ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 17ης Ιανουαρίου 2023 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Άρθρο 181 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Οικονομική και νομισματική πολιτική – Πρόγραμμα στηρίξεως της σταθερότητας της Κύπρου – Πολιτική συμφωνία συναφθείσα μεταξύ της Ευρωομάδας και των κυπριακών αρχών όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα στην Κύπρο – Αγωγή αποζημιώσεως – Προσδιορισμός του εναγομένου – Έννοια του “θεσμικού οργάνου” – Αίτηση αναιρέσεως προδήλως αβάσιμη»

Στην υπόθεση C‑137/22 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2022,

Γεώργιος Θεοδωράκης, κάτοικος Χανίων (Ελλάδα),

Μαρία Θεοδωράκη, κάτοικος Χανίων,

εκπροσωπούμενοι από τους Β.‑Σ. Χριστιανό, Α. Πολίτη και Μ.‑Χ. Βλάχου, δικηγόρους,

αναιρεσείοντες,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

εναγόμενο πρωτοδίκως,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή,

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. G. Xuereb, πρόεδρο τμήματος, A. Arabadjiev (εισηγητή), πρόεδρο του πρώτου τμήματος, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του έκτου τμήματος, και I. Ziemele, δικαστή,

γενική εισαγγελέας: L. Medina

γραμματέας: A. Calot Escobar

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, ο Γεώργιος Θεοδωράκης και η Μαρία Θεοδωράκη ζητούν την αναίρεση της διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Δεκεμβρίου 2021, Θεοδωράκης και Θεοδωράκη κατά Συμβουλίου (T‑495/14, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, EU:T:2021:941), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως προδήλως απαράδεκτη την αγωγή αποζημιώσεως που είχαν ασκήσει οι νυν αναιρεσείοντες λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης και με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν λόγω των δηλώσεων της Ευρωομάδας της 16ης και της 25ης Μαρτίου 2013 και της δηλώσεως του προέδρου της Ευρωομάδας της 21ης Μαρτίου 2013.

 Ιστορικό της διαφοράς, διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

2        Κατά τους πρώτους μήνες του 2012, πλείονες εγκατεστημένες στην Κύπρο τράπεζες, μεταξύ των οποίων η Cyprus Popular Bank Co Ltd (στο εξής: Λαϊκή) και η Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (στο εξής: BoC), αντιμετώπισαν χρηματοπιστωτικές δυσχέρειες.

3        Στις 25 Ιουνίου 2012 η Κυπριακή Δημοκρατία υπέβαλε αίτημα χρηματοπιστωτικής συνδρομής στον πρόεδρο της Ευρωομάδας, ο οποίος δήλωσε ότι η συνδρομή θα χορηγούνταν είτε από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας είτε από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) στο πλαίσιο προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής που επρόκειτο να συγκεκριμενοποιηθεί με μνημόνιο συναντίληψης. Η διαπραγμάτευση του μνημονίου αυτού διεξήχθη μεταξύ, αφενός, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από κοινού με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και, αφετέρου, των κυπριακών αρχών.

4        Τον Μάρτιο του 2013 η Κυπριακή Δημοκρατία και τα λοιπά κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ (στο εξής: ΚΜΖΕ) κατέληξαν σε πολιτική συμφωνία επί σχεδίου μνημονίου συναντίληψης.

5        Με δήλωση της 16ης Μαρτίου 2013, η Ευρωομάδα χαιρέτισε την ως άνω συμφωνία καθώς και τη δέσμευση των κυπριακών αρχών να λάβουν πρόσθετα μέτρα για τη συγκέντρωση εσωτερικών πόρων, προκειμένου να μειωθεί το ύψος της χρηματοπιστωτικής συνδρομής που θα παρεχόταν στο πλαίσιο του προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής το οποίο μνημονεύεται στη σκέψη 3 της παρούσας διατάξεως. Μεταξύ των μέτρων αυτών περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, η θέσπιση εισφοράς επί των τραπεζικών καταθέσεων, η αναδιάρθρωση και η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών καθώς και η διάσωση με ίδια μέσα των κατόχων ομολόγων χαμηλής εξοφλητικής προτεραιότητας. Η Ευρωομάδα υπογράμμισε επίσης ότι το μέγεθος του κυπριακού χρηματοπιστωτικού τομέα θα περιοριζόταν προσηκόντως ώστε να παύσει αυτός να είναι τόσο ευάλωτος και δυσανάλογος σε σχέση με το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕγχΠ) της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωομάδα επισήμανε ότι, κατά την άποψή της, ήταν καταρχήν δικαιολογημένη η χορήγηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής προς διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ζώνης του ευρώ, κάλεσε δε τα ενδιαφερόμενα μέρη να επιταχύνουν τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις.

