ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 3ης Μαρτίου 2022 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων – Οδηγία 2005/36/ΕΚ – Πεδίο εφαρμογής – Προϋποθέσεις αποκτήσεως του δικαιώματος αυτόνομης ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος στο κράτος μέλος υποδοχής – Πτυχίο το οποίο εκδόθηκε στο κράτος μέλος καταγωγής – Δικαίωμα ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος για περιορισμένη περίοδο τριών ετών – Επίβλεψη από ιατρό που έχει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος και ταυτόχρονη παρακολούθηση ειδικής τριετούς εκπαιδεύσεως στη γενική ιατρική – Άρθρα 45 και 49 ΣΛΕΕ»

Στην υπόθεση C‑634/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Korkein hallinto-oikeus (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Φινλανδία) με απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο αυθημερόν, στο πλαίσιο της διαδικασίας που κίνησε η

Α

παρισταμένης της:

Sosiaali- ja terveysalan lupa- ja valvontavirasto,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Ziemele, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen (εισηγητή), Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, και A. Kumin, δικαστή,

γενικός εισαγγελέας: Α. Ράντος

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Pere,

η Νορβηγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις I. Meinich και K. S. Borge, καθώς και τον T. Sunde,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον M. Huttunen, καθώς και από τις L. Armati και T. Sevón,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 45 και 49 ΣΛΕΕ.

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας που κίνησε η A σχετικά με την απόφαση της Sosiaali- ja terveysalan lupa- ja valvontavirasto (αρχής αδειοδοτήσεως και εποπτείας στους τομείς της κοινωνικής πρόνοιας και της υγείας, Φινλανδία) (στο εξής: Valvira) να χορηγήσει στην A δικαίωμα ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος υπό την ιδιότητα του αναγνωρισμένου επαγγελματία στη Φινλανδία για περίοδο τριών ετών, υπό τη διεύθυνση και την επίβλεψη ιατρού ο οποίος έχει άδεια ασκήσεως και δικαιούται να ασκεί αυτόνομα το ιατρικό επάγγελμα.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Το άρθρο 1 της οδηγίας 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (ΕΕ 2005, L 255, σ. 22), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2013/55/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2013 (ΕΕ 2013, L 354, σ. 132) (στο εξής: οδηγία 2005/36), το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο», προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους το κράτος μέλος που εξαρτά την ανάληψη ή την άσκηση νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος, στην επικράτειά του, από την κατοχή καθορισμένων επαγγελματικών προσόντων (στο εξής αναφερόμενο ως το “κράτος μέλος υποδοχής”) αναγνωρίζει, για την ανάληψη και την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος, τα επαγγελματικά προσόντα που έχουν αποκτηθεί σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη (στο εξής αναφερόμενα ως “κράτη μέλη καταγωγής”) δίνοντας στον κάτοχό τους το δικαίωμα να ασκεί εκεί αυτό το επάγγελμα.

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει επίσης τους κανόνες που αφορούν τη μερική πρόσβαση σε νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα και την αναγνώριση επαγγελματικών πρακτικών ασκήσεων που πραγματοποιούνται σε άλλο κράτος μέλος.»

4

Το άρθρο 4 της ανωτέρω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αποτελέσματα της αναγνώρισης», προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι «[η] αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων από το κράτος μέλος υποδοχής παρέχει στους δικαιούχους τη δυνατότητα να αποκτήσουν, στο εν λόγω κράτος μέλος, πρόσβαση στο ίδιο επάγγελμα για το οποίο διαθέτουν τα προσόντα στο κράτος μέλος καταγωγής και να το ασκούν στο κράτος μέλος υποδοχής υπό τις ίδιες προϋποθέσεις όπως και οι υπήκοοί του».

5

Το άρθρο 10 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής» και υπάγεται στο κεφάλαιο I αυτής, σχετικά με το γενικό σύστημα αναγνώρισης των τίτλων εκπαίδευσης, προβλέπει στο στοιχείο βʹ τα εξής:

«Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται σε όλα τα επαγγέλματα που δεν καλύπτονται από τα κεφάλαια II και III του παρόντος τίτλου, καθώς και στις ακόλουθες περιπτώσεις στις οποίες ο αιτών, για συγκεκριμένους και εξαιρετικούς λόγους, δεν πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα ανωτέρω κεφάλαια:

[…]

β)

για ιατρούς βασικής εκπαίδευσης, ειδικευμένους ιατρούς, νοσοκόμους υπεύθυνους για γενική περίθαλψη, οδοντιάτρους, ειδικευμένους οδοντιάτρους, κτηνιάτρους, μαίες/μαιευτές, φαρμακοποιούς και αρχιτέκτονες, όταν ο μετανάστης δεν πληροί τις απαιτήσεις ουσιαστικής και νόμιμης επαγγελματικής άσκησης που αναφέρονται στα άρθρα 23, 27, 33, 37, 39, 43 και 49».

6

Το άρθρο 13 της οδηγίας 2005/36, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προϋποθέσεις αναγνώρισης», προβλέπει στην παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο, τα εξής:

«Εάν σε ένα κράτος μέλος υποδοχής απαιτείται για την ανάληψη ή την άσκηση νομοθετικά ρυθμιζόμενου επαγγέλματος η κατοχή συγκεκριμένων επαγγελματικών προσόντων, η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους παρέχει τη δυνατότητα ανάληψης του οικείου επαγγέλματος και της άσκησής του, υπό τους ίδιους όρους με εκείνους που ισχύουν για τους υπηκόους του, στους αιτούντες που είναι κάτοχοι της βεβαίωσης επάρκειας ή του τίτλου εκπαίδευσης που αναφέρεται στο άρθρο 11 και απαιτείται από άλλο κράτος μέλος για την ανάληψη ή την άσκηση του ίδιου επαγγέλματος στην επικράτειά του.»

