ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 30ής Ιουνίου 2022 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 – Διεθνής δικαιοδοσία σε υποθέσεις ασφαλίσεων – Άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ – Αγωγή που ασκείται από τον αντισυμβαλλόμενο του ασφαλιστή, τον ασφαλισμένο ή δικαιούχο ασφαλιστικής σύμβασης – Δυνατότητα άσκησης αγωγής κατά ασφαλιστή ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του ενάγοντος – Καθορισμός της διεθνούς δικαιοδοσίας και της κατά τόπον αρμοδιότητας δικαστηρίου κράτους μέλους – Άρθρο 13, παράγραφος 2 – Ευθεία αγωγή του ζημιωθέντος κατά του ασφαλιστή – Ασφαλιστής που εδρεύει σε ένα κράτος μέλος και διατηρεί εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος ενάγεται ενώπιον του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η εγκατάσταση»

Στην υπόθεση C‑652/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunalul Bucureşti (πρωτοδικείο Βουκουρεστίου, Ρουμανία) με απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Δεκεμβρίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

HW,

ZF,

MZ

κατά

Allianz Elementar Versicherungs AG,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. Jääskinen (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, M. Safjan και M. Gavalec, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Ρουμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις E. Gane και L. Liţu,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A. Biolan και S. Noë,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των HW, ZF και MZ, τριών φυσικών προσώπων κατοίκων Ρουμανίας, και, αφετέρου, της Allianz Elementar Versicherungs AG, εταιρίας εγκατεστημένης στην Αυστρία, αλλά εκπροσωπούμενης από την ανταποκρίτριά της στη Ρουμανία, σχετικά με αγωγή αποζημιώσεως που άσκησαν τα εν λόγω πρόσωπα, τα οποία ισχυρίζονται ότι είναι δικαιούχοι ασφαλιστηρίου συμβολαίου συναφθέντος μεταξύ της ως άνω εταιρίας και του προκαλέσαντος το ατύχημα από το οποίο απεβίωσε μέλος της οικογένειάς τους.

Το νομικό πλαίσιο

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 15, 16, 18 και 34 του κανονισμού 1215/2012 έχουν ως εξής:

«(15)

Οι κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας θα πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου. Η δωσιδικία αυτή θα πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των διαδίκων δικαιολογεί άλλο συνδετικό στοιχείο. Η κατοικία των νομικών προσώπων πρέπει να καθορίζεται αυτοτελώς ώστε να αυξάνεται η διαφάνεια των κοινών κανόνων και να αποφεύγονται οι συγκρούσεις δικαιοδοσίας.

(16)

Η δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου πρέπει να συμπληρωθεί από εναλλακτικές δωσιδικίες που θα ισχύουν λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Η ύπαρξη στενού συνδέσμου θα πρέπει να παρέχει ασφάλεια δικαίου και να αποφεύγεται το ενδεχόμενο ο εναγόμενος να ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους το οποίο δεν μπορούσε ευλόγως να προβλέψει. […]

[…]

(18)

Στις συμβάσεις ασφάλισης, καταναλωτών και εργασίας είναι σκόπιμο να προστατεύεται το αδύναμο μέρος με ευνοϊκότερους για τα συμφέροντά του κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας.

[…]

(34)

Θα πρέπει να διασφαλισθεί η συνέχεια μεταξύ της σύμβασης [της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7)], του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 [του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1)] και του παρόντος κανονισμού, και γι’ αυτό το σκοπό θα πρέπει να προβλεφθούν μεταβατικές διατάξεις. Η ίδια ανάγκη συνέχειας ισχύει και όσον αφορά την ερμηνεία των διατάξεων από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης της [εν λόγω] σύμβασης […] και των κανονισμών που την αντικατέστησαν.»

4

Το κεφάλαιο II του κανονισμού 1215/2012, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διεθνής δικαιοδοσία», περιλαμβάνει το τμήμα 1, τιτλοφορούμενο «Γενικές διατάξεις», στο οποίο περιλαμβάνονται τα άρθρα 4 έως 6 του κανονισμού.

5

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.»

6

Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους σε κράτος μέλος μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 7 του παρόντος κεφαλαίου.»

7

Το άρθρο 7, σημείο 5, του κανονισμού 1215/2012, που περιλαμβάνεται στο τιτλοφορούμενο «Ειδικές δικαιοδοσίες» τμήμα 2 του κεφαλαίου II, ορίζει τα εξής:

«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:

[…]

5)

ως προς διαφορές σχετικές με την εκμετάλλευση υποκαταστήματος, πρακτορείου ή κάθε άλλης εγκατάστασης, ενώπιον του δικαστηρίου της τοποθεσίας τους·

[…]».

