ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 24ης Νοεμβρίου 2022 ( *1 )

«Προσφυγή ακυρώσεως – Κοινή αλιευτική πολιτική – Κανονισμός (ΕΕ) 2021/92 – Καθορισμός, για το 2021, για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων, των αλιευτικών δυνατοτήτων στα ενωσιακά ύδατα και για τα ενωσιακά αλιευτικά σκάφη, σε ορισμένα μη ενωσιακά ύδατα – Διατήρηση των αλιευτικών πόρων και προστασία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων μέσω τεχνικών μέτρων – Άρθρα 15 έως 17 και 20 καθώς και άρθρο 59, δεύτερο εδάφιο – Άρθρο 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ – Κατάχρηση εξουσίας – Αρχή της καλόπιστης συνεργασίας»

Στην υπόθεση C‑259/21,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η οποία ασκήθηκε στις 22 Απριλίου 2021

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους I. Liukkonen και I. Terwinghe,

προσφεύγον,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από την S. Falek, τον F. Naert και την A. Nowak‑Salles,

καθού,

υποστηριζόμενου από την:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον A. Dawes, τις A. Stobiecka‑Kuik και K. Walkerová,

παρεμβαίνουσα,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe, πρόεδρο τμήματος, M. Safjan, N. Piçarra N. Jääskinen (εισηγητή) και M. Gavalec, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Αιμιλίου

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 22ας Ιουνίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την προσφυγή του, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει τα άρθρα 15 έως 17 και 20, καθώς και το άρθρο 59, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΕ) 2021/92 του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2021, σχετικά με τον καθορισμό, για το 2021, για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων, των αλιευτικών δυνατοτήτων στα ενωσιακά ύδατα και, για τα ενωσιακά αλιευτικά σκάφη, σε ορισμένα μη ενωσιακά ύδατα (ΕΕ 2021, L 31, σ. 31) (στο εξής: επίδικες διατάξεις).

Το νομικό πλαίσιο

Η Συνθήκη ΛΕΕ

2

Το άρθρο 43, παράγραφοι 2 και 3, ΣΛΕΕ έχει ως εξής:

«2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, ορίζουν την κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών που προβλέπεται στο άρθρο 40, παράγραφος 1, καθώς και τις άλλες διατάξεις που είναι αναγκαίες για την επίτευξη των στόχων της κοινής γεωργικής και αλιευτικής πολιτικής.

3.   Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, εκδίδει μέτρα σχετικά με τον καθορισμό των τιμών, των εισφορών, των ενισχύσεων και των ποσοτικών περιορισμών, καθώς και σχετικά με τον καθορισμό και την κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων.»

Οι βασικοί κανονισμοί

3

Ο κανονισμός (ΕΕ) 1380/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με την Κοινή Αλιευτική Πολιτική, την τροποποίηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1954/2003 και (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 και (ΕΚ) αριθ. 639/2004 και της απόφασης 2004/585/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 354, σ. 22), ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/472 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2019, για τη θέσπιση πολυετούς σχεδίου για τα αποθέματα που αλιεύονται στα Δυτικά Ύδατα και στα παρακείμενα ύδατα, και τις αλιευτικές δραστηριότητες εκμετάλλευσης των εν λόγω αποθεμάτων, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) 2016/1139 και (ΕΕ) 2018/973, και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 811/2004, (ΕΚ) αριθ. 2166/2005, (ΕΚ) αριθ. 388/2006, (ΕΚ) αριθ. 509/2007 και (ΕΚ) αριθ. 1300/2008 (ΕΕ 2019, L 83, σ. 1), και ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/1241 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, σχετικά με τη διατήρηση αλιευτικών πόρων και την προστασία θαλάσσιων οικοσυστημάτων μέσω τεχνικών μέτρων, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1967/2006, (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, (ΕΕ) 2016/1139, (ΕΕ) 2018/973, (ΕΕ) 2019/472 και (ΕΕ) 2019/1022 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 894/97, (ΕΚ) αριθ. 850/98, (ΕΚ) αριθ. 2549/2000, (ΕΚ) αριθ. 254/2002, (ΕΚ) αριθ. 812/2004 και (ΕΚ) αριθ. 2187/2005 του Συμβουλίου (ΕΕ 2019, L 198, σ. 105) (στο εξής από κοινού: βασικοί κανονισμοί), εξεδόθησαν επί τη βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

Ο κανονισμός 1380/2013

4

Το άρθρο 2 του κανονισμού 1380/2013 εξαγγέλλει τους στόχους της κοινής αλιευτικής πολιτικής (στο εξής: ΚΑΠ).

5

Το άρθρο 12 του ως άνω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μέτρα της Επιτροπής σε περίπτωση σοβαρής απειλής για τους θαλάσσιους βιολογικούς πόρους», έχει ως εξής:

«1.   Όταν υπάρχει ένδειξη σοβαρής απειλής για τη διατήρηση των θαλάσσιων βιολογικών πόρων ή για το θαλάσσιο οικοσύστημα που απαιτεί άμεση λήψη μέτρων, η Επιτροπή, κατόπιν τεκμηριωμένου αιτήματος ενός κράτους μέλους ή με δική της πρωτοβουλία, μπορεί, για την άμβλυνση των επιπτώσεων της απειλής, να αποφασίζει τη λήψη προσωρινών μέτρων. Τα εν λόγω μέτρα λαμβάνονται με εκτελεστικές πράξεις άμεσης εφαρμογής για μέγιστη περίοδο έξι μηνών, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 47 παράγραφος 3.

[…]

3.   Πριν από τη λήξη της αρχικής περιόδου εφαρμογής μέτρου έκτακτης ανάγκης που εγκρίθηκε δυνάμει της παραγράφου 1, η Επιτροπή μπορεί, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, να παρατείνει την εφαρμογή του μέτρου για μέγιστη περίοδο έξι μηνών. […]»

6

Το άρθρο 13 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Θέσπιση μέτρων έκτακτης ανάγκης από κράτη μέλη», επιτρέπει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση σοβαρής απειλής για τη διατήρηση των θαλάσσιων βιολογικών πόρων ή για το θαλάσσιο οικοσύστημα οφειλόμενης σε αλιευτικές δραστηριότητες σε ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή δικαιοδοσία κράτους μέλους η οποία απαιτεί άμεση λήψη μέτρων.

Ο κανονισμός 2019/472

7

Ο κανονισμός 2019/472, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2019/1241 (στο εξής: κανονισμός 2019/472), θεσπίζει πολυετές σχέδιο για τα αποθέματα που αλιεύονται στα Δυτικά Ύδατα και στα παρακείμενα ύδατα, και τις αλιευτικές δραστηριότητες εκμεταλλεύσεως των εν λόγω αποθεμάτων.

8

Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, του ανωτέρω κανονισμού, όταν, βάσει επιστημονικών γνωμοδοτήσεων, η βιομάζα αποθέματος αναπαραγωγής και, στην περίπτωση των αποθεμάτων καραβίδας, η αφθονία οποιουδήποτε από τα αποθέματα που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, είναι κατώτερη ορισμένων τιμών, θεσπίζονται περαιτέρω διορθωτικά μέτρα ώστε να διασφαλισθεί η ταχεία επάνοδος του σχετικού αποθέματος ή της σχετικής λειτουργικής μονάδας σε επίπεδα ανώτερα από εκείνα που μπορεί να διασφαλίσουν τη μέγιστη βιώσιμη απόδοση. Επιπλέον, από την ως άνω διάταξη προκύπτει ότι τα διορθωτικά αυτά μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν την αναστολή της στοχευμένης αλιείας του σχετικού αποθέματος ή της σχετικής λειτουργικής μονάδας, καθώς και την κατάλληλη μείωση των αλιευτικών δυνατοτήτων.

