ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 8ης Ιουνίου 2023 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Ντάμπινγκ – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/1328 – Εισαγωγές ορισμένων πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ρωσικής Ομοσπονδίας – Οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ – Κανονισμός (ΕΚ) 1225/2009 – Άρθρο 18, παράγραφος 1 – Απαραίτητες πληροφορίες – Απουσία – Άρθρο 9, παράγραφος 4 – “Κανόνας του χαμηλότερου δασμού” – Ενδεικτική τιμή – Περιθώριο κέρδους του κλάδου παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Προσδιορισμός – Επιλογή του πλέον πρόσφατου αντιπροσωπευτικού έτους – Άρθρο 2, παράγραφος 9 – Κατασκευή της τιμής εξαγωγής – Ζημία προκληθείσα στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής – Κατ’ αναλογίαν εφαρμογή – Υπολογισμός του περιθωρίου υποτιμολόγησης – Αιτιολογία»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑747/21 P και C‑748/21 P,

με αντικείμενο δύο αιτήσεις αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκαν στις 3 Δεκεμβρίου 2021,

PAO Severstal, με έδρα το Cherepovets (Ρωσία) (C‑747/21 P),

Novolipetsk Steel PJSC (NLMK), με έδρα το Lipetsk (Ρωσία) (C‑748/21 P),

εκπροσωπούμενες από την M. Krestiyanova, avocate, και την N. Tuominen, avocată,

αναιρεσείουσες,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από την K. Blanck και τον J.‑F. Brakeland, εν συνεχεία δε από τον J.‑F. Brakeland,

καθής πρωτοδίκως,

η Eurofer, Association européenne de l’acier, ASBL, με έδρα το Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο),

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

ΤO ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. L. Arastey Sahún, πρόεδρο τμήματος, A. Prechal (εισηγήτρια), πρόεδρο του δεύτερου τμήματος, και N. Wahl, δικαστή,

γενικός εισαγγελέας: Ν. Αιμιλίου

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Ιανουαρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με τις αιτήσεις αναιρέσεως, η PAO Severstal (C‑747/21 P) και η Novolipetsk Steel PJSC (στο εξής: NLMK) (C‑748/21 P) ζητούν την αναίρεση, αντιστοίχως, των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 22ας Σεπτεμβρίου 2021, Severstal κατά Επιτροπής [T‑753/16, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: απόφαση Severstal κατά Επιτροπής (T‑753/16), EU:T:2021:612], και της 22ας Σεπτεμβρίου 2021, NLMK κατά Επιτροπής [T‑752/16, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: απόφαση NLMK κατά Επιτροπής (T‑752/16), EU:T:2021:611] (στο εξής από κοινού: αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις), με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, αφενός, την προσφυγή της Severstal και, αφετέρου, την προσφυγή της NLMK, αμφότερες έχουσες ως αντικείμενο την ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/1328 της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 2016, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ρωσικής Ομοσπονδίας (ΕΕ 2016, L 210, σ. 1, στο εξής: επίδικος κανονισμός), κατά το μέρος που ο κανονισμός αφορούσε τις εταιρίες αυτές.

Το νομικό πλαίσιο

2

Παρά την έναρξη ισχύος, πριν από την ημερομηνία έκδοσης του επίδικου κανονισμού, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 21), ο οποίος κατάργησε και αντικατέστησε τον κανονισμό (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 343, σ. 51), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 37/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2014 (ΕΕ 2014, L 18, σ. 1), (στο εξής: βασικός κανονισμός), οι ουσιαστικού δικαίου κανόνες τους οποίους προέβλεπε ο βασικός κανονισμός εξακολουθούσαν να έχουν εφαρμογή όσον αφορά τον προσδιορισμό του ντάμπινγκ και της ζημίας που είναι επίμαχα στις υπό κρίση συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, δεδομένου ότι η έρευνα σχετικά με το ντάμπινγκ και τη ζημία συνεπεία των οποίων εκδόθηκε ο επίδικος κανονισμός κάλυπτε το χρονικό διάστημα μεταξύ της 1ης Απριλίου 2014 και της 31ης Μαρτίου 2015. Πάντως, δεδομένου ότι οι κανόνες εκείνοι είχαν το ίδιο περιεχόμενο με τους αντίστοιχους κανόνες του κανονισμού 2016/1036, η εφαρμογή ή η επίκληση των τελευταίων αυτών κανόνων στο πλαίσιο των διαδικασιών σε σχέση με τις οποίες ασκήθηκαν οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως δεν έχει συνέπειες.

3

Το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού προέβλεπε τα εξής:

«Όταν δεν υπάρχει τιμή εξαγωγής ή όταν προκύπτει ότι η τιμή εξαγωγής δεν είναι δυνατό να ληφθεί ως αξιόπιστη βάση εξαιτίας κάποιου συνδέσμου ή συμψηφιστικού διακανονισμού μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου, η τιμή εξαγωγής είναι δυνατό να κατασκευάζεται με βάση την τιμή στην οποία το εισαγόμενο προϊόν μεταπωλείται για πρώτη φορά σε ανεξάρτητο αγοραστή ή, αν το προϊόν δεν μεταπωλείται σε ανεξάρτητο αγοραστή ή δεν μεταπωλείται στην κατάσταση στην οποία εισήχθη, με οποιαδήποτε εύλογη βάση.

Στις παραπάνω περιπτώσεις, για τον καθορισμό μιας αξιόπιστης τιμής εξαγωγής στο επίπεδο των συνόρων της [Ένωσης] πραγματοποιούνται προσαρμογές, για όλα τα έξοδα που έχουν ανακύψει μεταξύ εισαγωγής και μεταπώλησης, συμπεριλαμβανομένων των δασμών και των φόρων, καθώς και για τα πραγματοποιούμενα κέρδη.

Οι δαπάνες για τις οποίες πραγματοποιείται προσαρμογή συμπεριλαμβάνουν εκείνες που επιβαρύνουν κανονικά τον εισαγωγέα, αλλά έχουν καταβληθεί από οποιονδήποτε τρίτο, είτε στο εσωτερικό της [Ένωσης], είτε εκτός αυτής, ο οποίος εμφανίζεται να συνδέεται ή να έχει συνάψει συμψηφιστικό διακανονισμό με τον εισαγωγέα ή τον εξαγωγέα, περιλαμβάνουν δε τη συνήθη μεταφορά, την ασφάλιση, τις εργασίες διεκπεραίωσης και φόρτωσης, καθώς και τα παρεπόμενα έξοδα· τους δασμούς, τους τυχόν δασμούς αντιντάμπινγκ και τους λοιπούς φόρους που είναι πληρωτέοι στη χώρα εισαγωγής εξαιτίας της εισαγωγής ή της πώλησης των εμπορευμάτων και ένα εύλογο περιθώριο για τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και διοικητικά έξοδα και το κέρδος.»

4

Το άρθρο 9, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού όριζε τα ακόλουθα:

«Αν από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί τελικώς, προκύπτει ότι υπάρχει ντάμπινγκ και ότι εξ αυτού προκαλείται ζημία, καθώς και ότι το συμφέρον της [Ευρωπαϊκής] Ένωσης επιβάλλει παρέμβαση σύμφωνα με το άρθρο 21, η [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή επιβάλλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15 παράγραφος 3. Αν ισχύουν προσωρινοί δασμοί, η Επιτροπή κινεί αυτή τη διαδικασία το αργότερο έναν μήνα πριν από τη λήξη τους. Το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το περιθώριο ντάμπινγκ που έχει διαπιστωθεί, αλλά θα πρέπει να είναι κατώτερο του εν λόγω περιθωρίου, αν η επιβολή δασμού χαμηλότερου ύψους κρίνεται επαρκής για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής.»

5

Το άρθρο 18, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού είχε ως εξής:

«Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται την πρόσβαση σε απαραίτητες πληροφορίες ή γενικότερα δεν τις παρέχει εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός ή παρεμποδίζει σημαντικά την έρευνα, επιτρέπεται να συνάγονται προσωρινά ή τελικά συμπεράσματα, είτε καταφατικά είτε αποφατικά, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία. Όταν διαπιστώνεται ότι ένα ενδιαφερόμενο μέρος έχει προσκομίσει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία, τα εν λόγω στοιχεία δεν λαμβάνονται υπόψη και είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν τα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία. […]»

Το ιστορικό των διαφορών

6

Το ιστορικό των διαφορών, όπως εκτίθεται στις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, μπορεί να συνοψισθεί ως εξής για τους σκοπούς της παρούσας αποφάσεως.

7

Η Severstal και η NLMK είναι εταιρίες ρωσικού δικαίου που δραστηριοποιούνται στην αγορά κατασκευής και διανομής προϊόντων χάλυβα, ιδίως δε πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από χάλυβα.

8

Στις 14 Μαΐου 2015, κατόπιν καταγγελίας υποβληθείσας από την Eurofer, Association européenne de l’acier, ASBL, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με εισαγωγές ορισμένων πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ρωσικής Ομοσπονδίας (ΕΕ 2015, C 161, σ. 9).

9

Η έρευνα σχετικά με την ύπαρξη ντάμπινγκ και ζημίας κάλυπτε το χρονικό διάστημα από την 1η Απριλίου 2014 έως την 31η Μαρτίου 2015. Η εξέταση των τάσεων που ασκούσαν επιρροή για την εκτίμηση της ζημίας κάλυπτε το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2011 έως την 31η Μαρτίου 2015 (στο εξής: εξεταζόμενη περίοδος).

10

Κατόπιν της υποβολής από τη Severstal και την NLMK των απαντήσεών τους στο ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ και κατόπιν επιτόπιων ελέγχων που πραγματοποίησε η Επιτροπή στις εγκαταστάσεις τους και στις εγκαταστάσεις των συνδεδεμένων με αυτές εμπόρων, η Επιτροπή ενημέρωσε τις εν λόγω επιχειρήσεις, με έγγραφα της 30ής Οκτωβρίου 2015, για την πρόθεσή της να εφαρμόσει το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού, με την αιτιολογία ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις δεν είχαν παράσχει, με τις απαντήσεις τους, τις απαραίτητες πληροφορίες εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών και ότι εμπόδισαν την ομαλή διεξαγωγή της έρευνας, καθόσον δεν προσκόμισαν τα έγγραφα που είχαν ζητηθεί κατά την έναρξη του επιτόπιου ελέγχου.

