ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 17ης Ιανουαρίου 2023 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Εξωτερικές σχέσεις – Συμφωνία Σταθεροποίησης και Σύνδεσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, αφενός, και του Κοσσυφοπεδίου, αφετέρου – Ηλεκτρονικές επικοινωνίες – Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1971 – Φορέας Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (BEREC) – Άρθρο 35, παράγραφος 2 – Συμμετοχή της ρυθμιστικής αρχής του Κοσσυφοπεδίου στον εν λόγω φορέα – Έννοιες της “τρίτης χώρας” και του “τρίτου κράτους” – Αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής»

Στην υπόθεση C‑632/20 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία ασκήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 2020,

Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από την S. Centeno Huerta, εν συνεχεία από την A. Gavela Llopis,

αναιρεσείον,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους F. Castillo de la Torre, M. Kellerbauer και Θ. Ραμόπουλο,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο, A. Prechal, K. Jürimäe, Κ. Λυκούργο και M. Safjan, προέδρους τμήματος, M. Ilešič, J.-C. Bonichot, T. von Danwitz, I. Jarukaitis, A. Kumin, N. Jääskinen (εισηγητή), M. Gavalec, Z. Csehi και O. Spineanu-Matei, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα η οποία ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 16ης Ιουνίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτησή του αναιρέσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 23ης Σεπτεμβρίου 2020, Ισπανία κατά Επιτροπής (T‑370/19, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2020:440), με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του περί ακυρώσεως της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 18ης Μαρτίου 2019, για τη συμμετοχή της Εθνικής Ρυθμιστικής Αρχής του Κοσσυφοπεδίου στον Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (ΕΕ 2019, C 115, σ. 26, στο εξής: επίδικη απόφαση).

Το νομικό πλαίσιο

Η ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο

2

Η δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη της συμφωνίας σταθεροποίησης και σύνδεσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενεργείας, αφενός, και του Κοσσυφοπεδίου, αφετέρου (ΕΕ 2016, L 71, σ. 3, στο εξής: ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο), αναφέρει ότι η συμφωνία «δεν θίγει τις θέσεις ως προς το καθεστώς και ότι συνάδει με την απόφαση 1244/1999 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και τη γνώμη του Διεθνούς Δικαστηρίου σχετικά με τη Διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου».

3

Το άρθρο 2 της εν λόγω συμφωνίας προβλέπει τα εξής:

«Κανένας από τους όρους, τις διατυπώσεις ή τους ορισμούς που χρησιμοποιούνται στην παρούσα συμφωνία, συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων και των πρωτοκόλλων της, δεν συνιστά αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου ως ανεξάρτητου κράτους από την ΕΕ ούτε συνιστά αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου υπό την ιδιότητα αυτή [από] μεμονωμένα κράτη μέλη, εάν δεν έχουν προβεί σε τέτοια ενέργεια.»

4

Το άρθρο 111 της ίδιας συμφωνίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικής επικοινωνίας», ορίζει τα εξής:

«Η συνεργασία εστιάζεται κυρίως σε τομείς προτεραιότητας του κεκτημένου της ΕΕ στον τομέα αυτό.

Τα μέρη ενισχύουν, ειδικότερα, τη συνεργασία στον τομέα των δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, με απώτερο στόχο να υιοθετήσει το Κοσσυφοπέδιο το κεκτημένο της ΕΕ στον τομέα αυτό πέντε έτη από την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στη διασφάλιση και ενίσχυση της ανεξαρτησίας των σχετικών ρυθμιστικών αρχών.»

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2018/1971

5

Οι αιτιολογικές σκέψεις 5, 13, 20, 22, 25, 29 και 34 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1971 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για την ίδρυση του Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (BEREC) και του Οργανισμού για την υποστήριξη του BEREC (Υπηρεσία του BEREC), την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2120 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1211/2009 (ΕΕ 2018, L 321, σ. 1), έχουν ως εξής:

«(5)

Ο [Φορέας Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (BEREC) και ο Οργανισμός για την υποστήριξη του BEREC (Υπηρεσία του BEREC)] συστάθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1211/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, [της 25ης Νοεμβρίου 2009, για την ίδρυση του Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (BEREC) και της Υπηρεσίας (ΕΕ 2009, L 337, σ. 1)]. Ο BEREC αντικατέστησε την [ομάδα των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ERG)] και είχε ως στόχο να συμβάλει, αφενός, στην ανάπτυξη και, αφετέρου, στην καλύτερη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς των δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, με σκοπό να εξασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες. Ο BEREC λειτουργεί ως φόρουμ συνεργασίας μεταξύ των [εθνικών ρυθμιστικών αρχών (ΕΡΑ])και ανάμεσα στις ΕΡΑ και την [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή, κατά την άσκηση του πλήρους φάσματος των αρμοδιοτήτων τους βάσει του ενωσιακού ρυθμιστικού πλαισίου. Ο BEREC συστάθηκε για να παρέχει εμπειρογνωμοσύνη και να ενεργεί ανεξάρτητα και με διαφάνεια.

[…]

(13)

Ο BEREC θα πρέπει να παρέχει εμπειρογνωμοσύνη και να εμπνέει εμπιστοσύνη χάρη στην ανεξαρτησία του, την ποιότητα των συμβουλών και των πληροφοριών που παρέχει, τη διαφάνεια των διαδικασιών και μεθόδων λειτουργίας του και την επιμέλεια με την οποία ασκεί τα καθήκοντά του. Η ανεξαρτησία του BEREC δεν θα πρέπει να εμποδίζει το ρυθμιστικό του συμβούλιο να βασίζεται σε σχέδια των ομάδων εργασίας κατά την εξέταση διαφόρων ζητημάτων.

[…]

(20)

Ο BEREC θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να συνάπτει ρυθμίσεις συνεργασίας με τους αρμόδιους φορείς, υπηρεσίες, οργανισμούς και συμβουλευτικές ομάδες της Ένωσης, με αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς που δεν θα πρέπει να δημιουργούν νομικές υποχρεώσεις. Στόχος των εν λόγω ρυθμίσεων συνεργασίας μπορεί να είναι, για παράδειγμα, η ανάπτυξη σχέσεων συνεργασίας και η ανταλλαγή απόψεων επί ρυθμιστικών ζητημάτων. Η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι αναγκαίες ρυθμίσεις συνεργασίας είναι συμβατές με την πολιτική και τις προτεραιότητες της Ένωσης και ότι ο BEREC λειτουργεί στο πλαίσιο της εντολής του και σύμφωνα με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο και δεν θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει τη θέση της Ένωσης σε εξωτερικό ακροατήριο ή ότι δεσμεύει την Ένωση με νομικές υποχρεώσεις.

[…]

(22)

Ο BEREC θα πρέπει να είναι σε θέση να ενεργεί προς το συμφέρον της Ένωσης, ανεξάρτητα από τυχόν εξωτερικές παρεμβάσεις, μεταξύ των οποίων πολιτικές πιέσεις ή εμπορικές παρεμβολές. Είναι, επομένως, σημαντικό να διασφαλίζεται ότι τα πρόσωπα που στελεχώνουν το ρυθμιστικό συμβούλιο έχουν τα υψηλότερα εχέγγυα προσωπικής και επαγγελματικής ανεξαρτησίας. Ο επικεφαλής μιας ΕΡΑ, ένα μέλος του συλλογικού οργάνου της ή οι αντικαταστάτες οποιουδήποτε εξ αυτών έχουν το ίδιο επίπεδο προσωπικής και επαγγελματικής ανεξαρτησίας. Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει να ενεργεί ανεξάρτητα και αντικειμενικά, δεν θα πρέπει να ζητεί ούτε να δέχεται υποδείξεις κατά την άσκηση των καθηκόντων του και θα πρέπει να προστατεύεται από την αυθαίρετη απόλυση. […]

[…]

(25)

Όπου αρμόζει και ανάλογα με την κατανομή καθηκόντων στις αρχές σε κάθε κράτος μέλος, οι απόψεις άλλων αρμόδιων αρχών θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της σχετικής ομάδας εργασίας, για παράδειγμα μέσω διαβούλευσης σε εθνικό επίπεδο ή πρόσκλησης των εν λόγω άλλων αρχών στις σχετικές συνεδριάσεις στις οποίες είναι αναγκαία η εμπειρογνωμοσύνη τους. Σε κάθε περίπτωση, η ανεξαρτησία του BEREC θα πρέπει να διατηρείται.

[…]

(29)

Ο διευθυντής θα πρέπει να συνεχίσει να είναι ο εκπρόσωπος της Υπηρεσίας του BEREC όσον αφορά νομικά και διοικητικά ζητήματα. Το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να διορίσει τον διευθυντή, έπειτα από ανοιχτή και διαφανή διαδικασία επιλογής, προκειμένου να διασφαλιστεί αυστηρή αξιολόγηση των υποψηφίων και υψηλό επίπεδο ανεξαρτησίας. […]

[…]

(34)

Προκειμένου να επεκταθεί περαιτέρω η συνεπής εφαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, το ρυθμιστικό συμβούλιο, οι ομάδες εργασίας και το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να είναι ανοιχτά στη συμμετοχή των ρυθμιστικών αρχών τρίτων χωρών που είναι αρμόδιες στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όταν οι εν λόγω τρίτες χώρες έχουν συνάψει συμφωνίες με την Ένωση για τον σκοπό αυτόν, όπως τα κράτη [του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) ή της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ)] και οι υποψήφιες για προσχώρηση χώρες.»

6

Το άρθρο 3 του κανονισμού 2018/1971, το οποίο φέρει τον τίτλο «Στόχοι του BEREC», έχει ως εξής:

«1.   Ο BEREC ενεργεί στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 531/2012 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2012, για την περιαγωγή σε δημόσια δίκτυα κινητών επικοινωνιών εντός της Ένωσης (ΕΕ 2012, L 172, σ. 10)] και (ΕΕ) 2015/2120 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, για τη θέσπιση μέτρων σχετικά με την πρόσβαση στο ανοικτό διαδίκτυο και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/22/ΕΚ για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 531/2012 για την περιαγωγή σε δημόσια δίκτυα κινητών επικοινωνιών εντός της Ένωσης (ΕΕ 2015, L 310, σ. 1)] και της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών (ΕΕ 2018, L 321, σ. 36)].

2.   Ο BEREC επιδιώκει τους στόχους που ορίζονται στο άρθρο 3 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972. Συγκεκριμένα, ο BEREC έχει ως στόχο να διασφαλίζει τη συνεπή εφαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες εντός του πεδίου εφαρμογής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

3.   Ο BEREC ασκεί τα καθήκοντά του εγκαίρως και με ανεξαρτησία, αμεροληψία και διαφάνεια.

4.   Ο BEREC στηρίζεται στην εμπειρογνωσία που διαθέτουν οι [ΕΡΑ].

[…]»

7

Το άρθρο 4 του κανονισμού 2018/1971, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ρυθμιστικά καθήκοντα του BEREC», ορίζει στην παράγραφο 4, πρώτο εδάφιο, τα εξής:

«Με την επιφύλαξη της συμμόρφωσης με τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης, οι ΕΡΑ και η Επιτροπή λαμβάνουν ιδιαιτέρως υπόψη κάθε κατευθυντήρια γραμμή, γνώμη, σύσταση, κοινή θέση και βέλτιστη πρακτική που έχει εγκρίνει ο BEREC με στόχο τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής του ρυθμιστικού πλαισίου για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες εντός του πεδίου εφαρμογής που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1.»