9

Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, τα διορθωτικά μέτρα στα οποία αναφέρεται το συγκεκριμένο άρθρο μπορούν να περιλαμβάνουν μέτρα έκτακτης ανάγκης σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13 του κανονισμού 1380/2013 καθώς και μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού 2019/472.

10

Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 2019/472:

«Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 18 του παρόντος κανονισμού και το άρθρο 18 του κανονισμού [1380/2013] για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού σχετικά με τα ακόλουθα τεχνικά μέτρα, στον βαθμό που αυτά δεν καλύπτονται από τον κανονισμό [2019/1241]:

α)

τις προδιαγραφές των χαρακτηριστικών των αλιευτικών εργαλείων και τους κανόνες που ρυθμίζουν τη χρήση τους, προκειμένου να διασφαλιστεί ή να βελτιωθεί η επιλεκτικότητα, να μειωθούν τα ανεπιθύμητα αλιεύματα ή να ελαχιστοποιηθούν οι αρνητικές επιπτώσεις στο οικοσύστημα·

β)

τις προδιαγραφές τροποποιήσεων ή πρόσθετων διατάξεων στα αλιευτικά εργαλεία, προκειμένου να διασφαλιστεί ή να βελτιωθεί η επιλεκτικότητα, να μειωθούν τα ανεπιθύμητα αλιεύματα ή να ελαχιστοποιηθούν οι αρνητικές επιπτώσεις στο οικοσύστημα·

γ)

τους περιορισμούς ή την απαγόρευση χρήσης ορισμένων αλιευτικών εργαλείων καθώς και αλιευτικών δραστηριοτήτων σε ορισμένες περιοχές ή χρονικές περιόδους, προκειμένου να προστατευθούν οι γεννήτορες, οι ιχθύες κάτω του ελαχίστου μεγέθους αναφοράς διατήρησης ή τα είδη ιχθύων εκτός αλιευτικού στόχου, ή να ελαχιστοποιηθούν οι αρνητικές επιπτώσεις στο οικοσύστημα· και

δ)

τα ελάχιστα μεγέθη αναφοράς διατήρησης για οποιοδήποτε από τα αποθέματα για τα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός, προκειμένου να διασφαλίζεται η προστασία των ιχθυδίων των θαλάσσιων οργανισμών.»

Ο κανονισμός 2019/1241

11

Ο κανονισμός 2019/1241 έχει ως αντικείμενο, σύμφωνα με το άρθρο 1, τον καθορισμό τεχνικών μέτρων σχετικά με την αλίευση και την εκφόρτωση θαλάσσιων βιολογικών πόρων, τη λειτουργία αλιευτικών εργαλείων και την αλληλεπίδραση των αλιευτικών δραστηριοτήτων με τα θαλάσσια οικοσυστήματα.

12

Το άρθρο 10 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απαγορευμένα είδη ιχθύων και οστρακοειδών», ορίζει τα εξής:

«1.   Απαγορεύονται η αλίευση, διατήρηση επί του σκάφους, μεταφόρτωση ή εκφόρτωση ειδών ιχθύων ή οστρακοειδών που αναφέρονται στο παράρτημα IV της οδηγίας [92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ 1992, L 206, σ. 7)], εκτός εάν χορηγούνται παρεκκλίσεις σύμφωνα με το άρθρο 16 της οδηγίας αυτής.

2.   Επιπροσθέτως των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 ειδών, τα σκάφη της Ένωσης απαγορεύεται να αλιεύουν, να διατηρούν επί του σκάφους, να μεταφορτώνουν, να εκφορτώνουν, να αποθηκεύουν, να πωλούν, να εκθέτουν ή να προσφέρουν προς πώληση τα είδη που παρατίθενται στο παράρτημα I ή είδη των οποίων απαγορεύεται η αλιεία σύμφωνα με άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης.

[…]

4.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 29 για την τροποποίηση του καταλόγου που ορίζεται στο παράρτημα I όταν, σύμφωνα με τις βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές συμβουλές, είναι απαραίτητη η τροποποίηση του εν λόγω καταλόγου.

[…]»

13

Το άρθρο 15 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Περιφερειακά τεχνικά μέτρα», προβλέπει στην παράγραφο 2 τα εξής:

«Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι περιφερειακές ιδιαιτερότητες σχετικών τύπων αλιείας, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 29 του παρόντος κανονισμού και το άρθρο 18 του κανονισμού [1380/2013] με σκοπό την τροποποίηση, τη συμπλήρωση, την κατάργηση ή την εφαρμογή παρέκκλισης των τεχνικών μέτρων τα οποία καθορίζονται στα παραρτήματα [V έως XI και XIII], μεταξύ άλλων κατά την εφαρμογή της υποχρέωσης εκφόρτωσης στο πλαίσιο του άρθρου 15 παράγραφοι 5 και 6 του κανονισμού [1380/2013]. Η Επιτροπή θεσπίζει τις εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις βάσει κοινής σύστασης που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού [1380/2013] και σύμφωνα με τα σχετικά άρθρα του κεφαλαίου III του παρόντος κανονισμού.»

14

Το άρθρο 29 του κανονισμού 2019/1241, το οποίο φέρει τον τίτλο «Άσκηση της εξουσιοδότησης», ορίζει στην παράγραφο 6 τα εξής:

«Κατ’ εξουσιοδότηση πράξη η οποία έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2, το άρθρο 8 παράγραφος 3, το άρθρο 10 παράγραφος 4, το άρθρο 12 παράγραφος 2, το άρθρο 15 παράγραφος 2, το άρθρο 23 παράγραφοι 1 και 5, το άρθρο 27 παράγραφος 7 και το άρθρο 31 παράγραφος 4 αρχίζει να ισχύει μόνον εφόσον δεν έχουν εκφρασθεί αντιρρήσεις από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την προς τα όργανα αυτά κοινοποίηση της πράξης ή εφόσον, πριν από την εκπνοή της εν λόγω περιόδου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν αμφότερα ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν προτίθενται να εκφράσουν αντίρρηση. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.»

15

Ο κατάλογος των ειδών των οποίων η αλιεία απαγορεύεται, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 2, του κανονισμού 2019/1241, περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι του κανονισμού αυτού.

16

Το παράρτημα VI του ίδιου κανονισμού απαριθμεί τα τεχνικά μέτρα που εφαρμόζονται στα βορειοδυτικά ύδατα.