8

Το τμήμα 3, με τίτλο «Διεθνής δικαιοδοσία σε υποθέσεις ασφαλίσεων», του εν λόγω κεφαλαίου II, περιλαμβάνει τα άρθρα 10 έως 16 του κανονισμού 1215/2012.

9

Το άρθρο 10 του κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Σε υποθέσεις ασφαλίσεων η διεθνής δικαιοδοσία ρυθμίζεται από το παρόν τμήμα, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 6 και του άρθρου 7 σημείο 5.»

10

Το άρθρο 11 του κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.   Ένας ασφαλιστής ο οποίος έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί:

α)

ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους όπου έχει την κατοικία του·

β)

σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον την αγωγή έχει ασκήσει ο αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή, ο ασφαλισμένος ή δικαιούχος, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του ενάγοντος· ή

[…]

2.   Όταν ο ασφαλιστής δεν έχει κατοικία στο έδαφος κράτους μέλους, αλλά διαθέτει υποκατάστημα, πρακτορείο ή οποιαδήποτε άλλη εγκατάσταση σε κράτος μέλος, θεωρείται, για διαφορές σχετικές με την εκμετάλλευσή τους, ότι έχει την κατοικία του στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους.»

11

Κατά το άρθρο 13 του ίδιου κανονισμού:

«1.   Σε υποθέσεις ασφάλισης αστικής ευθύνης, ο ασφαλιστής μπορεί επίσης να προσεπικληθεί ενώπιον του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της αγωγής του ζημιωθέντος κατά του ασφαλισμένου, αν το δίκαιο του δικαστηρίου το επιτρέπει.

2.   Οι διατάξεις των άρθρων 10, 11 και 12 εφαρμόζονται σε περίπτωση ευθείας αγωγής του ζημιωθέντος κατά του ασφαλιστή, εφόσον η ευθεία αγωγή επιτρέπεται.

[…]»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

12

Στις 22 Δεκεμβρίου 2017, ο οδηγός και ο επιβάτης οχήματος απεβίωσαν σε τροχαίο ατύχημα το οποίο προκλήθηκε, τουλάχιστον εν μέρει, από υπαιτιότητα του οδηγού. Το επίμαχο όχημα ήταν ταξινομημένο στην Αυστρία και ασφαλισμένο στην Allianz Elementar Versicherung, η οποία εδρεύει στο κράτος μέλος αυτό.

13

Στις 17 Φεβρουαρίου 2020, προκειμένου να λάβουν χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, τρία μέλη της ευρύτερης οικογένειας του θανόντος επιβάτη, κάτοικοι όλοι Ρουμανίας, άσκησαν αγωγή κατά της Allianz Elementar Versicherung, εκπροσωπούμενης από την ανταποκρίτριά της στη Ρουμανία Allianz‑Țiriac Asigurări SA, ενώπιον του Tribunalul Bucureşti (πρωτοδικείου Βουκουρεστίου, Ρουμανία), στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η έδρα της ανταποκρίτριας.

14

Κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του Codul de procedură civilă (κώδικα πολιτικής δικονομίας), το αιτούν δικαστήριο εξέτασε αυτεπαγγέλτως τη διεθνή δικαιοδοσία του και την κατά τόπον αρμοδιότητά του.

15

Υπό το πρίσμα της αποφάσεως της 13ης Δεκεμβρίου 2007, FBTO Schadeverzekeringen (C‑463/06, EU:C:2007:792, σκέψη 31), η οποία, κατά το αιτούν δικαστήριο, αφορά αντίστοιχες διατάξεις του κανονισμού 44/2001, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, για τους σκοπούς του εν λόγω ελέγχου, είναι κρίσιμος ο κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012, στον οποίο παραπέμπει το άρθρο του 13, παράγραφος 2, σε περίπτωση ευθείας αγωγής του ζημιωθέντος κατά του ασφαλιστή.

16

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η εναγομένη της κύριας δίκης είναι ασφαλιστής εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος ο οποίος ενάγεται στη Ρουμανία, όχι ενώπιον δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκονται οι αντίστοιχες κατοικίες των εναγόντων της κύριας δίκης, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι είναι οι δικαιούχοι του οικείου ασφαλιστηρίου, αλλά ενώπιον του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η έδρα της ανταποκρίτριας στη Ρουμανία του εν λόγω ασφαλιστή.

17

Κατόπιν των διαπιστώσεων αυτών, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το αν το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012 καθορίζει μόνον τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων των κρατών μελών ή συγχρόνως και την εσωτερική τους αρμοδιότητα, και ειδικότερα την κατά τόπον αρμοδιότητά τους. Το αιτούν δικαστήριο παραθέτει αντικρουόμενα επιχειρήματα, γραμματικής, συστηματικής και τελολογικής φύσεως, τα οποία συνηγορούν υπέρ της μιας ή της άλλης από τις απόψεις αυτές.