8

Το άρθρο 8 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ανεξαρτησία του ρυθμιστικού συμβουλίου», προβλέπει τα εξής:

«1.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων που του ανατίθενται, και χωρίς να θίγονται οι ενέργειες των μελών του εξ ονόματος της αντίστοιχης ΕΡΑ, το ρυθμιστικό συμβούλιο ενεργεί ανεξάρτητα και αντικειμενικά προς το συμφέρον της Ένωσης, ανεξαρτήτως συγκεκριμένων εθνικών ή προσωπικών συμφερόντων.

2.   Με την επιφύλαξη του συντονισμού που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 6, τα μέλη του ρυθμιστικού συμβουλίου και [οι] αναπληρωτ[ές] τους δεν ζητούν ούτε δέχονται υποδείξεις από καμία κυβέρνηση, όργανο, πρόσωπο ή φορέα.»

9

Το άρθρο 9 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Καθήκοντα του ρυθμιστικού συμβουλίου», ορίζει τα εξής:

«Το ρυθμιστικό συμβούλιο έχει τα ακόλουθα καθήκοντα:

[…]

θ)

εγκρίνει, με τον διευθυντή, τη σύναψη ρυθμίσεων συνεργασίας με αρμόδιους φορείς, υπηρεσίες, οργανισμούς και συμβουλευτικές ομάδες της Ένωσης, καθώς και με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς, σύμφωνα με το άρθρο 35.

[…]»

10

Το άρθρο 15 του ίδιου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου», ορίζει στην παράγραφο 3 τα εξής:

«Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και οι αναπληρωτές τους δεν ζητούν ούτε δέχονται υποδείξεις από καμία κυβέρνηση, όργανο, πρόσωπο ή φορέα.»

11

Το άρθρο 16 του κανονισμού 2018/1971, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διοικητικά καθήκοντα του διοικητικού συμβουλίου», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Το διοικητικό συμβούλιο έχει τα ακόλουθα διοικητικά καθήκοντα:

[…]

ιγ)

διορίζει υπόλογο, δυνάμει του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, ο οποίος λειτουργεί με πλήρη ανεξαρτησία κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του,

[…]».

12

Το άρθρο 20 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αρμοδιότητες του διευθυντή», ορίζει στις παραγράφους 3 και 6 τα εξής:

«3.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών του ρυθμιστικού συμβουλίου, του διοικητικού συμβουλίου και της Επιτροπής, ο διευθυντής ασκεί τα καθήκοντά του με ανεξαρτησία και δεν ζητεί ούτε δέχεται υποδείξεις από καμία κυβέρνηση, όργανο, πρόσωπο ή φορέα.

[…]

6.   Ο διευθυντής είναι αρμόδιος για την εκτέλεση των καθηκόντων της Υπηρεσίας του BEREC σύμφωνα με την καθοδήγηση που παρέχουν το ρυθμιστικό συμβούλιο και το διοικητικό συμβούλιο. Συγκεκριμένα, ο διευθυντής είναι αρμόδιος για τα ακόλουθα:

[…]

ιγ)

την έγκριση, από κοινού με το ρυθμιστικό συμβούλιο, της σύναψης ρυθμίσεων συνεργασίας με αρμόδιους φορείς, υπηρεσίες, οργανισμούς και συμβουλευτικές ομάδες της Ένωσης καθώς και με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς, σύμφωνα με το άρθρο 35.»

13

Κατά το άρθρο 35 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συνεργασία με όργανα της Ένωσης, τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς»:

«1.   Στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και για την εκτέλεση των καθηκόντων του, και με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ο BEREC και η Υπηρεσία του BEREC δύνανται να συνεργάζονται με αρμόδιους φορείς, υπηρεσίες, οργανισμούς και συμβουλευτικές ομάδες της Ένωσης, με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς.

Για τον εν λόγω σκοπό, ο BEREC και η Υπηρεσία του BEREC δύνανται, κατόπιν προηγούμενης εγκρίσεως της Επιτροπής, να συνάπτουν ρυθμίσεις συνεργασίας. Οι εν λόγω ρυθμίσεις δεν δημιουργούν έννομες υποχρεώσεις.

2.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο, οι ομάδες εργασίας και το διοικητικό συμβούλιο είναι ανοικτά στη συμμετοχή ρυθμιστικών αρχών των τρίτων χωρών με κύρια αρμοδιότητα στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, αν οι εν λόγω τρίτες χώρες έχουν συνάψει σχετικές συμφωνίες με την Ένωση.

Βάσει των σχετικών διατάξεων των εν λόγω συμφωνιών, θεσπίζονται ρυθμίσεις που ορίζουν, ιδίως, τη φύση, την έκταση και τον τρόπο συμμετοχής, χωρίς δικαίωμα ψήφου, των εν λόγω ρυθμιστικών αρχών των οικείων τρίτων χωρών στο έργο του BEREC και της Υπηρεσίας του BEREC, συμπεριλαμβανομένων διατάξεων σχετικά με τη συμμετοχή στις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει ο BEREC, τις οικονομικές συνεισφορές και τη διάθεση προσωπικού στην Υπηρεσία του BEREC. Ως προς τα ζητήματα προσωπικού, οι εν λόγω ρυθμίσεις τηρούν πάντοτε τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

3.   Στο πλαίσιο του ετήσιου προγράμματος εργασιών που αναφέρεται στο άρθρο 21, το ρυθμιστικό συμβούλιο εγκρίνει τη στρατηγική του BEREC για τις σχέσεις με αρμόδιους φορείς, υπηρεσίες, οργανισμούς και συμβουλευτικές ομάδες της Ένωσης με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς σχετικά με ζητήματα για τα οποία είναι αρμόδιος ο BEREC. Η Επιτροπή, ο BEREC και η Υπηρεσία του BEREC συνάπτουν κατάλληλη ρύθμιση συνεργασίας με σκοπό να διασφαλιστεί ότι ο BEREC και η Υπηρεσία του BEREC λειτουργούν εντός των ορίων της εντολής τους και του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου.»

14

Το άρθρο 42 του ίδιου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δήλωση συμφερόντων», ορίζει τα εξής:

«1.   Τα μέλη του ρυθμιστικού συμβουλίου και του διοικητικού συμβουλίου, ο διευθυντής, οι αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες και το λοιπό προσωπικό που δεν απασχολείται από την Υπηρεσία του BEREC υποβάλλουν έκαστος γραπτή δήλωση στην οποία αναφέρουν τη δέσμευσή τους και την απουσία ή ύπαρξη οποιουδήποτε άμεσων ή έμμεσων συμφερόντων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ανεξαρτησία τους.

[…]

2.   Τα μέλη του ρυθμιστικού συμβουλίου, του διοικητικού συμβουλίου και των ομάδων εργασίας, καθώς και άλλοι συμμετέχοντες στις συνεδριάσεις αυτών, ο διευθυντής, οι αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες και το λοιπό προσωπικό που δεν απασχολείται από την Υπηρεσία του BEREC δηλώνουν έκαστος με ακρίβεια και πληρότητα το αργότερο κατά την έναρξη κάθε συνεδρίασης οποιαδήποτε συμφέροντα τα οποία μπορούν ενδεχομένως να επηρεάσουν την ανεξαρτησία τους σε σχέση με τα θέματα της ημερήσιας διάταξης και δεν συμμετέχουν στη συζήτηση και την ψηφοφορία επί των εν λόγω θεμάτων.

[…]»

Η επίδικη απόφαση

15

Η επίδικη απόφαση στις αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 3 αναφέρεται, αντιστοίχως, στις διατάξεις του άρθρου 17, παράγραφος 1, ΣΕΕ, του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971 και του άρθρου 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο, εν συνεχεία δε προβλέπει στο άρθρο 1 τα εξής:

«Η [ΕΡΑ] του Κοσσυφοπεδίου, με πρωταρχικό καθήκον την επίβλεψη της καθημερινής λειτουργίας των αγορών δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, δύναται να συμμετέχει στο ρυθμιστικό συμβούλιο και στις ομάδες εργασίας του [BEREC] και στο διοικητικό συμβούλιο της Υπηρεσίας του BEREC.

Η εντολή για τη συμμετοχή της [ΕΡΑ] του Κοσσυφοπεδίου παρατίθεται στο παράρτημα.»

Το ιστορικό της διαφοράς

16

Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 11 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και μπορεί, για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας, να συνοψισθεί ως ακολούθως.

17

Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 2001 και 2015, η Ένωση υπέγραψε συμφωνίες σταθεροποιήσεως και συνδέσεως με έξι χώρες των δυτικών Βαλκανίων, μεταξύ δε αυτών με τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και με το Κοσσυφοπέδιο.

18

Με την από 6 Φεβρουαρίου 2018 ανακοίνωσή της προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, η οποία φέρει τον τίτλο «Μια αξιόπιστη προοπτική διεύρυνσης για τα Δυτικά Βαλκάνια και αυξημένη δέσμευση της ΕΕ απέναντί τους» [COM(2018) 65 final], η Επιτροπή πρότεινε δράσεις για την ανάπτυξη της ψηφιακής κοινωνίας και την ευθυγράμμιση της νομοθεσίας των χωρών αυτών με τη νομοθεσία της Ένωσης.

19

Μία από τις δράσεις αυτές συνίστατο στην ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στα ρυθμιστικά όργανα ή στις υφιστάμενες ομάδες εμπειρογνωμόνων, όπως ο BEREC. Συγκεκριμένα, από το σημείο 8.3.1 του εγγράφου εργασίας της Επιτροπής της 22ας Ιουνίου 2018, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μέτρα για τη στήριξη του ψηφιακού θεματολογίου για τα Δυτικά Βαλκάνια» [SWD(2018) 360 final], προκύπτει ότι «[μ]ια στενότερη σχέση μεταξύ των ΕΡΑ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Δυτικών Βαλκανίων θα συμβάλει στην προσέγγιση των ρυθμιστικών πρακτικών της περιοχής με εκείνες της Ένωσης […]. Μολονότι τέσσερις από τις έξι οικονομίες των Δυτικών Βαλκανίων είναι επί του παρόντος παρατηρητές του BEREC, το ρυθμιστικό συμβούλιο του BEREC δέχθηκε να συνεργαστεί στενότερα με το σύνολο των έξι ΕΡΑ της περιοχής. Αυτό θα παραμείνει δυνατό στο πλαίσιο της αναθεωρήσεως του κανονισμού [1211/2009]».

20

Στις 18 Μαρτίου 2019 η Επιτροπή εξέδωσε έξι αποφάσεις σχετικά με τη συμμετοχή των ΕΡΑ των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στον BEREC. Μεταξύ των έξι αυτών αποφάσεων, οι οποίες στηρίζονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971, περιλαμβάνεται η επίδικη απόφαση, με την οποία η Επιτροπή επέτρεψε στην ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου να μετάσχει στο ρυθμιστικό συμβούλιο και στις ομάδες εργασίας του BEREC, καθώς και στο διοικητικό συμβούλιο της Υπηρεσίας του BEREC.