11

Με χωριστά έγγραφα της 13ης Νοεμβρίου 2015, η Severstal και η NLMK αντιτάχθηκαν στην εφαρμογή του ως άνω άρθρου και εξέφρασαν τη βούλησή τους να συνεχίσουν να παρέχουν τη συνεργασία τους.

12

Στις 29 Ιουλίου 2016 η Επιτροπή εξέδωσε τον επίδικο κανονισμό, του οποίου το άρθρο 1 προέβλεπε, αφενός, την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές πλατέων προϊόντων έλασης από σίδηρο ή από μη κραματοποιημένο χάλυβα ή άλλο κραματοποιημένο χάλυβα εκτός από ανοξείδωτο χάλυβα, κάθε πλάτους, που έχουν ελαθεί σε ψυχρή κατάσταση, μη επιστρωμένων με άλλο μέταλλο ούτε επικαλυμμένων ή επενδυμένων, που έχουν απλώς ελαθεί σε ψυχρή κατάσταση και υπάγονται σε ορισμένους κωδικούς ΣΟ (στο εξής: υπό εξέταση προϊόν), καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ρωσικής Ομοσπονδίας και, αφετέρου, τον καθορισμό του συντελεστή του δασμού αυτού στο 34 % όσον αφορά τις εισαγωγές της Severstal και στο 36,1 % όσον αφορά τις εισαγωγές της NLMK.

Οι διαδικασίες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και οι αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις

13

Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Οκτωβρίου 2016, η Severstal και η NLMK ζήτησαν την ακύρωση του επίδικου κανονισμού.

14

Με δύο διατάξεις της 31ης Μαΐου 2017, ο πρόεδρος του δεύτερου τμήματος έκανε δεκτή την παρέμβαση της Eurofer υπέρ της Επιτροπής σε καθεμία από τις δίκες που κίνησαν οι Severstal και NLMK.

15

Προς στήριξη των προσφυγών ακυρώσεως τις οποίες άσκησαν, η Severstal και η NLMK προέβαλαν, αντιστοίχως, έξι και πέντε λόγους ακυρώσεως. Κρίσιμες για τις υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως είναι μόνον οι εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου επί του πρώτου και του έκτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η Severstal στο πλαίσιο της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Severstal κατά Επιτροπής (T‑753/16), καθώς και εκείνες επί του δεύτερου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η NLMK στο πλαίσιο της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση NLMK κατά Επιτροπής (T‑752/16).

16

Με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η Severstal και η NLMK προσήψαν, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι παρέβη το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού, το άρθρο 6.8 της Συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (ΓΣΔΕ) (ΕΕ 1994, L 336, σ. 103) και το παράρτημα II της Συμφωνίας αυτής, καθώς και ότι παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, καθόσον έκρινε ότι οι εταιρίες αυτές δεν είχαν συνεργαστεί πλήρως και ότι, ως εκ τούτου, έπρεπε να ληφθούν υπόψη τα διαθέσιμα στοιχεία. Με τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τους λόγους αυτούς ακυρώσεως επιβεβαιώνοντας, κατ’ ουσίαν, ότι τόσο η Severstal όσο και η NLMK δεν είχαν παράσχει όλες τις αξιόπιστες και απαραίτητες πληροφορίες για την έρευνα της Επιτροπής, με αποτέλεσμα ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα εφαρμόζοντας άρθρο 18 του βασικού κανονισμού.

17

Με τον έκτο και τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως που μνημονεύονται στη σκέψη 15 της παρούσας αποφάσεως, η Severstal και η NLMK προσήψαν, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι παρέβη το άρθρο 2, παράγραφος 9, και το άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, καθώς και ότι υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό του επιπέδου εξάλειψης της ζημίας. Οι εταιρίες αυτές υποστηρίζουν ειδικότερα ότι η Επιτροπή καθόρισε ένα παράλογο και υπερβολικό περιθώριο κέρδους για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής και ότι υπέπεσε σε σφάλμα εφαρμόζοντας κατ’ αναλογίαν το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού με σκοπό τον υπολογισμό του περιθωρίου ζημίας. Με τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τους ανωτέρω λόγους ακυρώσεως, κρίνοντας ότι η Επιτροπή προσδιόρισε το επίπεδο εξάλειψης της ζημίας χωρίς να υποπέσει σε σφάλμα.

Τα αιτήματα των διαδίκων και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

18

Με την αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση C‑747/21 P, η Severstal ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση Severstal κατά Επιτροπής (T‑753/16)·

να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς έκδοση αποφάσεως·

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί εκ νέου·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου καθώς και στα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

19

Με την αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση C‑748/21 P, η NLMK ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση NLMK κατά Επιτροπής (T‑752/16)·

να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς έκδοση αποφάσεως·

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί αυτό εκ νέου·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου καθώς και στα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

20

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει τις δύο αυτές αιτήσεις αναιρέσεως ως αβάσιμες και να καταδικάσει τη Severstal και την NLMK στα δικαστικά έξοδα.

21

Στις 21 Σεπτεμβρίου 2022 ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου κάλεσε τους διαδίκους να τοποθετηθούν επί της ενδεχόμενης συνεκδίκασης των υποθέσεων C‑747/21 P και C‑748/21 P προς διευκόλυνση της συνέχισης της διαδικασίας και προς έκδοση κοινής απόφασης.

22

Με έγγραφα της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, η Επιτροπή ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι δεν είχε αντίρρηση για τη συνεκδίκαση των υποθέσεων. Με έγγραφο της 28ης Σεπτεμβρίου 2022, η Severstal δήλωσε στο Δικαστήριο ότι συναινεί στη συνεκδίκαση αυτή. Με έγγραφο της ίδιας ημερομηνίας, η NLMK αντιτάχθηκε στην εν λόγω συνεκδίκαση προς διευκόλυνση της συνέχισης της διαδικασίας, χωρίς να προβάλει λόγους επ’ αυτού.

23

Με απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Οκτωβρίου 2022, εκδοθείσα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 54 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑747/21 P και C‑748/21 P προς διευκόλυνση της διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

24

Με έγγραφο της 24ης Οκτωβρίου 2022, οι διάδικοι κλήθηκαν να απαντήσουν σε ορισμένες ερωτήσεις τις οποίες έθεσε το Δικαστήριο στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας. Η Επιτροπή απάντησε στις εν λόγω ερωτήσεις στις 24 Νοεμβρίου 2022. Η Severstal και η NLMK απάντησαν την 1η Δεκεμβρίου 2022.

Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

25

Προς στήριξη των αιτήσεων αναιρέσεώς τους, η Severstal και η NLMK προβάλλουν τρεις λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά, κατ’ ουσίαν, νομικά σφάλματα κατά την ερμηνεία του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων και εσφαλμένες διαπιστώσεις περί τα πραγματικά περιστατικά, ο δεύτερος νομικά σφάλματα κατά την εφαρμογή και την ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού και ο τρίτος νομικά σφάλματα κατά την εφαρμογή και την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 9, του εν λόγω κανονισμού.

26

Δεδομένου ότι οι ως άνω λόγοι αναιρέσεως, τους οποίους προβάλλουν τόσο η Severstal όσο και η NLMK, αλληλεπικαλύπτονται σε πολύ μεγάλο βαθμό, θα εξεταστούν από κοινού.

Επί των πρώτων λόγων αναιρέσεως

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

27

Κατά πρώτον, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, καθόσον εκτίμησε την εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογή της διάταξης αυτής με τον επίδικο κανονισμό χωρίς να αποφανθεί προηγουμένως επί του ζητήματος αν το υπό εξέταση προϊόν ήταν κατεργασμένο ή ημικατεργασμένο. Πλην όμως, τα κριτήρια ελέγχου της εφαρμογής του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού εξαρτώνται από την απάντηση στο ζήτημα αυτό. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε την επιλογή του να χαρακτηρίσει τα επίμαχα προϊόντα ως ημικατεργασμένα και περιόρισε, κακώς, τον έλεγχό του επί των ερευνών της Επιτροπής. Για τους λόγους αυτούς, η Severstal και η NLMK βάλλουν, αντιστοίχως, κατά των σκέψεων 32, 56, 58 και 68 της αποφάσεως Severstal κατά Επιτροπής (T‑753/16) καθώς και κατά των σκέψεων 33, 50, 56, 79, 80 και 163 της αποφάσεως NLMK κατά Επιτροπής (T‑752/16).

28

Κατά δεύτερον, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε αποδεικτικά στοιχεία και προέβη σε ουσιαστικώς εσφαλμένες διαπιστώσεις περί τα πραγματικά περιστατικά στις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις.