18

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunalul București (πρωτοδικείο Βουκουρεστίου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν οι διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού [1215/2012] την έννοια ότι αφορούν αποκλειστικά τη διεθνή δικαιοδοσία των κρατών μελών [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] ή την έννοια ότι καθορίζουν και την εσωτερική (κατά τόπον) αρμοδιότητα των δικαστηρίων του τόπου κατοικίας του δικαιούχου του ασφαλιστηρίου;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

19

Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι, όταν η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή, καθορίζει τόσο τη διεθνή δικαιοδοσία όσο και την κατά τόπον αρμοδιότητα του δικαστηρίου κράτους μέλους στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η κατοικία του ενάγοντος.

20

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, στο μέτρο που, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 34 του κανονισμού 1215/2012, ο κανονισμός αυτός καταργεί και αντικαθιστά τον κανονισμό 44/2001, ο οποίος είχε αντικαταστήσει με τη σειρά του τη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως είχε τροποποιηθεί με τις διαδοχικές συμβάσεις για την προσχώρηση των νέων κρατών μελών στη Σύμβαση αυτή (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών), η διατυπωθείσα από το Δικαστήριο ερμηνεία των διατάξεων των τελευταίων αυτών νομοθετημάτων ισχύει και για τον κανονισμό 1215/2012, εφόσον οι διατάξεις αυτές μπορούν να χαρακτηριστούν ως «ισοδύναμες» (απόφαση της 20ής Μαΐου 2021, CNP, C‑913/19, EU:C:2021:399, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

21

Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 44/2001 και το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012 είναι ισοδύναμες διατάξεις, δεδομένου ότι το γράμμα της πρώτης διάταξης επαναλαμβάνεται κατ’ ουσίαν στη δεύτερη διάταξη (πρβλ. απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2018, Hofsoe, C‑106/17, EU:C:2018:50, σκέψη 36).

22

Όσον αφορά την αντίστοιχη διάταξη της Σύμβασης των Βρυξελλών, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, προκειμένου να ενισχυθεί η προστασία του οικονομικώς ασθενέστερου μέρους, το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 44/2001 διατυπώθηκε με τρόπο που να επιτρέπει ρητώς στον ασφαλισμένο ή στον δικαιούχο από σύμβαση ασφαλίσεως να ενάγει τον ασφαλιστή ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου ο ασφαλισμένος ή ο δικαιούχος έχουν την κατοικία τους, ενώ το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, της Σύμβασης των Βρυξελλών προέβλεπε μόνο δικαιοδοσία του δικαστηρίου του τόπου όπου ο αντισυμβαλλόμενος έχει την κατοικία του, χωρίς να διευκρινίζει εάν ο ασφαλιστής μπορεί ή όχι να εναχθεί ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου (πρβλ. απόφαση της 12ης Μαΐου 2005, Société financière et industrielle du Peloux, C‑112/03, EU:C:2005:280, σκέψη 41). Επομένως, το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 44/2001, νυν άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012, διεύρυνε, σε σχέση με την εν λόγω Σύμβαση, τον κατάλογο των προσώπων που μπορούν να εναγάγουν τον ασφαλιστή ενώπιον δικαστηρίου (πρβλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2020, Balta, C‑803/18, EU:C:2020:123, σκέψη 35).

23

Παρά τη διαφορετική διατύπωση που υφίσταται, κατά το μέτρο αυτό, μεταξύ του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, της Σύμβασης των Βρυξελλών, αφενός, και του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 44/2001, καθώς και του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012, αφετέρου, γεγονός παραμένει ότι οι διατάξεις αυτές μπορούν να χαρακτηριστούν ως ισοδύναμες μεταξύ τους, καθόσον επιτρέπουν να εναχθεί ο ασφαλιστής που έχει την κατοικία του, αντιστοίχως, σε συμβαλλόμενο κράτος ή σε κράτος μέλος ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου έχει την κατοικία του ο ενάγων, εφόσον την αγωγή έχει ασκήσει ο αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή στην περίπτωση της Σύμβασης των Βρυξελλών ή επίσης ο ασφαλισμένος ή ο δικαιούχος της ασφαλιστικής σύμβασης στην περίπτωση των εν λόγω κανονισμών, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενάγων έχει την κατοικία του, αντιστοίχως, σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος ή σε άλλο κράτος μέλος.

24

Επομένως, η ερμηνεία που έχει δώσει το Δικαστήριο όσον αφορά το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, της Σύμβασης των Βρυξελλών και το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 44/2001 ισχύει και για το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012.

