Απόφαση του Πρωτοδικείου (τέταρτο πενταμελές τμήμα) της 21ης Νοεμβρίου 2002. - Kundan Industries Ltd και Tata International Ltd κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. - Ντάμπινγκ - Συνδετήρες από ανοξείδωτο χάλυβα - Καθορισμός της τιμής εξαγωγής - Αναξιόπιστη τιμή - Καθορισμός της κανονικής αξίας - Δικαιώματα άμυνας. - Υπόθεση T-88/98.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα II-04897
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
1. Κοινή εμπορική πολιτική - Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ - Περιθώριο ντάμπινγκ - Προσδιορισμός της τιμής εξαγωγής - Προσφυγή στην κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής - Προϋποθέσεις - Εξουσία εκτιμήσεως των κοινοτικών οργάνων - Δικαστικός έλεγχος - Όρια
(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 9)
2. Κοινή εμπορική πολιτική - Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ - Περιθώριο ντάμπινγκ - Προσδιορισμός της τιμής εξαγωγής - Προσφυγή στην κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής - Επιτρέπεται σε περίπτωση που προκύπτει η ύπαρξη συμφωνίας συμψηφισμού μεταξύ παραγωγού και εξαγωγέα
(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 9)
3. Κοινή εμπορική πολιτική - Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ - Περιθώριο ντάμπινγκ - Σύγκριση της κανονικής τιμής με την τιμή εξαγωγής - Προσαρμογές - Βάρος της αποδείξεως
(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 10)
4. Κοινή εμπορική πολιτική - Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ - Διεξαγωγή της έρευνας - Πληροφορίες προερχόμενες από ενδιαφερόμενη επιχείρηση - Αμφισβήτησή τους εκ μέρους της ιδίας - Δεν επιτρέπεται
(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρο 18 § 3)
5. Κοινοτικό δίκαιο - Aρχές - Δικαιώματα άμυνας - Σεβασμός στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών - Αντιντάμπινγκ - Υποχρέωση των θεσμικών οργάνων να διασφαλίζουν την ενημέρωση των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων - Περιεχόμενο
(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρο 20)
1. Όπως προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96, τα θεσμικά όργανα μπορούν να θεωρήσουν ότι η τιμή εξαγωγής δεν είναι αξιόπιστη σε δύο περιπτώσεις, ήτοι οσάκις υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου ή λόγω συμψηφιστικού διακανονισμού μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου. Πέραν των περιπτώσεων αυτών, τα θεσμικά όργανα οφείλουν, όταν υφίσταται τιμή εξαγωγής, να στηρίζονται επ' αυτής για τον προσδιορισμό του ντάμπινγκ.
Πάντως, η εξέταση του ζητήματος αν οι δηλωθείσες από εξαγωγέα τιμές εξαγωγής είναι ή όχι αξιόπιστες συνεπάγεται κατ' ανάγκην πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, για τις οποίες τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, οπότε ο κοινοτικός δικαστής καλείται να ασκήσει περιορισμένο δικαστικό έλεγχο.
( βλ. σκέψεις 49-50 )
2. Η επαγωγική μέθοδος βάσει της οποίας συνάγεται η ύπαρξη ενώσεως ή συμψηφιστικού διακανονισμού μεταξύ ενός παραγωγού και ενός εξαγωγέα από τη διαπίστωση ότι οι τιμές μεταπωλήσεως που εφαρμόζει ο εξαγωγέας στην κοινοτική αγορά είναι κατώτερες των τιμών αγοράς με τις οποίες τον χρεώνει ο παραγωγός, δεν είναι αντίθετη ούτε προς το γράμμα ούτε προς το πνεύμα του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού 384/96. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη διάταξη αυτή, και ιδίως από τη χρήση των όρων «όταν προκύπτει», τα όργανα διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως προκειμένου να αποφασίσουν αν επιβάλλεται η εφαρμογή του άρθρου αυτού και αν μπορεί να γίνει χρήση της κατασκευασμένης τιμής εξαγωγής όχι μόνον οσάκις τα όργανα διαθέτουν αποδεικτικά στοιχεία ως προς την ύπαρξη συμψηφιστικού διακανονισμού αλλά και οσάκις προκύπτει ότι υφίσταται πρόμοιος διακανονισμός.
( βλ. σκέψεις 60-61 )
3. Όπως προκύπτει τόσο από το γράμμα όσο και από την οικονομία του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγ 384/96, τυχόν προσαρμογή της τιμής εξαγωγής ή της κανονικής αξίας μπορεί να πραγματοποιηθεί αποικλειστικά προκειμένου να ληφθούν υπόψη διαφορές ως προς τους παράγοντες που επηρεάζουν τις τιμές και, κατ' επέκταση, τη συγκρισιμότητά τους. Αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση προμηθείας η οποία όντως καταβλήθηκε.
Για να είναι σε θέση να προβούν σε παρόμοια προσαρμογή, τα θεσμικά όργανα οφείλουν να στηριχθούν σε στοιχεία δυνάμενα να στοιχειοθετήσουν ή επιτρέποντα να συναχθεί ότι όντως καταβλήθηκε προμήθεια ικανή να θίξει σε συγκεκριμένο βαθμό τη συγκρισιμότητα μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας.
Πράγματι, όπως ακριβώς το ενδιαφερόμενο μέρος που ζητεί, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, προσαρμογές με σκοπό να καταστούν συγκρίσιμες η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής ενόψει του καθορισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ, πρέπει να αποδείξει ότι το αίτημά του είναι δικαιολογημένο, εναπόκειται στα θεσμικά όργανα να στηριχτούν, εφόσον εκτιμούν ότι οφείλουν να προβούν στην προσαρμογή της μορφής αυτής, σε αποδείξεις ή τουλάχιστον σε ενδείξεις, επιτρέπουσες να αποδειχθεί η συνδρομή του παράγοντα δυνάμει του οποίου πραγματοποιείται η προσαρμογή και να προσδιοριστεί η επίπτωσή του επί της συγκρισιμότητας των τιμών.
( βλ. σκέψεις 94-96 )
4. Το άρθρο 18, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96, μολονότι παρέχει στο ενδιαφερόμενο μέρος τη δυνατότητα να υποστηρίξει ότι τα θεσμικά όργανα απέρριψαν εσφαλμένα τις πληροφορίες που προσκόμισε το ίδιο, πάντως, δεν του παρέχει το δικαίωμα να ζητεί την εκ μέρους τρίτων απόρριψη των πληροφοριών που προσκόμισε το ίδιο.
( βλ. σκέψη 110 )
5. Δυνάμει της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, οι επιταγές της οποίας απαντούν στο άρθρο 20 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96, οι εμπλεκόμενες σε διαδικασία έρευνας προ της εκδόσεως κανονισμού αντιντάμπινγκ επιχειρήσεις πρέπει να έχουν τη δυνατότητα, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, να γνωστοποιούν λυσιτελώς την άποψή τους επί του υποστατού και της συναφείας των προβαλλομένων γεγονότων και περιστάσεων και επί των αποδεικτικών στοιχείων που επέλεξε η Επιτροπή για να στηρίξει τον ισχυρισμό της περί υπάρξεως πρακτικής ντάμπινγκ ή της εντεύθεν απορρέουσας ζημίας.
( βλ. σκέψη 132 )
Στην υπόθεση T-88/98,
Kundan Industries Ltd,
Tata International Ltd,
με έδρα το Mumbai (Ινδία), εκπροσωπούμενες από τους δικηγόρους J.-F. Bellis και P. De Baere, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
προσφεύγουσες,
κατά
Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενο από τον S. Marquardt, επικουρούμενο από τους δικηγόρους H.-J. Rabe and G. Berrisch, avocats,
καθού,
υποστηριζόμενου από την
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους V. Kreuschitz και N. Khan, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
παρεμβαίνουσα,
που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΚ) 393/98 του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές συνδετήρων και μερών αυτών από ανοξείδωτο χάλυβα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Ινδίας, Δημοκρατίας της Κορέας, Μαλαισίας, Ταϊβάν και Ταϊλάνδης (EE L 50, σ. 1),
ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ
(τέταρτο πενταμελές τμήμα),
συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, Πρόεδρο, V. Tiili, J. Pirrung, P. Mengozzi και A. W. H. Meij, δικαστές,
γραμματέας: H. Jung
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ' ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Φεβρουαρίου 2002,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
Κανονιστικό πλαίσιο
1 Το άρθρο 2, παράγραφοι 8 και 9, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1, στο εξής: βασικός κανονισμός), καθορίζει τις λεπτομέρειες υπολογισμού της τιμής εξαγωγής.
2 Το άρθρο 2, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού προβλέπει ειδικότερα ότι «Ως τιμή εξαγωγής θεωρείται η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή του προϊόντος κατά την πώλησή του προς εξαγωγή από τη χώρα εξαγωγής στην Κοινότητα».
3 Το άρθρο 2, παράγραφος 9, του ιδίου κανονισμού έχει ως εξής:
«Όταν δεν υπάρχει τιμή εξαγωγής ή όταν προκύπτει ότι η τιμή εξαγωγής δεν είναι δυνατό να ληφθεί ως αξιόπιστη βάση εξαιτίας κάποιου συνδέσμου ή συμψηφιστικού διακανονισμού μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου, η τιμή εξαγωγής είναι δυνατό να κατασκευάζεται με βάση την τιμή στην οποία το εισαγόμενο προϊόν μεταπωλείται για πρώτη φορά σε ανεξάρτητο αγοραστή ή, αν το προϊόν δεν μεταπωλείται σε ανεξάρτητο αγοραστή ή δεν μεταπωλείται στην κατάσταση στην οποία εισήχθη, με οποιαδήποτε εύλογη βάση.
Στις παραπάνω περιπτώσεις, για τον καθορισμό μιας αξιόπιστης τιμής εξαγωγής στο επίπεδο των συνόρων της Κοινότητας πραγματοποιούνται προσαρμογές, για όλα τα έξοδα που έχουν ανακύψει μεταξύ εισαγωγής και μεταπωλήσεως, συμπεριλαμβανομένων των δασμών και των φόρων, καθώς και για τα πραγματοποιούμενα κέρδη.
Οι δαπάνες για τις οποίες πραγματοποιείται προσαρμογή συμπεριλαμβάνουν εκείνες που επιβαρύνουν κανονικά τον εισαγωγέα, αλλά έχουν καταβληθεί από οποιονδήποτε τρίτο, είτε στο εσωτερικό της Κοινότητας, είτε εκτός αυτής, ο οποίος εμφανίζεται να συνδέεται ή να έχει συνάψει συμψηφιστικό διακανονισμό με τον εισαγωγέα ή τον εξαγωγέα, περιλαμβάνουν δε τη συνήθη μεταφορά, την ασφάλιση, τις εργασίες διεκπεραιώσεως και φορτώσεως, καθώς και τα παρεπόμενα έξοδα, τους δασμούς, τους τυχόν δασμούς αντιντάμπινγκ και τους λοιπούς φόρους που είναι πληρωτέοι στη χώρα εισαγωγής εξαιτίας της εισαγωγής ή της πωλήσεως των εμπορευμάτων και ένα εύλογο περιθώριο για τα έξοδα πωλήσεως, τα γενικά και διοικητικά έξοδα και το κέρδος.»
4 Το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού θεσπίζει τα κριτήρια, βάσει των οποίων τα όργανα προβαίνουν σε δίκαιη σύγκριση μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας. Ορίζει ειδικότερα:
«Η σύγκριση αυτή αφορά το ίδιο στάδιο εμπορίας, όσον αφορά πωλήσεις πραγματοποιηθείσες σε ημερομηνίες όσο το δυνατόν εγγύτερες, και λαμβανομένων δεόντως υπόψη άλλων διαφορών που επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών. Όταν η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής που διαμορφώνεται δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές συγκρίσεως, πραγματοποιούνται προσαρμογές για κάθε περίπτωση, με βάση τα ατομικά της στοιχεία προκειμένου να ληφθούν δεόντως υπόψη διαφορές των παραγόντων για τους οποίους προβάλλεται ο ισχυρός και αποδεικνύεται ότι επηρεάζουν τις τιμές και, κατ' επέκταση, τη συγκρισιμότητα των τιμών. Πρέπει να αποφεύγεται οποιαδήποτε επανάληψη προσαρμογής που έχει ήδη γίνει, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για διαφορές αφορώσεως τις εκπτώσεις επί της τιμής, τις επιστροφές, τις ποσότητες ή τα στάδια εμπορίας».
5 Το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ_, του κανονισμού προβλέπει ιδίως ότι «πραγματοποιείται προσαρμογή για διαφορές στις προμήθειες που έχουν καταβληθεί σε σχέση με τις υπό εξέταση πωλήσεις».
6 Το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού θέτει τους κανόνες επί θεμάτων συνεργασίας μεταξύ των οργάνων και των εμπλεκομένων στην έρευνα αντιντάμπινγκ επιχειρήσεων. Ειδικότερα, η παράγραφος 3 αυτού ορίζει:
«Αν οι πληροφορίες που προσκομίζει ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν είναι ενδεχομένως άρτιες από κάθε άποψη, λαμβάνονται οπωσδήποτε υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδεχόμενες ελλείψεις δεν είναι τέτοιες, ώστε να δυσχεραίνουν υπέρμετρα τη συναγωγή συμπεράσματος με ικανοποιητική ακρίβεια και υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πληροφορίες υποβάλλονται με τον δέοντα τρόπο και εγκαίρως, ότι είναι επαληθεύσιμες και ότι το οικείο μέρος έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια.»
7 Τέλος, το άρθρο 20, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, το οποίο αφορά τα δικαιώματα των μερών επί του πληροφοριακών στοιχείων, είναι διατυπωμένο ως εξής:
«Η τελική αποκάλυψη στοιχείων γίνεται γραπτώς. Λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ανάγκης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, η τελική αποκάλυψη στοιχείων πρέπει να πραγματοποιείται το συντομότερο δυνατόν και, καταρχήν, το αργότερο ένα μήνα πριν από την οριστική απόφαση ή την υποβολή εκ μέρους της Επιτροπής οποιασδήποτε προτάσεως για τη λήψη οριστικών μέτρων βάσει του άρθρου 9. Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αποκαλύψει ορισμένα πραγματικά περιστατικά ή το σκεπτικό τη δεδομένη στιγμή, αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν σε μεταγενέστερο στάδιο. Η αποκάλυψη αυτή δεν θίγει οποιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση την οποία ενδεχομένως λαμβάνει η Επιτροπή ή το Συμβούλιο, αλλά αν η απόφαση αυτή στηρίζεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και σε διαφορετικό σκεπτικό, αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν».