Ο κανονισμός 2021/92

17

Ο κανονισμός 2021/92 εκδόθηκε από το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

18

Οι αιτιολογικές σκέψεις 55 έως 59 του κανονισμού αυτού έχουν ως εξής:

«(55)

Στις γνωμοδοτήσεις του [Διεθνούς Συμβουλίου για την Εξερεύνηση των Θαλασσών (ICES)] για το 2021 αναφέρεται ότι τα αποθέματα γάδου και νταουκιού Ατλαντικού στην Κελτική Θάλασσα είναι κάτω του [οριακού σημείου αναφοράς για τη βιομάζα (Blim)]. Ειδικά διορθωτικά μέτρα είχαν ήδη ληφθεί για τα εν λόγω αποθέματα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2020/123 [του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2020, σχετικά με τον καθορισμό για το 2020 για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων, των αλιευτικών δυνατοτήτων στα ενωσιακά ύδατα και για τα ενωσιακά αλιευτικά σκάφη, σε ορισμένα μη ενωσιακά ύδατα (ΕΕ 2020, L 25, σ. 1)]. Σκοπός των εν λόγω μέτρων ήταν να συμβάλουν στην αποκατάσταση των σχετικών αποθεμάτων. Τα μέτρα για τον γάδο έχουν ως στόχο να βελτιώσουν την επιλεκτικότητα καθιστώντας υποχρεωτική τη χρήση εργαλείων με χαμηλότερα επίπεδα παρεμπιπτόντων αλιευμάτων γάδου στις περιοχές με σημαντικά αλιεύματα γάδου, μειώνοντας έτσι τη θνησιμότητα λόγω αλιείας του αποθέματος αυτού σε μεικτούς τύπους αλιείας. Τα μέτρα για το νταούκι Ατλαντικού συνίστανται σε τεχνικές τροποποιήσεις των χαρακτηριστικών των εργαλείων για τη μείωση των παρεμπιπτόντων αλιευμάτων νταουκιού Ατλαντικού. Σύμφωνα με το άρθρο 8 του πολυετούς σχεδίου για τα Δυτικά Ύδατα [το οποίο θεσπίσθηκε με τον κανονισμό 2019/472], όταν, σύμφωνα με επιστημονικές γνωμοδοτήσεις, η βιομάζα του αποθέματος αναπαραγωγής οποιουδήποτε από τα αποθέματα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του εν λόγω σχεδίου είναι κατώτερη του Blim, πρέπει να ληφθούν περαιτέρω διορθωτικά μέτρα ώστε να διασφαλιστεί η ταχεία επάνοδος του σχετικού αποθέματος σε επίπεδα ανώτερα από εκείνο που μπορεί να εξασφαλίσει την [μέγιστη βιώσιμη απόδοση]. Ειδικότερα, τα εν λόγω διορθωτικά μέτρα μπορεί να περιλαμβάνουν την αναστολή της στοχευόμενης αλιείας του σχετικού αποθέματος και την κατάλληλη μείωση των αλιευτικών προσπαθειών για τα εν λόγω αποθέματα ή άλλα αποθέματα στους τύπους αλιείας στους οποίους υπάρχουν παρεμπίπτοντα αλιεύματα γάδου ή νταουκιού Ατλαντικού.

(56)

Τα μέτρα για τη μείωση των παρεμπιπτόντων αλιευμάτων γαδοειδών συνδέονται λειτουργικά με τα [συνολικά επιτρεπόμενα αλιεύματα (TAC)] ειδών που αλιεύονται σε μεικτούς τύπους αλιείας μαζί με γαδοειδή (π.χ. εγκλεφίνος, ζαγκέτα, πεσκαντρίτσα και καραβίδα), δεδομένου ότι χωρίς τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να μειωθούν τα επίπεδα TAC των στοχευόμενων ειδών, ώστε να εξασφαλιστεί ότι θα είναι σε θέση να ανακάμψουν τα αποθέματα γαδοειδών. Ως εκ τούτου, προτείνεται να εγκριθούν τα εν λόγω μέτρα και για το 2021, λαμβανομένων υπόψη της περαιτέρω αξιολόγησής τους και του έργου που έχουν αναλάβει τα κράτη μέλη των Βορειοδυτικών Υδάτων.

(57)

Σύμφωνα με τη διαδικασία περιφερειοποίησης της ΚΑΠ, τα κράτη μέλη των Βορειοδυτικών Υδάτων υπέβαλαν κοινή σύσταση σχετικά με ευρύτερο φάσμα ειδικών μέτρων για τη μείωση των παρεμπιπτόντων αλιευμάτων γάδου και νταουκιού Ατλαντικού στην Κελτική Θάλασσα και στις παρακείμενες περιοχές με βάση τα διορθωτικά μέτρα που ίσχυαν το 2020. Στην κοινή σύσταση περιλαμβάνονται επίσης πρόσθετα μέτρα επιλεκτικότητας με στόχο τη μείωση των παρεμπιπτόντων αλιευμάτων γαδοειδών στη Θάλασσα της Ιρλανδίας και στα δυτικά της Σκωτίας, με βάση παρόμοια μέτρα που ίσχυαν το 2020.

(58)

Η [Επιστημονική, Τεχνική και Οικονομική Επιτροπή Αλιείας (ΕΤΟΕΑ)] θεωρεί ότι τα προτεινόμενα μέτρα είναι συνολικά πιο επιλεκτικά ή τουλάχιστον εξίσου επιλεκτικά με τα τεχνικά μέτρα του κανονισμού [2019/1241] και η Επιτροπή εξετάζει επί του παρόντος τη συμπερίληψη των εν λόγω μέτρων σε κατ’ εξουσιοδότηση πράξη βάσει της κοινής σύστασης που υπέβαλαν τα κράτη μέλη που έχουν άμεσα συμφέροντα στην περιοχή των Βορειοδυτικών Υδάτων.

(59)

Δεδομένου ότι τα εν λόγω μέτρα είναι πιο ολοκληρωμένα και θα εφαρμόζονται σε πιο σταθερή βάση, τα λειτουργικά συνδεόμενα τεχνικά μέτρα θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνο ελλείψει της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2 του κανονισμού [2019/1241] και για την τροποποίηση του παραρτήματος VI του εν λόγω κανονισμού με τη θέσπιση αντίστοιχων τεχνικών μέτρων για τα Βορειοδυτικά Ύδατα.»

19

Το άρθρο 15 του κανονισμού 2021/92, το οποίο φέρει τον τίτλο «Τεχνικά μέτρα για τον γάδο και το νταούκι Ατλαντικού στην Κελτική Θάλασσα», προβλέπει ορισμένα μέτρα σχετικά με το μέγεθος ματιών των διχτυών, τα οποία εφαρμόζονται σε πλοία της Ένωσης τα οποία αλιεύουν με τράτες βυθού ή γρίπους στη θάλασσα της Κελτικής.

20

Το άρθρο 16 του κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Τεχνικά μέτρα στη Θάλασσα της Ιρλανδίας», θεσπίζει υποχρεώσεις όσον αφορά τα αλιευτικά σκάφη της Ένωσης τα οποία αλιεύουν με τράτες βυθού ή γρίπους στη Θάλασσα της Ιρλανδίας.

21

Το άρθρο 17 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Τεχνικά μέτρα στα δυτικά της Σκωτίας», προβλέπει επίσης μέτρα τα οποία αφορούν το μέγεθος ματιών των διχτυών και εφαρμόζονται στα αλιευτικά σκάφη της Ένωσης τα οποία αλιεύουν με τράτες βυθού ή γρίπους στα δυτικά της Σκωτίας.

22

Δυνάμει του άρθρου 20 του κανονισμού 2021/92, το οποίο τιτλοφορείται «Απαγορευμένα είδη», απαγορεύεται στα αλιευτικά σκάφη της Ένωσης να αλιεύουν, να διατηρούν επί του σκάφους, να μεταφορτώνουν ή να εκφορτώνουν ορισμένα είδη σε ορισμένες διαιρέσεις ICES και υποζώνες των τότε υδάτων της Ένωσης. Η ίδια διάταξη ορίζει επίσης ότι, σε περίπτωση που τα απαριθμούμενα είδη αλιευθούν κατά λάθος, δεν τους προκαλούνται βλάβες και τα δείγματα ελευθερώνονται αμέσως.

23

Το επιγραφόμενο «Μεταβατική διάταξη» άρθρο 59 του κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Τα άρθρα 11, 19, 20, 27, 33, 34, 41, 42, 43, 48, 50 και 57 εξακολουθούν να εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, το 2022 μέχρι την έναρξη ισχύος του κανονισμού που θα καθορίζει τις αλιευτικές δυνατότητες για το 2022.