6        Κατόπιν της καταψηφίσεως από την κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων στις 19 Μαρτίου 2013 του σχεδίου νόμου της Κυπριακής Κυβερνήσεως για τη θέσπιση εισφοράς επί όλων των τραπεζικών καταθέσεων στην επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, η εν λόγω κυβέρνηση κατήρτισε νέο σχέδιο νόμου το οποίο προέβλεπε αποκλειστικώς την αναδιάρθρωση της BoC και της Λαϊκής.

7        Στις 21 Μαρτίου 2013 ο πρόεδρος της Ευρωομάδας δήλωσε ότι η Ευρωομάδα ήταν έτοιμη να συζητήσει με τις κυπριακές αρχές νέα πρόταση, η οποία αναμενόταν να υποβληθεί το συντομότερο δυνατόν.

8        Με δήλωση της 25ης Μαρτίου 2013, η Ευρωομάδα ανακοίνωσε την επίτευξη συμφωνίας με τις κυπριακές αρχές επί των ουσιωδών στοιχείων ενός μελλοντικού προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής, το οποίο είχε την υποστήριξη όλων των ΚΜΖΕ, καθώς και της Επιτροπής, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ.

9        Στις 29 Μαρτίου 2013 οι κυπριακές αρχές εξέδωσαν διάταγμα το οποίο προέβλεπε την αυθημερόν μεταβίβαση ορισμένων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της Λαϊκής στην BoC, περιλαμβανομένων των καταθέσεων κάτω των 100 000 ευρώ. Οι καταθέσεις άνω των 100 000 ευρώ διατηρήθηκαν στη Λαϊκή εν αναμονή της εκκαθαρίσεώς της.

10      Στις 26 Απριλίου 2013 υπεγράφη μνημόνιο συναντίληψης από τον αντιπρόεδρο της Επιτροπής, εξ ονόματος του ΕΜΣ, από τον Υπουργό Οικονομικών της Κυπριακής Δημοκρατίας και από τον διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, γεγονός που κατέστησε δυνατή τη χορήγηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής από τον ΕΜΣ στην Κυπριακή Δημοκρατία.

11      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Ιουνίου 2014, οι νυν αναιρεσείοντες άσκησαν αγωγή με αίτημα, κατ’ ουσίαν, να υποχρεωθεί το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να τους καταβάλει, πρώτον, ποσό 1 431 193,58 ευρώ προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας που υποστηρίζουν ότι υπέστησαν λόγω των δηλώσεων της Ευρωομάδας της 16ης και της 25ης Μαρτίου 2013 και της δηλώσεως του προέδρου της Ευρωομάδας της 21ης Μαρτίου 2013, πλέον τόκων, δεύτερον, ποσό 50 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν συνεπεία παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, τρίτον, ποσό 50 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν συνεπεία της προσβολής του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας καθώς και, επικουρικώς, ποσό 1 144 954,86 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στα τέσσερα πέμπτα του ποσού των 1 434 193,58 ευρώ, πλέον τόκων. Όλως επικουρικώς, οι νυν αναιρεσείοντες ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο να καθορίσει το ποσό που θα υποχρεωθεί να τους καταβάλει το Συμβούλιο προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας που υπέστησαν.

12      Προς στήριξη της αγωγής τους, οι νυν αναιρεσείοντες προέβαλαν τρεις ισχυρισμούς, εκ των οποίων ο πρώτος αφορούσε προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας, ο δεύτερος παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και ο τρίτος προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

13      Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της ως προδήλως απαράδεκτη.