7

Το άρθρο 21 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο τιτλοφορείται «Αρχή της αυτόματης αναγνώρισης» και υπάγεται στον τίτλο ΙΙΙ, κεφάλαιο III, αυτής, κεφάλαιο το οποίο αφορά την «[α]ναγνώριση βάσει του συντονισμού των ελάχιστων προϋποθέσεων εκπαίδευσης», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Κάθε κράτος μέλος αναγνωρίζει τους τίτλους εκπαίδευσης ως ιατρού, που επιτρέπουν την ανάληψη επαγγελματικών δραστηριοτήτων ιατρού βασικής εκπαίδευσης και ειδικευμένου ιατρού, ως νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη, ως οδοντιάτρου, ως ειδικευμένου οδοντιάτρου, ως κτηνιάτρου, ως φαρμακοποιού και ως αρχιτέκτονα, οι οποίοι εμφαίνονται στο παράρτημα V υπό τα σημεία, αντιστοίχως, 5.1.1, 5.1.2, 5.2.2, 5.3.2, 5.3.3, 5.4.2, 5.6.2 και 5.7.1, εφόσον πληρούν τους ελάχιστους όρους εκπαίδευσης για τους οποίους γίνεται αντιστοίχως λόγος στα άρθρα 24, 25, 31, 34, 35, 38, 44 και 46, παρέχοντάς τους την ίδια ισχύ, όσον αφορά την ανάληψη και την άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων στην επικράτειά του, με τους τίτλους εκπαίδευσης που χορηγεί το ίδιο.

Οι εν λόγω τίτλοι εκπαίδευσης πρέπει να χορηγούνται από τους αρμόδιους φορείς των κρατών μελών και να συνοδεύονται, ενδεχομένως, από τα πιστοποιητικά που αναφέρονται στο παράρτημα V, σημεία 5.1.1, 5.1.2, 5.2.2, 5.3.2, 5.3.3, 5.4.2, 5.6.2 και 5.7.1 αντίστοιχα.

[…]»

8

Το παράρτημα V, σημείο 5.1.1, της οδηγίας 2005/36, όσον αφορά τους τίτλους βασικής ιατρικής εκπαιδεύσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο, έχει ως εξής:

«ΧΩΡΑ

Τίτλος εκπαίδευσης

Οργανισμός που χορηγεί τον τίτλο εκπαίδευσης

Πιστοποιητικό που συνοδεύει τον τίτλο εκπαίδευσης

Ημερομηνία αναφοράς

United Kingdom

Primary qualification

Competent Examining body

Certificate of experience

20.12.1976»

9

Κατά το άρθρο 55α της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αναγνώριση επαγγελματικής πρακτικής άσκησης»:

«1.   Εάν η πρόσβαση σε ένα νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα στο κράτος μέλος [καταγωγής] εξαρτάται από την ολοκλήρωση επαγγελματικής πρακτικής άσκησης, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, κατά την εξέταση αίτησης για τη χορήγηση άδειας [άσκησης] το[υ] νομοθετικά ρυθμιζόμενο[υ] επ[αγγέλματος], αναγνωρίζει τις περιόδους επαγγελματικής πρακτικής άσκησης που έχουν πραγματοποιηθεί σε άλλο κράτος μέλος υπό τον όρο ότι η πρακτική άσκηση είναι σύμφωνη με τις δημοσιευθείσες κατευθυντήριες γραμμές που αναφέρονται στην παράγραφο 2, και λαμβάνει υπόψη πρακτικές ασκήσεις που πραγματοποιήθηκαν σε τρίτη χώρα. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, να καθορίσουν εύλογο χρονικό όριο για το μέρος της επαγγελματικής πρακτικής άσκησης που μπορεί να πραγματοποιηθεί στο εξωτερικό.

2.   Η αναγνώριση της επαγγελματικής πρακτικής άσκησης δεν υποκαθιστά τυχόν ισχύουσες απαιτήσεις για υποβολή σε δοκιμασία με σκοπό την απόκτηση πρόσβασης στο εκάστοτε επάγγελμα. Οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την οργάνωση και την αναγνώριση της επαγγελματικής πρακτικής άσκησης που πραγματοποιείται σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, ιδίως σχετικά με τον ρόλο του επόπτη της επαγγελματικής πρακτικής άσκησης.»

Το φινλανδικό δίκαιο

10

Δυνάμει του άρθρου 6 bis, πρώτο εδάφιο, του laki terveydenhuollon ammattihenkilöistä (559/1994, ammattihenkilölaki) [νόμου περί των επαγγελματιών του τομέα της υγείας (559/1994)], ως είχε κατά τον κρίσιμο χρόνο στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, η Valvira χορηγεί, κατόπιν αιτήσεως και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζει η ίδια, άδεια ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος στη Φινλανδία υπό την ιδιότητα του αναγνωρισμένου επαγγελματία, υπό τη διεύθυνση και επίβλεψη αναγνωρισμένου επαγγελματία ο οποίος έχει άδεια αυτόνομης ασκήσεως του εν λόγω επαγγέλματος, εντός ιδρύματος υγειονομικής περίθαλψης, σε πρόσωπο το οποίο ξεκίνησε σπουδές ιατρικής πριν από την 1η Ιανουαρίου 2012 σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) στο οποίο προϋπόθεση για την απόκτηση του δικαιώματος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος είναι η ολοκλήρωση επαγγελματικής πρακτικής ασκήσεως μετά την απόκτηση του πτυχίου, έλαβε δε στο κράτος αυτό το πτυχίο που πιστοποιεί τη βασική ιατρική εκπαίδευση. Η άδεια ασκήσεως του εν λόγω επαγγέλματος χορηγείται για περίοδο τριών ετών.

