Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-314/03 και T-378/03

Musée Grévin SA

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Πρόγραμμα PHARE/JOP – Σχέδιο κοινής επιχειρήσεως στην Πολωνία – Κοινοτική χρηματοδότηση – Αίτηση επιστροφής όλων των καταβληθέντων ποσών – Ρήτρα διαιτησίας – Προσφυγή ακυρώσεως – Απαράδεκτο»

Διάταξη του Πρωτοδικείου (τρίτο τμήμα) της 10ης Μαΐου 2004  

Περίληψη της διατάξεως

1.     Προσφυγή ακυρώσεως – Προσφυγή αφορώσα στην πραγματικότητα μια διαφορά συμβατικής φύσεως – Αναρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή – Απαράδεκτο

(Άρθρα 225 ΕΚ, 230 ΕΚ, 238 ΕΚ, 240 ΕΚ και 249 ΕΚ)

2.     Προσφυγή ακυρώσεως – Προσφυγή αφορώσα στην πραγματικότητα μια διαφορά συμβατικής φύσεως – Επαναχαρακτηρισμός της προσφυγής – Αποκλείεται

[Άρθρα 230 ΕΚ και 238 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 § 1, στοιχ. γ΄)

1.     Είναι απαράδεκτη προσφυγή ακυρώσεως που στρέφεται κατά των επιστολών της Επιτροπής περί ανακτήσεως των ποσών που καταβλήθηκαν ως επιχορηγήσεις στο πλαίσιο του προγράμματος JOP, το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή στο πλαίσιο του προγράμματος PHARE, στον βαθμό που οι επιστολές αυτές εντάσσονται σε ένα αμιγώς συμβατικό πλαίσιο με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες και από τη φύση τους δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των πράξεων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 249 ΕΚ, των οποίων η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί από το κοινοτικό δικαιοδοτικό όργανο βάσει του άρθρου 230 EΚ.

(βλ. σκέψεις 85, 87)

2.     Το Πρωτοδικείο, ενώπιον του οποίου ασκείται προσφυγή ακυρώσεως μολονότι η διαφορά είναι στην πραγματικότητα συμβατικής φύσεως, δεν μπορεί να επαναχαρακτηρίσει την προσφυγή, εφόσον, αφενός, η ίδια η προσφεύγουσα ανέφερε ρητώς, με τα δικόγραφά της, ότι η προσφυγή δεν στηρίζεται στο άρθρο 238 EΚ και, αφετέρου, αντίθετα προς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, η εν λόγω προσφεύγουσα δεν εκθέτει, ούτε καν συνοπτικά, κανένα ισχυρισμό, επιχείρημα ή αιτίαση που να αντλείται από την παράβαση του δικαίου του κράτους μέλους που εφαρμόζεται στην επίμαχη συμφωνία βάσει της ρήτρας διαιτησίας που αυτή η συμφωνία προβλέπει.

(βλ. σκέψη 88)




ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 10ης Μαΐου 2004 (*)

«Πρόγραμμα PHARE/JOP – Σχέδιο κοινής επιχειρήσεως στην Πολωνία – Κοινοτική χρηματοδότηση – Αίτηση επιστροφής όλων των καταβληθέντων ποσών – Ρήτρα διαιτησίας – Προσφυγή ακυρώσεως – Απαράδεκτο»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-314/03 και T-378/03,

Mu sée Grévin SA, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους B. Geneste και O. Davidson,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τον  J. Sack και τη G. Boudot, με τόπο επιδόσεων το Λουξεμβούργο,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως των επιστολών της Επιτροπής της 8ης Ιουλίου 2003 και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, οι οποίες απεστάλησαν στην Crédit Lyonnais και αφορούσαν την αναζήτηση των ποσών που καταβλήθηκαν στην προσφεύγουσα ως επιδοτήσεις στο πλαίσιο του προγράμματος JOP – Facilité 2,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Azizi, πρόεδρο, M. Jaeger και F. Dehousse, δικαστές,

γραμματέας:H. Jung

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Το πλαίσιο της κανονιστικής ρυθμίσεως

1       Το κοινοτικό πρόγραμμα PHARE, που στηρίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) 3906/89 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1989, σχετικά με την οικονομική ενίσχυση υπέρ της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Πολωνίας (ΕΕ L 375, σ. 11), όπως τροποποιήθηκε προκειμένου να επεκταθεί η οικονομική ενίσχυση και σε άλλες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, συνιστά το πλαίσιο εντός του οποίου η Ευρωπαϊκή Κοινότητα διοχετεύει την οικονομική ενίσχυση προς τις χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης (στο εξής: ΧΑΚΕ) για την πραγματοποίηση δράσεων με σκοπό την υποστήριξη της διαδικασίας οικονομικής και κοινωνικής μεταρρυθμίσεως που είναι υπό εξέλιξη στις χώρες αυτές.

2       Με ανακοίνωση δημοσιευθείσα στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 22 Φεβρουαρίου 1991, υπό τον τίτλο «Πρόγραμμα για την προώθηση της δημιουργίας κοινών επιχειρήσεων στις [ΧΑΚΕ] – εκδήλωση ενδιαφέροντος από χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς» (ΕΕ C 46, σ. 11) (στο εξής: ανακοίνωση της 22ας Φεβρουαρίου 1991), η Επιτροπή ανήγγειλε ότι είχε αποφασίσει, στο πλαίσιο του προγράμματος PHARE, να θέσει σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα για την προώθηση ιδιωτικών επενδύσεων στις ΧΑΚΕ μέσω της συστάσεως και της αναπτύξεως κοινών επιχειρήσεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, κατά προτεραιότητα μικρομεσαίων επιχειρήσεων, και τοπικών εταίρων (στο εξής: πρόγραμμα JOP).

3       Σύμφωνα με την ανακοίνωση αυτή, η διαχείριση του προγράμματος JOP ασκείται από ένα δίκτυο ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών που επιλέγει η Επιτροπή βάσει των κριτηρίων που διατυπώνονται στην εν λόγω ανακοίνωση (σημείο 1). Ο ρόλος του δικτύου αυτού είναι, μεταξύ άλλων, να προωθήσει το πρόγραμμα αυτό, να εντοπίσει τους πιθανούς επενδυτές, να αξιολογήσει τα υποβαλλόμενα σχέδια και να διαχειριστεί τα κεφάλαια της Κοινότητας που θα χορηγηθούν στους δικαιούχους (σημείο 3). Προς τούτο, υπογράφεται σύμβαση μεταξύ της Επιτροπής και κάθε επιλεγέντος ενδιαμέσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού για τον καθορισμό των λεπτομερειών σχετικά με την εντολή προς τον ενδιάμεσο αυτό (σημείο 4).

 Οι επίμαχες συμφωνίες

4       Την 1η Φεβρουαρίου 1996, η Επιτροπή και η Crédit Lyonnais (στο εξής: CL) συνήψαν, στο πλαίσιο του προγράμματος JOP, μια συμφωνία-πλαίσιο καθορίζουσα τους λεπτομερείς κανόνες της συνεργασίας τους για την προώθηση των επενδύσεων στις ΧΑΚΕ, ιδίως με τη δημιουργία κοινών επιχειρήσεων.