Τα άρθρα 15, 16 και 17 εφαρμόζονται έως την ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να εφαρμόζεται η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2 του κανονισμού [2019/1241] και για την τροποποίηση του παραρτήματος VI του εν λόγω κανονισμού με τη θέσπιση αντίστοιχων τεχνικών μέτρων για τα Βορειοδυτικά Ύδατα.»

Η διοργανική συμφωνία

24

Το σημείο 2 της διοργανικής συμφωνίας μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου, της 13ης Απριλίου 2016 (ΕΕ 2016, L 123, σ. 1, στο εξής: διοργανική συμφωνία), έχει ως εξής:

«Κατά την άσκηση των εξουσιών τους και σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στις Συνθήκες, υπενθυμίζοντας δε τη σημασία που αποδίδουν στην κοινοτική μέθοδο, τα τρία θεσμικά όργανα συμφωνούν να τηρούν γενικές αρχές της νομοθεσίας της Ένωσης όπως η δημοκρατική νομιμότητα, η επικουρικότητα και η αναλογικότητα, καθώς και η ασφάλεια δικαίου. Συμφωνούν επίσης στην προώθηση της απλότητας, της σαφήνειας και της συνοχής κατά τη σύνταξη της νομοθεσίας της Ένωσης και στην προώθηση της μεγαλύτερης δυνατής διαφάνειας της νομοθετικής διαδικασίας.»

25

Κατά το σημείο 25, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, της διοργανικής συμφωνίας:

«Αν προβλέπεται τροποποίηση της νομικής βάσης που συνεπάγεται αλλαγή από τη συνήθη νομοθετική διαδικασία σε ειδική νομοθετική διαδικασία ή σε μη νομοθετική διαδικασία, τα τρία θεσμικά όργανα ανταλλάσσουν απόψεις.

Τα τρία θεσμικά όργανα συμφωνούν ότι η επιλογή της νομικής βάσης αποτελεί νομική εκτίμηση η οποία πρέπει να γίνεται σε αντικειμενική βάση που επιδέχεται δικαστικό έλεγχο.»

Το ιστορικό της διαφοράς

26

Στις 27 Οκτωβρίου 2020 η Επιτροπή εξέδωσε την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου σχετικά με τον καθορισμό, για το 2021, για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων, των αλιευτικών δυνατοτήτων στα ενωσιακά ύδατα και για τα ενωσιακά αλιευτικά σκάφη, σε ορισμένα μη ενωσιακά ύδατα [COM(2020) 668 final].

27

Στις 14 Δεκεμβρίου 2020 η Επιτροπή επικαιροποίησε την ανωτέρω πρόταση ενσωματώνοντας διατάξεις πανομοιότυπες με τις επίδικες διατάξεις.

28

Στις 28 Ιανουαρίου 2021 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε τον κανονισμό 2021/92. Σύμφωνα με το άρθρο του 60, ο εν λόγω κανονισμός ισχύει από της δημοσιεύσεώς του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι από τις 29 Ιανουαρίου 2021.

29

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 22 Απριλίου 2021, το Κοινοβούλιο άσκησε, δυνάμει του άρθρου 263, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, την υπό κρίση προσφυγή με αίτημα την ακύρωση των επίδικων διατάξεων.

Μεταγενέστερα της ασκήσεως της προσφυγής πραγματικά περιστατικά

30

Στις 23 Αυγούστου 2021 η Επιτροπή εξέδωσε τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2021/2324, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1241 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα τεχνικά μέτρα που εφαρμόζονται σε ορισμένους τύπους βενθοπελαγικής και πελαγικής αλιείας στην Κελτική Θάλασσα, στη Θάλασσα της Ιρλανδίας και δυτικά της Σκωτίας (ΕΕ 2021, L 465, σ. 1). Ο ως άνω κανονισμός εκδόθηκε επί τη βάσει, μεταξύ άλλων, του άρθρου 10, παράγραφος 4, και του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 2019/1241.

31

Πρώτον, από την αιτιολογική σκέψη 2 του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού προκύπτει ότι το Βασίλειο του Βελγίου, η Ιρλανδία, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υπέβαλαν μια πρώτη κοινή σύσταση τον Μάιο του 2020. Κατόπιν προσκλήσεως της Επιτροπής, τα εν λόγω κράτη μέλη υπέβαλαν αναθεωρημένη κοινή σύσταση στις 14 Δεκεμβρίου 2020.

32

Δεύτερον, η αιτιολογική σκέψη 3 του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού διευκρινίζει ότι, εν αναμονή της εγκρίσεως με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη των μέτρων που προτείνονται στην κοινή σύσταση, θεσπίσθηκαν με τα άρθρα 15 έως 17 του κανονισμού 2021/92 διορθωτικά μέτρα κατά την έννοια του κανονισμού 2019/472, τα οποία αποσκοπούσαν στη μείωση των παρεμπιπτόντων αλιευμάτων γάδου και νταουκιού του Ατλαντικού στην Κελτική Θάλασσα και στις παρακείμενες περιοχές, καθώς και πρόσθετα τεχνικά μέτρα με στόχο τη μείωση των παρεμπιπτόντων αλιευμάτων γαδοειδών στη Θάλασσα της Ιρλανδίας και δυτικά της Σκωτίας. Κατά την ανωτέρω αιτιολογική σκέψη, τα μέτρα αυτά συνδέονταν λειτουργικά με τα επίπεδα των συνολικών επιτρεπόμενων αλιευμάτων (TAC) για στοχευόμενα είδη που αλιεύονται στο πλαίσιο μεικτών τύπων αλιείας, δεδομένου ότι, χωρίς τα εν λόγω μέτρα, τα εν λόγω επίπεδα TAC θα έπρεπε να μειωθούν ώστε να καταστεί δυνατή η αποκατάσταση των παρεμπιπτόντων αλιευμάτων.

33

Τρίτον, κατά την αιτιολογική σκέψη 6 του ίδιου κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, στόχος του είναι να ενσωματώσει σε μία ενιαία πράξη τις ισχύουσες διατάξεις οι οποίες αφορούν, μεταξύ άλλων, τα τεχνικά μέτρα που αντιστοιχούν στα μέτρα που θεσπίζονται στα άρθρα 15 έως 17 του κανονισμού 2021/92.

34

Στις 27 Ιανουαρίου 2022, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 2022/109, σχετικά με τον καθορισμό, για το 2022, για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων, των αλιευτικών δυνατοτήτων στα ενωσιακά ύδατα και για τα ενωσιακά αλιευτικά σκάφη σε ορισμένα μη ενωσιακά ύδατα (ΕΕ 2022, L 21, σ. 1). Σύμφωνα με το άρθρο 60, ο κανονισμός ισχύει από της δημοσιεύσεώς του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι από τις 31 Ιανουαρίου 2022.

Τα αιτήματα των διαδίκων και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

35

Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει τις επίδικες διατάξεις και

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

36

Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη,

σε περίπτωση ακυρώσεως των επίδικων διατάξεων, να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματά τους και

να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

37

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Αυγούστου 2021, επετράπη στην Επιτροπή να παρέμβει υπέρ του Συμβουλίου.

38

Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 62 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο γενικός εισαγγελέας και ο εισηγητής δικαστής κάλεσαν, με έγγραφο της 13ης Μαΐου 2022, τους διαδίκους να τοποθετηθούν επί των συνεπειών της εκδόσεως του κανονισμού 2022/109 επί της προσφυγής του Κοινοβουλίου. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στο σχετικό αίτημα.

