ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 13ης Οκτωβρίου 2022 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 86/653/ΕΟΚ – Άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ – Εμπορικοί αντιπρόσωποι (ανεξάρτητοι επαγγελματίες) – Καταγγελία συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας εκ μέρους του αντιπροσωπευομένου – Αποζημίωση του αντιπροσώπου – Κατ’ αποκοπήν αποζημίωση πελατείας – Υποπράκτορες – Δικαίωμα του υποπράκτορα στην αναλογία της οφειλόμενης στον κύριο αντιπρόσωπο κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως πελατείας που αντιστοιχεί στην πελατεία την οποία έφερε ο υποπράκτορας»

Στην υπόθεση C‑593/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Βέλγιο) με απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Σεπτεμβρίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

NY

κατά

Herios SARL,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, N. Jääskinen, M. Safjan, N. Piçarra και M. Gavalec, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: T. Ćapeta

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο NY, εκπροσωπούμενος από τον G. Imfeld, Rechtsanwalt και avocat, και την J. Oosterbosch, avocate,

η Herios SARL, εκπροσωπούμενη από τους B. Geuzaine και B. Hübinger, avocats,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Jacobs, C. Pochet και L. Van den Broeck,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller, U. Bartl, J. Heitz, και M. Hellmann,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις L. Armati, C. Auvret και από τον M. Mataija,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 17, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες) (ΕΕ 1986, L 382, σ. 17).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του NY και της Herios SARL σχετικά με κατ’ αποκοπήν αποζημίωση πελατείας την οποία ο πρώτος ζήτησε από τη δεύτερη βάσει του κύκλου εργασιών που η Herios πραγματοποίησε το 2016 χάρη στους νέους πελάτες που απέκτησε υπέρ αυτής ο NY.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Το άρθρο 1 της οδηγίας 86/653 ορίζει τα εξής:

«1.   Τα μέτρα εναρμόνισης που θεσπίζονται από την παρούσα οδηγία εφαρμόζονται στις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών, που διέπουν τις σχέσεις ανάμεσα στους εμπορικούς αντιπροσώπους και τους αντιπροσωπευομένους από αυτούς.

2.   Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, “εμπορικός αντιπρόσωπος” είναι εκείνος στον οποίο, υπό την ιδιότητά του ως ανεξάρτητου μεσολαβητή, ανατίθεται σε μόνιμη βάση είτε να διαπραγματεύεται για λογαριασμό άλλου προσώπου, το οποίο καλείται στο εξής “αντιπροσωπευόμενος”, την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις πράξεις αυτές επ’ ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου.

[…]»

4

Το κεφάλαιο IV της οδηγίας αυτής φέρει τον τίτλο «Σύναψη και λήξη της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας». Στο κεφάλαιο αυτό, το άρθρο 17 προβλέπει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίζεται στον εμπορικό αντιπρόσωπο, μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπίας, κατ’ αποκοπή αποζημίωση σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή ανόρθωση της ζημίας σύμφωνα με την παράγραφο 3.

2.   α) Ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται κατ’ αποκοπή αποζημίωση εάν και εφόσον:

έφερε νέους πελάτες στον εντολέα ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο εντολέας διατηρεί ουσιαστικά οφέλη που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς,

και

η καταβολή της αποζημίωσης αυτής είναι δίκαιη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων και ιδιαίτερα των προμηθειών που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι στις περιστάσεις αυτές συμπεριλαμβάνεται επίσης και η εφαρμογή ή μη ρήτρας μη ανταγωνισμού με την έννοια του άρθρου 20.

[…]»

5

Το άρθρο 19 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Τα μέρη δεν μπορούν πριν από τη λήξη της σύμβασης να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις των άρθρων 17 και 18 σε βάρος του εμπορικού αντιπροσώπου.»