5       Η χρηματοδότηση ενός συγκεκριμένου σχεδίου κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας-πλαισίου απαιτεί, σύμφωνα με το άρθρο 1.1 της συμφωνίας αυτής, την προηγούμενη αποστολή μέσω του ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού, εν προκειμένω της CL, μιας «αιτήσεως» στην Επιτροπή προκειμένου να υπάρξει έγκριση της τελευταίας αυτής, κατόπιν δε τη σύναψη, αντιστοίχως, μιας ειδικής συμφωνίας μεταξύ της Επιτροπής και του ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού που να ορίζει τους κανόνες της χρηματοδοτήσεως του σχεδίου και μιας «συμφωνίας χρηματοδοτήσεως» μεταξύ του ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού και του δικαιούχου που να ορίζει τους κανόνες της διαθέσεως, από τον ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό, ως εντολοδόχο της Επιτροπής, των σχετικών με το οικείο σχέδιο κοινοτικών κεφαλαίων.

6       Σύμφωνα με το άρθρο 3.2 της εν λόγω συμφωνίας, η συνεργασία στο πλαίσιο της «Facilité 2» (Διευκολύνσεως 2) του προγράμματος συνίσταται στη χρηματοδότηση προμελετών και μελετών του εφικτού μέχρι το στάδιο των προπαρασκευαστικών εργασιών που αφορούν την εφαρμογή του σχεδίου κοινής επιχειρήσεως.

7       Τα άρθρα 6.3.1 και 6.3.2 της συμφωνίας-πλαισίου προβλέπουν, μέχρις ορισμένων ανωτάτων ορίων, την επιστροφή του 50 % των επιλέξιμων δαπανών που αφορούν τις προμελέτες του εφικτού και μια άνευ τόκου προκαταβολή του 50 % των επιλέξιμων δαπανών που αφορούν τις μελέτες του εφικτού. Σύμφωνα με το άρθρο 6.3.3 της συμφωνίας-πλαισίου, αν το σχέδιο υλοποιηθεί, το σύνολο των επιλέξιμων δαπανών που αφορούν τη μελέτη του εφικτού αναλαμβάνεται, μέχρις ορισμένων ανωτάτων ορίων, από την Επιτροπή. Οι επιλέξιμες δαπάνες ορίζονται στο άρθρο 10.2 της συμφωνίας-πλαισίου.

8       Σύμφωνα με το άρθρο 7.1 της συμφωνίας-πλαισίου, η CL, ως ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός, είναι επιφορτισμένη με τη διαχείριση των σχετικών κεφαλαίων εξ ονόματος της Κοινότητας. Υπό την ιδιότητα αυτή, η CL είναι, μεταξύ άλλων, υπεύθυνη, στις σχέσεις με τους δικαιούχους, για κάθε πληρωμή προς ή από τους τελευταίους αυτούς.

9       Το άρθρο 18.3 της συμφωνίας-πλαισίου προβλέπει ότι, αν ο δικαιούχος δεν προσκομίσει επαρκή δικαιολογητικά για τη χρησιμοποίηση των καταβληθέντων ποσών για τους επιλέξιμους σκοπούς, ο ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός προβαίνει στην ανάκτηση των ποσών που κατέβαλε η Επιτροπή στο δικαιούχο.

10     Το άρθρο 20.1 της συμφωνίας-πλαισίου προβλέπει ότι το λουξεμβουργιανό δίκαιο αποτελεί το εφαρμοστέο δίκαιο στην εν λόγω συμφωνία και στους λοιπούς κανόνες που ισχύουν ανά πάσα στιγμή μεταξύ της Επιτροπής και της CL. Σύμφωνα με το άρθρο 20.2 της συμφωνίας αυτής, τα μέρη δεσμεύονται, σύμφωνα με το άρθρο 238 EΚ, να υποβάλουν κάθε διαφορά σχετικά με το κύρος, την ερμηνεία ή την εκτέλεση της συμφωνίας-πλαισίου στην αποκλειστική αρμοδιότητα, ανάλογα με την περίπτωση, του Δικαστηρίου ή του Πρωτοδικείου.

11     Στις 25 Ιουνίου 1996, η CL απέστειλε στην Επιτροπή την αίτηση της προσφεύγουσας με την οποία ζήτησε κοινοτική χρηματοδότηση στο πλαίσιο της «Facilité 2» του προγράμματος JOP για τη δημιουργία μιας κοινής επιχειρήσεως στην Πολωνία στον τομέα του πολιτιστικού τουρισμού. Η προσφεύγουσα ορίζεται στην αίτηση αυτή ως ο δικαιούχος του σχεδίου.

12     Η Επιτροπή, αφού ενέκρινε την αίτηση αυτή, διαβίβασε στην CL, στις 12 Νοεμβρίου 1996, ένα σχέδιο ειδικής συμφωνίας για τον καθορισμό των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών, σύμφωνα με τις διατάξεις της συμφωνίας-πλαισίου. Στις 19 Νοεμβρίου 1996, η ειδική συμφωνία υπεγράφη από την CL.

13     Το άρθρο 8 της ειδικής συμφωνίας προβλέπει ότι μπορεί να επιβληθεί στον δικαιούχο υποχρέωση επιστροφής των κοινοτικών κεφαλαίων, σύμφωνα, μεταξύ άλλων, με το άρθρο 18.3 της συμφωνίας-πλαισίου.

14     Σύμφωνα με το άρθρο 11 της ειδικής συμφωνίας, το εφαρμοστέο στην εν λόγω συμφωνία δίκαιο είναι το λουξεμβουργιανό δίκαιο και τα μέρη δεσμεύονται, σύμφωνα με το άρθρο 238 ΕΚ, να υποβάλουν κάθε διαφορά σχετικά με το κύρος, την ερμηνεία ή την εκτέλεση της εν λόγω συμφωνίας στην αποκλειστική αρμοδιότητα, ανάλογα με την περίπτωση, του Δικαστηρίου ή του Πρωτοδικείου.

15     Στις 26 Νοεμβρίου 1996, η CL και η προσφεύγουσα συνήψαν συμφωνία χρηματοδοτήσεως.

16     Με τη συμφωνία αυτή χρηματοδοτήσεως, η CL, ως εντολοδόχος της Επιτροπής, χορηγεί στην προσφεύγουσα, σύμφωνα με το άρθρο 2 της εν λόγω συμφωνίας, άνευ τόκου προκαταβολή ανωτάτου ποσού 53 362 ευρώ που αντιπροσωπεύει το 50 % των επιλέξιμων δαπανών για την πραγματοποίηση της μελέτης του εφικτού σχετικά με το εν λόγω σχέδιο. Το άρθρο 3.1 της συμφωνίας αυτής διευκρινίζει ότι η προκαταβολή αυτή θα τεθεί στη διάθεση της προσφεύγουσας σε δύο διαδοχικές δόσεις 32 017 ευρώ και 21 345 ευρώ κατ’ ανώτατο όριο, εντός των ορίων των όρων και των προϋποθέσεων της εν λόγω συμφωνίας.

