα με το άρθρο 10, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τυχόν παρατηρήσεις του κοινού.

3. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει της παραγράφου 1 ή 2 πρέπει να είναι σύμφωνες με τις απαιτήσεις της Συνθήκης, και ιδιαίτερα με τα άρθρα 87 και 88. Κατά τη λήψη απόφασης για την κατανομή, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τους την ανάγκη παροχής πρόσβασης στα δικαιώματα και για νεοεισερχομένους στην αγορά.

[…]»

14      Το παράρτημα III της οδηγίας 2003/87 απαριθμεί ένδεκα κριτήρια που ισχύουν όσον αφορά τα ΕΣΚ.

15      Κατά το κριτήριο 1 του παραρτήματος III:

«Η συνολική ποσότητα των κατανεμητέων δικαιωμάτων για τη σχετική περίοδο πρέπει να αντιστοιχεί προς την υποχρέωση του κράτους μέλους να περιορίσει τις εκπομπές του βάσει της απόφασης 2002/358 […] και του Πρωτοκόλλου του Κιότο, λαμβανομένης υπόψη, αφενός, της αναλογίας συνολικών εκπομπών που τα δικαιώματα αυτά αντιπροσωπεύουν σε σύγκριση με τις εκπομπές από πηγές που δεν καλύπτονται από την παρούσα οδηγία και, αφετέρου, των εθνικών πολιτικών ενέργειας, και θα πρέπει να συμφωνεί με το εθνικό πρόγραμμα για τις κλιματικές μεταβολές. Η συνολική ποσότητα των κατανεμητέων δικαιωμάτων δεν πρέπει να υπερβαίνει την ενδεχομένως απαιτούμενη για την αυστηρή εφαρμογή των κριτηρίων του παρόντος παραρτήματος. Πριν από το 2008, η ποσότητα πρέπει να συμβαδίζει με την κατεύθυνση της επίτευξης ή της υπερ-επίτευξης του στόχου κάθε κράτους μέλους σύμφωνα με την απόφαση 2002/358 […] και το Πρωτόκολλο του Κιότο.»

16      Σύμφωνα με το κριτήριο 5 του παραρτήματος III:

«Το [ΕΣΚ] δεν πρέπει να εισάγει διακρίσεις μεταξύ επιχειρήσεων ή τομέων ώστε να ευνοούνται αθεμίτως κάποιες επιχειρήσεις ή δραστηριότητες, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Συνθήκης, και ιδίως των άρθρων 87 και 88 αυτής.»

17      Σχετικά με το κριτήριο 5, το σημείο 47 των γενικών κατευθύνσεων της Επιτροπής διευκρινίζει ότι «θα ισχύσουν οι συνήθεις κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων».

18      Το κριτήριο 10 του παραρτήματος III ορίζει ότι «το [ΕΣΚ] περιέχει πίνακα των εγκαταστάσεων που καλύπτει η παρούσα οδηγία, με τις ποσότητες δικαιωμάτων που πρόκειται να διατεθούν σε καθεμία».

19      Το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87 προβλέπει ότι οι ποσοστώσεις μπορούν να μεταφέρονται μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων εντός της Κοινότητας ή σε τέτοια πρόσωπα σε τρίτες χώρες. Δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 3, πριν από την 1η Μαΐου κάθε έτους, κάθε επιχείρηση πρέπει να επιστρέψει στην αρμόδια αρχή αριθμό ποσοστώσεων αντίστοιχο προς τις συνολικές εκπομπές της επιχειρήσεως αυτής κατά τη διάρκεια του παρελθόντος ημερολογιακού έτους ώστε οι ποσοστώσεις αυτές στη συνέχεια να ακυρωθούν.

20      Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87, οι ποσοστώσεις ισχύουν μόνο για εκπομπές πραγματοποιούμενες κατά τη διάρκεια της περιόδου για την οποία χορηγήθηκαν.

 Ιστορικό της διαφοράς

I –  Το έγγραφο της Επιτροπής της 17ης Μαρτίου 2004

21      Με κοινό έγγραφο των γενικών διευθυντών της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) Περιβάλλοντος και της ΓΔ Ανταγωνισμού, της 17ης Μαρτίου 2004, που απευθυνόταν στα κράτη μέλη και ανέφερε ότι είχε ως αντικείμενο τις «Κρατικές ενισχύσεις και [τα ΕΣΚ]», η Επιτροπή καθόρισε τις διαδικασίες που θα ακολουθούσε και τα κριτήρια που επρόκειτο να λάβει υπόψη όσον αφορά την εκτίμηση ενδεχόμενων κρατικών ενισχύσεων χορηγούμενων στο πλαίσιο της θέσεως σε εφαρμογή των ΕΣΚ σύμφωνα με τα κριτήρια που προβλέπονται στο παράρτημα III της οδηγίας 2003/87.

22      Με το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή εξέθεσε τον τρόπο με τον οποίο επρόκειτο να ερμηνεύει το κριτήριο 5 του παραρτήματος III της οδηγίας 2003/87 στο πλαίσιο της εκ μέρους της εκτιμήσεως των ΕΣΚ. Συναφώς, η Επιτροπή υπενθύμισε, καταρχάς, σχετικά με τα τέσσερα κριτήρια που προβλέπει το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, ότι θεώρησε, με τις αποφάσεις της της 29ης Μαρτίου 2000, της 28ης Νοεμβρίου 2001 και της 24ης Ιουνίου 2003, όσον αφορά, αντιστοίχως, τις υποθέσεις N 653/99 (Δανία, ποσοστώσεις CO2) (ΕΕ 2000, C 322, σ. 9), N 416/01 (Ηνωμένο Βασίλειο, σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής) (ΕΕ 2002, C 88, σ. 16) και N 35/03 [Κάτω Χώρες, σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής NOx (οξειδίων του αζώτου)] (ΕΕ 2003, C 227, σ. 8), ότι τα κριτήρια αυτά πληρούνταν. Συγκεκριμένα, με τις αποφάσεις αυτές θεώρησε ότι η ποσόστωση εκπομπής ισοδυναμούσε με ένα άυλο αγαθό (intangible asset), του οποίου η αξία καθορίζεται από την αγορά, ότι, επομένως, το γεγονός ότι το κράτος χορηγούσε δωρεάν τις ποσοστώσεις στις επιχειρήσεις συνιστούσε ένα πλεονέκτημα υπέρ αυτών, ότι παραιτούμενο από την πώληση της εν λόγω ποσοστώσεως, για παράδειγμα με διαγωνισμό, το κράτος στερούνταν από κάποιους πόρους, οπότε η χορήγηση του εν λόγω πλεονεκτήματος συνεπαγόταν μεταφορά κρατικών πόρων, και ότι, τέλος, το πλεονέκτημα αυτό ήταν επιλεκτικό, έθιγε το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και νόθευε ή απειλούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

23       Η Επιτροπή εξέθεσε στη συνέχεια, με το ως άνω έγγραφο, ότι, ακόμα και αν το κοινοτικό σύστημα εμπορίας ήταν διαφορετικό από τα εθνικά συστήματα τα οποία αφορούν τις προαναφερθείσες αποφάσεις, θεωρούσε ότι τα ΕΣΚ μπορούσαν να περιλαμβάνουν στοιχεία ικανά να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και να αποτελούν κρατική ενίσχυση. Ανέφερε ότι τούτο συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν ένα κράτος μέλος χορηγεί σε επιχειρήσεις περισσότερες ποσοστώσεις από όσες είναι απαραίτητες προς κάλυψη των προβλεπομένων εκπομπών τους κατά τη διάρκεια της περιόδου χορηγήσεως, καθόσον οι επιχειρήσεις αυτές έχουν τη δυνατότητα να πωλήσουν τις πλεονάζουσες ποσοστώσεις και να κρατήσουν το τίμημα της πωλήσεως. Υπογράμμισε ότι το πλεονέκτημα αυτό είναι ικανό να νοθεύσει σοβαρά τον ανταγωνισμό και ότι, δεδομένου ότι το ως άνω πλεονέκτημα δεν δικαιολογείται από κανένα στοιχείο οικολογικής φύσεως, η ίδια πρέπει να το θεωρήσει, καταρχήν, ως κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά. Επομένως, η Επιτροπή δήλωσε ότι, αν ανακαλύψει ότι ένα ΕΣΚ ευνοεί με τον τρόπο αυτό ορισμένες επιχειρήσεις, θα κινήσει αυτεπαγγέλτως σχετική διαδικασία στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Πάντως, σε περίπτωση που το ΕΣΚ δεν προβλέπει μια τέτοια «υπέρβαση χορηγήσεως», θα υφίσταται ένα στοιχείο κρατικής ενισχύσεως έναντι του άρθρου 10 της οδηγίας 2003/87 αν ένα κράτος μέλος αποφασίζει να χορηγήσει δωρεάν άνω του 95 % των ποσοστώσεων για την πρώτη περίοδο χορηγήσεως, παραιτούμενο, κατά συνέπεια, από κρατικούς πόρους.

24      Η Επιτροπή δήλωσε, τέλος, με το έγγραφο αυτό, ότι, όσον αφορά την πρώτη περίοδο χορηγήσεως, δεν απαιτούσε την επίσημη κοινοποίηση των ΕΣΚ δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, αλλά ότι θα μελετούσε προσεκτικά τα κοινοποιηθέντα ΕΣΚ σύμφωνα με την οδηγία 2003/87 και θα εξέταζε ιδιαίτερα, σε κάθε περίπτωση, αν αυτά μπορούν να δημιουργήσουν σοβαρές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού ασυμβίβαστες με τη Συνθήκη. Ανέφερε ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει κάθε μέσον που της παρέχουν οι διατάξεις σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις.

II –  Το γερμανικό ΕΣΚ

25      Στις 31 Μαρτίου 2004 η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κοινοποίησε στην Επιτροπή το γερμανικό ΕΣΚ για την πρώτη περίοδο χορηγήσεως δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87.

26      Το γερμανικό ΕΣΚ αποτελείται από ένα «γενικό σχέδιο» και ένα «ειδικό σχέδιο». Το γενικό σχέδιο περιλαμβάνει την κατανομή του εθνικού προϋπολογισμού εκπομπών και ορίζει τον συνολικό αριθμό των προς χορήγηση ποσοστώσεων σύμφωνα με τις δεσμεύσεις της Γερμανίας περί μειώσεως των εκπομπών. Το ειδικό σχέδιο διέπει τη χορήγηση ποσοστώσεων στις διάφορες επιχειρήσεις και προβλέπει τη σύσταση αποθέματος ποσοστώσεων που προορίζονται για τους νέους εισερχομένους στην αγορά.

27      Σύμφωνα με τον κανόνα του περιορισμού του αριθμού των ποσοστώσεων, όπως προκύπτει από το κριτήριο 1 του παραρτήματος III της οδηγίας 2003/87, το γερμανικό ΕΣΚ περιορίζει, καταρχήν, τη χορήγηση ποσοστώσεων στις επιχειρήσεις στον βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο για την κάλυψη των προγενέστερων (για υφιστάμενες επιχειρήσεις) ή των προβλεπόμενων εκπομπών τους (για νέες επιχειρήσεις). Η αρχή αυτή εξαρτάται, ωστόσο, από την εφαρμογή των ειδικών κανόνων που εκτίθενται κατωτέρω.

28      Όσον αφορά τις υφιστάμενες επιχειρήσεις, δηλαδή εκείνες που άρχισαν να λειτουργούν πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2002, ο αριθμός των ποσοστώσεων που χορηγούνται δωρεάν υπολογίζεται βάσει του μέσου όρου των ετησίων εκπομπών τους σε CO2 στο παρελθόν, με βάση τη λεγόμενη αρχή του «grandfathering» [κατ’ εξαίρεση εφαρμογή παλαιότερης ρυθμίσεως παρά τη θέσπιση νέας]. Ο αριθμός των προς χορήγηση ποσοστώσεων καθορίζεται με πολλαπλασιασμό των σχετικών με τις εκπομπές αριθμητικών στοιχείων του παρελθόντος με έναν «συντελεστή εκπληρώσεως» (Erfüllungsfaktor) που προσδιορίζεται σε συνάρτηση με τον επιδιωκόμενο σκοπό της μειώσεως των εκπομπών. Επομένως, ο ως άνω συντελεστής εκπληρώσεως είναι κατά κανόνα μικρότερος του 1, προκειμένου να επιτευχθεί μείωση σε σχέση με το προηγούμενο επίπεδο εκπομπής και, σε τελική ανάλυση, να περιοριστεί ο συνολικός αριθμός των προς χορήγηση ποσοστώσεων.

29      Σύμφωνα με τον λεγόμενο κανόνα του «malus», κατά τη δεύτερη περίοδο κατανομής θα μειωθεί κατά 0,15 ο συντελεστής εκπληρώσεως για τους υφιστάμενους ηλεκτροπαραγωγικούς σταθμούς καύσεως που λειτουργούν με τρόπο ιδιαίτερα αναποτελεσματικό, δηλαδή τους σταθμούς καύσεως λιγνίτη και τους σταθμούς καύσεως λιθάνθρακα, των οποίων ο καθαρός βαθμός ενεργειακής αποδόσεως –που αντιπροσωπεύει το ποσοστό ενέργειας το οποίο περιλαμβάνεται στο καύσιμο που μετατρέπεται σε ηλεκτρική ενεργεία– είναι αντιστοίχως μικρότερος του 31 % και μικρότερος του 36 %. Εντούτοις, όσον αφορά τους σταθμούς καύσεως λιγνίτη, δεν θα επέρχεται μείωση αν οι σχετικές εγκαταστάσεις αντικατασταθούν από άλλους σταθμούς σύμφωνα με τον «κανόνα της μεταφοράς» (βλ. σκέψη 31 κατωτέρω). Ο κανόνας του malus θεωρείται ότι αποτελεί μια προτροπή προς ταχεία αντικατάσταση πεπαλαιωμένων και αναποτελεσματικών εγκαταστάσεων.

30      Όσον αφορά τις νέες επιχειρήσεις, δηλαδή εκείνες των οποίων η λειτουργία άρχισε μετά την 1η Ιανουαρίου 2005 ή οι οποίες αύξησαν, μετά την ημερομηνία αυτή, το παραγωγικό τους δυναμικό, σ’ αυτές χορηγείται, κατά τη διάρκεια των δεκατεσσάρων πρώτων ετών λειτουργίας τους, σύμφωνα με τον λεγόμενο κανόνα του «νέου εισερχομένου», αριθμός ποσοστώσεων που αντιστοιχούν προς τις προβλέψεις εκπομπών, οι οποίες εκτιμώνται με βάση το κριτήριο (benchmark) της «καλύτερης διαθέσιμης τεχνικής μεθόδου». Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, ο συντελεστής εκπληρώσεως παραμένει αμετάβλητος, ίσος προς 1. Όσον αφορά τις επιχειρήσεις που παράγουν ηλεκτρική ενεργεία, ο αριθμός ποσοστώσεων προς χορήγηση περιορίζεται στα 750 g CO2/kWh. Εντούτοις, σε περίπτωση μικρότερων εκπομπών, οι προς χορήγηση ποσοστώσεις δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις πραγματικές ανάγκες της επιχειρήσεως, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη μια ελάχιστη ποσότητα 365 g CO2/kWh.

31      Σύμφωνα με τον λεγόμενο κανόνα της «μεταφοράς», σε περίπτωση που πάψει να λειτουργεί μια επιχείρηση στη Γερμανία και κατόπιν σχετικής αιτήσεως, οι ποσοστώσεις που είχαν χορηγηθεί σ’ αυτήν δεν ανακαλούνται αν ο επιχειρηματίας αρχίσει να εκμεταλλεύεται μια νέα επιχείρηση, στη γερμανική επικράτεια, εντός τριών μηνών από της παύσεως της λειτουργίας της προηγούμενης επιχειρήσεως. Στην περίπτωση αυτή, η χορήγηση πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια τεσσάρων ετών βάσει των εκπομπών στο παρελθόν της επιχειρήσεως που έπαψε να λειτουργεί, υπολογιζόμενη στη συνέχεια, για μια περίοδο δεκατεσσάρων ετών, βάσει ενός συντελεστή εκπληρώσεως ίσου με 1. Έτσι, η επιχείρηση παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας εξαιρείται από την εφαρμογή των κριτηρίων της «καλύτερης διαθέσιμης τεχνικής μεθόδου» και του ανωτάτου ορίου εκπομπών των 750 g CO2/kWh που ισχύουν, καταρχήν, για τις νέες επιχειρήσεις (βλ. σκέψη 30 ανωτέρω). Ο κανόνας αυτός θεωρείται ότι αποτελεί μια προτροπή για την πρόωρη αντικατάσταση πεπαλαιωμένων και αναποτελεσματικών εγκαταστάσεων με νέες μειωμένων εκπομπών.

32      Όσον αφορά τους πυρηνικούς σταθμούς, ο λεγόμενος κανόνας της «ειδικής χορηγήσεως» (Sonderzuteilung) προβλέπει μια μεταβατική και αντισταθμιστική χορήγηση ποσοστώσεων λόγω της υποχρεώσεως που βαρύνει τις επιχειρήσεις να κλείσουν μεταξύ των ετών 2003 έως 2007 ορισμένους πυρηνικούς σταθμούς δυνάμει του Gesetz zur geordneten Beendigung der Kernenergienutzung zur gewerblichen Erzeugung von Elektrizität (γερμανικού νόμου περί της βαθμιαίας παύσεως της χρησιμοποιήσεως της πυρηνικής ενέργειας για εμπορικούς σκοπούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, BGBl. 2002 I, σ. 1351). Η εν λόγω ειδική χορήγηση αφορά μόνον τους σταθμούς του Stade (ο οποίος έκλεισε το 2003 και τον οποίο εκμεταλλευόταν η εταιρία E.ON AG) και του Obrigheim (ο οποίος έκλεισε το 2005 και τον οποίο εκμεταλλεύεται η προσφεύγουσα), ενώ το κλείσιμο άλλων πυρηνικών σταθμών προβλέπεται μόνο μετά το 2007. Η ειδική χορήγηση περιορίζεται στα 1,5 εκατομμύρια τόνους CO2 ετησίως κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου κατανομής και θεωρείται ότι καλύπτει τον επιπλέον όγκο εκπομπών που προκύπτει από την εντονότερη λειτουργία των συμβατικών σταθμών, η οποία κατέστη αναγκαία προς αντιστάθμιση της απώλειας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας των πυρηνικών σταθμών που έκλεισαν και αντικαταστάθηκαν.