14      Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 50 έως 55 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι, στο μέτρο που η αγωγή στρεφόταν σαφώς κατά του Συμβουλίου, υπό τη σύνθεση της Ευρωομάδας, έπρεπε να εξετασθεί αν οι επίμαχες ενέργειες της Ευρωομάδας ήταν πράγματι καταλογιστέες στο Συμβούλιο. Λαμβανομένων υπόψη των αποφάσεων της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Μαλλής κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑105/15 P έως C‑109/15 P, στο εξής: απόφαση Μαλλής, EU:C:2016:702), και της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Συμβούλιο κ.λπ. κατά K. Chrysostomides & Co. κ.λπ. (C‑597/18 P, C‑598/18 P, C‑603/18 P και C‑604/18 P, στο εξής: απόφαση Chrysostomides, EU:C:2020:1028), το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, στις σκέψεις 60 και 61 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι τούτο δεν ίσχυε και ότι, ως εκ τούτου, ήταν αναρμόδιο να επιληφθεί της αγωγής που είχαν ασκήσει οι νυν αναιρεσείοντες.

15      Μόνον ως εκ περισσού εξέτασε το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 62 έως 87 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, την αρμοδιότητά του να επιληφθεί της αγωγής στην περίπτωση που αυτή ήθελε εκληφθεί ως στρεφόμενη στην πραγματικότητα κατά της Ευρωομάδας. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 88 και 89 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι η Ευρωομάδα δεν αποτελεί οντότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ιδρυθείσα από τις Συνθήκες, της οποίας οι πράξεις ή οι συμπεριφορές μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αγωγής λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και ότι, επομένως, δεν είναι αρμόδιο να επιληφθεί ούτε τέτοιας αγωγής.

 Τα αιτήματα των αναιρεσειόντων

16      Οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη,

–        να αναπέμψει την υπόθεση, εφόσον είναι αναγκαίο, στο Γενικό Δικαστήριο και

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

17      Δυνάμει του άρθρου 181 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι, εν όλω ή εν μέρει, προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, το Δικαστήριο μπορεί, οποτεδήποτε, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει την ολική ή μερική απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως με αιτιολογημένη διάταξη.

18      Η ανωτέρω διάταξη πρέπει να τύχει εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση.

19      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, τρεις λόγους αναιρέσεως προκειμένου να αμφισβητήσουν τις εκτιμήσεις με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο, πρώτον, έκρινε ότι η Ευρωομάδα δεν δύναται να εξομοιωθεί με σύνθεση του Συμβουλίου, δεύτερον, έκρινε ότι η Ευρωομάδα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί οντότητα ιδρυθείσα από τις Συνθήκες δυνάμει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και, τρίτον, παρέλειψε να θεωρήσει εναγομένη και την Επιτροπή έστω και αν αυτή δεν μνημονεύεται στο εισαγωγικό μέρος του δικογράφου της αγωγής.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

20      Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αποτελείται από τρία σκέλη.

21      Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του υπό κρίση λόγου, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο παραπέμποντας στις αποφάσεις Μαλλής και Chrysostomides προκειμένου να αποφανθεί ότι η Ευρωομάδα δεν μπορεί να εξομοιωθεί με σύνθεση του Συμβουλίου. Ειδικότερα, κατά την άποψή τους, πέραν του ότι η απόφαση Μαλλής αφορούσε προσφυγή ακυρώσεως κατά της Ευρωομάδας ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ και όχι αγωγή λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι κρίσεις του Δικαστηρίου, τόσο στην εν λόγω απόφαση όσο και στην απόφαση Chrysostomides, περί μη εξομοιώσεως της Ευρωομάδας με σύνθεση του Συμβουλίου αποτελούν obiter dictum και, κατά συνέπεια, δεν έχουν ισχύ δεδικασμένου.