Το βελγικό δίκαιο

6

Οι σχετικές με τις συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας διατάξεις εισήχθησαν στον code de droit économique [κώδικα οικονομικού δικαίου, στο εξής: κώδικας οικονομικού δικαίου] με το άρθρο 3 του νόμου της 2ας Απριλίου 2014, περί ενσωμάτωσης του βιβλίου X «Συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας, συμβάσεις εμπορικής συνεργασίας και συμβάσεις παραχώρησης» στον κώδικα οικονομικού δικαίου και περί ενσωμάτωσης στο βιβλίο 1 του κώδικα οικονομικού δικαίου ορισμών του βιβλίου X (Moniteur belge της 28ης Απριλίου 2014, σ. 35053).

7

Το άρθρο X.5 του κώδικα οικονομικού δικαίου προβλέπει τα εξής:

«Εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά, ο εμπορικός αντιπρόσωπος, για την εκτέλεση της αποστολής του, μπορεί να χρησιμοποιεί υποπράκτορες που αμείβονται από αυτόν και ενεργούν υπό την ευθύνη του και έναντι των οποίων έχει την ιδιότητα του εντολέα.»

8

Το άρθρο X.18 του κώδικα αυτού ορίζει τα εξής:

«Μετά τη λύση της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται κατ’ αποκοπήν αποζημίωση πελατείας εφόσον έχει φέρει νέους πελάτες στον εντολέα ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες, υπό την προϋπόθεση ότι η δραστηριότητα αυτή μπορεί ακόμη να αποφέρει ουσιαστικά οφέλη στον εντολέα.

Αν η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας περιέχει ρήτρα μη ανταγωνισμού, λογίζεται ότι ο αντιπροσωπευόμενος προσπορίζεται ουσιαστικά οφέλη, εκτός αν αποδεικνύεται το αντίθετο.

[…]»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

9

Η Herios συνήψε με μια γερμανική εταιρία με την επωνυμία Poensgen σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, δυνάμει της οποίας η πρώτη είχε το αποκλειστικό δικαίωμα να πωλεί τα προϊόντα της δεύτερης στο Βέλγιο, τη Γαλλία και το Λουξεμβούργο. Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η Herios και ο NY αναγνώρισαν ότι το 2009 συνήψαν μεταξύ τους σύμβαση.

10

Στο πλαίσιο της συμβατικής τους σχέσεως, η Herios ήταν ο εντολέας του NY και ο NY ο εμπορικός αντιπρόσωπός της, με αποστολή την εμπορία των προϊόντων της Poensgen στο έδαφος των ως άνω κρατών μελών.

11

Στα τέλη του 2015, οι NY, Herios και Poensgen προχώρησαν σε συζητήσεις με σκοπό να αναλάβει ο NY απευθείας την εμπορική αντιπροσωπεία μετά την παύση των δραστηριοτήτων της Herios. Οι συζητήσεις αυτές δεν καρποφόρησαν και η Poensgen γνωστοποίησε στη Herios, στις 8 Ιουνίου 2016, τη λύση της μεταξύ τους συμβάσεως. Η συμβατική τους σχέση έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2016, με την πάροδο εξάμηνης προθεσμίας προειδοποίησης.

12

Με έγγραφο της 23ης Φεβρουαρίου 2017, η Herios, με τη σειρά της, κατήγγειλε τη σύμβαση που τη συνέδεε με τον NY, λόγω εξαιρετικών περιστάσεων που καθιστούσαν οριστικώς αδύνατη οποιαδήποτε επαγγελματική συνεργασία μεταξύ του εντολέα και του αντιπροσώπου, ήτοι λόγω της λύσεως της κύριας συμβάσεως που είχε συναφθεί μεταξύ της Poensgen και της Herios. Στο μεταξύ, εξάλλου, ο NY είχε γίνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος της Poensgen.

13

Στις 22 Μαΐου 2017, οι Herios και Poensgen συμφώνησαν, μεταξύ άλλων, την καταβολή στη Herios κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως λόγω πελατείας.