33      Το γερμανικό ΕΣΚ αποτελεί τη βάση του Zuteilungsgesetz 2007 (γερμανικού νόμου της 26ης Αυγούστου 2004, περί της χορηγήσεως ποσοστώσεων εκπομπής κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου χορηγήσεως, BGBl. 2004 I, σ. 2211, στο εξής: νόμος περί χορηγήσεως). Όσον αφορά τα σημεία εκείνα που αφορούν την υπό κρίση διαφορά, οι διατάξεις του νόμου περί χορηγήσεως δεν διαφέρουν, κατ’ ουσίαν, από εκείνες του γερμανικού ΕΣΚ. Επιπλέον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εξέδωσε στις 8 Ιουλίου 2004 τον Gesetz zur Umsetzung der Richtlinie 2003/87/EG über ein System für den Handel mit Treibhausgasemissionszertifikaten in der Gemeinschaft (νόμο περί μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας 2003/87 σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας ποσοστώσεων, BGBl. 2004 I, σ. 1578).

III –  Η γερμανική αγορά ενέργειας

34      Στη Γερμανία, τέσσερις επιχειρήσεις παραγωγής ενέργειας παράγουν και διανέμουν περίπου το 88 % του συνόλου της ηλεκτρικής ενέργειας εντός της χώρας αυτής. Πρόκειται για τις εταιρίες RWE AG, E.ON AG, Vattenfall Europe AG και την προσφεύγουσα. Τα εναπομένοντα 12 % της εν λόγω αγοράς κατανέμονται μεταξύ πολλών μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων παραγωγής ενέργειας, στις οποίες περιλαμβάνονται ιδίως οι ηλεκτροπαραγωγικοί σταθμοί των δήμων (Stadtwerke).

35      Η προσφεύγουσα είναι η τρίτη μεγαλύτερη γερμανική επιχείρηση παραγωγής ενέργειας, το 37 % της παραγωγής της οποίας, συνολικού δυναμικού 14 Gigawatt (GW), προέρχεται από πυρηνικούς σταθμούς και το 29 % από σταθμούς καύσεως λιγνίτη ή λιθάνθρακα. Όσον αφορά τις άλλες μεγάλες γερμανικές επιχειρήσεις παραγωγής ενέργειας, τα ποσοστά παραγωγής όσον αφορά, αντιστοίχως, την προέλευση της παραγόμενης ενέργειας, αφενός, από πυρηνικούς σταθμούς και, αφετέρου, από σταθμούς καύσεως λιγνίτη και λιθάνθρακα σε σχέση με το συνολικό παραγωγικό τους δυναμικό είναι τα εξής:

–        RWE (συνολικό παραγωγικό δυναμικό 34 GW): 16 % παραγωγή ηλεκτρισμού με πυρηνική ενέργεια και 58 % παραγωγή ηλεκτρισμού με την καύση λιγνίτη ή λιθάνθρακα·

–        E.ON (συνολικό παραγωγικό δυναμικό 25 GW): 34 % παραγωγή ηλεκτρισμού με πυρηνική ενέργεια και 35 % παραγωγή ηλεκτρισμού με την καύση λιγνίτη ή λιθάνθρακα·

–        Vattenfall Ευρώπη (συνολικό παραγωγικό δυναμικό 15 GW): 9 % παραγωγή ηλεκτρισμού με πυρηνική ενέργεια και 61 % παραγωγή ενέργειας με την καύση λιγνίτη ή λιθάνθρακα.

IV –  Η διοικητική διαδικασία

 Η καταγγελία της προσφεύγουσας

36      Με έγγραφο της 17ης Ιουνίου 2004 η προσφεύγουσα υπέβαλε καταγγελία στη ΓΔ Περιβάλλοντος και στη ΓΔ Ανταγωνισμού της Επιτροπής με την αιτιολογία ότι η μεταφορά που προβλέπει το γερμανικό ΕΣΚ και το άρθρο 10 του νόμου περί χορηγήσεως ευνοεί αδικαιολόγητα ειδικά την κύρια ανταγωνίστριά της, την εταιρία RWE. Με το ως άνω έγγραφο εξέθεσε ότι η RWE, κατόπιν της αντικαταστάσεως των παλαιών συμβατικών εγκαταστάσεών της καύσεως με νέες, έλαβε δωρεάν μιαν υπερβολική ποσότητα ποσοστώσεων εκπομπής, ιδίως σε σχέση με τις ποσοστώσεις τις οποίες εδικαιούτο, κατ’ εφαρμογήν του κανόνα της ειδικής χορηγήσεως και του άρθρου 15 του νόμου περί χορηγήσεως, σε περίπτωση παύσεως της λειτουργίας και αντικαταστάσεως των πυρηνικών σταθμών της. Λαμβανομένης υπόψη της εν λόγω στρεβλώσεως του ανταγωνισμού, η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή, μεταξύ άλλων, να απορρίψει βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 το γερμανικό ΕΣΚ και να κινήσει κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας μιαν επίσημη διαδικασία ελέγχου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

37      Με έγγραφο της 22ας Ιουνίου 2004 η προσφεύγουσα επανέλαβε τα αιτήματά της και ανέλυσε περαιτέρω τους λόγους της καταγγελίας της. Εξέθεσε ότι το γερμανικό ΕΣΚ, ιδίως ο κανόνας της μεταφοράς, ήταν αντίθετοι προς το κριτήριο 5 του παραρτήματος III της οδηγίας 2003/87, προς το άρθρο 87 ΕΚ και προς την ελευθερία εγκαταστάσεως. Προς στήριξη της καταγγελίας της, η προσφεύγουσα προέβαλε τον ισχυρισμό, κατ’ ουσίαν, ότι η εφαρμογή του κανόνα της μεταφοράς, από τον οποίο επωφελούνταν οι κυριότεροι ανταγωνιστές της, ειδικότερα η RWE, είχε ως συνέπεια μια σημαντική «υπέρβαση χορηγήσεως» ποσοστώσεων στις νέες εγκαταστάσεις που αντικαθιστούν τις παλαιές εγκαταστάσεις καύσεως, λόγω του γεγονότος ότι η χορήγηση στις σχετικές επιχειρήσεις, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου τεσσάρων ετών, ποσοστώσεων εκπομπών στηρίζεται στις ανάγκες των παλαιών εγκαταστάσεών τους οι οποίες αντικαταστάθηκαν. Επομένως, η εμπλεκόμενη επιχείρηση είναι πλέον σε θέση να πωλεί στην αγορά την πλεονασματική ποσότητα ποσοστώσεων –που δεν είναι αναγκαία προς κάλυψη του σαφώς μικρότερου όγκου εκπομπών της νέας αποτελεσματικότερης εγκαταστάσεως– αποκομίζοντας εξ αυτού ένα αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Αντιθέτως, σε περίπτωση αντικαταστάσεως ενός πυρηνικού σταθμού –πράγμα το οποίο αποτελεί τη μόνη δυνατότητα που έχει λόγω της οικονομικής καταστάσεώς της– η εφαρμογή του κανόνα της ειδικής χορηγήσεως δεν συνεπάγεται τη χορήγηση ισοδυνάμου πλεονεκτήματος ούτε αρκεί να αντισταθμίσει την απώλεια παραγωγικού δυναμικού, η οποία συνδέεται με την εγκατάλειψη των πυρηνικών σταθμών. Έτσι, για να αντισταθμίσει την απώλεια παραγωγικού δυναμικού, υποχρεώνεται να παράγει μεγαλύτερη ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας και, επομένως, να προκαλεί περισσότερες εκπομπές με συμβατικές εγκαταστάσεις, με συνακόλουθη υποχρέωσή της να καλύπτει τις ανάγκες συμπληρωματικών ποσοστώσεων εκπομπών με την αγορά τέτοιων ποσοστώσεων. Η προσφεύγουσα υποστήριξε επιπλέον ότι η εν λόγω προτιμησιακή μεταχείριση, μεταξύ άλλων, της RWE σε βάρος της δεν δικαιολογείται ούτε έναντι της οδηγίας 2003/87 ούτε έναντι του άρθρου 87 ΕΚ.

 Η προσβαλλόμενη απόφαση και η ανακοίνωση της Επιτροπής της 7ης Ιουλίου 2004

38      Με την απόφαση C (2004) 2515/2 τελικό, της 7ης Ιουλίου 2004, σχετικά με το εθνικό σχέδιο κατανομής ποσοστώσεων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου που κοινοποίησε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας σύμφωνα με την οδηγία 2003/87 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή απέρριψε το γερμανικό ΕΣΚ μόνο καθόσον αυτό προέβλεπε ορισμένα μέτρα διορθώσεως εκ των υστέρων της χορηγήσεως ποσοστώσεων εκπομπής, κηρύσσοντάς τα ασυμβίβαστα με τα κριτήρια 5 και 10 του παραρτήματος III της οδηγίας 2003/87. Η διαπίστωση του ασυμβιβάστου αυτού δεν αφορά, ωστόσο, τις πτυχές του γερμανικού ΕΣΚ που αποτελούν το αντικείμενο της καταγγελίας της προσφεύγουσας.

39      Όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις και του κανόνα της μεταφοράς, η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει, στις αιτιολογικές σκέψεις 9 και 10, τις ακόλουθες παρατηρήσεις:

«Βάσει των πληροφοριών που παρέσχε το κράτος μέλος, η Επιτροπή εκτιμά ότι ενδεχόμενες ενισχύσεις θα θεωρηθούν πιθανώς ως σύμφωνες με την κοινή αγορά όταν εκτιμηθούν σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, οι ενδείξεις του ενδιαφερομένου κράτους μέλους σχετικά με τις μεταφορές ποσοστώσεων αποδεικνύουν ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου [χορηγήσεως] που καλύπτει το σχετικό [ΕΣΚ], κανένα πλεονέκτημα προκύπτον από τέτοιες μεταφορές σε όφελος άλλων επιχειρήσεων σε σχέση με παρόμοιες επενδύσεις των νέων εισερχομένων δεν θα υπερβεί το όριο που δικαιολογεί το οικολογικό κέρδος το οποίο απορρέει από το οικείο μέτρο. Στην ακόλουθη περίοδο [χορηγήσεως], δεν υπάρχει πλέον διαφορά μεταξύ, αφενός, των επιχειρήσεων στις οποίες μπορεί να εφαρμοστεί ο κανόνας της μεταφοράς και, αφετέρου, εκείνων που προορίζεται να καλυφθούν από το απόθεμα για νέους εισερχομένους.»

40      Με την ανακοίνωση COM (2004) 500 τελικό, στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τις αποφάσεις που έλαβε η Επιτροπή στις 7 Ιουλίου 2004 για τα εθνικά σχέδια κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής αερίων του φαινομένου του θερμοκηπίου που υπέβαλαν η Αυστρία, η Δανία, η Γερμανία, η Ιρλανδία, οι Κάτω Χώρες, η Σλοβενία, η Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο σύμφωνα με την οδηγία 2003/87, με ημερομηνία 7 Ιουλίου 2004, η Επιτροπή απεφάνθη, στο σημείο 3.3, σχετικά με τους κανόνες μεταφοράς ως ακολούθως:

«[…] Επιπλέον, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να αντιμετωπίσουν κατά το δοκούν τις εγκαταστάσεις που κλείνουν.

Εάν ένα κράτος δεν σταματήσει την έκδοση δικαιωμάτων εκπομπής υπέρ εγκατάστασης που κλείνει για το υπόλοιπο της περιόδου [χορηγήσεως], ισχύει η μεταφορά των δικαιωμάτων εκπομπής από την εγκατάσταση που κλείνει σε νέα εγκατάσταση υπό τον έλεγχο του ιδίου φορέα εκμετάλλευσης.

Εάν κράτος μέλος έχει αποφασίσει να διακόψει την έκδοση περαιτέρω δικαιωμάτων εκπομπής σε εγκατάσταση που έχει κλείσει για το υπόλοιπο της περιόδου [χορηγήσεως] και έχει συγκροτήσει απόθεμα για τους νεοεισερχομένους, είναι απαραίτητο να εξετασθούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες το συγκεκριμένο τμήμα του συστήματος θα εφαρμοστεί ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι εγκαταστάσεις που επωφελούνται από τον κανόνα της μεταφοράς δεν ευνοούνται αδικαιολόγητα έναντι των εγκαταστάσεων που δεν αποτελούν αντικείμενο των εν λόγω ευεργετικών ρυθμίσεων. Η εφαρμογή του κανόνα μεταφοράς μπορεί να είναι περιορισμένη όταν ο φορέας εκμετάλλευσης είναι επιλέξιμος μόνο σε περίπτωση κατά την οποία τόσο η εγκατάσταση που έκλεισε όσο και η νέα εγκατάσταση βρίσκονται στο έδαφος του ιδίου κράτους μέλους.

H Επιτροπή σημειώνει επιπλέον ότι η διατήρηση των δικαιωμάτων εκπομπής και μετά από το κλείσιμο των εγκαταστάσεων αναμένεται να δημιουργήσει κίνητρα για επενδύσεις υπέρ καθαρών και αποτελεσματικών εγκαταστάσεων. Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις του κανόνα μεταφοράς θεωρούνται εντούτοις ουδέτερες, εκτός και εάν το κράτος μέλος ακυρώσει τυχόν δικαιώματα εκπομπής που δεν έχουν εκδοθεί μετά από το κλείσιμο. Οιαδήποτε πλεονασματικά δικαιώματα εκπομπής ενδέχεται να παραδοθούν από άλλη εγκατάσταση στο ίδιο κράτος μέλος ή αλλού για την κάλυψη των εκπομπών.»

 Το έγγραφο της Επιτροπής της 29ης Ιουλίου 2004

41      Με έγγραφο της ΓΔ Ανταγωνισμού, της 29ης Ιουλίου 2004 (στο εξής: έγγραφο της ΓΔ Ανταγωνισμού της 29ης Ιουλίου 2004) η Επιτροπή, αναφερόμενη ιδίως στην προσβαλλόμενη απόφαση, εξέθεσε την εκτίμηση στην οποία προέβη η εν λόγω ΓΔ των ζητημάτων που έθετε η καταγγελία της προσφεύγουσας. Συναφώς, υπενθύμισε ότι, στο πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή «μελέτησε επίσης τη συμφωνία του [γερμανικού ΕΣΚ] προς το κριτήριο [αριθ.] 5 του παραρτήματος III της [οδηγίας 2003/87] εξετάζοντας αν το [ως άνω ΕΣΚ] επέβαλλε δυσμενείς διακρίσεις μεταξύ εταιριών ή τομέων, ευνοώντας αδικαιολόγητα ορισμένες επιχειρήσεις ή τομείς δραστηριοτήτων κατά παράβαση των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων», ενώ η ανάλυση αυτή κάλυψε επίσης την εφαρμογή του κανόνα της μεταφοράς. Η Επιτροπή θεώρησε ότι, κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου χορηγήσεως, ούτε το γερμανικό ΕΣΚ ούτε η εφαρμογή του κανόνα της μεταφοράς είχαν ως συνέπεια τέτοιες δυσμενείς διακρίσεις, καθόσον, όπως φαίνεται, ο εν λόγω κανόνας της μεταφοράς εξασφάλιζε ότι κανένα πλεονέκτημα υπέρ των επιχειρήσεων οι οποίες αντικατέστησαν τις παλαιότερες εγκαταστάσεις τους σε σχέση με παρόμοιες επενδύσεις εκ μέρους άλλων νεοεισερχομένων δεν υπερέβαινε τα όρια που δικαιολογούνται από το περιβαλλοντικής φύσεως όφελος το οποίο στηρίζει το επίμαχο μέτρο. Ειδικότερα, έκρινε ότι ο κανόνας της μεταφοράς θεσπίστηκε προκειμένου να αποτελέσει κίνητρο για τον εκσυγχρονισμό, παρεχόμενο σε όλους όσοι μετείχαν στο σύστημα εμπορίας ποσοστώσεων, χωρίς να περιορίζεται σε ορισμένους τομείς ή σε ορισμένες εταιρίες.

42      Όσον αφορά τα αποτελέσματα του κανόνα της μεταφοράς, ιδίως στον τομέα της παραγωγής ενέργειας, η Επιτροπή εξέθεσε, με το έγγραφο της ΓΔ Ανταγωνισμού, μεταξύ άλλων ότι, κατά τις γερμανικές αρχές, μια σειρά ηλεκτροπαραγωγικών σταθμών λειτουργούσε πολύ αποδοτικά. Κατά συνέπεια, θεώρησε ότι μόνον το οικονομικό κίνητρο που παρείχε ο κανόνας της μεταφοράς μπορούσε να οδηγήσει στην ταχεία αντικατάσταση με πλέον οικολογικές τεχνολογίες και με λιγότερες εκπομπές CO2 και ότι το κίνητρο αυτό έπρεπε επίσης να εκτιμηθεί με γνώμονα τον κανόνα του malus κατά τον οποίο οι λιγότερο αποδοτικές εγκαταστάσεις μπορούν να υποστούν δυσμενείς συνέπειες σε περίπτωση αναβολής της λήψεως μέτρων εκσυγχρονισμού. Επομένως, θεώρησε ότι μπορούσε να αναμένεται πράγματι ότι ο κανόνας της μεταφοράς θα παρακινούσε τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες να εκσυγχρονίσουν τις επιχειρήσεις τους ταχύτερα σε σχέση με αυτό που θα συνέβαινε αν δεν υπήρχε ο κανόνας αυτός.