22      Συναφώς, κατά πρώτον, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, οι εκτιμήσεις του Δικαστηρίου, στις αποφάσεις που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη, περί μη εξομοιώσεως της Ευρωομάδας με σύνθεση του Συμβουλίου ουδόλως συνιστούν obiter dictum. Πράγματι, τόσο στην περίπτωση της σκέψεως 61 της αποφάσεως Μαλλής όσο και σε εκείνην της σκέψεως 87 της αποφάσεως Chrysostomides, στις οποίες περιλαμβάνονται τέτοιες εκτιμήσεις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στις συγκεκριμένες σκέψεις εκτίθενται κρίσεις που είναι ουσιώδεις για το σκεπτικό και καθοριστικής σημασίας για τη λύση που προέκρινε το Δικαστήριο.

23      Επομένως, τα επιχειρήματα των αναιρεσειόντων, καθόσον στηρίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία των αποφάσεων Μαλλής και Chrysostomides τις οποίες μνημονεύει το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, προδήλως δεν δύνανται να καταδείξουν ότι η ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει πλάνη περί το δίκαιο.

24      Κατά δεύτερον, η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται από το ότι, όπως επισημαίνουν οι αναιρεσείοντες, η απόφαση Μαλλής αφορούσε το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως κατά της Ευρωομάδας, ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η οποία συνιστά ένδικο βοήθημα διαφορετικό από εκείνο της αγωγής λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης κατά το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

25      Συναφώς, παρατηρείται ότι, βεβαίως, το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη, στη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, την ως άνω διάκριση μεταξύ των δύο ενδίκων βοηθημάτων που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη. Εντούτοις, επισήμανε εν συνεχεία, στην ίδια σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο στη σκέψη 61 της αποφάσεως Μαλλής, κατά το οποίο η Ευρωομάδα δεν συνιστά σύνθεση του Συμβουλίου, στηριζόταν σε εκτιμήσεις απτόμενες της νομικής φύσεως της Ευρωομάδας και όχι του είδους του ενδίκου βοηθήματος που είχαν ασκήσει οι αναιρεσείοντες.

26      Η ως άνω εκτίμηση ουδόλως ενέχει πλάνη περί το δίκαιο. Πράγματι, από τη διατύπωση της εν λόγω σκέψεως 61 της αποφάσεως Μαλλής προκύπτει σαφώς ότι το Δικαστήριο στήριξε το συγκεκριμένο συμπέρασμα αποκλειστικώς στον άτυπο χαρακτήρα της Ευρωομάδας και στο ότι αυτή δεν μνημονεύεται μεταξύ των διαφόρων συνθέσεων του Συμβουλίου όπως παρατίθενται στο παράρτημα I του εσωτερικού κανονισμού του, ο οποίος εγκρίθηκε με την απόφαση 2009/937/ΕΕ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 325, σ. 35, στο εξής: εσωτερικός κανονισμός του Συμβουλίου).

27      Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμο.

28      Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, στο μέτρο που με τα επιχειρήματά τους οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν να καταδείξουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως για τον λόγο ότι, στη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, δεν αποφάνθηκε επαρκώς κατά νόμον επί των στοιχείων που προβλήθηκαν ενώπιόν του σχετικά με την Ευρωομάδα, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει το Γενικό Δικαστήριο δεν του επιβάλλει να παραθέτει σκεπτικό το οποίο να ακολουθεί αναλυτικά και ένα προς ένα όλα τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι και ότι, επομένως, η αιτιολογία μπορεί να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε τα επιχειρήματά τους, στο δε Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για την άσκηση του εκ μέρους του ελέγχου (απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2021, Vialto Consulting κατά Επιτροπής, C‑650/19 P, EU:C:2021:879, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29      Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ιδίως με τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε το Συμβούλιο, οι νυν αναιρεσείοντες υποστήριξαν, ειδικότερα, ότι η Ευρωομάδα συνιστά ειδική πλειοψηφία του Συμβουλίου της οποίας οι αρμοδιότητες καθορίζονται σαφώς στα άρθρα 136 και 138 ΣΛΕΕ και της οποίας οι συνεδριάσεις και το περιεχόμενό τους προβλέπονται στο άρθρο 137 ΣΛΕΕ καθώς και στο πρωτόκολλο (αριθ. 14) σχετικά με την Ευρωομάδα, το οποίο έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη ΕΕ και στη Συνθήκη ΛΕΕ (στο εξής: πρωτόκολλο αριθ. 14) και στο οποίο παραπέμπει η τελευταία αυτή διάταξη. Επομένως, κατά την άποψή τους, η έλλειψη μνείας της Ευρωομάδας μεταξύ των διαφόρων συνθέσεων του Συμβουλίου, οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα I του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου, ουδεμία ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι το άρθρο 137 ΣΛΕΕ και το πρωτόκολλο αριθ. 14, ως ειδικές διατάξεις, παρεκκλίνουν από τις διατάξεις που διέπουν τις λοιπές συνόδους των μελών του Συμβουλίου και υπερισχύουν, ως εκ τούτου, των διατάξεων του παραγώγου δικαίου, όπως είναι ο εσωτερικός κανονισμός του Συμβουλίου.