8 Συναφώς, το άρθρο 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού διευκρινίζει:
«Τυχόν παραστάσεις των ενδιαφερομένων μετά την τελική αποκάλυψη στοιχείων λαμβάνονται υπόψη εφόσον παραληφθούν εντός προθεσμίας που ορίζει η Επιτροπή κατά περίπτωση, η οποία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των δέκα ημερών, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του επείγοντος του θέματος».
Πραγματικά περιστατικά της διαφοράς
9 Οι εταιρίες Kundan Industries Ltd και Tata International Ltd (στο εξής: Kundan και Tata) είναι εγκατεστημένες στην Ινδία και διέπονται από την εκεί ισχύουσα νομοθεσία.
10 Η Kundan κατασκευάζει συνδετήρες από ανοξείδωτο χάλυβα (στο εξής: EFAI) και τους πωλεί στην Tata η οποία, στο πλαίσιο των εξαγωγικών δραστηριοτήτων της, τους μεταπωλεί σε ανεξάρτητους εισαγωγείς εντός της Κοινότητας. Οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ των προσφευγουσών διέπονται από πρωτόκολλο συμφωνίας (memorandum of understanding) με αντικείμενο την από 25 Οκτωβρίου 1994 σύναψη αποκλειστικής συμφωνίας διανομής. Οι προσφεύγουσες υπέγραψαν στις 16 Νοεμβρίου 1995 πρόσθετη πράξη με την οποία τροποποίησαν τις ρήτρες 5 και 7 του πρωτοκόλλου περί καθορισμού αντιστοίχως των όρων εφοδιασμού της Kundan με πρώτες ύλες και των λεπτομερειών υπολογισμού της τιμής αγοράς, βάσει τιμολογίων, των εμπορευμάτων από την Tata, καθώς και του περιθωρίου κέρδους της Tata.
11 Η Επιτροπή δημοσίευσε στις 7 Δεκεμβρίου 1996 στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ανακοίνωση σχετικά με την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εντός της Κοινότητας εισαγωγές των EFAI και των μερών αυτών καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, της Ινδίας, της Μαλαισίας, της Δημοκρατίας της Κορέας και της Ταϊβάν (ΕΕ C 369, σ. 3).
12 Μετά την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή απηύθυνε στις προσφεύγουσες ερωτηματολόγιο προοριζόμενο για τους μη κοινοτικούς παραγωγείς και εξαγωγείς. Οι προσφεύγουσες διαβίβασαν στην Επιτροπή κεχωρισμένως τις απαντήσεις τους.
13 Οι επιφορτισμένοι με την έρευνα εκπρόσωποι της Επιτροπής μετέβησαν τον Φεβρουάριο του 1977 στην Ινδία και επισκέφθηκαν τα καταστήματα των προσφευγουσών προς εξακρίβωση.
14 Η Επιτροπή δημοσίευσε στις 5 Σεπτεμβρίου 1997 τον κανονισμό (ΕΚ) 1732/97, της 4ης Σεπτεμβρίου 1997, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές συνδετήρων και μερών αυτών από ανοξείδωτο χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Ινδίας, Μαλαισίας, Δημοκρατίας της Κορέας, Ταϊβάν και Ταϊλάνδης (ΕΕ L 243 σ. 17, στο εξής: προσωρινός κανονισμός). Το άρθρο 1 του κανονισμού επέβαλε στην Kundan προσωρινό δασμό ύψους 53,6 %.
15 Με έγγραφο της 9ης Σεπτεμβρίου 1997, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαβίβασαν στις προσφεύγουσες πληροφορίες αφορώσες τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων επιβλήθηκε ο προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ.
16 Οι προσφεύγουσες διαβίβασαν στις 10 Οκτωβρίου 1997 στην Επιτροπή τα σχόλιά τους επί του καθορισμού του προσωρινού δασμού. Αμφισβήτησαν ειδικότερα τις προσαρμογές που επέφερε η Επιτροπή επί της τιμής εξαγωγής της Kundan.
17 Οι υπηρεσίες της Επιτροπής απέστειλαν στις 29 Οκτωβρίου 1997 στις προσφεύγουσες έγγραφο καλώντας τους να παράσχουν πληροφορίες επί της στρατηγικής τους σε θέματα τιμών. Με το ίδιο έγγραφο, η Επιτροπή διευκρίνισε στις προσφεύγουσες ότι είχει διαπιστώσει ότι οι βάσει τιμολογίων τιμές που χρέωνε η Kundan στην Tata ήσαν περίπου 10 % υψηλότερες από τις τιμές που χρέωνε η Tata, βάσει τιμολογίων, τους κοινοτικούς αγοραστές, τις κάλεσε δε να παράσχουν συναφώς εξηγήσεις.
18 Με έγγραφο της 3ης Νοεμβρίου 1997, οι προσφεύγουσες απάντησαν ότι η πολιτική τους επί των τιμών εξηγούνταν εκ του ότι η Tata έκανε χρήση του καθιερωθέντος από την Ινδική Κυβέρνηση συστήματος επιστροφής των εισαγωγικών δασμών (αποκαλούμενου καθεστώτος Passbook), το οποίο της επέτρεπε να αντισταθμίζει τις εφαρμοζόμενες στην κοινοτική αγορά χαμηλότερες τιμές από εκείνες που χρεώνε η Kundan βάσει τιμολογίων.
19 Οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαβίβασαν στις 23 Δεκεμβρίου 1997 στις προσφεύγουσες πληροφοριακό έγγραφο όπου εξέθεταν τα ουσιώδη περιστατικά και τις εκτιμήσεις, βάσει των οποίων επροτίθεντο να προτείνουν στο Συμβούλιο τη θέσπιση οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ στην περίπτωσή τους. Με το εν λόγω έγγραφο, διευκρινίστηκε ότι η τιμή εξαγωγής δεν υπολογιζόταν πλέον επί των τιμών με τις οποίες χρέωνε η Kundan την Tata βάσει τιμολογίων αλλ' επί των τιμών με τις οποίες χρέωνε η Tata, βάσει τιμολογίων, τους κοινοτικούς αγοραστές. Στο ίδιο έγγραφο, οι υπηρεσίες της Επιτροπής εξηγούσαν και τους λόγους για τους οποίους είχαν αποφασίσει να αφαιρέσουν από την ούτως υπολογισθείσα τιμή εξαγωγής προμήθεια εκτιμώμενη στο 2 %.
20 Οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τα σχόλιά τους με έγγραφα της 13ης Ιανουαρίου και 2ας Φεβρουαρίου 1998, αμφισβητώντας την προσφυγή στην τιμή μεταπωλήσεως εκ μέρους της Tata για τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής, την αφαίρεση της εκτιμώμενης προμήθειας και τη διαφορά των διαπιστωθέντων περιθωρίων ντάμπινγκ για τους διάφορους Ινδούς εξαγωγείς που είχαν συνεργαστεί με την Επιτροπή.
21 Επ' αυτών, η Επιτροπή απάντησε με έγγραφο της 10ης Φεβρουαρίου 1998.
22 Το Συμβούλιο εξέδωσε στις 16 Φεβρουαρίου 1998 τον κανονισμό (ΕΚ) 393/98, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές EFAI και μερών αυτών από ανοξείδωτο χάλυβα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Ινδίας, Δημοκρατίας της Κορέας, Μαλαισίας, Ταϊβάν και Ταϊλάνδης (ΕΕ L 50, σ. 1, στο εξής: οριστικός κανονισμός ή προσβαλλόμενος κανονισμός). Με τον κανονισμό αυτό επιβλήθηκε οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ ύψους 47,4 % επί των εισαγωγών EFAI που εξήγαγαν οι προσφεύγουσες.
Διαδικασία
23 Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 7 Ιουνίου 1998, οι προσφεύγουσες άσκησαν την παρούσα προσφυγή.
24 Η Επιτροπή υπέβαλε στις 29 Σεπτεμβρίου 1998 αίτηση παρεμβάσεως προς στήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου.
25 Οι κύριοι διάδικοι δεν προέβαλαν ένσταση έναντι του αιτήματος, οπότε έγινε δεκτή η παρέμβαση της Επιτροπής με διάταξη του προέδρου του τετάρτου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου της 16ης Νοεμβρίου 1998.
26 Δεδομένου ότι η Επιτροπή παραιτήθηκε από την υποβολή υπομνήματος παρεμβάσεως, η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε στις 26 Μα_ου 1999.
27 Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τέταρτο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να κινήσει την προφορική διαδικασία.
28 Στα πλαίσια των μέτρων οργανώσεως της δίκης, το Πρωτοδικείο κάλεσε το Συμβούλιο να απαντήσει σε γραπτές ερωτήσεις. Το Συμβούλιο ανταποκρίθηκε στο αίτημα εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Το Συμβούλιο κλήθηκε επίσης να παράσχει τα αφορώντα τον καθορισμό της κατασκευασμένης κανονικής τιμής των δύο άλλων Ινδών παραγωγών-εξαγωγέων που αφορούσε η ολοκληρωθείσα με την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού διοικητική έρευνα. Με ταχυδρομείο της 13ης Φεβρουαρίου και 20ής Φεβρουαρίου 2002, προς τη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, το Συμβούλιο ενημέρωσε το Πρωτοδικείο ότι θεωρούσε τα ανωτέρω στοιχεία ως εμπιστευτικά και άρα μη ανακοινώσιμα άνευ εγκρίσεως. Με έγγραφο της Γραμματείας του Πρωτοδικείου της 22ας Φεβρουαρίου 2002, οι διάδικοι ενημερώθηκαν ότι το Πρωτοδικείο επιφυλασσόταν να λάβει τυχόν περαιτέρω μέτρα αφορώντα το ζήτημα της εμπιστευτικότητας που έθεσε το Συμβούλιο.
29 Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά τη συνεδρίαση της 28ης Φεβρουαρίου 2002. Κατ' αυτήν, ο πρόεδρος του τετάρτου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου ενημέρωσε τους διαδίκους επί του ενδεχομένου εκδόσεως αποφάσεως του Πρωτοδικείου διατάσσουσας την προσκόμιση των στοιχείων, την εμπιστευτικότητα των οποίων επικαλέστηκε το Συμβούλιο. Για τον λόγο αυτό, η περάτωση της προφορικής διαδικασίας μετατέθηκε σε μεταγενέστερη ημερομηνία.
30 Επειδή το Πρωτοδικείο δεν έκρινε αναγκαίο να διατάξει την εν λόγω διεξαγωγή αποδείξεων, οι διάδικοι ενημερώθηκαν, με έγγραφο της 12ης Μαρτίου 2002, ότι η προφορική διαδικασία περατώθηκε αυθημερόν.
Αιτήματα των διαδίκων
31 Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:
- να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό καθόσον εγκαθιδρύει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ επί των παραγομένων και εξαγομένων από τις προσφεύγουσες EFAI·
- να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.
32 Το Συμβούλιο ζητεί από το Πρωτοδικείο:
- να απορρίψει την προσφυγή·
- επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού στον βαθμό που εγκαθιδρύει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ ανώτερο του 45,5 % επί των εισαγωγών EFAI που παράγονται και εξάγονται από τις προσφεύγουσες·
- να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.
Σκεπτικό
33 Οι προσφεύγουσες επικαλούνται τέσσερις λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής τους. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 2, παράγραφοι 8 και 9, του βασικού κανονισμού. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αρύεται από παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού. Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως συνάγεται από παράβαση του άρθρου 18, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού. Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αρύεται από παράβαση του άρθρου 20, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού.
Επί του αντλούμενου από παράβαση του άρθρου 2, παράγραφοι 8 και 9, του βασικού κανονισμού πρώτου λόγου ακυρώσεως
Επιχειρήματα των διαδίκων
34 Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο παρέβη το άρθρο 2, παράγραφοι 8 και 9, του βασικού κανονισμού καθόσον ο προσβαλλόμενος κανονισμός καθορίζει την τιμή εξαγωγής με γνώμονα την τιμή που εφαρμόζει η Tata επί της αγοράς της Κοινότητας και όχι εκείνη που χρεώνει η Kundan στην Tata βάσει τιμολογίων. Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού και σύμφωνα με την πάγια πρακτική των κοινοτικών θεσμικών οργάνων, οσάκις παραγωγός πωλεί το προϊόν του για εξαγωγή προς την Κοινότητα σε ανεξάρτητη εμπορική εταιρία ή σε ενδιάμεσο εντός της ιδίας χώρας (ή εντός άλλης τρίτης χώρας), η εφαρμοστέα τιμή εξαγωγής είναι εκείνη που χρεώνει ο παραγωγός βάσει τιμολογίων στην εμπορική εταιρία η οποία πρόκειται να μεταπωλήσει το προϊόν στον εντός της Κοινότητας πελάτη και να προβεί στις διατυπώσεις εξαγωγής.
35 Το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού παρέχει στα θεσμικά όργανα την ευχέρεια να αποκλίνουν από την ανωτέρω πρακτική αποκλειστικά και μόνον οσάκις η τιμή εξαγωγής δεν είναι αξιόπιστη εξαιτίας συνδέσμου ή συμψηφιστικού διακανονισμού μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου.
36 Συναφώς, οι προσφεύγουσες παρατηρούν, πρώτον, ότι δεν συνδέονται, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού και ότι η ύπαρξη συμφωνίας αποκλειστικότητας, όπως η διέπουσα τις μεταξύ τους εμπορικές σχέσεις, δεν είναι αφ' εαυτής τέτοιας φύσεως ώστε να θεωρηθούν ως συνδεόμενες κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως.