29

Συγκεκριμένα, η Severstal βάλλει κατά των σκέψεων 70, 72, 80, 81, 83, 84, 90 έως 94, 97 και 102 της αποφάσεως Severstal κατά Επιτροπής (T‑753/16), προβάλλοντας τα ακόλουθα επιχειρήματα:

η εκτίμηση, στις σκέψεις 70 και 81 της αποφάσεως αυτής, ότι η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να εξακριβώσει αν το συνολικό κόστος αγοράς των πρώτων υλών αντικατοπτρίζονταν με ακρίβεια στους λογαριασμούς της Severstal είναι ουσιαστικώς εσφαλμένη, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου του παραρτήματος F‑14b της απαντήσεως της Severstal στο ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ και του υπ’ αριθ. 11 εγγράφου εκ του ελέγχου·

η εκτίμηση, στη σκέψη 72 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η Severstal δεν είχε δηλώσει το κόστος κατασκευής στο παράρτημα F‑14 A της απαντήσεως αυτής σύμφωνα με την κατάταξη του κόστους στους διάφορους αριθμούς ελέγχου των προϊόντων (στο εξής: ΑΕΠ) τους οποίους καθόρισε η Επιτροπή είναι ουσιαστικώς εσφαλμένη, δεδομένου ότι στη σκέψη αυτή εκτίθεται ότι, κατά τον επιτόπιο έλεγχο, η Severstal είχε συγκεράσει τη δική της κατάταξη και τη διάρθρωση ΑΕΠ την οποία είχε ζητήσει η Επιτροπή·

η εκτίμηση, στις σκέψεις 80 και 89 της ίδιας αποφάσεως, ότι η Severstal δεν απέδειξε ότι δεν είχε στην κατοχή της τα απαραίτητα στοιχεία είναι εσφαλμένη, δεδομένου ότι η Severstal κατέδειξε ότι το κόστος των πρώτων υλών δεν είχε «αποδοθεί» από το εσωτερικό σύστημα μηχανογραφημένης λογιστικής SAP ERP (στο εξής: σύστημα SAP) στο υπό εξέταση προϊόν, αλλά ήταν «συγκεντρωτικό» σε κάθε στάδιο της παραγωγής για κάθε επιμέρους κωδικό παραγωγής, και

η εκτίμηση, στις σκέψεις 90 έως 93 της αποφάσεως Severstal κατά Επιτροπής (T‑753/16), ότι η Severstal υιοθέτησε δύο διαφορετικές κλίμακες κατανομής για το κόστος των πρώτων υλών είναι εσφαλμένη, λαμβανομένων υπόψη της απαντήσεώς της στο έγγραφο της Επιτροπής της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, με το οποίο κλήθηκε να καλύψει ορισμένα κενά, και του υπ’ αριθ. 16 εγγράφου το οποίο επέδειξε η Severstal κατά τον επιτόπιο έλεγχο.

30

Η NLMK βάλλει κατά των σκέψεων 54 έως 57, 68 και 77 έως 79 της αποφάσεως NLMK κατά Επιτροπής (T‑752/16), υποστηρίζοντας ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε αποδεικτικά στοιχεία ή προέβη σε εσφαλμένες διαπιστώσεις περί τα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά τα υπ’ αριθ. 23, 25, 28 και 34 έγγραφα.

31

Συγκεκριμένα, η NLMK ισχυρίζεται ότι οι εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, οι οποίες διατυπώνονται στις σκέψεις 55, 68 και 123 της αποφάσεως αυτής, παραμορφώνουν τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο υπ’ αριθ. 34 έγγραφο. Συνεπώς, αντιθέτως προς ό,τι προκύπτει από τις εν λόγω σκέψεις, το έγγραφο αυτό είχε το ίδιο περιεχόμενο με το υπ’ αριθ. 23 έγγραφο, το οποίο παραλήφθηκε και ελέγχθηκε κατά τον επιτόπιο έλεγχο και το οποίο ανέφερε τις ποσότητες καθώς και το συνολικό κόστος των μεταφερθέντων ακατέργαστων προϊόντων. Επομένως, συναφώς, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι το υπ’ αριθ. 34 έγγραφο περιείχε νέες πληροφορίες ούτε ότι προσκομίστηκε εκπροθέσμως. Επιπλέον, η Επιτροπή χρησιμοποίησε το εν λόγω υπ’ αριθ. 34 έγγραφο αποκλειστικά για να προσδιορίσει τις ποσότητες και τα συνολικά ποσά και όχι για τη χρήση για την οποία είχε αυτό ζητηθεί, δηλαδή για την κατανομή των πληροφοριών ανά κωδικό. Μια τέτοια χρήση οδήγησε την Επιτροπή σε σφάλμα κατά την αξιολόγηση της αντιπαραβολής των υπολογισμών καθώς και στο παράδοξο συμπέρασμα ότι η NLMK πωλούσε περισσότερα απ’ όσα παρήγε.

32

Η NLMK βάλλει επίσης κατά των σκέψεων 81 και 116 της συγκεκριμένης αποφάσεως καθόσον, αντιθέτως προς την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου που περιλαμβάνεται στις σκέψεις αυτές, παρέσχε επαρκείς, πλήρεις και επαληθεύσιμες πληροφορίες. Κατά την NLMK, από την εξέταση των πληροφοριών που παρασχέθηκαν με τα υπ’ αριθ. 23 και 34 έγγραφα μπορούσε να διαπιστωθεί ότι οι διασταυρώσεις στις οποίες προέβη τεκμηριώνονταν από τα αποδεικτικά στοιχεία του συστήματος SAP, το οποίο ελέγχθηκε κατά τη διάρκεια επιτόπιων ελέγχων, ότι οι διευκρινίσεις ήταν λογικές και όχι αντιφατικές και ότι αντανακλούσαν τη σύνθετη λογιστική δομή μιας ολοκληρωμένης χαλυβουργικής μονάδας. Η Επιτροπή δεν αντελήφθη ότι ήταν αναγκαία η επιπλέον αφαίρεση του κόστους χωρίς ποσότητες (το οποίο είχε ήδη αφαιρεθεί στο παρελθόν) για την προσαρμογή του κόστους παραγωγής των επαναχρησιμοποιήσιμων αποβλήτων, δηλαδή του παλαιοσιδήρου, προς την αγοραία αξία τους, στην οποία ο παλαιοσίδηρος διατίθεται στην παραγωγή. Μια τέτοια παρερμηνεία ήταν η αιτία του εσφαλμένου συμπεράσματος ότι, πρώτον, η NLMK πωλούσε περισσότερα απ’ όσα παρήγε και, δεύτερον, ότι όλα τα στοιχεία ήταν αναξιόπιστα.

33

Η Επιτροπή φρονεί ότι οι πρώτοι λόγοι αναιρέσεως είναι απαράδεκτοι, καθόσον αποσκοπούν στην εκ νέου εξέταση των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο, και αβάσιμοι κατά τα λοιπά.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

34

Κατά πρώτον, κατά το μέρος που οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού διότι δεν εξέτασε ούτε αιτιολόγησε τον χαρακτηρισμό του υπό εξέταση προϊόντος ως κατεργασμένου ή ημικατεργασμένου πριν προβεί σε εκτίμηση της εφαρμογής από την Επιτροπή της διάταξης αυτής με τον επίδικο κανονισμό, ενώ τα κριτήρια εξακρίβωσης των απαραίτητων πληροφοριών τα οποία προβλέπει η εν λόγω διάταξη διαφέρουν αναλόγως του συγκεκριμένου χαρακτηρισμού, οι ενστάσεις της Επιτροπής σχετικά με το παραδεκτό της υπό κρίση αιτιάσεως πρέπει να απορριφθούν. Πράγματι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, η αιτίαση αυτή θέτει ένα νομικό και όχι πραγματικό ζήτημα, δεδομένου ότι αφορά τα κριτήρια που διέπουν την εφαρμογή του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού.

35

Όσον αφορά το βάσιμο της εν λόγω αιτιάσεως, υπενθυμίζεται ότι η συγκεκριμένη διάταξη παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να συναγάγει τα συμπεράσματά της περί του ενδεχομένου ντάμπινγκ και της οικείας ζημίας στηριζόμενη στα διαθέσιμα στοιχεία, εφόσον ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν συνεργάζεται στην έρευνα αντιντάμπινγκ αρνούμενο την πρόσβαση σε απαραίτητες πληροφορίες ή μη παρέχοντας τις πληροφορίες αυτές εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο κανονισμός ή παρεμποδίζοντας σημαντικά την έρευνα.

36

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η έννοια των «απαραίτητων πληροφοριών» της ανωτέρω διάταξης αντιστοιχεί στις πληροφορίες τις οποίες έχουν στην κατοχή τους τα ενδιαφερόμενα μέρη και οι οποίες παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διεξαγάγει τις έρευνες αντιντάμπινγκ συνάγοντας προκαταρκτικά ή τελικά συμπεράσματα, είτε καταφατικά είτε αποφατικά [πρβλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2017, EBMA κατά Giant (China), C‑61/16 P, EU:C:2017:968, σκέψεις 47 έως 49 και 57].

37

Περαιτέρω, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η εκτίμηση βάσει της οποίας καθορίζεται αν ένα συγκεκριμένο πληροφοριακό στοιχείο συνιστά «απαραίτητη πληροφορία», κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, πρέπει να πραγματοποιείται λαμβανομένων υπόψη των ειδικών περιστάσεων κάθε έρευνας και όχι με αφηρημένο τρόπο [απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2017, EBMA κατά Giant (China), C‑61/16 P, EU:C:2017:968, σκέψη 49].

38

Επομένως, η εκτίμηση αυτή πρέπει να γίνεται κατά περίπτωση, λαμβανομένου υπόψη ότι τέτοιες πληροφορίες πρέπει να παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να φέρνει εις πέρας τις έρευνες αντιντάμπινγκ.

39

Συνεπώς, το ουσιώδες κριτήριο προκειμένου να εκτιμηθεί αν μια πληροφορία την οποία έχει στην κατοχή του ένα ενδιαφερόμενο μέρος είναι απαραίτητη, κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, είναι το ίδιο ανεξαρτήτως των ειδικών περιστάσεων κάθε έρευνας. Ειδικότερα, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να προσδιορίζεται αν η πληροφορία αυτή παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να συναγάγει τα συμπεράσματα που επιβάλλονται στο πλαίσιο της οικείας έρευνας αντιντάμπινγκ. Συνακόλουθα, το αν το υπό εξέταση προϊόν είναι κατεργασμένο ή ημικατεργασμένο δεν μπορεί να επηρεάσει το κριτήριο εκτιμήσεως για την εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης.