30      Επιβάλλεται, επ’ αυτού, η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν ακολούθησε μεν αναλυτικά τα επιχειρήματα που ανέπτυξαν οι νυν αναιρεσείοντες με τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου, πλην όμως απάντησε επαρκώς κατά νόμο, με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία, στις σκέψεις 56 έως 60 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, στα μνημονευόμενα στην προηγούμενη σκέψη επιχειρήματα των αναιρεσειόντων. Συγκεκριμένα, στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, καταρχάς, το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο στη σκέψη 61 της αποφάσεως Μαλλής, κατά το οποίο η Ευρωομάδα δεν είναι δυνατόν να εξομοιωθεί με σύνθεση του Συμβουλίου, μνημονεύοντας, στη σκέψη 57 της εν λόγω διατάξεως, τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η εκτίμηση αυτή και επισημαίνοντας, στη σκέψη 58 της ίδιας διατάξεως, ότι το συγκεκριμένο συμπέρασμα επιβεβαιώθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση Chrysostomides. Τέλος, στη σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εκ των ανωτέρω ότι δεν υφίσταται πλέον αμφιβολία ως προς το περιεχόμενο της σκέψεως 61 της αποφάσεως Μαλλής.

31      Ως εκ τούτου, αποφαινόμενο κατά τα ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο παρέσχε σαφώς στους νυν αναιρεσείοντες τη δυνατότητα να λάβουν γνώση των λόγων για τους οποίους έκρινε ότι η αγωγή τους δεν ήταν παραδεκτή και, επομένως, τα επιχειρήματα με τα οποία αυτοί προβάλλουν ανεπαρκή αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.

32      Το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει επομένως να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμο.

33      Προς στήριξη του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη ενέχει, στη σκέψη 58, έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο περιορίσθηκε στο συμπέρασμα ότι η Ευρωομάδα δεν μπορεί να εξομοιωθεί με σύνθεση του Συμβουλίου, μολονότι η κρίση αυτή, αφενός μεν, είναι αντίθετη προς την πρακτική του Συμβουλίου κατά την οποία η Ευρωομάδα εκπροσωπείται, τόσο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου, από το Συμβούλιο, όπως συνέβη στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Chrysostomides, αφετέρου δε, συνιστά obiter dictum του Δικαστηρίου.

34      Κατά πρώτον, διαπιστώνεται ότι ακριβώς σε αυτόν τον ισχυρισμό απάντησε το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνοντας ρητώς, στη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι δεν αποτελεί κρίσιμο στοιχείο η πρακτική του Συμβουλίου κατά την οποία η Ευρωομάδα εκπροσωπείται, τόσο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου, από το Συμβούλιο, όπερ συνεπάγεται ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέλειψε να λάβει υπόψη τα μνημονευόμενα στην προηγούμενη σκέψη επιχειρήματα των νυν αναιρεσειόντων.

35      Κατά δεύτερον, κατά το μέρος που οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται εκ νέου ότι η εκ μέρους του Δικαστηρίου εκτίμηση, στην απόφαση Chrysostomides, περί μη εξομοιώσεως της Ευρωομάδας με σύνθεση του Συμβουλίου συνιστά obiter dictum, αρκεί συναφώς η παραπομπή στις κρίσεις που εκτίθενται στη σκέψη 22 της παρούσας διατάξεως.

