ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)
της 14ης Δεκεμβρίου 2023 ( *1 )
«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Φορολογική απόφαση προέγκρισης εκδοθείσα από κράτος μέλος – Ενίσχυση η οποία έχει κηρυχθεί ασύμβατη με την εσωτερική αγορά – Έννοια του “πλεονεκτήματος” – Καθορισμός του πλαισίου αναφοράς – “Κανονική” φορολόγηση κατά το εθνικό δίκαιο – Αρχή του πλήρους ανταγωνισμού – Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνείας και εφαρμογής του εθνικού δικαίου»
Στην υπόθεση C‑457/21 P,
με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 22 Ιουλίου 2021,
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον P.‑J. Loewenthal και την F. Tomat,
αναιρεσείουσα,
όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:
Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τους A. Germeaux και T. Uri, εν συνεχεία δε από τους A. Germeaux και T. Schell, επικουρούμενους από τους J. Bracker, A. Steichen και D. Waelbroeck, avocats,
Amazon.com Inc., με έδρα το Seattle (Ηνωμένες Πολιτείες),
Amazon EU Sàrl, με έδρα το Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο),
εκπροσωπούμενες από τους D. Paemen, M. Petite και A. Tombiński, avocats,
προσφεύγοντες πρωτοδίκως,
Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τον A. Joyce, επικουρούμενο από τον P. Baker, KC, την C. Donnelly, SC, και τους B. Doherty, BL, D. Fennelly, BL, και P. Gallagher, SC,
παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen, N. Wahl (εισηγητή), J. Passer και M. L. Arastey Sahún, δικαστές,
γενική εισαγγελέας: J. Kokott
γραμματέας: M. Longar, διοικητικός υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Μαρτίου 2023,
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 8ης Ιουνίου 2023,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Με την αίτηση αναιρέσεως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί την αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 12ης Μαΐου 2021, Λουξεμβούργο και Amazon κατά Επιτροπής (T‑816/17 και T‑318/18, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2021:252), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση (ΕΕ) 2018/859 της Επιτροπής, της 4ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.38944 (2014/C) (πρώην 2014/NN) που έθεσε σε εφαρμογή το Λουξεμβούργο για την Amazon (ΕΕ 2018, L 153, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). |
Ιστορικό της διαφοράς
2 |
Το ιστορικό της διαφοράς εκτέθηκε στις σκέψεις 1 έως 71 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στη μη εμπιστευτική της έκδοση, ως εξής:
[…]
[…]
[…]
[…]
[…]
[…] β) Επί της επιλεκτικότητας του μέτρου
|
Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
3 |
Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Δεκεμβρίου 2017, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου άσκησε την προσφυγή στην υπόθεση T‑816/17, ζητώντας, κυρίως, την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και, επικουρικώς, την ακύρωσή της κατά το μέρος που με αυτήν διατάχθηκε η ανάκτηση της ενίσχυσης η οποία προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. |
4 |
Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Μαΐου 2018, οι Amazon EU Sàrl και Amazon.com (στο εξής, από κοινού: Amazon) άσκησαν την προσφυγή στην υπόθεση T‑318/18, ζητώντας, κυρίως, την ακύρωση των άρθρων 1 έως 4 της προσβαλλόμενης απόφασης και, επικουρικώς, την ακύρωση των άρθρων 2 έως 4 της ίδιας απόφασης. |
5 |
Προς στήριξη των προσφυγών τους, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου και η Amazon προέβαλαν, αντιστοίχως, πέντε και εννέα λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι, κατά την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου, αλληλεπικαλύπτονταν σε μεγάλο βαθμό ως ακολούθως:
|
6 |
Στο πλαίσιο της παρέμβασής της πρωτοδίκως, η Ιρλανδία προέβαλε, πρώτον, παράβαση του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, καθόσον η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει την ύπαρξη πλεονεκτήματος υπέρ της LuxOpCo, δεύτερον, παράβαση του ως άνω άρθρου, καθόσον η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει την επιλεκτικότητα του μέτρου, τρίτον, παράβαση των άρθρων 4 και 5 ΣΕΕ, καθόσον η Επιτροπή είχε προβεί σε συγκεκαλυμμένη φορολογική εναρμόνιση, και, τέταρτον, παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, καθόσον, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το θεσμικό αυτό όργανο είχε διατάξει την ανάκτηση της ενίσχυσης η οποία προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. |
7 |
Αφού αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑816/17 και T‑318/18 προς έκδοση κοινής αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. |
8 |
Κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο δέχτηκε την πρώτη και τη δεύτερη αιτίαση του δεύτερου σκέλους και το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως στην υπόθεση T‑816/17 καθώς και τον δεύτερο και τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως στην υπόθεση T‑318/18, με τους οποίους υποστηρίχθηκε ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη πλεονεκτήματος στο πλαίσιο της κύριας διαπίστωσής της. |