17     Σύμφωνα με το άρθρο 4 της συμφωνίας χρηματοδοτήσεως, οι επιλέξιμες δαπάνες είναι οι δαπάνες εξωτερικής και εσωτερικής πραγματογνωμοσύνης τις οποίες αναλαμβάνει να πραγματοποιήσει ή πραγματοποιεί η προσφεύγουσα για τη διεξαγωγή της μελέτης του εφικτού.

18     Το άρθρο 6.2.3 της συμφωνίας χρηματοδοτήσεως προβλέπει ότι, αν για τα δικαιολογητικά που αποστέλλονται στην CL δεν υπάρξει συμφωνία της CL και της Επιτροπής ή αν μια οποιαδήποτε επιλέξιμη δαπάνη αποδειχθεί προδήλως υπερβολική σε σχέση με την ποιότητα και το εύρος της μελέτης του εφικτού, η CL μπορεί να απαιτήσει, για λογαριασμό της Επιτροπής, την επιστροφή του συνόλου ή τμήματος των ποσών που τέθηκαν στη διάθεση της προσφεύγουσας.

19     Το άρθρο 6.3 της συμφωνίας χρηματοδοτήσεως αναφέρει ότι η προσφεύγουσα, αν αποδειχθεί ότι δεν έχει τη δυνατότητα να υλοποιήσει πράγματι το σχέδιο πριν από την καταληκτική ημερομηνία για την υλοποίησή του, μπορεί, ωστόσο, να τύχει μιας μετατροπής της άνευ τόκων προκαταβολής σε επιδότηση έναντι της διαθέσεως στην Επιτροπή της μελέτης του εφικτού, η οποία μπορεί, σε μια τέτοια περίπτωση, να χρησιμοποιήσει τη μελέτη αυτή κατά το δοκούν.

20     Το άρθρο 9.1.1 της συμφωνίας χρηματοδοτήσεως ορίζει ότι η προσφεύγουσα δεσμεύεται να χρησιμοποιήσει τα ποσά που τίθενται στη διάθεσή της αποκλειστικά για την πληρωμή των επιλέξιμων δαπανών. Το άρθρο 9.1.5 της εν λόγω συμφωνίας ορίζει ότι η προσφεύγουσα δεσμεύεται να επιτρέπει και να διευκολύνει τις υπηρεσίες της Επιτροπής για τη διενέργεια κάθε εξακρίβωσης, ελέγχου και εργασίας αξιολογήσεως που θα κρίνονταν αναγκαία και να θέτει στη διάθεσή τους όλα τα έγγραφα και τα στοιχεία που της ζητούνται.

21     Σύμφωνα με το άρθρο 14 της συμφωνίας χρηματοδοτήσεως, το κύρος, η ερμηνεία και η εκτέλεση της εν λόγω συμφωνίας διέπονται από το λουξεμβουργιανό δίκαιο.

22     Σύμφωνα με το άρθρο 15 της εν λόγω συμφωνίας, «κάθε διαφορά ανακύπτουσα από [τη συμφωνία] χρηματοδοτήσεως ή από την εφαρμογή της υπόκειται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου».

 Το ιστορικό της διαφοράς

23     Σύμφωνα με τη συμφωνία χρηματοδοτήσεως, η Επιτροπή κατέβαλε στην CL, στις 20 Ιανουαρίου 1997, το ποσό των 8 710 ευρώ ως επιστροφή των επιλέξιμων δαπανών που αφορούν την προμελέτη του εφικτού του σχεδίου. Περαιτέρω, την ίδια ημερομηνία, η Επιτροπή κατέβαλε στην CL το ποσό των 32 017 ευρώ, υπό τη μορφή άνευ τόκων προκαταβολής, η οποία αντιστοιχεί στο 60 % του τμήματος των εις βάρος της επιλέξιμων δαπανών που αφορούν τη μελέτη του εφικτού.

24     Στις 16 Μαρτίου 1998, η σχετική με το επίμαχο σχέδιο μελέτη του εφικτού διαβιβάστηκε στην Επιτροπή.

25     Στις 15 Δεκεμβρίου 1998, η Επιτροπή κατέβαλε στην CL, σύμφωνα με τη συμφωνία χρηματοδοτήσεως, το ποσό των 16 871 ευρώ το οποίο αντιπροσώπευε, υπό τη μορφή άνευ τόκων προκαταβολής, το υπόλοιπο του 40 % των εις βάρος της επιλέξιμων δαπανών σχετικά με τη μελέτη του εφικτού.

26     Με επιστολή της 14ης Ιανουαρίου 2000, που απέστειλε στην CL στις 7 Απριλίου 2000, η Επιτροπή, αφού σημείωσε τη μη πραγματοποίηση της κοινής επιχειρήσεως που αποτελούσε το αντικείμενο της συμφωνίας χρηματοδοτήσεως, ανέφερε ότι δεχόταν να μετατρέψει τις άνευ τόκων προκαταβολές που αφορούσαν τη χρηματοδότηση της μελέτης του εφικτού σε επιδότηση ύψους 48 888 ευρώ.

27     Με τηλεομοιοτυπία της 13ης Σεπτεμβρίου 2002, η Επιτροπή πληροφόρησε την CL ότι σχεδίαζε να πραγματοποιήσει επιθεώρηση στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας για να ελέγξει, ειδικότερα, αν οι δαπάνες που δηλώθηκαν για τη μελέτη του εφικτού είχαν πράγματι αναληφθεί και πραγματοποιηθεί από την προσφεύγουσα. Προς τούτο, η Επιτροπή ζήτησε από την CL να εξασφαλίσει ότι η προσφεύγουσα θα της παράσχει την πρόσβαση, μεταξύ άλλων, στα πρωτότυπα των σχετικών δικαιολογητικών εγγράφων. Η Επιτροπή διευκρίνισε, περαιτέρω, ότι αν δεν ικανοποιούνταν οι απαιτήσεις αυτές διατηρούσε το δικαίωμα να ζητήσει την επιστροφή των ήδη καταβληθέντων ποσών.

28     Στις 8 Νοεμβρίου 2002, η Επιτροπή προέβη στην εν λόγω επιθεώρηση στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας.

29     Με τηλεομοιοτυπία της 13ης Νοεμβρίου 2002, η Επιτροπή απέστειλε στην CL τον κατάλογο των πρωτοτύπων δικαιολογητικών εγγράφων που δεν παρασχέθηκαν κατά την επιθεώρηση, ζητώντας την προσκόμισή τους πριν από τις 15 Δεκεμβρίου 2002. Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, αν τα έγγραφα αυτά δεν προσκομίζονταν εντός της ταχθείσας προθεσμίας, θα ασκούσε το δικαίωμα να ζητήσει την ολοσχερή επιστροφή των εισπραχθέντων από την προσφεύγουσα ποσών στο πλαίσιο του επίμαχου σχεδίου.