40

Επιπλέον, κατά το μέρος που οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, από την αιτιολογία μιας απόφασης πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και άνευ αμφισημίας το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη η απόφαση, στο δε Δικαστήριο να ασκήσει τον εκ μέρους του δικαστικό έλεγχο (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Kendrion, C‑150/17 P, EU:C:2018:1014, σκέψη 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41

Πλην όμως, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, από την ανάγνωση των σκέψεων 46 έως 102 της αποφάσεως Severstal κατά Επιτροπής (T‑753/16) και των σκέψεων 38 έως 91 της αποφάσεως NLMK κατά Επιτροπής (T‑752/16) προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε επαρκώς τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι η εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογή του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού στην περίπτωση της Severstal και στην περίπτωση της NLMK στο πλαίσιο της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση του επίδικου κανονισμού έπρεπε να επικυρωθεί. Η έκθεση των λόγων αυτών παρέχει τη δυνατότητα στις αναιρεσείουσες να λάβουν γνώση του σκεπτικού της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου και στο Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του.

42

Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η αιτίαση των αναιρεσειουσών ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού διότι δεν εξέτασε ούτε αιτιολόγησε τον χαρακτηρισμό του υπό εξέταση προϊόντος ως ημικατεργασμένου πριν προβεί σε εκτίμηση της εφαρμογής από την Επιτροπή της διάταξης αυτής στην περίπτωση των αναιρεσειουσών με τον επίδικο κανονισμό.

43

Κατά δεύτερον, κατά το μέρος που η Severstal επικαλείται τον δικαστικό έλεγχο της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής και θεωρεί ότι, εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένως το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού περιορίζοντας υπέρμετρα την έκταση του ελέγχου του επί της έρευνας της Επιτροπής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Severstal δεν εκθέτει επαρκώς το νομικό σφάλμα στο οποίο υπέπεσε κατ’ αυτήν το Γενικό Δικαστήριο. Συνεπώς, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

44

Κατά τρίτον, κατά το μέρος που οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραμόρφωσε ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία και προέβη σε εσφαλμένες διαπιστώσεις περί τα πραγματικά περιστατικά, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα.

45

Συνεπώς, κατ’ αναίρεση, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξακριβώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, κατ’ αρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έκανε δεκτά το Γενικό Δικαστήριο σε σχέση με τα περιστατικά αυτά. Ειδικότερα, εφόσον τα αποδεικτικά στοιχεία έχουν προσκομιστεί νομοτύπως και έχουν τηρηθεί οι γενικές αρχές του δικαίου και οι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν το βάρος αποδείξεως και τη διεξαγωγή των αποδείξεων, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία των υποβληθέντων ενώπιόν του στοιχείων (απόφαση της 11ης Μαΐου 2017, Dyson κατά Επιτροπής,C‑44/16 P, EU:C:2017:357, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46

Το Γενικό Δικαστήριο ασκεί την αποκλειστική αυτή αρμοδιότητα υπό την επιφύλαξη εσφαλμένων διαπιστώσεων περί τα πραγματικά περιστατικά και της παραμόρφωσης των προσκομισθέντων ενώπιόν του αποδεικτικών στοιχείων. Ειδικότερα, κατ’ αναίρεση, η εξουσία ελέγχου του Δικαστηρίου εκτείνεται, όσον αφορά τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, στην ουσιαστική ανακρίβεια των εν λόγω διαπιστώσεων η οποία προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας και, όσον αφορά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, στην εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου παραμόρφωση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Ιανουαρίου 2004, BAI και Επιτροπή κατά Bayer, C‑2/01 P και C‑3/01 P, EU:C:2004:2, σκέψη 47, και της 11ης Μαΐου 2017, Dyson κατά Επιτροπής,C‑44/16 P, EU:C:2017:357, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47

Επιβάλλεται επίσης να υπομνησθεί ότι, οσάκις ο αναιρεσείων προβάλλει παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, οφείλει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 256 ΣΛΕΕ, του άρθρου 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, να προσδιορίζει επακριβώς τα στοιχεία τα οποία, κατ’ αυτόν, παραμόρφωσε το Γενικό Δικαστήριο και να παραθέτει τα σφάλματα αναλύσεως στα οποία υπέπεσε, κατά την εκτίμησή του, το Γενικό Δικαστήριο και τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου παραμόρφωση. Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, η παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να απαιτείται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2022, Επιτροπή κατά Valencia Club de Fútbol, C‑211/20 P, EU:C:2022:862, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το ίδιο ισχύει και για τις ουσιαστικές ανακρίβειες των διαπιστώσεων περί τα πραγματικά περιστατικά τις οποίες προβάλλει ο αναιρεσείων.

48

Στην υπόθεση C‑747/21 P, η Severstal ισχυρίζεται, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη διαπίστωση περί τα πραγματικά περιστατικά στις σκέψεις 70 και 81 της αποφάσεως Severstal κατά Επιτροπής (T‑753/16) κατά το μέρος που επισήμανε ότι η Επιτροπή δεν είχε κατορθώσει να εξακριβώσει αν το συνολικό κόστος αγοράς των πρώτων υλών αντικατοπτριζόταν με ακρίβεια στους λογαριασμούς της εταιρίας και αν το κόστος αυτό είχε πράγματι περιληφθεί στο κόστος κατασκευής του υπό εξέταση προϊόντος, δεδομένου ότι το παράρτημα F‑14b της απαντήσεώς της στο ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ, το οποίο έφερε τον τίτλο «Φύλλο αρχικού κόστους», και το υπ’ αριθ. 11 έγγραφο εκ του ελέγχου, το οποίο περιλαμβανόταν στον κατάλογο των εγγράφων της Επιτροπής και έφερε τον τίτλο «Αντιπαραβολή του συνήθους κόστους με το σύστημα SAP», αποδείκνυαν το συνολικό κόστος των εν λόγω πρώτων υλών.

49

Συναφώς, παρατηρείται ότι από τις σκέψεις 70 και 81 της αποφάσεως Severstal κατά Επιτροπής (T‑753/16) προκύπτει ότι η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου στηρίζεται στο γεγονός ότι δεν αμφισβητείται ότι το δηλωθέν κόστος περιλάμβανε μόνον το κόστος που αφορούσε τις «πωλήσεις» του υπό εξέταση προϊόντος και όχι επίσης το κόστος των προϊόντων που προορίζονταν για ιδιοκατανάλωση. Πλην όμως, από το εν λόγω παράρτημα F‑14b δεν προκύπτει προδήλως ότι το κόστος των προϊόντων που προορίζονταν για ιδιοκατανάλωση περιλαμβανόταν όντως και ότι, ως εκ τούτου, κατέστη δυνατό να επαληθευτεί το κόστος αυτό. Όσον αφορά το υπ’ αριθ. 11 έγγραφο εκ του ελέγχου, το οποίο, κατά τη Severstal, μνημονεύεται στον κατάλογο των εγγράφων της Επιτροπής υπό τον τίτλο «Αντιπαραβολή του συνήθους κόστους με το σύστημα SAP», η Severstal ούτε το προσκομίζει ούτε παρέχει καμία διευκρίνιση ως προς τον κατάλογο αυτό. Επιπλέον, το εν λόγω έγγραφο δεν εμφανίζεται στις περιγραφές των παραρτημάτων των δικογράφων των διαδίκων στην υπόθεση T‑753/16. Επομένως, η Severstal δεν απέδειξε ότι ήταν πρόδηλο ότι το κόστος που αναγραφόταν στο εν λόγω έγγραφο περιλάμβανε και το κόστος των προϊόντων που προορίζονταν για ιδιοκατανάλωση.

50

Δεύτερον, κατά το μέρος που η Severstal υποστηρίζει ότι η διαπίστωση, στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 72 της αποφάσεως Severstal κατά Επιτροπής (T‑753/16), δηλαδή ότι η εταιρία δεν είχε δηλώσει το κόστος κατασκευής στο παράρτημα F‑14 A της απαντήσεώς της στο ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ σύμφωνα με την κατάταξη του κόστους στους διάφορους ΑΕΠ τους οποίους καθόρισε η Επιτροπή είναι εσφαλμένη για τον λόγο ότι, στη σκέψη αυτή, εκτίθεται ότι κατά τον επιτόπιο έλεγχο η Severstal είχε συγκεράσει τη δική της κατάταξη με τη διάρθρωση ΑΕΠ την οποία είχε ζητήσει η Επιτροπή, επισημαίνεται ότι η Severstal προβαίνει σε αποσπασματική παράθεση της εν λόγω σκέψης. Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν κατά τον επιτόπιο έλεγχο «περιορίστηκαν ωστόσο, όπως επιβεβαίωσε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στο κόστος κατασκευής των “πωληθέντων” προϊόντων, εξαιρουμένου του κόστους κατασκευής των προϊόντων που μεταποιούνται εντός της επιχείρησης». Επομένως, η Severstal δεν είχε πράγματι δηλώσει το σύνολο του κόστους κατασκευής σύμφωνα με την κατάταξη του κόστους στους διάφορους ΑΕΠ τους οποίους καθόρισε η Επιτροπή και δεν αποδείχθηκε ότι οι διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στη σκέψη 72 της αποφάσεως Severstal κατά Επιτροπής (T‑753/16) είναι εσφαλμένες.

51

Τρίτον, κατά το μέρος που η Severstal βάλλει κατά της εκτίμησης που παρατίθεται στις σκέψεις 80 και 89 της αποφάσεως αυτής, σύμφωνα με την οποία η Severstal δεν απέδειξε ότι δεν είχε στην κατοχή της τα απαραίτητα στοιχεία, κρίνεται ότι η εν λόγω αιτίαση πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι η Severstal δεν εκθέτει επαρκώς τις επίμαχες ουσιαστικές ανακρίβειες ή τα αποδεικτικά στοιχεία που παραμορφώθηκαν συναφώς από το Γενικό Δικαστήριο.