9 |
Συναφώς, έκρινε, αφενός, ότι η Επιτροπή εσφαλμένως έκρινε ότι η LuxSCS έπρεπε να ληφθεί υπόψη ως εξεταστέα εταιρία για τους σκοπούς της εφαρμογής της ΤΝΜΜ και, αφετέρου, ότι ο υπολογισμός της «αμοιβής της LuxSCS» από την Επιτροπή, βάσει της παραδοχής ότι η LuxSCS έπρεπε να είναι η εξεταστέα εταιρία, ενείχε πλείονα σφάλματα και δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως αρκούντως αξιόπιστος ούτε μπορούσε να οδηγήσει σε αποτέλεσμα πλήρους ανταγωνισμού. Στο μέτρο που η μέθοδος υπολογισμού την οποία είχε προκρίνει η Επιτροπή έπρεπε να απορριφθεί, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού ότι η μέθοδος αυτή δεν μπορούσε να στηρίξει τη διαπίστωση ότι η αμοιβή έπρεπε να ήταν χαμηλότερη από εκείνη που όντως εισέπραξε η LuxSCS, κατ’ εφαρμογήν της επίμαχης φορολογικής απόφασης, κατά τη σχετική περίοδο. Επομένως, τα στοιχεία που είχε λάβει υπόψη η Επιτροπή, όσον αφορά την κύρια διαπίστωση της ύπαρξης πλεονεκτήματος, δεν αποδείκνυαν, κατά το Γενικό Δικαστήριο, ότι η φορολογική επιβάρυνση της LuxOpCo είχε μειωθεί τεχνητώς λόγω υπερτίμησης της αμοιβής (σκέψεις 296 και 297 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης). |
10 |
Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τους λόγους ακυρώσεως και τα επιχειρήματα του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου και της Amazon που έβαλλαν κατά του βασίμου των τριών επικουρικών διαπιστώσεων της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη πλεονεκτήματος. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε τα εξής:
|
11 |
Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω σκέψεων, τις οποίες έκρινε επαρκείς για την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως και τα λοιπά επιχειρήματα των προσφυγών. |
Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων στην αναιρετική δίκη
12 |
Με την αίτηση αναιρέσεως, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:
|
13 |
Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου ζητεί από το Δικαστήριο:
|
14 |
Η Amazon ζητεί από το Δικαστήριο:
|
Επί της αιτήσεως αναιρέσεως
Επί του παραδεκτού
15 |
Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου υποστηρίζει, χωρίς να προβάλει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου, ότι τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως και του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή της αρχής του πλήρους ανταγωνισμού, είναι απαράδεκτα καθόσον σκοπούν στην αμφισβήτηση της ορθότητας των πραγματικών διαπιστώσεων του Γενικού Δικαστηρίου. Στο μέτρο που η Επιτροπή δεν επιχειρεί να αποδείξει την παραμόρφωση των πραγματικών αυτών περιστατικών, δεν μπορεί παραδεκτώς να τα αμφισβητήσει στο πλαίσιο της αιτήσεώς της αναιρέσεως. Εξάλλου, υποθετικά σφάλματα του Γενικού Δικαστηρίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της αρχής του πλήρους ανταγωνισμού πρέπει να θεωρηθούν ότι αφορούν το λουξεμβουργιανό εθνικό δίκαιο –καθόσον η αρχή αυτή δεν έχει, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, αυτοτελή ύπαρξη στο δίκαιο της Ένωσης– και, επομένως, πλάνη περί τα πράγματα. Πλην όμως, τα πραγματικά ζητήματα δεν μπορούν να προβληθούν στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, εκτός αν συντρέχει περίπτωση παραμόρφωσης των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο. Επομένως, τα επιχειρήματα είναι επίσης, για τον λόγο αυτό, απαράδεκτα, δεδομένου ότι οι περιπτώσεις παραμόρφωσης που προβάλλει συναφώς η Επιτροπή δεν είναι τεκμηριωμένες. |
16 |
Από την πλευρά της, η Amazon υποστηρίζει, χωρίς να προβάλει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου, ότι η Επιτροπή επιχειρεί να παρουσιάσει τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά ως νομικά ζητήματα ή ζητήματα νομικής ερμηνείας, προκειμένου το Δικαστήριο να επανεξετάσει τα πραγματικά αυτά περιστατικά. Πλην όμως, σύμφωνα με το άρθρο 256 ΣΛΕΕ και το άρθρο 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο μπορεί να αποφαίνεται μόνον επί νομικών ζητημάτων, εκτός αν συντρέχει περίπτωση παραμόρφωσης, περίσταση την οποία η Επιτροπή απλώς προβάλλει εν προκειμένω, χωρίς καν να επιχειρεί να την αποδείξει. Στο μέτρο αυτό, η αίτηση αναιρέσεως και, ειδικότερα, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως είναι, κατά την Amazon, απαράδεκτα. |
17 |
Πρέπει να διευκρινιστεί ότι η Επιτροπή υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, στο σημείο 25 του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, ότι «η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της αρχής του πλήρους ανταγωνισμού συνιστούν παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, σχετικά με την προϋπόθεση που αφορά την ύπαρξη πλεονεκτήματος» και, στο σημείο 26 του εν λόγω δικογράφου, ότι, «ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας εσφαλμένως την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού, το Γενικό Δικαστήριο υποπίπτει σε πλάνη “στο πλαίσιο της εκτίμησής του δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ”». Επαναλαμβάνει την τελευταία αυτή αιτίαση στο κεφάλαιο 6.2 του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως. |