25

Εξάλλου, πριν δοθεί απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να γίνουν ορισμένες διευκρινίσεις, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης της κύριας δίκης.

26

Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012, σε περίπτωση αγωγής που ασκείται από τον αντισυμβαλλόμενο του ασφαλιστή, τον ασφαλισμένο ή τον δικαιούχο ασφαλιστικής σύμβασης κατά ασφαλιστή ο οποίος έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, ο ασφαλιστής που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος και, ειδικότερα, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του ενάγοντος.

27

Εν προκειμένω, αφενός, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η αγωγή στην υπόθεση της κύριας δίκης ασκήθηκε κατά ασφαλιστικής εταιρίας εδρεύουσας στην Αυστρία «όπως εκπροσωπείται από την ανταποκρίτριά της στη Ρουμανία», σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι οι διαπιστώσεις εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και τις διατάξεις του εθνικού δικαίου δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, σύμφωνα με την πάγια νομολογία περί σαφούς διάκρισης των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 2021, Wilo Salmson France, C‑80/20, EU:C:2021:870, σκέψη 47, και της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Τράπεζα Πειραιώς AE, C‑243/20, EU:C:2021:1045, σκέψη 26).

28

Ωστόσο, προκειμένου να παρασχεθούν στο αιτούν δικαστήριο όλα τα χρήσιμα στοιχεία για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί, θα πρέπει να επισημανθούν, στο πλαίσιο αυτό, οι διατάξεις του κανονισμού 1215/2012 που θεσπίζουν ειδικούς κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας σε περίπτωση διαφορών σχετικών με την εκμετάλλευση υποκαταστήματος, πρακτορείου ή κάθε άλλης εγκατάστασης, και ειδικότερα το άρθρο 7, σημείο 5, του εν λόγω κανονισμού, η εφαρμογή του οποίου σε υποθέσεις ασφαλίσεων προβλέπεται στην περιεχόμενη στο άρθρο 10 του κανονισμού επιφύλαξη. Από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει αν η ασκηθείσα από τους ενάγοντες της κύριας δίκης αγωγή μπορεί να αποτελέσει τέτοια διαφορά, αλλά εναπόκειται, εν πάση περιπτώσει, στο αιτούν δικαστήριο να το κρίνει και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, να εξακριβώσει αν έχει το ίδιο διεθνή δικαιοδοσία και υπό το πρίσμα των εν λόγω διατάξεων, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια που έχει καθορίσει η νομολογία του Δικαστηρίου στον τομέα αυτόν (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 20ής Μαΐου 2021, CNP, C‑913/19, EU:C:2021:399, σκέψεις 51 και 52).

29

Αφετέρου, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισήμανε ότι, μολονότι το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι οι ενάγοντες της κύριας δίκης είναι «δικαιούχοι» κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012, η διαφορά της κύριας δίκης αφορά μάλλον ευθεία αγωγή ασκηθείσα από ζημιωθέντα πρόσωπα και όχι από δικαιούχους κατά του ασφαλιστή, οπότε η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή στην εν λόγω διαφορά μόνο μέσω του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού.

30

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, βεβαίως, το αιτούν δικαστήριο χαρακτήρισε ως «δικαιούχους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου» τους ενάγοντες της υπόθεσης της κύριας δίκης, οι οποίοι είναι μέλη της ευρύτερης οικογένειας του επιβάτη ο οποίος απεβίωσε στο ατύχημα που προκάλεσε ο οδηγός του ασφαλισμένου οχήματος. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο, προκειμένου να τεκμηριώσει τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012 στην υπόθεση της κύριας δίκης, παρέπεμψε στην απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2007, FBTO Schadeverzekeringen (C‑463/06, EU:C:2007:792, σκέψη 31), κατά την οποία «η παραπομπή του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001 στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο ζημιωθείς μπορεί να ασκήσει ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του σε κράτος μέλος ευθεία αγωγή κατά του ασφαλιστή, εφόσον το οικείο δίκαιο επιτρέπει την άσκηση τέτοιας αγωγής και ο ασφαλιστής έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους». Οι διατάξεις που αναφέρονται στην εν λόγω απόφαση είναι ισοδύναμες με το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012 και με το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, αυτού, αντιστοίχως (πρβλ. απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2018, Hofsoe, C‑106/17, EU:C:2018:50, σκέψη 36).

31

Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012 φαίνεται πράγματι ότι τυγχάνει εφαρμογής στη διαφορά της κύριας δίκης λόγω της παραπομπής του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού στην εν λόγω διάταξη.