36      Υπό τις συνθήκες αυτές, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμο.

37      Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως προδήλως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

38      Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αποτελείται από δύο σκέλη.

39      Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του υπό κρίση λόγου, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ότι η αιτιολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 77 έως 82 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως ενέχει αντίφαση και είναι ανεπαρκής καθόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν τεκμηρίωσε τον λόγο για τον οποίο το άρθρο 137 ΣΛΕΕ και το πρωτόκολλο αριθ. 14 ουδόλως μετέβαλαν τον διακυβερνητικό χαρακτήρα της Ευρωομάδας.

40      Ως προς το ανωτέρω ζήτημα, αφενός, οι αναιρεσείοντες επισημαίνουν ότι μόνο με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας προβλέφθηκαν για πρώτη φορά, με τρόπο τυπικό και ολοκληρωμένο, η ύπαρξη, η σύνθεση, ο τρόπος συνάντησης και τα καθήκοντα της Ευρωομάδας, επιβάλλοντας τη συμμετοχή σε αυτήν των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών των ΚΜΖΕ, της Επιτροπής και της ΕΚΤ, εξ αυτού δε του γεγονότος συνάγουν ότι η βούληση του συντακτικού νομοθέτη της Ένωσης ήταν προδήλως να εντάξει την Ευρωομάδα στο θεσμικό πλαίσιο της Ένωσης. Αφετέρου, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι η Ευρωομάδα δεν αποτελεί απλώς φόρουμ ανταλλαγής απόψεων, αλλά διαθέτει, όπως προκύπτει από το πρωτόκολλο αριθ. 14, ίδιες αρμοδιότητες, βάσει των οποίων δεν λαμβάνει μεν αποφάσεις, πλην όμως εξετάζει ζητήματα απτόμενα της νομισματικής πολιτικής η οποία εμπίπτει, βάσει του άρθρου 3 ΣΛΕΕ, στις αποκλειστικές αρμοδιότητες της Ένωσης.

41      Προς στήριξη του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως καθόσον έκρινε, στις σκέψεις 83 έως 87 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι η αδυναμία ασκήσεως, βάσει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αγωγής λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης κατά της Ευρωομάδας δεν προσκρούει στις επιταγές της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

42      Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι η επιχειρηματολογία των αναιρεσειόντων αποσκοπεί στην αμφισβήτηση του σκεπτικού που παρατίθεται στις σκέψεις 77 έως 89 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, οι οποίες αποτελούν επάλληλη αιτιολογία σε σχέση με εκείνην που εκθέτει το Γενικό Δικαστήριο πριν από τις εν λόγω σκέψεις, όπως προκύπτει ρητώς από τη σκέψη 62 της διατάξεως αυτής.

43      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα επιχειρήματα που στρέφονται κατά επαλλήλως παρατιθέμενου μέρους του σκεπτικού αποφάσεως ή διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορούν να επιφέρουν την αναίρεσή της και είναι, ως εκ τούτου, αλυσιτελή (διάταξη της 12ης Μαρτίου 2020, EMB Consulting κ.λπ. κατά ΕΚΤ, C‑571/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:208, σκέψη 16 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αλυσιτελής.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