30     Με επιστολές της 19ης Δεκεμβρίου 2002 και της 30ής Ιανουαρίου 2003, η προσφεύγουσα παρέσχε στην Επιτροπή ορισμένα από τα έγγραφα που αυτή είχε ζητήσει.

31     Με επιστολή της 8ης Ιουλίου 2003 που απηύθυνε στην CL (στο εξής: επιστολή της 8ης Ιουλίου 2003), η Επιτροπή ανέφερε, αφενός, ότι η προσφεύγουσα δεν είχε προσκομίσει όλα τα αιτηθέντα δικαιολογητικά έγγραφα και, αφετέρου, ότι, δεδομένου ότι οι σχετικές με την προμελέτη και τη μελέτη του εφικτού επιλέξιμες δαπάνες δεν είχαν πιστοποιηθεί με επαρκή αποδεικτικά έγγραφα, η προσφεύγουσα δεν είχε αποδείξει ότι η επίμαχη κοινοτική χρηματοδότηση είχε χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με τους σκοπούς που διαλαμβάνονταν στην αίτηση χρηματοδοτήσεως. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή πληροφόρησε την CL ότι το σύνολο των καταβληθέντων στην προσφεύγουσα ποσών, στο πλαίσιο της «Facilité 2» του επίμαχου σχεδίου, ήτοι 57 598 ευρώ πλέον τόκων, δηλαδή συνολικό ποσό 77 680,97 ευρώ, έπρεπε να επιστραφεί. Προς τούτο, η Επιτροπή ζήτησε από τη CL να ενημερώσει την προσφεύγουσα σχετικά με το μέτρο αυτό και την αιτιολογία του, αναφέροντάς της περαιτέρω ότι θα της κοινοποιούσε τις οδηγίες της για τη μεταφορά των αποδοτέων ποσών στους τραπεζικούς λογαριασμούς της Κοινότητας όταν η CL θα είχε επιβεβαιώσει την είσπραξή τους. Η Επιτροπή διευκρίνισε επιπλέον ότι, αν η επιστροφή δεν είχε πραγματοποιηθεί εντός δύο μηνών από της επιστολής αυτής, η CL όφειλε να την ενημερώσει σχετικά με τις ενέργειες που θα αναλάμβανε για την εκτέλεση της πληρωμής.

32     Με επιστολή της 11ης Ιουλίου 2003, η CL ζήτησε από την προσφεύγουσα την επιστροφή των επίμαχων ποσών πριν από τις 8 Σεπτεμβρίου 2003.

33     Με επιστολή της 8ης Σεπτεμβρίου 2003, η προσφεύγουσα διαβίβασε στην Επιτροπή πρόσθετα δικαιολογητικά έγγραφα και της ζήτησε, λαμβάνοντας υπόψη τα τελευταία αυτά έγγραφα, να επανεξετάσει την από 8 Ιουλίου 2003 επιστολή της.

34     Με επιστολή της 30ής Σεπτεμβρίου 2003 (στο εξής: επιστολή της 30ής Σεπτεμβρίου 2003), η Επιτροπή ανέφερε στη CL ότι ενέμενε στη θέση που διατύπωσε με την από 8 Ιουλίου 2003, επιστολή της, τονίζοντας ειδικότερα ότι δεν είχαν προσκομισθεί πολλά σημαντικά πρωτότυπα έγγραφα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή ζήτησε από τη CL να προβεί στην ανάκτηση των επιστρεπτέων ποσών και, αν αυτά δεν είχαν επιστραφεί εντός προθεσμίας ενός μηνός από της επιστολής της, να την ενημερώσει σχετικά με τις ενέργειες που θα αναλάμβανε για την εκτέλεση της πληρωμής.

35     Με επιστολή της 6ης Οκτωβρίου 2003, η CL ζήτησε από την προσφεύγουσα την επιστροφή των επίμαχων ποσών πριν από τις 30 Οκτωβρίου 2003.

36     Με επιστολή της 5ης Νοεμβρίου 2003, η CL πληροφόρησε την Επιτροπή ότι είχε στη διάθεσή της το σύνολο των ποσών που επέστρεψε η προσφεύγουσα.

 Διαδικασία και αιτήματα

37     Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 15 Σεπτεμβρίου 2003, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της επιστολής της 8ης Ιουλίου 2003. Η προσφυγή αυτή πρωτοκολλήθηκε υπό τον αριθμό T-314/03.

38     Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 18 Νοεμβρίου 2003, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της επιστολής της 30ής Σεπτεμβρίου 2003. Η προσφυγή αυτή πρωτοκολλήθηκε υπό τον αριθμό T-378/03.

39     Προς στήριξη των προσφυγών αυτών, η προσφεύγουσα προβάλλει κοινούς λόγους ακυρώσεως αντλούμενους, αντιστοίχως, από παράβαση του άρθρου 1 του κανονισμού 1 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 14), από τη μη τήρηση του χρόνου παραγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312, σ. 1), από παραβίαση της αρχής της συλλογικότητας και από την αναρμοδιότητα του υπογράψαντος τις επιστολές της 8ης Ιουλίου και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, από την ύπαρξη προδήλων πλανών εκτιμήσεως, από την έλλειψη νομικής βάσεως, από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 253 ΕΚ και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Με την προσφυγή της στην υπόθεση T-314/03 η προσφεύγουσα προβάλλει επί πλέον ένα λόγο αντλούμενο από παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως και από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

40     Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 18 Δεκεμβρίου 2003, η Επιτροπή προέβαλε, στην υπόθεση T-314/03, ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

41     Στις 19 Δεκεμβρίου 2003, η Επιτροπή προέβαλε, με χωριστό δικόγραφο, στην υπόθεση T-378/03, ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

42     Με διάταξη του προέδρου του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, οι υποθέσεις T-314/03 και T-378/03 ενώθηκαν για τη διεξαγωγή της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας.

43     Η προσφεύγουσα κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί των ενστάσεων απαραδέκτου την 1η Μαρτίου 2004, ημερομηνία κατά την οποία περατώθηκε η έγγραφη διαδικασία επί του παραδεκτού.

44     Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–       να ακυρώσει τις πράξεις που περιέχονται στις επιστολές της 8ης Ιουλίου 2003 και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003 (στο εξής ομού: προσβαλλόμενες επιστολές),

–       να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

45     Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–       να απορρίψει τις προσφυγές ως απαράδεκτες,

–       να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

46     Κατά το άρθρο 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ένας διάδικος το ζητήσει, το Πρωτοδικείο μπορεί να κρίνει επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, η διαδικασία επί της αιτήσεως συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Πρωτοδικείο αποφασίσει άλλως.

47     Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα στοιχεία της δικογραφίας για να αποφανθεί επί της αιτήσεως που υπέβαλε η Επιτροπή χωρίς τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

48     Η Επιτροπή προβάλλει το απαράδεκτο των υπό κρίση προσφυγών με το αιτιολογικό ότι η προσφεύγουσα, στηρίζοντας τις προσφυγές της στο άρθρο 230 ΕΚ, διέπραξε καταστρατήγηση της διαδικασίας, καθόσον έπρεπε να ασκήσει τις προσφυγές της βάσει του άρθρου 238 ΕΚ.