43      Όσον αφορά το ζήτημα αν το όφελος που προκύπτει από τον κανόνα της μεταφοράς παρέχει ένα υπερβολικό πλεονέκτημα σε ορισμένες επιχειρήσεις, η Επιτροπή εξέθεσε ότι εξέτασε τις εξηγήσεις των γερμανικών αρχών κατά τις οποίες η εφαρμογή του εν λόγω κανόνα στον ενεργειακό τομέα θα οδηγούσε, στις περισσότερες περιπτώσεις, στην αντικατάσταση των παλαιών και αναποτελεσματικών εγκαταστάσεων καύσεως λιγνίτη με σύγχρονες και αποτελεσματικότερες εγκαταστάσεις του ιδίου τύπου κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου κατανομής. Εξέθεσε ότι, στην περίπτωση αυτή, το όφελος που υπολόγισαν οι γερμανικές αρχές αντιστοιχεί σε ένα πολύ μικρό ποσοστό του κόστους της σχετικής επενδύσεως. Λαμβανομένου υπόψη του θετικού αποτελέσματος του κανόνα της μεταφοράς για την επίτευξη των περιβαλλοντικών σκοπών της οδηγίας 2003/87 κατά τη διάρκεια των τεσσάρων πρώτων ετών, θεώρησε ότι ένα τόσο περιορισμένο πλεονέκτημα ήταν σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας και, ως εκ τούτου, σύμφωνο με τους κανόνες σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις και ότι, μετά τα τέσσερα αυτά έτη, μια εγκατάσταση που αντικατέστησε άλλη παλαιότερη θα λάβει ποσοστώσεις βάσει της «καλύτερης διαθέσιμης τεχνικής μεθόδου», όπως οποιαδήποτε άλλη νέα επιχείρηση, πράγμα το οποίο καθιστά δυνατή την αποφυγή κάθε δυσμενούς διακρίσεως μεταξύ επενδύσεων με σκοπό την αντικατάσταση παλαιών εγκαταστάσεων και επενδύσεων για τη λειτουργία νέων εγκαταστάσεων.

44       Όσον αφορά το σχετικό μειονέκτημα των πυρηνικών σταθμών οι οποίοι προορίζονται να αντικατασταθούν με συμβατικές εγκαταστάσεις που εκπέμπουν CO2, η Επιτροπή θεώρησε ότι, όπως φαίνεται, τούτο είναι αποτέλεσμα της αποφάσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας να εγκαταλείψει, μεσοπρόθεσμα, την πυρηνική ενέργεια και δεν πρέπει να σχετίζεται με τη θέση σε εφαρμογή του συστήματος εμπορίας ποσοστώσεων που θέσπισε η οδηγία 2003/87. Σημείωσε ότι η οδηγία αυτή αποσκοπούσε στη χορήγηση ποσοστώσεων εκπομπής και, επομένως, δεν αφορούσε τους πυρηνικούς σταθμούς που δεν εκπέμπουν CO2, αλλά και ότι, ωστόσο, η οδηγία 2003/87 παρείχε στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αμβλύνουν τα αποτελέσματα των εθνικών πολιτικών επιλογών όπως είναι η εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας την οποία αποφάσισε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Σημείωσε ότι η χώρα αυτή είχε εξηγήσει ότι η ως άνω ειδική κατάσταση είχε επαρκώς ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο του γερμανικού ΕΣΚ, πρώτον, με την άμεση χορήγηση αντισταθμιστικών ποσοστώσεων και, δεύτερον, με την ελευθερία που αφέθηκε στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να επιλέξουν τη μέθοδο κατανομής των ποσοστώσεων αυτών και ότι, επιπλέον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είχε αποφασίσει να συστήσει ένα απόθεμα προοριζόμενο για τους νεοεισερχομένους. Έτσι, οι νέες εγκαταστάσεις, περιλαμβανομένων εκείνων που αντικαθιστούν πυρηνικές εγκαταστάσεις, θα ελάμβαναν δωρεάν μια ποσόστωση προοριζόμενη να καλύψει τις προβλεπόμενες ανάγκες τους.

45      Σχετικά με τη συμφωνία του κανόνα της μεταφοράς προς την ελευθερία εγκαταστάσεως, η Επιτροπή εξέθεσε ότι, κατά τις εξηγήσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ο εν λόγω κανόνας δεν εισήγε δυσμενείς διακρίσεις μεταξύ γερμανικών και αλλοδαπών εταιριών.

46      Επομένως, η Επιτροπή εξέθεσε καταλήγοντας ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, θεώρησε ότι, όσον αφορά την πρώτη περίοδο κατανομής, «μια ενδεχόμενη ενίσχυση πιθανώς θα είναι σύμφωνη με την κοινή αγορά όταν εκτιμηθεί σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ». Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο των κανόνων που ισχύουν για τις κρατικές ενισχύσεις κατά την εξέταση των ΕΣΚ, η Επιτροπή βεβαιώθηκε για τη συμφωνία του τρόπου μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη της οδηγίας 2003/87 προς άλλες διατάξεις της Συνθήκης υπό την έννοια του κριτηρίου 5.

 Τα έγγραφα της Επιτροπής της 3ης και της 27ης Αυγούστου 2004

47      Με έγγραφο της ΓΔ Περιβάλλοντος της 3ης Αυγούστου 2004 η Επιτροπή ανακοίνωσε στην προσφεύγουσα ότι ο κανόνας της μεταφοράς δεν προσέβαλλε το άρθρο 11 της οδηγίας 2003/87 και εξέθεσε ότι, όσον αφορά τις λοιπές αιτιάσεις, η προσφεύγουσα θα ελάμβανε τις ακόλουθες ημέρες ένα χωριστό έγγραφο της ΓΔ Ανταγωνισμού.

48      Με έγγραφο της ΓΔ Περιβάλλοντος της 27ης Αυγούστου 2004 η Επιτροπή αναφερόμενη στο έγγραφό της τής 3ης Αυγούστου 2004, εξέθεσε ότι θα περάτωνε τη σχετική διαδικασία σε μία από τις επόμενες συσκέψεις της.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

49      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 27 Σεπτεμβρίου 2004, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

50      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

51      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στις 13 Ιανουαρίου 2005, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου σύμφωνα με το άρθρο 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Η προσφεύγουσα κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως αυτής στις 14 Μαρτίου 2005

52      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 17 Φεβρουαρίου 2005, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζήτησε να παρέμβει στην υπό κρίση διαδικασία υπέρ της καθής.

53      Με διάταξη της 4ης Απριλίου 2005 ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου δέχθηκε την παρέμβαση αυτή. Η παρεμβαίνουσα κατέθεσε υπόμνημα παρεμβάσεως, περιοριζόμενο στο ζήτημα του παραδεκτού, στις 17 Μαΐου 2005. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 31 Αυγούστου 2005, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως.

54      Η καθής και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

55      Με τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου, η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου·

–        επικουρικώς, να συνεκδικάσει την ένσταση απαραδέκτου με την ουσία της υποθέσεως.

 Σκεπτικό

56      Δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ένας διάδικος το ζητήσει, το Πρωτοδικείο μπορεί να κρίνει επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, η διαδικασία επί της αιτήσεως συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Πρωτοδικείο αποφασίσει άλλως. Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από την εξέταση των στοιχείων της δικογραφίας και ότι παρέλκει να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

I –  Επιχειρήματα των διαδίκων

 Τα επιχειρήματα της καθής και της παρεμβαίνουσας

57      Η καθής, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, εκτιμά ότι η προσφυγή ακυρώσεως είναι απαράδεκτη.

58      Πρώτον, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπίπτει στον τομέα του δικαίου των κρατικών ενισχύσεων, που διέπεται από τα άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ, οπότε η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλείται τη νομολογία σχετικά με το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως ασκουμένης κατά αποφάσεων εκδιδομένων στον τομέα αυτό. Δεύτερον, ακόμα και αν υποτεθεί ότι πράγματι συμβαίνει κάτι τέτοιο, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, όπως προκύπτουν από τη νομολογία στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Όσον αφορά την οδηγία 2003/87, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά την προσφεύγουσα ούτε απευθείας ούτε ατομικά, υπό την έννοια του άρθρου αυτού. Τέλος, η προσφεύγουσα δεν έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Β –     Β – Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας

1.     Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

59      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή και ότι η ένσταση απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί. Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει διττή έννομη φύση και την αφορά άμεσα και ατομικά υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ. Λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερα στενής σχέσεως των ζητημάτων που αφορούν το παραδεκτό και εκείνων του ουσιαστικού δικαίου σχετικά με το βάσιμο της υπό κρίση προσφυγής, η προσφεύγουσα ζητεί επιπλέον, επικουρικώς, να συνεκδικαστεί η ένσταση απαραδέκτου με την ουσία (απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 1997, C-57/95, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I-1627, σκέψεις 6 επ.).

60      Όσον αφορά τη διττή φύση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφενός, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι η απόφαση αυτή αποτελεί εγκριτική πράξη της Επιτροπής εκδοθείσα σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87. Αφετέρου, πρόκειται για απόφαση της Επιτροπής, δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, ΕΚ, που επιτρέπει οριστικά, τουλάχιστον σιωπηρώς, το σύστημα ενισχύσεων το οποίο δημιουργήθηκε με τον κανόνα της μεταφοράς, περιλαμβανομένης της «υπερβάσεως χορηγήσεως» ποσοστώσεων εκπομπής σε ορισμένους ανταγωνιστές της προσφεύγουσας που προκύπτει από την εφαρμογή του, ενώ δεν απαιτείτο να κινηθεί η επίσημη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

61      Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι έχει έννομο συμφέρον για τους δύο αυτούς λόγους.

2.     Επί του εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας έναντι του δικαίου των ενισχύσεων

 Επί του χαρακτηρισμού της προσβαλλομένης αποφάσεως ως αποφάσεως ληφθείσας στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων

62      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν η καθής και η παρεμβαίνουσα, η Επιτροπή πράγματι εξέτασε τον κανόνα της μεταφοράς από πλευράς του δικαίου των κρατικών ενισχύσεων και έλαβε οριστική θέση επί του ζητήματος αυτού με την προσβαλλόμενη απόφαση.

63      Έτσι, αφενός, από τις αιτιολογικές σκέψεις 9 και 10 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι τα ενδεχόμενα στοιχεία ενισχύσεως που περιλαμβάνει το ΕΣΚ πιθανώς είναι σύμφωνα με την κοινή αγορά. Αφετέρου, από τις σκέψεις αυτές συνάγεται ότι η Επιτροπή εξέτασε μεταξύ άλλων το ζήτημα αν ο κανόνας της μεταφοράς ευνοούσε κάποιες επιχειρήσεις σε σχέση με ορισμένους ανταγωνιστές τους που προχωρούν σε ανέγερση νέων εγκαταστάσεων χωρίς να υπαχθούν στον εν λόγω κανόνα. Τέλος, συνήγαγε ότι, εν πάση περιπτώσει, ένα τέτοιο πλεονέκτημα δεν υπερέβαινε τα όρια που δικαιολογούνται από το οικολογικό όφελος που απορρέει από τον επίμαχο κανόνα.

64      Κατά την προσφεύγουσα, το έγγραφο της ΓΔ Ανταγωνισμού της 29ης Ιουλίου 2004 επιβεβαιώνει επίσης ότι, πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή προέβη σε λεπτομερή εξέταση του κανόνα της μεταφοράς από πλευράς του δικαίου των κρατικών ενισχύσεων και ότι έλαβε υπόψη, στο πλαίσιο αυτό, πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην καταγγελία της προσφεύγουσας. Πράγματι, η Επιτροπή εξέθεσε με το έγγραφο αυτό λεπτομερώς τους λόγους που την οδήγησαν να διαπιστώσει ότι η ενίσχυση υπέρ ορισμένων επιχειρήσεων του ενεργειακού τομέα στη Γερμανία, όπως αυτή περιλαμβάνεται στον κανόνα της μεταφοράς, ήταν σύμφωνη με την κοινή αγορά.

65      Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη την ύπαρξη στοιχείων κρατικής ενισχύσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 9 της οδηγίας 2003/87 είναι σύμφωνο όχι μόνον προς τις δηλώσεις της προς τα κράτη μέλη οι οποίες περιλαμβάνονται στο έγγραφό της τής 17ης Μαρτίου 2004, κατά τις οποίες θα εφάρμοζε το δίκαιο των ενισχύσεων για την εξέταση των ΕΣΚ, αλλά επίσης προς τις δικές της υποχρεώσεις, όπως τις προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 3, εξεταζόμενο σε συνδυασμό με το κριτήριο 5 του παραρτήματος III της εν λόγω οδηγίας και όπως τις ερμηνεύει η ίδια η Επιτροπή στο σημείο 2.1.5 των γενικών κατευθύνσεων. Πράγματι, κατά το κριτήριο αυτό, ένα ΕΣΚ δεν μπορεί να είναι αντίθετο «προς τις επιταγές της Συνθήκης, ιδίως προς τα άρθρα 87 και 88».

66      Εξάλλου, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι η Επιτροπή, με το από 17 Μαρτίου 2004 έγγραφό της δήλωσε ότι δεν απαιτούσε «επίσημη κοινοποίηση των ΕΣΚ δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ για την [πρώτη] περίοδο [χορηγήσεως]» και ανέφερε ότι, αν ορισμένες διατάξεις των ΕΣΚ μπορούσαν να ευνοήσουν ορισμένες επιχειρήσεις, θα κινούσε αυτεπαγγέλτως μια «πλήρη» έρευνα, η κίνηση της οποίας θα οδηγούσε στην απόρριψη της πλευράς αυτής του ΕΣΚ, λαμβανομένου υπόψη του αναγκαίου χρόνου για την πραγματοποίηση της έρευνας αυτής. Η προσφεύγουσα συνάγει εξ αυτού ότι η Επιτροπή εξέφρασε με τον τρόπο αυτό την πρόθεσή της να απορρίπτει, στο πλαίσιο αποφάσεων εκδιδόμενων δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, τις διατάξεις των ΕΣΚ που απαιτούν λεπτομερέστερη εξέταση βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Από αυτό πρέπει να συναχθεί, a contrario, ότι, όταν μια τέτοια απόφαση δεν περιλαμβάνει καμία αντίρρηση έναντι του ΕΣΚ, αυτή σημαίνει ότι η Επιτροπή δεν πρόκειται να κινήσει διαδικασία εξετάσεως δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

67      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, πρώτον, η Επιτροπή θεωρεί τους κανόνες κάποιου ΕΣΚ που οδηγούν σε «υπερβάσεις χορηγήσεως» ποσοστώσεων ως, καταρχήν, ασυμβίβαστους με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, ότι, δεύτερον, σύμφωνα με τις δικές της δηλώσεις, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να εξετάζει τα ΕΣΚ από πλευράς δικαίου των κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 αλλά και, ενδεχομένως, να τα απορρίπτει όταν αυτά απαιτούν λεπτομερέστερη εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ και ότι, τρίτον, στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή προέβη σε μια τέτοια εξέταση του γερμανικού ΕΣΚ δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, χωρίς ωστόσο να απορρίψει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τον κανόνα της μεταφοράς.

68      Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, είναι άνευ σημασίας οι ισχυρισμοί της καθής κατά τους οποίους, αφενός, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίχθηκε στο άρθρο 88 ΕΚ και, αφετέρου, το διατακτικό της εν λόγω αποφάσεως δεν αναφέρεται σε κάποιο ζήτημα περί υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως, οπότε, με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή δεν αποφάνθηκε ρητά και οριστικά, υπό την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, επί των στοιχείων κρατικής ενισχύσεως τα οποία θα μπορούσε να περιλαμβάνει ο κανόνας της μεταφοράς του γερμανικού ΕΣΚ. Συναφώς, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει την πάγια νομολογία κατά την οποία ο νομικός χαρακτηρισμός μιας κοινοτικής πράξεως δεν εξαρτάται ούτε από την ονομασία της ούτε από τη μορφή της, αλλά αποκλειστικά από τη φύση της, όπως αυτή προκύπτει από εκτίμηση βάσει αντικειμενικών κριτηρίων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 9, και του Πρωτοδικείου της 24ης Μαρτίου 1994, T-3/93, Air France κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II-121, σκέψεις 43 και 51).

69      Έτσι, προκειμένου να προσδιοριστεί η φύση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να εξακριβωθεί αν αυτή παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα όσον αφορά τα στοιχεία ενισχύσεων του γερμανικού ΕΣΚ, περιλαμβανομένου του κανόνα της μεταφοράς. Όμως, με γνώμονα υπέρτερους κανόνες του κοινοτικού δικαίου (απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Οκτωβρίου 1989, 374/87, Orkem κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 3283, σκέψη 28), η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να εκληφθεί ως απόφαση εκδοθείσα στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, υπό την έννοια ότι επιτρέπει την εφαρμογή του κανόνα της μεταφοράς χωρίς να κινεί μια επίσημη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1990, C-259/87, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I-2845, σημείο 1 της περιλήψεως, in fine). Πράγματι, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 66 ανωτέρω και παρά τη διατύπωση της αιτιολογικής σκέψεως 9 της προσβαλλομένης αποφάσεως, μια αντικειμενική εκτίμηση θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω απόφαση διαπίστωσε, με τρόπο νομικά δεσμευτικό και οριστικό, τη συμφωνία του κανόνα της μεταφοράς προς το κριτήριο 5 του παραρτήματος III της οδηγίας 2003/87 και, επομένως, προς το άρθρο 87 ΕΚ. Επιπλέον, η λύση αυτή είναι σύμφωνη προς τη σημασία και τον σκοπό της διαδικασίας εξετάσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 9 της οδηγίας 2003/87, διαδικασία που προορίζεται να εξασφαλίσει τη συμφωνία των εθνικών κανόνων κατανομής προς το κοινοτικό δίκαιο. Όμως, στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας εξετάσεως, δύσκολα θα μπορούσε να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός αν η Επιτροπή μπορούσε απλώς να προβεί σε μια συνοπτική και προσωρινή μόνον εξέταση από πλευράς δικαίου των ενισχύσεων χωρίς να λάβει, στο τέλος, δεσμευτική απόφαση συναφώς.