11

Κατά το άρθρο 6 bis, δεύτερο εδάφιο, του νόμου περί των επαγγελματιών του τομέα της υγείας (559/1994), εφόσον ο αιτών άσκησε ιατρικά καθήκοντα κατά τη χρονική περίοδο που προβλέπει το άρθρο 6 bis, πρώτο εδάφιο, του ίδιου νόμου και πληροί τις προϋποθέσεις που έχει θέσει η Valvira, η εν λόγω αρχή χορηγεί στον αιτούντα, κατόπιν σχετικής αιτήσεως, άδεια αυτόνομης ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος στη Φινλανδία. Η Valvira μπορεί, για δικαιολογημένο λόγο, να παρατείνει την τριετή περίοδο που προβλέπεται στο άρθρο 6 bis, πρώτο εδάφιο.

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

12

Η A άρχισε σπουδές ιατρικής το 2008 στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου (Ηνωμένο Βασίλειο). Στις 6 Ιουλίου 2013 έλαβε Bachelor of Medicine and Bachelor of Surgery, πτυχίο το οποίο πιστοποιούσε βασική ιατρική εκπαίδευση.

13

Το πτυχίο που απέκτησε η Α αντιστοιχεί στον τίτλο εκπαιδεύσεως που προβλέπεται, όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, στο παράρτημα V, σημείο 5.1.1, της οδηγίας 2005/36.

14

Η A είχε περιορισμένο δικαίωμα ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος στο Ηνωμένο Βασίλειο δυνάμει του πτυχίου της που πιστοποιούσε βασική ιατρική εκπαίδευση. Ενεγράφη στο μητρώο της αρμόδιας αρχής του Ηνωμένου Βασιλείου, ήτοι του General Medical Council (Ιατρικού Συλλόγου), με την ένδειξη «provisionally registered doctor with a licence to practise» (ιατρός προσωρινώς εγγεγραμμένη με άδεια ασκήσεως επαγγέλματος). Επιτρεπόταν στην Α να εργάζεται στο πλαίσιο προγράμματος μεταπτυχιακού διπλώματος.

15

Αφού έλαβε το πτυχίο της που πιστοποιούσε βασική ιατρική εκπαίδευση, η A επέστρεψε στη Φινλανδία. Κατόπιν τούτου, αιτήθηκε στη Valvira να της χορηγηθεί, βάσει του αποκτηθέντος στο Ηνωμένο Βασίλειο πτυχίου της, άδεια ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος στη Φινλανδία υπό την ιδιότητα του αναγνωρισμένου επαγγελματία. Πλην όμως, δεν προσκόμισε το πιστοποιητικό (Certificate of experience) που συνοδεύει τον τίτλο εκπαιδεύσεως που μνημονεύεται, όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο, στο παράρτημα V, σημείο 5.1.1, της οδηγίας 2005/36, πιστοποιητικό το οποίο αποτελεί στο Ηνωμένο Βασίλειο προϋπόθεση για τη χορήγηση δικαιώματος πλήρους ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος.

16

Δεδομένου ότι η A δεν διέθετε το ως άνω πιστοποιητικό, η Valvira της πρότεινε να μετατραπεί η αίτηση χορηγήσεως άδειας ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος σε αίτηση χορηγήσεως άδειας ορισμένου χρόνου. Η A αποδέχθηκε την εν λόγω πρόταση. Κατά τη Valvira, για να αποκτήσει η A το δικαίωμα να ασκεί αυτόνομα το ιατρικό επάγγελμα στη Φινλανδία, είχε δύο επιλογές. Αφενός, μπορούσε να πραγματοποιήσει, για περίοδο τριών ετών, επαγγελματική πρακτική άσκηση στη Φινλανδία σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του Ηνωμένου Βασιλείου και να ζητήσει την αναγνώριση της εν λόγω πρακτικής ασκήσεως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 55α της οδηγίας 2005/36, από την αρμόδια αρχή του Ηνωμένου Βασιλείου, προκειμένου να μπορέσει στη συνέχεια να αιτηθεί στη Φινλανδία τη χορήγηση άδειας ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος βάσει του συστήματος αυτόματης αναγνωρίσεως που προβλέπει η οικεία οδηγία. Αφετέρου, μπορούσε να παρακολουθήσει στη Φινλανδία την ειδική τριετή εκπαίδευση στη γενική ιατρική. Η A επέλεξε το δεύτερο, επιλογή η οποία δεν οδηγεί στην αυτόματη αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων του ιατρού στα άλλα κράτη της Ένωσης ή του ΕΟΧ κατά την έννοια της οδηγίας 2005/36.

17

Με απόφαση της 3ης Νοεμβρίου 2016, η Valvira χορήγησε στην A το δικαίωμα να ασκήσει στη Φινλανδία, για περίοδο τριών ετών εκτεινόμενη από τις 2 Νοεμβρίου 2016 έως τις 2 Νοεμβρίου 2019, το ιατρικό επάγγελμα ως αναγνωρισμένη επαγγελματίας, υπό τη διεύθυνση και επίβλεψη ιατρού που έχει άδεια ασκήσεως και δικαιούται να ασκεί αυτόνομα το ιατρικό επάγγελμα. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, επετράπη στην A να ασκήσει το ιατρικό επάγγελμα μόνον υπό την προϋπόθεση ότι θα παρακολουθούσε στη Φινλανδία την ειδική τριετή εκπαίδευση στη γενική ιατρική.