49     Κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι προσβαλλόμενες επιστολές εντάσσονται σε συμβατικό πλαίσιο με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες και ότι δεν μπορούν συνεπώς να χαρακτηρισθούν διοικητικές αποφάσεις εμπίπτουσες στις πράξεις που διαλαμβάνονται στο άρθρο 249 ΕΚ, των οποίων η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί από τα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ (διατάξεις του Πρωτοδικείου της 3ης Οκτωβρίου 1997, T-186/96, Mutual Aid Administration Services κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II-1633, σκέψεις 50 και 51· της 9ης Ιανουαρίου 2001, T-149/00, Innova κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-1, σκέψη 28, και της 25ης Νοεμβρίου 2003, T-85/01, IAMA Consulting κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 53).

50     Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι μπορεί να ζητήσει παραδεκτώς την ακύρωση των προσβαλλομένων επιστολών βάσει του άρθρου 230 ΕΚ.

51     Συναφώς, η προσφεύγουσα τονίζει, κατ’ αρχάς, ότι, ναι μεν σε εκάστη των τριών επίμαχων συμφωνιών περιελήφθη ρήτρα διαιτησίας, πλην όμως καμία σύμβαση δεν τη συνδέει ευθέως με την Επιτροπή. Δεδομένου όμως ότι η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου που στηρίζεται σε ρήτρα διαιτησίας παρεκκλίνει από το κοινώς ισχύον δίκαιο και πρέπει συνεπώς να ερμηνεύεται στενά (απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 1986, 426/85, Επιτροπή κατά Zoubek, Συλλογή 1986, σ. 4057, σκέψη 11), οι ρήτρες διαιτησίας μπορούν να αντιταχθούν μόνο στα μέρη των συμβάσεων στις οποίες έχουν περιληφθεί και δεν μπορούν συνεπώς να αντιταχθούν σε τρίτους.

52     Κατά συνέπεια, στον βαθμό που η Επιτροπή και η προσφεύγουσα δεν αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη στην ίδια σύμβαση, η Επιτροπή δεν μπορεί να της αντιτάξει κάποια από τις ρήτρες διαιτησίας που προβλέπονται εν προκειμένω. Έτσι, η κατάσταση στην υπό κρίση υπόθεση είναι διαφορετική από εκείνη σε σχέση με την οποία εκδόθηκε η διάταξη IAMA Consulting κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, και στην οποία η ρήτρα διαιτησίας είχε περιληφθεί σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ της προσφεύγουσας και της Επιτροπής.

53     Συναφώς, η προσφεύγουσα φρονεί επίσης ότι η διάταξη Mutual Aid Administration Services κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, αφορούσε τελείως διαφορετικά πραγματικά περιστατικά σε σχέση με τα επίμαχα εν προκειμένω, εφόσον επρόκειτο στην υπόθεση εκείνη για προσφυγή ασκηθείσα από ένα μέρος συμβάσεως κατά του αντισυμβαλλομένου του, ήτοι της Επιτροπής, με την οποία είχε ζητηθεί, στην πραγματικότητα, από το Πρωτοδικείο να υποχρεώσει την Επιτροπή να εκτελέσει τις συμβατικές υποχρεώσεις της. Τόσο λόγω του ελκυστικού χαρακτήρα των συμβατικών ένδικων διαφορών όσο και βάσει της ενστάσεως της αποκαλουμένης «της παράλληλης προσφυγής», ορθώς κρίθηκε απαράδεκτη η προσφυγή ακυρώσεως που ασκήθηκε από μέρος της συμβάσεως.

54     Όσον αφορά τη διάταξη Innova κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, η προσφεύγουσα τονίζει ότι η διάταξη αυτή περιορίζεται στη διαπίστωση ότι, ελλείψει ρήτρας διαιτησίας περιλαμβανομένης σε σύμβαση, το Πρωτοδικείο δεν είναι αρμόδιο να επιληφθεί της διαφοράς σχετικά με απόφαση καταγγελίας της συμβάσεως αυτής την οποία έλαβε η Επιτροπή όσον αφορά τον αντισυμβαλλόμενό της, ο οποίος δεν μπορεί εγκύρως να ζητήσει την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως βάσει του άρθρου 230 ΕΚ, σύμφωνα με την ένσταση την αποκαλούμενη «της παράλληλης προσφυγής».

55     Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η έλλειψη συμβατικής σχέσεως μεταξύ αυτής και της Επιτροπής πρέπει να οδηγήσει στο να κριθούν παραδεκτές οι υπό κρίση προσφυγές ακυρώσεως. Συναφώς, παρατηρεί ότι η Επιτροπή δεν μπορεί ταυτόχρονα να της προσάπτει ότι δεν άσκησε τις υπό κρίση προσφυγές βάσει του άρθρου 238 ΕΚ και να διαπιστώνει την έλλειψη συμβατικών σχέσεων μεταξύ αυτής και της Επιτροπής.

56     Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, βάσει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, ο προσφεύγων δικαιούται να ασκήσει προσφυγή κατά αποφάσεως η οποία παράγει «δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος μεταβάλλοντας την έννομη κατάστασή του» (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639). Συναφώς, η νομολογία δέχεται, μεταξύ άλλων, ότι συνιστά πράξη δυναμένη να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής μια επιστολή συνταχθείσα κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο με την οποία η Επιτροπή απορρίπτει αίτηση κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής (διάταξη του Πρωτοδικείου της 28ης Απριλίου 1994, T-452/93 και T-453/93, Pevasa και Inpesca κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II‑229). Ομοίως, ο κοινοτικός δικαστής έχει δεχθεί το παραδεκτό αιτήματος περί ακυρώσεως αποφάσεως με την οποία μειώνεται το συνολικό ποσό κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής (απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Μαρτίου 1995, T-432/93 έως T-434/93, Socurte κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-503).

57     Η προσφεύγουσα τονίζει ότι οι προσβαλλόμενες επιστολές αποσκοπούν στην ανάκτηση του συνόλου των κοινοτικών κεφαλαίων που της καταβλήθηκαν και αναφέρουν ρητώς ότι το συνολικό ύψος των επιστρεπτέων ποσών λαμβάνει υπόψη τους τόκους, που υπολογίζονται επί του συνολικού αυτού ποσού. Με τις επιστολές αυτές, η Επιτροπή επιβάλλει επί πλέον στην προσφεύγουσα προθεσμία καταβολής.

58     Κατά την προσφεύγουσα, εντεύθεν προκύπτει ότι οι προσβαλλόμενες επιστολές συνιστούν πράξεις επιβάλλουσες υποχρέωση οι οποίες παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ως προς αυτήν, πρώτον, καθόσον διατάσσουν την επιστροφή των ποσών, δεύτερον, καθόσον την υποχρεώνουν να καταβάλει τόκους και, τρίτον, καθόσον την διατάσσουν να καταβάλει τα ως άνω ποσά εντός ορισμένης προθεσμίας, μετά την πάροδο της οποίας θα κινηθεί διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως κατ’ αυτής.