52

Τέταρτον, κατά το μέρος που η Severstal βάλλει κατά των εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 90 έως 93 της ως άνω αποφάσεως διότι, κατ’ αυτήν, το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι η Severstal είχε υιοθετήσει δύο διαφορετικές κλίμακες κατανομής για το κόστος των πρώτων υλών και παρανόμως επικύρωσε αναπροσαρμογές του κόστους κατασκευής του υπό εξέταση προϊόντος, διαπιστώνεται ότι η Severstal ζητεί στην πραγματικότητα νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, χωρίς να εκθέτει με επαρκή ακρίβεια τις ουσιαστικές ανακρίβειες ή τις παραμορφώσεις που προσάπτονται στο Γενικό Δικαστήριο ούτε να αποδεικνύει τα σφάλματα αναλύσεως λόγω των οποίων, κατά την εκτίμησή της, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε στις εν λόγω παραμορφώσεις. Επομένως, η αιτίαση αυτή είναι απαράδεκτη.

53

Τέλος, πέμπτον, κατά το μέρος που η Severstal βάλλει κατά των σκέψεων 94, 97 και 102 της αποφάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους οι εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στις συγκεκριμένες σκέψεις είναι νομικώς εσφαλμένες και ότι, ως εκ τούτου, η αιτίαση αυτή είναι επίσης απαράδεκτη.

54

Στην υπόθεση C‑748/21 P, η NLMK θεωρεί ότι, με τις σκέψεις 55, 68 και 123 της αποφάσεως NLMK κατά Επιτροπής (T‑752/16), το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε αποδεικτικά στοιχεία κρίνοντας, κατ’ ουσίαν, ότι η NLMK δεν είχε παράσχει πληροφορίες σχετικά με την ποσότητα και το συνολικό κόστος κατασκευής του υπό εξέταση προϊόντος –τόσο ως κατεργασμένου όσο και ως ημικατεργασμένου–, ενώ οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνονται στα υπ’ αριθ. 23 και 34 έγγραφα, τα οποία υποβλήθηκαν στην Επιτροπή κατά τον επιτόπιο έλεγχο.

55

Συναφώς, παρατηρείται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 54 της αποφάσεως NLMK κατά Επιτροπής (T‑752/16), η NLMK δεν αμφισβήτησε ότι δεν είχε δηλώσει το σύνολο του όγκου παραγωγής του υπό εξέταση προϊόντος με την απάντησή της στο ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ. Όπως εκθέτει η Επιτροπή χωρίς να αντικρουσθεί, το εν λόγω θεσμικό όργανο κατέληξε στη συγκεκριμένη διαπίστωση μετά την επίδειξη του υπ’ αριθ. 23 εγγράφου κατά τον επιτόπιο έλεγχο προκειμένου να εξακριβωθεί η αφαίρεση του κόστους για τη μεταβολή των αποθεμάτων των υπό κατασκευή προϊόντων, η οποία, όπως προέκυψε, αφορούσε ημικατεργασμένα προϊόντα των οποίων η ποσότητα δεν είχε περιληφθεί στην απάντηση. Μετά τη διαπίστωση αυτή, η Επιτροπή ζήτησε από την NLMK να της υποβάλει στοιχεία σχετικά με το κόστος, ανά τύπο προϊόντος, όσον αφορά το ημικατεργασμένο προϊόν που αποτέλεσε αντικείμενο της έρευνας. Ανταποκρινόμενη στο αίτημα αυτό, η NLMK παρέσχε, κατά το πέρας του επιτόπιου ελέγχου, το υπ’ αριθ. 34 έγγραφο. Το περιεχόμενο του υπ’ αριθ. 23 εγγράφου συμπίπτει εν μέρει με το περιεχόμενο του υπ’ αριθ. 34 εγγράφου, κατά το μέρος που αμφότερα τα έγγραφα περιέχουν στοιχεία σχετικά με τη συνολική ποσότητα και το συνολικό κόστος κατασκευής του υπό εξέταση προϊόντος, τόσο κατεργασμένου όσο και ημικατεργασμένου. Ωστόσο, διαφέρουν ως προς το ότι το υπ’ αριθ. 34 έγγραφο περιέχει επίσης στοιχεία σχετικά με το κόστος και την ποσότητα ανά τύπο ημικατεργασμένου προϊόντος.

56

Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο δεν παραμορφώνει τα έγγραφα αυτά όταν κρίνει, πρώτον, στη σκέψη 68 της αποφάσεως NLMK κατά Επιτροπής (T‑752/16), ότι το υπ’ αριθ. 34 έγγραφο προσκομίστηκε εκπροθέσμως, ότι δεν κατέστη δυνατό να ελεγχθεί μετά τον επιτόπιο έλεγχο και ότι δεν αποτελούσε απλή κατανομή ανά κωδικό παραγωγής των πληροφοριών που παρασχέθηκαν με το υπ’ αριθ. 23 έγγραφο, αλλά επιδείχθηκε εντός διαφορετικού πλαισίου, προκειμένου να συμβιβαστούν οι μειώσεις κόστους για τις μεταβολές των αποθεμάτων που οφείλονταν στα υπό κατασκευή προϊόντα, όπως δηλώθηκαν με την απάντηση της NLMK στο ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ, δεύτερον, στη σκέψη 55 της αποφάσεως αυτής, ότι οι πληροφορίες που περιέχονταν στο υπ’ αριθ. 34 έγγραφο δεν κάλυψαν το κενό στα στοιχεία της NLMK, η οποία δεν είχε δηλώσει το σύνολο της παραγωγής και της παραγωγικής ικανότητας για το σύνολο του υπό εξέταση προϊόντος, αλλά παρείχαν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αποδείξει την ανακολουθία των στοιχείων παραγωγής που δήλωσε η NLMK, διότι αποδείκνυαν ότι η NLMK δήλωνε πωληθείσα ποσότητα συνολικά μεγαλύτερη από εκείνη που καθιστούσε δυνατή η παραγωγή, λαμβανομένων υπόψη των μεταβολών αποθεμάτων, των απορρίψεων και των αποβλήτων όπως αυτά δηλώθηκαν, καθώς και, τρίτον, στη σκέψη 123 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η NLMK δεν κατόρθωσε να τεκμηριώσει τα επιχειρήματά της, σύμφωνα με τα οποία έπρεπε να ληφθούν υπόψη τα σχετικά με τις πωληθείσες ποσότητες στοιχεία της, ούτε με βάση τις πληροφορίες που περιλαμβάνονταν ήδη στην προαναφερθείσα απάντηση ούτε με βάση τις πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στα έγγραφα που συνελέγησαν επιτόπου.

57

Πράγματι, οι ως άνω εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου αφορούν την αποδεικτική αξία των υπ’ αριθ. 23 και 34 εγγράφων, λαμβανομένης υπόψη της εξακριβώσεως από την Επιτροπή των στοιχείων που περιέχονται σε αυτά, κατόπιν της προσκομίσεώς τους κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση του επίδικου κανονισμού. Πλην όμως, οι εκτιμήσεις αυτές είναι εκτιμήσεις περί τα πραγματικά περιστατικά οι οποίες, υπό την επιφύλαξη της παραμορφώσεώς τους, δεν εμπίπτουν στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου.

58

Ομοίως, η NLMK κακώς υποστηρίζει ότι, στις σκέψεις 81 και 116 της αποφάσεως NLMK κατά Επιτροπής (T‑752/16), το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τις πληροφορίες τις οποίες αυτή παρέσχε στο πλαίσιο της διπλής αφαιρέσεως των αποβλήτων και των απορρίψεων, κρίνοντας ότι οι πληροφορίες αυτές δεν ήταν αξιόπιστες. Πράγματι, με τα εν λόγω επιχειρήματα, η NLMK βάλλει απλώς κατά της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμησης των πραγματικών στοιχείων, χωρίς να αποδεικνύει την ύπαρξη οποιασδήποτε παραμόρφωσης ούτε την ύπαρξη εσφαλμένων διαπιστώσεων περί τα πραγματικά περιστατικά.

59

Τέλος, κατά το μέρος που η NLMK επικαλείται, προς στήριξη των αιτιάσεών της, τα υπ’ αριθ. 25 και 28 έγγραφα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι παραμορφώθηκε το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών.

60

Κατόπιν των προεκτεθέντων, οι αιτιάσεις των αναιρεσειουσών με τις οποίες προβάλλονται παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων από το Γενικό Δικαστήριο και εσφαλμένες διαπιστώσεις του περί τα πραγματικά περιστατικά πρέπει να απορριφθούν.

61

Κατά συνέπεια, οι πρώτοι λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.

Επί των δεύτερων λόγων αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

62

Η Severstal και η NLMK υποστηρίζουν ότι, στις σκέψεις 243 έως 257 της αποφάσεως Severstal κατά Επιτροπής (T‑753/16) και στις σκέψεις 209 έως 223 της αποφάσεως NLMK κατά Επιτροπής (T‑752/16) αντιστοίχως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλματα κατά την ερμηνεία και τον έλεγχο της εφαρμογής από την Επιτροπή του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού καθώς και ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς παρέλειψε να απαντήσει στα επιχειρήματά τους. Επιπλέον, φρονούν ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων που προέβαλαν συναφώς.

63

Συγκεκριμένα, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι επιβεβαίωσε ότι η Επιτροπή μπορούσε, λόγω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, να λάβει υπόψη το έτος 2008 ως το πλέον πρόσφατο αντιπροσωπευτικό έτος όσον αφορά τον καθορισμό του στοχευόμενου περιθωρίου κέρδους του ενωσιακού κλάδου παραγωγής προκειμένου να εφαρμόσει το άρθρο 9, παράγραφος 4, ενώ το έτος αυτό δεν αποτελούσε μέρος της εξεταζόμενης περιόδου. Εν προκειμένω, το εν λόγω έτος απέχει υπερβολικά από την εξεταζόμενη περίοδο ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ως το πλέον πρόσφατο και η επιλογή του οφείλεται σε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 9, παράγραφος 4.

64

Επιπρόσθετα, οι αναιρεσείουσες θεωρούν ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν δεσμευόταν από την εξεταζόμενη περίοδο προκειμένου να καθορίσει το πλέον πρόσφατο αντιπροσωπευτικό έτος για τον προσδιορισμό του επίμαχου περιθωρίου κέρδους.