32

Ως εκ τούτου, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, πριν εφαρμόσει ενδεχομένως το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012 στην υπόθεση της κύριας δίκης, εάν οι δικονομικοί κανόνες του ρουμανικού δικαίου παρέχουν τη δυνατότητα σε όποιον τυχόν δικαιούται αποζημίωση να ασκήσει ευθεία αγωγή κατά του ασφαλιστή, η οποία, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού, συνεπάγεται την εφαρμογή των άρθρων του 10 έως 12 (πρβλ. απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2018, Hofsoe, C‑106/17, EU:C:2018:50, σκέψη 35). Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι σκοπός της παραπομπής που απορρέει από το άρθρο 13, παράγραφος 2, είναι να προστεθούν στον κατάλογο των εναγόντων που περιλαμβάνεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, τα πρόσωπα που υπέστησαν ζημία, χωρίς να περιορίζεται ο κύκλος των προσώπων αυτών σε εκείνους που υπέστησαν τη ζημία άμεσα (πρβλ. απόφαση της 20ής Μαΐου 2021, CNP, C‑913/19, EU:C:2021:399, σκέψη 38).

33

Κατόπιν των προκαταρκτικών αυτών διευκρινίσεων, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος. Το ιστορικό της θέσπισης μιας διάταξης του δικαίου της Ένωσης μπορεί επίσης να παρέχει κρίσιμα στοιχεία για την ερμηνεία της (απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, CRCAM, C‑337/20, EU:C:2021:671, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34

Πρώτον, όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το ερώτημα του Tribunalul Bucureşti (πρωτοδικείου Βουκουρεστίου) επικεντρώνεται στο τελευταίο τμήμα της διάταξης αυτής.

35

Διαπιστώνεται όμως ότι η απόδοση στη ρουμανική γλώσσα του εν λόγω άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, όπως και οι αποδόσεις στην αγγλική και τη φινλανδική γλώσσα διαφέρουν στο επίπεδο αυτό, μεταξύ άλλων, από τις αποδόσεις στην ισπανική, τη δανική, τη γερμανική, τη γαλλική, την ιταλική, την ολλανδική, την πολωνική, την πορτογαλική και τη σουηδική γλώσσα. Στην πρώτη ομάδα των αποδόσεων αυτών, το τελευταίο τμήμα της διάταξης αποδίδεται ως «ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου κατοικίας του ενάγοντος», ενώ στη δεύτερη ομάδα αποδίδεται ως «ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του ενάγοντος». Επομένως, η χρήση του πληθυντικού για τη λέξη «δικαστήριο», όπως περιλαμβάνεται στο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, δεν υιοθετήθηκε από πολλές γλωσσικές αποδόσεις της ερμηνευόμενης διάταξης.

36

Κατά πάγια νομολογία, η διατύπωση που χρησιμοποιείται σε μία από τις γλωσσικές αποδόσεις διάταξης του δικαίου της Ένωσης δεν μπορεί να αποτελεί τη μοναδική βάση για την ερμηνεία της διάταξης αυτής ούτε μπορεί να της δίδεται, συναφώς, προτεραιότητα σε σχέση με τις άλλες γλωσσικές αποδόσεις. Πράγματι, η ανάγκη ομοιόμορφης εφαρμογής και, ως εκ τούτου, ομοιόμορφης ερμηνείας μιας πράξεως της Ένωσης δεν επιτρέπει να λαμβάνεται υπόψη αυτή μεμονωμένα, όπως έχει αποδοθεί σε μία γλώσσα, αλλά επιτάσσει να ερμηνεύεται με γνώμονα την όλη οικονομία και τον σκοπό της κανονιστικής ρυθμίσεως της οποίας αποτελεί στοιχείο (απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020, Personal Exchange International, C‑774/19, EU:C:2020:1015, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37

Συναφώς, όπως επισήμαναν τόσο το αιτούν δικαστήριο όσο και η Ρουμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό να συγκριθεί το γράμμα του στοιχείου βʹ της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του κανονισμού 1215/2012, που αποτελεί το αντικείμενο του ερωτήματος του αιτούντος δικαστηρίου, με το γράμμα του στοιχείου αʹ της παραγράφου 1. Πράγματι, το κριτήριο διεθνούς δικαιοδοσίας που επέλεξε ο νομοθέτης της Ένωσης στο στοιχείο βʹ αφορά ειδικά τον «τόπο κατοικίας του ενάγοντος», ενώ το κριτήριο που προβλέπεται στην παράγραφο 1, στοιχείο αʹ, αφορά γενικά το «κράτος μέλος όπου [ο ασφαλιστής] έχει την κατοικία του».