45      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι, εν πάση περιπτώσει και ανεξαρτήτως αν η Ευρωομάδα συνιστά ή όχι σύνθεση του Συμβουλίου ή «θεσμικό όργανο» της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να κρίνει αυτεπαγγέλτως ότι εναγόμενη στην εκ μέρους τους ασκηθείσα αγωγή αποζημιώσεως ήταν και η Επιτροπή. Καταρχάς, στο μέτρο που η Επιτροπή συμμετέχει υποχρεωτικώς στις συνεδριάσεις της Ευρωομάδας, όπως προβλέπει το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 14, το θεσμικό αυτό όργανο ευθύνεται επίσης για την αδράνειά του όσον αφορά την αποτροπή της ζημίας που προκαλείται από τη συμπεριφορά της Ευρωομάδας. Οι αναιρεσείοντες προσθέτουν, εν συνεχεία, ότι η πρωτοδίκως ασκηθείσα αγωγή τους στρέφεται κατά της Ένωσης, οπότε δεν έχει σημασία αν το θεσμικό όργανο που την εκπροσωπεί στην υπό κρίση υπόθεση είναι το Συμβούλιο ή η Επιτροπή. Επισημαίνουν συναφώς ότι η αδράνεια της Επιτροπής, η οποία αποτελεί θεματοφύλακα των Συνθηκών, κατά τον έλεγχο του συμβατού χαρακτήρα των ενεργειών της Ευρωομάδας με το δίκαιο της Ένωσης δύναται να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης. Τέλος, στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, στη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι αγωγή λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης στρεφόμενη κατά της Επιτροπής θα μπορούσε εν προκειμένω να διασφαλίσει αποτελεσματική δικαστική προστασία στους νυν αναιρεσείοντες, και λαμβανομένου επίσης υπόψη ότι η Επιτροπή παρενέβη υπέρ του Συμβουλίου κατά την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να θεωρήσει ότι η αγωγή στρεφόταν και κατά της Επιτροπής.

46      Συναφώς, όμως, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς υπενθύμισε, στις σκέψεις 47 έως 49 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, τη νομολογία σχετικά με τον προσδιορισμό του καθού ή εναγομένου στο εισαγωγικό δικόγραφο, κατά την οποία, μεταξύ άλλων, οσάκις το δικόγραφο στρέφεται σαφώς κατά προσώπου διαφορετικού από εκείνο στο οποίο πρέπει να καταλογισθούν οι επίμαχες ενέργειες, το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης δεν δύναται ούτε να παραβλέψει ούτε να υποκαταστήσει την πρόδηλη βούληση του ασκήσαντος το ένδικο βοήθημα και δεν έχει άλλη επιλογή από το να κηρύξει την αγωγή ή την προσφυγή απαράδεκτη (πρβλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2015, Elitaliana κατά Eulex Κοσσυφοπέδιο, C‑439/13 P, EU:C:2015:753, σκέψη 73 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Βάσει της ως άνω νομολογίας, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στις σκέψεις 50 και 51 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι το «Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (υπό τη σύνθεση της Ευρωομάδας)» προσδιορίζεται ως εναγόμενο τόσο στο εισαγωγικό όσο και στο κύριο μέρος του δικογράφου της αγωγής. Επισήμανε επίσης, στη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι οι ίδιοι νυν αναιρεσείοντες επέμειναν, στο πλαίσιο της απαντήσεώς τους σε μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, ότι η αγωγή τους δεν στρεφόταν κατά της Ευρωομάδας, αλλά κατά του Συμβουλίου υπό τη σύνθεση της Ευρωομάδας.

48      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο δεν θεώρησε αυτεπαγγέλτως την Επιτροπή εναγομένη στο πλαίσιο της ασκηθείσας από τους νυν αναιρεσείοντες αγωγής λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο, στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι μόνον το Συμβούλιο έπρεπε να θεωρηθεί εναγόμενο στο πλαίσιο της συγκεκριμένης αγωγής.

49      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμος.

50      Κατά συνέπεια, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως εν μέρει προδήλως αβάσιμη και εν μέρει προδήλως αλυσιτελής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

51      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 137 του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, το Δικαστήριο αποφασίζει για τα δικαστικά έξοδα με τη διάταξη που περατώνει τη δίκη.

52      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η παρούσα διάταξη εκδόθηκε πριν από την επίδοση της αιτήσεως αναιρέσεως στους λοιπούς διαδίκους και, κατά συνέπεια, πριν αυτοί υποβληθούν σε δικαστικά έξοδα, οι αναιρεσείοντες πρέπει να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως ως εν μέρει προδήλως αβάσιμη και εν μέρει προδήλως αλυσιτελή.

2)      Ο Γεώργιος Θεοδωράκης και η Μαρία Θεοδωράκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Λουξεμβούργο, 17 Ιανουαρίου 2023.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος του τμήματος

A. Calot Escobar

 

P. G. Xuereb


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.