18 |
Κατά συνέπεια, ανεξαρτήτως των λόγων για τους οποίους η Επιτροπή εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη, ιδίως με τις σκέψεις 162 έως 251 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της αρχής του πλήρους ανταγωνισμού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο ζητεί από το Δικαστήριο να εξακριβώσει κατά πόσον το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθώς την αρχή αυτή υπό το πρίσμα του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. |
19 |
Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου όταν αποφαίνεται επί αναιρέσεως κατά απόφασης που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο ορίζεται στο άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Κατ’ αυτό, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να περιορίζεται στα νομικά ζητήματα «σύμφωνα με τους όρους και τους περιορισμούς που προβλέπονται από τον Οργανισμό». Στην ενδεικτική απαρίθμηση των λόγων αναιρέσεως που είναι δυνατό να προβληθούν στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης διευκρινίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως μπορεί να στηρίζεται σε παραβίαση του δικαίου της Ένωσης από το Γενικό Δικαστήριο (απόφαση της 5ης Ιουλίου 2011, Edwin,C‑263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψη 46). |
20 |
Ασφαλώς, κατ’ αρχήν, όσον αφορά τον αναιρετικό έλεγχο των σχετικών με το εθνικό δίκαιο εκτιμήσεων του Γενικού Δικαστηρίου, οι οποίες, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, αποτελούν εκτιμήσεις που αφορούν πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ελέγξει αποκλειστικώς και μόνον αν υπήρξε παραμόρφωση του εθνικού δικαίου (πρβλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Fiat Chrysler Finance Europe κατά Επιτροπής,C‑885/19 P και C‑898/19 P, EU:C:2022:859, σκέψη 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εντούτοις, το Δικαστήριο δεν μπορεί να στερηθεί τη δυνατότητα να ελέγξει αν οι εν λόγω εκτιμήσεις συνιστούν, αυτές καθεαυτές, παραβίαση του δικαίου της Ένωσης κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 19 της παρούσας απόφασης. |
21 |
Τούτου λεχθέντος, το ζήτημα αν το Γενικό Δικαστήριο οριοθέτησε προσηκόντως το κρίσιμο σύστημα αναφοράς και, κατ’ επέκταση, ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθώς τις διατάξεις που το απαρτίζουν, εν προκειμένω την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού, αποτελεί νομικό ζήτημα που υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου. Πράγματι, τα επιχειρήματα με τα οποία επιδιώκεται να αμφισβητηθεί η ορθότητα της επιλογής του συστήματος αναφοράς ή η σημασία του κατά το πρώτο στάδιο της ανάλυσης της ύπαρξης επιλεκτικού πλεονεκτήματος είναι παραδεκτά, δεδομένου ότι η ανάλυση αυτή στηρίζεται σε νομικό χαρακτηρισμό του εθνικού δικαίου βάσει διάταξης του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 2022, Fiat Chrysler Finance Europe κατά Επιτροπής,C‑885/19 P και C‑898/19 P, EU:C:2022:859, σκέψη 85, καθώς και της 5ης Δεκεμβρίου 2023, Λουξεμβούργο κ.λπ. κατά Επιτροπής,C‑451/21 P και C‑454/21 P, EU:C:2023:948, σκέψη 78). |
22 |
Το να γίνει δεκτό ότι το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να κρίνει κατά πόσον το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο επί της οριοθέτησης, της ερμηνείας και της εφαρμογής από την Επιτροπή του κρίσιμου συστήματος αναφοράς, ως παραμέτρου αποφασιστικής σημασίας για την εξέταση της ύπαρξης επιλεκτικού πλεονεκτήματος, θα ισοδυναμούσε με αποδοχή της δυνατότητας να έχει ενδεχομένως παραβεί το Γενικό Δικαστήριο διάταξη του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης, ήτοι το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, χωρίς η παράβαση αυτή να επισύρει δυσμενή συνέπεια στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, πράγμα που θα αντέβαινε στο άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 19 της παρούσας απόφασης. |
23 |
Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ζητώντας από το Δικαστήριο να ελέγξει αν το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθώς την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού υπό το πρίσμα του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, προκειμένου να κρίνει ότι το σύστημα αναφοράς που επέλεξε η Επιτροπή για να καθοριστεί ποια είναι η κανονική φορολόγηση ήταν εσφαλμένο και ότι, ως εκ τούτου, δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη πλεονεκτήματος υπέρ του ομίλου Amazon, η Επιτροπή προέβαλε λόγους ακυρώσεως και επιχειρήματα τα οποία, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου και η Amazon, είναι παραδεκτά. |