59     Η προσφεύγουσα παρατηρεί επί πλέον ότι, δεδομένου ότι εκτέλεσε πλήρως τις συμβατικές υποχρεώσεις της, η επίμαχη αίτηση επιστροφής αφορά ένα κεκτημένο δικαίωμα. Συγκεκριμένα, με την αίτηση αυτή αποσκοπείται η ανάληψη από την περιουσία της προσφεύγουσας μιας προκαταβολής χορηγηθείσας στο πλαίσιο χρηματοδοτήσεως ενός σχεδίου περιφερειακής αναπτύξεως, προκαταβολή η οποία μετατράπηκε, στις 14 Ιανουαρίου 2000, σε οριστική επιδότηση εκ μέρους της Επιτροπής.

60     Για τους λόγους αυτούς, η προσφεύγουσα φρονεί ότι μπορεί παραδεκτώς να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά των προσβαλλομένων επιστολών.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

61     Με την ένσταση απαραδέκτου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι υπό κρίση προσφυγές έχουν εσφαλμένως στηριχθεί στο άρθρο 230 ΕΚ.

62     Πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 230 ΕΚ, τα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα ελέγχουν τη νομιμότητα των πράξεων που εκδίδονται από τα θεσμικά όργανα και παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι των τρίτων.

63     Κατά πάγια νομολογία, η αρμοδιότητα αυτή αφορά μόνο τις αποφάσεις που καλύπτονται από το άρθρο 249 ΕΚ, ήτοι τις αποφάσεις που τα θεσμικά όργανα καλούνται να λάβουν υπό τις προβλεπόμενες στη Συνθήκη προϋποθέσεις. (διάταξη Innova κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 28, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Ιουλίου 2002, Τ-387/000, Comitato organizzatore del convegno internazionale κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. ΙΙ‑3031, σκέψη 39).

64     Αντιθέτως, οι πράξεις που λαμβάνουν τα θεσμικά όργανα και οι οποίες εντάσσονται σε αμιγώς συμβατικό πλαίσιο με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες δεν περιλαμβάνονται, λόγω της φύσεώς τους, μεταξύ των πράξεων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 249 ΕΚ και των οποίων η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί από το κοινοτικό δικαιοδοτικό όργανο βάσει του άρθρου 230 ΕΚ (διατάξεις Mutual Aid Administration Services κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψεις 50 και 51· Innova κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 28· Comitato organizzatore del convegno internazionale κατά Επιτροπής, σκέψη 63 ανωτέρω, σκέψη 39, και IAMA Consulting κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 53).

65     Κατά τη νομολογία, σύμφωνα με τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 225 ΕΚ και 238 ΕΚ, το Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί διαφορών εκ συμβάσεως που υποβάλλονται ενώπιόν του από φυσικά ή νομικά πρόσωπα μόνο δυνάμει ρήτρας διαιτησίας. Σε αντίθετη περίπτωση, το Πρωτοδικείο θα επεξέτεινε τη δικαιοδοσία του πέραν των διαφορών των οποίων η εκδίκαση του έχει ανατεθεί περιοριστικά από το άρθρο 240 ΕΚ, καθόσον η διάταξη αυτή παρέχει στα εθνικά δικαστήρια τη γενική αρμοδιότητα να επιλαμβάνονται των λοιπών διαφορών στις οποίες η Κοινότητα είναι διάδικος (διατάξεις Mutual Aid Administration Services κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 47· Innova κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 25, και Comitato organizzatore del convegno internazionale κατά Επιτροπής, σκέψη 63 ανωτέρω, σκέψη 37).

66     Εν προκειμένω, πρέπει συνεπώς να εξετασθεί αν οι προσβαλλόμενες επιστολές περιλαμβάνονται μεταξύ των πράξεων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 249 ΕΚ και των οποίων οι αιτήσεις ακυρώσεως εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαιοδοτικού οργάνου βάσει του άρθρου 230 ΕΚ ή αν, αντιθέτως, οι επιστολές αυτές είναι συμβατικής φύσεως.

67     Συναφώς, επιβάλλεται κατ’ αρχάς η διαπίστωση ότι η έννομη σχέση που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαφοράς εντάσσεται σε συμβατικό πλαίσιο.

68     Συγκεκριμένα, ο κανονισμός 3906/89, όπως τροποποιήθηκε, στον οποίο στηρίζεται το πρόγραμμα PHARE, περιορίζεται στον ορισμό των γενικών προϋποθέσεων της οικονομικής ενισχύσεως της Κοινότητας υπέρ των οικείων χωρών, ειδικότερα τους τομείς στους οποίους πρέπει να αναληφθούν δράσεις, και της μορφής της ενισχύσεως αυτής. Ο κανονισμός αυτός δεν ορίζει αντιθέτως κανένα από τους γενικούς ή ειδικούς κανόνες σύμφωνα με τους οποίους κάθε ειδική δράση χρηματοδοτείται από την Κοινότητα.

69     Η ανακοίνωση της 22ας Φεβρουαρίου 1991 προβλέπει ρητώς ότι η διαχείριση των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων που χορηγούνται στο πλαίσιο του προγράμματος JOP ασκείται από ένα δίκτυο ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών που έχουν συνάψει προς τούτο «σύμβαση με την Επιτροπή». Σύμφωνα με την ανακοίνωση αυτή, η εν λόγω σύμβαση πρέπει να περιέχει «τις λεπτομέρειες σχετικά με την εντολή» που δίδεται στους ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.

70     Εν προκειμένω, η Επιτροπή και η CL, ως ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός, συνήψαν έτσι μια συμφωνία-πλαίσιο ορίζουσα τους γενικούς κανόνες της συνεργασίας τους για την προώθηση των επενδύσεων στις ΧΑΚΕ, ιδίως με τη δημιουργία κοινών επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τις διατάξεις της συμφωνίας-πλαισίου, η θέση σε εφαρμογή της συμφωνίας αυτής υπέρ ενός ειδικού σχεδίου διασφαλίζεται, αφενός, με μια ειδική συμφωνία συναπτόμενη μεταξύ της Επιτροπής και του ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού, ορίζουσα τους ειδικούς κανόνες της χρηματοδοτήσεως του εν λόγω σχεδίου, και, αφετέρου, με μια συμφωνία χρηματοδοτήσεως συναπτόμενη μεταξύ αυτού του ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού και του δικαιούχου, εν προκειμένω της προσφεύγουσας, ορίζουσα τους κανόνες της διαθέσεως εκ μέρους του ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού, ως εντολοδόχου της Κοινότητας, των κοινοτικών κεφαλαίων που προορίζονται για τη χρηματοδότηση του τμήματος των δαπανών που είναι επιλέξιμες στο πλαίσιο του οικείου σχεδίου. Σύμφωνα με την ως άνω συμφωνία χρηματοδοτήσεως, η προσφεύγουσα δεσμεύεται, ειδικότερα, να χρησιμοποιήσει τα χορηγηθέντα κοινοτικά κεφάλαια αποκλειστικά για την πληρωμή των επιλέξιμων δαπανών.