18

Με απόφαση της 4ης Μαΐου 2017, η Valvira απέρριψε τη διοικητική ένσταση που υπέβαλε η A. Σύμφωνα με την αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, αναγνωρίστηκε στην A το δικαίωμα ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος δυνάμει του άρθρου 6 bis του νόμου περί των επαγγελματιών του τομέα της υγείας (559/1994) υπό συνθήκες στις οποίες δεν διέθετε το πιστοποιητικό που μνημονεύεται στο παράρτημα V, σημείο 5.1.1, της οδηγίας 2005/36.

19

Το Helsingin hallinto-oikeus (διοικητικό πρωτοδικείο Ελσίνκι, Φινλανδία) απέρριψε την προσφυγή ακυρώσεως που ασκήθηκε ενώπιόν του κατά της εν λόγω αποφάσεως, με απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2017, με το σκεπτικό, πρώτον, ότι δεν ήταν δυνατή η αυτόματη αναγνώριση βάσει της οδηγίας 2005/36, διότι η A δεν είχε προσκομίσει το πιστοποιητικό το οποίο μνημονεύεται, όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο, στο παράρτημα V, σημείο 5.1.1, της οικείας οδηγίας, δεύτερον, ότι ούτε το γενικό σύστημα αναγνωρίσεως των τίτλων εκπαιδεύσεως μπορούσε να εφαρμοστεί, διότι η A δεν είχε λάβει το πτυχίο που πιστοποιούσε βασική ιατρική εκπαίδευση πριν την ημερομηνία αναφοράς που ορίζεται στο προαναφερθέν σημείο 5.1.1, ήτοι την 20ή Δεκεμβρίου 1976, και, τρίτον, ότι η Α δεν ήταν δυνατόν να απολαύει σε άλλο κράτος μέλος της Ένωσης ευνοϊκότερου δικαιώματος απ’ ό,τι στο κράτος μέλος καταγωγής. Επομένως, όπως έκρινε το ως άνω δικαστήριο, ορθώς η Valvira είχε αναγνωρίσει στην A περιορισμένο δικαίωμα ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος, υπό τη διεύθυνση και την επίβλεψη άλλου ιατρού που έχει άδεια ασκήσεως και δικαιούται να ασκεί αυτόνομα το ιατρικό επάγγελμα.

20

Ενώπιον του Korkein hallinto-oikeus (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Φινλανδία), η A προβάλλει ότι η εξέταση της αιτήσεώς της περί αναγνωρίσεως του πτυχίου με το οποίο πιστοποιείται βασική ιατρική εκπαίδευση και το οποίο αποκτήθηκε σε άλλο κράτος μέλος πρέπει να γίνει, σε περίπτωση κατά την οποία ήθελε κριθεί ότι οι προϋποθέσεις αυτόματης αναγνωρίσεως δεν πληρούνται, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του γενικού συστήματος αναγνωρίσεως που προβλέπει η οδηγία 2005/36. Όπως προβάλλει η Α, η Valvira όφειλε, συναφώς, να είχε προβεί σε εξατομικευμένη σύγκριση του πτυχίου με το οποίο πιστοποιείται η βασική ιατρική εκπαίδευση που απέκτησε η Α στο Ηνωμένο Βασίλειο με το αντίστοιχο φινλανδικό πτυχίο το οποίο πιστοποιεί αντίστοιχη εκπαίδευση. Πράγματι, κατά την Α, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιτρέπει να εξαρτάται η παροχή δικαιώματος αυτόνομης ασκήσεως του επαγγέλματος από την προϋπόθεση τριετούς περιόδου άσκησης υπό επίβλεψη, εφόσον δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ουσιωδών και μη δυνάμενων να αντισταθμιστούν διαφορών σε σύγκριση με τις εθνικές απαιτήσεις.

21

Την 1η Νοεμβρίου 2019 η Valvira χορήγησε στην A το δικαίωμα να ασκεί το ιατρικό επάγγελμα στη Φινλανδία αυτόνομα ως αναγνωρισμένη επαγγελματίας. Η A όμως δεν παραιτήθηκε από την αίτησή της αναιρέσεως ενώπιον του Κorkein hallinto-oikeus (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου).

22

Το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι η Valvira δεν ήταν υποχρεωμένη, βάσει της οδηγίας 2005/36, να προβεί σε σύγκριση των πτυχίων που πιστοποιούν τη βασική ιατρική εκπαίδευση, όπως αυτά χορηγούνται στη Φινλανδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεδομένου ότι η A δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του ισχύοντος για το ιατρικό επάγγελμα συστήματος αυτόματης αναγνωρίσεως ούτε τις προϋποθέσεις που προβλέπει το γενικό σύστημα αναγνωρίσεως των επαγγελματικών προσόντων. Ωστόσο, το Korkein hallinto-oikeus (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) διερωτάται μήπως δύναται να απορρέει τέτοια υποχρέωση από τα άρθρα 45 και 49 ΣΛΕΕ.