Επί της ουσίας
24 |
Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει δύο λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος στηρίζεται σε σφάλματα στα οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά την κύρια διαπίστωση του πλεονεκτήματος την οποία παρέθεσε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση και ο δεύτερος σε σφάλματα του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την πρώτη επικουρική διαπίστωση στην οποία προέβη όσον αφορά το πλεονέκτημα αυτό. |
25 |
Οι δύο αυτοί λόγοι αναιρέσεως πρέπει να εξεταστούν από κοινού. |
Επιχειρήματα των διαδίκων
26 |
Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της Επιτροπής περιλαμβάνει δύο σκέλη. Με το πρώτο σκέλος προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη, με τις σκέψεις 162 έως 251 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της αρχής του πλήρους ανταγωνισμού, δεν αιτιολόγησε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως προς το σημείο αυτό και παρέβη τους διαδικαστικούς κανόνες καθόσον απέρριψε τη λειτουργική ανάλυση της LuxSCS και την επιλογή της εταιρίας αυτής ως εξεταστέας εταιρίας στην προσβαλλόμενη απόφαση. Το δεύτερο σκέλος στηρίζεται σε πλάνη απορρέουσα από την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου απόρριψη, με τις σκέψεις 257 έως 295 της απόφασης αυτής, του υπολογισμού του ποσοστού των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης πλήρους ανταγωνισμού. |
27 |
Προς στήριξη του λόγου αυτού, η Επιτροπή υποστηρίζει, προκαταρκτικώς, ότι, όπως επισήμανε το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο, η κανονική φορολόγηση πρέπει, εν προκειμένω, να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα της αρχής του πλήρους ανταγωνισμού, η οποία αποτελεί «εργαλείο» στο οποίο πρέπει να στηριχθεί για να εκτιμήσει την ύπαρξη πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας εσφαλμένως την εν λόγω αρχή, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη τη διάταξη αυτή. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν έπρεπε να θεωρηθεί ότι τα σφάλματα στα οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την εφαρμογή της εν λόγω αρχής αφορούν μόνον το λουξεμβουργιανό δίκαιο, τα σφάλματα αυτά δεν παύουν να συνιστούν πρόδηλη παραμόρφωση του δικαίου αυτού, το οποίο, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, στηρίζεται στην ίδια αυτή αρχή. |
28 |
Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου και η Amazon αντικρούουν το σύνολο των επιχειρημάτων που προβάλλονται προς στήριξη του πρώτου λόγου αναιρέσεως. |
29 |
Ειδικότερα, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου παρατηρεί, στο υπόμνημά του αντικρούσεως, ότι, κατά τον χρόνο έκδοσης της επίμαχης φορολογικής απόφασης προέγκρισης όπως και κατά τον χρόνο παράτασης της ισχύος της, το λουξεμβουργιανό δίκαιο δεν έκανε καμία μνεία των κατευθυντηρίων γραμμών του ΟΟΣΑ. Οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές δεν είναι δεσμευτικές για τα κράτη μέλη του οργανισμού αυτού, αλλά καθιστούν δυνατή την αποσαφήνιση των σχετικών διατάξεων του λουξεμβουργιανού δικαίου. |
30 |
Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, ο οποίος αφορά τις σκέψεις 314 έως 442 και 499 έως 538 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αφορά την απόρριψη από το Γενικό Δικαστήριο της πρώτης επικουρικής διαπίστωσης στην οποία προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση. Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει εκ νέου τον ισχυρισμό, στο κεφάλαιο 6.2 του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, ότι «το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της αρχής του πλήρους ανταγωνισμού», ισχυρισμό τον οποίο αντικρούουν τόσο το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου όσο και η Amazon. |
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
31 |
Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι παρεμβάσεις των κρατών μελών σε τομείς οι οποίοι δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο εναρμόνισης στο δίκαιο της Ένωσης δεν αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ περί ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων. Επομένως, τα κράτη μέλη οφείλουν να απέχουν από τη θέσπιση οποιουδήποτε φορολογικού μέτρου ικανού να αποτελέσει κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Fiat Chrysler Finance Europe κατά Επιτροπής,C‑885/19 P και C‑898/19 P, EU:C:2022:859, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
32 |
Συναφώς, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι για τον χαρακτηρισμό εθνικού μέτρου ως «κρατικής ενίσχυσης», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, απαιτείται να πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για κρατική παρέμβαση ή παρέμβαση μέσω κρατικών πόρων. Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Τρίτον, πρέπει να χορηγεί επιλεκτικό πλεονέκτημα στον δικαιούχο. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Fiat Chrysler Finance Europe κατά Επιτροπής,C‑885/19 P και C‑898/19 P, EU:C:2022:859, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