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

21

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Ιουνίου 2019, το Βασίλειο της Ισπανίας άσκησε προσφυγή περί ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως.

22

Προς στήριξη της προσφυγής του, το Βασίλειο της Ισπανίας προέβαλε τρεις λόγους ακυρώσεως που αφορούν παράβαση του άρθρου 35 του κανονισμού 2018/1971.

23

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω προσφυγή στο σύνολό της.

24

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστήριξε ότι η επίδικη απόφαση αντιβαίνει στο άρθρο 35 του κανονισμού 2018/1971, καθόσον το Κοσσυφοπέδιο δεν αποτελεί «τρίτη χώρα» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως. Αφού επισήμανε στη σκέψη 28 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η έννοια της «τρίτης χώρας» δεν ορίζεται ούτε στον κανονισμό 2018/1971 ούτε στη σχετική νομοθεσία της Ένωσης, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε, στις σκέψεις 29 και 30 της ως άνω αποφάσεως, ότι η Συνθήκη ΛΕΕ χρησιμοποιεί τόσο τον όρο «τρίτη χώρα» όσο και τον όρο «τρίτο κράτος». Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το επιγραφόμενο «Η εξωτερική δράση της Ένωσης» πέμπτο μέρος της Συνθήκης ΛΕΕ, του οποίου ο τίτλος III αφορά τη συνεργασία «με τρίτες χώρες» και ο τίτλος VI τις σχέσεις «με διεθνείς οργανισμούς και τρίτες χώρες», αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι η διεθνής κοινότητα απαρτίζεται από διάφορες οντότητες. Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού ότι οι διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ σχετικά με τις «τρίτες χώρες» έχουν ως σκοπό να παράσχουν στην Ένωση τη δυνατότητα συνάψεως διεθνών συμφωνιών με εδαφικές οντότητες οι οποίες εμπίπτουν στην ευέλικτη έννοια της «χώρας», χωρίς να είναι κατ’ ανάγκην «κράτη», υπό την έννοια του διεθνούς δικαίου.

25

Στη σκέψη 35 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η διαλαμβανόμενη στο πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης, ιδίως στα άρθρα 212 και 216 έως 218 ΣΛΕΕ, έννοια της «τρίτης χώρας» δεν μπορεί να έχει διαφορετικό περιεχόμενο όταν η ίδια έννοια περιλαμβάνεται σε κείμενο του παράγωγου δικαίου. Εξ αυτού συνήγαγε, στη σκέψη 36 της αποφάσεώς του, ότι η έννοια της «τρίτης χώρας» κατά το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971 δεν ταυτίζεται με την έννοια του «τρίτου κράτους», αλλά έχει ευρύτερο περιεχόμενο το οποίο βαίνει πέραν των κυρίαρχων και μόνον κρατών, χωρίς να θίγεται η θέση της Ένωσης όσον αφορά το καθεστώς του Κοσσυφοπεδίου ως ανεξάρτητου κράτους, το δε Κοσσυφοπέδιο, ως «τρίτη χώρα», μπορεί επίσης να διαθέτει δημόσιες αρχές, όπως η ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου.

26

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε με την προσφυγή του, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστήριξε ότι το άρθρο 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο δεν συνιστά συμφωνία συναφθείσα με την Ένωση προκειμένου να επιτραπεί η συμμετοχή στα όργανα του BEREC μιας ΕΡΑ τρίτης χώρας, υπό την έννοια του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 47 έως 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι πληρούντο οι δύο προϋποθέσεις από τις οποίες η διάταξη αυτή εξαρτά τη συμμετοχή των ΕΡΑ τρίτων χωρών στα όργανα του BEREC, ήτοι, αφενός, η ύπαρξη «συμφωνίας» μεταξύ της οικείας τρίτης χώρας και της Ένωσης και, αφετέρου, η σύναψη συμφωνίας η οποία να είναι «σχετική».

27

Όσον αφορά, ειδικότερα, τη δεύτερη αυτήν προϋπόθεση, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, στη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η κατά το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971 συμμετοχή, η οποία συνοδεύεται από περιορισμένα δικαιώματα, είναι αυτή η οποία αντιστοιχεί στη στενή συνεργασία του άρθρου 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο, χωρίς εντούτοις αυτή να ισοδυναμεί με «ένταξη» της ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου στη δομή του BEREC. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε, στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το άρθρο 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο συνιστά «σχετική» συμφωνία, κατά την έννοια του άρθρου 35, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.

28

Τέλος, όσον αφορά τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, κατά τον οποίο η επίδικη απόφαση συνιστούσε παράβαση του άρθρου 35 του κανονισμού 2018/1971 στο μέτρο που η Επιτροπή απέστη της διαδικασίας η οποία προβλέπεται για τη συμμετοχή των ΕΡΑ των τρίτων χωρών στον BEREC, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 77 και 81 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ούτε ο κανονισμός 2018/1971 ούτε καμία άλλη ρύθμιση της Ένωσης απένειμε ρητώς στην Υπηρεσία του BEREC ή σε άλλον οργανισμό την αρμοδιότητα θεσπίσεως των ρυθμίσεων συνεργασίας που εφαρμόζονται στη συμμετοχή των ΕΡΑ των τρίτων χωρών και ότι το άρθρο 17 ΣΕΕ συνιστά, παρά τον χαρακτήρα του ως γενικής διατάξεως, επαρκή νομική βάση για την έκδοση της επίδικης αποφάσεως. Εξ αυτού συνήγαγε, στη σκέψη 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή ήταν αρμόδια, δυνάμει της διατάξεως αυτής, να θεσπίσει μονομερώς με την επίδικη απόφαση ρυθμίσεις συνεργασίας, κατά την έννοια του άρθρου 35, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2018/1971.

Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

29

Με την αίτηση αναιρέσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να αποφανθεί επί της προσφυγής ακυρώσεως και να ακυρώσει την επίδικη απόφαση και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

30

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

31

Προς στήριξη της αιτήσεώς του αναιρέσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει πέντε λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της εννοίας της «τρίτης χώρας» του άρθρου 35 του κανονισμού 2018/1971, ο δεύτερος από πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο, σε συνδυασμό με το άρθρο 35 του κανονισμού 2018/1971, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως τις συνέπειες που είχε η απουσία θέσεως της Ένωσης περί του καθεστώτος του Κοσσυφοπεδίου υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου, ο τρίτος από πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων, καθόσον η συνεργασία στην οποία αναφέρονται δεν περιλαμβάνει τη συμμετοχή στον BEREC και στο διοικητικό συμβούλιο της Υπηρεσίας του BEREC, ο τέταρτος από πλάνη περί το δίκαιο καθόσον η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατέληξε ότι το άρθρο 17 ΣΕΕ αποτελούσε έγκυρη νομική βάση για την έκδοση της επίδικης αποφάσεως και ο πέμπτος από πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971 καθόσον η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατέληξε ότι οι ρυθμίσεις συνεργασίας μπορούν να θεσπίζονται μονομερώς από την Επιτροπή.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

32

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στη σκέψη 36 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κρίνοντας ότι η έννοια της «τρίτης χώρας» κατά το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971 έχει ευρύτερο περιεχόμενο από εκείνη του «τρίτου κράτους», καθόσον η πρώτη έννοια δεν αφορά αποκλειστικώς ανεξάρτητα κράτη. Κατά το εν λόγω κράτος μέλος, η ανωτέρω ερμηνεία δεν είναι σύμφωνη ούτε με το δίκαιο της Ένωσης ούτε με το διεθνές δίκαιο.

33

Το Βασίλειο της Ισπανίας προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι στηρίχθηκε αποκλειστικώς στις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ που αφορούν τις «τρίτες χώρες» για να συναγάγει, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω ανάλυση, ότι οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν σαφώς στην παροχή της δυνατότητας συνάψεως διεθνών συμφωνιών με άλλες οντότητες πλην των κρατών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο δεν προσδιόρισε κανένα στοιχείο στο πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης, ούτε στο διεθνές δίκαιο, το οποίο να μπορεί να διαφοροποιήσει την έννοια της «τρίτης χώρας» από την έννοια του «τρίτου κράτους».

34

Κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, οι έννοιες της «τρίτης χώρας» και του «τρίτου κράτους» είναι ισοδύναμες μολονότι αντιστοιχούν σε διαφορετικό βαθμό νομικής ακριβολογίας. Ως εκ τούτου, από την άποψη του διεθνούς δικαίου, οι όροι «κράτος» και «χώρα» παραπέμπουν έκαστος σε διαφορετική διάσταση του ίδιου υποκειμένου και έχουν έκαστος το δικό του πεδίο εφαρμογής. Ο όρος «χώρα» δεν χρησιμοποιείται για να γίνει αναφορά στο καθεστώς ενός υποκειμένου του διεθνούς δικαίου, αλλά στη φυσική του διάσταση. Οι δύο αυτοί όροι μπορούν ενίοτε, ανάλογα με το συγκεκριμένο πλαίσιο, να χρησιμοποιούνται αδιακρίτως.

35

Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι ο όρος «τρίτη χώρα», όπως χρησιμοποιείται στις Συνθήκες και στον κανονισμό 2018/1971, δεν έχει έννοια ευρύτερη ή διαφορετική από εκείνη του όρου «τρίτο κράτος». Αντίθετη ερμηνεία θα ενείχε τον κίνδυνο μετατροπής της εννοίας της «τρίτης χώρας» σε αυτοτελή κατηγορία του δικαίου της Ένωσης με διαφορετική σημασία από εκείνη η οποία είναι η κρατούσα στο διεθνές δίκαιο, ενώ τα κράτη είναι τα κύρια υποκείμενα των διεθνών σχέσεων.

36

Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή ως αβάσιμη και υποστηρίζει ότι στο δίκαιο της Ένωσης ο όρος «τρίτη χώρα» χρησιμοποιείται με τρόπο διαφορετικό από τον όρο «τρίτο κράτος». Η Ένωση μπόρεσε να συνάψει διεθνείς συμφωνίες με το Κοσσυφοπέδιο ως «τρίτη χώρα», κατά τα άρθρα 212 και 216 έως 218 ΣΛΕΕ, χωρίς να του αναγνωρίσει το καθεστώς του κράτους.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

37

Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, στις σκέψεις 28 και 29 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, αφενός, ότι η έννοια της «τρίτης χώρας» ουδόλως ορίζεται στον κανονισμό 2018/1971 ούτε στη νομοθεσία της Ένωσης στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και ότι, αφετέρου, η Συνθήκη ΛΕΕ χρησιμοποιεί τόσο τον όρο «τρίτη χώρα» όσο και τον όρο «τρίτο κράτος» στις διατάξεις της, αλλά πολλές διατάξεις που πραγματεύονται ζητήματα σχετικά με τις εξωτερικές σχέσεις χρησιμοποιούν τον όρο «τρίτη χώρα». Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι το πέμπτο μέρος της Συνθήκης ΛΕΕ, το οποίο αφορά την εξωτερική δράση της Ένωσης, περιλαμβάνει τον τίτλο III σχετικά με τη συνεργασία «με τρίτες χώρες», καθώς και τον τίτλο VI σχετικά με τις σχέσεις «με διεθνείς οργανισμούς και τρίτες χώρες», αντικατοπτρίζoντας έτσι το γεγονός ότι η διεθνής κοινότητα απαρτίζεται από διάφορες οντότητες.