14

Ο NY, θεωρώντας ομοίως ότι δικαιούται κατ’ αποκοπήν αποζημίωση για τους νέους πελάτες που είχε αποκτήσει υπέρ της Herios και για τους οποίους αυτή αποζημιώθηκε από την Poensgen, άσκησε αγωγή κατά της Herios ζητώντας την καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως λόγω πελατείας, υπολογιζομένης βάσει του κύκλου εργασιών που είχε πραγματοποιήσει η Herios το 2016 χάρη στους νέους πελάτες που είχαν αποκτηθεί.

15

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε το αίτημα του NY. Αντιθέτως, το cour d’appel de Liège (εφετείο Λιέγης, Βέλγιο), με απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2020, μεταρρύθμισε την ως άνω απόφαση και έκρινε ότι δεν οφειλόταν κατ’ αποκοπήν αποζημίωση πελατείας. Ο NY άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Cour de cassation (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Βέλγιο).

16

Στο πλαίσιο της αιτήσεώς του αναιρέσεως, ο NY βάλλει κατά της αποφάσεως του cour d’appel de Liège (εφετείου Λιέγης) με την οποία το αίτημά του για λήψη κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως λόγω πελατείας απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι η αποζημίωση που είχε λάβει η Herios δεν συνιστούσε «ουσιαστικό όφελος», κατά την έννοια του άρθρου X.18, σημείο 1, του κώδικα οικονομικού δικαίου, το οποίο μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη το άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 86/653. Κατά το cour d’appel de Liège (εφετείο Λιέγης), δεν ήταν δυνατό να πρόκειται για τέτοιο όφελος διότι, αφενός, η αποζημίωση την οποία έλαβε η Herios δεν συνιστούσε μελλοντικό όφελος, αλλά αποζημίωση οφειλόμενη δυνάμει του νόμου. Αφετέρου, ο NY εξακολουθούσε να εργάζεται και να επωφελείται από την πελατεία που είχε δημιουργηθεί με τον πρώην αρχικό αντιπροσωπευόμενο.

17

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, για την εξέταση του λόγου που προβάλλει ο NY προς στήριξη της αιτήσεώς του αναιρέσεως, είναι αναγκαία η ερμηνεία του άρθρου 17, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 86/653, προκειμένου να καθοριστεί αν η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση λόγω πελατείας την οποία έλαβε η Herios συνιστά «ουσιαστικό όφελος» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ο NY θα είχε, επομένως, τη δυνατότητα να ζητήσει από τη Herios, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, την καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως λόγω της λύσεως της μεταξύ τους συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας.

18

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, πρώτη περίπτωση, της [οδηγίας 86/653] την έννοια ότι, σε περίπτωση όπως αυτή της υπό κρίση υποθέσεως, η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση πελατείας που οφείλεται στον κύριο αντιπρόσωπο αναλόγως με την πελατεία που έφερε ο υποπράκτορας δεν συνιστά “ουσιαστικό όφελος” για τον κύριο αντιπρόσωπο;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

19

Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, το ερώτημα που του έχει υποβληθεί, αλλά επίσης να λάβει υπόψη κανόνες του δικαίου της Ένωσης στους οποίους δεν αναφέρθηκε ο εθνικός δικαστής με το ερώτημά του (πρβλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2019, Plessers,C‑509/17, EU:C:2019:424, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

20

Εν προκειμένω, καθόσον ζητείται από το Δικαστήριο να διευκρινίσει το περιεχόμενο του άρθρου 17, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 86/653 υπό τις ειδικές περιστάσεις κατά τις οποίες ο εμπορικός αντιπρόσωπος έλαβε κατ’ αποκοπήν αποζημίωση λόγω πελατείας αφού ο υπ’ αυτού προσληφθείς υποπράκτορας κατέστη ο ίδιος, μετά τη λύση της συμβάσεως κύριας αντιπροσωπείας, εμπορικός αντιπρόσωπος του κυρίου αντιπροσωπευομένου, το υποβληθέν ερώτημα πρέπει να νοηθεί υπό την έννοια ότι αφορά κατ’ ουσίαν το ζήτημα αν, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, πρώτη και δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 86/653, η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση λόγω πελατείας την οποία λαμβάνει ο κύριος αντιπρόσωπος αναλόγως της πελατείας που έφερε ο υποπράκτορας δύναται να αποτελέσει για τον κύριο αντιπρόσωπο ουσιαστικό όφελος, οσάκις ο υποπράκτορας αυτός κατέστη ο κύριος αντιπρόσωπος του αντιπροσωπευομένου.