70      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το δεσμευτικό έννομο αποτέλεσμα της προσβαλλομένης αποφάσεως από πλευράς δικαίου των ενισχύσεων προκύπτει επίσης από το γεγονός ότι, στο μεταξύ, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μετέφερε στην εθνική έννομη τάξη τον κανόνα της μεταφοράς που προβλέπει το γερμανικό ΕΣΚ, θεσπίζοντας το άρθρο 10 του νόμου περί χορηγήσεως. Πράγματι, αν η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είχε άρει την απαγόρευση εκτελέσεως την οποία αφορά το άρθρο 88, παράγραφος 3, τρίτη περίοδος, ΕΚ (απόφαση Air France κατά Επιτροπής, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 47), τόσο η ως άνω μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη όσο και το σύστημα ενισχύσεων που συστήθηκε με τον τρόπο αυτό θα ήταν αντίθετα προς την εν λόγω διάταξη (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-354/90, Fédération nationale du commerce extérieur des produits alimentaires κ.λπ., Συλλογή 1991, σ. I-5505, σκέψη 12). Επομένως, η καθής και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θεώρησαν προφανώς ότι η ως άνω απαγόρευση εκτελέσεως δεν έπρεπε να εφαρμόζεται σχετικά με ενισχύσεις όπως οι προβλεπόμενες από τον κανόνα της μεταφοράς και το άρθρο 10 του νόμου περί χορηγήσεως. Τούτο επιβεβαιώνει, a contrario, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει οπωσδήποτε δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα όσον αφορά τα επίμαχα στοιχεία κρατικών ενισχύσεων.

71      Επομένως, τα επιχειρήματα της καθής που στηρίζονται σε έλλειψη επίσημης κοινοποιήσεως του κανόνα της μεταφοράς, δυνάμει του δικαίου των ενισχύσεων, δεν μπορούν να γίνουν δεκτά. Αφενός, η επιχειρηματολογία αυτή είναι αντιφατική, δεδομένου ότι η Επιτροπή, με το από 17 Μαρτίου 2004 έγγραφό της, δήλωσε ότι δεν απαιτούσε μια τέτοια επίσημη κοινοποίηση και δεδομένου ότι η ίδια είχε εκφράσει την πρόθεσή της να εξετάζει τα ΕΣΚ έναντι του δικαίου των ενισχύσεων. Αφετέρου, αντιστρόφως, αν ήταν ορθή η άποψη που υποστηρίζει η καθής, ότι δεν υπάρχει λόγος να αποφαίνεται η Επιτροπή οριστικά επί των ΕΣΚ από πλευράς δικαίου των κρατικών ενισχύσεων, η δήλωσή της ότι δεν απαιτείται κοινοποίηση δυνάμει του δικαίου των ενισχύσεων είναι προδήλως παράνομη. Πράγματι, η Επιτροπή δεν μπορεί να παρεκκλίνει από τον κανόνα που επιτάσσει σχετική κοινοποίηση, όπως προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, κοινοποίηση η οποία έχει ως σκοπό να της εξασφαλίζει τη δυνατότητα να ασκεί εγκαίρως και προς το κοινοτικό συμφέρον τον έλεγχό της όσον αφορά κάθε νέο σχέδιο ενισχύσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Οκτωβρίου 1984, 91/83 και 127/83, Heineken Brouwerijen, Συλλογή 1984, σ. 3435, σκέψη 14). Εν προκειμένω, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εκπλήρωσε την υποχρέωση που απορρέει από τη διάταξη αυτή, προτάσσοντας στο γερμανικό ΕΣΚ μια συνοπτική έκθεση των κοινοτικών απαιτήσεων η οποία παραθέτει το σύνολο των κριτηρίων του παραρτήματος III της οδηγίας 2003/87, περιλαμβανομένης της αναφοράς στα άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ. Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη ιδίως του από 17 Μαρτίου 2004 εγγράφου της Επιτροπής, είναι πρόδηλο ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, υποβάλλοντας το ΕΣΚ στην Επιτροπή, δεν επιθυμούσε μόνο μια απλή προσωρινή εκτίμηση, αλλά ζητούσε μια βέβαιη εκτίμηση του γερμανικού ΕΣΚ από πλευράς δικαίου των κρατικών ενισχύσεων. Τούτο επιβεβαιώθηκε από τις δημόσιες δηλώσεις του ομοσπονδιακού Υπουργού Περιβάλλοντος ύστερα από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

72      Όσον αφορά το έγγραφο της ΓΔ Ανταγωνισμού της 29ης Ιουλίου 2004, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι ορθά η καθής υποστηρίζει ότι δεν πρόκειται για μια απόφαση εκδοθείσα δυνάμει του δικαίου των ενισχύσεων κατά της οποίας να μπορεί να ασκήσει προσφυγή ο αποδέκτης του εν λόγω έγγραφο, δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I-1719, σκέψη 45). Επιπλέον, από το κείμενο του εν λόγω εγγράφου, που αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει σαφώς ότι αυτό δεν προοριζόταν να παραγάγει αυτοτελώς δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, αλλά αποσκοπούσε μόνο στο να διευκρινίσει τις εκτιμήσεις που στήριζαν την προσβαλλόμενη απόφαση. Η προσφεύγουσα αμφισβητεί εξάλλου το επιχείρημα της παρεμβαίνουσας κατά το οποίο η προσφεύγουσα μπορούσε να ασκήσει προσφυγή κατά παραβάσεως κατά της καθής προκειμένου να επιτύχει την έκδοση αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 88 ΕΚ. Κατά την προσφεύγουσα, εν προκειμένω, λάμβανομένης υπόψη της υπάρξεως μιας αποφάσεως εκδοθείσας δυνάμει του δικαίου των ενισχύσεων, η προσφυγή ακυρώσεως που ασκείται σύμφωνα με το άρθρο 230 ΕΚ αποτελεί το επιβαλλόμενο μέσο παροχής ενδίκου προστασίας.

73      Η προσφεύγουσα προσθέτει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να κινήσει επίσημη διαδικασία εξετάσεως δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, δεδομένου ότι ο κανόνας της μεταφοράς έχει τα χαρακτηριστικά ενισχύσεως υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Πράγματι, η χορήγηση ποσοστώσεων εκπομπής κατ’ εφαρμογήν του κανόνα αυτού αποτελεί ένα πλεονέκτημα χορηγούμενο από κρατικούς πόρους σε ορισμένες επιχειρήσεις ή σε τομείς δραστηριοτήτων υπό όρους που δεν αντιστοιχούν προς τους συνήθεις όρους της αγοράς (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1996, C-39/94, SFEI κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I-3547, σκέψη 60, και της 29ης Απριλίου 1999, C-342/96, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-2459, σκέψη 41). Συναφώς, οι αντίθετοι ισχυρισμοί της παρεμβαίνουσας είναι εσφαλμένοι και, επιπλέον, ασυμβίβαστοι προς την αρχή ότι οι κανόνες χορηγήσεως μπορούν να αποτελούν μέτρα ενισχύσεων.

 Επί του αν η απόφαση αφορά άμεσα την προσφεύγουσα

74      Όσον αφορά το αν η ως άνω απόφαση αφορά άμεσα την προσφεύγουσα, υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, έναντι του δικαίου των ενισχύσεων, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εφαρμογή της προσβαλλομένης αποφάσεως επέρχεται αυτομάτως όσον αφορά τη χορήγηση ποσοστώσεων εκπομπής σε επιχειρήσεις που υπόκεινται στο σύστημα εμπορίας ποσοστώσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1985, 11/82, Πειραϊκή-Πατραϊκή κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 207, σκέψη 9· διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Σεπτεμβρίου 2002, T-223/01, Japan Tobacco και JT International κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II-3259, σκέψη 46). Σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις της οδηγίας 2003/87, κατόπιν της εγκρίσεως του γερμανικού ΕΣΚ με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας όφειλε να προβεί στη χορήγηση των ποσοστώσεων βάσει του εν λόγω ΕΣΚ. Κάθε απόκλιση σε σχέση με το ΕΣΚ απαιτεί τροποποίηση του σχεδίου αυτού και, κατά συνέπεια, νέα εξέταση εκ μέρους της Επιτροπής. Επιπλέον, το ΕΣΚ και ο νόμος περί χορηγήσεως δεν παρέχουν στις γερμανικές αρχές καμία εξουσία εκτιμήσεως κατά τη χορήγηση των ποσοστώσεων εκπομπής, αλλά προβλέπουν ότι οι ποσοστώσεις αυτές πρέπει να χορηγούνται στις επιχειρήσεις με βάση μια σαφώς συγκεκριμένη ποσότητα.

75      Η προσφεύγουσα απορρίπτει το επιχείρημα της παρεμβαίνουσας κατά το οποίο η εφαρμογή του κανόνα της μεταφοράς εξαρτάται από πολυάριθμες αποφάσεις, λαμβανόμενες κατά διακριτική ευχέρεια, και από ένα μη προβλέψιμο γενικό πλαίσιο. Η άποψη αυτή είναι εσφαλμένη, καθόσον αφορά προδήλως τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων εκ μέρους των επιχειρήσεων τις οποίες μπορεί να αφορά ο κανόνας της μεταφοράς. Αν γινόταν δεκτή η εν λόγω άποψη δεν θα ήταν ποτέ δυνατή στην πράξη μια προσφυγή ακυρώσεως κατά ενός συστήματος ενισχύσεων, σε αντίθεση με τη νομολογία (απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Δεκεμβρίου 2002, T-114/00, Aktionsgemeinschaft Recht und Eigentum κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-5121, σκέψεις 72 έως 74· προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs υπό την απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 2005, C-78/03 P, Επιτροπή κατά Aktionsgemeinschaft Recht und Eigentum, Συλλογή 2005, σ. I-10737, I-10741, σκέψη 62), δεδομένου ότι δεν θα μπορούν να αποκλείονται, κατά τον χρόνο της θεσπίσεως του οικείου συστήματος, οι καθυστερήσεις στη λήψη αποφάσεων εκ μέρους των επιχειρήσεων που ενδέχεται να είναι δικαιούχοι του συστήματος αυτού. Συναφώς, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι, κατά τη νομολογία, το κριτήριο για το αν μια πράξη αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα ικανοποιείται όταν δεν υφίσταται αμφιβολία ως προς τη βούληση του αποδέκτη της προσβαλλομένης πράξεως να συναγάγει συνέπειες σύμφωνα προς την πράξη αυτή (απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Νοεμβρίου 2001, T-9/98, Mitteldeutsche Erdöl-Raffinerie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-3367, σκέψη 48). Όμως, η βούληση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας να θέσει σε εφαρμογή το σύστημα εμπορίας ποσοστώσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του γερμανικού ΕΣΚ και του νόμου περί χορηγήσεως ουδόλως αμφισβητείται. Επιπλέον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παραδέχεται και η ίδια ότι είναι δυνατή η εφαρμογή του κανόνα της μεταφοράς κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου χορηγήσεως χωρίς να υφίσταται κάποιο περιθώριο εκτιμήσεως κατά τη χορήγηση των ποσοστώσεων εκπομπής δυνάμει του νόμου περί χορηγήσεως. Επομένως, η διαδικασία λήψεως αποφάσεων εκ μέρους των δικαιούχων επιχειρήσεων δεν αποτελεί στοιχείο αποφασιστικής σημασίας και η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά την προσφεύγουσα άμεσα.

 Επί του αν η απόφαση αφορά ατομικά την προσφεύγουσα

76      Η προσφεύγουσα εκτιμά επιπλέον ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορά ατομικά, υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας περί κρατικών ενισχύσεων. Κατά τη νομολογία αυτή, τούτο συμβαίνει όταν, αφενός, όπως εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση κηρύσσει ενισχύσεις σύμφωνες με την κοινή αγορά χωρίς να κινεί επίσημη διαδικασία εξετάσεως και, αφετέρου, ο προσφεύγων διάδικος πρέπει να θεωρηθεί ως ενδιαφερόμενος υπό την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Μαΐου 1993, C-198/91, Cook κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-2487, σκέψη 37, και της 15ης Ιουνίου 1993, C-225/91, Matra κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-3203, σκέψη 18). Οι αρχές αυτές έχουν εφαρμογή, μεταξύ άλλων, σε ανταγωνίστριες επιχειρήσεις, καθόσον η οικεία ενίσχυση επηρεάζει τη θέση τους στο πλαίσιο του ανταγωνισμού, τούτο δε ακόμα και σε περίπτωση που η Επιτροπή εγκρίνει ένα σύστημα ενισχύσεων, όπως αυτό που δημιουργεί ο κανόνας της μεταφοράς (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 16ης Σεπτεμβρίου 1998, T-188/95, Waterleiding Maatschappij κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-3713, σκέψεις 60 και 62· της 27ης Σεπτεμβρίου 2000, T-184/97, BP Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-3145, σκέψεις 29 και 40· της 21ης Μαρτίου 2001, T-69/96, Hamburger Hafen- und Lagerhaus κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-1037, σκέψη 41, και Aktionsgemeinschaft Recht und Eigentum κατά Επιτροπής, σκέψη 75 ανωτέρω, σκέψη 71). Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι ο ουσιώδης σκοπός των προαναφερθεισών αποφάσεων Cook κατά Επιτροπής και Matra κατά Επιτροπής, ήτοι η διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας των διαδικαστικών εγγυήσεων που παρέχει στους ενδιαφερομένους το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ, ισχύει τόσο στην περίπτωση συστήματος ενισχύσεων όσο και στην περίπτωση ατομικής ενισχύσεως. Άπαξ εγκριθεί ένα σύστημα ενισχύσεων δεν υφίσταται, καταρχήν, άλλη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής στο πλαίσιο της οποίας να μπορούν να διασφαλιστούν οι ως άνω διαδικαστικές εγγυήσεις. Kατά συνέπεια, οι αρχές τις οποίες καθιερώνουν οι προαναφερθείσες αποφάσεις ισχύουν στην υπό κρίση υπόθεση.

77      Κατά την προσφεύγουσα, ο κανόνας της μεταφοράς, μολονότι εφαρμόζεται θεωρητικά και στα οπτανθρακοποιεία, στη χαρτοποιία και σε επιχειρήσεις με άλλου είδους εγκαταστάσεις, εισήχθη προκειμένου να έχει εφαρμογή συγκεκριμένα στον τομέα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ήτοι, ειδικότερα, με σκοπό την εκ μέρους της RWE αντικατάσταση το ταχύτερο δυνατό των αναποτελεσματικών και έντονα ρυπογόνων σταθμών καύσεως λιγνίτη με νέους πιο οικολογικούς σταθμούς. Η Επιτροπή έχει αναγνωρίσει τη σπουδαιότητα του κανόνα της μεταφοράς επί του συγκεκριμένου αυτού ζητήματος με ένα έγγραφο της ΓΔ Ανταγωνισμού της 29ης Ιουλίου 2004. Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα απορρίπτει το επιχείρημα κατά το οποίο δεν είναι βέβαιο ότι οι τρεις μεγάλοι ανταγωνιστές της επικαλούνται τον κανόνα της μεταφοράς, λαμβανομένης υπόψη της συγκεκριμένης δυνατότητας μιας τέτοιας εξελίξεως ήδη κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου κατανομής.

78      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορά ατομικά και λόγω της ανταγωνιστικής θέσεώς της έναντι των δικαιούχων του κανόνα της μεταφοράς, ιδίως έναντι της RWE, καθόσον καταλήγει σε μια σημαντική «υπέρβαση χορηγήσεως» ποσοστώσεων σε όφελος των επιχειρήσεων αυτών, ενώ στην ίδια χορηγούνται μικρότερες ποσοστώσεις επειδή οι δικοί της σταθμοί είναι διαφορετικού τύπου. Έτσι, η RWE ιδίως μπορεί να πωλεί τις πλεονάζουσες ποσοστώσεις της στην αγορά και, επομένως, να μειώνει το κόστος παραγωγής της και να αυξάνει το μερίδιό της στην αγορά σε βάρος της προσφεύγουσας. Το γεγονός ότι αυτό θίγει τη θέση της προσφεύγουσας στο πλαίσιο του ανταγωνισμού αρκεί για να συναχθεί το έννομο συμφέρον της σε σχέση με τον χαρακτηρισμό του κανόνα της μεταφοράς ως συστήματος ενισχύσεων (απόφαση Waterleiding Maatschappij κατά Επιτροπής, σκέψη 76 ανωτέρω, σκέψη 62). Είναι εξαιρετικά απίθανο ο κανόνας της μεταφοράς να μπορεί να επιφέρει παρόμοιους περιορισμούς και σε άλλους τομείς πέραν εκείνου της ηλεκτρικής ενέργειας. Επιπλέον, εν προκειμένω, αμέσως μετά την έγκριση του συστήματος ενισχύσεων, ήταν δυνατό να εξακριβωθεί με βεβαιότητα ο τρόπος με τον οποίο το σύστημα αυτό θα είχε αποτελέσματα επί των ανταγωνιστικών σχέσεων μεταξύ προσφεύγουσας και δικαιούχων του εν λόγω συστήματος. Σε αντίθεση με όσα διατείνεται η παρεμβαίνουσα, η άποψη αυτή δεν οδηγεί στην αποδοχή μιας actio popularis, λάμβανομένης υπόψη της απαιτήσεως να υφίσταται σχέση ανταγωνισμού μεταξύ των προσφευγόντων και του δικαιούχου της ενισχύσεως στην οικεία αγορά (αποφάσεις Waterleiding Maatschappij κατά Επιτροπής, σκέψη 73 ανωτέρω, σκέψεις 62 και 80 έως 81, και Hamburger Hafen- und Lagerhaus κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 76 ανωτέρω, σκέψεις 41 και 42). Όμως, εν προκειμένω, υφίσταται μια σχέση έντονου ανταγωνισμού μεταξύ, αφενός, της προσφεύγουσας και, αφετέρου, της RWE και των δύο άλλων εμπλεκομένων επιχειρήσεων ηλεκτρικής ενέργειας (απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιανουαρίου 1986, 169/84, Cofaz κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 391, σκέψη 25).