38

Συναφώς, προκύπτει ότι, βάσει γραμματικής ερμηνείας των Συνθηκών και ειδικότερα του πέμπτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί το περιεχόμενο της εννοίας των «τρίτων χωρών» του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971.

39

Πράγματι, αφενός, οι όροι «τρίτη χώρα» και «τρίτο κράτος» περιλαμβάνονται, αδιακρίτως, σε πολλές διατάξεις των Συνθηκών ΕΕ και ΛΕΕ, χωρίς να φαίνεται ότι η προσφυγή στον ένα ή στον έτερο όρο ανταποκρίνεται σε κάποιον ιδιαίτερο δικαιολογητικό λόγο.

40

Αφενός, κατά πάγια νομολογία, η διατύπωση η οποία χρησιμοποιείται σε μία από τις γλωσσικές αποδόσεις διατάξεως του δικαίου της Ένωσης δεν μπορεί να αποτελεί τη μοναδική βάση για την ερμηνεία της διατάξεως ούτε μπορεί να της δίδεται προτεραιότητα σε σχέση με τις λοιπές γλωσσικές αποδόσεις.

41

Συναφώς, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 50 έως 52 των προτάσεών της, δεν χρησιμοποιούνται αμφότεροι οι όροι «τρίτο κράτος» και «τρίτη χώρα» σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις των Συνθηκών ΕΕ και ΛΕΕ. Στις αποδόσεις των Συνθηκών αυτών στην εσθονική, στη λεττονική, στην πολωνική και τη σλοβενική γλώσσα, ιδίως, χρησιμοποιείται ο όρος «τρίτο κράτος». Εξάλλου, όταν οι δύο όροι χρησιμοποιούνται στην ίδια γλωσσική απόδοση, η χρήση τους δεν συμπίπτει πάντοτε με τη γενόμενη χρήση σε άλλες γλωσσικές αποδόσεις των εν λόγω Συνθηκών.

42

Ωστόσο, οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τρόπο ομοιόμορφο, λαμβανομένων υπόψη των αποδόσεών τους σε όλες τις γλώσσες της Ένωσης και, σε περίπτωση αποκλίσεως μεταξύ των αποδόσεων αυτών, η επίμαχη διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα την όλη οικονομία και τον σκοπό της κανονιστικής ρυθμίσεως της οποίας αποτελεί μέρος [πρβλ. αποφάσεις της 26ης Ιανουαρίου 2021, Hessischer Rundfunk, C‑422/19 και C‑423/19, EU:C:2021:63, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 14ης Ιουλίου 2022, Ιταλία και Comune di Milano κατά Συμβουλίου (Έδρα του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων), C‑59/18 και C‑182/18, EU:C:2022:567, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

43

Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 30 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ σχετικά με τις «τρίτες χώρες» παρέχουν τη δυνατότητα συνάψεως διεθνών συμφωνιών με οντότητες «άλλες πλην των κρατών». Εκκινώντας από την ως άνω παραδοχή, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 35 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η έννοια της «τρίτης χώρας» η οποία χρησιμοποιείται στο πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης δεν μπορεί να έχει διαφορετικό περιεχόμενο όταν η ίδια έννοια περιλαμβάνεται σε κείμενο του παράγωγου δικαίου, όπως είναι αυτό του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971. Εξ αυτού συνήγαγε, στη σκέψη 36 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η έννοια της «τρίτης χώρας», κατά το άρθρο 35, παράγραφος 2, βαίνει πέραν των κυρίαρχων και μόνον κρατών.

44

Το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στην εν λόγω παραδοχή χωρίς να λάβει υπόψη τις διαφορές μεταξύ των γλωσσικών αποδόσεων των Συνθηκών ΕΕ και ΛΕΕ, από το γράμμα των οποίων δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι όροι «τρίτη χώρα» και «τρίτο κράτος» έχουν διαφορετικό νόημα.

45

Εξάλλου, τυχόν διαπίστωση μιας τέτοιας νοηματικής διαφοροποιήσεως θα προσέκρουε στο γεγονός, το οποίο επισημάνθηκε στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως, ότι σε πολλές γλωσσικές αποδόσεις των Συνθηκών αυτών χρησιμοποιείται μόνον ο όρος «τρίτο κράτος».

46

Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τον κανονισμό 2018/1971. Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 63 των προτάσεών της, ο όρος «τρίτη χώρα» δεν απαντά σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις του κανονισμού. Στην απόδοσή του στη βουλγαρική, στην εσθονική, στη λεττονική, στη λιθουανική, στην πολωνική και τη σλοβενική γλώσσα χρησιμοποιείται μόνον ο όρος που ισοδυναμεί με τον όρο «τρίτο κράτος».

47

Ως εκ τούτου, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει πλάνη περί το δίκαιο.

48

Εντούτοις, υπενθυμίζεται ότι, αν το σκεπτικό αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, πλην όμως το διατακτικό της είναι ορθό για άλλους νομικούς λόγους, η παραβίαση αυτή δεν δύναται να οδηγήσει σε αναίρεση της εν λόγω αποφάσεως, χωρεί όμως αντικατάσταση αιτιολογίας (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, Bank Refah Kargaran κατά Συμβουλίου, C‑134/19 P, EU:C:2020:793, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49

Προκειμένου να εξετασθεί αν, εν προκειμένω, το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι ορθό για άλλους νομικούς λόγους, πρέπει να εξετασθεί αν το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, στη σκέψη 37 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν παρέβη το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971 εξομοιώνοντας το Κοσσυφοπέδιο με «τρίτη χώρα», κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως.

50

Διαπιστώνεται συναφώς ότι, προκειμένου να διασφαλισθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971, εδαφική οντότητα κείμενη εκτός της Ένωσης και μη αναγνωριζόμενη από αυτήν ως ανεξάρτητο κράτος πρέπει να μπορεί να εξομοιωθεί προς «τρίτη χώρα» κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, χωρίς με τον τρόπο αυτό να παραβιάζεται το διεθνές δίκαιο [πρβλ. αποφάσεις της 24ης Νοεμβρίου 1992, Poulsen και Diva Navigation, C‑286/90, EU:C:1992:453, σκέψη 9, και της 5ης Απριλίου 2022, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός), C‑161/20, EU:C:2022:260, σκέψη 32].

51

Όσον αφορά το Κοσσυφοπέδιο, στη γνώμη του της 22ας Ιουλίου 2010, Συμβατότητα προς το διεθνές δίκαιο της μονομερούς διακηρύξεως της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου (CIJ Recueil 2010, σ. 403), το Διεθνές Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου της 17ης Φεβρουαρίου 2008 δεν παραβίασε ούτε το γενικό διεθνές δίκαιο, ούτε το ψήφισμα 1244 (1999) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, ούτε το εφαρμοστέο συνταγματικό πλαίσιο.

52

Η εξομοίωση αυτή δεν μπορεί να θίξει τις επιμέρους θέσεις των κρατών μελών ως προς το αν το Κοσσυφοπέδιο έχει την ιδιότητα ανεξάρτητου κράτους την οποία διεκδικούν οι αρχές του, όπως επισημαίνεται στην πρώτη υποσημείωση της επίδικης αποφάσεως.

53

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Βασίλειο της Ισπανίας, το Κοσσυφοπέδιο μπορεί να εξομοιωθεί προς «τρίτη χώρα», κατά την έννοια του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971, χωρίς να παραβιάζεται το διεθνές δίκαιο.

54

Εξάλλου, όσον αφορά την ένταξη «τρίτων χωρών» στο καθεστώς συμμετοχής που προβλέπει το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971, υπενθυμίζεται ότι, κατά το πρώτο εδάφιο της διατάξεως αυτής, η συμμετοχή των ΕΡΑ των χωρών αυτών υπόκειται σε δύο σωρευτικές προϋποθέσεις. Η πρώτη αφορά την ύπαρξη «συμφωνίας» συναφθείσας με την Ένωση και, η δεύτερη, το γεγονός ότι η εν λόγω συναφθείσα συμφωνία είναι «σχετική».

55

Όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Ένωση έχει συνάψει πλείονες διεθνείς συμφωνίες με το Κοσσυφοπέδιο, αναγνωρίζοντας με τον τρόπο αυτόν την ικανότητά του να συνάπτει τέτοιες συμφωνίες. Μεταξύ των συμφωνιών αυτών περιλαμβάνεται η ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο, της οποίας το άρθρο 111, σχετικά με τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, προβλέπει ότι η εγκαινιαζόμενη συνεργασία εστιάζεται κυρίως σε τομείς προτεραιότητας του κεκτημένου της Ένωσης στον τομέα αυτόν και ότι τα μέρη ενισχύουν τη συνεργασία αυτή, με απώτερο στόχο να υιοθετήσει το Κοσσυφοπέδιο το εν λόγω κεκτημένο εντός πέντε ετών από την έναρξη ισχύος της ανωτέρω συμφωνίας, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στη διασφάλιση και ενίσχυση της ανεξαρτησίας των σχετικών ρυθμιστικών αρχών.

56

Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το άρθρο 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο είναι παρόμοιο, από απόψεως διατυπώσεως και πλαισίου, με τις διατάξεις περί ενισχύσεως της συνεργασίας στον τομέα των δικτύων και των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που περιλαμβάνονται σε άλλες συμφωνίες σταθεροποιήσεως και συνδέσεως τις οποίες έχει συνάψει η Ένωση με υποψήφιες για προσχώρηση χώρες των Δυτικών Βαλκανίων και επί των οποίων στηρίζεται η συμμετοχή των ΕΡΑ των εν λόγω χωρών στα όργανα του BEREC. Μολονότι, όμως, η αιτιολογική σκέψη 34 του κανονισμού 2018/1971 αναφέρεται, γενικώς, στις συμφωνίες οι οποίες έχουν συναφθεί με τα κράτη μέλη του ΕΟΧ/ΕΖΕΣ και με τις υποψήφιες για προσχώρηση χώρες, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 68 των προτάσεών της, στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη γίνεται αναφορά στο καθεστώς της υποψήφιας για προσχώρηση χώρας όχι προκειμένου να αποκλεισθούν από το πεδίο της συνεργασίας αυτής οι χώρες οι οποίες, όπως το Κοσσυφοπέδιο, δεν εμπίπτουν στις δύο αυτές κατηγορίες, αλλά μόνον ως ενδεικτικό παράδειγμα των συμφωνιών του άρθρου 35, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού.

57

Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι και η ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο συνήφθη προκειμένου να καταστεί δυνατή μια τέτοια συμμετοχή, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, στο μέτρο που το άρθρο 111 της εν λόγω συμφωνίας αφορά ρητώς την υιοθέτηση του κεκτημένου της Ένωσης και την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των μερών στον τομέα των δικτύων και των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

58

Η ως άνω εκτίμηση δεν αναιρείται από το γεγονός, το οποίο εξήρε το Βασίλειο της Ισπανίας στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ότι το άρθρο 95 της συμφωνίας σταθεροποίησης και σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, αφετέρου (ΕΕ 2004, L 84, σ. 13), προβλέπει ρητώς τη «συνεργασία στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών φορέων», όπερ το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να αναφέρει. Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει, συναφώς, ότι, αντιθέτως προς το εν λόγω άρθρο 95, το άρθρο 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο ουδόλως αναφέρεται σε συμμετοχή σε όργανο της Ένωσης όπως ο BEREC.