Επί της προσφυγής

Επί του παραδεκτού

Επιχειρήματα των διαδίκων

39

Στο πλαίσιο προκαταρκτικής παρατηρήσεως δικονομικού χαρακτήρα που εκτίθεται στο υπόμνημα απαντήσεως που κατέθεσε, το Συμβούλιο υποστηρίζει, κατά πρώτον, ότι η έκδοση, από την Επιτροπή, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2021/2324 μετά την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής έθεσε τέλος στην εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονταν στα άρθρα 15 έως 17 του κανονισμού 2021/92, οπότε η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου ως προς τα εν λόγω άρθρα, καθώς και ως προς το άρθρο 59, δεύτερο εδάφιο, του ως άνω κανονισμού.

40

Κατά δεύτερον, και σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου στις 31 Δεκεμβρίου 2021 όσον αφορά τα άρθρα 15 έως 17 του κανονισμού 2021/92, καθόσον η διαχρονική εφαρμογή των διατάξεων αυτών περιορίσθηκε μόνον στο έτος 2021. Το δε άρθρο 20 του ως άνω κανονισμού συνέχισε να παράγει τα αποτελέσματά του μόνον έως την έναρξη ισχύος του κανονισμού 2022/109, ήτοι μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 2022.

41

Αντιστρόφως, το Κοινοβούλιο θεωρεί ότι η έκδοση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2021/2324 δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του κύρους των άρθρων 15 έως 17 του κανονισμού 2021/92. Συγκεκριμένα, μολονότι ορισμένες διατάξεις του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού αντιστοιχούν στο περιεχόμενο των άρθρων 15 έως 17 του κανονισμού 2021/92, οι τελευταίες αυτές διατάξεις εξακολουθούν να υφίστανται στην έννομη τάξη της Ένωσης και θα πρέπει να καταργηθούν προς το συμφέρον της ασφάλειας δικαίου.

42

Όσον αφορά την έναρξη ισχύος του κανονισμού 2022/109, το Κοινοβούλιο, όπως και η Επιτροπή, ισχυρίζεται ότι η έκδοση του ανωτέρω κανονισμού δεν ασκεί επιρροή επί της υπό κρίση προσφυγής.

43

Το Κοινοβούλιο υπογραμμίζει ότι αποτελεί συνήθη πρακτική ένας κανονισμός ο οποίος καθορίζει τις αλιευτικές δυνατότητες για ορισμένο έτος να μην καταργεί τον κανονισμό που αφορά το προηγούμενο έτος. Η συγκεκριμένη πρακτική παρέχει, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα αντιτάξεως των διατάξεων του τελευταίου αυτού κανονισμού στα κράτη μέλη και στους επιχειρηματίες ακόμη και μετά τη λήξη της οικείας αλιευτικής περιόδου, ιδίως προκειμένου να ελεγχθεί εκ των υστέρων αν οι ασκηθείσες αλιευτικές δραστηριότητες ήταν συμβατές με τις προβλεφθείσες αλιευτικές δυνατότητες.

44

Επιπλέον, το Κοινοβούλιο εκτιμά ότι το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί επί της υπό κρίση προσφυγής, δεδομένου ότι το Συμβούλιο θα μπορούσε στο μέλλον να θεσπίσει τεχνικά μέτρα όπως αυτά που περιλαμβάνονται στις επίδικες διατάξεις.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

45

Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει παραδεκτή προσφυγή με αίτημα την ακύρωση πράξεως η οποία είχε ήδη εκτελεσθεί ή η οποία δεν είχε πλέον εφαρμογή κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής (απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2009, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑370/07, EU:C:2009:590, σκέψη 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46

Η ανωτέρω λύση δικαιολογείται, μεταξύ άλλων, από την ανάγκη να διασφαλισθεί ότι η προβαλλόμενη πλημμέλεια δεν θα επαναληφθεί (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 1986, AKZO Chemie και AKZO Chemie UK κατά Επιτροπής, 53/85, EU:C:1986:256, σκέψη 21, καθώς και της 26ης Απριλίου 1988, Apesco κατά Επιτροπής, 207/86, EU:C:1988:200, σκέψη 16). Αυτό συμβαίνει όταν, όπως εν προκειμένω, η νομοθεσία που θεσπίσθηκε στον τομέα της αλιείας είναι περιορισμένης χρονικής ισχύος και όταν θεσπίζονται κατ’ έτος νέοι κανόνες.

47

Επομένως, ούτε η έκδοση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2021/2324 από την Επιτροπή ούτε η θέση σε ισχύ του κανονισμού 2022/109 μπορούν να θέσουν εν αμφιβόλω ότι η υπό κρίση προσφυγή διατηρεί το αντικείμενό της και, ως εκ τούτου, να επηρεάσουν το παραδεκτό της προσφυγής.

48

Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι το Κοινοβούλιο δεν οφείλει να αποδείξει ότι έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά των αποφάσεων τις οποίες έλαβε το Συμβούλιο (πρβλ. απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2009, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑370/07, EU:C:2009:590, σκέψη 16 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), δεν φέρει ούτε το βάρος να αποδείξει ότι το συμφέρον αυτό εξακολουθεί να υφίσταται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

49

Κατά συνέπεια, η προσφυγή είναι παραδεκτή.

Επί της ουσίας

50

Προς στήριξη της προσφυγής του, το Κοινοβούλιο προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο μεν πρώτος αφορά την καταστρατήγηση της διαδικασίας που προβλέπουν οι βασικοί κανονισμοί, ο δε δεύτερος την παραβίαση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας κατά το άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως περί καταστρατηγήσεως της διαδικασίας που προβλέπουν οι βασικοί κανονισμοί

– Επιχειρήματα των διαδίκων

51

Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο, θεσπίζοντας τις επίδικες διατάξεις επί τη βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, ενήργησε κατά κατάχρηση της εξουσίας που διαθέτει δυνάμει της εν λόγω διατάξεως και, ως εκ τούτου, καταστρατήγησε τη διαδικασία που προβλέπουν οι βασικοί κανονισμοί για τη θέσπιση τεχνικών μέτρων, διαδικασία η οποία παρέχει μόνον στην Επιτροπή και, σε επείγουσες περιπτώσεις στα κράτη μέλη, αρμοδιότητα για τη θέσπιση τέτοιων μέτρων.

52

Ειδικότερα, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η μη τήρηση από το Συμβούλιο της διαδικασίας θεσπίσεως τεχνικών μέτρων, όπως προβλέπεται από τους βασικούς κανονισμούς, ιδίως από το άρθρο 9 του κανονισμού 2019/472 καθώς και από το άρθρο 10, παράγραφος 4, και το άρθρο 15 του κανονισμού 2019/1241, συνιστά κατάχρηση εξουσίας κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου που απορρέει από τις αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 1990, Fedesa κ.λπ. (C‑331/88, EU:C:1990:391, σκέψη 24), και της 16ης Απριλίου 2013, Ισπανία και Ιταλία κατά Συμβουλίου (C‑274/11 και C‑295/11, EU:C:2013:240, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53

Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι οι ανωτέρω διατάξεις των βασικών κανονισμών, οι οποίες εκδόθηκαν επί τη βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, παρέχουν στην Επιτροπή την εξουσία να λάβει τεχνικά μέτρα, το Συμβούλιο δεν μπορούσε να θεσπίσει τις επίδικες διατάξεις στηριζόμενο στην εξουσία που διαθέτει δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

54

Επομένως, η εξουσία του Συμβουλίου να θεσπίζει τεχνικά μέτρα δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ είναι περιορισμένη, δεδομένου ότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο συμφώνησαν, με νομοθετικές πράξεις εκδοθείσες δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, να εξουσιοδοτήσουν την Επιτροπή αντί του Συμβουλίου να θεσπίζει τέτοια μέτρα ως πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ.