23

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Korkein hallinto-oikeus (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν τα άρθρα 45 ή 49 ΣΛΕΕ, υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, την έννοια ότι απαγορεύουν στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής να χορηγεί, στηριζόμενη στην εθνική νομοθεσία, δικαίωμα ασκήσεως ιατρικού επαγγέλματος με περιορισμένη διάρκεια τριών ετών σε ένα πρόσωπο και με τον περιορισμό ότι αυτό θα μπορεί να εργάζεται μόνον υπό τη διεύθυνση και επίβλεψη αναγνωρισμένου ιατρού και ότι, κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, θα πρέπει να ολοκληρώσει ειδική τριετή εκπαίδευση στη γενική ιατρική, προκειμένου να αποκτήσει άδεια αυτόνομης ασκήσεως ιατρικού επαγγέλματος στο κράτος μέλος υποδοχής, εάν ληφθεί υπόψη ότι:

α)

ο ενδιαφερόμενος απέκτησε μεν πτυχίο ιατρικής στο κράτος μέλος καταγωγής, αλλά δεν μπόρεσε, κατά την υποβολή της αιτήσεως αναγνωρίσεως των επαγγελματικών προσόντων του στο κράτος μέλος υποδοχής, να προσκομίσει πιστοποιητικό πρακτικής ασκήσεως διάρκειας ενός έτους που αποτελεί πρόσθετη προϋπόθεση για την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων στο κράτος μέλος καταγωγής·

β)

έχει, κατά προτεραιότητα, προταθεί στον ενδιαφερόμενο στο κράτος μέλος υποδοχής, βάσει του άρθρου 55α της οδηγίας 2005/36, η εναλλακτική δυνατότητα, την οποία αυτός απέρριψε, να ολοκληρώσει στο κράτος μέλος υποδοχής τριετή πρακτική επαγγελματική άσκηση σύμφωνη προς τις κατευθυντήριες γραμμές του κράτους μέλους καταγωγής και να ζητήσει σχετική αναγνώριση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής προκειμένου, στη συνέχεια, να μπορεί να ζητήσει εκ νέου στο κράτος μέλος υποδοχής να του χορηγηθεί δικαίωμα ασκήσεως ιατρικού επαγγέλματος κατ’ εφαρμογή του προβλεπόμενου από την οδηγία συστήματος αυτόματης αναγνωρίσεως·

γ)

σκοπός των εθνικών ρυθμίσεων του κράτους μέλους υποδοχής είναι η προώθηση της ασφάλειας των ασθενών και της ποιότητας των υπηρεσιών στον τομέα της υγειονομικής περιθάλψεως, εξασφαλιζομένου ότι οι επαγγελματίες στον τομέα της υγείας διαθέτουν την απαιτούμενη για την επαγγελματική τους δραστηριότητα εκπαίδευση, άλλα επαρκή επαγγελματικά προσόντα και λοιπές δεξιότητες που απαιτούνται για την επαγγελματική δραστηριότητα;»

Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

24

Όπως εκτέθηκε στη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως, μολονότι η A έλαβε εν τω μεταξύ άδεια να ασκεί αυτόνομα στη Φινλανδία το ιατρικό επάγγελμα, δεν παραιτήθηκε από την αίτησή της αναιρέσεως ενώπιον του Κorkein hallinto-oikeus (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου), το οποίο εκτιμά ότι για την επίλυση της διαφοράς είναι αναγκαία η απάντηση σε ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης.

25

Το αιτούν δικαστήριο, απαντώντας σε σχετικό αίτημα παροχής διευκρινίσεων, διασαφήνισε ότι, κατά πάγια εθνική νομολογία, δεν απορρίπτεται αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη με το σκεπτικό ότι, σε συγκεκριμένη υπόθεση, δεν είναι πλέον δυνατή, λόγω παρελεύσεως του χρόνου ή για άλλη αιτία, η ακύρωση αποφάσεως μιας αρχής μετά τη διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα της. Το αιτούν δικαστήριο επισήμανε, ως παράδειγμα, ότι αν σε μια υπόθεση χορηγήθηκε η ζητηθείσα άδεια, το Κorkein hallinto-oikeus (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) θα αποφανθεί επί των λόγων αναιρέσεως, και επομένως θα αποφανθεί επί του τυχόν παράνομου χαρακτήρα της αρχικής αποφάσεως καθώς και επί της ελλείψεως νομιμότητας της αποφάσεως του hallinto-oikeus (διοικητικού πρωτοδικείου). Επιπροσθέτως, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία περί αδικοπρακτικής ευθύνης, προκειμένου να επιδικαστεί αποζημίωση λόγω παράνομης αποφάσεως δημόσιας αρχής, ο παράνομος χαρακτήρας πρέπει πρώτα να έχει διαπιστωθεί αυτοτελώς με απόφαση μη δυνάμενη να προσβληθεί.

26

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, διά του οποίου το Δικαστήριο τους παρέχει τα ερμηνευτικά στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν [βλ. απόφαση της 6ης Ιουνίου 2013, MA κ.λπ., C‑648/11, EU:C:2013:367, σκέψη 36, και διάταξη της 1ης Σεπτεμβρίου 2021, OKR (Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αναπληρωτή συμβολαιογράφου), C‑387/20, EU:C:2021:751, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

27

Τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο, εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου που αυτό προσδιόρισε με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, απολαύουν τεκμηρίου λυσιτέλειας. Το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 6ης Ιουνίου 2013, MA κ.λπ., C‑648/11, EU:C:2013:367, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε, μεταξύ άλλων, ότι δυνάμει του εθνικού δικαίου περί αδικοπρακτικής ευθύνης, προκειμένου να επιδικαστεί αποζημίωση λόγω παράνομης αποφάσεως δημόσιας αρχής, ο παράνομος χαρακτήρας πρέπει πρώτα να έχει διαπιστωθεί αυτοτελώς με απόφαση μη δυνάμενη να προσβληθεί.