71     Εντεύθεν προκύπτει ότι οι σχέσεις μεταξύ, αφενός, της Επιτροπής και της CL και, αφετέρου, της CL και της προσφεύγουσας πρέπει να θεωρηθούν ότι είναι συμβατικής φύσεως, εφόσον το σύνολο των κανόνων της χρηματοδοτήσεως του οικείου σχεδίου ορίζεται στις επίμαχες συμφωνίες που συνήφθησαν, αφενός, μεταξύ της Επιτροπής και της CL και, αφετέρου, μεταξύ της CL, ως εντολοδόχου της Επιτροπής, και της προσφεύγουσας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Φεβρουαρίου 1993, C-142/91, Cebag κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-553, σκέψεις 11 έως 13, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Οκτωβρίου 2002, C-134/01, Hans Fuchs κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-3909, σκέψεις 51 έως 53).

72     Η ύπαρξη αυτών των συμβατικών σχέσεων επιβεβαιώνεται εξάλλου από την παρουσία, σε κάθε μία από τις επίμαχες συμφωνίες, μιας ρήτρας σύμφωνα με την οποία το Πρωτοδικείο είναι αποκλειστικά αρμόδιο για να αποφαίνεται επί πάσης διαφοράς αφορώσας το κύρος, την ερμηνεία ή την εκτέλεση των συμφωνιών αυτών. Συγκεκριμένα, η ρήτρα αυτή έχει ευλόγως νόημα μόνον εφόσον υπάρχει συμβατική σχέση μεταξύ των μερών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Hans Fuchs κατά Επιτροπής, σκέψη 71 ανωτέρω, σκέψη 54).

73     Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι το αντικείμενο της διαφοράς εν προκειμένω έχει άμεση σχέση με τις διατάξεις που περιέχονται στις επίμαχες συμφωνίες, εφόσον η εν λόγω διαφορά έχει ως αντικείμενο την επιστροφή της κοινοτικής χρηματοδοτήσεως που προβλέπουν οι προσβαλλόμενες επιστολές, επιστροφή η οποία συνιστά, όπως προκύπτει μεταξύ άλλων από το άρθρο 18.3 της συμφωνίας-πλαισίου, από το άρθρο 8 της ειδικής συμφωνίας και από το άρθρο 6.2.3 της συμφωνίας χρηματοδοτήσεως, την κύρωση για την εκ μέρους της προσφεύγουσας μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών της όσον αφορά τη χρησιμοποίηση των χρηματικών ποσών που τέθηκαν στη διάθεσή της για την πληρωμή των επιλέξιμων δαπανών και την προσκόμιση των δικαιολογητικών εγγράφων της χρησιμοποιήσεως αυτής (βλ., υπό την έννοια αυτή, διατάξεις Innova κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 27, και IAMA Consulting κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 44).

74     Παρά το συμβατικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η έννομη σχέση που αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς, επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι, με τις υπό κρίση προσφυγές, δεν υποβλήθηκε στο Πρωτοδικείο αίτημα στηριζόμενο στο άρθρο 238 ΕΚ, αλλά αίτημα ακυρώσεως βάσει του άρθρου 230 EΚ.

75     Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει σαφώς από την ανάλυση των εισαγωγικών της δίκης δικογράφων.

76     Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα χαρακτηρίζει τις προσφυγές της ως «προσφυγές ακυρώσεως», στηρίζει το παραδεκτό τους στις διατάξεις του άρθρου 230 ΕΚ και διατυπώνει αιτήματα με τα οποία ζητεί κατ’ ουσίαν από το Πρωτοδικείο να κρίνει παράνομες και κατά συνέπεια να ακυρώσει τις πράξεις που κατ’ αυτήν περιέχονται στις επιστολές της 8ης Ιουλίου και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, με τις οποίες η Επιτροπή πληροφόρησε την προσφεύγουσα, μέσω της CL, σχετικά με την υποχρέωση επιστροφής του συνόλου της κοινοτικής χρηματοδοτήσεως που της καταβλήθηκε στο πλαίσιο του οικείου σχεδίου.

77     Συναφώς, πρέπει ειδικότερα να τονιστεί ότι, προς στήριξη του αιτήματός της, η προσφεύγουσα ουδέποτε επικαλέσθηκε το άρθρο 238 EΚ ή τις ρήτρες διαιτησίας που περιέχονται στις επίμαχες συμφωνίες και δεν ανέπτυξε κανένα ισχυρισμό, αιτίαση ή επιχείρημα αντλούμενο από το λουξεμβουργιανό δίκαιο, το οποίο ωστόσο είναι το μοναδικό δίκαιο που εφαρμόζεται στις επίμαχες συμφωνίες βάσει των εν λόγω ρητρών διαιτησίας, αλλά προβάλλει, όπως προκύπτει από τη σκέψη 39 ανωτέρω, «λόγους ακυρώσεως» αντλούμενους από την παράβαση των κανόνων του κοινοτικού δικαίου, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι οι πράξεις που κατ’ αυτήν περιέχονται στις προβαλλόμενες αποφάσεις πάσχουν ελαττώματα που προσιδιάζουν στις διοικητικές πράξεις, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η έλλειψη αιτιολογίας, η έλλειψη νομικής βάσεως ή η πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

78     Με τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου, η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε επί πλέον ρητώς ότι οι υπό κρίση προσφυγές δεν στηρίζονται στο άρθρο 238 ΕΚ, αλλά μόνο στο άρθρο 230 ΕΚ. Η προσφεύγουσα τόνισε μάλιστα συναφώς ότι οι προσφυγές αυτές δεν θα μπορούσαν κατά τη γνώμη της να στηριχθούν στο άρθρο 238 ΕΚ. Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, οι ρήτρες διαιτησίας που περιέχονται στις επίμαχες συμφωνίες δεν μπορούν να αντιταχθούν παρά μόνο στα συμβαλλόμενα μέρη των συμφωνιών αυτών, στις οποίες έχουν περιληφθεί. Η προσφεύγουσα φρονεί όμως ότι δεν υφίσταται εν προκειμένω καμία συμβατική σχέση μεταξύ αυτής και της Επιτροπής.

79     Από τα ανωτέρω προκύπτει συνεπώς ότι η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει πράξεις εκδοθείσες από ένα κοινοτικό όργανο βάσει του άρθρου 230 ΕΚ, οι οποίες, μολονότι εντάσσονται σε συμβατικό πλαίσιο, είναι, κατά την προσφεύγουσα, διοικητικής φύσεως.

80     Οι επιστολές όμως της 8ης Ιουλίου και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003 ουδόλως συνιστούν διοικητικές πράξεις.