55

Παραπέμποντας ιδίως στη νομολογία του Δικαστηρίου που διαμορφώθηκε με την απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2015, Κοινοβούλιο και Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑124/13 και C‑125/13, EU:C:2015:790), το Κοινοβούλιο εκτιμά ότι το Συμβούλιο πρέπει να τηρεί και να ακολουθεί το πλαίσιο το οποίο προκαθορίζεται στις νομοθετικές πράξεις οι οποίες εκδίδονται επί τη βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όταν προτίθεται να θεσπίσει, προς εκτέλεση των νομοθετικών αυτών πράξεων, μέτρα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

56

Ειδικότερα, το Κοινοβούλιο εκτιμά ότι τα άρθρα 15 έως 17 και 20 του κανονισμού 2021/92 είχαν ως αποτέλεσμα την τροποποίηση των κανόνων του παραρτήματος VI, μέρος B, σημείο 1, και μέρος Γ, καθώς και του παραρτήματος I του κανονισμού 2019/1241, κατά παράβαση του άρθρου 10, παράγραφος 4, και του άρθρου 15, παράγραφος 2, του τελευταίου αυτού κανονισμού, δεδομένου ότι η τροποποίηση των κανόνων αυτών εναπόκειτο στην Επιτροπή και όχι στο Συμβούλιο.

57

Κατά τα λοιπά, το Κοινοβούλιο υπενθυμίζει ότι το Συμβούλιο αναγνώρισε ρητώς, στην αιτιολογική σκέψη 59 και στο άρθρο 59, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2021/92, ότι η Επιτροπή όφειλε να θεσπίσει τα τεχνικά μέτρα που προβλέπονται στα άρθρα 15 έως 17 του ως άνω κανονισμού. Υποστηρίζει όμως ότι το Συμβούλιο ουδόλως δικαιολόγησε τους λόγους για τους οποίους θέσπισε το ίδιο αντί της Επιτροπής τις επίδικες διατάξεις.

58

Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει επιπλέον ότι, εάν ο λόγος ο οποίος δικαιολογούσε τη θέσπιση των τεχνικών μέτρων που περιέχονται στις επίδικες διατάξεις ήταν η συνδρομή επείγουσας καταστάσεως, η ενδεδειγμένη προς τούτο νομική βάση θα ήταν τα άρθρα 12 και 13 του κανονισμού 1380/2013, δυνάμει των οποίων μέτρα έκτακτης ανάγκης μπορούν να θεσπιστούν είτε από την Επιτροπή είτε από τα κράτη μέλη, αλλά όχι από το Συμβούλιο.

59

Το Κοινοβούλιο υπογραμμίζει δε ότι, ελλείψει επείγουσας καταστάσεως, το άρθρο 8, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 2019/472 προβλέπει ότι διορθωτικά μέτρα μπορούν να λαμβάνονται μόνον από την Επιτροπή με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις.

60

Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, εκτιμά ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

61

Κατά πάγια νομολογία, μια πράξη έχει εκδοθεί κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον όταν προκύπτει, βάσει αντικειμενικών, λυσιτελών και συγκλινουσών ενδείξεων, ότι εκδόθηκε με αποκλειστικό ή, τουλάχιστον, πρωταρχικό σκοπό διαφορετικό από τον επιδιωκόμενο με την παροχή της συγκεκριμένης εξουσίας ή με σκοπό την καταστρατήγηση μιας διαδικασίας που προβλέπουν ειδικά οι Συνθήκες για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιστάσεων (απόφαση της 5ης Μαΐου 2015, Ισπανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑146/13, EU:C:2015:298, σκέψη 56 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

62

Εν προκειμένω, πρέπει να εξετασθεί αν, όπως υποστηρίζει το Κοινοβούλιο, οι επίδικες διατάξεις θεσπίσθηκαν για σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους για τους οποίους παρασχέθηκε η συγκεκριμένη εξουσία ή με σκοπό την καταστρατήγηση μιας διαδικασίας που προβλέπεται ειδικώς από τη Συνθήκη ΛΕΕ για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιστάσεων.

63

Όσον αφορά, κατά πρώτον, το ζήτημα αν οι επίδικες διατάξεις εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου βάσει του άρθρου 43 ΣΛΕΕ, πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι οι παράγραφοι 2 και 3 του εν λόγω άρθρου επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς και έχουν, η καθεμία, το δικό της ειδικό πεδίο εφαρμογής, οπότε μπορούν να χρησιμοποιηθούν χωριστά ως νομικές βάσεις για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων στο πλαίσιο της ΚΑΠ (απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2015, Κοινοβούλιο και Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑124/13 και C‑125/13, EU:C:2015:790, σκέψη 58).

64

Όταν, όμως, εκδίδει πράξεις επί τη βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο οφείλει να ενεργεί εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων του καθώς και, ενδεχομένως, του νομικού πλαισίου που έχει ήδη θεσπισθεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2015, Κοινοβούλιο και Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑124/13 και C‑125/13, EU:C:2015:790, σκέψη 58).

65

Επισημαίνεται, εν συνεχεία, ότι το άρθρο 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι το Συμβούλιο εκδίδει, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, μέτρα σχετικά με τον καθορισμό των τιμών, των εισφορών, των ενισχύσεων και των ποσοτικών περιορισμών, καθώς και σχετικά με τον καθορισμό και την κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων.

66

Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει η εν λόγω διάταξη μπορεί να καλύπτει μέτρα τα οποία δεν περιορίζονται στον καθορισμό και στην κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων, εφόσον όμως τα μέτρα αυτά δεν προϋποθέτουν πολιτική επιλογή η οποία να επαφίεται στον νομοθέτη της Ένωσης λόγω του αναγκαίου χαρακτήρα τους για την επίτευξη στόχων της κοινής πολιτικής στους τομείς της γεωργίας και της αλιείας (απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2015, Κοινοβούλιο και Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑124/13 και C‑125/13, EU:C:2015:790, σκέψη 59).

67

Εν προκειμένω, όσον αφορά, αφενός, τα άρθρα 15 έως 17 του κανονισμού 2021/92, από τις αιτιολογικές σκέψεις 55 έως 58 του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι τα τεχνικά μέτρα που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές έχουν ως σκοπό, με τη βελτίωση του επιλεκτικού χαρακτήρα των αλιευτικών εργαλείων, να συμβάλουν στην αποκατάσταση των οικείων αποθεμάτων, όπως ακριβώς και τα ειδικά διορθωτικά μέτρα που είχαν θεσπισθεί προηγουμένως με τον κανονισμό 2020/123.

68

Επιπλέον, από την αιτιολογική σκέψη 56 του κανονισμού 2021/92, όπως και από την αιτιολογική σκέψη 3 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2021/2324, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι τα τεχνικά μέτρα που προβλέπονται στα άρθρα 15 έως 17 του κανονισμού 2021/92 συνδέονται από λειτουργικής απόψεως με τα επίπεδα TAC για στοχευόμενα είδη που αλιεύονται στο πλαίσιο μεικτών τύπων αλιείας, δεδομένου ότι, χωρίς τα εν λόγω μέτρα, τα επίπεδα TAC θα έπρεπε να μειωθούν ώστε να καταστεί δυνατή η αποκατάσταση των παρεμπιπτόντων αλιευμάτων.