29

Στο μέτρο που τυχόν αγωγή αποζημιώσεως της A δύναται να ευδοκιμήσει μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η έλλειψη νομιμότητας της διοικητικής αποφάσεως, η οποία αποτελεί τη βάση μιας τέτοιας αγωγής, έχει πρώτα διαπιστωθεί αυτοτελώς με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, το περιεχόμενο της οποίας εξαρτάται από την απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα, το ερώτημα αυτό εξακολουθεί, εν πάση περιπτώσει, να είναι κρίσιμο για την προστασία τυχόν δικαιωμάτων της Α έναντι της εθνικής αρχής που εξέδωσε την επίμαχη διοικητική απόφαση.

30

Επομένως, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

Προκαταρκτική παρατήρηση

31

Επισημαίνεται ότι τα κρίσιμα στην υπό κρίση υπόθεση πραγματικά περιστατικά έλαβαν χώρα όταν το δίκαιο της Ένωσης εξακολουθούσε να εφαρμόζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο. Επομένως, τα άρθρα 45 και 49 ΣΛΕΕ, καθώς και η οδηγία 2005/36, μπορούν να τύχουν εφαρμογής εν προκειμένω.

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

32

Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 45 και 49 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής να χορηγεί σε ένα πρόσωπο, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, δικαίωμα ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος το οποίο να έχει περιορισμένη ισχύ τριών ετών και να τελεί υπό τη διττή προϋπόθεση, αφενός, ο ενδιαφερόμενος να υπόκειται κατά την άσκηση των καθηκόντων του στη διεύθυνση και επίβλεψη ιατρού που έχει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος και, αφετέρου, ο ενδιαφερόμενος να παρακολουθήσει επιτυχώς κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου την ειδική τριετή εκπαίδευση στη γενική ιατρική, ώστε να μπορέσει να αποκτήσει το δικαίωμα αυτόνομης ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος στο κράτος μέλος υποδοχής, λαμβανομένου υπόψη ότι ο ενδιαφερόμενος, ο οποίος παρακολούθησε στο κράτος μέλος καταγωγής βασική ιατρική εκπαίδευση, είναι κάτοχος του τίτλου εκπαιδεύσεως, όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο, ο οποίος μνημονεύεται στο παράρτημα V, σημείο 5.1.1, της οδηγίας 2005/36, αλλά όχι του στο ως άνω σημείο μνημονευόμενου πιστοποιητικού, το οποίο βεβαιώνει την ολοκλήρωση επαγγελματικής πρακτικής ασκήσεως διάρκειας ενός έτους που απαιτείται από το κράτος μέλος καταγωγής ως πρόσθετη προϋπόθεση των επαγγελματικών προσόντων.

33

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/36, κάθε κράτος μέλος αναγνωρίζει τους τίτλους εκπαίδευσης ως ιατρού, που επιτρέπουν την ανάληψη επαγγελματικών δραστηριοτήτων ιατρού βασικής εκπαίδευσης, οι οποίοι εμφαίνονται στο παράρτημα V, σημείο 5.1.1, της οδηγίας, παρέχοντάς τους την ίδια ισχύ, όσον αφορά την ανάληψη και την άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων στην επικράτειά του, με τους τίτλους εκπαίδευσης που χορηγεί το ίδιο.

34

Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο έχει διασαφηνίσει ότι, όσον αφορά τον σκοπό της οδηγίας 2005/36, από τα άρθρα της 1 και 4 προκύπτει ότι η αμοιβαία αναγνώριση σκοπεί κυρίως να καταστήσει δυνατή στον κάτοχο επαγγελματικού προσόντος, βάσει του οποίου του παρέχεται πρόσβαση σε επάγγελμα νομοθετικώς κατοχυρωμένο στο κράτος μέλος καταγωγής του, την εντός του κράτους μέλους υποδοχής πρόσβαση στο ίδιο επάγγελμα με εκείνο για το οποίο διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα στο κράτος μέλος καταγωγής και την άσκησή του στο κράτος μέλος υποδοχής υπό τους ίδιους όρους με τους ημεδαπούς (απόφαση της 8ης Ιουλίου 2021, Lietuvos Respublikos sveikatos apsaugos ministerija, C‑166/20, EU:C:2021:554, σκέψη 25).

35

Δεν αμφισβητείται ότι, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν διαθέτει το πιστοποιητικό (Certificate of experience) που προβλέπεται στο παράρτημα V, σημείο 5.1.1, της οδηγίας 2005/36, αυτή δεν δικαιούται να ασκεί πλήρως στο Ηνωμένο Βασίλειο το νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα του ιατρού με βασική εκπαίδευση και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υπαχθεί στο σύστημα αυτόματης αναγνωρίσεως που προβλέπει το άρθρο 21 της οδηγίας αυτής. Πράγματι, η εφαρμογή του εν λόγω συστήματος προϋποθέτει ότι ο αιτών έχει λάβει εκπαίδευση η οποία του παρέχει το δικαίωμα ασκήσεως του επαγγέλματος αυτού στο κράτος μέλος καταγωγής (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2021, Lietuvos Respublikos sveikatos apsaugos ministerija, C‑166/20, EU:C:2021:554, σκέψεις 26 και 27).