33 |
Όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με το επιλεκτικό πλεονέκτημα, αυτή επιβάλλει να εξετάζεται αν, στο πλαίσιο δεδομένου νομικού καθεστώτος, το επίμαχο εθνικό μέτρο είναι ικανό να ευνοήσει «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής» έναντι άλλων που τελούν, από πλευράς του επιδιωκόμενου με το εν λόγω καθεστώς σκοπού, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση και υφίστανται, ως αποτέλεσμα, διαφορετική μεταχείριση, δυνάμενη κατ’ ουσίαν να χαρακτηριστεί ως εισάγουσα δυσμενείς διακρίσεις (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Fiat Chrysler Finance Europe κατά Επιτροπής,C‑885/19 P και C‑898/19 P, EU:C:2022:859, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
34 |
Για τον χαρακτηρισμό εθνικού φορολογικού μέτρου ως «επιλεκτικού», η Επιτροπή πρέπει, σε πρώτο στάδιο, να προσδιορίσει το σύστημα αναφοράς, ήτοι το «κανονικό» φορολογικό καθεστώς που έχει εφαρμογή στο οικείο κράτος μέλος, και, σε δεύτερο στάδιο, να αποδείξει ότι το επίμαχο φορολογικό μέτρο παρεκκλίνει από το εν λόγω σύστημα αναφοράς, καθόσον εισάγει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ επιχειρηματιών οι οποίοι βρίσκονται, υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με το σύστημα αυτό, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση. Η έννοια της «κρατικής ενίσχυσης» δεν καλύπτει, ωστόσο, τα μέτρα που εισάγουν διαφορετική μεταχείριση μεταξύ επιχειρήσεων ευρισκόμενων, υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με το επίμαχο νομικό καθεστώς, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση και είναι, ως εκ τούτου, a priori επιλεκτικής εφαρμογής, όταν το οικείο κράτος μέλος επιτυγχάνει, σε τρίτο στάδιο, να αποδείξει ότι η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογείται, υπό την έννοια ότι προκύπτει από τη φύση ή την οικονομία του συστήματος στο οποίο εντάσσονται τα εν λόγω μέτρα (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Fiat Chrysler Finance Europe κατά Επιτροπής,C‑885/19 P και C‑898/19 P, EU:C:2022:859, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
35 |
Ο καθορισμός του συστήματος αναφοράς έχει αυξημένη σπουδαιότητα στις περιπτώσεις φορολογικών μέτρων, δεδομένου ότι, όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 23 της παρούσας απόφασης, η ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, μπορεί να προσδιοριστεί μόνο σε σχέση με τη λεγόμενη «κανονική» φορολόγηση. |
36 |
Ως εκ τούτου, για να προσδιορισθεί το σύνολο των επιχειρήσεων οι οποίες βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση πρέπει προηγουμένως να καθορισθεί ποιο είναι το νομικό καθεστώς του οποίου ο σκοπός αποτελεί το πρίσμα υπό το οποίο πρέπει να εξεταστεί ενδεχομένως η συγκρισιμότητα της πραγματικής και νομικής κατάστασης των επιχειρήσεων που ευνοούνται από το ως άνω μέτρο και των λοιπών επιχειρήσεων (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Fiat Chrysler Finance Europe κατά Επιτροπής,C‑885/19 P και C‑898/19 P, EU:C:2022:859, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
37 |
Για την εκτίμηση του επιλεκτικού χαρακτήρα φορολογικού μέτρου πρέπει επομένως το κοινό φορολογικό καθεστώς ή το ισχύον στο οικείο κράτος μέλος σύστημα αναφοράς να έχει ορθώς προσδιορισθεί στην απόφαση της Επιτροπής και να εξετασθεί από τον δικαστή ο οποίος επιλαμβάνεται της αμφισβήτησης της ορθότητας του εν λόγω προσδιορισμού. Δεδομένου ότι ο καθορισμός του συστήματος αναφοράς αποτελεί την αφετηρία για τη συγκριτική εξέταση που πρέπει να διενεργηθεί στο πλαίσιο της εκτίμησης του επιλεκτικού χαρακτήρα, τυχόν σφάλμα κατά τον καθορισμό του εν λόγω συστήματος καθιστά κατ’ ανάγκην πλημμελή την ανάλυση της προϋπόθεσης περί επιλεκτικού χαρακτήρα στο σύνολό της (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Fiat Chrysler Finance Europe κατά Επιτροπής,C‑885/19 P και C‑898/19 P, EU:C:2022:859, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
38 |
Στο πλαίσιο αυτό, διευκρινίζεται, κατά πρώτον, ότι ο καθορισμός του πλαισίου αναφοράς, ο οποίος πρέπει να πραγματοποιείται κατόπιν κατ’ αντιπαράθεση συζήτησης με το οικείο κράτος μέλος, πρέπει να απορρέει από αντικειμενική εξέταση του περιεχομένου, της διάρθρωσης και των πρακτικών αποτελεσμάτων των εφαρμοστέων βάσει του εθνικού δικαίου του εν λόγω κράτους κανόνων (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Fiat Chrysler Finance Europe κατά Επιτροπής,C‑885/19 P και C‑898/19 P, EU:C:2022:859, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
39 |