69

Όσον αφορά, αφετέρου, το άρθρο 20 του κανονισμού 2021/92, επισημαίνεται, όπως τόνισε και η Επιτροπή, ότι οι απαγορεύσεις αλιείας που το άρθρο αυτό προβλέπει συνιστούν έλλειψη αλιευτικών δυνατότητων, η οποία μπορεί, ενδεχομένως, να μετατραπεί μεταγενεστέρως σε ύπαρξη περιορισμένων αλιευτικών δυνατοτήτων αναλόγως της εξελίξεως των αποθεμάτων των οικείων ειδών.

70

Επιπλέον, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 79 των προτάσεών του, εν αντιθέσει με τις τροποποιήσεις που είχε επιφέρει το Συμβούλιο επί τη βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ σε σχέση με τους κανόνες περί του καθορισμού των αλιευτικών δυνατοτήτων, τους οποίους αφορούσε η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2015, Κοινοβούλιο και Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑124/13 και C‑125/13, EU:C:2015:790), η θέσπιση των επίδικων διατάξεων δεν αποσκοπεί στην προσαρμογή του γενικού μηχανισμού καθορισμού των TAC και των περιορισμών της αλιευτικής προσπάθειας προκειμένου να εξαλειφθούν τα προβλήματα τα οποία προκάλεσε η εφαρμογή προγενέστερων κανόνων, ούτε στον προσδιορισμό του νομικού πλαισίου εντός του οποίου καθορίζονται τα εν λόγω TAC και οι περιορισμοί της αλιευτικής προσπάθειας.

71

Αντιθέτως, τα άρθρα 15 έως 17 και 20 του κανονισμού 2021/92 διαφοροποιούνται, αφενός, κατά το ότι το περιεχόμενό τους περιορίζεται σε ειδικές περιστάσεις, ήτοι κατά το ότι τα μέτρα τα οποία προβλέπουν προορίζονται να εφαρμοστούν σε ορισμένους τύπους σκαφών, τα οποία αλιεύουν σε ορισμένες μόνον ζώνες, και να αφορούν ορισμένες μόνον κατηγορίες ειδών, και, αφετέρου, κατά το ότι τα μέτρα αυτά είναι προσωρινής εφαρμογής. Κατά συνέπεια, τα εν λόγω μέτρα δεν προϋποθέτουν πολιτική επιλογή η οποία να επαφίεται στον νομοθέτη της Ένωσης, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 66 της παρούσας αποφάσεως.

72

Κατά συνέπεια, οι επίδικες διατάξεις εμπίπτουν, κατ’ αρχήν, στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

73

Κατά δεύτερον, όσον αφορά την επιρροή που ασκούν οι βασικοί κανονισμοί επί της ανωτέρω αρμοδιότητας, παρατηρείται ότι οι κανονισμοί αυτοί, και ειδικότερα το άρθρο 9 του κανονισμού 2019/472 καθώς και το άρθρο 10, παράγραφος 4, και το άρθρο 15 του κανονισμού 2019/1241, προβλέπουν ειδική διαδικασία για τη θέσπιση τεχνικών μέτρων από την Επιτροπή, ήτοι την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ.

74

Εντούτοις, η εξουσία αυτή που απονέμεται στην Επιτροπή δεν εμποδίζει το Συμβούλιο να θεσπίζει, στο πλαίσιο της αρμοδιότητας που αντλεί από το άρθρο 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, τεχνικά μέτρα για ζητήματα παρόμοια με εκείνα τα οποία αφορούν οι εν λόγω διατάξεις των βασικών κανονισμών υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, ήτοι όταν η Επιτροπή δεν έχει παρέμβει για να εκδώσει η ίδια πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση επί τη βάσει των εν λόγω διατάξεων των βασικών κανονισμών.

75

Πράγματι, από το άρθρο 59, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2021/92 προκύπτει ότι τα άρθρα του 15 έως 17 έπρεπε να παύσουν να εφαρμόζονται αφ’ ης στιγμής η Επιτροπή θα εξέδιδε μία ή περισσότερες κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις αφορώσες τα ίδια τεχνικά μέτρα.

76

Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 83 των προτάσεών του, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι επίδικες διατάξεις έχουν προσωρινό χαρακτήρα και ότι το Συμβούλιο δεν οικειοποιήθηκε την εξουσία της Επιτροπής να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, αλλά ρητώς επιδίωξε να τη διαφυλάξει.

77

Η εξουσία αυτή της Επιτροπής αναγνωρίζεται όχι μόνον στο άρθρο 59, δεύτερο εδάφιο, αλλά και στην αιτιολογική σκέψη 59 του κανονισμού 2021/92, η οποία αναφέρει ότι τα θεσπιζόμενα από την Επιτροπή βάσει του κανονισμού 2019/1241 τεχνικά μέτρα είναι πιο ολοκληρωμένα και θα εφαρμόζονται σε πιο σταθερή βάση από τα τεχνικά μέτρα που προβλέπουν οι επίδικες διατάξεις.

78

Όσον αφορά την απαγόρευση αλιείας που προβλέπει το άρθρο 20 του κανονισμού 2021/92, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, μολονότι το άρθρο 10, παράγραφος 2, του κανονισμού 2019/1241 περιέχει παρόμοια απαγόρευση αλιείας, εντούτοις η απαγόρευση αυτή αφορά άλλα είδη ιχθύων και καρκινοειδών.

79

Είναι αληθές ότι το άρθρο 10 του κανονισμού 2019/1241 ορίζει, στην παράγραφο 4, ότι ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για την τροποποίηση του καταλόγου των ειδών του παραρτήματος I του ως άνω κανονισμού, όταν, σύμφωνα με τις βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές συμβουλές, είναι απαραίτητη η τροποποίηση του εν λόγω καταλόγου.

80

Εντούτοις, το ίδιο αυτό άρθρο 10 του κανονισμού 2019/1241 ορίζει, στην παράγραφο 2, ότι, επιπροσθέτως των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 ειδών, τα σκάφη της Ένωσης απαγορεύεται να αλιεύουν, να διατηρούν επί του σκάφους, να μεταφορτώνουν, να εκφορτώνουν, να αποθηκεύουν, να πωλούν, να εκθέτουν ή να προσφέρουν προς πώληση τα είδη που παρατίθενται στο παράρτημα I ή είδη των οποίων απαγορεύεται η αλιεία «σύμφωνα με άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης».

81

Πάντως, πρέπει να γίνει δεκτό, όπως υποστηρίζουν το Συμβούλιο και η Επιτροπή, ότι οι «άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης» περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 10, παράγραφος 2, του κανονισμού 2019/1241 περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τους κανονισμούς του Συμβουλίου περί καθορισμού των αλιευτικών δυνατότητων, οι οποίοι εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

82

Επομένως, θεσπίζοντας τις επίδικες διατάξεις, το Συμβούλιο ενήργησε εντός των ορίων των εξουσιών που του απονέμει το άρθρο 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και τήρησε το ειδικό νομικό πλαίσιο που έχει θεσπισθεί βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

83

Υπό τις συνθήκες αυτές, από τα στοιχεία της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν μπορεί να συναχθεί, βάσει αντικειμενικών, λυσιτελών και συγκλινουσών ενδείξεων, όπως απαιτεί η νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 61 της παρούσας αποφάσεως, ότι οι επίδικες διατάξεις εκδόθηκαν κατά κατάχρηση εξουσίας, όπως ισχυρίζεται το Κοινοβούλιο.

84

Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα του Κοινοβουλίου ότι τα μέτρα που περιέχονται στις επίδικες διατάξεις έπρεπε να έχουν θεσπισθεί είτε ως μέτρα έκτακτης ανάγκης της Επιτροπής ή των κρατών μελών προς αντιμετώπιση σοβαρής απειλής για τη διατήρηση των βιολογικών πόρων της θάλασσας ή για το θαλάσσιο οικοσύστημα, κατά την έννοια των άρθρων 12 και 13 του κανονισμού 1380/2013, είτε, ελλείψει επείγοντος, ως κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις της Επιτροπής, δεδομένου ότι το άρθρο 8, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 2019/472 προβλέπει μόνον τις δύο αυτές δυνατότητες.