36

Όσον αφορά το άρθρο 10 της οδηγίας 2005/36, το οποίο ορίζει το πεδίο εφαρμογής του προβλεπόμενου στο κεφάλαιο I του τίτλου III της οδηγίας γενικού συστήματος αναγνώρισης των τίτλων εκπαίδευσης, αυτό δεν μπορεί, δυνάμει του στοιχείου βʹ της εν λόγω διάταξης, να επιβάλει στο κράτος μέλος υποδοχής την υποχρέωση, η οποία θα αντέβαινε στον σκοπό της εν λόγω οδηγίας όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, να εξετάζει τους τίτλους εκπαίδευσης που κατέχει ο αιτών που δεν διαθέτει τα αναγκαία προσόντα για την άσκηση του επαγγέλματος του ιατρού με βασική εκπαίδευση στο κράτος μέλος καταγωγής του (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Ιουλίου 2021, Lietuvos Respublikos sveikatos apsaugos ministerija, C‑166/20, EU:C:2021:554, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37

Εντούτοις, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι οδηγίες σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση των πτυχίων, και ιδίως η οδηγία 2005/36, δεν αποσκοπούν, αλλά και δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα να καθίσταται δυσχερέστερη η αναγνώριση τέτοιων πτυχίων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων σε περιπτώσεις που δεν καλύπτονται από τις οδηγίες αυτές (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2021, Lietuvos Respublikos sveikatos apsaugos ministerija, C‑166/20, EU:C:2021:554, σκέψεις 36 και 37).

38

Επομένως, σε κατάσταση η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2005/36, αλλά εμπίπτει στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ ή στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ, οι αρχές κράτους μέλους, όταν επιλαμβάνονται αίτησης που υποβάλλει πολίτης της Ένωσης για τη χορήγηση άδειας ασκήσεως επαγγέλματος στο οποίο η πρόσβαση εξαρτάται, κατά την εθνική νομοθεσία, από την κατοχή διπλώματος ή από επαγγελματική κατάρτιση, ή ακόμη από περιόδους πρακτικής ασκήσεως, οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη το σύνολο των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων, καθώς και την πρόσφορη πείρα του ενδιαφερομένου, προβαίνοντας σε συγκριτική εξέταση μεταξύ, αφενός, των ικανοτήτων που πιστοποιούνται με αυτά τα διπλώματα και αυτή την πείρα και, αφετέρου, των γνώσεων και προσόντων που απαιτούνται από την εθνική νομοθεσία (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2021, Lietuvos Respublikos sveikatos apsaugos ministerija, C‑166/20, EU:C:2021:554, σκέψεις 34 και 38).

39

Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι η A, η οποία όπως προκύπτει από τη δικογραφία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου είναι Φινλανδή πολίτης, επικαλείται στη Φινλανδία πανεπιστημιακό τίτλο που απέκτησε σε άλλο κράτος μέλος.

40

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων δεν θα υλοποιούνταν πλήρως αν τα κράτη μέλη μπορούσαν να αρνούνται την υπαγωγή στα άρθρα 45 και 49 ΣΛΕΕ των πολιτών τους εκείνων οι οποίοι έχουν κάνει χρήση των δυνατοτήτων που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης και οι οποίοι έχουν αποκτήσει, χάρη στις δυνατότητες αυτές, επαγγελματικά προσόντα σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο του οποίου έχουν την ιθαγένεια. Η ίδια λογική ισχύει και στην περίπτωση που πολίτης ορισμένου κράτους μέλους έχει διαμείνει σε άλλο κράτος μέλος και έχει αποκτήσει σε αυτό πανεπιστημιακό τίτλο του οποίου προτίθεται να κάνει χρήση στο κράτος καταγωγής του (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Brouillard, C‑298/14, EU:C:2015:652, σκέψεις 27 έως 29).

41

Επομένως, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2005/36, αλλά εμπίπτει στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ ή στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ, το οικείο κράτος μέλος υποδοχής οφείλει να τηρεί τις υποχρεώσεις του όσον αφορά την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, όπως αυτές υπομνήσθηκαν στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως.

42

Αυτή η διαδικασία συγκριτικής εξετάσεως πρέπει να παρέχει στις εθνικές αρχές του κράτους μέλους υποδοχής τη δυνατότητα να βεβαιώνονται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων κατά πόσον με το αλλοδαπό δίπλωμα πιστοποιούνται, όσον αφορά τον κάτοχό του, γνώσεις και προσόντα, αν όχι όμοια, τουλάχιστον ισοδύναμα προς τα πιστοποιούμενα με το εθνικό δίπλωμα. Η εκτίμηση αυτή περί ισοτιμίας του αλλοδαπού διπλώματος πρέπει να στηρίζεται αποκλειστικώς στον βαθμό των γνώσεων και των προσόντων, που, με βάση το δίπλωμα αυτό, τη φύση και τη διάρκεια των σπουδών και τη σχετική με αυτές πρακτική εκπαίδευση, τεκμαίρεται ότι διαθέτει ο κάτοχός του (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Brouillard, C‑298/14, EU:C:2015:652, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43

Αν από την ως άνω συγκριτική εξέταση των διπλωμάτων διαπιστώνεται ότι οι γνώσεις και τα προσόντα που πιστοποιούνται με το αλλοδαπό δίπλωμα αντιστοιχούν στα απαιτούμενα από τις εθνικές διατάξεις, το κράτος μέλος υποχρεούται να δεχθεί ότι το δίπλωμα αυτό πληροί τις προϋποθέσεις που θέτουν οι εν λόγω διατάξεις (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Brouillard, C‑298/14, EU:C:2015:652, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44

Αντιθέτως, αν από την εν λόγω συγκριτική εξέταση προκύπτουν ουσιώδεις διαφορές μεταξύ της εκπαίδευσης του αιτούντος και της εκπαίδευσης που απαιτεί το κράτος μέλος υποδοχής, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να προβλέψουν μέτρα αναπλήρωσης για την κάλυψη των διαφορών αυτών (απόφαση της 8ης Ιουλίου 2021, Lietuvos Respublikos sveikatos apsaugos ministerija, C‑166/20, EU:C:2021:554, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45

Εντούτοις, τα μέτρα που λαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης πρέπει να συνάδουν με τις γενικές αρχές του δικαίου αυτού, ιδίως την αρχή της αναλογικότητας. Επομένως, τα μέτρα αναπληρώσεως πρέπει να περιορίζονται στις περιπτώσεις όπου αποδεικνύονται ανάλογα προς τον επιδιωκόμενο σκοπό (πρβλ. απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2010, Βανδώρου κ.λπ., C‑422/09, C‑425/09 και C‑426/09, EU:C:2010:732, σκέψη 65).