81     Συγκεκριμένα, από κανένα στοιχείο των επιστολών αυτών δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή ενήργησε εν προκειμένω κάνοντας χρήση των προνομίων της δημοσίας εξουσίας. Με τις εν λόγω επιστολές, η Επιτροπή περιορίστηκε, κατ’ ουσίαν, βάσει της ερμηνείας των πραγματικών περιστατικών και των σχετικών διατάξεων των επίμαχων συμφωνιών, να πληροφορήσει την προσφεύγουσα, μέσω της CL, σχετικά με την υποχρέωσή της να επιστρέψει τα κοινοτικά κεφάλαια που είχαν τεθεί στη διάθεσή της στο πλαίσιο του οικείου σχεδίου. Πράττοντας τούτο, η Επιτροπή ενήργησε αποκλειστικά στο πλαίσιο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που γεννήθηκαν από τις επίμαχες συμφωνίες, όπως προκύπτουν, ειδικότερα, πράγμα το οποίο διαπιστώθηκε ήδη στη σκέψη 73 ανωτέρω, από το άρθρο 18.3 της συμφωνίας-πλαισίου, από το άρθρο 8 της ειδικής συμφωνίας και από το άρθρο 6.2.3 της συμφωνίας χρηματοδοτήσεως, που προβλέπουν τη δυνατότητα της εκ μέρους της Επιτροπής ανακτήσεως της κοινοτικής χρηματοδοτήσεως από τον δικαιούχο σε περίπτωση που ο τελευταίος αυτός δεν προσκομίζει τα αναγκαία δικαιολογητικά έγγραφα για να αποδείξει τη χρησιμοποίηση των εν λόγω κεφαλαίων.

82     Η διαπίστωση αυτή ουδόλως μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από το γεγονός ότι οι σκοποί που επιδιώκει η Επιτροπή, μέσω της συνάψεως των σχετικών εν προκειμένω συμφωνιών, μετέχουν της γενικού συμφέροντος αποστολής που της έχει ανατεθεί στο πλαίσιο του προγράμματος JOP (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη IAMA Consulting κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 51).

83     Συναφώς, πρέπει να τονισθεί ότι, αντίθετα προς ό,τι ισχύει στο πλαίσιο της χορηγήσεως χρηματοδοτικών συνδρομών από τα διαρθρωτικά ταμεία που διαλαμβάνονται στο άρθρο 159, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, η αίτηση επιστροφής που υπέβαλε εν προκειμένω η Επιτροπή δεν στηρίζεται στις διατάξεις ενός κοινοτικού κανονισμού κατά την έννοια του άρθρου 249 ΕΚ, αλλά, όπως διαπιστώθηκε ήδη στις σκέψεις 73 και 81 ανωτέρω, στις συμβατικές διατάξεις που προβλέπουν οι επίμαχες συμφωνίες. Κακώς, συνεπώς, η προσφεύγουσα επιχειρεί να στηρίξει το παραδεκτό των υπό κρίση προσφυγών στις αρχές που έχει συναγάγει το Πρωτοδικείο στο πλαίσιο προσφυγών ακυρώσεως ασκηθεισών κατά αποφάσεων που έλαβε η Επιτροπή όσον αφορά τη χορήγηση ποσών από τα διαρθρωτικά ταμεία.

84     Κατά συνέπεια, οι προσβαλλόμενες επιστολές ουδόλως μετέχουν της ασκήσεως των προνομίων δημόσιας εξουσίας της Επιτροπής, οπότε οι επιστολές αυτές δεν μπορούν να είναι εκτελεστές (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη IAMA Consulting κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 52). Συναφώς, πρέπει εξάλλου να τονισθεί ότι η Επιτροπή, με εκάστη των εν λόγω επιστολών, ζητεί ρητώς από τον ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό να την ενημερώσει σχετικά με τις ενέργειες που θα αναλάβει για να προβεί στην εκτέλεση των πληρωμών στην περίπτωση κατά την οποία η προσφεύγουσα δεν θα προβεί στην επιστροφή των επίμαχων ποσών εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

85     Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι προσβαλλόμενες επιστολές εντάσσονται σε ένα αμιγώς συμβατικό πλαίσιο με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες και ότι, από τη φύση τους, δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των πράξεων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 249 ΕΚ, των οποίων η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί από το κοινοτικό δικαιοδοτικό όργανο βάσει του άρθρου 230 EΚ.

86     Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από το γεγονός που προβάλλει η προσφεύγουσα ότι, για να διατηρήσει τις καλές σχέσεις που έχει με τη CL, θέλησε να μην τεθεί η τελευταία αυτή σε κατάσταση αβεβαιότητας σε σχέση με την Επιτροπή. Συγκεκριμένα, το γεγονός αυτό, που προκύπτει από απόλυτα ελεύθερη επιλογή της προσφεύγουσας για λόγους σκοπιμότητας με βάση τα ίδια συμφέροντά της, δεν μπορεί προφανώς να θέσει εν αμφιβόλω το γεγονός ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις συνδέονται αναπόσπαστα με το συμβατικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται και να οδηγήσει σε αλλαγή της φύσης τους για να παρασχεθεί στο Πρωτοδικείο ακυρωτική αρμοδιότητα βάσει του άρθρου 230 ΕΚ.

87     Επομένως, οι υπό κρίση προσφυγές, στο βαθμό που με αυτές ζητείται η ακύρωση, βάσει του άρθρου 230 ΕΚ, πράξεων που έχουν αμιγώς συμβατική φύση, δεν είναι παραδεκτές.

88     Το Πρωτοδικείο έχει βεβαίως δεχθεί, σε άλλη περίπτωση, να επαναχαρακτηρίσει ένα ένδικο βοήθημα το οποίο ασκήθηκε ως προσφυγή ακυρώσεως, ενώ η διαφορά ήταν στην πραγματικότητα συμβατικής φύσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Σεπτεμβρίου 2001, T-26/00, Lecureur κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑2623, σκέψη 38). Ωστόσο, εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να προβεί σε ένα τέτοιο επαναχαρακτηρισμό, εφόσον, αφενός, η ίδια η προσφεύγουσα ανέφερε ρητώς, με τα δικόγραφά της, ότι οι υπό κρίση προσφυγές δεν στηρίζονται στο άρθρο 238 EΚ και, αφετέρου, αντίθετα προς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, η εν λόγω προσφεύγουσα δεν εκθέτει, ούτε καν συνοπτικά, κανένα ισχυρισμό, επιχείρημα ή αιτίαση που να αντλείται από την παράβαση του λουξεμβουργιανού δικαίου, το οποίο είναι το μοναδικό δίκαιο που εφαρμόζεται στις επίμαχες συμφωνίες βάσει των ρητρών διαιτησίας που αυτές προβλέπουν.

89     Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει συνεπώς να απορριφθούν οι υπό κρίση προσφυγές ως απαράδεκτες.

 Επί των δικαστικών εξόδων

90     Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε και η Επιτροπή υπέβαλε σχετικό αίτημα, πρέπει να καταδικαστεί η προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει τις προσφυγές ως απαράδεκτες.

2)      Καταδικάζει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 10 Μαΐου 2004.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

H. Jung

 

      J. Azizi


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.