85

Πράγματι, αφενός, όπως συνομολόγησε και το Κοινοβούλιο, οι επίδικες διατάξεις δεν συνιστούν, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου και του σκοπού τους, μέτρα έκτακτης ανάγκης προς αντιμετώπιση σοβαρής απειλής για τη διατήρηση των βιολογικών πόρων της θάλασσας, κατά την έννοια των άρθρων 12 και 13 του κανονισμού 1380/2013. Αφετέρου, το Συμβούλιο παρενέβη και θέσπισε τις επίδικες διατάξεις για την ενδιάμεση περίοδο κατά την οποία η Επιτροπή δεν είχε ακόμη κάνει χρήση της έτερης δυνατότητας η οποία ρητώς προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 2019/472 και δεν είχε εκδώσει μία ή περισσότερες κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις δυνάμει των διατάξεων αυτών.

86

Όπως ορθώς υποστήριξε η Επιτροπή με το υπόμνημά της παρεμβάσεως, τα προγενέστερα διορθωτικά μέτρα του άρθρου 13 του κανονισμού 2020/123 προορίζονταν να παραμείνουν σε ισχύ μόνο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2020. Ομοίως, άλλα προγενέστερα μέτρα, ιδίως οι απαγορεύσεις αλιείας ορισμένων ευάλωτων ειδών, εξακολουθούσαν, σύμφωνα με το άρθρο 54 του ίδιου κανονισμού, να εφαρμόζονται mutatis mutandis κατά το έτος 2021 μέχρι την έναρξη ισχύος του κανονισμού περί καθορισμού των αλιευτικών δυνατοτήτων για το έτος 2021, ήτοι του κανονισμού 2021/92.

87

Επιπλέον, όσον αφορά ειδικότερα τα άρθρα 15 έως 17 του κανονισμού 2021/92, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 88 των προτάσεών του, δεδομένου ότι οι προσπάθειες επικεντρώνονταν στην επίτευξη συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου για τη θέσπιση τεχνικών μέτρων λόγω της αποχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση, καμία κοινή σύσταση, όπως απαιτείται από το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 2019/472 και το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 2019/1241, δεν είχε υποβληθεί εγκαίρως ούτως ώστε η Επιτροπή να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη στις αρχές του 2021. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από την αιτιολογική σκέψη 2 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2021/2324, κατά την οποία, μολονότι το Βασίλειο του Βελγίου, η Ιρλανδία, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υπέβαλαν μια πρώτη κοινή σύσταση τον Μάιο του 2020, εντούτοις τα εν λόγω κράτη μέλη υπέβαλαν το πρώτον στις 14 Δεκεμβρίου 2020 αναθεωρημένη κοινή σύσταση.

88

Ως εκ τούτου, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 89 των προτάσεών του, η θέσπιση των επίδικων διατάξεων από το Συμβούλιο αποσκοπούσε στην κάλυψη ενός κενού το οποίο διαφορετικά θα παρέμενε για μέρος του 2021, αν όχι για ολόκληρο το έτος αυτό.

89

Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

90

Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο, μη συμμορφούμενο προς τις διαδικασίες που προβλέπουν οι βασικοί κανονισμοί για τη θέσπιση των μέτρων που περιέχονται στις επίδικες διατάξεις, παρέβη την υποχρέωσή του καλόπιστης συνεργασίας έναντι του Κοινοβουλίου, κατά παράβαση του άρθρου 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ.

91

Ειδικότερα, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο παρέβη το σημείο 2 της διοργανικής συμφωνίας, το οποίο διασαφηνίζει την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας στο πλαίσιο των διαδικασιών προετοιμασίας και εκδόσεως νομοθετημάτων και κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και το οποίο έχει δεσμευτικό χαρακτήρα για τα μέρη, ιδίως για το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 295 ΣΛΕΕ.

92

Κατά το Κοινοβούλιο, η θέσπιση τεχνικών μέτρων επί τη βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, αντί της εκδόσεως κατ’ εξουσιοδότηση πράξεως σύμφωνα με τους βασικούς κανονισμούς, εμπόδισε το Κοινοβούλιο να ασκήσει τον έλεγχό του επί των μέτρων που θεσπίσθηκαν επί τη βάσει του άρθρου 290, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, στέρησε από το Κοινοβούλιο οποιονδήποτε ρόλο στη νομοθετική διαδικασία.

93

Επιπλέον, το Κοινοβούλιο υπογραμμίζει ότι το Συμβούλιο δεν το ενημέρωσε για την πρόθεσή του να τροποποιήσει τη διαδικασία για την έκδοση των επίδικων διατάξεων. Υπενθυμίζει ότι το σημείο 25 της διοργανικής συμφωνίας καθιερώνει την υποχρέωση διαβουλεύσεως με τα λοιπά θεσμικά όργανα σχετικά με τυχόν τροποποίηση της νομικής βάσεως ικανή να επηρεάσει σημαντικά την κατανομή των εξουσιών όσον αφορά την έκδοση πράξεως σε σχέση με τα προβλεπόμενα στο δίκαιο της Ένωσης.

94

Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, ζητεί την απόρριψη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

95

Βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ, τα θεσμικά όργανα συνεργάζονται μεταξύ τους καλή τη πίστει. Πλην όμως η εν λόγω καλόπιστη συνεργασία πρέπει να λαμβάνει χώρα χωρίς να παρακάμπτονται τα όρια που τίθενται από τις εξουσίες τις οποίες απονέμουν οι Συνθήκες σε έκαστο θεσμικό όργανο, οπότε η απορρέουσα από την ανωτέρω διάταξη υποχρέωση δεν μπορεί να τροποποιήσει τις εν λόγω εξουσίες (πρβλ. απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑48/14, EU:C:2015:91, σκέψεις 57 και 58).

96

Προκειμένου να υποστηρίξει, στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ότι το Συμβούλιο παραβίασε την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας εκδίδοντας τις επίδικες διατάξεις, το Κοινοβούλιο στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, σε συλλογιστική η οποία ερείδεται στην παραδοχή ότι το Συμβούλιο εξέδωσε τις επίδικες διατάξεις κατά παράβαση των βασικών κανονισμών και, ως εκ τούτου, καθ’ υπέρβαση των εξουσιών που του απονέμουν οι Συνθήκες.

97

Εντούτοις, από τις σκέψεις 82 και 83 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι το Συμβούλιο, εκδίδοντας τις επίδικες διατάξεις, ενήργησε εντός των ορίων των εξουσιών που αντλεί από το άρθρο 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και δεν ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας.

98

Επομένως, το Κοινοβούλιο αβασίμως υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο παραβίασε την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ.

99

Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα του Κοινοβουλίου που αντλούνται από το σημείο 25 της διοργανικής συμφωνίας, δεδομένου ότι, όπως ορθώς υποστήριξε το Συμβούλιο, ο κανονισμός 2021/92 εκδόθηκε με την ίδια νομική βάση με εκείνη που πρότεινε η Επιτροπή, ήτοι το άρθρο 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, οπότε δεν υπήρξε τροποποίηση της νομικής βάσεως κατά την έννοια του σημείου 25.

100

Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

101

Δεδομένου ότι κανένας από τους λόγους ακυρώσεως δεν έγινε δεκτός, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

102

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Κοινοβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του Συμβουλίου.

103

Σύμφωνα με το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

3)

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.