59

Εντούτοις, μια τέτοια διαφοροποίηση δεν αναιρεί το γεγονός, το οποίο επισημάνθηκε στη σκέψη 56 της παρούσας αποφάσεως, ότι το άρθρο 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο είναι παρόμοιο, από απόψεως διατυπώσεως και πλαισίου, με τις διατάξεις για την ενίσχυση της συνεργασίας στον τομέα των δικτύων και των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών οι οποίες περιλαμβάνονται σε άλλες συμφωνίες σταθεροποιήσεως και συνδέσεως τις οποίες έχει συνάψει η Ένωση με υποψήφιες για προσχώρηση χώρες των Δυτικών Βαλκανίων και επί των οποίων στηρίζεται η συμμετοχή των ΕΡΑ των εν λόγω χωρών στα όργανα του BEREC, οι οποίες συμφωνίες συνήφθησαν, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 34 του κανονισμού 2018/1971 «για τον σκοπό αυτόν», κατά την έννοια του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971. Επομένως, το γεγονός ότι οι όροι της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο δεν είναι πανομοιότυποι με τους όρους μιας από τις συμφωνίες αυτές στερείται σημασίας.

60

Επιπλέον, το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971, διά της αναφοράς του, όσον αφορά τη συμμετοχή των αρχών τρίτων χωρών στον BEREC, στις «σχετικές συμφωνίες [που έχουν συναφθεί] με την Ένωση» καθώς και στις «σχετικ[ές] διατάξε[ις] των εν λόγω συμφωνιών», εξαρτά τη συμμετοχή αυτή από την ύπαρξη συμφωνιών που καθιερώνουν πλαίσιο τομεακής συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και των χωρών αυτών στον τομέα των δικτύων και των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, χωρίς εντούτοις να απαιτεί οι εν λόγω συμφωνίες να προβλέπουν ρητώς μια τέτοια συμμετοχή.

61

Όσον αφορά τον σκοπό του κανονισμού 2018/1971, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τον σκοπό συνεργασίας τον οποίον επιδιώκει, το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού καθιστά δυνατή τη συμμετοχή των ΕΡΑ των τρίτων χωρών οι οποίες είναι κατά κύριο λόγο αρμόδιες στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών στο ρυθμιστικό συμβούλιο, στις ομάδες εργασίας και στο διοικητικό συμβούλιο του BEREC.

62

Συγκεκριμένα, αφενός, από την αιτιολογική σκέψη 20 του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι ο BEREC θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να συνάπτει ρυθμίσεις συνεργασίας με αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών με σκοπό την ανάπτυξη σχέσεων συνεργασίας και την ανταλλαγή απόψεων επί ρυθμιστικών ζητημάτων. Αφετέρου, η αιτιολογική σκέψη 34 του ίδιου κανονισμού αναφέρει ότι η συμμετοχή των αρμόδιων ρυθμιστικών αρχών τρίτων χωρών στα όργανα του BEREC αποσκοπεί στη συνεπή εφαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες.

63

Το δε άρθρο 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο αποσκοπεί στην ενίσχυση της συνεργασίας στον τομέα των δικτύων και των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών προκειμένου το Κοσσυφοπέδιο να μπορέσει να υιοθετήσει το κεκτημένο της Ένωσης στον τομέα αυτόν.

64

Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω στοιχείων, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο, στη σκέψη 37 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή, κρίνοντας κατ’ ουσίαν στην επίδικη απόφαση ότι το Κοσσυφοπέδιο μπορούσε να εξομοιωθεί με «τρίτη χώρα», κατά την έννοια του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971, δεν παρέβη την εν λόγω διάταξη.

65

Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

66

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι, στη σκέψη 33 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως τις συνέπειες από την απουσία θέσεως της Ένωσης επί του καθεστώτος του Κοσσυφοπεδίου υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου, παραβαίνοντας με τον τρόπο αυτό τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο και του άρθρου 35 του κανονισμού 2018/1971.

67

Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι, ελλείψει αναγνωρίσεως του Κοσσυφοπεδίου ως κράτους από το σύνολο των κρατών μελών, η Επιτροπή δεν μπορούσε, εκδίδοντας την επίδικη απόφαση, να επιτρέψει τη συμμετοχή της ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου στο δίκτυο ανεξάρτητων αρχών που έχει συσταθεί μεταξύ κρατών. Μια τέτοια απόφαση συνεπάγεται την αναγνώριση από την Ένωση της αρχής ενός εδάφους, του Κοσσυφοπεδίου, ως προς το οποίο η Ένωση δεν έχει άλλη κοινή θέση πλην της αναγνωρίσεως ότι πρόκειται για sui generis περίπτωση, στο πλαίσιο της οποίας παρέχεται σε κάθε κράτος μέλος η δυνατότητα να προσδιορίσει το είδος των σχέσεων που επιθυμεί να συνάψει με το έδαφος αυτό. Επομένως, η επίμαχη απόφαση οδηγεί, κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, σε μια προσέγγιση η οποία θα μπορούσε να καταλήξει, στην πράξη, σε σιωπηρή de facto αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου ως κράτους και, ως εκ τούτου, στην επιβολή της αναγνωρίσεως αυτής στα κράτη μέλη της Ένωσης.

68

Η Επιτροπή εκτιμά ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αποτελεί νέο ισχυρισμό και δεν προσδιορίζει τον κανόνα δικαίου τον οποίο παρέβη, κατά το αναιρεσείον, το Γενικό Δικαστήριο. Επομένως, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και, εν πάση περιπτώσει, παντελώς αβάσιμος.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

69

Πρώτον, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 52 της παρούσας αποφάσεως, η επίδικη απόφαση αναφέρει ρητώς, στην πρώτη υποσημείωση, ότι η ονομασία του Κοσσυφοπεδίου στον τίτλο της «χρησιμοποιείται με επιφύλαξη των θέσεων ως προς το καθεστώς και συνάδει με την απόφαση 1244 (1999) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και τη γνώμη του Διεθνούς Δικαστηρίου σχετικά με τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου». Αντίστοιχη αναφορά περιελήφθη επίσης στη δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη και στο άρθρο 2 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο.

70

Δεύτερον, από την εκτίμηση που παρατίθεται στις σκέψεις 56 και 57 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο, σκοπός της συμφωνίας αυτής είναι, μεταξύ άλλων, να καταστεί δυνατή η συμμετοχή της ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου στα όργανα του BEREC, όπερ συνάδει με τον σκοπό συνεργασίας με τις ΕΡΑ τρίτων χωρών, τον οποίο επιδιώκει το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971. Συναφώς, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν αμφισβητεί ούτε τη νομιμότητα της εν λόγω συμφωνίας και του εν λόγω κανονισμού ούτε το γεγονός ότι υφίσταται, στο Κοσσυφοπέδιο, ΕΡΑ κατά την έννοια του ως άνω κανονισμού.

71

Επομένως, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζει ότι η επίδικη απόφαση, για τον λόγο και μόνον ότι καθιερώνει συνεργασία με την ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου διά της υλοποιήσεως της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο και του κανονισμού 2018/1971, συνιστά παράβαση των τελευταίων αυτών πράξεων και συνεπάγεται αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου ως τρίτου κράτους.

72

Κατά συνέπεια, η έκδοση της επίδικης αποφάσεως από την Επιτροπή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι συνεπάγεται τη σιωπηρή αναγνώριση από την Ένωση του Κοσσυφοπεδίου ως ανεξάρτητου κράτους.

73

Επομένως, η παραδοχή στην οποία στηρίζεται η αιτίαση του Βασιλείου της Ισπανίας σχετικά με τη σκέψη 33 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι εσφαλμένη. Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί καθόσον είναι, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμος, χωρίς να εξετασθεί η ένσταση απαραδέκτου την οποία προέβαλε η Επιτροπή.

Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

74

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 49 έως 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο σκοπός του άρθρου 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο, ήτοι η υιοθέτηση του κεκτημένου της Ένωσης στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συνεπάγεται τη συμμετοχή του Κοσσυφοπεδίου στον BEREC κατά την έννοια του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971.

75

Κατά πρώτον, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η συμμετοχή του Κοσσυφοπεδίου σε όργανο της Ένωσης όπως ο BEREC αποκλείεται ελλείψει οποιασδήποτε ρητής σχετικής μνείας στην ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο. Προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής, προβάλλει τα επιχειρήματα που συνοψίζονται στη σκέψη 58 της παρούσας αποφάσεως.

76

Κατά δεύτερον, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η χρήση του όρου «συνεργασία» στο άρθρο 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην τη συμμετοχή της ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου στον BEREC σύμφωνα με το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971. Η συμμετοχή αυτή επιφυλάσσεται, κατ’ αρχήν, αποκλειστικώς στα κράτη μέλη, δεδομένου ότι το όργανο αυτό έχει ως αποστολή την ανάπτυξη των κανόνων της Ένωσης στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και την υιοθέτηση θέσεων οι οποίες επηρεάζουν τις αποφάσεις των εθνικών οργανισμών και εκείνων της Ένωσης. Τυχόν αποδοχή της συμμετοχής του Κοσσυφοπεδίου στο όργανο αυτό θα παρείχε τη δυνατότητα στην εν λόγω χώρα όχι να υιοθετήσει το κεκτημένο της Ένωσης, αλλά να συμμετάσχει στην κατάρτιση των τομεακών κανόνων της Ένωσης, όπερ δεν συνάδει με τον σκοπό του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971.

77

Το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητεί την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971 συμμετοχή αντιστοιχεί στη στενή συνεργασία περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο, αλλά δεν ισοδυναμεί με οποιαδήποτε«ένταξη» της ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου στη δομή του BEREC. Η μη αιτιολογημένη αυτή εκτίμηση παραβιάζει το άρθρο 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο, το οποίο δεν προβλέπει «στενή» συνεργασία.

78

Κατά τρίτον, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 35 του κανονισμού 2018/1971 κρίνοντας ότι η συμμετοχή της ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου στον BEREC ήταν δυνατή παρά την έλλειψη κοινής θέσεως της Ένωσης ως προς το καθεστώς του Κοσσυφοπεδίου.

79

Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

80

Όσον αφορά, πρώτον, την αιτίαση ότι η συμμετοχή του Κοσσυφοπεδίου σε όργανο της Ένωσης όπως ο BEREC αποκλείεται ελλείψει οποιασδήποτε ρητής σχετικής μνείας στην ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο, δόθηκε απάντηση στις σκέψεις 59 και 60 της παρούσας αποφάσεως.