21

Τούτου λεχθέντος, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, εν προκειμένω του άρθρου 17, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 86/653, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της διατάξεως, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος.

22

Κατά την πρώτη περίπτωση της ως άνω διατάξεως, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται κατ’ αποκοπήν αποζημίωση, μετά τη λύση της συμβάσεως, αν και εφόσον έφερε νέους πελάτες στον εντολέα ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο εντολέας διατηρεί ουσιαστικά οφέλη από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς.

23

Από τη χρήση των όρων «διατηρεί» και «ουσιαστικά», καθώς και από τη διευκρίνιση ότι τα οφέλη που αποκομίζει ο εντολέας πρέπει να προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες που έφερε ο αντιπρόσωπος ή τις οποίες αυτός προήγαγε σημαντικά, προκύπτει ότι ο εντολέας πρέπει να αποκομίζει, μετά τη λήξη της συμβάσεως, όφελος το οποίο, αφενός, είναι σημαντικό και, αφετέρου, συνδέεται με τις προηγούμενες συναλλαγές του αντιπροσώπου. Αντιθέτως, το γράμμα της εν λόγω διατάξεως δεν παρέχει καμία διευκρίνιση ως προς τη φύση του εν λόγω οφέλους.

24

Ως εκ τούτου, η έννοια «ουσιαστικά οφέλη» κατά το άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 86/653 δύναται να περιλαμβάνει όλα τα οφέλη που αντλεί ο εντολέας από τις προσπάθειες του αντιπροσώπου μετά τη λύση της συμβάσεως, συμπεριλαμβανομένης της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως πελατείας την οποία αυτός έλαβε από τον δικό του εντολέα.

25

Το συμπέρασμα αυτό επιρρωννύεται από τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει η εν λόγω οδηγία.

26

Πράγματι, η οδηγία 86/653 αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στο να προστατεύσει τους εμπορικούς αντιπροσώπους στις σχέσεις τους με τους αντιπροσωπευομένους (απόφαση της 19ης Απριλίου 2018, CMR,C‑645/16, EU:C:2018:262, σκέψη 33).

27

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 17 της ως άνω οδηγίας είναι καθοριστικής σημασίας. Συνεπώς, το γράμμα της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο που συμβάλλει στην προστασία του εμπορικού αντιπροσώπου και που λαμβάνει πλήρως υπόψη τις επιδόσεις του κατά τη διενέργεια των συναλλαγών που του έχουν ανατεθεί (πρβλ. απόφαση της 7ης Απριλίου 2016, Marchon Germany,C‑315/14, EU:C:2016:211, σκέψη 33). Αποκλείεται κάθε ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως η οποία θα μπορούσε να αποβεί εις βάρος του εμπορικού αντιπροσώπου (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Μαρτίου 2009, Semen,C‑348/07, EU:C:2009:195, σκέψη 21, και της 19ης Απριλίου 2018, CMR,C‑645/16, EU:C:2018:262, σκέψη 35).

28

Ωστόσο, μια ερμηνεία σύμφωνα με την οποία η έννοια «ουσιαστικά οφέλη», κατά το άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 86/653, δεν περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την κατ’ αποκοπήν αποζημίωση πελατείας την οποία έλαβε ο εντολέας αναλόγως της πελατείας που έφερε ο εμπορικός αντιπρόσωπος και για την οποία αυτός δεν αμείβεται πλέον θα μπορούσε να θίξει τον εν λόγω αντιπρόσωπο.