79      Η προσφεύγουσα εκτιμά επιπλέον ότι, εν πάση περιπτώσει, διακρίνεται από τις άλλες επιχειρήσεις που μετέχουν στο σύστημα εμπορίας ποσοστώσεων και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανόνα της μεταφοράς. Τούτο οφείλεται ιδίως στα συγκεκριμένα αποτελέσματα στην πράξη, που είχαν αρχίσει ήδη κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου χορηγήσεως, της εφαρμογής του εν λόγω κανόνα όσον αφορά την ανταγωνιστική θέση της RWE. Πράγματι, η έκθεση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας περί της χορηγήσεως ποσοστώσεων κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής αποδεικνύει ότι όχι μόνον το 79 % των ποσοστώσεων χορηγήθηκαν σε επιχειρήσεις παραγωγής ενέργειας, αλλά και ότι ο δικαιούχος της σημαντικότερης ατομικής χορηγήσεως ήταν ένας ηλεκτροπαραγωγικός σταθμός καύσεως λιγνίτη στη Βόρειο Ρηνανία-Βεστφαλία, ο οποίος είναι, όπως υποθέτει η προσφεύγουσα, ένας σταθμός της RWE στο Niederaußem. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι ο κανόνας της μεταφοράς δεν επηρεάζει καμία άλλη επιχείρηση με παρόμοιο τρόπο.

80      Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει τέλος ότι η Επιτροπή όφειλε να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπήρχαν σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά τη συμφωνία του κανόνα της μεταφοράς με την κοινή αγορά. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η προσφεύγουσα εξέφρασε την άποψή της με την ιδιότητα του ενδιαφερομένου υπό την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Νοεμβρίου 1984, 323/82, Intermills κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 3809, σκέψη 16· Cook κατά Επιτροπής, σκέψη 76 ανωτέρω, σκέψη 29, και Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, σκέψη 72 ανωτέρω, σκέψη 41).

3.     Επί του εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας προς άσκηση προσφυγής έναντι της οδηγίας 2003/87

 Προκαταρκτική παρατήρηση

81      Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι έχει επίσης έννομο συμφέρον προς άσκηση προσφυγής, υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, έναντι των εφαρμοστέων διατάξεων της οδηγίας 2003/87, ειδικότερα του άρθρου 9, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το κριτήριο 5 του παραρτήματος III της εν λόγω οδηγίας.

 Επί του αν η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα την προσφεύγουσα

82      Όσον αφορά το αν η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα την προσφεύγουσα, η τελευταία απορρίπτει, καταρχάς, το επιχείρημα της καθής κατά το οποίο, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν ενέκρινε το γερμανικό ΕΣΚ, περιλαμβανομένου του κανόνα της μεταφοράς. Πράγματι, σύμφωνα με τις δικές της ανακοινώσεις, η Επιτροπή δέχεται ότι ενέκρινε στο σύνολό τους ή κατά ένα μέρος ορισμένα ΕΣΚ και ότι οι ληφθείσες στο πλαίσιο αυτό αποφάσεις εκτιμήθηκαν κατά τον ίδιο τρόπο σε εθνικό επίπεδο. Την ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνει το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το οποίο «για κάθε τροποποίηση των [ΕΣΚ] […] απαιτείται άδεια δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87».

83      Εξάλλου, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη χρησιμότητα της συγκρίσεως στην οποία προβαίνουν η καθής και η παρεμβαίνουσα με τη διαδικασία λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ. Αφενός, σε αντίθεση με την τελευταία αυτή διαδικασία, η διαδικασία της κοινοποιήσεως και της εξετάσεως που προβλέπει το άρθρο 9 της οδηγίας 2003/87 έχει ιδιαίτερο σκοπό, ο οποίος είναι η διαπίστωση εκ των προτέρων ενδεχόμενων παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου απορρεόντων από τη θέσπιση ενός ΕΣΚ. Δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο προκειμένου περί διαδικασίας κινούμενης κατά υφισταμένων εθνικών μέτρων που δεν έχουν κοινοποιηθεί προηγουμένως στην Επιτροπή. Αφετέρου, μια απόφαση να μην κινηθεί η διαδικασία λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ δεν εμποδίζει το κράτος μέλος να καταργήσει ή να τροποποιήσει το οικείο μέτρο. Εν προκειμένω, αντιθέτως, δυνάμει του άρθρου 9 και του άρθρου 11, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας 2003/87, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να χορηγούν ποσοστώσεις εκπομπής σύμφωνα με τους κανόνες του ΕΣΚ (τους οποίους δεν έχει αμφισβητήσει η Επιτροπή). Το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος, όταν επιθυμεί να παρεκκλίνει από τους κανόνες του ΕΣΚ, πρέπει καταρχήν να υποβάλει το ΕΣΚ εκ νέου στην Επιτροπή αποδεικνύει ότι το κράτος μέλος δεσμεύεται όσον αφορά τις μη αμφισβητηθείσες πτυχές του ΕΣΚ. Κατά συνέπεια, μια απόφαση της Επιτροπής να μην προβάλει αντιρρήσεις δυνάμει του άρθρου 9 της οδηγίας 2003/87 πρέπει να θεωρείται οπωσδήποτε ως έγκριση του κοινοποιηθέντος ΕΣΚ, τούτο δε, κατά μείζονα λόγο, όταν, όπως συνέβη με τις αιτιολογικές σκέψεις 9 και 10 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε ρητά μια πτυχή του ΕΣΚ την οποία δεν αμφισβητεί. Τέλος, το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 έχει πολύ στενότερο πεδίο εφαρμογής έναντι εκείνου του άρθρου 226 ΕΚ, καθόσον αποσκοπεί απλώς να εξασφαλίσει τη συμφωνία των συστημάτων εμπορίας ποσοστώσεων προς το κοινοτικό δίκαιο. Παράλληλα, το άρθρο 9, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με τα κριτήρια που καθορίζονται στο παράρτημα III της εν λόγω οδηγίας, προορίζεται να εξασφαλίσει την ίση μεταχείριση των μετεχόντων στο σύστημα εμπορίας ποσοστώσεων και στην αποφυγή στρεβλώσεων ανταγωνισμού. Επομένως, η διάταξη αυτή δεν αφορά μόνον τις σχέσεις μεταξύ Επιτροπής και κράτους μέλους, αλλά και την προστασία των ιδιωτών.

84      Η ενδεχόμενη διακριτική ευχέρεια την οποία παρέχει στην Επιτροπή το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 δεν είναι ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι απόφαση λαμβανόμενη δυνάμει της διατάξεως αυτής αποτελεί έγκριση. Στο πλαίσιο του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων η Επιτροπή διαθέτει επίσης διακριτική ευχέρεια, ενώ ουδέποτε ανέκυψε αμφιβολία για το γεγονός ότι η θετική απόφαση της Επιτροπής συνιστά έγκριση των οικείων κρατικών μέτρων (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα La Pergola υπό την απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Φεβρουαρίου 1997, C-107/95 P, Bundesverband der Bilanzbuchhalter κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I-947, I-949, σκέψη 10).

85      Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα αμφισβητεί το επιχείρημα κατά το οποίο, με τη λήξη της τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, αν δεν προβληθούν αντιρρήσεις επ’ αυτού, το ΕΣΚ θεωρείται ότι δεν εγκρίθηκε και, ως εκ τούτου, ότι απαγορεύεται η εφαρμογή του. Αντιθέτως, όπως και ο κανόνας τον οποίο προβλέπει, για παράδειγμα, το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού (EK) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88] της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1), και το άρθρο 10, παράγραφος 6, του κανονισμού (EK) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ L 24, σ. 1), η λήξη της εν λόγω προθεσμίας έχει ως συνέπεια ότι το ΕΣΚ θεωρείται ότι έχει εγκριθεί.

86      Κατά την προσφεύγουσα, οι εφαρμοστέες διατάξεις της οδηγίας 2003/87 επιφέρουν αυτομάτως αποτελέσματα όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων του γερμανικού ΕΣΚ για τους οποίους δεν προβλήθηκαν αντιρρήσεις με την προσβαλλόμενη απόφαση. Πράγματι, κατά τον χρόνο της εγκρίσεως του γερμανικού ΕΣΚ, θεωρήθηκε de facto ότι ο κανόνας της μεταφοράς και ο κανόνας της ειδικής χορηγήσεως για την παύση της λειτουργίας πυρηνικών σταθμών θα περιλαμβάνονταν αυτούσιοι στον νόμο περί χορηγήσεως, χωρίς οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την ατομική χορήγηση των ποσοστώσεων εκπομπής. Επομένως, πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία ώστε η προσβαλλόμενη απόφαση να αφορά άμεσα την προσφεύγουσα (απόφαση Aktionsgemeinschaft Recht und Eigentum κατά Επιτροπής, σκέψη 75 ανωτέρω, σκέψη 73). Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται λόγω της δυνατότητας διορθώσεων a posteriori του αριθμού των προς χορήγηση ποσοστώσεων κατόπιν της βελτιώσεως των σχετικών δεδομένων ούτε λόγω της υποχρεώσεως να λαμβάνονται υπόψη, μετά την έκδοση της αποφάσεως που λαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 9 της οδηγίας 2003/87, οι «παρατηρήσεις του κοινού» σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας. Οι σχετικοί κανόνες του γερμανικού ΕΣΚ είναι διατυπωμένοι με τόση σαφήνεια ώστε οι διαφορές στην εφαρμογή τους, ενδεχομένως αφού ληφθούν υπόψη οι παρατηρήσεις του κοινού, πρέπει να κοινοποιηθούν εκ νέου στην Επιτροπή.

 Επί του αν η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά ατομικά την προσφεύγουσα

87      Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορά επίσης ατομικά, υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η απόφαση αυτή τη θίγει λόγω ορισμένων ιδιοτήτων που έχει μόνον η ίδια και λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως που την εξατομικεύει σε σχέση με κάθε άλλο επιχειρηματία τον οποίο αφορά το ΕΣΚ, έτσι ώστε η εν λόγω απόφαση να επηρεάζει την προσφεύγουσα ως εάν ήταν ο αποδέκτης της. Κηρύσσοντας το γερμανικό ΕΣΚ σύμφωνο με τα κριτήρια του παραρτήματος III της οδηγίας 2003/87 η Επιτροπή κατέστησε δυνατή την εκ μέρους του Γερμανού νομοθέτη έκδοση του νόμου περί χορηγήσεως. Όμως, ο νόμος αυτός έχει ως αποτέλεσμα να ευνοεί σημαντικά τις επιχειρήσεις εκείνες παραγωγής ενέργειας, ιδίως την RWE, που παράγουν ηλεκτρική ενεργεία κυρίως με συμβατικούς σταθμούς, σε βάρος άλλων επιχειρήσεων του ενεργειακού τομέα, όπως η προσφεύγουσα, η οποία έχει σημαντικό αριθμό πυρηνικών ηλεκτροπαραγωγικών σταθμών. Αφενός, για τους τελευταίους αυτούς σταθμούς δεν μπορεί να ζητηθεί η εφαρμογή του κανόνα της μεταφοράς όσον αφορά την αντικατάσταση των πυρηνικών σταθμών που επιτάσσει ο Gesetz zur geordneten Beendigung der Kernenergienutzung zur gewerblichen Erzeugung von Elektrizität και, αφετέρου, ο νόμος περί χορηγήσεως δεν τους παρέχει επαρκή και συγκρίσιμη αντιστάθμιση για την αντικατάσταση αυτή.

88      Συναφώς, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει τη νομολογία κατά την οποία μια πράξη γενικής ισχύος μπορεί να αφορά ατομικά επιχειρήσεις όταν αυτές αποτελούν έναν περιορισμένο κύκλο που προσδιορίζεται επαρκώς σε σχέση με τις άλλες επιχειρήσεις τις οποίες αφορά αορίστως η οικεία πράξη και της οποίας η σημασία δεν μπορεί να αυξηθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου ισχύος του μέτρου (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Ιουνίου 1990, C-152/88, Sofrimport κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I-2477, σκέψη 11, και της 18ης Μαΐου 1994, C-309/89, Codorníu κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. I-1853, σκέψεις 18 και 21). Σε αντίθεση με την άποψη της καθής, η νομολογία αυτή εφαρμόζεται στην υπό κρίση υπόθεση. Οι διατάξεις του συστήματος εμπορίας ποσοστώσεων επηρεάζουν συγκεκριμένες έννομες καταστάσεις, δεδομένου ότι θίγουν σε βάθος το περιεχόμενο και τα όρια του δικαιώματος της ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων που εκπέμπουν αέρια θερμοκηπίου, οπότε αυτές στερούνται, με τον τρόπο αυτό, από ένα δικαίωμα που τους παρείχε ως τότε τη δυνατότητα να εκπέμπουν CO2.

89      Η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι, σε αντίθεση με την άποψη της καθής, τα αρνητικά και άνισα αποτελέσματα της εφαρμογής του κανόνα της μεταφοράς επέρχονται μόνο στο πλαίσιο ενός περιορισμένου κύκλου επιχειρήσεων που ασκούν τις δραστηριότητές τους στον τομέα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, επηρεάζοντάς την απευθείας, δεδομένου ότι η ίδια είναι μία από τις δύο επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται πυρηνικούς σταθμούς οι οποίοι θα παύσουν τη λειτουργία τους κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου χορηγήσεως. Η προσφεύγουσα σημειώνει ότι, μεταξύ των τεσσάρων μεγάλων επιχειρήσεων ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία, περίπου το 60 % της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγουν η RWE και η Vattenfall προέρχεται από σταθμούς καύσεως λιθάνθρακα και, αντιστοίχως, μόνον περίπου το 16 % (RWE) και το 9 % (Vattenfall) από πυρηνικούς σταθμούς. Αντιθέτως, όσον αφορά την E.ON και την προσφεύγουσα, η πυρηνική ενέργεια αντιπροσωπεύει σήμερα, αντιστοίχως, περίπου το 34 % και το 37 % της εγκατεστημένης ισχύος τους. Ενώ η Vattenfall έχει σχετικά σύγχρονους σταθμούς, η RWE διαθέτει συνολική ισχύ περίπου 7 100 MW, οι δε εγκαταστάσεις της θα αντικατασταθούν, σύμφωνα με πληροφορίες της προσφεύγουσας, τουλάχιστον εν μέρει και πριν από το 2007, με νέες οι οποίες μπορούν να τύχουν εφαρμογής του κανόνα της μεταφοράς. Αντιθέτως, η E.ON και η προσφεύγουσα είναι οι μόνες επιχειρήσεις που, μετά την παύση της λειτουργίας των πυρηνικών σταθμών του Obrigheim (της προσφεύγουσας) και του Stade (της E.ON) λόγω της εγκαταλείψεως της πυρηνικής ενέργειας στη Γερμανία, υποχρεούνται να αντισταθμίσουν την απώλεια του παραγωγικού δυναμικού τους με την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με συμβατικούς σταθμούς, χωρίς όμως να μπορούν να επωφεληθούν από τον κανόνα της μεταφοράς. Το πλεονέκτημα που προκύπτει εξ αυτού, κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου χορηγήσεως, για τους συμβατικούς σταθμούς, ιδίως για την RWE, επηρεάζει πολύ έντονα την οικονομική κατάσταση της προσφεύγουσας (διάταξη του Δικαστηρίου της 25ης Απριλίου 2002, C-96/01 P, Galileo και Galileo International κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I-4025, σκέψη 53). Επιπλέον, το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορά ατομικά αποτελεί επίσης συνέπεια μιας σειράς πραγματικών περιστάσεων που την εξατομικεύουν σε σχέση με κάθε άλλο επιχειρηματία, ήτοι, ιδίως, το σημαντικό ποσοστό πυρηνικών σταθμών στο πλαίσιο του παραγωγικού δυναμικού της, η μοναδική σύνθεση των σταθμών της σε σύγκριση με εκείνους των ανταγωνιστών της καθώς και η περιλαμβανόμενη στις αιτιολογικές σκέψεις του σχεδίου νόμου περί χορηγήσεως ρητή μνεία του κανόνα της ειδικής χορηγήσεως και της παύσεως της λειτουργίας των πυρηνικών σταθμών του Stade και του Obrigheim. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι ο κανόνας της μεταφοράς θα συνεχίσει να την αφορά ατομικά και μετά την πρώτη περίοδο χορηγήσεως, δεδομένου ότι, αφενός, από το 2008 δεν θα μπορεί πλέον να ζητήσει ειδική χορήγηση για τους πυρηνικούς σταθμούς και ότι, αφετέρου, καταρχήν, δεν θα χρειάζεται να αντικαταστήσει τους συμβατικούς σταθμούς της οι οποίοι θα μπορούσαν να επωφεληθούν της εφαρμογής του κανόνα της μεταφοράς (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 1991, C-358/89, Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. I-2501, σκέψη 17, και απόφαση Air France κατά Επιτροπής, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 82).

90      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι ο κανόνας της ειδικής χορηγήσεως δεν είναι ικανός να αντισταθμίσει το παρεχόμενο στους συμβατικούς σταθμούς πλεονέκτημα. Αφενός, η διάταξη αυτή αποτελεί μέρος ενός συνόλου διατάξεων που νοθεύουν τον ανταγωνισμό σε βάρος της προσφεύγουσας και, αφετέρου, η χορήγηση ποσοστώσεων που προκύπτει από αυτήν όταν πάψουν να λειτουργούν οι πυρηνικοί σταθμοί είναι ανεπαρκής και αποτελεί αυτή καθαυτή στρέβλωση του ανταγωνισμού.

91      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω παρατηρήσεων, η προσφεύγουσα συνάγει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορά άμεσα και ατομικά και έναντι της οδηγίας 2003/87.