38

Η διαφορετική αυτή διατύπωση συνηγορεί υπέρ της ερμηνείας κατά την οποία το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012 αποβλέπει στον απευθείας καθορισμό συγκεκριμένου δικαστηρίου εντός κράτους μέλους, χωρίς παραπομπή στους ισχύοντες στο κράτος αυτό κανόνες κατανομής της κατά τόπον αρμοδιότητας και, επομένως, στον καθορισμό όχι μόνον της διεθνούς δικαιοδοσίας, αλλά και της κατά τόπον αρμοδιότητας του εν λόγω δικαστηρίου, στις περιπτώσεις που καλύπτει η διάταξη αυτή.

39

Όπως επισημάνθηκε από το αιτούν δικαστήριο και από την Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η ερμηνεία που έγινε δεκτή στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως ενισχύεται από την αναλογία με αποφάσεις με τις οποίες το Δικαστήριο ερμήνευσε διάφορες διατάξεις του άρθρου 7 του κανονισμού 1215/2012, το γράμμα των οποίων αποσκοπεί επίσης στον καθορισμό ενός συγκεκριμένου «τόπου» εντός του κράτους μέλους, υπό την έννοια ότι οι εν λόγω διατάξεις καθορίζουν τόσο τη διεθνή δικαιοδοσία όσο και την κατά τόπον αρμοδιότητα. Οι αποφάσεις αυτές αφορούν ιδίως το σημείο 1, στοιχείο βʹ, πρώτη περίπτωση, του άρθρου 7, το οποίο είναι ισοδύναμο με το σημείο 1, στοιχείο βʹ, πρώτη περίπτωση, του άρθρου 5 του κανονισμού 44/2001 (πρβλ. απόφαση της 3ης Μαΐου 2007, Color Drack, C‑386/05, EU:C:2007:262, σκέψη 30), το σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του άρθρου 7 (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουνίου 2017, Kareda, C‑249/16, EU:C:2017:472, σκέψη 46), καθώς και το σημείο 2 του ίδιου άρθρου 7 (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Volvo κ.λπ., C‑30/20, EU:C:2021:604, σκέψεις 33 και 43).

40

Η αναλογία που διαπιστώθηκε με τις εν λόγω αποφάσεις ενισχύεται επίσης από την έκθεση του P. Jenard σχετικά με τη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1986, C 298, σ. 29). Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στη σελίδα 31 της έκθεσης αυτής, το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, σημείο 1, της Σύμβασης των Βρυξελλών «περιορίζεται στον καθορισμό γενικής δικαιοδοσίας προβλέποντας τη δικαιοδοσία “των δικαστηρίων του κράτους όπου έχει ο ασφαλιστής την κατοικία του”», οπότε «[σ]το εσωτερικό κάθε κράτους θα εφαρμοστεί το εσωτερικό δίκαιο για να οριστεί το αρμόδιο δικαστήριο», ενώ σκοπός του σημείου 2 του ίδιου άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, είναι να ορίσει ότι, «αν ο ασφαλιστής εναχθεί έξω από το κράτος όπου έχει την κατοικία του, η αγωγή πρέπει να ασκηθεί ενώπιον δικαστηρίου ρητά καθορισμένου, σύμφωνα με το σύστημα που ήδη υιοθετήθηκε στο άρθρο 5 [της εν λόγω Σύμβασης]».

41

Δεδομένου ότι, αφενός, οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας σε θέματα ασφάλισης που προβλέπονται στο άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, σημεία 1 και 2, της Σύμβασης των Βρυξελλών είναι κατ’ ουσίαν ισοδύναμοι με εκείνους που προβλέπονται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 1215/2012 και, αφετέρου, οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας για τις διαφορές από σύμβαση και από αδικοπραξία που προβλέπονται στο άρθρο 5, σημεία 1 και 3, της εν λόγω Σύμβασης είναι κατ’ ουσίαν ισοδύναμοι με εκείνους που προβλέπονται στο άρθρο 7, σημεία 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού, η έκθεση που μνημονεύεται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας απόφασης, και ιδίως η προσέγγιση που ακολουθείται στο τέλος του παρατιθέμενου στην ίδια προηγούμενη σκέψη χωρίου, τεκμηριώνει την ερμηνεία σύμφωνα με την οποία από τη χρήση της λέξης «τόπος» στο άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού συνάγεται ότι η διάταξη αυτή ορίζει ρητώς προσδιορισμένο δικαστήριο και, επομένως, καθορίζει άμεσα την κατά τόπον αρμοδιότητα, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο όσον αφορά την ανάλογη διατύπωση στο άρθρο 7, σημεία 1 και 2, του ίδιου κανονισμού.