46

Πριν επιβληθούν μέτρα αναπληρώσεως προς κάλυψη των διαφορών μεταξύ της εκπαιδεύσεως που παρέχεται στο κράτος μέλος καταγωγής και της εκπαιδεύσεως που παρέχεται στο κράτος μέλος υποδοχής του αιτούντος, στις αρμόδιες εθνικές αρχές απόκειται να εκτιμήσουν αν ο ενδιαφερόμενος μπορεί να επικαλεστεί τις γνώσεις που απέκτησε προκειμένου να αποδείξει ότι κατέχει τις γνώσεις που απαιτεί το εν λόγω κράτος (πρβλ. απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2010, Βανδώρου κ.λπ., C‑422/09, C‑425/09 και C‑426/09, EU:C:2010:732, σκέψη 67).

47

Πλην όμως, εθνική νομοθεσία η οποία επιβάλλει γενικώς και αδιακρίτως τα ίδια μέτρα αναπληρώσεως σε όλους τους κατόχους πτυχίου που πιστοποιεί τη βασική ιατρική εκπαίδευση και αποκτήθηκε, μεταξύ άλλων, σε κράτος μέλος της Ένωσης στο οποίο το δικαίωμα ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος εξαρτάται, μετά την απόκτηση του εν λόγω πτυχίου, από την πραγματοποίηση επαγγελματικής πρακτικής ασκήσεως δεν φαίνεται σύμφωνη ούτε με την απαίτηση περί πραγματικής συγκρίσεως μεταξύ, αφενός, των ικανοτήτων που πιστοποιούνται από τον ή τους τίτλους του ενδιαφερομένου και, αφετέρου, των γνώσεων και των προσόντων που απαιτούνται βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους υποδοχής ούτε με την αρχή της αναλογικότητας.

48

Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 45 και 49 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής να χορηγεί σε ένα πρόσωπο, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, δικαίωμα ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος το οποίο να έχει περιορισμένη ισχύ τριών ετών και να τελεί υπό τη διττή προϋπόθεση, αφενός, ο ενδιαφερόμενος να υπόκειται κατά την άσκηση των καθηκόντων του στη διεύθυνση και επίβλεψη ιατρού που έχει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος και, αφετέρου, ο ενδιαφερόμενος να παρακολουθήσει επιτυχώς κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου την ειδική τριετή εκπαίδευση στη γενική ιατρική, ώστε να μπορέσει να αποκτήσει το δικαίωμα αυτόνομης ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος στο κράτος μέλος υποδοχής, λαμβανομένου υπόψη ότι ο ενδιαφερόμενος, ο οποίος παρακολούθησε στο κράτος μέλος καταγωγής βασική ιατρική εκπαίδευση, είναι κάτοχος του τίτλου εκπαιδεύσεως, όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο, ο οποίος μνημονεύεται στο παράρτημα V, σημείο 5.1.1, της οδηγίας 2005/36, αλλά όχι του στο ως άνω σημείο μνημονευόμενου πιστοποιητικού, το οποίο βεβαιώνει την ολοκλήρωση επαγγελματικής πρακτικής ασκήσεως διάρκειας ενός έτους που απαιτείται από το κράτος μέλος καταγωγής ως πρόσθετη προϋπόθεση των επαγγελματικών προσόντων.

Επί των δικαστικών εξόδων

49

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Τα άρθρα 45 και 49 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής να χορηγεί σε ένα πρόσωπο, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, δικαίωμα ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος το οποίο να έχει περιορισμένη ισχύ τριών ετών και να τελεί υπό τη διττή προϋπόθεση, αφενός, ο ενδιαφερόμενος να υπόκειται κατά την άσκηση των καθηκόντων του στη διεύθυνση και επίβλεψη ιατρού που έχει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος και, αφετέρου, ο ενδιαφερόμενος να παρακολουθήσει επιτυχώς κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου την ειδική τριετή εκπαίδευση στη γενική ιατρική, ώστε να μπορέσει να αποκτήσει το δικαίωμα αυτόνομης ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος στο κράτος μέλος υποδοχής, λαμβανομένου υπόψη ότι ο ενδιαφερόμενος, ο οποίος παρακολούθησε στο κράτος μέλος καταγωγής βασική ιατρική εκπαίδευση, είναι κάτοχος του τίτλου εκπαιδεύσεως, όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, ο οποίος μνημονεύεται στο παράρτημα V, σημείο 5.1.1, της οδηγίας 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2013/55/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2013, αλλά όχι του στο ως άνω σημείο μνημονευόμενου πιστοποιητικού, το οποίο βεβαιώνει την ολοκλήρωση επαγγελματικής πρακτικής ασκήσεως διάρκειας ενός έτους που απαιτείται από το κράτος μέλος καταγωγής ως πρόσθετη προϋπόθεση των επαγγελματικών προσόντων.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η φινλανδική.