4.     Επί του εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας

92       Η προσφεύγουσα απορρίπτει το επιχείρημα της καθής ότι στερείται εννόμου συμφέροντος. Ειδικότερα, αμφισβητεί την άποψη κατά την οποία, μετά την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το γερμανικό ΕΣΚ θα ισχύει στο σύνολό του λόγω της εκπνοής της προθεσμίας τριών μηνών που προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87. Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι, αντιθέτως, σε μια τέτοια περίπτωση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που ίσχυε πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1971, 22/70, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 729, σκέψεις 59 και 60). Στον τομέα των ενισχύσεων, επίσης, σε περίπτωση ακυρώσεως αποφάσεως περί εγκρίσεως, κατά τη νομολογία και την πρακτική της Επιτροπής στο πλαίσιο της λήψεως αποφάσεων πρέπει να επαναλαμβάνεται η διαδικασία (απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Νοεμβρίου 1998, C-415/96, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-6993, σκέψη 31), παρά τη λήξη της προθεσμίας δύο μηνών που τάσσεται για την προκαταρκτική εξέταση την οποία προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ. Κατά την προσφεύγουσα, οι ίδιες αρχές πρέπει να έχουν εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση, με συνέπεια ότι η Επιτροπή, σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, θα πρέπει να κινήσει μια νέα διαδικασία εξετάσεως δυνάμει του άρθρου 9 της οδηγίας 2003/87.

II –  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

93      Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει, εκ προοιμίου, ότι η καθής και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν το παραδεκτό της υπό κρίση προσφυγής, με την αιτιολογία, ιδίως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά άμεσα την προσφεύγουσα υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, και ότι, εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα στερείται εννόμου συμφέροντος να ασκήσει προσφυγή κατά της εν λόγω αποφάσεως.

94      Πρέπει να εξεταστεί, εκ προοιμίου, αν η προσφεύγουσα έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει προσφυγή κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί των προϋποθέσεων υπάρξεως εννόμου συμφέροντος

95      Κατά την άποψη της καθής, η προσφεύγουσα δεν έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως διότι μια ενδεχόμενη ακύρωση θα είχε ως μόνη συνέπεια την εξαφάνιση της εκ μέρους της Επιτροπής απορρίψεως των τριών πτυχών του γερμανικού ΕΣΚ τις οποίες μνημονεύει το άρθρο 1 της εν λόγω αποφάσεως. Επομένως, δεδομένου ότι παρήλθε η προθεσμία τριών μηνών που προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, μια τέτοια ακύρωση δεν μπορεί να επηρεάσει τη θέση σε εφαρμογή του εν λόγω ΕΣΚ στο σύνολό του, περιλαμβανομένου του βαλλόμενου κανόνα της μεταφοράς, οπότε δεν μπορεί να παράσχει κάποιο πλεονέκτημα στον προσφεύγοντα διάδικο. Η προσφεύγουσα αντιτείνει, κατ’ ουσίαν, ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως και εκείνη μιας αποφάσεως εγκρίσεως εκδιδόμενης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, θα έχει ως συνέπεια να εξαφανίσει την έγκριση της Επιτροπής όσον αφορά τον κανόνα της μεταφοράς και να οδηγήσει την Επιτροπή να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία εξετάσεως, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, επαναφέροντας τους διαδίκους στην κατάσταση στην οποία βρίσκονταν πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, παρά τη λήξη της προθεσμίας τριών μηνών, και να λάβει νέα απόφαση.

96      Όσον αφορά το έννομο συμφέρον, πρέπει να υπομνησθεί η πάγια νομολογία κατά την οποία η ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο προσφυγή είναι παραδεκτή μόνον αν ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Σεπτεμβρίου 2004, T-310/00, MCI κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-3253, σκέψη 44, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της πράξεως είναι ικανή αφ’ εαυτής να έχει έννομες συνέπειες (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Σεπτεμβρίου 1995, T-480/93 και T-483/93, Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-2305, σκέψεις 59 και 60, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και ότι η προσφυγή είναι ικανή, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιουλίου 2002, C-50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I-6677, σκέψη 21).

97      Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί, εν προκειμένω, αν μια ενδεχόμενη ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως μπορεί να παράσχει κάποιο πλεονέκτημα στην προσφεύγουσα. Τούτο θα συμβαίνει ιδίως αν η ακύρωση αυτή έχει ως συνέπεια ότι, αφενός, οι κανόνες του γερμανικού ΕΣΚ, περιλαμβανομένου του κανόνα της μεταφοράς, δεν θα καλύπτονται πλέον από την ενδεχομένως παρασχεθείσα, τουλάχιστον σιωπηρώς, έγκριση με την προσβαλλόμενη απόφαση δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή θα είναι υποχρεωμένη να αποφανθεί εκ νέου, βάσει της διατάξεως αυτής, επί της συμφωνίας του εν λόγω ΕΣΚ προς τις εφαρμοστέες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου.

98      Έτσι, η απάντηση στο ζήτημα της υπάρξεως εννόμου συμφέροντος εξαρτάται από τη νομική φύση της διαδικασίας εξετάσεως και της εξουσίας της Επιτροπής προς λήψη αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 και, ειδικότερα, από το αν η προσβαλλόμενη απόφαση συνεπάγεται έγκριση του συνόλου του γερμανικού ΕΣΚ, περιλαμβανομένου του κανόνα της μεταφοράς.

99      Επομένως, πρέπει να εξεταστεί η νομική φύση της διαδικασίας αυτής και της ως άνω εξουσίας της Επιτροπής προς λήψη αποφάσεων.

 Επί της νομικής φύσεως της διαδικασίας εξετάσεως και της εξουσίας της Επιτροπής προς λήψη αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 9 της οδηγίας 2003/87

1.     Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

100    Δεν αμφισβητείται ότι, από καθαρά τυπική άποψη και ανεξάρτητα από το ουσιαστικό περιεχόμενό της, η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται μόνο στο άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 και όχι στους εφαρμοστέους κανόνες του τομέα των κρατικών ενισχύσεων, δηλαδή στα άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ και στον κανονισμό 659/1999.

101    Όσον αφορά τη νομική φύση της διαδικασίας εξετάσεως που προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, η καθής, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η διάταξη αυτή δεν παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να εγκρίνει το κοινοποιηθέν ΕΣΚ, αλλά αποκλειστικά την εξουσία να το απορρίψει ή να απορρίψει ορισμένες πτυχές του βάσει των κριτηρίων που απαριθμούνται στο παράρτημα III της εν λόγω οδηγίας. Η προσφεύγουσα αντιτείνει ουσιαστικά ότι, αφενός, σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να κινηθεί εκ νέου η διαδικασία εξετάσεως και ότι, αφετέρου, η λήξη της προθεσμίας τριών μηνών δημιουργεί, εν πάση περιπτώσει, ένα πλάσμα δικαίου σύμφωνα με το οποίο το εν λόγω ΕΣΚ θεωρείται εγκριθέν.

102    Προκειμένου να εξεταστεί το βάσιμο των επιχειρημάτων που προβάλλουν συναφώς οι διάδικοι, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι πρέπει να προβεί σε γραμματική, σε συστηματική και σε τελολογική ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 (βλ., όσον αφορά τη σχετική μεθοδολογία, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Νοεμβρίου 2002, T-251/00, Lagardère και Canal+ κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-4825, σκέψεις 72 επ., και της 6ης Οκτωβρίου 2005, T-22/02 και T-23/02, Sumitomo Chemical και Sumika Fine Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-4065, σκέψεις 41 επ.).

2.     Επί της ενδεχόμενης εγκρίσεως που περιλαμβάνει η προσβαλλόμενη απόφαση

 Επί της γραμματικής ερμηνείας του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87

103    Καταρχάς, όσον αφορά το αν η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει έγκριση του γερμανικού ΕΣΚ, πρέπει να εξεταστεί το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, που αποτελεί, όπως συμφωνούν οι διάδικοι, την επίσημη έννομη βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

104    Συναφώς, το Πρωτοδικείο σημειώνει ότι το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, κατά το οποίο η Επιτροπή «μπορεί να απορρίψει το [ΕΣΚ] αυτό, ή οποιαδήποτε πτυχή του», αποτελεί ένδειξη ότι η Επιτροπή δεν διαθέτει πλήρη εξουσία εγκρίσεως, όπως διατείνεται η προσφεύγουσα. Ναι μεν η διάταξη αυτή παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να ελέγχει a priori ένα ΕΣΚ που κοινοποιείται από κράτος μέλος, ωστόσο η εξουσία εξετάσεως και απορρίψεως από την Επιτροπή του εν λόγω ΕΣΚ είναι δραστικά περιορισμένη, καθόσον προσβλέπονται σχετικά τόσο ουσιαστικά όσο και χρονικά όρια. Αφενός, ο έλεγχος αυτός περιορίζεται στην εξέταση από την Επιτροπή της συμφωνίας του ΕΣΚ προς τα κριτήρια του παραρτήματος III και τις διατάξεις του άρθρου 10 της οδηγίας 2003/87 και, αφετέρου, πρέπει να ασκείται εντός προθεσμίας τριών μηνών από της εκ μέρους του κράτους μέλους κοινοποιήσεως του εν λόγω ΕΣΚ.

105    Σε αντίθεση με την άποψη της προσφεύγουσας, το γεγονός ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/87 αναφέρεται σε «προτεινόμενες τροποποιήσεις» που πρέπει να «γίνουν αποδεκτές από την Επιτροπή» δεν είναι ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση την ως άνω εκτίμηση. Πράγματι, οι τροποποιήσεις αυτές επέρχονται κατά τη διάρκεια ενός μεταγενέστερου σταδίου της διαδικασίας εξετάσεως, δηλαδή κατόπιν αντιρρήσεων της Επιτροπής έναντι του κοινοποιηθέντος ΕΣΚ ή ορισμένων πτυχών του, και έχουν ακριβώς ως σκοπό να ικανοποιήσουν τις αντιρρήσεις που είχε εκφράσει αρχικά η Επιτροπή σχετικά με τη συμφωνία προς τα κριτήρια του παραρτήματος III και τις διατάξεις του άρθρου 10 της οδηγίας 2003/87. Επομένως, η αποδοχή των τροποποιήσεων αυτών εκ μέρους της Επιτροπής είναι απλώς συνέχεια των αρχικών αντιρρήσεών της στο πλαίσιο της περιορισμένης εξουσίας ελέγχου και απορρίψεως, που της παρέχει το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, και όχι έκφραση γενικής εξουσίας εγκρίσεως. Το γεγονός ότι η διάταξη αυτή δεν προβλέπει παρά μόνον τη δυνατότητα αποδοχής των προτάσεων τροποποιήσεως του ΕΣΚ αποτελεί ένδειξη ότι, αντιθέτως, η Επιτροπή δεν διαθέτει τέτοια γενική εξουσία εγκρίσεως.

106    Εξάλλου, η εξουσία απορρίψεως του κοινοποιηθέντος ΕΣΚ ή ορισμένων πτυχών του δεν αντιστοιχεί σε μια απόλυτη υποχρέωση της Επιτροπής να ενεργήσει. Ασφαλώς, κατόπιν της κοινοποιήσεως ενός ΕΣΚ, η Επιτροπή υποχρεούται να εξακριβώνει με προσοχή και αμεροληψία τη συμφωνία του εν λόγω ΕΣΚ προς τα κριτήρια του παραρτήματος III και τις διατάξεις του άρθρου 10 της οδηγίας 2003/87 (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I-5469, σκέψη 14· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, T-13/99, Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II-3305, σκέψη 171, και T-70/99, Alpharma κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II-3495, σκέψη 182). Εντούτοις, η έκφραση «μπορεί να απορρίψει» συνεπάγεται κάποια εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής, συγκρίσιμη προς την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 226 ΕΚ, της οποίας δεν είναι υποχρεωμένη να κάνει χρήση σε όλες τις περιπτώσεις (βλ. διάταξη του Πρωτοδικείου της 14ης Ιανουαρίου 2004, T-202/02, Μακεδονικό Μετρό και Μηχανική κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-181, σκέψεις 43 και 46, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Από αυτό προκύπτει ότι, αν η Επιτροπή, κατόπιν της κοινοποιήσεως από κράτος μέλος ενός ΕΣΚ, αποφασίσει να μην κάνει χρήση της εξουσίας αυτής κατά τη διάρκεια της προθεσμίας τριών μηνών από της κοινοποιήσεώς του, το κράτος μέλος μπορεί, καταρχήν, να θέσει σε εφαρμογή το εν λόγω ΕΣΚ υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπουν τα άρθρα 11 επ. της οδηγίας 2003/87, χωρίς τούτο να απαιτεί την έγκριση της Επιτροπής (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Νοεμβρίου 2005, T-178/05, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. ΙΙ-4807, σκέψη 55). Πρέπει να προστεθεί ότι τούτο ουδόλως επηρεάζει τη γενική εξουσία εποπτείας την οποία έχει η Επιτροπή δυνάμει των άρθρων 211 ΕΚ και 226 ΕΚ, που δεν εξαρτάται από καμία αποσβεστική προθεσμία.

107    Ομοίως, από το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 προκύπτει ότι η διαδικασία εξετάσεως του ΕΣΚ δεν πρέπει οπωσδήποτε να περατώνεται με μια επίσημη απόφαση, ιδίως όταν το κράτος μέλος επιφέρει, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, όλες τις τροποποιήσεις που έχει ζητήσει η Επιτροπή. Επιπλέον, το άρθρο 9, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/87 κάνει λόγο μόνο για μια αρνητική απορριπτική απόφαση και όχι για μια εγκριτική απόφαση ή για μια απόφαση της Επιτροπής να μην προβάλει αντιρρήσεις. Επομένως η Επιτροπή διαθέτει ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως για την έκδοση μιας τέτοιας αποφάσεως, το οποίο θα χρησιμοποιεί ιδίως όταν το κράτος μέλος παραλείπει ή αρνείται να τροποποιήσει το ΕΣΚ του πριν από τη λήξη της προθεσμίας τριών μηνών, παρά τις αντιρρήσεις που εκφράζει η Επιτροπή.

108    Επομένως, η άποψη της προσφεύγουσας αντιβαίνει προς το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87.

 Επί της συστηματικής ερμηνείας του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87

109    Από συστηματικής απόψεως, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει την έλλειψη κρίσιμων στοιχείων στην οδηγία 2003/87 από τα οποία να μπορεί να προσδιοριστεί καλύτερα η νομική φύση της διαδικασίας εξετάσεως και η εξουσία λήψεως αποφάσεων που έχει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας. Εντούτοις, η εν λόγω διαδικασία και η ως άνω εξουσία πρέπει να συγκριθούν με άλλα διοικητικά συστήματα ελέγχου συνεπαγόμενα επίσης εξουσία λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής, μεταξύ των οποίων εκείνα που επικαλούνται οι διάδικοι, προκειμένου να προσδιορίσουν την έννομη βάση και τον σκοπό του επίμαχου συστήματος.

110    Συναφώς, οι διάδικοι επικαλέστηκαν μεταξύ άλλων τη διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων την οποία προβλέπει το άρθρο 88 ΕΚ και ρυθμίζει ειδικότερα ο κανονισμός 659/1999, καθώς και τη διαδικασία λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ.

111    Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να διευκρινιστεί ότι τόσο η διαδικασία στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων –όταν αφορά μέτρα που έχουν προηγουμένως κοινοποιηθεί δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ– όσο και η διαδικασία εξετάσεως δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, σε αντίθεση με τη διαδικασία λόγω παραβάσεως που προβλέπει το άρθρο 226 ΕΚ, αποτελούν παραδείγματα a priori ελέγχου της συμφωνίας εθνικών μέτρων προς διατάξεις του κοινοτικού δικαίου. Όπως απαγορεύεται σε κάθε κράτος μέλος να προβεί σε εκτέλεση κοινοποιηθέντος μέτρου ενισχύσεως πριν από τη λήξη μιας προθεσμίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 88, παράγραφος 3, τρίτη περίοδος, ΕΚ, καταρχήν, το κράτος μέλος δεν δικαιούται να θέσει σε εφαρμογή ένα ΕΣΚ πριν από τη λήξη της προθεσμίας τριών μηνών που προβλέπεται για τον εν λόγω a priori έλεγχο δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2003/87, εκτός αν η Επιτροπή ανακοινώσει στο κράτος μέλος, πριν από τη λήξη της προθεσμίας αυτής, ότι δεν προτίθεται να προβάλει αντιρρήσεις. Πράγματι, αφενός, η προσωρινή αυτή απαγόρευση εκτελέσεως του ΕΣΚ συνδέεται με τη δυνατότητα της Επιτροπής να απορρίψει, προτού λήξει η προθεσμία αυτή, το σύνολο ή μέρος του οικείου ΕΣΚ λόγω ενδεχόμενου ασυμβιβάστου, ιδίως, προς τα κριτήρια του παραρτήματος III. Αφετέρου, η απαγόρευση αυτή προκύπτει από το γεγονός ότι, δυνάμει της δεύτερης περιόδου της εν λόγω διατάξεως, σε περίπτωση αντιρρήσεων της Επιτροπής έναντι του ΕΣΚ ή ορισμένων πτυχών του, το κράτος μέλος δεν μπορεί να λάβει απόφαση περί χορηγήσεως υπό την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 1 –που επιτάσσει ότι το ΕΣΚ πρέπει να «καταρτίζεται βάσει του άρθρου 9»–, παρά μόνον αν η Επιτροπή δεχθεί τις τροποποιήσεις που προτείνει το κράτος μέλος προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις αντιρρήσεις αυτές. Εντούτοις, σε αντίθεση με το άρθρο 88, παράγραφος 3, τρίτη περίοδος, ΕΚ, το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 δεν εξαρτά την άρση της εν λόγω απαγορεύσεως εκτελέσεως του ΕΣΚ από την έκδοση επίσημης αποφάσεως της Επιτροπής. Εξ αυτού προκύπτει ότι, καταρχήν, ελλείψει ρητών αντιρρήσεων της Επιτροπής εντός της προβλεπομένης προθεσμίας, απλώς και μόνον η λήξη της προθεσμίας τριών μηνών παρέχει τη δυνατότητα στο κράτος μέλος να θέσει σε εφαρμογή το ΕΣΚ όπως αυτό κοινοποιήθηκε (απόφαση Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, σκέψη 106 ανωτέρω, σκέψη 55).