29

Πράγματι, όπως επισημαίνει ο NY με τις γραπτές παρατηρήσεις του, σε περίπτωση κατά την οποία η λύση της συμβάσεως αποτελεί συνέπεια, μεταξύ άλλων, της μεταβιβάσεως επιχειρήσεως ή της πωλήσεως των περιουσιακών στοιχείων του αντιπροσωπευομένου και όπου το τίμημα διαφέρει ανάλογα με τη σημασία της πελατείας, τυχόν συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 17, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 86/653 θα στερούσε από τον εμπορικό αντιπρόσωπο την αποζημίωση για την υπεραξία την οποία προσέφερε στον αντιπροσωπευόμενο.

30

Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μια ερμηνεία σύμφωνα με την οποία η έννοια «ουσιαστικά οφέλη», κατά το άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 86/653, δεν περιλαμβάνει την κατ’ αποκοπήν αποζημίωση πελατείας την οποία έλαβε ο εντολέας αναλόγως της πελατείας που έφερε ο εμπορικός αντιπρόσωπος και για την οποία αυτός δεν αμείβεται πλέον θα αντέβαινε στον σκοπό της προστασίας του εμπορικού αντιπροσώπου τον οποίο επιδιώκει η οδηγία 86/653.

31

Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 86/653 έχει την έννοια ότι η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση πελατείας που κατέβαλε ο αντιπροσωπευόμενος στον κύριο αντιπρόσωπο αναλόγως της πελατείας που έφερε ο υποπράκτορας δύναται να συνιστά ουσιαστικό όφελος για τον κύριο αντιπρόσωπο.

32

Εντούτοις, προκειμένου να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο πλήρης απάντηση, πρέπει ακόμη να προσδιοριστεί αν το γεγονός ότι ο υποπράκτορας κατέστη, ο ίδιος, αντιπρόσωπος του κύριου αντιπροσωπευομένου ασκεί επιρροή επί του δικαιώματός του να λάβει την κατ’ αποκοπήν αποζημίωση λόγω πελατείας την οποία προβλέπει η ως άνω διάταξη.

33

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η συμπεριφορά του εμπορικού αντιπροσώπου συνιστά στοιχείο το οποίο μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό του δίκαιου χαρακτήρα της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως πελατείας (πρβλ. απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2010, Volvo Car Germany,C‑203/09, EU:C:2010:647, σκέψη 44), δεδομένου ότι ο δίκαιος αυτός χαρακτήρας αποτελεί sine qua non προϋπόθεση για την καταβολή της αποζημιώσεως σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 17, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 86/653.

34

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται κατ’ αποκοπήν αποζημίωση αν και εφόσον η καταβολή της είναι δίκαιη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων και ιδιαίτερα των προμηθειών που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες τους οποίους αυτός έφερε ή των οποίων προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις.

35

Υπό τις συνθήκες αυτές, η πελατεία την οποία ο αντιπρόσωπος μπορεί να αξιοποιήσει για τον εαυτό του ή προς όφελος άλλου αντιπροσωπευομένου αποτελεί κατ’ ανάγκην μέρος των «περιστάσεων» του άρθρου 17, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 86/653, οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την καταβολή της αποζημιώσεως που προβλέπει η εν λόγω διάταξη.

36

Πράγματι, το δικαίωμα αποζημιώσεως που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 έχει ουσιαστικά ανταποδοτικό χαρακτήρα για τον αντιπρόσωπο. Ως εκ τούτου, η αποζημίωση αυτή αποβλέπει στην ανταμοιβή του αντιπροσώπου για τις καταβληθείσες προσπάθειές του στο μέτρο που ο αντιπροσωπευόμενος εξακολουθεί, ακόμη και μετά τη λύση της συμβάσεως αντιπροσωπείας, να ωφελείται από τα οικονομικά πλεονεκτήματα τα οποία απορρέουν από τις εν λόγω προσπάθειες (πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Wahl στην υπόθεση Quenon K., C‑338/14, EU:C:2015:503, σημεία 35 και 36).