37 Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το γεγονός ότι η Tata είναι σε θέση, χάρη στην επιστροφή των εξαγωγικών δασμών κατ' εφαρμογή του καθεστώτος Passbook, να μεταπωλεί τα επίδικα προϊόντα εντός της Κοινότητας σε τιμή κατώτερη από εκείνη που τα αγόρασε από την Kundan δεν έχει ως συνέπεια να καθιστά αναξιόπιστη την τιμή αυτή, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού. Κατά τις προσφεύγουσες, τα θεσμικά όργανα θα έπρεπε, κατά περίπτωση, να δράσουν κατά των αναγνωριζομένων με το καθεστώς Passbook πλεονεκτημάτων της Tata αποκλειστικά στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) 2026/97 του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1997, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 288, σ. 1).
38 Τρίτον, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τον ισχυρισμό του Συμβουλίου ότι οι μεταξύ τους εφαρμοζόμενες τιμές πρέπει να θεωρηθούν ως αναξιόπιστες υπό το φως των τροποποιήσεων που επέφεραν στο πρωτόκολλό τους συμφωνίας το 1995. Κατ' αρχάς, οι τροποποιήσεις αυτές εισήγαγαν αποκλειστικά έναν τύπου υπολογισμού των τιμών, γεγονός που αποτελεί σύνηθες στοιχείο οποιασδήποτε αποκλειστικής συμφωνίας πωλήσεως και/ή αγοράς. Ακολούθως, το ότι στις τιμές που χρεώνει η Kundan στην Tata βάσει τιμολογίων περιλαμβάνεται το ποσό που αντιστοιχεί στο 75 % των πλεονεκτημάτων που απολαύει η δεύτερη κατ' εφαρμογήν του καθεστώτος Passbook θα έπρεπε να εκτιμηθεί υπό το φως της λειτουργίας του καθεστώτος αυτού και του ιστορικού των εμπορικών σχέσεών τους.
39 Συναφώς, οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν, κατ' αρχάς, ότι το καθεστώς Passbook αποτελεί ένα από τα διάφορα καθεστώτα επιστροφής δασμών που απολαύουν οι Ινδοί εξαγωγείς. Υπογραμμίζουν ότι, όταν ισχύουν παρόμοια καθεστώτα, το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο β_, του βασικού κανονισμού προβλέπει την προσαρμογή της κανονικής αξίας. Η προσαρμογή αυτή μειώνει την κανονική αξία του αντιστοιχούντος στην επιστροφή των εισαγωγικών δασμών ποσού και μειώνει ως εκ τούτου το περιθώριο ντάμπινγκ. Ετσι, ο παραγωγός που κατασκευάζει εμπορεύματα και τα εξάγει απ' ευθείας στην Κοινότητα χωρίς τη μεσολάβηση ενδιαμέσων μπορεί, επωφελούμενος του καθεστώτος επιστροφής των δασμών, να εκδώσει τιμολόγιο με κατώτερη τιμή εξαγωγής από εκείνη που χρεώνει οσάκις πωλεί το προϊόν στην εσωτερική αγορά, χωρίς εντούτοις να αυξάνει το περιθώριο του ντάμπινγκ.
40 Ακολούθως, οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν ότι, δεδομένου ότι στην περίπτωσή τους οι δραστηριότητες παραγωγής και εξαγωγής ασκούνται από δύο διακριτές μεταξύ τους εταιρίες, μπορούσαν να επωφεληθούν της προβλεπόμενης στο άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο β_, του βασικού κανονισμού προσαρμογής μόνο διαμορφώνοντας τις σχέσεις τους κατά τρόπον ώστε να παρέχεται η δυνατότητα σε εκείνη που αγοράζει τις πρώτες ύλες να εισπράττει και τις επιστροφές των δασμών. Έτσι, διευκρινίζουν, όταν αποφάσισαν το 1995 να τροποποιήσουν το καθεστώς ανεφοδιασμού σε πρώτες ύλες που προέβλεπε αρχικά το πρωτόκολλο συμφωνίας τους, συνομολογώντας ότι η Kundan θα τις εισήγαγε εφεξής απ' ευθείας, κατέστη αναγκαία η προσαρμογή του τύπου υπολογισμού των τιμών ώστε να παρασχεθεί στην Kundan η δυνατότητα να επωφεληθεί των επιστροφών των δασμών. Προσθέτουν ότι συμφώνησαν, συνακόλουθα, ότι ποσόν αντιστοιχούν στο 75 % των εξαγωγικών πιστώσεων υπέρ της Tata κατ' εφαρμογή του καθεστώτος Passbook, λόγω της ιδιότητας του εξαγωγέα των τελικών προϊόντων, μεταγγίζεται στη Kundan μέσω της αυξήσεως που αντιστοιχεί στην καταβαλλόμενη από την Tata στην Kundan τιμή. Η Tata συνήνεσε υπέρ της τροποποιήσεως αυτής δεδομένου ότι, χάρη στο καθεστώς της ως «Star Trading House» (εμπορική εταιρία διαθέτουσα φήμη), είχε τη δυνατότητα να επιτύχει, υπό το καθεστώς Passbook, πρόσθετα πλεονεκτήματα που αδυνατούσε να λάβει μια μικρή εταιρία όπως η Kundan.
41 Τέλος, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ο λόγος για τον οποίο τα θεσμικά όργανα αρνήθηκαν την τιμή εξαγωγής που χρεώνει η Kundan στην Tata βάσει τιμολογίων δεν πρέπει να αναζητηθεί στο περιεχόμενο του πρωτοκόλλου τους συμφωνίας αλλά μάλλον στο γεγονός ότι τα ως άνω όργανα χαρακτήρισαν τα υπέρ της Tata πλεονεκτήματα, κατ' εφαρμογήν του καθεστώτος Passbook, ως μη επιτρεπόμενες, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο β_, του βασικού κανονισμού, επιστροφές. Συναφώς, οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι, όπως προκύπτει από την 42η αιτιολογική σκέψη του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα προσαρμογής δυνάμει της προαναφερθείσας διατάξεως του βασικού κανονισμού που είχαν υποβάλει οι προσφεύγουσες με αντικείμενο τα υπέρ της Tata πλεονεκτήματα κατ' εφαρμογήν του καθεστώτος Passbook. Συγκεκριμένα, διευκρινίζουν ότι η Επιτροπή συνήγαγε ότι οι προσφεύγουσες δεν είχαν αποδείξει την ύπαρξη συνδετικού στοιχείου μεταξύ της εισαγωγής των χρησιμοποιουμένων για την παραγωγή των επιδίκων προϊόντων πρώτων υλών και των επιστροφών κατ' εφαρμογή του καθεστώτος Passbook. Οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν ότι, μόνο μετά τη δημοσίευση του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή συνειδοτοποίησε ότι η απόρριψη της αιτήσεως περί προσαρμογής δεν είχε καμία επίπτωση επί του υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ. Κατόπιν αυτού, η αντίδραση των υπηρεσιών της Επιτροπής ήταν να μη ληφθεί υπόψη, για τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής, η τιμή με την οποία Kundan χρεώνει, βάσει τιμολογίων, την Tata και να χρησιμοποιηθεί αντ' αυτής η εφαρμοζόμενη από την Tata τιμή μεταπωλήσεως. Συναφώς, οι προσφεύγουσες αναφέρουν το έγγραφο της Επιτροπής της 10ης Φεβρουαρίου 1998, σύμφωνα με το οποίο οι υπηρεσίες της Επιτροπής ούτε επικαλέστηκαν την ύπαρξη συμψηφιστικού διακανονισμού μεταξύ Tata και Kundan ούτε αναφέρθηκαν στις επελθούσες το 1995 τροποιήσεις του πρωτοκόλλου τους συμφωνίας.
42 Το Συμβούλιο αντικρούει ότι οι τιμές με τις οποίες χρεώνει, βάσει τιμολογίων, η Kundan την Tata δεν είναι αξιόπιστες, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, εφόσον περιλαμβάνουν στοιχείο συμψηφιστικού χαρακτήρα.
43 Συναφώς, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι, δυνάμει των τροποποιήσεων που επέφεραν οι προσφεύγουσες στο πρωτοκόλλο τους συμφωνίας, η τιμή με την οποία η Kundan χρεώνει, βάσει τιμολογίων, την Tata συγκροτείται στην πραγματικότητα από δύο στοιχεία: την πραγματική τιμή των προϊόντων που προμηθεύεται η Tata και το ποσό που αντιστοιχεί στο 75 % των πλεονεκτημάτων υπέρ αυτής κατ' εφαρμογή του καθεστώτος Passbook. Κατά την άποψη του Συμβουλίου, το δεύτερο αυτό στοιχείο αποτελεί στοιχείο συμψηφιστικού χαρακτήρα.
44 Το Συμβούλιο αμφισβητεί περαιτέρω το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι το ενδεδειγμένο εν προκειμένω μέσο θεραπείας θα συνίστατο σε ένδικη προσφυγή θεμελιούμενη επί των κοινοτικών κανόνων περί αντεπιδοτήσεων. Συγκεκριμένα, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η εφαρμοζόμενη από την Tata επί της κοινοτικής της αγοράς τιμή μεταπωλήσεως, η οποία επελέγη ως βάση για τον καθορισμό τιμής εξαγωγής, δεν επηρεάζεται από τα υπέρ αυτής πλεονεκτήματα κατ' εφαρμογή του καθεστώτος Passbook. Συναφώς, το Συμβούλιο υπογραμμίζει, όπως προκύπτει από την τροποποιημένη εκδοχή του πρωτοκόλλου συμφωνίας, η Tata εργάζεται με ακαθάριστο περιθώριο κέρδους ύψους 8 % έως 10 % επί των τιμών «έξοδος από το εργοστάσιο» που χρεώνει η Kundan. Κατά το Συμβούλιο, επομένως, η τιμή μεταπωλήσεως που εφαρμόζει η Tata επί της κοινοτικής αγοράς είναι αποκλειστικά το αποτέλεσμα εμπορικού υπολογισμού βασισμένου στην πραγματική τιμή που χρεώνει η Kundan, προσαυξημένη με συγκεκριμένο περιθώριο κέρδους.
45 Κατά το Συμβούλιο, το καθεστώς Passbook, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως σύνηθες σύστημα επιστροφής εισαγωγικών δασμών. Συγκεκριμένα, τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται στον υπαγόμενο στο ευεργετικό καθεστώς Passbook προσδιορίζονται με βάση απλό υπολογισμό της ποσότητας των εισαγομένων πρώτων υλών που περιλαμβάνει το εξαγόμενο προϊόν, χωρίς ο εξαγωγέας να οφείλει να αποδείξει ότι το επίδικο προϊόν κατασκευάστηκε όντως από εισαγόμενες πρώτες ύλες.
46 Το Συμβούλιο παρατηρεί επίσης ότι οι προσφεύγουσες αποπειρώνται να συνδέσουν το ζήτημα της αξιοπιστίας της τιμής εξαγωγής με εκείνο του αν το καθεστώς Passbook μπορεί να οδηγήσει σε προσαρμογή κατ' εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο β_, του βασικού κανονισμού. Κατά την άποψη του Συμβουλίου, τα δύο αυτά ζητήματα ουδαμώς συνδέονται και, εν πάση περιπτώσει, η συλλογιστική των προσφευγουσών στερείται λυσιτελείας καθ' ότι δεν υποστηρίζουν ότι αδίκως δεν έγινε δεκτή τυχόν προσαρμογή δυνάμει της ανωτέρω διατάξεως.
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
47 Στα πλαίσιο του πρώτου λόγου τους ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ' ουσίαν, ότι, καθορίζοντας την τιμή εξαγωγής με γνώμονα την εφαρμοζόμενη εντός της Κοινότητας εκ μέρους της Tata τιμή, το Συμβούλιο παρέβη το άρθρο 2, παράγραφοι 8 και 9, του βασικού κανονισμού.
48 Επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι το άρθρο 2, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι τιμή εξαγωγής είναι η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή του προϊόντος κατά την πώλησή του προς εξαγωγή στην Κοινότητα. Δυνάμει της παραγράφου 9 του ιδίου άρθρου, οσάκις δεν υπάρχει τιμή εξαγωγής ή όταν προκύπτει ότι η τιμή εξαγωγής δεν είναι δυνατό να ληφθεί ως αξιόπιστη βάση εξαιτίας κάποιου συνδέσμου ή συμψηφιστικού διακανονισμού μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου, η τιμή εξαγωγής μπορεί να κατασκευάζεται με βάση την τιμή στην οποία το εισαγόμενο προϊόν μεταπωλείται για πρώτη φορά σε ανεξάρτητο αγοραστή ή, αν το προϊόν δεν μεταπωλείται σε ανεξάρτητο αγοραστή ή δεν μεταπωλείται στην κατάσταση στην οποία εισήχθη, με οποιαδήποτε εύλογη βάση.
49 Όπως προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 9, τα θεσμικά όργανα μπορούν να θεωρήσουν ότι η τιμή εξαγωγής δεν είναι αξιόπιστη σε δύο περιπτώσεις, ήτοι οσάκις υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου ή λόγω συμψηφιστικού διακανονισμού μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου. Πέραν των περιπτώσεων αυτών, τα θεσμικά όργανα οφείλουν, όταν υφίσταται τιμή εξαγωγής, να στηρίζονται επ' αυτής για τον προσδιορισμό του ντάμπινγκ.
50 Ακολούθως, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, τα όργανα διαθέτουν στον τομέα των μέτρων εμπορικής άμυνας ευρεία διακριτική εξουσία (βλ., ιδίως, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 29 Ιανουαρίου 1998, Τ-97/95, Sinochem κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-85, σκέψη 51, και της 17ης Ιουλίου 1998, T-118/96, Thai Bicycle κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-2991, σκέψεις 32 και 33). Συναφώς, με την απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Μαρτίου 2000, T-51/96, Miwon κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-1841, σκέψη 42), κρίθηκε ότι η εξέταση του ζητήματος αν οι δηλωθείσες από εξαγωγέα τιμές εξαγωγής είναι ή όχι αξιόπιστες συνεπάγεται κατ' ανάγκην πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, για τις οποίες τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, οπότε ο κοινοτικός δικαστής καλείται να ασκήσει περιορισμένο δικαστικό έλεγχο.
51 Επομένως, το Πρωτοδικείο οφείλει να περιοριστεί εν προκειμένω στην εξέταση του ζητήματος αν τα όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη περί την εκτίμηση θεωρώντας ότι, ενόψει των στοιχείων που διέθεταν, οι τιμές με τις οποίες η Kundan χρεώνει την Tata δεν ήσαν αξιόπιστες.
52 Συναφώς, όπως προκύπτει από την 29η αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού, τα όργανα συνήγαγαν το συμπέρασμα, κατόπιν εξακριβώσεως, ότι «η προσέγγιση που υιοθετήθηκε στην προσωρινή φάση δεν ήταν [η ενδεδειγμένη] εφόσον οι τιμές πωλήσεως στην εμπορική εταιρία [Tata] δεν ήσαν αξιόπιστες λόγω της υπάρξεως [συνέσμου ή συμψηφιστικού δικανονισμού] μεταξύ του παραγωγού και της εν λόγω εταιρίας».
53 Προκειμένου να εντοπιστούν τα στοιχεία επί των οποίων τα όργανα θεμελίωσαν το συμπέρασμά τους, επιβάλλεται η αναδρομή στη διοικητική διαδικασία και ιδίως στην ανταλλαγείσα μεταξύ της Επιτροπής και των προσφευγουσών, μετά την έκδοση του προσωρινού κανονισμού, αλληλογραφία.
54 Με ταχυδρομείο της 29ης Οκτωβρίου 1997, η Επιτροπή γνωστοποίησε στον σύμβουλο των προσφευγουσών ότι, μετά από σύγκριση των τιμών πωλήσεως που εφάρμοζε η Kundan έναντι της Tata με εκείνες που εφάρμοζε η τελευταία έναντι των κοινοτικών αγοραστών, διαπίστωσε ότι οι πρώτες ήταν κατά μέσο όρο περίπου 10 % υψηλότερες από τις δεύτερες. Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή κάλεσε τις προσφεύγουσες να δικαιολογήσουν την πολιτική τους επί των τιμών σε σχέση με τις επίδικες πράξεις, με κίνδυνο, σε διαφορετική περίπτωση, να θεωρηθούν οι εν λόγω πράξεις ως πραγματοποιηθείσες «εκτός των συνήθων όρων του εμπορίου».
55 Με ταχυδρομείο της 3ης Νοεμβρίου 1997 και σε απάντηση της προσκλήσεως της Επιτροπής, ο σύμβουλος των προσφευγουσών διευκρίνισε ότι, καίτοι ήταν αληθές ότι οι εφαρμοζόμενες από την Tata εντός της Κοινότητας τιμές υπελείποντο κατά 10 % περίπου εκείνων που χρέωνε βάσει τιμολογίων η Kundan, η διαφορά αυτή υπεραντισταθμιζόταν από τα πλεονεκτήματα που χορήγησε η Ινδική Κυβέρνηση στην Tata κατ' εφαρμογήν του καθεστώτος Passbook.
56 Οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαβίβασαν στις 23 Δεκεμβρίου 1997 στον σύμβουλο των προσφευγουσών το πληροφοριακό έγγραφο περί των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και εκτιμήσεων, βάσει των οποίων είχαν την πρόθεση να προτείνουν στο Συμβούλιο να θεσπίσει οριστικούς δασμούς αντιντάμπινγκ. Όσον αφορά τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι «οι τιμές με τις οποίες χρέωνε, βάσει τιμολογίων, η Kundan την Tata για τις εξαγωγές εντός της Κοινότητας των επιδίκων προϊόντων κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας δεν μπορούσαν να θεωρούνται ως υπολογισθείσες υπό τους συνήθεις όρους του εμπορίου, δεδομένου ότι οι δύο εταιρίες έπρεπε να θεωρηθούν ως συνδεδεμένες σε σχέση με τις συγκεκριμένες εξαγωγές (ύπαρξη συμφωνίας αποκλειστικότητας)».
57 Ο σύμβουλος των προσφευγουσών υπέβαλε στις 13 Ιανουαρίου 1998 στην Επιτροπή σχόλια επί του ενημερωτικού εγγράφου της 23ης Δεκεμβρίου 1997. Επί του ζητήματος του καθορισμού της τιμής εξαγωγής, αφού υπογράμμισε ότι οι Kundan και Tata πρέπει να θεωρηθούν ως ανεξάρτητες αλλήλων εταιρίες από όλες τις απόψεις, ισχυρίζεται ότι «οποιοδήποτε συμπέρασμα ως προς την ύπαρξη συμφωνίας συμψηφισμού μεταξύ των μερών είναι απολύτως ανακριβές».
58 Με ταχυδρομείο της 10ης Ιανουαρίου 1998, οι υπηρεσίες της Επιτροπής απάντησαν ιδίως επί των ανωτέρω σχολίων:
«[...] η έρευνα κατέδειξε ότι οι τιμές με τις οποίες η Tata χρέωνε, βάσει τιμολογίων, τους πελάτες εντός της Κοινότητας ήσαν χαμηλότερες από εκείνες με τις οποίες η Kundan χρέωνε, βάσει τιμολογίων, την Tata. Λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση αυτή, οι υπηρεσίες της Επιτροπής εκτίμησαν ότι οι δεύτερες αυτές τιμές δεν ήταν δυνατό να απηχούν την οικονομική πραγματικότητα. Το γεγονός ότι η εν λόγω κατάσταση ενδέχεται να προκύπτει από το προβλεπόμενο με το καθεστώς Passbook σύστημα συμψηφισμού (...) δεν είναι ικανό να αλλοιώσει τον αναξιόπιστο χαρακτήρα των τιμών με τις οποίες η Kundan χρέωνε, βάσει τιμολογίων, την Tata έναντι εκείνων που εφαρμόζονταν στην κοινοτική αγορά. Η προσφυγή στις τιμές της Kundan θα ισοδυναμούσε με αναγνώριση προσαρμογής δυνάμει των επιστροφών των επιβαρύνσεων κατά την εξαγωγή που είχε ήδη απορριφθεί».
59 Όπως προκύπτει από την ανταλλαγείσα εν προκειμένω αλληλογραφία, οι υπηρεσίες της Επιτροπής στήριξαν το συμπέρασμά τους σχετικά με τον αναξιόπιστο χαρακτήρα των τιμών με τις οποίες η Kundan χρέωνε, βάσει τιμολογίων, την Tata κυρίως στη διαπίστωση ότι οι τιμές αυτές ήσαν ανώτερες των τιμών που εφάρμοζε η Tata στην κοινοτική αγορά και ότι, συνακόλουθα, δεν μπορούσαν να ανταποκρίνονται στην οικονομική πραγματικότητα.
60 Επομένως, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, τα όργανα δεν απέδειξαν ότι οι προσφεύγουσες είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους τη σύσταση ενώσεως ή συνήψαν συμψηφιστικό διακανονισμό, αλλά συνήγαγαν την ύπαρξη παρόμοιας ενώσεως ή διακανονισμού κατ' ουσίαν από τη διαπίστωση ότι οι τιμές μεταπωλήσεως που εφάρμοζε η Tata στην κοινοτική αγορά ήσαν κατώτερες των τιμών αγοράς με τις οποίες τη χρέωνε η Kundan.
61 Η μέθοδος αυτή δεν είναι αντίθετη ούτε προς το γράμμα ούτε προς το πνεύμα του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη διάταξη αυτή, και ιδίως από τη χρήση των όρων «όταν προκύπτει», τα όργανα διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως προκειμένου να αποφασίσουν αν επιβάλλεται η εφαρμογή του άρθρου αυτού και αν μπορεί να γίνει χρήση της κατασκευασμένης τιμής εξαγωγής όχι μόνον οσάκις τα όργανα διαθέτουν αποδεικτικά στοιχεία ως προς την ύπαρξη συμψηφιστικού διακανονισμού αλλά και οσάκις προκύπτει ότι υφίσταται πρόμοιος διακανονισμός [βλ., κατ' αναλογία, προαναφερθείσα απόφαση Miwon κατά Συμβουλίου, σκέψη 40, σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 8, στοιχείο β_, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2423/88 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 1988, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ L 209, σ. 1)].
62 Επομένως, πρέπει να επαληθευθεί αν, υπό το φως των πληροφοριών που διέθεταν, τα όργανα συνήγαγαν θεμιτώς την ύπαρξη ενώσεως ή συμψηφιστικού διακανονισμού, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού.
63 Άρα, επιβάλλεται να εξεταστεί, πρώτον, αν η πολιτική επί της εφαρμοζόμενης από την Tata τιμής επέτρεπε στα όργανα να συναγάγουν την ύπαρξη παρόμοιας ενώσεως ή παρόμοιου διακανονισμού και, δεύτερον, αν τα όργανα νομιμοποιούνταν να μη λάβουν υπόψη τις προσκομισθείσες από τις προσφεύγουσες εναλλακτικές διευκρινίσεις αναφορικά με τη λειτουργία του καθεστώτος Passbook.
- Όσον αφορά την πολιτική επί της εφαρμοζόμενης από την Tata τιμής
64 Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, με την προαναφερθείσα απόφαση Miwon κατά Συμβουλίου, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η πολιτική σε θέματα τιμών των εισαγωγέων γλουταμινικού νατρίου προελεύσεως της Δημοκρατίας της Κορέας και ιδίως το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, οι εισαγωγείς αυτοί πωλούσαν παγίως και συστηματικώς επί ζημία στην αγορά της Κοινότητας έπρεπε να θεωρηθούν, ελλείψει εναλλακτικών διευκρινίσεων, ως λυσιτελής ένδειξη περί αποδείξεως της αναξιοπιστίας των τιμών εξαγωγής που είχε γνωστοποιήσει η προσφεύγουσα εταιρία και/ή της υπάρξεως συμψηφιστικών διακανονισμών (σκέψεις 46 έως 53). Το Πρωτοδικείο διευκρίνισε ότι τα καθών όργανα είχαν εκτιμήσει ορθώς ότι αποτελούσαν πωλήσεις επί ζημία οι πωλήσεις σε τιμές που δεν επέτρεπαν την κάλυψη της τιμής αγοράς, προσαυξημένης κατά ένα ποσόν που αντιστοιχούσε στα έξοδα πωλήσεως, στις διοικητικές δαπάνες, στα λοιπά γενικά έξοδα και σε εύλογο περιθώριο κέρδους.
65 Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας και ιδίως από τον επισυναφθέντα στο παράρτημα 10 του δικογράφου της προσφυγής πίνακα, κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, η Tata μεταπώλησε σε κοινοτικούς πελάτες τα οικεία προϊόντα με τιμές που ήσαν, ως επί το πλείστον, κατώτερες των τιμών αγοράς «εκτός εργοστασίου» που είχε χρεώσει, βάσει τιμολογίων, η Kundan και εν πάση περιπτώσει κατώτερες των τιμών αγοράς, προσαυξημένων κατά το ποσό που αντιστοιχούσε στα έξοδα πωλήσεως και στις λοιπές δαπάνες στις οποίες είχε υποβληθεί η Tata. Άλλωστε, το γεγονός αυτό δεν αμφισβητήθηκε από τις προσφεύγουσες ούτε κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ούτε κατά τη διάρκεια της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας.
66 Υπό τις περιστάσεις αυτές, ορθώς τα όργανα έκριναν, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, ότι, υπό την επιφύλαξη εναλλακτικών διευκρινίσεων των οικείων επιχειρήσεων, η πολιτική τιμών της Tata επί της κοινοτικής αγοράς αποτελούσε δείκτη περί της αναξιοπιστίας των τιμών στις οποίες είχε αναφερθεί η Kundan και ειδικότερα περί της υπάρξεως συμψηφιστικού διακανονισμού.
- Όσον αφορά τις εναλλακτικές διευκρινίσεις που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες σχετικά με τη λειτουργία του καθεστώτος Passbook
67 Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι δεν υφίστατο κανένας συμψηφιστικός διακανονισμός μεταξύ τους και ότι αποκλειστικά χάρη στη λειτουργία του συστήματος της επιστροφής των εισαγωγικών δασμών, ως απόρροιας του καθεστώτος Passbook, η Tata κατέστη εφικτό, διατηρώντας το περιθώριο κέδρους της, να χρεώσει τους κοινοτικούς πελάτες της με τιμές που ήσαν, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, κατώτερες των τιμών αγοράς που της χρέωνε η Kundan. Χάρη στο σύστημα αυτό, η Tata επέτυχε για τα εξαγόμενα προϊόντα πιστώσεις εισαγωγικών δασμών που της επέτρεπαν να αντισταθμίσει τη διαφορά μεταξύ των τιμών αγοράς των επιδίκων προϊόντων από την Kundan και εκείνων, προσαυξημένων με τα έξοδα πωλήσεως και τις λοιπές δαπάνες, στις οποίες μεταπωλούσε η ίδια τα προϊόντα αυτά στην αγορά της Κοινότητας.
68 Όπως προκύπτει από τα επισυναφθέντα στη δικογραφία έγγραφα και από τις διευκρινίσεις που προσκόμισαν οι διάδικοι κατά τη διάρκεια της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας, το καθεστώς Passbook, το οποίο άρχισε να ισχύει από τις 30 Μα_ου 1995 και καταργήθηκε στις 31 Μαρτίου 1997, συνίστατο σε σύστημα πιστώσεων εισαγωγικών δασμών επ' ωφελεία ορισμένων κατηγοριών εξαγωγέων, και συγκεκριμένα Ινδών κατασκευαστών που εξήγαγαν (παραγωγοί-εξαγωγείς), και των εξαγωγέων, ανεξάρτητα από το αν ήσαν κατασκευαστές ή απλώς έμποροι, κάτοχοι πιστοποιητικού «Export House», «Trading House», «Star Trading House» και «Superstar Trading House». Κάθε επιλέξιμος εξαγωγέας μπορούσε να ζητήσει βιβλιάριο (Passbook) στο οποίο καταγράφονταν, υπό μορφή πιστώσεως ή χρεώσεως, τα ποσά των δασμών. Κατά την εξαγωγή των τελικών προϊόντων, ο εξαγωγέας είχε τη δυνατότητα να ζητήσει πίστωση, χρήση της οποίας έκανε για να εξοφλήσει τους απαιτητούς λόγω των μεταγενεστέρων εισαγωγών του δασμούς. Λαμβάνονταν υπόψη διάφορα στοιχεία για τον υπολογισμό του ύψους της πιστώσεως που μπορούσε να χορηγηθεί σύμφωνα με τους «Standard Input/Output norms». Οι ινδικές αρχές δημοσίευαν τους κανόνες αυτούς για κάθε εξαγόμενο προϊόν. Ορίζονταν οι συνήθως εισαγόμενες πρώτες ύλες που απαιτούνται για την κατασκευή μιας ενότητας τελικών προϊόντων, υπολογίζονταν δε από την Special Advance Licensing Committee με βάση τεχνική ανάλυση της διαδικασίας παραγωγής και γενικών στατιστικών στοιχείων. Σύμφωνα με τους «Standard Input/Output norms», η χορηγούμενη πίστωση έφθανε μέχρι το ποσό που αντιστοιχούσε στους απαιτητούς δασμούς για τους συνήθως εισαγομένους συντελεστές παραγωγής που χρησιμοποιούσε η ινδική βιομηχανία παραγωγής του επίδικου εξαγόμενου προϊόντος. Η χορηγούμενη πίστωση καταγραφόταν στο βιβλιάριο και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την εξόφληση των δασμών επί των μελλοντικών εισαγωγών οποιουδήποτε αγαθού. Τα εισαγόμενα αγαθά δεν έπρεπε να σχετίζονται με την παραγωγή του εξαγωγέα και μπορούσαν να πωλούνται στην ινδική αγορά. Το βιβλιάριο είχε διάρκεια ισχύος δύο ετών από την ημερομηνία εκδόσεώς του.
69 Εν προκειμένω, επιβάλλεται η παραπομπή στον επισυναφθέντα στο παράρτημα 10 του δικογράφου της προσφυγής πίνακα, ο οποίος περιλαμβάνει κατάλογο των πωλήσεων της Tata εντός της Κοινότητας κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, με μνεία, για κάθε συναλλαγή, των ποσών των τιμών με τις οποίες η Tata χρέωνε τους κοινοτικούς αγοραστές, των καταβληθέντων από την Tata στην Kundan ποσών, του συνόλου των δαπανών της Tata, των ποσών των πιστώσεων που χορηγήθηκαν στην τελευταία κατ' εφαρμογή του καθεστώτος Passbook και του ακαθάριστου περιθωρίου κέρδους της. Όπως προκύπτει από τον ανωτέρω πίνακα, χάρη αποκλειστικά και μόνο στις πιστώσεις που χορηγήθηκαν κατ' εφαρμογήν του καθεστώτος Passbook, η Tata ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει, για κάθε συναλλαγή, ακαθάριστο περιθώριο κέρδους ύψους 8 % έως 10 %, παρά το γεγονός ότι οι εντός της Κοινότητας πωλήσεις της χωρούσαν όλες επί ζημία.
70 Έπεται ότι, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η πολιτική των τιμών που εφάρμοζε η Tata στην κοινοτική αγορά μπορούσε να δικαιολογηθεί από τα πλεονεκτήματα που απέλαυε κατ' εφαρμογήν του καθεστώτος Passbook.
71 Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή ορθώς δεν έλαβε υπόψη, με βάση τα στοιχεία που διέθετε, τις προσκομισθείσες από τις προσφεύγουσες εναλλακτικές διευκρινίσεις.
72 Συναφώς, απαιτείται ανάλυση της πολιτικής των τιμών των προσφευγουσών υπό το φως των τροποποιήσεων που αυτές επέφεραν το 1995 στο ρυθμίζον τις εμπορικές σχέσεις τους πρωτόκολλο συμφωνίας.
73 Οι τροποποιήσεις αυτές αφορούν τις ρήτρες 5 και 7 του πρωτοκόλλου συμφωνίας, περί καθορισμού, αντιστοίχως, των προϋποθέσεων ανεφοδιασμού της Kundan σε πρώτες ύλες και των λεπτομερειών υπολογισμού των τιμών αγοράς των εμπορευμάτων με τις οποίες η Kundan χρέωνε, βάσει τιμολογίων, την Tata και των τιμών μεταπωλήσεως στην κοινοτική αγορά, καθώς και του περιθωρίου κέρδους της Tata. Η ρήτρα 7 του πρωτοκόλλου, όπως τροποποιήθηκε το 1995, προέβλεπε ότι ποσόν αντιστοιχούν στο 75 % των πιστώσεων εισαγωγής υπέρ της Tata, κατ' εφαρμογή του καθεστώτος Passbook, θα μεταγγιζόταν στην Kundan μέσω αντίστοιχης αυξήσεως της τιμής που κατέβαλε η Tata στην Kundan. Επιπλέον, η εν λόγω ρήτρα προέβλεπε ότι το περιθώριο κέρδους της Tata και οι δαπάνες στις οποίες αυτή υποβαλλόταν για κάθε συναλλαγή θα καλύπτονταν με προσαύξηση της εν λόγω τιμής ύψους 8 έως 10 %.
74 Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι υποχρεώθηκαν να παύσουν την εφαρμογή των νέων λεπτομερειών υπολογισμού των τιμών αποκλειστικά και μόνο λόγω της βελτιωμένης εκδοχής του πρωτοκόλλου συμφωνίας που προέβλεπε ότι η Kundan θα εισήγαγε αυτοτελώς η ίδια τις πρώτες ύλες, ώστε να δοθεί στην Kundan η δυνατότητα να επωφεληθεί του καθεστώτος Passbook. Επομένως, σύμφωνα με τις προσφεύγουσες, οι επελθούσες στο πρωτόκολλο συμφωνίας τροποποιήσεις δεν περιλαμβάνουν κανένα ενδεικτικό στοιχείο περί της υπάρξεως συμψηφιστικού διακανονισμού μεταξύ τους ικανού να επιτρέψει στα όργανα να μη λάβουν υπόψη τον εξαγγελλόμενο στο άρθρο 2, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού κανόνα και να γίνει αναφορά στην κατ' εκτίμηση τιμή εξαγωγής.
75 Συναφώς, επιβάλλεται να υπογραμμιστεί ότι εν προκειμένω τα πλεονεκτήματα που είναι απότοκα του συστήματος των πιστώσεων των εισαγωγικών δασμών, στα πλαίσια του καθεστώτος Passbook, ελήφθησαν υπόψη κατά τον καθορισμό της τιμής που είχε αποτελέσει αντικείμενο μεταξύ του κατασκευαστή και του εξαγωγέα και συνιστούσαν ακριβέστερα ένα από τα στοιχεία της εν λόγω τιμής. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη ρήτρα 7 της βελτιωμένης εκδοχής του πρωτοκόλλου συμφωνίας, οι προσφεύγουσες είχαν θέσει σε εφαρμογή σύστημα διαμοιρασμού των σχετικών κερδών.
76 Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η τιμή με την οποία η Kundan χρέωνε, βάσει τιμολογίων, την Tata, η οποία και συνιστά την πραγματική τιμή εξαγωγής, επηρεαζόταν από τα πλεονεκτήματα που απηύλαυε η δεύτερη κατ' εφαρμογή του καθεστώτος Passbook.
77 Άρα, πρέπει να εξακριβωθεί αν ο επηρεασμός αυτός ήταν ικανός να καταστήσει τις εφαρμοζόμενες μεταξύ των προσφευγουσών τιμές αναξιόπιστες, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού.
78 Συναφώς, πρέπει κατ' αρχάς να υπομνηστεί ότι, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 69, το μόνο στοιχείο που επέτρεπε στην Tata να εφαρμόσει επί της κοινοτικής αγοράς τιμές κατώτερες των τιμών αγοράς, προσαυξημένων με τις δαπάνες, διατηρώντας μολοντούτο ακαθάριστο περιθώριο κέρδους ύψους 8 έως 10 %, συγκροτούνταν από τις παρασχεθείσες κατ' εφαρμογή του καθεστώτος Passbook πιστώσεις. Δεδομένου ότι, σύμφωνα με τη βελτιωμένη εκδοχή του πρωτοκόλλου συμφωνίας, το 75 % των χορηγηθεισών κατ' εφαρμογή του ανωτέρω καθεστώτος πιστώσεων είχαν μεταφερθεί στην Kundan, η Tata είχε τη δυνατότητα να συμψηφίσει τις επί ζημία εφαρμοζόμενες στην κοινοτική αγορά τιμές και να επιτύχει το περιθώριο κέρδους της χάρη στο εναπομένον 25 %.
79 Ακολούθως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως υπογραμμίζει το Συμβούλιο, το καθεστώς Passbook, σε αντίθεση με οποιοδήποτε σύνηθες σύστημα επιστροφής των εισαγωγικών δασμών, δεν απαιτούσε τη συνδρομή άμεσου δεσμού μεταξύ της εισαγωγής αγαθών και της παραγωγής των προοριζομένων προς εξαγωγή προϊόντων. Τα χορηγούμενα στον κάτοχο του Passbook πλεονεκτήματα προσδιορίζονταν με βάση εκτίμηση της αρμόδιας αρχής σχετικά με την ποσότητα των εισαγομένων πρώτων υλών που περιελάμβανε το εξαγόμενο προϊόν, εκτίμηση στηριζόμενη σε τυποποιημένους κανόνες.
80 Υπό τις περιστάσεις αυτές, το καθεστώς Passbook άφηνε τις προσφεύγουσες ελεύθερες να διαρρυθμίζουν την κατανομή των πλεονεκτημάτων που αυτό συνεπαγόταν.
81 Επιπλέον, το γεγονός ότι οι κατ' εφαρμογήν του εν λόγω καθεστώτος επιστρεπτέοι δασμοί υπολογίζονταν με βάση τυποποιημένους κανόνες τους επέτρεπε να γνωρίζουν επακριβώς, κατά τον χρόνο της παραγγελίας προς την Kundan και του καθορισμού της τιμής, το ακριβές ύψος των εισαγωγικών δασμών που έπρεπε να επιστρέψει η Tata κατά την εξαγωγή. Υπολογίζοντας εκ των προτέρων το αντιστοιχούν στο 25 % των εν λόγω δασμών ποσόν που περιερχόταν εκ νέου στην Tata, σύμφωνα με την βελτιωμένη εκδοχή του πρωτοκόλλου συμφωνίας, οι προσφεύγουσες ήσαν σε θέση να καθορίζουν, για κάθε παραγγελία, τις τιμές της Kundan σε τέτοιο επίπεδο ώστε η Tata να μπορεί να πραγματοποιεί πάντοτε το ίδιο περιθώριο κέρδους παρά τις τιμές που εφάρμοζε στην κοινοτική αγορά.
82 Τέλος, η πραγματοποιούμενη μέσω αυξήσεως της τιμής αγοράς με την οποία χρεωνόταν η Tata μεταφορά στην Kundan του 75 % των χορηγουμένων στην Tata πιστώσεων δυνάμει του καθεστώτος Passbook επέτρεπε στις προσφεύγουσες να εμφανίζουν υψηλότερη πραγματική τιμή εξαγωγής, επιδεικνύοντας, τα πλαίσια της συγκρίσεως με την κανονική τιμή κατά τη διαδικασία αντιντάμπινγκ, κατώτερο περιθώριο ντάμπινγκ.
83 Ενόψει των προεκτεθέντων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι τα θεσμικά όργανα δεν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως θεωρώντας ότι η τιμή με την οποία η Kundan χρέωνε την Tata βάσει τιμολογίων δεν ήταν αξιόπιστη λόγω της υπάρξεως συμφωνίας συμψηφισμού μεταξύ τους. Επομένως, αποφασίζοντας να μη λάβουν υπόψη την τιμή αυτή και να αναφερθούν στην κατ' εκτίμηση τιμή εξαγωγής, τα θεσμικά όργανα δεν παρέβησαν τις διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφοι 8 και 9, του βασικού κανονισμού.
84 Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού
Επιχειρήματα των διαδίκων
85 Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι το Συμβούλιο δεν διέθετε νομική βάση για να αφαιρέσει από την τιμή με την οποία η Tata χρέωνε τους πελάτες της εντός της Κοινότητας προμήθεια εκτιμώμενη περίπου στο 2 %. Αμφισβητούν το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η Tata ασκεί καθήκοντα που εκπληροί συνήθως έμπορος που εισπράττει προμήθεια για την εργασία του και εμμένουν στο γεγονός ότι η σχέση που τις συνδέει αποτελεί σχέση αγοραστή και πωλητή και όχι προστήσαντος και προστηθέντος. Διευκρινίζουν ότι η Kundan ουδέποτε κατέβαλε στην Tata, ούτε αμέσως ούτε εμμέσως, διά του αυτού ή χωριστού τιμολογίου, προμήθεια για τον ρόλο της ως ενδιαμέσου. Πλην όμως, το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ_, του βασικού κανονισμού προβλέπει προσαρμογή αποκλειστικά και μόνον λόγω προμηθειών που έχουν καταβληθεί σε σχέση με τις υπό εξέταση πωλήσεις.
86 Το Συμβούλιο αντικρούει ότι η προσαρμογή της τιμής εξαγωγής που αντιστοιχεί στην καταβολή προμηθείας πραγματοποιήθηκε διότι κρίθηκε ότι ο ρόλος της Tata, στα πλαίσια των σχέσεων μεταξύ των προσφευγουσών, ήταν ανάλογος εκείνου εμπόρου ο οποίος εισπράττει προμήθεια για την εργασία του. Συναφώς, παραπέμπει στο περιεχόμενο του πρωτοκόλλου συμφωνίας, όπως αυτό τροποποιήθηκε από τις προσφεύγουσες το 1995, και ιδίως στις ρήτρες, σύμφωνα με τις οποίες η Tata αναλάμβανε να εργαστεί με προσαύξηση ύψους 8 έως 10 % επί των τιμών «έξοδος από το εργοστάσιο» της Kundan και να επεξηγεί στους αγοραστές τους όρους παραδόσεως.
87 Το Συμβούλιο διευκρινίζει ότι τα θεσμικά όργανα μπορούν να προβαίνουν σε προσαρμογή βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ_, του βασικού κανονισμού όχι μόνον οσάκις καταβλήθηκε όντως προμήθεια αλλά και οσάκις ο ρόλος του προσώπου που διαμεσολαβεί στην εξαγωγή είναι ανάλογος εκείνου προσώπου που εργάζεται εισπράττοντας προμήθεια και ότι η μόνη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών καταστάσεων έγκειται στο γεγονός ότι ο ενδιάμεσος αποκτά την κυριότητα των εμπορευμάτων που εξάγει. Η εφαρμογή διαφορετικού συστήματος στις δύο αυτές καταστάσεις λόγω της μοναδικής αυτής διαφοράς συνεπάγεται, κατά το Συμβούλιο, παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων.
88 Επικουρικώς, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, αν υποτεθεί ότι τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως προβαίνοντας στην επίδικη προσαρμογή, η πλάνη αυτή δεν έχει επιπτώσεις επί της νομιμότητας της θεσπίσεως δασμού αντιντάμπινγκ, αλλά αποκλειστικά επί του ύψους του δασμού αυτού. Δεδομένου ότι το περιθώριο ντάμπινγκ για τις προσφεύγουσες ανέρχεται στο 47,4 %, ενώ ανέρχεται στο 45,5 % αν δεν ληφθεί υπόψη η αντιστοιχούσα στην καταβολή προμηθείας προς εφαρμογή, το Συμβούλιο εκτιμά ότι, αν το Πρωτοδικείο έκανε δεκτό τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, το αποτέλεσμα θα ήταν η ακύρωση του άρθρου 1, του προσβαλλόμενου κανονισμού μόνο στον βαθμό που θεσπίζει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ υψηλότερο του 45,5 %.
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
89 Με τον δεύτερο λόγο τους ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τη μείωση προμηθείας, η οποία εκτιμάται σε περίπου 2 % και εφαρμόζεται με γνώμονα την επιλεγείσα από τις προσφεύγουσες τιμή εξαγωγής, ήτοι την τιμή που χρεώνει η Tata στην αγορά της Κοινότητας.
90 Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται η υπογράμμιση ότι, όσον αφορά την οικεία μείωση, όπως διευκρινίζεται στην 35η αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού, απαιτήθηκε, στην περίπτωση των προσφευγουσών, προκειμένου να γίνει δίκαια σύγκριση μεταξύ κανονικής αξίας και τιμής εξαγωγής, η προσαρμογή της τελευταίας ώστε να ληφθούν υπόψη οι δραστηριότητες της εμπορικής εταιρείας. Σύμφωνα με την ίδια αιτιολογική σκέψη:
«[...] η λειτουργία της [Tata] δύναται να εξομοιωθεί με αυτή εμπορικού αντιπροσώπου που πληρώνεται με ποσοστά, οπότε πραγματοποιήθηκε προσαρμογή, με βάση τις γενικές και διοικητικές δαπάνες και τα έξοδα πωλήσεως της εταιρίας καθώς και ένα εύλογο περιθώριο κέρδους. Το ποσό της προσαρμογής αυτής αφαιρέθηκε από τις τιμές πωλήσεως της εμπορικής [...] εταιρίας στους ανεξάρτητους πελάτες της Κοινότητας.»
91 Όπως προκύπτει από την αιτιολογική αυτή σκέψη, η προσαρμογή πραγματοποιήθηκε με βάση τα γενικά και διοικητικά έξοδα και τα έξοδα πωλήσεως της Tata, καθώς και ένα εύλογο ποσόν κέρδους. Πάντως, όπως προκύπτει από έγγραφο της 19ης Φεβρουαρίου 1998 που απηύθυναν οι υπηρεσίες της Επιτροπής στις προσφεύγουσες, το ύψος της μειώσεως αντιστοιχεί στο ποσοσό που εντοπίστηκε επ' ευκαιρία άλλου αντιπροσώπου στα πλαίσια της ιδίας έρευνας. Με το υπόμνημά του αντικρούσεως, το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι η 35η αιτιολογική σκέψη εμπεριέχει πλάνη επί της ουσίας μη θίγουσα τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου κανονισμού, γεγονός που εξηγεί τη συγκεκριμένη έλλειψη συνοχής.
92 Ακολούθως, πρέεπι να υπομνηστεί ότι το άρθρο 2, παράγραφος 10, του κανονισμού ορίζει ότι, στα πλαίσια της συγκρίσεως μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας, «πραγματοποιούνται προσαρμογές, για κάθε περίπτωση, με βάση τα ατομικά της στοιχεία προκειμένου να ληφθούν δεόντως υπόψη διαφορές των παραγόντων για τους οποίους προβάλλεται ο ισχυρισμός και αποδεικνύεται ότι επηρεάζουν τις τιμές και, κατ' επέκταση, τη συγκρισιμότητα των τιμών». Το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ_, του ιδίου κανονισμού προβλέπει ότι πραγματοποιείται «προσαρμογή για διαφορές στις προμήθειες που έχουν καταβληθεί σε σχέση με τις υπό εξέταση πωλήσεις».
93 Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η μείωση των προμηθειών δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ_, μπορεί να χωρήσει αποκλειστικά για τις όντως καταβληθείσες ή καταβλητέες προμήθειες, ενώ το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι τα κοινοτικά θεσμικά όργανα μπορούν να προβαίνουν στην προσαρμογή και οσάκις δεν χωρεί είσπραξη προμηθείας αλλ' ο παραγωγός πωλεί μέσω εμπόρου, εγκατεστημένου στη χώρα εξαγωγής, η λειτουργία του οποίου είναι ανάλογη με εκείνη ενός αντιπροσώπου ο οποίος εργάζεται επί προμηθεία.
94 Η άποψη της Επιτροπής είναι απορριπτέα. Πράγματι, όπως προκύπτει τόσο από το γράμμα όσο και από την οικονομία του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, τυχόν προσαρμογή της τιμής εξαγωγής ή της κανονικής αξίας μπορεί να πραγματοποιηθεί αποικλειστικά προκειμένου να ληφθούν υπόψη διαφορές ως προς τους παράγοντες που επηρεάζουν τις τιμές και, κατ' επέκταση, τη συγκρισιμότητά τους. Αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση προμηθείας η οποία όντως καταβλήθηκε.
95 Για να είναι σε θέση να προβούν στην επίδικη προσαρμογή, τα θεσμικά όργανα όφειλαν να στηριχθούν σε στοιχεία δυνάμενα να στοιχειοθετήσουν ή επιτρέποντα να συναχθεί ότι όντως καταβλήθηκε προμήθεια ικανή να θίξει σε συγκεκριμένο βαθμό τη συγκρισιμότητα μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας.
96 Πράγματι, όπως ακριβώς το ενδιαφερόμενο μέρος που ζητεί, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, προσαρμογές με σκοπό να καταστούν συγκρίσιμες η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής ενόψει του καθορισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ, πρέπει να αποδείξει ότι το αίτημά του είναι δικαιολογημένο (βλ. ιδίως απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1990, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-320/86 και C-188/87, Stanko France κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, Συλλογή 1990, σ. Ι-3013, σκέψη 48), εναπόκειται στα θεσμικά όργανα να στηριχτούν, εφόσον εκτιμούν ότι οφείλουν να προβούν σε προσαρμογή όπως αυτή που χώρησε εν προκειμένω, σε αποδείξεις ή τουλάχιστον σε ενδείξεις, επιτρέπουσες να αποδειχθεί η συνδρομή του παράγοντα δυνάμει του οποίου πραγματοποιείται η προσαρμογή και να προσδιοριστεί η επίπτωσή του επί της συγκρισιμότητας των τιμών.
97 Εν προκειμένω, τα θεσμικά όργανα στηρίχτηκαν αποκλειστικά στη διαπίστωση ότι τα ασκούμενα από την Tata καθήκοντα στο πλαίσιο της εξαγωγικής δραστηριότητάς της προσομοιάζουν με εκείνα του εργαζομένου επί προμηθεία εμπόρου. Εκτιμώντας ότι η διαπίστωση αυτή είναι επαρκής ώστε να προχωρήσουν στην επίδικη προσαρμογή, δεν επισήμαναν, ούτε κατ' ελάχιστον, οποιοδήποτε ενδεικτικό στοιχείο επιτρέπον να συναχθεί το υπαρκτό προμηθείας συμφωνηθείσας μεταξύ Kundan και Tata.
98 Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού.
99 Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι τα θεσμικά όργανα θα παραβίαζαν την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων αν δεν είχαν προχωρήσει στην επίδικη προσαρμογή.
100 Πράγματι, σύμφωνα με πάγια νομολογία, η εκ μέρους των κοινοτικών θεσμικών οργάνων παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων προϋποθέτει ότι αντιμετώπισαν με διαφορετικό τρόπο όμοιες καταστάσεις, ζημιώνοντας ορισμένους επιχειρηματίες σε σχέση με άλλους, χωρίς η διαφορετική αυτή μεταχείριση να δικαιολογείται από την ύπαρξη σχετικά σημαντικών αντικειμενικών διαφορών (βλ. ιδίως απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Μα_ου 1999, συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-164/96, T-165/96, T-166/96, T-167/96, T-122/97 και T-130/97, Moccia Irme κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-1477, σκέψη 188). Εν προκειμένω, ακόμη και αν υποτεθεί, όπως διατείνονται τα θεσμικά όργανα, ότι η κατάσταση της Tata είναι ανάλογη με εκείνη του εργαζομένου επί προμηθεία εμπόρου, τυχόν παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων μπορεί να προσαφθεί στα θεσμικά όργανα μόνον αν παρέλειψαν να χωρήσουν σε προσαρμογή λόγω προμηθειών για τις οποίες αποδείχθηκε ότι όντως καταβλήθηκαν ή ότι οφείλονται στην Tata.
101 Ενόψει του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως.
Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 18, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού
Επιχειρήματα των διαδίκων
102 Οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν ότι το περιθώριο ντάμπινγκ υπολογίστηκε διά της συγκρίσεως της κανονικής αξίας ανά κωδικό αριθμό προϊόντος (στο εξής: NCP), η οποία καθορίστηκε με βάση στοιχεία που προσκόμισε η Kundan σχετικά με τις πωλήσεις της στην εσωτερική αγορά, προς την τιμή εξαγωγής ανά NCP, η οποία καθορίστηκε με βάση τις πραγματοποιούμενες από την Tata στην κοινοτική αγορά μεταπωλήσεις. Τα ίδια στοιχεία ανά NCP που προσκόμισε η Kundan χρησιμοποιήθηκαν και στον προσωρινό κανονισμό για τη σύγκριση με τις τιμές εξαγωγής των λοιπών Ινδών εξαγωγέων δεδομένου ότι η Kundan ήταν ο μόνος κατασκευαστής που προέβαινε σε πωλήσεις στην εσωτερική αγορά.
103 Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, όπως προκύπτει από τη 14η αιτιολογική σκέψη του οριστικού κανονισμού, μετά την επιβολή των προσωρινών δασμών αντιντάμπινγκ, η Επιτροπή αντελήφθη ότι η Kundan είχε διαπράξει σημαντικά λάθη κατά την ομαδοποίηση των συνδεομένων με τον NCP προϊόντων. Παρά τη διαπίστωση αυτή, τα θεσμικά όργανα εξακολούθησαν να χρησιμοποιούν τους ανωτέρω κωδικούς για τη σύγκριση με τους NCP που χρησιμοποιούσε η Tata για τις πωλήσεις στην κοινοτική αγορά.
104 Οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι, ως εκ του ότι Kundan και Tata δεν είναι συνδεδεμένες εταιρίες, η Tata δεν διέθετε καμία δυνατότητα εξακριβώσεως των προϊόντων που είχε λάβει υπόψη η Kundan για τον υπολογισμό των μέσων τιμών του κόστους ανά NCP στην εσωτερική αγορά. Επομένως, ήταν όλως πεπλανημένος ο υπολογισμός του περιθωρίου ντάμπινγκ ανά NCP των προσφευγουσών, προϊόν της συγκρίσεως των στοιχείων της Kundan και της Tata. Εξάλλου, το γεγονός αυτό συνεπήχθη σημαντική διαφορά μεταξύ του καθορισθέντος για τις προσφεύγουσες περιθωρίου ντάμπινγκ και των υπολογισθέντων περιθωρίων για τους δύο άλλους εξαγωγείς που είχαν συνεργαστεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έρευνας, και τούτο παρά την ομοιότητα μεταξύ των τριών εταιριών.
105 Οι προσφεύγουσες παραδέχονται ότι είχαν διαβιβάσει δύο φορές στην Επιτροπή κατάλογο περιέχοντα τους NCP της Tata που αντιστοιχούσαν στους προηγουμένως προσκομισθέντες από την Kundan. Πάντως, υποστηρίζουν ότι ο εναρμονισμένος αυτός πίνακας δεν κατέστη εφικτό να αποκαταστήσει την ανακρίβεια των στοιχείων που παρέσχε η Kundan. Συγκεκριμένα, η Tata σε καμία περίπτωση δεν ήταν σε θέση να εξακριβώσει αν τα διάφορα προϊόντα που πωλούσε η Kundan στην εσωτερική αγορά ήσαν ορθώς ταξινομημένα.
106 Οι προσφεύγουσες συνάγουν ότι το Συμβούλιο, εξακολουθώντας να στηρίζεται σε στοιχεία, τα οποία γνώριζε ότι ήσαν ανακριβή και η χρήση των οποίων οδήγησε σε προδήλως εσφαλμένες διαπιστώσεις, παρέβη το άρθρο 18, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού.
107 Το Συμβούλιο αντικρούει ότι το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3, του βασικού κανονισμού δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αναγνώριση υπέρ ενός ενδιαφερόμενου μέρους του δικαιώματος να ζητεί από τα θεσμικά όργανα να απορρίψουν τις πληροφορίες που το ίδιο προσκόμισε.
108 Εξάλλου, το Συμβούλιο διευκρινίζει ότι ο εναρμονισμένος πίνακας που διαβίβασαν οι προσφεύγουσες στην Επιτροπή μετά τη δημοσίευση του προσωρινού κανονισμού επέτρεψε στη δεύτερη να διενεργήσει έγκυρη σύγκριση μεταξύ των δεδομένων της Kundan, σχετικά με την κανονική αξία, και εκείνων της Tata, σχετικά με την τιμή εξαγωγής, και, συνακόλουθα, να υπολογίσει ορθώς το περιθώριο ντάμπινγκ.
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
109 Κατ' αρχάς, πρέπει να υπομνηστεί ότι το άρθρο 18, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι, αν οι πληροφορίες που προσκομίζει ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν είναι άρτιες από κάθε άποψη, λαμβάνονται οπωσδήποτε υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδεχόμενες ελλείψεις δεν είναι τέτοιες, ώστε να δυσχεραίνουν υπέρμετρα τη συναγωγή συμπεράσματος με ικανοποιητική ακρίβεια.
110 Ακολούθως, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως υποστήριξε το Συμβούλιο, η διάταξη αυτή, μολονότι παρέχει στο ενδιαφερόμενο μέρος τη δυνατότητα να υποστηρίξει ότι τα θεσμικά όργανα απέρριψαν εσφαλμένα τις πληροφορίες που προσκόμισε το ίδιο, πάντως, δεν του παρέχει το δικαίωμα να ζητεί την εκ μέρους τρίτων απόρριψη των πληροφοριών που προσκόμισε το ίδιο.
111 Πάντως, πρέπει να θεωρηθεί ότι, με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν κατ' ουσίαν ότι τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον προσδιόρισαν την αφορώσα τις προσφεύγουσες κανονική αξία εκκινώντας από την ταξινόμηση ανά NCP εκ μέρους της Kundan.
112 Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι διαβίβασαν στην Επιτροπή, υπό μορφή παραρτήματος των παρατηρήσεών τους επί του κανονισμού περί προσωρινού δασμού, στις 10 Οκτωβρίου 1997, πίνακα εμφαίνοντα τους NCP της Tata οι οποίοι αντιστοιχούν στους NCP της Kundan. Δεν αμφισβητούν επίσης ότι διαβίβασαν στις υπηρεσίες της Επιτροπής, με έγγραφο της 28ης Οκτωβρίου 1997, διορθωμένο και αναθεωρημένο εναρμονισμένο πίνακα. Εξάλλου, είναι γνωστό στα ενδιαφερόμενα μέρη ότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο στηρίχτηκαν, στα πλαίσια της θεσπίσεως του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και προκειμένου να συγκρίνουν την κανονική αξία με την τιμή εξαγωγής, επί των NCP που χρησιμοποιήθηκαν στους καταλόγους της Tata και εναρμονίστηκαν με τους εμφαινομένους στην ταξινόμηση της Kundan.
113 Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως θεωρώντας ότι η κατάρτιση εκ μέρους της Tata εναρμονισμένου πίνακα μεταξύ των δικών της NCP και εκείνων που χρησιμοποιούσε η Kundan ήταν επαρκής για τη θεραπεία των ανακριβειών που περιελάμβανε η ταξινόμηση της δεύτερης και για τη δυνατότητα διενεργείας δίκαιης συγκρίσεως μεταξύ των αφορώντων την κανονική αξία στοιχείων της Kundan και εκείνων της Tata σχετικά με την τιμή εξαγωγής.
114 Προς τούτο, διαπιστώθηκε ότι, όπως προκύπτει από το σημείο 2 του τμήματος Β του αποσταλέντος στις προσφεύγουσες ερωτηματολογίου κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έρευνας, η λειτουργία της ταξινομήσεως ανά NCP ενέκειτο κατ' ουσίαν στο να επιτρέψει στα θεσμικά όργανα να εντοπίσουν την αντιστοιχία μεταξύ των αποτελούντων αντικείμενο εξαγωγής στην Κοινότητα προϊόντων με τα παρεμφερή και διατιθέμενα στην εσωτερική αγορά προϊόντα. Όπως προκύπτει από το σημείο 2 του τμήματος Η του ιδίου ερωτηματολογίου, οι NCP συγκροτούνται από τα ακόλουθα στοιχεία: τον τύπο του προϊόντος σχετικά με τον οποίο το ερωτηματολόγιο διακρίνει συναφώς μεταξύ 7 κατηγοριών EFAI· τη χρησιμοποιηθείσα πρώτη ύλη· τον αριθμό DIN (Deutsche Industrienorm) εμφαίνοντα τους τυποποιημένους κανόνες που τηρήθηκαν κατά την παραγωγή των EFAI· τη διάμετρο του οικείου προϊόντος και το μήκος του.
115 Επομένως, η ουσιώδης λειτουργία των NCP έγκειται στον προσδιορισμό των φυσικών και τεχνικών χαρακτηριστικών των προϊόντων που διατίθενται στο εμπόριο εντός της εσωτερικής αγοράς διά της ομαδοποιήσεώς τους με γνώμονα τα χαρακτηριστικά αυτά, προκειμένου να παρασχεθεί στα θεσμικά όργανα η δυνατότητα εντοπισμού των πανομοιοτύπων ή παρεμφερών προϊόντων που εξάγονται προς την Κοινότητα.
116 Όπως προκύπτει από τον εναρμονισμένο πίνακα που κατήρτισαν οι προσφεύγουσες και απέστειλαν στην Επιτροπή με ταχυδρομείο της 28ης Οκτωβρίου 1997, για κάθε κατηγορία προϊόντων που ομαδοποιήθηκαν υπό τον αυτό NCP από την Kundan, αναφέρεται η αντίστοιχη κατηγορία των εξαγομένων από την Tata στην Κοινότητα προϊόντων, κατηγορία η οποία ταξινομείται υπό τον ορθό NCP.
117 Υπό τις περιστάσεις αυτές και λαμβάνοντας υπόψη τη λειτουργία της ταξινομήσεως ανά NCP, όπως αυτή περιγράφεται με το αποσταλέν στις προσφεύγουσες ερωτηματολόγιο, τα θεσμικά όργανα νομιμοποιούνταν να εκλάβουν ότι τα ούτως εναρμονισμένα στοιχεία μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν έναντι των προσφευγουσών παρά τις ανακρίβειες που περιαλάμβανε η προσκομισθείσα από την Kundan αρχική ταξινόμηση.
118 Εξάλλου, ο επίδικος εναρμονισμένος πίνακας καταρτίστηκε ειδικά από τις προσφεύγουσες με σκοπό να χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έρευνας. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες διαφώνησαν, κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας, ως προς τη χρήση του.
119 Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται επίσης ότι, εξ αιτίας των περιλαμβανομένων στην εκ μέρους της Kundan ταξινόμηση λαθών, είναι εσφαλμένο το αποτέλεσμα του υπολογισμού περιθωρίου τους ντάμπινγκ για κάθε κατηγορία ομαδοποιημένων υπό τον αυτό NCP προϊόντων. Η ανακρίβεια των υπολογισμών στους οποίους προέβησαν τα θεσμικά όργανα προκύπτει ιδίως από πολύ σημαντική διαφορά μεταξύ του περιθωρίου ντάμπινγκ που επελέγη για τις προσφεύγουσες και εκείνου που ορίστηκε για τους εμπλεκόμενους στην έρευνα λοιπούς Ινδούς παραγωγούς- εξαγωγείς, ήτοι τις εταιρίες Lakshmi Precision Screws Ltd και Audler Fasteners, για τους οποίους η κανονική αξία δεν προσδιορίστηκε με βάση στοιχεία που προσκόμισε η Kundan. Οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν, αφενός, ότι οι δύο αυτοί παραγωγοί-εξαγωγείς δρουν υπό συνθήκες παρεμφερείς με εκείνες της Kundan και, αφετέρου, ότι, με τον προσωρινό κανονισμό, το περιθώριό τους ντάμπινγκ ήταν σύμφωνο με εκείνο που καθορίστηκε για την Kundan.
120 Συναφώς, επιβάλλεται, πρώτον, να υπογραμμιστεί ότι, μεταξύ των εμπλεκομένων στην έρευνα εξαγωγέων, μόνον η Tata είχε καταρτίσει εναρμονισμένο πίνακα επιτρέποντα τον συνδυασμό της ταξινομήσεως που διενήργησε η Kundan με τα δικά της στοιχεία. Επομένως, ορθώς τα θεσμικά όργανα δεν έλαβαν υπόψη τα προσκομισθέντα από την Kundan στοιχεία για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας για τους δύο άλλους Ινδούς εξαγωγείς και προχώρησαν, ως εκ τούτου, στον κατ' εκτίμηση υπολογισμό της.
121 Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, το περιθώριο ντάμπινγκ που υπολογίστηκε για τις Tata και Kundan καθορίστηκε εκκινώντας από τιμή εξαγωγής υπολογισθείσα με γνώμονα τις τιμές που εφήρμοσε η Tata στην κοινοτική αγορά και όχι, όπως συνέβη με τον προσωρινό κανονισμό, βάσει των τιμών με τις οποίες η Kundan χρέωσε την Tata, γεγονός που συνεπήχθη αύξηση του περιθωρίου ντάμπινγκ των προσφευγουσών.
122 Τέλος, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, σε απάντηση των γραπτών ερωτήσεων που έθεσε το Πρωτοδικείο, το Συμβουλίου διευκρίνισε ότι η αισθητή διαφορά μεταξύ του περιθωρίου ντάμπινγκ των προσφευγουσών και εκείνου των εμπλεκομένων στην ίδια έρευνα λοιπών Ινδών εξαγωγέων εξηγείται από διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων καταλέγονται ιδίως η διαφορά μεταξύ των προϊόντων που κατασκευάζουν οι τρεις παραγωγοί και μεταξύ της διαδικασίας κατασκευής τους, το υψηλότερο κόστος παραγωγής της Kundan και η χρήση εκ μέρους των θεσμικών οργάνων διαφορετικής μεθόδου υπολογισμού της κανονικής αξίας. Οι παρασχεθείσες συναφώς από τις προσφεύγουσες διευκρινίσεις κατά τη συζήτηση ακροατηρίου δεν ήσαν ικανές να θέσουν υπό αμφισβήτηση τους ισχυρισμούς του Συμβουλίου.
123 Υπό τις περιστάσεις αυτές και ενόψει όλων των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η συναγωγή του συμπεράσματος ότι τα θεσμικά όργανα δεν υπέπεσαν σε πρόδηλες πλάνες εκτιμήσεως καθορίζοντας την αφορώσα τις προσφεύγουσες κανονική αξία με αφετηρία την ανά NCP ταξινόμηση εκ μέρους της Kundan.
124 Κατόπιν αυτού, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.
Επί του τετάρτου λόγου, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 20, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού
Επιχειρήματα των διαδίκων
125 Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι ουδέποτε έλαβαν σαφείς πληροφορίες του συνόλου των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν στη θέσπιση των αμφισβητουμένων μέτρων αντντάμπνγκ. Συναφώς, διευκρινίζουν ότι τα πληροφοριακά έγγραφα που τους διαβιβάστηκαν κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας έρχονται σε αντίθεση με τον οριστικό κανονισμό σε μερικά ουσιώδη σημεία. Ειδικότερα, ουδέποτε έλαβαν σαφείς εξηγήσεις σχετικά με την αξιολόγηση του αναξιόπιστου χαρακτήρα των τιμών με τις οποίες η Kundan χρέωνε βάσει τιμολογίων την Tata και ως προς την απόφαση μειώσεως από την τιμή εξαγωγής της Tata προμηθείας εκτιμώμενης στο 2 %.
126 Όσον αφορά τις πληροφορίες σχετικά με την αναξιοπιστία των τιμών της Kundan, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, πρώτον, ότι η Επιτροπή δεν τις ενημέρωσε αρκετά έγκαιρα ώστε να είναι σε θέση να αμυνθούν επί του ότι οι τιμές της Tata μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν έναντι εκείνων της Kundan για τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής. Δεύτερον, διατείνονται ότι οι διευκρινίσεις της Επιτροπής ως προς τον αναξιόπιστο χαρακτήρα των τιμών της Kundan διέφεραν κάθε φορά που τα θεσμικά όργανα έθεταν το ζήτημα της τιμής εξαγωγής. Τέλος, οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι μόλις για πρώτη φορά, με το υπόμνημά του αντικρούσεως, το Συμβούλιο υποστήριξε ότι η αναθεωρημένη εκδοχή του πρωτοκόλλου συμφωνίας τους περιελάμβανε ένα στοιχείο συμψηφισμού.
127 Όσον αφορά την πραγματοποιηθείσα, δυνάμει κατ' εκτίμηση προμηθείας, προσαρμογή, οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι η Επιτροπή τους παρέσχε σαφείς διευκρινίσεις μόλις με το έγγραφο της 10ης Φεβρουαρίου 1998, ήτοι σε χρόνο όπου δεν ήσαν πλέον σε θέση να αντιδράσουν λόγω της εκπνοής της προθεσμίας για την υποβολή παρατηρήσεων.
128 Κατόπιν αυτού, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι δεν ήσαν σε θέση, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, να υπερασπίσουν λυσιτελώς τα συμφέροντά τους, σε αντίθεση με τις επιταγές του άρθρου 20, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού.
129 Το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι η παράβαση του άρθρου 20, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού δεν μπορεί να συνεπάγεται ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως παρά μόνον αν οι παρασχεθείσες από τα θεσμικά όργανα πληροφορίες ήσαν ατελείς και αν, λόγω της ανεπαρκείας των πληροφοριών αυτών, οι προσφεύγουσες δεν κατέστη εφικτό να αμυνθούν λυσιτελώς. Αυτό δεν συνέβη στην προκειμένη περίπτωση δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες στάθηκε εφικτό να λάβουν γνώση της θέσεως της Επιτροπής και να την αντικρούσουν τόσο επί του ζητήματος της αξιοπιστίας των τιμών με τις οποίες η Kundan χρέωσε βάσει τιμολογίων την Tata όσο και επί του ζητήματος της προσαρμογής της τιμής εξαγωγής.
130 Επικουρικώς, το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι, και αν υποτεθεί ότι τα θεσμικά όργανα προσέβαλαν τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών σχετικά με τον καθορισμό του ποσού της προσαρμογής της τιμής εξαγωγής, το γεγονός αυτό δεν επηρεάζει τη νομιμότητα των επιβληθέντων μέτρων αντιντάμπινγκ αλλ' αποκλειστικά το ύψος τους. Στην περίπτωση αυτή, το Πρωτοδικείο θα έπρεπε να περιοριστεί στην ακύρωση του άρθρου 1, του προσβαλλόμενου κανονισμού αποκλειστικά στο μέτρο που επιβάλλεται οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ μεγαλύτερος του 45,5 %.
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
131 Η δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού υποχρέωση της Επιτροπής να ενημερώνει τις εμπλεκόμενες σε διαδικασία αντιντάμπινγκ επιχειρήσεις επί των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και σκέψεων βάσει των οποίων αντιμετωπίζεται το ενδεχόμενο να προταθεί η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ σκοπεί στη διασφάλιση της τηρήσεως των δικαιωμάτων άμυνας των υπαγομένων στην εν λόγω διαδικασία επιχειρήσεων. Ο παρών λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση της οικείας διατάξεως, πρέπει, επομένως, να ερμηνευθεί ως επιδιώκων, κατ' ουσίαν, την αναγνώριση της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας που περατώθηκε με την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού.
132 Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, δυνάμει της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, οι εμπλεκόμενες σε διαδικασία έρευνας προ της εκδόσεως κανονισμού αντιντάμπινγκ επιχειρήσεις πρέπει να έχουν τη δυνατότητα, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, να γνωστοποιούν λυσιτελώς την άποψή τους επί του υποστατού και της συναφείας των προβαλλομένων γεγονότων και περιστάσεων και επί των αποδεικτικών στοιχείων που επέλεξε η Επιτροπή για να στηρίξει τον ισχυρισμό της περί υπάρξεως πρακτικής ντάμπινγκ ή της εντεύθεν απορρέουσας ζημίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Ιουνίου 1991, C- 49/88, Al-Jubail Fertilizer κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. Ι-3187, σκέψη 17, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 1997, T-121/95, EFMA κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-2391, σκέψη 84, της 18ης Δεκεμβρίου 1997, Τ-159/94 και Τ-160/94, Ajinomoto και Nutrasweet κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-2461, σκέψη 83, και της 19ης Νοεμβρίου 1998, Τ-147/97, Champion Stationery κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-4137, σκέψη 55).
133 Οι ανωτέρω επιταγές είναι καταγεγραμμένες στο άρθρο 20 του βασικού κανονισμού. Έτσι, η παράγραφος 2, της εν λόγω διατάξεως ορίζει ότι οι καταγγέλλοντες, εισαγωγείς και εξαγωγείς, καθώς και οι αντιπροσωπευτικές ενώσεις τους και οι εκπρόσωποι της χώρας εξαγωγής «δύνανται να ζητούν την τελική αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού επί τη βάσει των οποίων πρόκειται να διατυπωθεί η εισήγηση για την επιβολή οριστικών μέτρων [...], εν προκειμένω, λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα για τη γνωστοποίηση εκείνων των πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού που ενδεχομένως διαφέρουν από εκείνα που αποτέλεσαν τη βάση για την επιβολή των προσωρινών μέτρων» (προαναφερθείσα απόφαση Champion Stationery κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 55). Το άρθρο 20, παράγραφος 4, προβλέπει ότι η τελική αποκάλυψη στοιχείων πρέπει να δίδεται εγγράφως. Πρέπει να πραγματοποιείται το συντομότερο δυνατό και, συνήθως, το αργότερο ένα μήνα πριν από την οριστική απόφαση ή την υποβολή εκ μέρους της Επιτροπής προτάσεως περί τελικής αποφάσεως σύμφωνα με το άρθρο 9 του βασικού κανονισμού. Σε περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αποκαλύψει ορισμένα πραγματικά περιστατικά ή το σκεπτικό κατά τη δεδομένη στιγμή, αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατό σε μεταγενέστερο στάδιο. Η αποκάλυψη αυτή στοιχείων δεν θίγει οποιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση που ενδέχεται να λάβει η Επιτροπή ή το Συμβούλιο και, αν η απόφαση αυτή στηρίζεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και σε διαφορετικό σκεπτικό, αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν. Το άρθρο 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού παρέχει, εξάλλου, στις επιχειρήσεις αποδέκτες παρόμοιας τελικής αποκαλύψεως στοιχείων, το δικαίωμα να καταθέσουν τυχόν παρατηρήσεις εντός προθεσμίας, οριζόμενης από την Επιτροπή, η οποία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των δέκα ημερών.
134 Επομένως, υπό το φως των ανωτέρω αρχών, πρέπει να εξεταστεί αν παραβιάστηκαν, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έρευνας, τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών.
135 Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αποτελείται από δύο σκέλη. Στα πλαίσια του πρώτου σκέλους, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματά τους άμυνας εκ του γεγονότος ότι η Επιτροπή δεν τις ενημέρωσε αρκετά έγκαιρα ώστε να μπορέσουν να αμυνθούν σχετικά με την απόφασή της να θεωρήσει ως αναξιόπιστες τις εφαρμοζόμενες μεταξύ Kundan και Tata τιμές.
136 Συναφώς, διαπιστώνεται, κατ' αρχάς, ότι, με το από 29 Οκτωβρίου 1997 έγγραφο που απηύθυνε στον σύμβουλο των προσφευγουσών, η Επιτροπή όχι μόνο ζήτησε διευκρινίσεις επί της πολιτικής των εφαρμοζομένων στις μεταξύ των εταιριών σχέσεων τιμών, αλλά και προειδοποίησε τις προσφεύγουσες ότι, ελλείψει ευλογοφανών εξηγήσεων, θα αναγκαζόταν να θεωρήσει ότι οι τιμές με τις οποίες η Kundan χρέωνε, βάσει τιμολογίων, την Tata δεν εφαρμόζονταν «κατά τη διάρκεια συνήθων εμπορικών πράξεων». Από το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού προέκυπτε με επαρκή σαφήνεια η θέση της Επιτροπής ότι, ελλείψει πειστικών εξηγήσεων εκ μέρους των προσφευγουσών, οι εφαρμοζόμενες από την Kundan έναντι της Tata τιμές θα θεωρούνταν ενδεχομένως ως αναξιόπιστες και, συνακόλουθα, δεν θα λαμβάνονταν υπόψη.
137 Ακολούθως, πρέπει να υπογραμμιστεί, ότι με το πληροφοριακό έγγραφο που διαβίβασε στις προσφεύγουσες στις 23 Δεκεμβρίου 1997, η Επιτροπή έκανε λόγο για την απόφασή της να μη λάβει ως βάση, για τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής, τις τιμές με τις οποίες η Kundan χρέωνε, βάσει τιμολογίων, την Tata. Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι οι εν λόγω τιμές δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως εφαρμοζόμενες στα πλαίσια συνήθων εμπορικών πράξεων λόγω του γεγονότος ότι οι προσφεύγουσες έπρεπε να αντιμετωπιστούν ως συνδεόμενες δυνάμει της συμβάσεως αποκλειστικότητας που τις δέσμευε. Κατόπιν αυτού, πληροφόρησε τις προσφεύγουσες ότι η τιμή εξαγωγής θα υπολογιζόταν με βάση τις τιμές που εφάρμοζε η Tata έναντι των κοινοτικών πελατών της.
138 Επιβάλλεται η επισήμανση ότι, με τα σχόλιά τους υπό τύπον απαντήσεως στο προαναφερθέν πληροφοριακό έγγραφο, οι προσφεύγουσες δεν περιορίστηκαν να αμφισβητήσουν τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι υφίστατο σύνδεσμος μεταξύ τους ως εκ του γεγονότος ότι δεσμεύονταν από σύμβαση αποκλειστικότητας, αλλ' εξέθεσαν επίσης τους λόγους για τους οποίους ήταν αδύνατο να θεωρηθεί ότι υφίστατο μεταξύ τους οποιοσδήποτε συμψηφιστικός διακανονισμός ώστε να δίδει λαβή στην Επιτροπή να θεωρήσει ως αναξιόπιστες τις εφαρμοζόμενες από την Kundan τιμές.
139 Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να διαπιστωθεί ότι οι προσφεύγουσες όχι μόνον κατέστη δυνατό να γνωστοποιήσουν λυσιτελώς την άποψή τους, αλλ' όντως εξέφρασαν τη θέση τους τόσο επί του κύρους των συμπερασμάτων που συνήγαγε η Επιτροπή από την ύπαρξη συμβάσεως αποκλειστικότητας και από τη στρατηγική επί των τιμών που είχαν υιοθετήσει, όσον και επί της εν γένει δυνατότητας να συναχθεί από τα στοιχεία αυτά και από άλλα η ύπαρξη συμψηφιστικού διακανονισμού κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού.
140 Εξάλλου, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η βασική επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν οι προσφεύγουσες ενώπιον του Πρωτοδικείου προκειμένου να αμφισβητήσουν την απόφαση των θεσμικών οργάνων να καθορίσουν την τιμή εξαγωγής βάσει των τιμών της Tata, επιχειρηματολογία η οποία θεμελιώνεται στη λειτουργία του καθεστώτος Passbook, είχε ήδη αναλυθεί από τις προσφεύγουσες κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, τόσο με το έγγραφο της 3ης Νοεμβρίου 1997 όσο και με τα σχόλιά τους επί του πληροφοριακού εγγράφου της 23ης Δεκεμβρίου 1997.
141 Υπό τις περιστάσεις αυτές, το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο.
142 Στα πλαίσια του δεύτερου σκέλους, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματά τους άμυνας ως εκ του ότι η Επιτροπή δεν τις ενημέρωσε αρκετά έγκαιρα ώστε να μπορούν να αμυνθούν έναντι της αποφάσεώς της να προβεί σε προσαρμογή της τιμής εξαγωγής δυνάμει της κατ' εκτίμηση προμηθείας.
143 Το δεύτερο αυτό σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως καθίσταται άνευ αντικειμένου καθότι κρίθηκε, με τις σκέψεις 89 έως 101, ότι τα θεσμικά όργανα προέβησαν παρανόμως στην εν λόγω προσαρμογή.
144 Επομένως, επιβάλλεται η απόρριψη του τετάρτου λόγου ακυρώσεως.
Επί των αιτημάτων που υπέβαλε επικουρικώς το Συμβούλιο
Επιχειρήματα των διαδίκων
145 Με τα έγγραφά του, το Συμβούλιο ζητεί από το Πρωτοδικείο, επικουρικώς και σε περίπτωση που θα γινόταν δεκτός ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, να ακυρώσει το άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού καθ' ό μέτρο ορίζει τον εφαρμοστέο επί των προσφευγουσών δασμό αντιντάμπινγκ σε επίπεδο υψηλότερο του 45,5 %, ποσοστό που αντιστοιχεί σε συντελεστή που θα είχε εφαρμοστεί αν τα θεσμικά όργανα δεν είχαν προβεί στην επίδικη προσαρμογή (βλ. ανωτέρω σκέψη 88).
146 Οι προσφεύγουσες εναντιώνονται στο αίτημα της Επιτροπής, υποστηρίζοντας ότι το Πρωτοδικείο δεν διαθέτει, στα πλαίσια του ελέγχου της νομιμότητας του προσβαλλόμενου κανονισμού, την εξουσία μεταρρυθμίσεώς του αλλ' απλώς ακυρώσεώς του.
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
147 Κατ' αρχάς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι εν προκειμένω το Πρωτοδικείο οφείλει αποκλειστικά να ασκήσει τον έλεγχο επί της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξεως και δεν διαθέτει αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας. Έτσι, διαθέτει μεν την εξουσία ακυρώσεως της προσβαλλόμενης πράξεως, αλλ' όχι εκείνη της μεταρρυθμίσεώς της.
148 Ακολούθως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η έλλειψη νομιμότητας της επίδικης προσαρμογής δεν θίγει τη νομιμότητα του άρθρου 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού παρά μόνο στον βαθμό που ο οριζόμενος με την εν λόγω διάταξη δασμός αντιντάμπινγκ υπερβαίνει τον εφαρμοζόμενο χωρίς την εν λόγω προσαρμογή.
149 Επομένως, ακυρώνοντας εν μέρει το άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού, στον βαθμό που ο οριζόμενος για τις προσφεύγουσες δασμός αντιντάμπινγκ υπερβαίνει εκείνον που εφαρμόζεται χωρίς την οικεία προσαρμογή, το Πρωτοδικείο συνάγει απλώς τις αναγκαίες συνέπειες της εκτιμήσεώς του, χωρίς να υποκαθίσταται στο καθού θεσμικό όργανο.
150 Για τους λόγους αυτούς και εν όψει του συνόλου των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η ακύρωση του άρθρου 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού, καθ' ό μέτρο ο οριζόμενος για τις προσφεύγουσες δασμός αντιντάμπινγκ υπερβαίνει εκείνον που εφαρμόζεται χωρίς την προσαρμογή της τιμής εξαγωγής λόγω προμηθείας.
Επί των δικαστικών εξόδων
151 Σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του, το Πρωτοδικείο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του σε περίπτωση ήττας των διαδίκων όσον αφορά ένα ή περισσότερα κεφάλαια. Εν προκειμένω, τα αιτήματα περί ακυρώσεως των προσφευγουσών αναγνωρίστηκαν εν μέρει βάσιμα. Το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι, αποφαινόμενο ότι το Συμβούλιο φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και το 30 % των εξόδων των προσφευγουσών, οι οποίες φέρουν το 70 % των εξόδων τους, προβαίνει σε ορθή εκτίμηση των επιδίκων περιστάσεων.
152 Σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο πενταμελές τμήμα)
αποφασίζει:
1) Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 393/98 του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές συνδετήρων και μερών αυτών από ανοξείδωτο χάλυβα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Ινδίας, Δημοκρατίας της Κορέας, Μαλαισίας, Ταϊβάν και Ταϊλάνδης, ακυρώνεται, καθ' ό μέτρο ο δασμός αντιντάμπινγκ που ορίζεται για τις εξαγωγές εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας των κατασκευαζομένων από την Kundan Industries Ltd και εξαγομένων από την Tata International Ltd προϊόντων υπερβαίνει τον δασμό που εφαρμόζεται χωρίς την προσαρμογή της τιμής εξαγωγής λόγω προμηθείας.
2) Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.
3) Το Συμβούλιο φέρει τα δικαστικά έξοδά του και το 30 % των εξόδων των προσφευγουσών. Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.