112    Το Πρωτοδικείο θεωρεί επιπλέον ότι απλώς και μόνον λόγω του γεγονότος ότι η διαδικασία εξετάσεως των ΕΣΚ έχει τον χαρακτήρα a priori ελέγχου δεν σημαίνει ότι η εν λόγω διαδικασία πρέπει να καταλήγει σε απόφαση δημιουργούσα δικαιώματα όσον αφορά τη νομιμότητα και τη δυνατότητα εφαρμογής των κοινοποιηθέντων μέτρων. Πράγματι, ενώ οι κανόνες στον τομέα των ενισχύσεων στηρίζονται σε μια αρχή γενικής απαγορεύσεως –συνδεόμενη με ένα τεκμήριο ελλείψεως νομιμότητας– κατά την οποία τα μέτρα ενισχύσεως, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, είναι καταρχήν ασυμβίβαστα με την κοινή αγορά, το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 δεν στηρίζεται σε μια τέτοια αρχή και δεν αποσκοπεί να εισαγάγει παρέκκλιση από οποιαδήποτε γενική απαγόρευση. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή αποσκοπεί να εξασφαλίσει την ορθή λειτουργία του συστήματος εμπορίας ποσοστώσεων μέσω της χορηγήσεως ποσοστώσεων εκπομπής από τα κράτη μέλη βάσει του οικείου ΕΣΚ, οι σχετικοί με τη χορήγηση ποσοστώσεων κανόνες του οποίου υπόκεινται μόνο σε έλεγχο που περιορίζεται στην εκ μέρους του κράτους μέλους τήρηση ιδίως των κριτηρίων που απαριθμούνται στο παράρτημα III της εν λόγω οδηγίας. Ομοίως, στο κοινοτικό δίκαιο του περιβάλλοντος δεν υπάρχει διάταξη του πρωτογενούς ή του παραγώγου δικαίου που να απαγορεύει στα κράτη μέλη, έστω και προληπτικά, όπως συμβαίνει με τη γενική απαγόρευση που προβλέπει το άρθρο 87 ΕΚ, τη λήψη ορισμένων μέτρων στο πλαίσιο της θέσεως σε εφαρμογή της οδηγίας 2003/87 και του συστήματος εμπορίας ποσοστώσεων. Αντιθέτως, δυνάμει του άρθρου 176 ΕΚ, κάθε κράτος μέλος έχει τη δυνατότητα να διατηρεί ή να λαμβάνει ενισχυμένα μέτρα προστασίας σε σχέση με εκείνα που προβλέπει η κοινοτική νομοθεσία, αρκεί τα μέτρα αυτά να είναι, γενικά, σύμφωνα με τη Συνθήκη (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Απριλίου 2005, C-6/03, Deponiezweckverband Eiterköpfe, Συλλογή 2005, σ. I-2753, σκέψεις 27 έως 32).

113    Το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι οι διαφορές που παρατέθηκαν στη σκέψη 112 ανωτέρω μεταξύ της διαδικασίας εξετάσεως των κρατικών ενισχύσεων και εκείνης της εξετάσεως των ΕΣΚ προέρχονται από μια θεμελιώδη διάκριση μεταξύ των δύο αυτών συστημάτων a priori ελέγχου. Εξ αυτού συνάγεται ότι τα έννομα αποτελέσματα μέτρων που λαμβάνει η Επιτροπή στο πλαίσιο καθενός των ανωτέρω συστημάτων, τόσο έναντι κράτους μέλους όσο και έναντι των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, πρέπει επίσης να διακρίνονται σαφώς.

114     Έτσι, μια επίσημη απόφαση περί της συμφωνίας κρατικής ενισχύσεως προς το κοινοτικό δίκαιο, υπό την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 3, τρίτη περίοδος, ΕΚ, την οποία εκδίδει η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας εξετάσεως κρατικών ενισχύσεων, αποτελεί εγκριτική απόφαση αναγνωρίζουσα ρητά τη νομιμότητα της κοινοποιηθείσας ενισχύσεως, απόφαση χωρίς την οποία, καταρχήν, η εν λόγω ενίσχυση είναι παράνομη και δεν μπορεί να χορηγηθεί (βλ. άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, και άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 659/1999). Αντιθέτως, μια απόφαση περί του ασυμβιβάστου κρατικής ενισχύσεως προς το κοινοτικό δίκαιο στο πλαίσιο αυτό απλώς επιβεβαιώνει, με τρόπο νομικά δεσμευτικό, τη γενική απαγόρευση που προβλέπει το άρθρο 87 ΕΚ και την απαγόρευση χορηγήσεως της ενισχύσεως (βλ. άρθρο 7, παράγραφος 5, του κανονισμού 659/1999). Η ανάγκη μιας τέτοιας εγκρίσεως, που παρεκκλίνει από τη γενική αρχή της απαγορεύσεως των κρατικών ενισχύσεων όπως αυτή προβλέπεται από το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, επιβεβαιώνεται, τέλος, από το πλάσμα δικαίου που προκύπτει από το άρθρο 4, παράγραφος 6, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 659/1999, κατά το οποίο η οικεία ενίσχυση «θεωρείται ότι έχει εγκριθεί» όταν η Επιτροπή δεν λάβει απόφαση εντός της τασσομένης προθεσμίας (βλ., επίσης, απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 1973, 120/73, Lorenz, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 815, σκέψη 5).

115    Αντιθέτως, ο a priori έλεγχος που διενεργείται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 δεν καταλήγει οπωσδήποτε σε μια εγκριτική απόφαση, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν πρέπει να παρεμβαίνει παρά μόνον όταν κρίνει αναγκαίο να προβάλει αντιρρήσεις για ορισμένες πτυχές του κοινοποιηθέντος ΕΣΚ και να λάβει απορριπτική απόφαση, σε περίπτωση αρνήσεως του κράτους μέλους να τροποποιήσει το ΕΣΚ του (βλ. σκέψη 106 ανωτέρω). Επιπλέον, η Επιτροπή πρέπει να διατυπώνει τις αντιρρήσεις αυτές και να λαμβάνει την απορριπτική απόφαση εντός τριών μηνών από της κοινοποιήσεως του ΕΣΚ. Πράγματι, διαφορετικά, το κοινοποιηθέν ΕΣΚ καθίσταται οριστικό και ισχύει πλέον γι’ αυτό ένα τεκμήριο νομιμότητας το οποίο παρέχει στο κράτος μέλος τη δυνατότητα να προβεί σε εκτέλεση του ως άνω σχεδίου κατά τη διάρκεια της οικείας περιόδου χορηγήσεως. Επομένως, ο ειδικός αυτός έλεγχος στηρίζεται σε ένα τεκμήριο νομιμότητας του κρατικού μέτρου το οποίο υπόκειται μόνο σε μια προσωρινή απαγόρευση εκτελέσεως. Από αυτό προκύπτει ότι κάθε απόφαση της Επιτροπής περί απορρίψεως ενός ΕΣΚ ή ορισμένων πτυχών του, ακόμα και στην περίπτωση που η απόφαση αυτή περιλαμβάνει τη σιωπηρή αποδοχή εκ μέρους της Επιτροπής άλλων πτυχών του σχεδίου ή επεξήγηση των λόγων για τους οποίους η ίδια δεν προτίθεται να προβάλει αντιρρήσεις έναντι αυτών και στην περίπτωση που ακολουθείται από αποδοχή των τροποποιήσεων που επιφέρονται στο ΕΣΚ, δεν μπορεί να θεωρείται ως έγκριση και ως πράξη που δημιουργεί δικαιώματα, διότι, εκ φύσεως, τα κοινοποιηθέντα στο πλαίσιο αυτό μέτρα δεν απαιτούν μια τέτοια έγκριση.

 Επί της τελολογικής ερμηνείας του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87

116    Οι παρατηρήσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 103 έως 115 ανωτέρω επιβεβαιώνονται από μια τελολογική ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87.

117    Από τελολογικής απόψεως, η διαδικασία που κινείται δυνάμει της διατάξεως αυτής, εκτός από τη δυνατότητα a priori ελέγχου εκ μέρους της Επιτροπής αποσκοπεί να εξασφαλίσει στα κράτη μέλη μια ασφάλεια δικαίου και, ειδικότερα, να τους παράσχει τη δυνατότητα να βεβαιώνονται ταχέως, εντός σύντομης προθεσμίας, για τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να χορηγούν τις ποσοστώσεις εκπομπής και να ακολουθούν το σύστημα εμπορίας ποσοστώσεων βάσει του εθνικού τους ΕΣΚ κατά τη διάρκεια της οικείας περιόδου χορηγήσεως. Πράγματι, λαμβανομένης υπόψη της περιορισμένης διάρκειας της σχετικής περιόδου, που είναι τρία ή πέντε έτη (άρθρο 11 της οδηγίας 2003/87), τόσο η Επιτροπή όσο και τα κράτη μέλη έχουν εκ του νόμου συμφέρον ώστε κάθε διαφορά σχετικά με το ΕΣΚ να επιλύεται ταχέως και το ΕΣΚ να μην εκτίθεται, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου ισχύος του, στον κίνδυνο αμφισβητήσεώς του από την Επιτροπή.

118     Επιπλέον, σε αντίθεση με την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, που αποσκοπούν στην εκ προοιμίου αποφυγή της δημιουργίας καταστάσεως αντίθετης προς τις διατάξεις της Συνθήκης και τους σκοπούς της εσωτερικής αγοράς, η επίτευξη των σκοπών της οδηγίας 2003/87, ειδικότερα η δημιουργία ενός συστήματος εμπορίας ποσοστώσεων που προορίζεται να διευκολύνει τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά τρόπο αποδοτικό από πλευράς κόστους και οικονομικώς αποτελεσματικό (άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας), θα παρεμποδιζόταν αν απαγορευόταν η εκτέλεση των ΕΣΚ μέχρις ότου η Επιτροπή λάβει σχετική εγκριτική απόφαση.

119    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας κατά το οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει σιωπηρή έγκριση του γερμανικού ΕΣΚ, συμπεριλαμβανομένου του αμφισβητούμενου κανόνα μεταφοράς, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

3.     Επί των αποτελεσμάτων της λήξεως της προθεσμίας τριών μηνών περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 9, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2003/87

120    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας που στηρίζεται στο ότι το κοινοποιηθέν ΕΣΚ θεωρείται ότι έχει εγκριθεί με τη λήξη της προθεσμίας τριών μηνών περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 9, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2003/87, από τις παρατηρήσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 103 έως 119 ανωτέρω προκύπτει ότι, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν έχει μια γενική εξουσία εγκρίσεως stricto sensu των κοινοποιούμενων ΕΣΚ, κατά μείζονα λόγο η έλλειψη προβολής αντιρρήσεων εκ μέρους της μέχρι τη λήξη της προθεσμίας αυτής δεν μπορεί να στηρίξει κάποιο τεκμήριο εγκρίσεως του ΕΣΚ ή κάποια κατά πλάσμα δικαίου έγκρισή του. Συναφώς, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι η Επιτροπή δεν διαθέτει παρά μόνο μια περιορισμένη εξουσία ελέγχου και απορρίψεως, αφορώσα μόνον τα κριτήρια που απαριθμούνται στο παράρτημα III και στις διατάξεις του άρθρου 10 της εν λόγω οδηγίας. Επομένως, η λήξη της προθεσμίας αυτής έχει ως μόνη συνέπεια ότι το ΕΣΚ –υπέρ του οποίου ισχύει το τεκμήριο νομιμότητας εκτός αν η Επιτροπή προβάλει αντιρρήσεις– καθίσταται οριστικό και μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή από το κράτος μέλος χωρίς να απαιτείται οποιοδήποτε έγκριση της Επιτροπής.

121    Η εκτίμηση αυτή επιρρωννύεται από το γεγονός ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 δεν προβλέπει ρητώς κάποιο κανόνα σχετικά με ένα τεκμήριο ή ένα πλάσμα δικαίου όπως διατείνεται η προσφεύγουσα. Ο κοινοτικός νομοθέτης μπορεί ασφαλώς να προβλέπει τέτοιους κανόνες όταν εκτιμά ότι τούτο είναι αναγκαίο για την ασφάλεια δικαίου των μετεχόντων στη σχετική διαδικασία. Πράγματι, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, ο κοινοτικός νομοθέτης έκανε χρήση της εξουσίας αυτής με το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 659/1999, προς το συμφέρον των κρατών μελών, ώστε αυτά να μπορούν να προβαίνουν σε εκτέλεση ενός μέτρου ενισχύσεως μετά τη λήξη μιας προθεσμίας δύο μηνών από της σχετικής κοινοποιήσεως, χωρίς να διατρέχουν τον κίνδυνο ενδεχόμενης μεταγενέστερης παρεμβάσεως της Επιτροπής. Ομοίως, το άρθρο 10, παράγραφος 6, του κανονισμού 139/2004 προβλέπει, υπέρ των επιχειρήσεων που κοινοποιούν σχέδιο συγκεντρώσεως, ότι κάθε συγκέντρωση επιχειρήσεων θεωρείται σύμφωνη με την κοινή αγορά αν η Επιτροπή δεν λάβει σχετική απόφαση εντός της προθεσμίας που προβλέπει ο κανονισμός αυτός. Όμως, διαπιστώνεται ότι η δικαιολογία των κανόνων αυτών έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι τα επίμαχα συστήματα ελέγχου, σε αντίθεση με εκείνο το οποίο προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, απαιτούν ρητή έγκριση εκ μέρους της διοικήσεως, η οποία δημιουργεί δικαιώματα υπέρ των ενδιαφερομένων, για να μπορεί να εφαρμοστεί το κοινοποιηθέν σχέδιο μέτρων. Εξάλλου, οι κανόνες αυτοί αποτελούν εξαιρέσεις και, επομένως, πρέπει να προβλέπονται ρητώς από τη σχετική κανονιστική ρύθμιση, καθόσον συνεπάγονται τροποποίηση του νομικού συστήματος μέσω της χορηγήσεως εγκρίσεως ανεξάρτητα από οιαδήποτε παρέμβαση της Επιτροπής.

122    Επομένως, η έλλειψη αντιρρήσεων της Επιτροπής πριν από τη λήξη της προθεσμίας τριών μηνών που προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 δεν συνεπάγεται την κατά πλάσμα δικαίου έγκριση του κοινοποιηθέντος ΕΣΚ. Πρέπει να προστεθεί ότι η άποψη της προσφεύγουσας είναι ικανή να θίξει την εξουσία ελέγχου που έχει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, εξουσία την οποία το όργανο αυτό πρέπει να μπορεί να χρησιμοποιεί, σε σχέση με τον περιορισμένο έλεγχο που ασκεί δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, σε περίπτωση ενδεχόμενων παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου πέραν αυτών που συνδέονται με τα κριτήρια του παραρτήματος III ή τις διατάξεις του άρθρου 10 της εν λόγω οδηγίας.

4.     Επί των εννόμων αποτελεσμάτων μιας ενδεχόμενης ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

123    Το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω παρατηρήσεων, μια ενδεχόμενη ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί να παράσχει κάποιο πλεονέκτημα στην προσφεύγουσα ικανό να στηρίξει το έννομο συμφέρον της υπό την έννοια της νομολογίας περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 96 ανωτέρω.

124    Πρώτον, ανεξάρτητα από το αν η ακύρωση αυτή θα πρέπει να οδηγήσει την Επιτροπή να λάβει νέα απόφαση περί του γερμανικού ΕΣΚ κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, η εν λόγω ακύρωση δεν μπορεί να στηρίζεται σε μια πτυχή της προσβαλλομένης αποφάσεως που να μην έχει σχέση με το αντικείμενο και το νομικό περιεχόμενό της όπως αυτά καθορίζονται, ειδικότερα, στο διατακτικό της. Όμως, αφενός, η προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε, με το άρθρο 1 αυτής, μόνον ορισμένες διορθώσεις ex post του γερμανικού ΕΣΚ και όχι τον κανόνα της μεταφοράς τον οποίο αμφισβητεί κατά κύριο λόγο η προσφεύγουσα. Αφετέρου, από τις παρατηρήσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 103 έως 119 ανωτέρω προκύπτει ακόμη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνει καμία έγκριση –ούτε ρητή ούτε σιωπηρή– του γερμανικού ΕΣΚ στο σύνολό του, περιλαμβανομένου του αμφισβητούμενου κανόνα της μεταφοράς. Επομένως, σε αντίθεση με την ακύρωση μιας αποφάσεως περί της συμφωνίας ενισχύσεως προς την κοινή αγορά εκδιδόμενης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων αλλά και με τον σκοπό που επιδιώκει η προσφεύγουσα, η ενδεχόμενη ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την εξάλειψη της εγκρίσεως αυτής.

125    Κατά συνέπεια, όπως υποστηρίζει η καθής, η ακύρωση του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί να οδηγήσει στην επίτευξη του κύριου σκοπού της προσφυγής της προσφεύγουσας. Από αυτό προκύπτει επίσης ότι, αυτό καθαυτό, το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν βλάπτει την προσφεύγουσα και ότι, επομένως, η ακύρωσή της δεν μπορεί να της παράσχει κάποιο πλεονέκτημα. Επομένως, επ’ αυτού, η προσφεύγουσα δεν δικαιολογεί έννομο συμφέρον και η προσφυγή πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη.

126    Δεύτερον, καθόσον το αίτημα ακυρώσεως της προσφεύγουσας αφορά τις αιτιολογικές σκέψεις 9 και 10 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ούτε το αίτημα αυτό είναι παραδεκτό. Ασφαλώς, οι ως άνω αιτιολογικές σκέψεις αναφέρονται, κατ’ ουσίαν, σε μια εκτίμηση της Επιτροπής που στηρίζεται στο άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ καθώς και στον κανόνα της μεταφοράς, ο οποίος, όπως εκτιμά η Επιτροπή, δεν επιδέχεται αντιρρήσεις. Επιπλέον, όσον αφορά τη νομιμότητα του κανόνα της μεταφοράς, η προαναφερθείσα ανακοίνωση COM (2004) 500 τελικό, επαναλαμβάνει και συμπληρώνει τις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως, που εκδόθηκε την ίδια ημέρα, παρέχοντας συναφώς συμπληρωματικά στοιχεία αιτιολογήσεως τα οποία ο κοινοτικός δικαστής υποχρεούται να λάβει επίσης υπόψη, καταρχήν, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2003, T-374/00, Verband der freien Rohrwerke κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-2275, σκέψεις 122 έως 124).