Κατά δεύτερον, πέραν των τομέων στους οποίους το φορολογικό δίκαιο της Ένωσης αποτελεί αντικείμενο εναρμόνισης, το οικείο κράτος μέλος είναι αυτό που προσδιορίζει, μέσω της άσκησης των δικών του αρμοδιοτήτων σε ζητήματα άμεσης φορολογίας και τηρουμένης της φορολογικής του αυτονομίας, τα συστατικά χαρακτηριστικά του φόρου τα οποία καθορίζουν, καταρχήν, το σύστημα αναφοράς ή το «κανονικό» φορολογικό καθεστώς βάσει του οποίου πρέπει να αναλυθεί η προϋπόθεση περί επιλεκτικού χαρακτήρα. Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, για τον καθορισμό της βάσης επιβολής του φόρου, της γενεσιουργού αιτίας του και των απαλλαγών από τις οποίες ενδεχομένως συνοδεύεται (πρβλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Fiat Chrysler Finance Europe κατά Επιτροπής,C‑885/19 P και C‑898/19 P, EU:C:2022:859, σκέψη 73 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
40 |
Επομένως, μόνον το εφαρμοστέο στο οικείο κράτος μέλος εθνικό δίκαιο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του συστήματος αναφοράς στον τομέα της άμεσης φορολογίας, δεδομένου ότι ο εν λόγω καθορισμός αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να εκτιμηθεί όχι μόνον η ύπαρξη πλεονεκτήματος, αλλά και το ζήτημα αν το πλεονέκτημα αυτό έχει επιλεκτικό χαρακτήρα (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Fiat Chrysler Finance Europe κατά Επιτροπής,C‑885/19 P και C‑898/19 P, EU:C:2022:859, σκέψη 74). |
41 |
Η υπό κρίση υπόθεση, όπως και εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Fiat Chrysler Finance Europe κατά Επιτροπής (C‑885/19 P και C‑898/19 P, EU:C:2022:859), αφορά το ζήτημα της νομιμότητας μιας φορολογικής απόφασης προέγκρισης που εκδόθηκε από τη λουξεμβουργιανή φορολογική διοίκηση και στηρίζεται στον καθορισμό ενδοομιλικής τιμολόγησης υπό το πρίσμα της αρχής του πλήρους ανταγωνισμού. |
42 |
Πλην όμως, από την ως άνω απόφαση προκύπτει, κατά πρώτον, ότι η αρχή του πλήρους ανταγωνισμού μπορεί να εφαρμοστεί μόνον εφόσον αναγνωρίζεται από το οικείο εθνικό δίκαιο και σύμφωνα με τον τρόπο που αυτό καθορίζει. Εν ολίγοις, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης δεν υφίσταται αυτοτελής αρχή του πλήρους ανταγωνισμού εφαρμοζόμενη ανεξαρτήτως της ενσωμάτωσής της στο εθνικό δίκαιο προκειμένου να εξεταστούν τα φορολογικά μέτρα στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Fiat Chrysler Finance Europe κατά Επιτροπής,C‑885/19 P και C‑898/19 P, EU:C:2022:859, σκέψη 104). |
43 |
Επί του ζητήματος αυτού, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, μολονότι το εθνικό δίκαιο που εφαρμόζεται στις εταιρίες στο Λουξεμβούργο αποσκοπεί, όσον αφορά τη φορολόγηση των καθετοποιημένων εταιριών, στην αξιόπιστη προσέγγιση των τιμών με βάση τα δεδομένα της αγοράς και μολονότι ο σκοπός αυτός αντιστοιχεί εν γένει στον σκοπό της αρχής του πλήρους ανταγωνισμού, εντούτοις, ελλείψει εναρμόνισης στο δίκαιο της Ένωσης, οι συγκεκριμένοι τρόποι εφαρμογής της αρχής αυτής καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του πλαισίου αναφοράς κατά τη διαπίστωση της ύπαρξης επιλεκτικού πλεονεκτήματος (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Fiat Chrysler Finance Europe κατά Επιτροπής,C‑885/19 P και C‑898/19 P, EU:C:2022:859, σκέψη 93). |
44 |
Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ δεν είναι δεσμευτικές για τις χώρες μέλη του οργανισμού αυτού. Όπως υπογράμμισε το Δικαστήριο, μολονότι πολυάριθμες εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για τη φορολογία βασίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ κατά την κατάρτιση και τον έλεγχο των ενδοομιλικών τιμών, μόνον οι σχετικές διατάξεις του εθνικού δικαίου πρέπει να ληφθούν υπόψη για την ανάλυση του ζητήματος κατά πόσον συγκεκριμένες συναλλαγές πρέπει να εξετάζονται υπό το πρίσμα της αρχής του πλήρους ανταγωνισμού και, ενδεχομένως, κατά πόσον οι τιμές ενδοομιλικής τιμολόγησης, οι οποίες καθορίζουν τη βάση επιβολής του φόρου εισοδήματος ενός φορολογούμενου και την κατανομή της μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών, αποκλίνουν ή όχι από την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού. Επομένως, κατά την εξέταση της ύπαρξης επιλεκτικού φορολογικού πλεονεκτήματος κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και προκειμένου να καθοριστεί η φορολογική επιβάρυνση που πρέπει κανονικά να φέρει μια επιχείρηση, δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη παράμετροι και κανόνες που κείνται εκτός του επίμαχου εθνικού φορολογικού συστήματος, όπως οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, παρά μόνον αν το εν λόγω σύστημα παραπέμπει ρητώς στις ως άνω παραμέτρους και στους ως άνω κανόνες (πρβλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Fiat Chrysler Finance Europe κατά Επιτροπής,C‑885/19 P και C‑898/19 P, EU:C:2022:859, σκέψη 96). |
45 |
Εν προκειμένω, υπογραμμίζεται ότι, στις σκέψεις 121 και 122 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης το Γενικό Δικαστήριο έκρινε τα εξής:
|
46 |
Από τη σκέψη 121 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε μια πρώτη πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η Επιτροπή μπορεί, εν γένει, να εφαρμόζει την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού στο πλαίσιο της θέσεως σε εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, μολονότι η συγκεκριμένη αρχή δεν έχει αυτοτελή ύπαρξη στο δίκαιο της Ένωσης, παραλείποντας όμως να διευκρινίσει ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο οφείλει προηγουμένως να βεβαιώνεται ότι η αρχή αυτή είναι ενσωματωμένη στο οικείο εθνικό φορολογικό δίκαιο, εν προκειμένω στο λουξεμβουργιανό φορολογικό δίκαιο, και ότι το δίκαιο αυτό περιέχει ρητή παραπομπή στη συγκεκριμένη αρχή αυτή καθεαυτήν. Το σφάλμα αυτό δεν θεραπεύεται από το γεγονός ότι, στη σκέψη 137 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, εσφαλμένως άλλωστε, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 54 και 55 της παρούσας απόφασης, ότι το λουξεμβουργιανό δίκαιο κατοχύρωνε την αρχή αυτή κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών. |
47 |
Ομοίως, επισημαίνοντας, στη σκέψη 122 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, παρά τον μη δεσμευτικό χαρακτήρα τους για την Επιτροπή, οι κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ έχουν «ορισμένη πρακτική σημασία» όσον αφορά την εκτίμηση της τήρησης της ως άνω αρχής, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να υπενθυμίσει ότι οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές δεν είναι δεσμευτικές ούτε για τις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ και ότι, ως εκ τούτου, έχουν πρακτική σημασία μόνον εφόσον το φορολογικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους παραπέμπει ρητώς σε αυτές. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλεγξε αν η Επιτροπή είχε βεβαιωθεί ότι τούτο ίσχυε στην περίπτωση του λουξεμβουργιανού φορολογικού δικαίου, θεώρησε δε και εκείνο ως δεδομένο ότι οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές είχαν εφαρμογή, υποπίπτοντας έτσι σε μια δεύτερη πλάνη περί το δίκαιο. |
48 |
Εξ αυτού προκύπτει ότι, ενώ, κατά τα λοιπά, η Ιρλανδία είχε προβάλει, όπως προκύπτει από τη σκέψη 132 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η αρχή του πλήρους ανταγωνισμού δεν βρίσκει έρεισμα στο δίκαιο της Ένωσης, το Γενικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας ως απαράδεκτο το επιχείρημα αυτό και, ως εκ τούτου, μη εξετάζοντάς το, ενώ, επί της ουσίας, αμφισβητούσε την ακρίβεια του συστήματος αναφοράς που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή για να καθοριστεί ποια είναι η κανονική φορολόγηση και, κατά συνέπεια, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη πλεονεκτήματος υπέρ του ομίλου Amazon, δέχθηκε ερμηνεία της αρχής του πλήρους ανταγωνισμού αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, όπως αυτή υπομνήσθηκε, ειδικότερα, στις σκέψεις 96 και 104 της απόφασης της 8ης Νοεμβρίου 2022, Fiat Chrysler Finance Europe κατά Επιτροπής (C‑885/19 P και C‑898/19 P, EU:C:2022:859), και, ως εκ τούτου, κακώς επικύρωσε τον εκ μέρους της Επιτροπής καθορισμό του συστήματος αναφοράς. |
49 |
Πάντως, το σύνολο της ανάλυσης στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο, με τις σκέψεις 162 έως 251, 257 έως 295, 314 έως 442 και 499 έως 538 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, στηρίζεται στην εφαρμογή, προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη τέτοιου πλεονεκτήματος, της αρχής του πλήρους ανταγωνισμού βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του ΟΟΣΑ, ανεξαρτήτως της ενσωμάτωσης της αρχής αυτής στο λουξεμβουργιανό δίκαιο. |
50 |
Συνεπώς, καθόσον στηρίζεται σε εσφαλμένο καθορισμό, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, του κρίσιμου συστήματος αναφοράς για την εκτίμηση της ύπαρξης επιλεκτικού πλεονεκτήματος, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η ανάλυση αυτή είναι, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 37 της παρούσας απόφασης, επίσης εσφαλμένη. |
51 |
Πρέπει, εντούτοις, να υπομνησθεί ότι, εάν το σκεπτικό απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει παράβαση του δικαίου της Ένωσης, αλλά το διατακτικό της είναι βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους, η παράβαση αυτή δεν μπορεί να οδηγήσει σε αναίρεση της οικείας απόφασης και πρέπει να πραγματοποιηθεί αντικατάσταση αιτιολογίας και να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως (πρβλ. αποφάσεις της 25ης Μαρτίου 2021, Xellia Pharmaceuticals και Alpharma κατά Επιτροπής, C‑611/16 P, EU:C:2021:245, σκέψη 149, και της 24ης Μαρτίου 2022, PJ και PC κατά EUIPO, C‑529/18 P και C‑531/18 P, EU:C:2022:218, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
52 |
Τέτοια περίπτωση συντρέχει εν προκειμένω. |
53 |
Πράγματι, πρώτον, η Επιτροπή εφάρμοσε την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού ως εάν είχε αναγνωριστεί ως τέτοια στο δίκαιο της Ένωσης, όπως προκύπτει ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 402, 403, 409, 519, 520 και 561 της προσβαλλόμενης απόφασης. Από τη σκέψη όμως 104 της απόφασης της 8ης Νοεμβρίου 2022, Fiat Chrysler Finance Europe κατά Επιτροπής (C‑885/19 P και C‑898/19 P, EU:C:2022:859), προκύπτει ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, δεν υφίσταται αυτοτελής αρχή του πλήρους ανταγωνισμού εφαρμοζόμενη ανεξαρτήτως της ενσωμάτωσής της στο εθνικό δίκαιο. |