81

Όσον αφορά, δεύτερον, την αιτίαση περί πλάνης στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κρίνοντας ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971 συμμετοχή αντιστοιχεί στη στενή συνεργασία περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο, η αιτίαση αυτή δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

82

Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 35 του κανονισμού 2018/1971 αναφέρεται σε διάφορους βαθμούς και μορφές συνεργασίας. Συγκεκριμένα, η παράγραφος 1 της ανωτέρω διατάξεως προβλέπει ότι ο BEREC και η Υπηρεσία του BEREC δύνανται να συνάπτουν, κατόπιν προηγούμενης εγκρίσεως της Επιτροπής, ρυθμίσεις συνεργασίας, ιδίως με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, με τη διευκρίνιση ότι οι εν λόγω ρυθμίσεις δεν δημιουργούν έννομες υποχρεώσεις. Επομένως, η συγκεκριμένη μορφή συνεργασίας είναι λιγότερο «στενή» από τη συμμετοχή των ΕΡΑ τρίτων χωρών στον BEREC, περί της οποίας γίνεται λόγος στην παράγραφο 2 της εν λόγω διατάξεως και η οποία συμβάλλει, όπως προκύπτει από τη σκέψη 63 της παρούσας αποφάσεως, στη συνεργασία περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο, συνεργασία η οποία αποσκοπεί, ειδικότερα, στη διασφάλιση και στην ενίσχυση της ανεξαρτησίας των μετεχουσών ρυθμιστικών αρχών.

83

Τούτου λεχθέντος, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Βασίλειο της Ισπανίας, η τελευταία αυτή μορφή συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και του Κοσσυφοπεδίου δεν εξομοιώνει τη συμμετοχή της ΕΡΑ της τρίτης αυτής χώρας στα όργανα του BEREC με την ένταξη της συγκεκριμένης ΕΡΑ στο εν λόγω όργανο της Ένωσης.

84

Πράγματι, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 97 και 98 των προτάσεών της, όταν οι εκπρόσωποι της ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου συμμετέχουν στις εργασίες του ρυθμιστικού συμβουλίου, των ομάδων εργασίας και του διοικητικού συμβουλίου του BEREC, διατυπώνουν τη γνώμη τους με πλήρη ανεξαρτησία και διαφάνεια, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 5 και 13, το άρθρο 3, παράγραφος 3, το άρθρο 8, παράγραφος 2, και το άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 2018/1971. Επιπλέον, η επιρροή των εκπροσώπων της ΕΡΑ τρίτων χωρών εντός του BEREC περιορίζεται από το άρθρο 35, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2018/1971, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή αποκλείει ρητώς τη δυνατότητα παροχής σε αυτούς δικαιώματος ψήφου.

85

Εξάλλου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Βασίλειο της Ισπανίας, η συμμετοχή της ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου στον BEREC δεν παρέχει στο Κοσσυφοπέδιο τη δυνατότητα να μετάσχει στην κατάρτιση της τομεακής νομοθεσίας της Ένωσης όσον αφορά τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες. Πράγματι, μολονότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2018/1971, οι ΕΡΑ και η Επιτροπή «λαμβάνουν ιδιαιτέρως υπόψη κάθε κατευθυντήρια γραμμή, γνώμη, σύσταση, κοινή θέση και βέλτιστη πρακτική που έχει εγκρίνει ο BEREC», οι πράξεις αυτές στερούνται νομικώς δεσμευτικού χαρακτήρα και δεν εντάσσονται στο πλαίσιο της διαδικασίας καταρτίσεως της νομοθεσίας της Ένωσης στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Ο BEREC έχει ως μοναδικό καθήκον να λειτουργεί ως φόρουμ συνεργασίας μεταξύ των ΕΡΑ και μεταξύ των ΕΡΑ και της Επιτροπής, με σκοπό τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής του ρυθμιστικού πλαισίου στον τομέα αυτόν, όπως προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 5.

86

Τέλος, όσον αφορά, τρίτον, την αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971 λόγω της απουσίας κοινής θέσεως της Ένωσης ως προς το καθεστώς του Κοσσυφοπεδίου ως κράτους, η αιτίαση αυτή πρέπει, για τους ίδιους λόγους με αυτούς οι οποίοι εκτέθηκαν στις σκέψεις 69 έως 73 της παρούσας αποφάσεως, να απορριφθεί.

87

Επομένως, κρίνοντας, με τις σκέψεις 53 και 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η συνεργασία που απορρέει από το άρθρο 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο αντιστοιχεί στις ρυθμίσεις της συνεργασίας την οποία προβλέπει το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971 και ότι, ως εκ τούτου, το άρθρο 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο συνιστά «σχετική» συμφωνία, κατά την έννοια του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

88

Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως αβάσιμος.

Επί του πρώτου σκέλους του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

89

Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως αποτελείται, κατ’ ουσίαν, από δύο σκέλη. Με το δεύτερο σκέλος, το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητεί την αρμοδιότητα της Επιτροπής προς έκδοση της επίδικης αποφάσεως. Το δεύτερο αυτό σκέλος θα εξετασθεί από κοινού με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, με τον οποίο επικαλύπτεται.

90

Με το πρώτο σκέλος, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι το άρθρο 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο δεν συνιστά επαρκή νομική βάση για την έκδοση της επίδικης αποφάσεως. Αμφισβητεί την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 72 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η συμμετοχή μιας ΕΡΑ τρίτης χώρας στον BEREC δεν απαιτεί ειδική άδεια η οποία να προβλέπεται στο πλαίσιο διεθνούς συμφωνίας.

91

Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει συναφώς ότι η ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο αποτελεί πολύ γενική συμφωνία η οποία δεν προβλέπει την ένταξη ή τη συμμετοχή του Κοσσυφοπεδίου στις δομές της Ένωσης σε οποιονδήποτε τομέα, περιλαμβανομένου του τομέα των τηλεπικοινωνιών. Υπενθυμίζει ότι το άρθρο 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο αναφέρεται όχι στη συμμετοχή της συγκεκριμένης χώρας σε οργανισμό της Ένωσης, αλλά στη συνεργασία μεταξύ των μερών της συμφωνίας αυτής.

92

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η επιχειρηματολογία αυτή δεν είναι βάσιμη.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

93

Από το σκεπτικό που εκτίθεται στις σκέψεις 56 έως 64 καθώς και στις σκέψεις 80 έως 87 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι το άρθρο 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο συνιστά «σχετική» συμφωνία, κατά την έννοια του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971, και ότι, συνακόλουθα, το άρθρο 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο συνιστά επαρκή νομική βάση για τη συμμετοχή της ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου στο έργο του BEREC και της Υπηρεσίας του BEREC.

94

Ειδικότερα, μια τέτοια συμφωνία δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην, για να συνιστά επαρκή νομική βάση, να περιέχει λεπτομερείς διατάξεις σχετικά με τη συμμετοχή στον BEREC κατά την έννοια του άρθρου 35, παράγραφος 2, του ανωτέρω κανονισμού. Το γεγονός ότι ορισμένες συμφωνίες συνδέσεως με υποψήφιες για προσχώρηση χώρες ή ορισμένες αποφάσεις σχετικά με τη συμμετοχή των ΕΡΑ των κρατών μελών της ΕΖΕΣ περιέχουν λεπτομερέστερες διατάξεις από εκείνες του άρθρου 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο δεν ασκεί συναφώς επιρροή.

95

Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

Επί του δευτέρου σκέλους του τετάρτου λόγου αναιρέσεως και επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

96

Με το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητεί την αρμοδιότητα της Επιτροπής προς έκδοση της επίδικης αποφάσεως. Η συμμετοχή του Κοσσυφοπεδίου στον BEREC δεν μπορούσε να υλοποιηθεί με απόφαση στηριζόμενη μόνον στο άρθρο 17 ΣΕΕ, δεδομένου ότι, αφενός, η ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο δεν προβλέπει την εν λόγω δυνατότητα και, αφετέρου, η Ένωση δεν έχει κοινή θέση όσον αφορά το καθεστώς του Κοσσυφοπεδίου. Το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητεί την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία, εφόσον ο κανονισμός 2018/1971 δεν απένειμε ρητώς στον BEREC την αρμοδιότητα θεσπίσεως των ρυθμίσεων συνεργασίας οι οποίες εφαρμόζονται στη συμμετοχή των ΕΡΑ τρίτων χωρών, και συγκεκριμένα της ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου, η αρμοδιότητα αυτή ανήκει στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 17 ΣΕΕ.

97

Εξάλλου, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι με τη συμμετοχή του Κοσσυφοπεδίου στον BEREC δεν γίνονται σεβαστές οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και παραβιάζεται το άρθρο 16 ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 21, παράγραφος 3, ΣΕΕ. Υποστηρίζει ότι απόκειται στο Συμβούλιο να εκτιμήσει αν η συμμετοχή της ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου στον BEREC εξυπηρετεί το συμφέρον της Ένωσης καθώς και να συμβιβάσει τα εμπλεκόμενα συμφέροντα.

98

Συναφώς, το Βασίλειο της Ισπανίας υπενθυμίζει ότι η επιλογή της νομικής βάσεως έχει ιδιαίτερη σημασία στο μέτρο που καθιστά δυνατή τη διαφύλαξη των αρμοδιοτήτων κάθε θεσμικού οργάνου [απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (CMR‑15), C‑687/15,EU:C:2017:803, σκέψεις 49 και 50] και ότι η σύναψη διεθνούς συμφωνίας απαιτεί την αξιολόγηση των συμφερόντων της Ένωσης στο πλαίσιο των σχέσεων με την τρίτη χώρα καθώς και τη στάθμιση μεταξύ των αντικρουόμενων συμφερόντων στις σχέσεις αυτές (απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, Συμβούλιο κατά Επιτροπής, C‑660/13, EU:C:2016:616, σκέψη 39).

99

Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως, στις σκέψεις 76 και 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971, κρίνοντας ότι η Υπηρεσία του BEREC είναι αποκεντρωμένος οργανισμός της Ένωσης και ότι η Επιτροπή οφείλει, βάσει των εκτελεστικών καθηκόντων και των εξουσιών εξωτερικής εκπροσωπήσεως που διαθέτει, να αναλαμβάνει όλες τις αρμοδιότητες που δεν έχουν ρητώς ανατεθεί στον οργανισμό αυτόν, ιδίως δε τη θέσπιση των ρυθμίσεων συνεργασίας που προβλέπει η διάταξη αυτή.

100

Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε ως προς τη φύση και τα καθήκοντα του BEREC, όπως επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι οι σκέψεις 76 και 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν αναφέρονται στον BEREC, του οποίου το ανώτατο όργανο λήψεως αποφάσεων είναι το ρυθμιστικό συμβούλιο, ο οποίος δεν έχει νομική προσωπικότητα και δεν είναι αποκεντρωμένος οργανισμός, αλλά στην Υπηρεσία του BEREC, όργανο του οποίου η αποστολή είναι να παρέχει διοικητική υποστήριξη στον BEREC.

101

Το Βασίλειο της Ισπανίας επισημαίνει ότι το ειδικό καθεστώς του BEREC απορρέει από την υποχρέωση ανεξαρτησίας των ρυθμιστικών αρχών που τον απαρτίζουν. Η υποχρέωση αυτή, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο BEREC δεν είναι αποκεντρωμένος οργανισμός, έχει ως συνέπεια ότι ο BEREC διαθέτει ευρύτερες εξουσίες από εκείνες των οργανισμών της Ένωσης.

102

Κατά συνέπεια, οι παρεμβάσεις της Επιτροπής πρέπει να περιορίζονται στις ρητώς προβλεπόμενες από τον κανονισμό 2018/1971 περιπτώσεις, όπως προκύπτει από γραμματική, συστηματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971. Επομένως, η σύναψη ρυθμίσεων συνεργασίας εμπίπτει στην αρμοδιότητα του BEREC και όχι της Επιτροπής.