65

Περαιτέρω, η επιλογή του έτους 2008 για τον προσδιορισμό του επίμαχου περιθωρίου κέρδους είναι, λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης, ασυμβίβαστη με τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 151 και 152 της αποφάσεως NLMK κατά Επιτροπής (T‑752/16) καθώς και στις σκέψεις 185 και 186 της αποφάσεως Severstal κατά Επιτροπής (T‑753/16). Ειδικότερα, στις σκέψεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο αρνήθηκε να απαντήσει στα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών περί της συνεκτίμησης της χρηματοπιστωτικής κρίσης κατά τον προσδιορισμό του κόστους παραγωγής του ενωσιακού κλάδου παραγωγής για την εκτίμηση της ζημίας που προκλήθηκε στον εν λόγω κλάδο παραγωγής. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε αυθαίρετα την προσέγγιση της Επιτροπής κατά την οποία η προαναφερθείσα κρίση πρέπει να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο του καθορισμού του στοχευόμενου περιθωρίου κέρδους του ενωσιακού κλάδου παραγωγής προκειμένου να εφαρμοσθεί το άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, αλλά όχι στο πλαίσιο της εκτίμησης της ζημίας αυτής. Πλην όμως το συγκεκριμένο περιθώριο κέρδους δεν αντιστοιχεί στο επιθυμητό για τη διασφάλιση της επιβίωσης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και/ή της κατάλληλης απόδοσης του κεφαλαίου κατόπιν επελεύσεως εξωτερικού γεγονότος, όπως είναι η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.

66

Οι αναιρεσείουσες προβάλλουν, κυρίως, ότι η χρηματοπιστωτική κρίση είναι δυνατό να αποτελεί στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό της ως άνω ζημίας και ότι, ως εκ τούτου, οι εισαγωγές από τις οικείες χώρες δεν μπορούν να είναι ο μόνος κρίσιμος παράγοντας στον οποίο οφείλεται η ζημία την οποία υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής. Παραλείποντας να απαντήσει στα επιχειρήματα αυτά, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει.

67

Επικουρικώς, υποστηρίζουν ότι, αν η χρηματοπιστωτική κρίση δεν αποτελεί κρίσιμο παράγοντα που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της εν λόγω ζημίας και των εν λόγω εισαγωγών, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να επιλέξει το έτος 2008 ως έτος αναφοράς για τον υπολογισμό του περιθωρίου κέρδους του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

68

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι δεύτεροι λόγοι αναιρέσεως είναι αλυσιτελείς, κατά το μέρος που αφορούν τις σκέψεις 151 και 152 της αποφάσεως NLMK κατά Επιτροπής (T‑752/16) καθώς και τις σκέψεις 185 και 186 της αποφάσεως Severstal κατά Επιτροπής (T‑753/16), και αβάσιμοι κατά τα λοιπά.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

69

Με τους δεύτερους λόγους αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού και, αφετέρου, παραβίασε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει, καθόσον επέλεξε, προκειμένου να καθορίσει το στοχευόμενο περιθώριο κέρδους του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, το έτος 2008 ως το πλέον πρόσφατο αντιπροσωπευτικό έτος αντί ενός έτους της εξεταζόμενης περιόδου.

70

Κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου κατά την αναιρετική διαδικασία περιορίζεται, καταρχήν, στον έλεγχο της νομικής λύσεως που δόθηκε επί των λόγων και ισχυρισμών που προβλήθηκαν και συζητήθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας (απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2017, Αναγνωστάκης κατά Επιτροπής, C‑589/15 P, EU:C:2017:663, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Πλην όμως, το επιχείρημα των αναιρεσειουσών περί παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης λόγω της επιλογής του έτους 2008 ως του πλέον πρόσφατου αντιπροσωπευτικού έτους για τον καθορισμό του στοχευόμενου περιθωρίου κέρδους του ενωσιακού κλάδου παραγωγής προβλήθηκε για πρώτη φορά κατ’ αναίρεση. Επομένως, το επιχείρημα αυτό είναι απαράδεκτο.

71

Κατά δεύτερον, κρίνονται αλυσιτελή τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών τα οποία αφορούν την άρνηση του Γενικού Δικαστηρίου να συνεκτιμήσει τις επιπτώσεις της χρηματοπιστωτικής κρίσης στο πλαίσιο της εκτίμησης της ζημίας την οποία υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των επιπτώσεων αυτών και των επίμαχων εισαγωγών, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 151 και 152 της αποφάσεως NLMK κατά Επιτροπής (T‑752/16) καθώς και από τις σκέψεις 185 και 186 της αποφάσεως Severstal κατά Επιτροπής (T‑753/16). Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε την εν λόγω ζημία και τον ως άνω αιτιώδη σύνδεσμο κατά την εξέταση του τρίτου και τέταρτου λόγου ακυρώσεως τους οποίους προέβαλε η NLMK στο πλαίσιο της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση NLMK κατά Επιτροπής (T‑752/16) καθώς και κατά την εξέταση του τέταρτου και πέμπτου λόγου ακυρώσεως τους οποίους προέβαλε η Severstal στο πλαίσιο της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Severstal κατά Επιτροπής (T‑753/16). Εντούτοις, η εξέταση των λόγων αυτών από το Γενικό Δικαστήριο δεν αποτελεί αντικείμενο των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως. Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών που βάλλουν κατά των συγκεκριμένων σκέψεων των αναιρεσιβαλλόμενων αποφάσεων, ανεξαρτήτως του κατά πόσον είναι βάσιμα, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να επιφέρουν την αναίρεση των αποφάσεων αυτών. Για τους ίδιους λόγους, οι αιτιάσεις των αναιρεσειουσών με τις οποίες προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά την απόρριψη από το Γενικό Δικαστήριο των επιχειρημάτων τους σχετικά με τις επιπτώσεις της χρηματοπιστωτικής κρίσης για την εκτίμηση της προαναφερθείσας ζημίας και του προαναφερθέντος αιτιώδους συνδέσμου πρέπει επίσης να κριθούν αλυσιτελείς.

72

Κατά τρίτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, υπενθυμίζεται ότι η τελευταία περίοδος της διατάξεως αυτής θέτει τον «κανόνα του χαμηλότερου δασμού» κατά τον οποίο το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ πρέπει να είναι κατώτερο του διαπιστωθέντος περιθωρίου ντάμπινγκ, αν η επιβολή αυτού του χαμηλότερου δασμού κρίνεται επαρκής για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής.

73

Συνεπώς, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 52 των προτάσεών του, σκοπός του κανόνα αυτού είναι να αποτραπεί το ενδεχόμενο ο επιβαλλόμενος δασμός αντιντάμπινγκ να υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την εξάλειψη της ζημίας που προκαλείται στον εν λόγω κλάδο παραγωγής από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Ένας τέτοιος κανόνας δικαιολογείται από τη φύση και τον σκοπό των δασμών αντιντάμπινγκ οι οποίοι δεν συνιστούν ούτε κυρώσεις ούτε αντισταθμιστικά μέτρα για την αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας, αλλά μέτρα άμυνας κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού που προκύπτει από εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ (πρβλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2000, Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου,C‑458/98 P, EU:C:2000:531, σκέψη 91). Οι δασμοί αυτοί στοχεύουν απλώς να παρεμποδίσουν ή να καταστήσουν οικονομικώς ασύμφορες εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και, επομένως, να άρουν την ανισορροπία στην εσωτερική αγορά την οποία προκαλούν οι συγκεκριμένες πρακτικές ντάμπινγκ.

74

Από την αιτιολογική σκέψη 175 και το άρθρο 1 του επίδικου κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή εφάρμοσε τον εν λόγω κανόνα για να καθορίσει τους συντελεστές του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στο 34 % όσον αφορά τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος από τη Severstal και στο 36,1 % όσον αφορά τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος από την NLMK. Για τον υπολογισμό των εν λόγω συντελεστών, η Επιτροπή χρησιμοποίησε τη μέθοδο της «πώλησης σε τιμές χαμηλότερες των ενδεικτικών». Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, το περιθώριο ζημίας υπολογίζεται μέσω σύγκρισης της τιμής των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ με μια ενδεικτική τιμή πώλησης στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Η τελευταία αυτή τιμή αντιστοιχεί στην τιμή που θα μπορούσε ευλόγως να αναμένει ο εν λόγω κλάδος παραγωγής στην αγορά της Ένωσης ελλείψει των εν λόγω εισαγωγών. Για τον καθορισμό μιας τέτοιας υποθετικής τιμής, προστίθεται ένα στοχευόμενο κέρδος στο κόστος παραγωγής στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Το εν λόγω στοχευόμενο κέρδος αντιστοιχεί στο περιθώριο κέρδους που ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής θα μπορούσε ευλόγως να αναμένει υπό κανονικές συνθήκες αγοράς.

75

Κατ’ εφαρμογήν της συγκεκριμένης μεθόδου, η Επιτροπή έλαβε υπόψη το περιθώριο κέρδους του ενωσιακού κλάδου παραγωγής που εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια του 2008. Κατά την Επιτροπή, εν προκειμένω, το έτος αυτό ήταν το πλέον πρόσφατο αντιπροσωπευτικό έτος προκειμένου να καθοριστεί το στοχευόμενο κέρδος του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, δεδομένου ότι από την έρευνά της προέκυψε, πρώτον, ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου υπήρχαν σημαντικοί όγκοι εισαγωγών σε χαμηλές τιμές που είχαν αρνητικές συνέπειες στην κερδοφορία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και, δεύτερον, ότι τα έτη 2009 και 2010 δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ότι αντανακλούν κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης (πρβλ. σημεία 154 έως 157 του επίδικου κανονισμού). Στις σκέψεις 217 έως 223 της αποφάσεως NLMK κατά Επιτροπής (T‑752/16) και στις σκέψεις 251 έως 257 της αποφάσεως Severstal κατά Επιτροπής (T‑753/16), το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε την προσέγγιση της Επιτροπής.