42

Από τα ανωτέρω στοιχεία προκύπτει ότι από αυτή καθεαυτή τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012 μπορεί να συναχθεί ότι η εν λόγω διάταξη καθορίζει τόσο τη διεθνή δικαιοδοσία όσο και την κατά τόπον αρμοδιότητα του δικαστηρίου ενός κράτους μέλους στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η κατοικία του ενάγοντος.

43

Δεύτερον, η ως άνω ερμηνεία ενισχύεται από την ανάλυση του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω διάταξη. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται, κατ’ αρχήν, ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους. Ομοίως, στην αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού αυτού υπογραμμίζεται ότι οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στον κανονισμό βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου, η οποία πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις.

44

Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 προβλέπει ότι, κατά παρέκκλιση από την αρχή αυτή, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 7 του κεφαλαίου II του κανονισμού.

45

Όσον αφορά, ειδικότερα, το τμήμα 3 του κεφαλαίου ΙΙ του εν λόγω κανονισμού, στο οποίο περιλαμβάνεται το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, είναι σαφές ότι αυτό θεσπίζει αυτοτελές σύστημα κατανομής της διεθνούς δικαιοδοσίας σε υποθέσεις ασφαλίσεων, όπως προκύπτει, ιδίως, από τον τίτλο του εν λόγω τμήματος και από το άρθρο 10 του εν λόγω κανονισμού [πρβλ. αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 2021, T. B. και D. (Διεθνής δικαιοδοσία σε υποθέσεις ασφαλίσεων), C‑393/20, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:871, σκέψη 29, και της 9ης Δεκεμβρίου 2021, BT (Προσεπίκληση του ασφαλισμένου), C‑708/20, EU:C:2021:986, σκέψη 26].

46

Καθόσον η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου της κατοικίας του ενάγοντος, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012, αποτελεί κανόνα που παρεκκλίνει από την αρχή της διεθνούς δικαιοδοσίας βάσει της δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου, χρήζει στενής ερμηνείας, η οποία δεν πρέπει να βαίνει πέραν των περιπτώσεων που ρητώς προβλέπει ο ίδιος ο κανονισμός [βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 20ής Μαΐου 2021, CNP, C‑913/19, EU:C:2021:399, σκέψη 49, και της 21ης Οκτωβρίου 2021, T. B. και D. (Διεθνής δικαιοδοσία σε υποθέσεις ασφαλίσεων), C‑393/20, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:871, σκέψη 42].

47

Η στενή ερμηνεία της διάταξης αυτής επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο διότι, όπως υπογράμμισε το Δικαστήριο όσον αφορά την ισοδύναμη διάταξη του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, της Σύμβασης των Βρυξελλών, οι συντάκτες της Σύμβασης εξέφρασαν την αντίθεσή τους κατά της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων της κατοικίας του ενάγοντος εκτός των περιπτώσεων που η Σύμβαση προβλέπει ρητώς (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2000, Group Josi, C‑412/98, EU:C:2000:399, σκέψεις 69 έως 72).

48

Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012, καθορίζοντας «το δικαστήριο του τόπου κατοικίας του ενάγοντος», απονέμει διεθνή δικαιοδοσία στο σύνολο των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο ενάγων.

49

Τρίτον και τελευταίο, όσον αφορά τους σκοπούς που επιδιώκουν οι σχετικές στην παρούσα υπόθεση διατάξεις, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, από την αιτιολογική σκέψη 18 του κανονισμού 1215/2012 προκύπτει ότι η αγωγή σε υποθέσεις ασφαλίσεων χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μιας ορισμένης ανισορροπίας μεταξύ των διαδίκων την οποία οι διατάξεις του τμήματος 3 του κεφαλαίου II του κανονισμού αποσκοπούν να διορθώσουν διά της προβλέψεως, ως προς τον ασθενέστερο διάδικο, κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας οι οποίοι είναι ευνοϊκότεροι για τα συμφέροντά του απ’ ό,τι οι γενικοί κανόνες [απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2021, BT (Προσεπίκληση του ασφαλισμένου), C‑708/20, EU:C:2021:986, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

50

Ειδικότερα, ο ειδικός κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού, όπως και όλοι οι κανόνες που περιλαμβάνονται στο τμήμα 3 του κεφαλαίου του ΙΙ, αποσκοπεί στο να διασφαλίσει ότι το ασθενέστερο μέρος που προτίθεται να εναγάγει το ισχυρότερο μέρος μπορεί να το πράξει ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους το οποίο είναι εύκολα προσιτό [πρβλ. αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2020, Balta, C‑803/18, EU:C:2020:123, σκέψη 28, και της 21ης Οκτωβρίου 2021, T. B. και D. (Διεθνής δικαιοδοσία σε υποθέσεις ασφαλίσεων), C‑393/20, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:871, σκέψη 46].