54 |
Δεύτερον, η Επιτροπή εκτίμησε, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 241 και 242 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το άρθρο 164, παράγραφος 3, του νόμου περί φόρου εισοδήματος ερμηνεύθηκε από τη φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου υπό την έννοια ότι κατοχυρώνει την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού στο λουξεμβουργιανό φορολογικό δίκαιο. Εντούτοις, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 96 και 104 της απόφασης της 8ης Νοεμβρίου 2022, Fiat Chrysler Finance Europe κατά Επιτροπής (C‑885/19 P και C‑898/19 P, EU:C:2022:859), μόνον η ενσωμάτωση της ως άνω αρχής στο εθνικό δίκαιο ως τέτοιας, ενσωμάτωση η οποία απαιτεί κατ’ ελάχιστον να παραπέμπει το εθνικό δίκαιο ρητώς στη συγκεκριμένη αρχή, θα παρείχε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να εφαρμόσει την αρχή αυτή στο πλαίσιο της εκτίμησης της ύπαρξης επιλεκτικού πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. |
55 |
Όπως, όμως, αναγνώρισε η ίδια η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 243 της προσβαλλόμενης απόφασης, μόλις από την 1η Ιανουαρίου 2017, ήτοι μετά την έκδοση της επίμαχης φορολογικής απόφασης προέγκρισης και την παράταση της ισχύος της, «επισημοποιεί[ται] ρητώς», μέσω ενός νέου άρθρου του νόμου περί φόρου εισοδήματος, η «εφαρμογή της αρχής του πλήρους ανταγωνισμού στο πλαίσιο του φορολογικού δικαίου του Λουξεμβούργου». Επομένως, διαπιστώνεται ότι η απαίτηση που υπομνήσθηκε από την παρατεθείσα στην προηγούμενη σκέψη νομολογία δεν πληρούνταν όταν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έλαβε το μέτρο το οποίο η Επιτροπή έκρινε ότι συνιστά κρατική ενίσχυση, όπερ είχε ως συνέπεια ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν μπορούσε να εφαρμόσει αναδρομικά την αρχή αυτή στην προσβαλλόμενη απόφαση. |
56 |
Τρίτον, εφαρμόζοντας, με τις αιτιολογικές σκέψεις 246 επ. της απόφασης αυτής, τις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ σχετικά με την ενδοομιλική τιμολόγηση χωρίς να έχει αποδείξει ότι αυτές είχαν ενσωματωθεί ρητώς, εν όλω ή εν μέρει, στο λουξεμβουργιανό δίκαιο, η Επιτροπή παρέβη την απαγόρευση που υπενθυμίζεται στη σκέψη 96 της απόφασης της 8ης Νοεμβρίου 2022, Fiat Chrysler Finance Europe κατά Επιτροπής (C‑885/19 P και C‑898/19 P, EU:C:2022:859), ήτοι την απαγόρευση να λαμβάνονται υπόψη, κατά την εξέταση της ύπαρξης επιλεκτικού φορολογικού πλεονεκτήματος κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και προκειμένου να καθοριστεί η φορολογική επιβάρυνση που πρέπει κανονικά να φέρει μια επιχείρηση, παράμετροι και κανόνες που κείνται εκτός του επίμαχου εθνικού φορολογικού συστήματος, όπως οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, εκτός αν το εν λόγω σύστημα παραπέμπει ρητώς στις ως άνω παραμέτρους και στους ως άνω κανόνες. |
57 |
Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι τέτοια σφάλματα κατά τον καθορισμό των κανόνων που όντως εφαρμόζονται δυνάμει του σχετικού εθνικού δικαίου και, ως εκ τούτου, κατά τον προσδιορισμό της λεγόμενης «κανονικής» φορολογίας βάσει της οποίας έπρεπε να εκτιμηθεί η επίμαχη φορολογική απόφαση προέγκρισης καθιστούν κατ’ ανάγκην πλημμελές το σύνολο της συλλογιστικής που αφορά την ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Fiat Chrysler Finance Europe κατά Επιτροπής,C‑885/19 P και C‑898/19 P, EU:C:2022:859, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
58 |
Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς διαπίστωσε, στη σκέψη 590 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει την ύπαρξη πλεονεκτήματος υπέρ του ομίλου Amazon, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και ακύρωσε, κατά συνέπεια, την προσβαλλόμενη απόφαση. |
59 |
Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων και κατόπιν αντικατάστασης σκεπτικού σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 51 της παρούσας απόφασης, πρέπει να απορριφθούν οι δύο λόγοι αναιρέσεως καθώς και, ως εκ τούτου, η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της. |
Επί των δικαστικών εξόδων
60 |
Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. |
61 |
Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. |
62 |
Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου και η Amazon, σύμφωνα με τα σχετικά αιτήματά τους. |
63 |
Επιπλέον, το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο επίσης εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, προβλέπει ότι τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Επομένως, η Ιρλανδία, ως παρεμβαίνουσα, φέρει τα δικαστικά έξοδά της. |
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει: |
|
|
|
(υπογραφές) |
( *1 ) Γλώσσες διαδικασίας: η αγγλική και η γαλλική.