76

Λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων των αναιρεσειουσών, πρέπει, καταρχάς, να επισημανθεί ότι, ελλείψει καθοριζόμενης από τον βασικό κανονισμό μεθόδου για τον υπολογισμό του περιθωρίου ζημίας το οποίο προβλέπει ο κανόνας του δασμού χαμηλότερου ύψους, η Επιτροπή διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την επιλογή μιας τέτοιας μεθόδου υπολογισμού. Εντούτοις, η Επιτροπή υποχρεούται να ασκεί αυτό το περιθώριο εκτιμήσεως τηρώντας τις εγγυήσεις που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών και διασφαλίζοντας ότι η επιλογή της καταλήγει σε ρεαλιστικά αποτελέσματα.

77

Επιλέγοντας, εν προκειμένω, μέθοδο στηριζόμενη σε ενδεικτικές τιμές, η Επιτροπή δεν υπερέβη το εν λόγω περιθώριο εκτιμήσεως. Πράγματι, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 214 της αποφάσεως NLMK κατά Επιτροπής (T‑752/16) και στη σκέψη 248 της αποφάσεως Severstal κατά Επιτροπής (T‑753/16), η χρησιμοποίηση ενδεικτικής τιμής αντί της πραγματικής τιμής των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής για τον προσδιορισμό του περιθωρίου ζημίας παρέχει τη δυνατότητα να ληφθεί υπόψη η πτωτική πίεση που ασκούν οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές πώλησης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Η συνεκτίμηση της πιέσεως αυτής συντελεί δε στη ρεαλιστικότητα των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από τη χρήση της συγκεκριμένης μεθόδου.

78

Περαιτέρω, όσον αφορά την εκτίμηση των αναιρεσειουσών ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού επιλέγοντας ως το πλέον πρόσφατο αντιπροσωπευτικό έτος ένα έτος που βρίσκεται εκτός της εξεταζόμενης περιόδου προκειμένου να καθορίσει το στοχευόμενο κέρδος του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, επισημαίνεται ότι, όπως έκρινε, κατ’ ουσίαν, το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 218 της αποφάσεως NLMK κατά Επιτροπής (T‑752/16) και στη σκέψη 252 της αποφάσεως Severstal κατά Επιτροπής (T‑753/16), ελλείψει μεθόδου προβλεπόμενης από τον βασικό κανονισμό για τον καθορισμό του στοχευόμενου περιθωρίου κέρδους, η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως και για τον προσδιορισμό του περιθωρίου αυτού.

79

Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο σκοπός του προσδιορισμού του στοχευόμενου περιθωρίου κέρδους του ενωσιακού κλάδου παραγωγής συνίσταται στο να αντανακλάται, κατά τον πλέον ρεαλιστικό τρόπο, το κέρδος που θα αποκόμιζε ο εν λόγω κλάδος παραγωγής υπό κανονικές συνθήκες αγοράς, προκειμένου να καθοριστούν οι δασμοί αντιντάμπινγκ που πρέπει να επιβληθούν, σύμφωνα με τη φύση και τον σκοπό των δασμών αυτών όπως εκτίθενται στη σκέψη 73 της παρούσας αποφάσεως, χωρίς υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου για την άρση της ανισορροπίας που προκαλείται από τις εισαγωγές οι οποίες αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στην αγορά της Ένωσης.

80

Κατά συνέπεια, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 55 των προτάσεών του, τα στοιχεία του πλέον πρόσφατου αντιπροσωπευτικού έτους για τον προσδιορισμό του ενδεικτικού κέρδους δεν απαιτείται να προέρχονται από την εξεταζόμενη περίοδο, αν τα στοιχεία αυτά δεν προσφέρουν επαρκή εικόνα αυτού που είναι αναγκαίο για την αποκατάσταση του θεμιτού ανταγωνισμού κατά το μεταγενέστερο της έρευνας χρονικό διάστημα. Όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1999, EFMA κατά Συμβουλίου (T‑210/95, EU:T:1999:273, σκέψη 60), στην οποία ορθώς παραπέμπουν οι σκέψεις 215 και 218 της αποφάσεως NLMK κατά Επιτροπής (T‑752/16) καθώς και οι σκέψεις 249 και 252 της αποφάσεως Severstal κατά Επιτροπής (T‑753/16), το περιθώριο κέρδους που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της ενδεικτικής τιμής πρέπει να αντιστοιχεί στο περιθώριο κέρδους που ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής θα μπορούσε ευλόγως να αναμένει υπό τους συνήθεις συνθήκες ανταγωνισμού, ελλείψει των εισαγωγών οι οποίες αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, δεδομένου ότι η επιλογή ενός τέτοιου περιθωρίου κέρδους συμβάλλει στην αποκατάσταση του θεμιτού ανταγωνισμού κατά το μεταγενέστερο της έρευνας χρονικό διάστημα.

81

Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα ερμηνεύοντας τον κανόνα του χαμηλότερου δασμού που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού υπό την έννοια ότι επιτρέπει στην Επιτροπή, κατ’ εφαρμογήν της μεθόδου της «πώλησης σε τιμές χαμηλότερες των ενδεικτικών», να λάβει υπόψη ένα έτος που δεν εντάσσεται στην εξεταζόμενη περίοδο ως το πλέον πρόσφατο αντιπροσωπευτικό έτος για τον καθορισμό του στοχευόμενου κέρδους του ενωσιακού κλάδου παραγωγής προκειμένου να διασφαλίσει ότι το κέρδος αυτό αντιστοιχεί στο κέρδος που ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής θα μπορούσε ευλόγως να αναμένει υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού, ελλείψει εισαγωγών οι οποίες αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

82

Περαιτέρω, δεδομένου ότι δεν αμφισβητούνται οι εκτιμήσεις περί τα πραγματικά περιστατικά κατά τις οποίες, πρώτον, υπήρξαν σημαντικοί όγκοι εισαγωγών σε χαμηλές τιμές από τις οικείες χώρες καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, δεύτερον, η παγκόσμια οικονομική κρίση έπληξε σοβαρά τον κλάδο από το 2009 κι έπειτα και, τρίτον, τα έτη 2005 έως 2008 χαρακτηρίζονταν από έντονο ανταγωνισμό, χωρίς ωστόσο να χαρακτηρίζονται από εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες της αγοράς, το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε, στις σκέψεις 219 έως 222 της αποφάσεως NLMK κατά Επιτροπής (T‑752/16) και στις σκέψεις 253 έως 256 της αποφάσεως Severstal κατά Επιτροπής (T‑753/16), να χαρακτηρίσει, στηριζόμενο στις συγκεκριμένες εκτιμήσεις, το έτος 2008 ως το πλέον πρόσφατο αντιπροσωπευτικό έτος χωρίς να υποπέσει σε νομικό σφάλμα κατά την εφαρμογή του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού.

83

Τέλος, στο μέτρο που οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν αιτιολόγησε δεόντως τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους απέρριψε τις αιτιάσεις των αναιρεσειουσών περί εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, υπενθυμίζεται ότι, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, η υποχρέωση αιτιολογήσεως επιτάσσει να προκύπτει από την οικεία απόφαση κατά τρόπο σαφή και άνευ αμφισημίας το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη η απόφαση, στο δε Δικαστήριο να ασκήσει τον εκ μέρους του δικαστικό έλεγχο. Οι σκέψεις 217 έως 223 της αποφάσεως NLMK κατά Επιτροπής (T‑752/16) και οι σκέψεις 251 έως 257 της αποφάσεως Severstal κατά Επιτροπής (T‑753/16) εκθέτουν επαρκώς τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις αιτιάσεις των αναιρεσειουσών σχετικά με την επιλογή, από την Επιτροπή, του πλέον πρόσφατου αντιπροσωπευτικού έτους για τον προσδιορισμό του στοχευμένου κέρδους προκειμένου να εφαρμοσθεί το άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού.

84

Για όλους τους ανωτέρω λόγους, οι δεύτεροι λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.

Επί των τρίτων λόγων αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

85

Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα επικυρώνοντας την προσέγγιση την οποία ακολούθησε η Επιτροπή στον επίδικο κανονισμό και κατά την οποία το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού μπορούσε να εφαρμοστεί, κατ’ αναλογίαν, για τον προσδιορισμό της τιμής εξαγωγής των συνδεδεμένων με τον παραγωγό-εξαγωγέα μεταπωλητών στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της ζημίας που προκλήθηκε στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Συναφώς, η Severstal επικαλείται τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 260 έως 272 της αποφάσεως Severstal κατά Επιτροπής (T‑753/16) και η NLMK εκείνες που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 226 έως 239 της αποφάσεως NLMK κατά Επιτροπής (T‑752/16).

86

Κατά τις αναιρεσείουσες, η τιμή εξαγωγής που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση της υποτιμολόγησης από τις συνδεδεμένες με τον παραγωγό-εξαγωγέα εταιρίες είναι η τιμή εξαγωγής CIF (κόστος, ασφάλεια και ναύλος), όπως αυτή πράγματι χρεώνεται στα σύνορα της Ένωσης στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη, χωρίς η εν λόγω τιμή να προσαρμόζεται, βάσει κατ’ αναλογίαν εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, λαμβανομένων υπόψη των εξόδων πώλησης, των διοικητικών και άλλων γενικών εξόδων (ΓΔΕΠ) καθώς και ενός εύλογου κέρδους. Ειδικότερα, η εν λόγω τιμή αντανακλά τον ανταγωνισμό τιμών μεταξύ των επίμαχων εισαγωγών και του ομοειδούς προϊόντος του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Αντιθέτως, μια τέτοια προσαρμογή θα οδηγούσε στον καθορισμό τεχνητού περιθωρίου ζημίας και θα συνεπαγόταν σύγκριση μεταξύ των τιμών των εισαγωγών και των τιμών της Ένωσης που δεν βρίσκονται στο ίδιο εμπορικό επίπεδο.