103

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά. Υποστηρίζει ότι το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως είναι, εν μέρει, προδήλως απαράδεκτο, διότι η επιχειρηματολογία σχετικά με την αρμοδιότητα του Συμβουλίου προς έκδοση της επίδικης αποφάσεως, η οποία αντλείται από το άρθρο 16 ΣΕΕ, δεν προβλήθηκε πρωτοδίκως. Επιπλέον, το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο.

104

Όσον αφορά τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι από το γράμμα του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971 προκύπτει ότι ο εν λόγω κανονισμός δεν καθορίζει την αρχή που είναι αρμόδια για τη σύναψη ρυθμίσεων συνεργασίας.

105

Επομένως, οι αρμοδιότητες οι οποίες δεν έχουν ρητώς ανατεθεί σε οργανισμό της Ένωσης με νομοθετική πράξη εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Επιτροπής. Κατά την άποψή της, η ανωτέρω ερμηνεία ενισχύεται από το γεγονός ότι το άρθρο 35, παράγραφος 1, του κανονισμού 2018/1971 απονέμει ρητώς στον BEREC και στην Υπηρεσία του BEREC την εξουσία να συνάπτουν «ρυθμίσεις συνεργασίας», πλην όμως «κατόπιν προηγούμενης εγκρίσεως της Επιτροπής». Επιπλέον, από τη συστηματική ανάλυση του ανωτέρω κανονισμού προκύπτει ότι η προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής είναι αναγκαία για τη συνεργασία βάσει του άρθρου 35, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, αλλά δεν μνημονεύεται στο άρθρο 35, παράγραφος 2, εκ του λόγου ότι οι ρυθμίσεις συνεργασίας βάσει της τελευταίας αυτής διατάξεως καθορίζονται από την Επιτροπή.

106

Εξάλλου, η Επιτροπή φρονεί ότι η ανεξαρτησία που αναγνωρίζεται στον BEREC στο πλαίσιο των καθηκόντων του δεν εμποδίζει την αναγνώριση στην ίδια ειδικών αρμοδιοτήτων όσον αφορά τις σχέσεις με τις τρίτες χώρες.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

107

Προκαταρκτικώς, διαπιστώνεται ότι τα επιχειρήματα του Βασιλείου της Ισπανίας σχετικά με το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως αφορούν, κατ’ ουσίαν, την προβαλλόμενη πλάνη περί το δίκαιο στην οποία φέρεται ότι υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κρίνοντας ότι το άρθρο 17 ΣΕΕ αποτελεί έγκυρη νομική βάση για την έκδοση της επίδικης αποφάσεως. Κατά συνέπεια, μολονότι είναι αληθές ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν επικαλέσθηκε την αρμοδιότητα του Συμβουλίου πρωτοδίκως, γεγονός παραμένει ότι η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου αναιρέσεως σχετικά με το άρθρο 16 ΣΕΕ βάλλει κατά του σκεπτικού που παρατίθεται στις σκέψεις 74 έως 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με την αρμοδιότητα που αντλεί η Επιτροπή από το άρθρο 17 ΣΕΕ. Επομένως, η εν λόγω επιχειρηματολογία συνδέεται με την επιχειρηματολογία την οποία στηρίζει το Βασίλειο της Ισπανίας στην τελευταία αυτή διάταξη στο πλαίσιο της προσφυγής που άσκησε πρωτοδίκως και είναι, ως εκ τούτου, παραδεκτή, καθόσον δεν μεταβάλλει το αντικείμενο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαφοράς.

108

Επί της ουσίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 35, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2018/1971 ορίζει ότι «[β]άσει των σχετικών διατάξεων [των συμφωνιών μεταξύ της Ένωσης και των τρίτων χωρών περί των οποίων γίνεται λίγος στο πρώτο εδάφιο] θεσπίζονται ρυθμίσεις που ορίζουν, ιδίως, τη φύση, την έκταση και τον τρόπο [της εν λόγω] συμμετοχής […] συμπεριλαμβανομένων διατάξεων σχετικά με τη συμμετοχή στις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει ο BEREC, τις οικονομικές συνεισφορές και τη διάθεση προσωπικού στην Υπηρεσία του BEREC».

109

Συναφώς, πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη απορρίπτοντας, στη σκέψη 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την επιχειρηματολογία του Βασιλείου της Ισπανίας κατά την οποία από το γράμμα του άρθρου 35, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2018/1971 προκύπτει ότι μόνον συμφωνίες που προβλέπουν τη συμμετοχή στον BEREC πρέπει να καθορίζουν τις λεπτομέρειες αυτών των «ρυθμίσεων συνεργασίας». Πράγματι, αφενός, μια τέτοια ερμηνεία δύσκολα θα μπορούσε να συμβιβασθεί με την πρακτική αποτελεσματικότητα της διατάξεως αυτής, η οποία έχει ακριβώς ως σκοπό να προβλέψει τη σύναψη των εν λόγω ρυθμίσεων συνεργασίας. Αφετέρου, όπως προκύπτει από τη σκέψη 60 της παρούσας αποφάσεως, η φράση «σχετικών διατάξεων των […] συμφωνιών», της οποίας προηγούνται οι λέξεις «βάσει των», σημαίνει ότι η σύναψη των «ρυθμίσεων συνεργασίας» πρέπει να είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις των συμφωνιών που καθιερώνουν πλαίσιο τομεακής συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και τρίτης χώρας και, ειδικότερα, προς τον απώτερο σκοπό τους, ο οποίος, στην περίπτωση του άρθρου 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο, είναι η υιοθέτηση από το Κοσσυφοπέδιο του κεκτημένου της Ένωσης στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

110

Τούτου λεχθέντος, το γεγονός ότι η ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο δεν περιέχει διατάξεις για τη σύναψη ρυθμίσεων συνεργασίας, βάσει του άρθρου 35, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2018/1971, δεν αναιρεί, όπως υποστηρίζει το Βασίλειο της Ισπανίας, την εκτίμηση ότι το άρθρο 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο συνιστά επαρκή νομική βάση για τη συμμετοχή της ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου στο έργο του BEREC και της Υπηρεσίας του BEREC, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 56 έως 64 και 80 έως 87 της παρούσας αποφάσεως.

111

Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, μολονότι το άρθρο 35, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2018/1971 προβλέπει τη θέσπιση «ρυθμίσεων συνεργασίας» για την υλοποίηση της συμμετοχής των ΕΡΑ τρίτων χωρών στο έργο του BEREC και της Υπηρεσίας του BEREC, εντούτοις η συγκεκριμένη διάταξη δεν διευκρινίζει τη διαδικασία θεσπίσεως τέτοιων ρυθμίσεων.

112

Συναφώς, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 122 των προτάσεών της, η επίδικη απόφαση δεν μπορούσε να ληφθεί βάσει του άρθρου 17 ΣΕΕ στο πλαίσιο των εκτελεστικών καθηκόντων και της εξωτερικής εκπροσωπήσεως της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, όσον αφορά, αφενός, τα εκτελεστικά καθήκοντα, το άρθρο 290, παράγραφος 1, και το άρθρο 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ απαιτούν ρητή ανάθεση αρμοδιοτήτων στην Επιτροπή, η οποία ελλείπει εν προκειμένω. Όσον αφορά, αφετέρου, τα καθήκοντα εξωτερικής εκπροσωπήσεως της Ένωσης, αρκεί η διαπίστωση ότι η θέσπιση «ρυθμίσεων συνεργασίας» για την υλοποίηση της συμμετοχής των ΕΡΑ τρίτων χωρών στο έργο του BEREC και της Υπηρεσίας του BEREC, κατά την έννοια του άρθρου 35, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2018/1971, δεν μπορεί να θεωρηθεί πράξη εξωτερικής εκπροσωπήσεως της Ένωσης. Πράγματι, από την εν λόγω διάταξη προκύπτει ότι τέτοιες ρυθμίσεις συνεργασίας δεν έχουν ως αντικείμενο αυτή καθ’ εαυτήν την εξωτερική εκπροσώπηση, αλλά διευκρινίζουν, μεταξύ άλλων, τη φύση, την έκταση και τον τρόπο συμμετοχής των τρίτων χωρών που έχουν συνάψει σχετικές συμφωνίες με την Ένωση στις εργασίες των οργανισμών της Ένωσης.

113

Περαιτέρω, από το άρθρο 9, στοιχείο θʹ, και το άρθρο 20, παράγραφος 6, στοιχείο ιγʹ, του κανονισμού 2018/1971, ερμηνευόμενα υπό το φως της αιτιολογικής σκέψεως 20 του κανονισμού προκύπτει ότι αυτός καθορίζει τους οργανισμούς οι οποίοι δύνανται να συνάπτουν τις ρυθμίσεις συνεργασίας περί των οποίων κάνει λόγο το άρθρο του 35, παράγραφος 2. Πράγματι, αφενός, κατά την αιτιολογική σκέψη 20 του εν λόγω κανονισμού, ο BEREC πρέπει να έχει το δικαίωμα να συνάπτει ρυθμίσεις συνεργασίας, μεταξύ άλλων, με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών. Αφετέρου, το άρθρο 9, στοιχείο θʹ, και το άρθρο 20, παράγραφος 6, στοιχείο ιγʹ, του ίδιου κανονισμού διευκρινίζουν ότι το ρυθμιστικό συμβούλιο και ο διευθυντής της Υπηρεσίας του BEREC εγκρίνουν από κοινού τη σύναψη ρυθμίσεων συνεργασίας, μεταξύ άλλων, με τις αρχές αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού 2018/1971.

114

Εξάλλου, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η Επιτροπή καλείται, στο πλαίσιο της θεσπίσεως των ρυθμίσεων συνεργασίας, να ασκήσει μόνον εξουσία ελέγχου. Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 20 του κανονισμού αναφέρει ότι η Επιτροπή «θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι αναγκαίες ρυθμίσεις συνεργασίας είναι συμβατές με την πολιτική και τις προτεραιότητες της Ένωσης, και ότι ο BEREC λειτουργεί στο πλαίσιο της εντολής του και σύμφωνα με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο».

115

Περαιτέρω, όσον αφορά ειδικά τη συνεργασία με τρίτες χώρες, το άρθρο 35, παράγραφος 1, του κανονισμού 2018/1971 προβλέπει ότι ο BEREC και η Υπηρεσία του BEREC συνάπτουν, κατόπιν προηγούμενης εγκρίσεως της Επιτροπής, ρυθμίσεις συνεργασίας.

116

Πάντως, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 77 και 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός ότι το άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971 δεν περιέχει μια τέτοια διευκρίνιση δεν σημαίνει, υπό το πρίσμα των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού, ότι η αρμοδιότητα θεσπίσεως των ρυθμίσεων συνεργασίας που εφαρμόζονται στη συμμετοχή των ΕΡΑ τρίτων χωρών, και συγκεκριμένα της ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου, ανήκει στην Επιτροπή.