37

Μολονότι η διάταξη αυτή δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο συσταλτικής ερμηνείας, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως, τούτο δε προκειμένου να μη στερηθεί ο εμπορικός αντιπρόσωπος την αποζημίωση για την υπεραξία που προσέφερε στον αντιπροσωπευόμενο, εντούτοις η αποζημίωση την οποία προβλέπει η εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να καλύψει ζημίες που δεν συνδέονται άμεσα με την απώλεια πελατείας για τον αντιπρόσωπο.

38

Όπως αναφέρεται στην έκθεση για την εφαρμογή του άρθρου 17 της οδηγίας 86/653 που υπέβαλε η Επιτροπή στις 23 Ιουλίου 1996 [COM(96) 364 final], αν ο αντιπρόσωπος εξακολουθεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των ίδιων πελατών για τα ίδια προϊόντα, αλλά για λογαριασμό άλλου αντιπροσωπευομένου, η καταβολή αποζημιώσεως θα ήταν άδικη, δεδομένου ότι δεν υφίσταται η ειδική ζημία για την αποκατάσταση της οποίας προορίζεται, δεδομένου ότι ο αντιπρόσωπος δεν χάνει την πελατεία του.

39

Ως εκ τούτου, όταν ο υποπράκτορας συνεχίζει τη δραστηριότητά του ως εμπορικός αντιπρόσωπος για τους ίδιους πελάτες και για τα ίδια προϊόντα, αλλά στο πλαίσιο άμεσης σχέσης με τον κύριο αντιπροσωπευόμενο, τούτο δε σε αντικατάσταση του κύριου αντιπροσώπου ο οποίος τον είχε προσλάβει προηγουμένως, ο εν λόγω υποπράκτορας δεν υφίσταται, κατά μείζονα λόγο, καμία αρνητική συνέπεια από τη λύση της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας που τον συνέδεε με τον κύριο αντιπρόσωπο.

40

Στο εθνικό δικαστήριο, ωστόσο, απόκειται να εκτιμήσει τον δίκαιο χαρακτήρα της καταβολής της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως πελατείας, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί.

41

Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 86/653 έχει την έννοια ότι η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση πελατείας την οποία κατέβαλε ο αντιπροσωπευόμενος στον κύριο αντιπρόσωπο αναλόγως της πελατείας που έφερε ο υποπράκτορας δύναται να συνιστά, για τον κύριο αντιπρόσωπο, ουσιαστικό όφελος. Εντούτοις, η καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως στον υποπράκτορα ενδέχεται να θεωρηθεί ως μη δίκαιη, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, όταν αυτός συνεχίζει τη δραστηριότητά του ως εμπορικός αντιπρόσωπος όσον αφορά τους ίδιους πελάτες και τα ίδια προϊόντα, αλλά στο πλαίσιο άμεσης σχέσεως με τον κύριο αντιπροσωπευόμενο, τούτο δε σε αντικατάσταση του κύριου αντιπροσώπου ο οποίος τον είχε προηγουμένως προσλάβει.

Επί των δικαστικών εξόδων

42

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες),

 

έχει την έννοια ότι:

 

η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση πελατείας την οποία κατέβαλε ο αντιπροσωπευόμενος στον κύριο αντιπρόσωπο αναλόγως της πελατείας που έφερε ο υποπράκτορας δύναται να συνιστά, για τον κύριο αντιπρόσωπο, ουσιαστικό όφελος.

 

Εντούτοις, η καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως στον υποπράκτορα ενδέχεται να θεωρηθεί ως μη δίκαιη, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, όταν αυτός συνεχίζει τη δραστηριότητά του ως εμπορικός αντιπρόσωπος όσον αφορά τους ίδιους πελάτες και τα ίδια προϊόντα, αλλά στο πλαίσιο άμεσης σχέσεως με τον κύριο αντιπροσωπευόμενο, τούτο δε σε αντικατάσταση του κύριου αντιπροσώπου ο οποίος τον είχε προηγουμένως προσλάβει.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.