127    Εντούτοις, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, μόνον το διατακτικό μιας αποφάσεως μπορεί να παραγάγει έννομες συνέπειες και, κατά συνέπεια, να βλάψει, ανεξαρτήτως των αιτιολογικών σκέψεων επί των οποίων στηρίζεται. Αντιθέτως, οι εκτιμήσεις που διατυπώνονται στις αιτιολογικές σκέψεις μιας αποφάσεως δεν μπορούν να αποτελέσουν, αυτές καθαυτές, αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως και δεν μπορούν να υπαχθούν στον έλεγχο νομιμότητας που ασκεί ο κοινοτικός δικαστής παρά μόνον καθόσον, ως αιτιολογικές σκέψεις μιας βλαπτικής αποφάσεως, συνιστούν το αναγκαίο έρεισμα για το διατακτικό της (βλ., επ’ αυτού, διάταξη του Δικαστηρίου της 28ης Ιανουαρίου 2004, C-164/02, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-1177, σκέψη 21· απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Μαρτίου 2003, T-213/00, CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-213/00, Συλλογή 2003, σ. II-913, σκέψη 186), ή, τουλάχιστον, καθόσον οι αιτιολογίες αυτές μπορούν να μεταβάλουν την ουσία όσων έγιναν δεκτά με το διατακτικό της επίμαχης πράξεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Lagardère και Canal+ κατά Επιτροπής, σκέψη 102 ανωτέρω, σκέψεις 67 και 68). Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί εξάλλου ότι, καταρχήν, το διατακτικό μιας πράξεως είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αιτιολογία της, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να ερμηνεύεται, εφόσον τούτο είναι αναγκαίο, με βάση τους λόγους που οδήγησαν στην έκδοσή της (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T-346/02 και T-347/02, Cableuropa κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-4251, σκέψη 211, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

128    Με γνώμονα τη νομολογία αυτή επιβεβαιώνεται το συμπέρασμα κατά το οποίο, αφενός, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν θίγει την προσφεύγουσα και, αφετέρου, η ακύρωσή της δεν θα της παράσχει κανένα πλεονέκτημα, λαμβανομένου υπόψη του πραγματικού αντικειμένου της προσφυγής της, δηλαδή του αιτήματος ακυρώσεως μιας φερομένης εγκρίσεως του κανόνα της μεταφοράς με την προσβαλλόμενη απόφαση. Πράγματι, οι εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις, ιδίως οι αφορώσες τον κανόνα της μεταφοράς που περιλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 10 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν έχουν καμία σχέση με το διατακτικό της εν λόγω αποφάσεως, ούτε το διατακτικό αυτό κάνει κάποια σχετική μνεία και, επιπλέον, –για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 103 έως 122 ανωτέρω– αυτές δεν μπορούν να μεταβάλουν την ουσία του εν λόγω διατακτικού. Πράγματι, είναι νομικά αδύνατο να δημιουργηθεί μια τέτοια σχέση, καθόσον πρόκειται για μια απορριπτική απόφαση εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 η οποία, εκ φύσεως, δεν μπορεί να περιλαμβάνει στο διατακτικό της παρά μόνον τις πτυχές του ΕΣΚ τις οποίες η Επιτροπή αμφισβητεί και απορρίπτει, όχι όμως τις πτυχές εκείνες έναντι των οποίων δεν προτίθεται να προβάλει αντιρρήσεις.

129    Πάντως, μολονότι η Επιτροπή λαμβάνει θέση όλως παρεμπιπτόντως, στο πλαίσιο των αιτιολογιών της προσβαλλομένης αποφάσεως, επί των πτυχών του ΕΣΚ για τις οποίες δεν έχει αντιρρήσεις, οι αιτιολογίες αυτές δεν μπορούν να έχουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ή να αποτελούν το αναγκαίο έρεισμα του διατακτικού της εν λόγω αποφάσεως, δεδομένου ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 δεν παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να διαπιστώνει, με τρόπο νομικά δεσμευτικό, τη νομιμότητα κανόνα που περιλαμβάνεται σε ένα ΕΣΚ. Εξάλλου, υπό τις συνθήκες αυτές, οι ως άνω αιτιολογίες δεν είναι ικανές ούτε να παράσχουν χρήσιμα στοιχεία για την ερμηνεία του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως υπό την έννοια της νομολογίας περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 127 ανωτέρω.

130    Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν περιλαμβάνει κάποια νομικά δεσμευτική άποψη της Επιτροπής όσον αφορά τον κανόνα της μεταφοράς, οι αιτιολογίες της αποφάσεως αυτής σχετικά με τον ως άνω κανόνα και την ενδεχόμενη συμφωνία του προς τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων δεν εμπίπτουν στον έλεγχο του κοινοτικού δικαστή στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς και δεν μπορούν να θεμελιώσουν το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας.

5.     Επί της ανυπαρξίας αποφάσεως εκδοθείσας στον τομέα των ενισχύσεων από πλευράς ουσίας

131    Τέλος, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας κατά το οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση έπρεπε να χαρακτηριστεί νομικά σε συνάρτηση με την αληθή φύση της, όπως προκύπτει από μια εκτίμηση με βάση αντικειμενικά κριτήρια και ανεξάρτητα από την ονομασία ή τη μορφή της (αποφάσεις IBM κατά Επιτροπής, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 9, και Air France κατά Επιτροπής, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψεις 43 και 51).

132    Πρώτον, είναι αληθές ασφαλώς ότι η ίδια η οδηγία 2003/87, ειδικότερα το κριτήριο 5 του παραρτήματος III αυτής, προβλέπει τη δυνατότητα συγκρούσεων μεταξύ των διατάξεων ενός ΕΣΚ και του δικαίου των κρατικών ενισχύσεων και επιβάλλει έτσι στην Επιτροπή την υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη το ενδεχόμενο αυτό στο πλαίσιο της διαδικασίας εξετάσεως, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας. Επιπλέον, δεν αποκλείεται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η κοινοποίηση ενός ΕΣΚ, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2003/87, να αποτελεί επίσης κοινοποίηση υπό την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, ή να πρέπει να θεωρηθεί ως τέτοια.

133    Εξ αυτού απορρέει ότι οι πτυχές ενός κοινοποιηθέντος ΕΣΚ που μπορούν να αντιβαίνουν προς το άρθρο 87 ΕΚ πρέπει να αποτελούν το αντικείμενο προκαταρκτικής εξετάσεως εκ μέρους της Επιτροπής και μπορούν ενδεχομένως να οδηγήσουν στην κίνηση μιας παράλληλης διαδικασίας δυνάμει του κανονισμού 659/1999. Πράγματι, αν η Επιτροπή εκτιμά, κατόπιν της εν λόγω προκαταρκτικής εξετάσεως, ότι η κίνηση μιας τέτοιας διαδικασίας είναι απαραίτητη και ότι το περιεχόμενο της κοινοποιήσεως δεν είναι επαρκώς πλήρες για να μπορεί αυτή να χαρακτηριστεί ως κοινοποίηση δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 659/1999 μπορεί να ζητήσει, ενδεχομένως, από το κράτος μέλος τις αναγκαίες πληροφορίες προκειμένου να προβεί σε λεπτομερέστερη εξέταση των πτυχών του ΕΣΚ έναντι του άρθρου 87 ΕΚ. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, το κράτος μέλος έχει, καταρχήν, την υποχρέωση να κοινοποιεί στην Επιτροπή κάθε σχέδιο περί θεσπίσεως ενισχύσεως, με την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων όπως αυτές προβλέπονται από τον κανονισμό (EK) 994/98 του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 1998, για την εφαρμογή των άρθρων [87] και [88] της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε ορισμένες κατηγορίες οριζόντιων κρατικών ενισχύσεων (ΕΕ L 142, σ. 1). Η υποχρέωση αυτή είναι νομικά διαφορετική και, καταρχήν, ανεξάρτητη από εκείνη σχετικά με την κοινοποίηση ενός ΕΣΚ δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87. Μια απόφαση που στηρίζεται αποκλειστικά στο άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 και όχι στα άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να προβαίνει μόνο σε μια εκτίμηση prima facie από πλευράς δικαίου των κρατικών ενισχύσεων, έναντι των πτυχών του ΕΣΚ που συνεπάγονται την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως, εκτίμηση που δεν είναι ικανή να προδικάσει το ενδεχόμενο εκδόσεως μιας επίσημης αποφάσεως υπό την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 3, τρίτη περίοδος, ΕΚ.

134     Δεύτερον, ούτε η οδηγία 2003/87, εκδοθείσα μόνο βάσει του άρθρου 175 ΕΚ και όχι βάσει του άρθρου 89 ΕΚ, ούτε κάποια νομικά μη δεσμευτικά μέτρα λαμβανόμενα στο πλαίσιο αυτό, όπως το έγγραφο της Επιτροπής της 17ης Μαρτίου 2004 (βλ. σκέψεις 21 έως 24 ανωτέρω), μπορούν βασίμως να περιορίζουν το περιεχόμενο και την πρακτική αποτελεσματικότητα των κανόνων σχετικά με τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Νοεμβρίου 1992, C-134/91 και C-135/91, Kerafina και Βιοκτηματική, Συλλογή 1992, σ. I-5699, σκέψη 20, και απόφαση BP Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 76 ανωτέρω, σκέψη 55). Πράγματι, με την επιφύλαξη των παρατηρήσεων που εκτίθενται στη σκέψη 132 ανωτέρω, ελλείψει σχετικής εννόμου βάσεως η οδηγία 2003/87 δεν μπορεί να αποτελεί lex specialis επιτρέπουσα τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας εξετάσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας. Ομοίως, στην περίπτωση που απαιτείται μια πλήρης κοινοποίηση ορισμένων κανόνων του ΕΣΚ δυνάμει του δικαίου των ενισχύσεων, η οδηγία 2003/87 δεν μπορεί να επιτρέπει παρέκκλιση από την απαγόρευση εκτελέσεως που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 3, τρίτη περίοδος, ΕΚ. Επομένως, σε περίπτωση μη τηρήσεως εκ μέρους του κράτους μέλους της εν λόγω απαγορεύσεως εκτελέσεως, κάθε ιδιώτης μπορεί να επικαλεστεί το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 88, παράγραφος 3, τρίτη περίοδος, ΕΚ ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (αποφάσεις του Δικαστηρίου Fédération nationale du commerce extérieur des produits alimentaires κ.λπ., σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψη 12, και της 27ης Οκτωβρίου 2005, C-266/04 έως C-270/04, C-276/04 και C-321/04 έως C-325/04, Casino France κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I-9481, σκέψη 30). Εξ αυτού συνάγεται, τέλος, ότι μια απορριπτική απόφαση εκδιδόμενη μόνο βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 δεν μπορεί να έχει όλες τις έννομες συνέπειες μιας αποφάσεως λαμβανόμενης κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 88 ΕΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 4 ή το άρθρο 7 του κανονισμού 659/1999. Η διαπίστωση αυτή ουδόλως προδικάζει το ότι, όταν η κοινοποίηση ενός ΕΣΚ, υπό την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87, πληροί επίσης τις προϋποθέσεις μιας κοινοποιήσεως δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ (βλ. σκέψη 132 ανωτέρω), το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έχει προβεί σε σχετική προκαταρκτική εξέταση και δεν έχει εκφράσει την άποψή της δυνάμει του δικαίου των κρατικών ενισχύσεων, εντός των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 659/1999, οδηγεί στη δημιουργία μιας σιωπηρής αποφάσεως περί εγκρίσεως των κοινοποιηθέντων μέτρων ενισχύσεως δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού, αποφάσεως η οποία όμως είναι νομικά διαφορετική από εκείνη που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87.

135    Τρίτον, η εκτίμηση αυτή δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το κριτήριο 5 του παραρτήματος III της οδηγίας 2003/87, επιβάλλεται η τήρηση των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ και στο πλαίσιο της εφαρμογής των ΕΣΚ. Πράγματι, το κριτήριο αυτό δεν είναι παρά η έκφραση μιας πάγιας αρχής του κοινοτικού δικαίου κατά την οποία κάθε πράξη του παραγώγου δικαίου πρέπει να εκτελείται κατά τρόπο που να μην προσβάλλει τους κανόνες της Συνθήκης ή κάθε άλλον κανόνα του πρωτογενούς δικαίου, όπως είναι οι γενικές αρχές του δικαίου ή τα θεμελιώδη δικαιώματα. Εντούτοις, η γενική αυτή υποχρέωση τηρήσεως του κοινοτικού δικαίου δεν μπορεί να συνεπάγεται την κίνηση μιας διοικητικής διαδικασίας κατ’ εφαρμογήν του συνόλου των εφαρμοστέων διαδικαστικών και ουσιαστικών διατάξεων, όπως εκείνων του κανονισμού 659/1999, αλλά επιβάλλει στην Επιτροπή μόνο να προβαίνει σε μια εκτίμηση prima facie στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 2003/87 (βλ. σκέψη 134 ανωτέρω). Τέλος, η διαδικασία εξετάσεως δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 σε καμία περίπτωση δεν παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να επιτρέπει στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου που δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτήν (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις Kerafina και Βιοκτηματική, σκέψη 134 ανωτέρω, σκέψη 20, και BP Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 76 ανωτέρω, σκέψη 55).

136    Τέταρτον, το Πρωτοδικείο σημειώνει ότι από το έγγραφο της Επιτροπής της 29ης Ιουλίου 2004 (βλ. σκέψεις 41 έως 46 ανωτέρω) προκύπτει ότι αυτό απλώς εκθέτει τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει οριστική θέση με την προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τη συμφωνία του γερμανικού ΕΣΚ και του κανόνα της μεταφοράς προς την κοινή αγορά υπό την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ. Με το έγγραφο αυτό η Επιτροπή ανέφερε μεταξύ άλλων ότι «μια ενδεχόμενη ενίσχυση πιθανώς θα είναι σύμφωνη με την κοινή αγορά εκτιμώμενη σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ». Επομένως, κατά τις δικές της δηλώσεις, η Επιτροπή προέβη μόνο σε μια προσωρινή εκτίμηση του κανόνα της μεταφοράς σε σχέση με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Όμως, λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 103 έως 122 ανωτέρω, η εν λόγω προσωρινή εκτίμηση δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως έκφραση της οριστικής θέσεως της Επιτροπής.

137    Συνεπώς, η προσφυγή που άσκησε η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος. Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει πλέον να εξακριβωθεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα την προσφεύγουσα, υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

138    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

139    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα. Επειδή η προσφεύγουσα ηττήθηκε ως προς όλα τα αιτήματά της, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με τα αιτήματα της καθής.

140    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του ίδιου Κανονισμού, τα κράτη μέλη που παρενέβησαν στη διαφορά φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Επομένως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ως παρεμβαίνουσα, πρέπει να φέρει τα δικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Η προσφεύγουσα φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και εκείνα της καθής.

3)      Η παρεμβαίνουσα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Λουξεμβούργο, 30 Απριλίου 2007.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       M. Jaeger

Πίνακας περιεχομένων


Το νομικό πλαίσιο

Ιστορικό της διαφοράς

I –  Το έγγραφο της Επιτροπής της 17ης Μαρτίου 2004

II –  Το γερμανικό ΕΣΚ

III –  Η γερμανική αγορά ενέργειας

IV –  Η διοικητική διαδικασία

Α – Η καταγγελία της προσφεύγουσας

Β – Η προσβαλλόμενη απόφαση και η ανακοίνωση της Επιτροπής της 7ης Ιουλίου 2004

Γ – Το έγγραφο της Επιτροπής της 29ης Ιουλίου 2004

Δ – Τα έγγραφα της Επιτροπής της 3ης και της 27ης Αυγούστου 2004

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

I –  Επιχειρήματα των διαδίκων

Α – Τα επιχειρήματα της καθής και της παρεμβαίνουσας

Β – Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας

1.  Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

2.  Επί του εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας έναντι του δικαίου των ενισχύσεων

α) Επί του χαρακτηρισμού της προσβαλλομένης αποφάσεως ως αποφάσεως ληφθείσας στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων

β) Επί του αν η απόφαση αφορά άμεσα την προσφεύγουσα

γ) Επί του αν η απόφαση αφορά ατομικά την προσφεύγουσα

3.  Επί του εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας προς άσκηση προσφυγής έναντι της οδηγίας 2003/87

α) Προκαταρκτική παρατήρηση

β) Επί του αν η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα την προσφεύγουσα

γ) Επί του αν η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά ατομικά την προσφεύγουσα

4.  Επί του εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας

II –  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Α – Επί των προϋποθέσεων υπάρξεως εννόμου συμφέροντος

Β – Επί της νομικής φύσεως της διαδικασίας εξετάσεως και της εξουσίας της Επιτροπής προς λήψη αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 9 της οδηγίας 2003/87

1.  Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

2.  Επί της ενδεχόμενης εγκρίσεως που περιλαμβάνει η προσβαλλόμενη απόφαση

α) Επί της γραμματικής ερμηνείας του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87

β) Επί της συστηματικής ερμηνείας του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87

γ) Επί της τελολογικής ερμηνείας του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87

3.  Επί των αποτελεσμάτων της λήξεως της προθεσμίας τριών μηνών περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 9, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2003/87

4.  Επί των εννόμων αποτελεσμάτων μιας ενδεχόμενης ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

5.  Επί της ανυπαρξίας αποφάσεως εκδοθείσας στον τομέα των ενισχύσεων από πλευράς ουσίας

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.