117

Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 130 έως 132 των προτάσεών της, το γεγονός ότι μόνον το άρθρο 35, παράγραφος 1, του κανονισμού 2018/1971 αναθέτει ρητώς στον BEREC και στην Υπηρεσία του BEREC την εξουσία συνάψεως ρυθμίσεων συνεργασίας, κατόπιν προηγούμενης εγκρίσεως της Επιτροπής, δεν σημαίνει ότι η κατανομή της εν λόγω εξουσίας είναι διαφορετική στο πλαίσιο του άρθρου 35, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, το οποίο αφορά την ειδική περίπτωση της συνεργασίας με τις τρίτες χώρες υπό τη μορφή της συμμετοχής των ΕΡΑ των οικείων χωρών στο ρυθμιστικό συμβούλιο και στις ομάδες εργασίας καθώς και στο διοικητικό συμβούλιο, αντιστοίχως του BEREC και της Υπηρεσίας του BEREC. Αντιθέτως, ο κανόνας του άρθρου 35, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, κατά τον οποίο ο BEREC και η Υπηρεσία του BEREC μπορούν να συνάπτουν ρυθμίσεις συνεργασίας, κατόπιν προηγούμενης εγκρίσεως της Επιτροπής, πρέπει να ερμηνευθεί ως γενικός κανόνας που εφαρμόζεται επίσης στο ειδικό πλαίσιο του άρθρου 35, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, καθόσον το άρθρο αυτό δεν προβλέπει παρέκκλιση από την αρχή του άρθρου 35, παράγραφος 1, του κανονισμού 2018/1971.

118

Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 133 των προτάσεών της, το γεγονός ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971 συμμετοχή στο έργο του BEREC και της Υπηρεσίας του BEREC αποτελεί στενότερη μορφή συνεργασίας με τις ΕΡΑ των τρίτων χωρών σε σχέση με εκείνη του άρθρου 35, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού δεν είναι ικανό να αναιρέσει τις εκτιμήσεις αυτές. Πράγματι, η συμμετοχή των ΕΡΑ τρίτων χωρών στον BEREC είχε ήδη επιβεβαιωθεί με τη συμφωνία που συνήφθη για τον σκοπό αυτόν, όπως προβλέπεται στο άρθρο 35, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, ήτοι, εν προκειμένω, με το άρθρο 111 της ΣΣΣ με το Κοσσυφοπέδιο.

119

Η ανωτέρω ερμηνεία είναι σύμφωνη με το σύστημα που προβλέπει ο κανονισμός 2018/1971. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, και το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 5 και 13, σκοπός του BEREC είναι να παρέχει εμπειρογνωμοσύνη και να ενεργεί ανεξάρτητα. Κατά την αιτιολογική σκέψη 22 του εν λόγω κανονισμού, ο BEREC θα πρέπει να είναι σε θέση να ενεργεί προς το συμφέρον της Ένωσης, ανεξάρτητα από τυχόν εξωτερικές παρεμβάσεις, μεταξύ των οποίων πολιτικές πιέσεις ή εμπορικές παρεμβολές. Ομοίως, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 32 του κανονισμού, η Υπηρεσία του BEREC διαθέτει δικό της προϋπολογισμό για να διασφαλισθούν η αυτονομία και η ανεξαρτησία της. Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται επίσης να πληρούν ορισμένες απαιτήσεις ανεξαρτησίας τα πρόσωπα τα οποία μετέχουν στα όργανα του BEREC, ιδίως τα μέλη του ρυθμιστικού συμβουλίου, όπως και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και ο διευθυντής της Υπηρεσίας του BEREC, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο ιγʹ, το άρθρο 20, παράγραφος 3, και το άρθρο 42 του εν λόγω κανονισμού, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 22, 25 και 29.

120

Πάντως, το γεγονός ότι η Επιτροπή μπορεί να αποφασίζει μονομερώς ορισμένες ρυθμίσεις συνεργασίας για τη συμμετοχή στο έργο του BEREC και της Υπηρεσίας του BEREC, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη τους, δεν συμβιβάζεται με την ανεξαρτησία του BEREC και υπερβαίνει την αποστολή ελέγχου την οποία αναθέτει, στο πλαίσιο αυτό, ο ανωτέρω κανονισμός στην Επιτροπή.

121

Κατά συνέπεια, κρίνοντας, στη σκέψη 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, εφόσον ο κανονισμός 2018/1971 δεν απένειμε ρητώς στην Υπηρεσία του BEREC ή σε άλλον οργανισμό την αρμοδιότητα θεσπίσεως των ρυθμίσεων συνεργασίας που εφαρμόζονται στη συμμετοχή των ΕΡΑ των τρίτων χωρών, και συγκεκριμένα της ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου, η αρμοδιότητα αυτή ανήκει στην Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο δεν σεβάστηκε ούτε την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ, αφενός, της Επιτροπής και, αφετέρου, του BEREC και της Υπηρεσίας του BEREC ούτε τους προβλεπόμενους από τον κανονισμό 2018/1971 κανόνες οι οποίοι διασφαλίζουν την ανεξαρτησία του BEREC.

122

Τέλος, ο σκοπός της ενισχύσεως της συνεργασίας με τις ΕΡΑ των τρίτων χωρών στον τομέα των δικτύων και των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, τον οποίο επιδιώκει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 35 του κανονισμού 2018/1971, απαιτώντας διαβούλευση με τις εν λόγω τρίτες χώρες, συνηγορεί υπέρ του συμπεράσματος ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να εκδώσει μονομερώς απόφαση περί θεσπίσεως των ρυθμίσεων συνεργασίας που εφαρμόζονται στη συμμετοχή των εν λόγω ΕΡΑ τρίτων χωρών, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

123

Πράγματι, κατόπιν προηγούμενης εγκρίσεως της Επιτροπής, τέτοιες ρυθμίσεις θα πρέπει να συμφωνηθούν μεταξύ του BEREC και της Υπηρεσίας του BEREC, αφενός, και των αρμοδίων αρχών των εν λόγω τρίτων χωρών, αφετέρου, και να εγκριθούν από κοινού, όπως προκύπτει από το άρθρο 9, στοιχείο θʹ, και από το άρθρο 20, παράγραφος 6, στοιχείο ιγʹ, του κανονισμού 2018/1971, από το ρυθμιστικό συμβούλιο και από τον διευθυντή της Υπηρεσίας του BEREC. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν διαθέτει αρμοδιότητα να θεσπίζει μονομερώς τέτοιου είδους ρυθμίσεις.

124

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 77 και 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αρμοδιότητα θεσπίσεως των ρυθμίσεων συνεργασίας που εφαρμόζονται στη συμμετοχή των ΕΡΑ τρίτων χωρών στον BEREC, κατά την έννοια του άρθρου 35, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2018/1971, ανήκει μονομερώς στην Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 17 ΣΕΕ.

125

Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που συνάγονται από τη σκέψη 123 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα του Βασιλείου της Ισπανίας κατά το οποίο η αρμοδιότητα λήψεως αποφάσεως σχετικά με τη συμμετοχή της ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου στον BEREC ανήκει στο Συμβούλιο, κατόπιν προηγούμενης εγκρίσεως της Επιτροπής.

126

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Αντιθέτως, πρέπει να γίνει δεκτός ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως και, κατά συνέπεια, να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

127

Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση.

128

Τέτοια περίπτωση συντρέχει εν προκειμένω.

129

Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας προέβαλε πρωτοδίκως τρεις λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής του.

130

Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η επίδικη απόφαση αντιβαίνει στο άρθρο 35 του κανονισμού 2018/1971, καθόσον η Επιτροπή παρεξέκλινε από τη διαδικασία που προβλέπει η εν λόγω διάταξη για τη συμμετοχή των ΕΡΑ τρίτων χωρών στον BEREC.

131

Για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 112 έως 124 της παρούσας αποφάσεως, η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια προς έκδοση της επίδικης αποφάσεως. Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως που προβλήθηκαν πρωτοδίκως.

132

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνουν δεκτά τα αιτήματα του Βασιλείου της Ισπανίας και να ακυρωθεί η επίδικη απόφαση.

Επί της διατηρήσεως των αποτελεσμάτων της επίδικης αποφάσεως

133

Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο μπορεί, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να προσδιορίσει τα αποτελέσματα της ακυρωθείσας πράξεως τα οποία θεωρούνται οριστικά.

134

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, για λόγους ασφάλειας δικαίου, τα αποτελέσματα μιας τέτοιας πράξεως μπορούν να διατηρούνται σε ισχύ, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση όπου η άμεση ακύρωσή της θα είχε σοβαρές επιπτώσεις για τα πρόσωπα τα οποία αφορά και η νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξεως δεν αμφισβητείται λόγω του σκοπού της ή του περιεχομένου της, αλλά λόγω αναρμοδιότητας του εκδόντος οργάνου ή παραβάσεως ουσιώδους τύπου (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 175 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

135

Εν προκειμένω, η επίδικη απόφαση ακυρώθηκε λόγω αναρμοδιότητας του εκδότη της, ήτοι της Επιτροπής.

136

Λόγω της αναγκαιότητας των ρυθμίσεων που αφορούν, μεταξύ άλλων, τις χρηματοδοτικές εισφορές και το προσωπικό της Υπηρεσίας του BEREC και των ΕΡΑ των τρίτων χωρών περί των οποίων κάνει λόγο το άρθρο 35, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2018/1971, η ακύρωση της επίδικης αποφάσεως θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη συμμετοχή της ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου στον BEREC αν δεν συνοδευόταν από τη διατήρηση των αποτελεσμάτων της αποφάσεως έως ότου αυτή αντικατασταθεί από νέα πράξη.

137

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να διατηρηθούν σε ισχύ τα αποτελέσματα της επίδικης αποφάσεως, έως την έναρξη ισχύος, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως, των νέων ρυθμίσεων συνεργασίας οι οποίες ενδέχεται να συναφθούν μεταξύ του BEREC, της Υπηρεσίας του BEREC και της ΕΡΑ του Κοσσυφοπεδίου δυνάμει του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/1971.

Επί των δικαστικών εξόδων

138

Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αυτό αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

139

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του ως άνω Κανονισμού, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

140

Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, αυτή πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα τόσο της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας όσο και της πρωτόδικης διαδικασίας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του Βασιλείου της Ισπανίας.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

 

1)

Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2020, Ισπανία κατά Επιτροπής (T‑370/19, EU:T:2020:440).

 

2)

Ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής της 18ης Μαρτίου 2019 για τη συμμετοχή της Εθνικής Ρυθμιστικής Αρχής του Κοσσυφοπεδίου στον Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες.

 

3)

Τα αποτελέσματα της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 18ης Μαρτίου 2019 για τη συμμετοχή της Εθνικής Ρυθμιστικής Αρχής του Κοσσυφοπεδίου στον Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες διατηρούνται έως την έναρξη ισχύος, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως, των νέων ρυθμίσεων συνεργασίας οι οποίες ενδέχεται να συναφθούν δυνάμει του άρθρου 35, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1971 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για την ίδρυση του Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (BEREC) και του Οργανισμού για την υποστήριξη του BEREC (Υπηρεσία του BEREC), την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2120 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1211/2009, μεταξύ του Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (BEREC), του Οργανισμού για την υποστήριξη του BEREC (Υπηρεσία του BEREC) και της εθνικής ρυθμιστικής αρχής του Κοσσυφοπεδίου.

 

4)

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Βασίλειο της Ισπανίας τόσο στο πλαίσιο της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας όσο και στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.