87

Προς στήριξη του επιχειρήματός τους, οι αναιρεσείουσες επικαλούνται τις αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Νοεμβρίου 2011, Transnational Company Kazchrome και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (T‑107/08, EU:T:2011:704), της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής (T‑301/16, EU:T:2019:234), καθώς και της 2ας Απριλίου 2020, Hansol Paper κατά Επιτροπής (T‑383/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:139), και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Pikamäe στην υπόθεση Επιτροπή κατά Hansol Paper (C‑260/20 P, EU:C:2022:13).

88

Επιπλέον, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει, διότι δεν έλαβε υπόψη την απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Hansol Paper κατά Επιτροπής (T‑383/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:139), την οποία είχαν επικαλεστεί κατά την ενώπιόν του διαδικασία.

89

Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι τρίτοι λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

90

Κατά πρώτον, κατά το μέρος που οι αναιρεσείουσες εκτιμούν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα επικυρώνοντας την κατ’ αναλογίαν εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού στην οποία προέβη η Επιτροπή προκειμένου να προσδιορίσει την τιμή εξαγωγής των συνδεδεμένων με τον παραγωγό-εξαγωγέα μεταπωλητών στο πλαίσιο της εκτίμησης της ζημίας που προκλήθηκε στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, επισημαίνεται ότι, με την απόφαση της 12ης Μαΐου 2022, Επιτροπή κατά Hansol Paper (C‑260/20 P, EU:C:2022:370), το Δικαστήριο έκρινε ότι μια τέτοια κατ’ αναλογίαν εφαρμογή δεν συνιστά νομικό σφάλμα.

91

Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι, δεδομένου ότι η εξέταση της ύπαρξης υποτιμολόγησης είναι ένα σύνθετο από οικονομικής απόψεως ζήτημα για το οποίο ο βασικός κανονισμός δεν επιβάλλει καμία συγκεκριμένη μέθοδο, η Επιτροπή διαθέτει συναφώς ευρεία διακριτική ευχέρεια και, ως εκ τούτου, η κατ’ αναλογίαν εφαρμογή της μεθόδου κατασκευής τιμών του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού για την εξέταση ενδεχόμενης υποτιμολόγησης μπορεί να γίνει δεκτή εφόσον η μέθοδος αυτή εντάσσεται στο νομικό πλαίσιο που προβλέπει ο συγκεκριμένος κανονισμός και δεν οδηγεί σε προδήλως εσφαλμένο αποτέλεσμα (πρβλ. απόφαση της 12ης Μαΐου 2022, Επιτροπή κατά Hansol Paper, C‑260/20 P, EU:C:2022:370, σκέψη 99).

92

Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα αποφαινόμενο, στις σκέψεις 233 και 234 της αποφάσεως NLMK κατά Επιτροπής (T‑752/16) καθώς και στις σκέψεις 266 και 267 της αποφάσεως Severstal κατά Επιτροπής (T‑753/16), ότι η Επιτροπή μπορούσε να κρίνει, βάσει της ευρείας αυτής διακριτικής ευχέρειας, ότι, για τον υπολογισμό του περιθωρίου πώλησης σε τιμές χαμηλότερες των ενδεικτικών, έπρεπε, σε περίπτωση ύπαρξης πωλήσεων πραγματοποιηθεισών μέσω συνδεδεμένων εισαγωγέων, να προσδιοριστεί τιμή εξαγωγής διά της κατ’ αναλογίαν εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι ορθώς η Επιτροπή επισήμανε, αφενός, ότι η εν λόγω διάταξη ήταν η μόνη διάταξη του κανονισμού αυτού η οποία παρείχε κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό αξιόπιστης τιμής εξαγωγής εφόσον οι εξαγωγικές πωλήσεις πραγματοποιούνταν μέσω συνδεδεμένων εισαγωγέων και, αφετέρου, ότι η ίδια διάταξη απηχούσε την αρχή της μη αξιοπιστίας των τιμών μεταβίβασης, η οποία μπορεί να εφαρμοστεί τόσο για τον προσδιορισμό του περιθωρίου ζημίας όσο και για τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ.

93

Επιπλέον, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι από τον συνδυασμό του άρθρου 1, παράγραφος 1, και του άρθρου 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι η ζημία πρέπει να εκτιμάται κατά τη «θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Ένωσης» του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ και ότι, ως εκ τούτου, ο υπολογισμός της υποτιμολόγησης πρέπει, κατ’ αρχήν, να γίνεται στο επίπεδο των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Εξ αυτού συνήγαγε ότι η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα, προκειμένου να διασφαλίσει την αντικειμενική σύγκριση των τιμών στο επίπεδο της πρώτης θέσεως σε ελεύθερη κυκλοφορία του υπό εξέταση προϊόντος εντός της Ένωσης, να κατασκευάσει την εν λόγω τιμή CIF «στα σύνορα της Ένωσης» αφαιρώντας τα έξοδα ΓΔΕΠ και ένα περιθώριο κέρδους από την τιμή μεταπώλησης του προϊόντος σε ανεξάρτητους πελάτες (πρβλ. απόφαση της 12ης Μαΐου 2022, Επιτροπή κατά Hansol Paper, C‑260/20 P, EU:C:2022:370, σκέψεις 102 και 105).

94

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας, στις σκέψεις 236 και 237 της αποφάσεως NLMK κατά Επιτροπής (T‑752/16) καθώς και στις σκέψεις 269 και 270 της αποφάσεως Severstal κατά Επιτροπής (T‑753/16), πρώτον, ότι δικαιολογείται, εν προκειμένω, να βασιστεί η αξιολόγηση του επαρκούς χαρακτήρα ενός χαμηλότερου δασμού, προς τον σκοπό της εξάλειψης της προκληθείσας από τις εισαγωγές ζημίας, στην τιμή εξαγωγής «στα σύνορα της Ένωσης», η οποία θεωρείται ότι είναι επιπέδου συγκρίσιμου με την τιμή «εκ του εργοστασίου» της Ένωσης, ήτοι την ενδεικτική τιμή πώλησης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη μειωμένη κατά τα διάφορα έξοδα που έγιναν μετά την έξοδο από το εργοστάσιο, όπως το κόστος μεταφοράς ή ασφάλισης, ώστε να εξευρεθεί το επίπεδο της τιμής του υπό εξέταση προϊόντος κατά την έξοδο από το εργοστάσιο, και, δεύτερον, ότι η χρήση εν προκειμένω του σταδίου εμπορίου «στα σύνορα της Ένωσης» και όχι εκείνου της μεταπώλησης στον πρώτο ανεξάρτητο αγοραστή ως σημείου αναφοράς προς τον σκοπό του υπολογισμού του περιθωρίου ζημίας μπορεί να δικαιολογηθεί τόσο υπό το πρίσμα του άρθρου 1, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού όσο και υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού.

95

Οι ανωτέρω εκτιθέμενες εκτιμήσεις δεν αναιρούνται από την απάντηση των αναιρεσειουσών σε ερώτηση του Δικαστηρίου, τεθείσα στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, όσον αφορά την επιρροή που ασκεί η απόφαση της 12ης Μαΐου 2022, Επιτροπή κατά Hansol Paper (C‑260/20 P, EU:C:2022:370), επί της εκτιμήσεως των τρίτων λόγων αναιρέσεως.

96

Πράγματι, με την απάντηση αυτή, οι αναιρεσείουσες εκτιμούν, κατ’ ουσίαν, ότι τα πραγματικά περιστατικά των υπό κρίση συνεκδικαζόμενων υποθέσεων διαφέρουν από τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εκείνη, όπερ δικαιολογεί τη μη υιοθέτηση εν προκειμένω της λύσεως που δόθηκε με την εν λόγω απόφαση. Συγκεκριμένα, κατά τις αναιρεσείουσες, η Επιτροπή κακώς έκρινε ότι οι συνδεδεμένοι με τις αναιρεσείουσες έμποροι ενεργούσαν ως εισαγωγείς και, ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως επικυρώνοντας την κατ’ αναλογίαν εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού στην προκειμένη περίπτωση. Εντούτοις, ένα τέτοιο επιχείρημα βάλλει κατά της εκτιμήσεως περί τα πραγματικά περιστατικά στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο. Πλην όμως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 44 έως 46 της παρούσας αποφάσεως, μια τέτοια εκτίμηση δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου, με την επιφύλαξη της περίπτωσης παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων. Δεδομένου ότι δεν προβλήθηκε ότι υπήρξε παραμόρφωση, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

97

Κατά δεύτερον, κατά το μέρος που οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει διότι δεν έλαβε υπόψη τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στην απόφασή του της 2ας Απριλίου 2020, Hansol Paper κατά Επιτροπής (T‑383/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:139), υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι η υποχρέωση του Γενικού Δικαστηρίου να αιτιολογεί τις αποφάσεις του δεν μπορεί να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι συνεπάγεται την υποχρέωσή του να απαντά λεπτομερώς σε κάθε επιχείρημα που προβάλλει ο προσφεύγων (απόφαση της 15ης Απριλίου 2010, Gualtieri κατά Επιτροπής, C‑485/08 P, EU:C:2010:188, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η δε εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο έθεσε ερωτήσεις στους διαδίκους σχετικά με την επιρροή την οποία ενδεχομένως ασκεί η απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Hansol Paper κατά Επιτροπής (T‑383/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:139). Κατά συνέπεια, η αιτίαση των προσφευγουσών περί ελλείψεως αιτιολογίας πρέπει επίσης να απορριφθεί.

98

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, οι τρίτοι λόγοι αναιρέσεως κρίνονται απορριπτέοι και, ως εκ τούτου, οι αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

Επί των δικαστικών εξόδων

99

Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

100

Εν προκειμένου, δεδομένου ότι οι αναιρεσείουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει τις αιτήσεις αναιρέσεως.

 

2)

Καταδικάζει την PAO Severstal στα δικαστικά έξοδα της υπόθεσης C‑747/21 P.

 

3)

Καταδικάζει τη Novolipetsk Steel PJSC (NLMK) στα δικαστικά έξοδα της υπόθεσης C‑748/21 P.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.