51

Ειδικότερα, έχει κριθεί ότι οι κληρονόμοι του θύματος τροχαίου ατυχήματος, όπως οι ενάγοντες στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρέπει να μπορούν να επωφεληθούν του forum actoris που προβλέπεται από το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012, σε συνδυασμό με το άρθρο 13, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού [πρβλ. απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2021, T. B. και D. (Διεθνής δικαιοδοσία σε υποθέσεις ασφαλίσεων), C‑393/20, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:871, σκέψεις 30 και 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

52

Αντιθέτως, το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, όπως θεωρεί το αιτούν δικαστήριο, οι ενδιαφερόμενοι ενάγοντες έχουν τη δυνατότητα να προσφύγουν όχι μόνον ενώπιον του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η κατοικία τους, αλλά και ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου του κράτους μέλους στο οποίο κατοικούν. Η διάταξη αυτή ουδόλως αποσκοπεί στο να καταστήσει δυνατή μια πρακτική «forum shopping», η οποία, εξάλλου, δεν συνάδει με τους λοιπούς σκοπούς του κανονισμού 1215/2012.

53

Πράγματι, όπως επισήμανε η Ρουμανική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, ο προστατευτικός σκοπός του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, επιτυγχάνεται ήδη με την παροχή σε κάθε ενάγοντα που διαλαμβάνεται στη διάταξη αυτή, δηλαδή στον αντισυμβαλλόμενο του ασφαλιστή, στον ασφαλισμένο ή στον δικαιούχο της ασφαλιστικής σύμβασης, της δυνατότητας επιλογής μεταξύ των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο εδρεύει ο ασφαλιστής κατά του οποίου ασκείται η αγωγή και του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η δική του κατοικία.

54

Επιπλέον, κατά την αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού 1215/2012, οι διατάξεις του πρέπει να ερμηνεύονται λαμβανομένου υπόψη του σκοπού διευκόλυνσης της ορθής απονομής της δικαιοσύνης [απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2021, BT (Προσεπίκληση του ασφαλισμένου), C‑708/20, EU:C:2021:986, σκέψη 35]. Από την αιτιολογική σκέψη 16 προκύπτει επίσης ότι η αρχή της δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου συμπληρώθηκε από τον νομοθέτη της Ένωσης, κατά παρέκκλιση, από εναλλακτικές δωσιδικίες, λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς. Η εν λόγω αιτιολογική σκέψη διευκρινίζει ότι η ύπαρξη ενός τέτοιου συνδέσμου θα πρέπει να παρέχει ασφάλεια δικαίου και να αποτρέπει το ενδεχόμενο ο εναγόμενος να ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους το οποίο δεν μπορούσε ευλόγως να προβλέψει. Η αναζήτηση υψηλού βαθμού προβλεψιμότητας της διεθνούς δικαιοδοσίας, ιδίως για τον εναγόμενο, μνημονεύεται επίσης ως σκοπός στην αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού.

55

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι η ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012 υπό την έννοια ότι ορίζει απευθείας, χωρίς παραπομπή στους εσωτερικούς κανόνες των κρατών μελών, συγκεκριμένο δικαστήριο, ήτοι εκείνο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η κατοικία του ενάγοντος, διασφαλίζει όχι μόνον ότι το μοναδικό δικαστήριο που καθίσταται, κατά συνέπεια, αρμόδιο συνδέεται ιδιαιτέρως στενά με τη συγκεκριμένη διαφορά, αλλά και ότι το δικαστήριο αυτό μπορεί να προσδιοριστεί εύκολα από τον ενάγοντα και είναι ευλόγως προβλέψιμο για τον εναγόμενο.

56

Για λόγους πληρότητας, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, αντιθέτως, ο καθορισμός της περιφέρειας του δικαστηρίου εντός του οποίου βρίσκεται ο τόπος κατοικίας του ενάγοντος, κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ανήκει, κατ’ αρχήν, στην οργανωτική αρμοδιότητα του κράτους μέλους στο οποίο ανήκει το εν λόγω δικαστήριο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Volvo κ.λπ., C‑30/20, EU:C:2021:604, σκέψη 34).

57

Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι, όταν η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή, καθορίζει τόσο τη διεθνή δικαιοδοσία όσο και την κατά τόπον αρμοδιότητα του δικαστηρίου κράτους μέλους στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η κατοικία του ενάγοντος.

Επί των δικαστικών εξόδων

58

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, έχει την έννοια ότι, όταν η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή, καθορίζει τόσο τη διεθνή δικαιοδοσία όσο και την κατά τόπον αρμοδιότητα του δικαστηρίου κράτους μέλους στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η κατοικία του ενάγοντος.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική.