ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

GIOVANNI PITRUZZELLA

της 15ης Δεκεμβρίου 2022 ( 1 )

Υπόθεση C‑570/21

I.S.,

K.S.

κατά

YYY. S.A.

[αίτηση του Sąd Rejonowy dla Warszawy-Woli w Warszawie
(περιφερειακού δικαστηρίου Βαρσοβίας-Wola, με έδρα τη Βαρσοβία, Πολωνία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Έννοια του καταναλωτή – Σύμβαση διττού σκοπού που συνάπτεται από πρόσωπο που ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα και έτερο πρόσωπο που δεν ασκεί καμία επαγγελματική δραστηριότητα – Περιθωριακός ή μη προεξάρχων επαγγελματικός ή εμπορικός σκοπός στο συνολικό πλαίσιο της υπογραφείσας συμβάσεως»

1.

Μπορεί ένα πρόσωπο το οποίο, στο πλαίσιο εμπορικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας, συνήψε σύμβαση δανείου, μαζί με άλλον δανειολήπτη ο οποίος δεν ασκεί παρόμοια δραστηριότητα, να θεωρηθεί ως καταναλωτής, στο πλαίσιο της προστασίας που παρέχει το δίκαιο της Ένωσης κατά των καταχρηστικών ρητρών, όταν ενήργησε εν μέρει στο πλαίσιο της δραστηριότητάς του και εν μέρει εκτός αυτής, στην περίπτωση που, στο γενικό πλαίσιο της συμβάσεως, ο εμπορικός ή επαγγελματικός χαρακτήρας δεν είναι προεξάρχων;

I. Νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 93/13/ΕΟΚ

2.

Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ ( 2 ):

«Η παρούσα οδηγία έχει αντικείμενο την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών, οι οποίες αφορούν τις καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός καταναλωτή.»

3.

Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

[…]

β)

“καταναλωτής”: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες·

γ)

“επαγγελματίας”: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας, είτε δημόσιας είτε ιδιωτικής».

2. Η οδηγία 2011/83/ΕΕ

4.

Η αιτιολογική σκέψη 17 της οδηγίας 2011/83/ΕΕ ( 3 ) διαλαμβάνει τα εξής:

«Ο περί καταναλωτή ορισμός θα πρέπει να καλύπτει τα φυσικά πρόσωπα που ενεργούν έξω από το πεδίο της εμπορικής τους δραστηριότητας, των επιχειρηματικών τους υποθέσεων, της τέχνης τους ή του επαγγέλματός τους. Όμως, σε περίπτωση συμβάσεων διττού σκοπού, όπου η σύμβαση συνάπτεται για σκοπούς ευρισκόμενους εν μέρει εντός και εν μέρει εκτός των εμπορικών δραστηριοτήτων του, η δε εμπορική σκοπιμότητα είναι τόσο περιορισμένη ώστε να μην έχει εξέχουσα θέση στο γενικό πλαίσιο της συμβάσεως, το εν λόγω πρόσωπο θα πρέπει επίσης να θεωρείται καταναλωτής.»

5.

Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

“καταναλωτής”: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, όσον αφορά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα·

2)

“έμπορος”: κάθε φυσικό πρόσωπο ή κάθε νομικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από το εάν διέπεται από το ιδιωτικό ή δημόσιο δίκαιο, το οποίο ενεργεί, ακόμη και μέσω κάθε άλλου προσώπου ενεργούντος εξ ονόματός του ή για λογαριασμό του, για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με τις εμπορικές, επιχειρηματικές, βιοτεχνικές ή επαγγελματικές δραστηριότητές του […]».

3. Η οδηγία 2013/11/ΕΕ

6.

Η αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2013/11/ΕΕ ( 4 ) έχει ως εξής:

«Ο ορισμός της έννοιας του “καταναλωτή” θα πρέπει να καλύπτει φυσικά πρόσωπα τα οποία ενεργούν για σκοπούς που δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική τους ιδιότητα. Ωστόσο, εάν η σύμβαση συνάπτεται για σκοπούς οι οποίοι εν μέρει εμπίπτουν και εν μέρει δεν εμπίπτουν στην εμπορική δραστηριότητα του προσώπου (συμβάσεις διττού σκοπού) και ο εμπορικός σκοπός είναι τόσο περιορισμένος ώστε να μην είναι κυρίαρχος στο γενικό πλαίσιο της συναλλαγής, το εν λόγω πρόσωπο θα πρέπει επίσης να θεωρείται καταναλωτής.»

7.

Το άρθρο 4, στοιχεία αʹ και βʹ, της ως άνω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

ως “καταναλωτής” νοείται κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί για σκοπούς που δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική του δραστηριότητα·

β)

ως “έμπορος” νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ιδιωτικό ή δημόσιο, το οποίο ενεργεί, ενδεχομένως μέσω άλλου προσώπου ενεργούντος εξ ονόματός του ή για λογαριασμό του, για σκοπούς που εμπίπτουν στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας·

[…]».

4. Ο κανονισμός (ΕΕ) 524/2013

8.

Η αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού 524/2013 ( 5 ) ορίζει τα εξής:

«Ο ορισμός της έννοιας του “καταναλωτή” θα πρέπει να καλύπτει φυσικά πρόσωπα τα οποία ενεργούν για σκοπούς που δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική τους ιδιότητα. Ωστόσο, εάν η σύμβαση συνάπτεται για σκοπούς οι οποίοι εμπίπτουν μόνο εν μέρει στην εμπορική δραστηριότητα του προσώπου (συμβάσεις διττού σκοπού) και ο εμπορικός σκοπός είναι τόσο περιορισμένος ώστε να μην είναι κυρίαρχος στο γενικό πλαίσιο της συναλλαγής, το εν λόγω πρόσωπο θα πρέπει επίσης να θεωρείται καταναλωτής.»

9.

Το άρθρο 4, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Ορισμοί», ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:

α)

ως “καταναλωτής” νοείται καταναλωτής σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/11/ΕΕ·

β)

ως “έμπορος” νοείται έμπορος σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/11/ΕΕ·

[…]».

Β.   Το πολωνικό δίκαιο

10.

Το άρθρο 221 του Kodeks cywilny (αστικού κώδικα), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, ορίζει τον «καταναλωτή» ως «κάθε φυσικό πρόσωπο που συνάπτει με επαγγελματία δικαιοπραξία η οποία δεν συνδέεται άμεσα με την οικονομική ή την επαγγελματική του δραστηριότητα».

11.

Το άρθρο 3851 του Kodeks cywilny έχει ως εξής:

«(1)   Οι ρήτρες συμβάσεως που συνάπτεται με καταναλωτή οι οποίες δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, εάν διαμορφώνουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κατά τρόπο που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη και πλήττει σοβαρά τα συμφέροντά του (μη επιτρεπτές συμβατικές ρήτρες). Αυτό δεν ισχύει για ρήτρες που καθορίζουν τις κύριες παροχές των συμβαλλομένων μερών, ιδίως την τιμή ή την αμοιβή, εφόσον είναι διατυπωμένες με σαφήνεια.

(2)   Εάν μια συμβατική ρήτρα δεν είναι δεσμευτική για τον καταναλωτή σύμφωνα με την παράγραφο 1, η σύμβαση παραμένει κατά τα λοιπά δεσμευτική για τα συμβαλλόμενα μέρη.

(3)   Ως συμβατικές ρήτρες που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης νοούνται εκείνες επί του περιεχομένου των οποίων ο καταναλωτής δεν μπόρεσε να ασκήσει πραγματική επιρροή. Αυτό ισχύει ιδίως για συμβατικές ρήτρες οι οποίες προέρχονται από γενικούς όρους συναλλαγών που προτάθηκαν στον καταναλωτή από τον αντισυμβαλλόμενό του.

(4)   Το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού ότι ορισμένη ρήτρα αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης φέρει εκείνος που την επικαλείται.»

II. Τα πραγματικά περιστατικά, η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα

12.

Στις 28 Φεβρουαρίου 2006 οι I.S. και K.S. ζήτησαν από τον νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης της κύριας δίκης τη σύναψη συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου (σε ελβετικά φράγκα) με σκοπό, εν μέρει, την εξόφληση ορισμένων οφειλών από την εμπορική δραστηριότητα ενός εκ των δύο συζύγων και, εν μέρει, την αγορά ακινήτου.

13.

Το συνολικό ζητούμενο ποσό ανερχόταν σε 206120,00 πολωνικά ζλότι (PLN), εκ των οποίων 96120,00 PLN προορίζονταν για τη χρηματοδότηση ορισμένων χρεών ενός από τους ενάγοντες της κύριας δίκης και 110000,00 PLN για την ικανοποίηση ιδιωτικών καταναλωτικών αναγκών.

14.

Όσον αφορά τη διαπραγματευτική θέση των εναγόντων της κύριας δίκης, η μεν I.S. ασκούσε επαγγελματική δραστηριότητα ως εταίρος σε αστική εταιρία, ο δε Κ.S. εργαζόταν σε μια επιχείρηση ως κλειδαράς.

15.

Στις 21 Μαρτίου 2006 οι I.S. και K.S., αφενός, και το πιστωτικό ίδρυμα, εναγόμενο της κύριας δίκης, αφετέρου, συνήψαν τελικά σύμβαση δανείου συνολικού ποσού 198996,73 PLN, η οποία περιείχε ρήτρα αναπροσαρμογής με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία σε ελβετικά φράγκα, σύμφωνα με τους όρους της κύριας συμβάσεως και τους γενικούς όρους της συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου.

16.

Το ποσό αυτό έπρεπε να αποπληρωθεί σε 300 ισόποσες δόσεις. Επισημαίνεται ότι η πρώτη τμηματική καταβολή του δανείου προοριζόταν για την αποπληρωμή του ποσού των 70000,00 PLN το οποίο το πιστωτικό ίδρυμα είχε καταβάλει στους ενάγοντες σε λογαριασμό με δικαιούχο την εταιρία της I.S., ο οποίος έκλεισε αμέσως μετά την αποπληρωμή.

17.

Όπως ισχυρίστηκε η I.S. κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 11ης Ιανουαρίου 2021, η εναγομένη της κύριας δίκης είχε θέσει ως προϋπόθεση για τη χορήγηση του συνόλου του ποσού αυτού τη διάθεση μέρους του δανείου για την εξόφληση άλλης υποχρεώσεως, συνδεόμενης με την επαγγελματική της δραστηριότητα, προς άλλο πιστωτικό ίδρυμα.

18.

Στη συνέχεια, μέρος της πρώτης τμηματικής καταβολής διατέθηκε για την πληρωμή ορισμένων ασφαλίστρων.

19.

Τέλος, η δεύτερη τμηματική καταβολή κάλυπτε τα εξής ποσά: το ποσό των 9720,00 PLN για την αποπληρωμή δανείου που είχε συνάψει η εταιρία στις 18 Απριλίου 2005· το ποσό των 7400,00 PLN για την αποπληρωμή του ανακυκλούμενου δανείου της εταιρίας υπέρ του δανειολήπτη· το ποσό των 9000,00 PLN ως εξόφληση άλλων δανειακών οφειλών του δανειολήπτη· τέλος, το ποσό των 93880,00 PLN για καταναλωτικές δαπάνες.

20.

Στη συνέχεια, οι δανειολήπτες άσκησαν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αγωγή κατά της εναγομένης της κύριας δίκης με αίτημα να διαπιστωθεί ο καταχρηστικός χαρακτήρας ορισμένων ρητρών της συμβάσεως και να τους αποδοθούν τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά.

21.

Στο πλαίσιο της κύριας δίκης, το πιστωτικό ίδρυμα αρνήθηκε ότι οι ενάγοντες μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «καταναλωτές», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13, λόγω της διάθεσης μέρους των ποσών για την κάλυψη αναγκών συνδεόμενων με την εμπορική δραστηριότητα ενός εκ των δύο εναγόντων της κύριας δίκης.

22.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Rejonowy dla Warszawy-Woli w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας–Wola, με έδρα τη Βαρσοβία, Πολωνία) ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«Έχουν το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, και οι αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην επέκταση του ορισμού του “καταναλωτή” σε πρόσωπο που ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα και συνήψε από κοινού με δανειολήπτη που δεν ασκεί τέτοια δραστηριότητα σύμβαση δανείου με ρήτρα υπολογισμού σε αξία ξένου νομίσματος, προοριζόμενου εν μέρει για επαγγελματική χρήση από τον έναν εκ των δανειοληπτών και εν μέρει για χρήση μη σχετιζόμενη με την επαγγελματική δραστηριότητά του, τούτο δε όχι μόνον στη περίπτωση που η επαγγελματική χρήση είναι περιθωριακή μέχρι του σημείου να έχει αμελητέο ρόλο στο όλο πλαίσιο της υπό κρίση σύμβασης, και χωρίς να έχει σημασία το γεγονός αν προέχει η εξωεπαγγελματική πτυχή;

2) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, έχουν το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, και οι αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, την έννοια ότι στον ορισμό του “καταναλωτή” της εν λόγω διάταξης εμπίπτει και πρόσωπο το οποίο, κατά τη στιγμή της υπογραφής της σύμβασης, ασκούσε επαγγελματική δραστηριότητα, ενώ ο δεύτερος δανειολήπτης ουδόλως ασκούσε τέτοια δραστηριότητα και τα δύο αυτά πρόσωπα συνήψαν με χρηματοπιστωτικό ίδρυμα σύμβαση δανείου με ρήτρα υπολογισμού σε αξία ξένου νομίσματος, το κεφάλαιο του οποίου χρησιμοποιήθηκε εν μέρει για επαγγελματικό σκοπό ενός εκ των δανειοληπτών και εν μέρει για σκοπό μη σχετιζόμενο με την ασκούμενη επαγγελματική δραστηριότητα, σε περίπτωση κατά την οποία η επαγγελματική χρήση δεν είναι μεν περιθωριακή και δεν έχει απλώς αμελητέο ρόλο στο όλο πλαίσιο της σύμβασης δανείου, προέχει δε η εξωεπαγγελματική πτυχή, ενώ αν δεν χρησιμοποιούνταν το κεφάλαιο του δανείου για τον επαγγελματικό σκοπό δεν θα ήταν δυνατή η χορήγησή του για εξωεπαγγελματικό σκοπό;»

III. Νομική εκτίμηση

Α.   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

23.

Τα δύο προδικαστικά ερωτήματα συνδέονται στενά μεταξύ τους και αφορούν, κατ’ ουσίαν, το μεν πρώτο τη δυνατότητα εφαρμογής ή όχι του διατυπωθέντος με την απόφαση Gruber ( 6 ) κριτηρίου στην ερμηνεία του άρθρου 1 της οδηγίας 93/13, το δε δεύτερο τον τρόπο και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να θεωρηθεί καταναλωτής κατά την έννοια της οδηγίας 93/13 το πρόσωπο που συνάπτει σύμβαση διττού σκοπού, εν μέρει επαγγελματικού και εν μέρει προσωπικού.

24.

Αρχίζοντας τη νομική ανάλυση, είναι χρήσιμο, κατά τη γνώμη μου, να ανακεφαλαιωθούν ορισμένα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως τα οποία συμβάλλουν στην καλύτερη οριοθέτηση της καταστάσεως που αποτελεί το αντικείμενο της αναλύσεως.

25.

Δύο σύζυγοι συνάπτουν σύμβαση δανείου για την αγορά κατοικίας. Ο ένας εκ των δύο ασκεί εμπορική δραστηριότητα, για την οποία συνήψε δάνειο με πιστωτικό ίδρυμα. Κατά την υποβολή αιτήσεως δανείου για την αγορά του ακινήτου, το πιστωτικό ίδρυμα θέτει ως προϋπόθεση για τη χορήγηση του ίδιου του δανείου την αποπληρωμή του δανείου του δανειολήπτη εκείνου που το συνήψε για επαγγελματικούς λόγους. Το εκταμιευθέν ποσό καλύπτει, περίπου κατά το ένα τρίτο, το παρελθόν χρέος του δανειολήπτη που αυτός οφείλει ήδη για επαγγελματικούς λόγους και, κατά τα δύο τρίτα, δαπάνες σχετικές με την αγορά της κατοικίας και άλλες προσωπικές ανάγκες των δύο δανειοληπτών. Ο σύζυγος του δανειολήπτη που στο παρελθόν είχε λάβει δάνειο για επαγγελματικούς λόγους δεν έχει σχέση με την επαγγελματική δραστηριότητα του συζύγου του.

26.

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να χαρακτηριστεί, κατά την έννοια της οδηγίας 93/13, η κατάσταση δύο φυσικών προσώπων τα οποία έχουν συνάψει σύμβαση εν μέρει για σκοπούς ιδιωτικής κατανάλωσης και εν μέρει για σκοπούς που εμπίπτουν στο πλαίσιο της εμπορικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας ενός εκ των δύο, δεδομένου ότι ο εμπορικός ή επαγγελματικός σκοπός της καταναλωτικής πίστεως είναι κρίσιμος στο πλαίσιο της όλης οικονομίας της συμβάσεως, μολονότι δεν είναι πρωτεύων. Τίθεται, δηλαδή, το ερώτημα αν μπορούν ή όχι να θεωρηθούν ως «καταναλωτές» για τους σκοπούς της προστασίας από τις καταχρηστικές ρήτρες.

27.

Προς τούτο, δύο πιθανές ερμηνείες είναι δυνατές υπό το πρίσμα του κανονιστικού πλαισίου και της νομολογίας του Δικαστηρίου.

28.

Αφενός, αυτή που υποστηρίζουν οι ενάγοντες της κύριας δίκης, καθώς και η Πολωνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, σύμφωνα με την οποία η θέση των εναγόντων πρέπει να τοποθετηθεί εντός του πλαισίου της έννοιας του καταναλωτή, λαμβανομένης υπόψη της περιορισμένης και μη προεξάρχουσας σημασίας του επαγγελματικού σκοπού στο γενικό πλαίσιο της συμβάσεως δανείου, εφαρμόζοντας μια προσέγγιση που εμπίπτει στην έννοια του καταναλωτή κατά την οδηγία 2011/83 και σύμφωνα με άλλες μεταγενέστερες πράξεις ( 7 ) στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών.

29.

Στην άποψη αυτή αντιτάσσεται, αφετέρου η άποψη που υποστηρίζεται αποκλειστικά από την εναγομένη της κύριας δίκης, κατά την οποία οι προϋποθέσεις εφαρμογής της προστασίας που επικαλούνται οι ενάγοντες δεν πληρούνται εν προκειμένω, δεδομένου ότι ο εμπορικός ή επαγγελματικός σκοπός δεν είναι τόσο περιθωριακός ώστε να διαδραματίζει αμελητέο ρόλο στο γενικό πλαίσιο της συμβάσεως δανείου, εφαρμόζοντας κατ’ αναλογίαν την προσέγγιση που υιοθέτησε το Δικαστήριο με την απόφαση Gruber ( 8 ), στην οποία η προς ερμηνεία από το Δικαστήριο διάταξη ήταν η Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ( 9 ).

30.

Για τον λόγο αυτό, θεωρώ χρήσιμη μια σύντομη ανάλυση της έννοιας του καταναλωτή στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης πριν προβώ στις προτάσεις απαντήσεως στα ερωτήματα.

1.  H έννοια του καταναλωτή στο δίκαιο της Ένωσης

31.

Με βάση την παραδοχή ότι οι διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών των επιμέρους κρατών μελών αποτελούσαν εμπόδιο για την οικονομική ολοκλήρωση, τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα εξέδωσαν, κατά τη δεκαετία του 1990, οδηγίες που αποσκοπούσαν στην προσέγγιση των διατάξεων, παρέχοντας έτσι μεγαλύτερη προστασία στους καταναλωτές κατά την αγορά αγαθών και υπηρεσιών ( 10 ).

32.

Στο δίκαιο της Ένωσης δεν υφίσταται, μέχρι σήμερα, ενιαίος ορισμός του καταναλωτή. Ελλείψει ειδικού ορισμού στο πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης, η έννοια του καταναλωτή ποικίλλει σημαντικά στις δευτερογενείς πηγές, ανάλογα με τον σκοπό του υπό εξέταση μέτρου,.

33.

Στο δίκαιο των συμβάσεων της Ένωσης, υπάρχει η τάση να ορίζεται η έννοια του καταναλωτή κατά τρόπο ομοιόμορφο, λαμβάνοντας υπόψη την «ασθενέστερη θέση» του καταναλωτή έναντι του αντισυμβαλλομένου, του επαγγελματία ή της επιχείρησης: αυτό οφείλεται τόσο στην ασύμμετρη πληροφόρηση όσο και στη διαπραγματευτική ισχύ, οι οποίες επιβάλλουν διαφορετική νομική προστασία από εκείνη που παρέχεται στα υπόλοιπα υποκείμενα δικαίου.

34.

Οι πρώτες παρεμβάσεις όσον αφορά τη σχέση μεταξύ επαγγελματιών και καταναλωτών είχαν τομεακό χαρακτήρα. Αντιθέτως, η οδηγία 93/13 είναι κανονιστική ρύθμιση γενικής ισχύος που αφορά όλες τις συμβάσεις μεταξύ καταναλωτών και επαγγελματιών, η οποία προβλέπει, για πρώτη φορά, ουσιαστική προστασία στη συμβατική σχέση μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία ( 11 ). Ειδικότερα, από την ανάγνωση των αιτιολογικών σκέψεων 2, 5 και 6 προκύπτει σαφώς ότι η ρυθμιστική παρέμβαση είναι καθοριστικής σημασίας για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς: οι διαφορές μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα των καταχρηστικών ρητρών αποτέλεσαν εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων στα διάφορα κράτη μέλη και, ως εκ τούτου, στην οικονομική ολοκλήρωση.

35.

Όσον αφορά την έννοια του καταναλωτή, το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της αυτής οδηγίας ορίζει τον καταναλωτή ως «κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, επί συμβάσεων που καλύπτονται από την οδηγία αυτή, ενεργεί για σκοπούς άσχετους με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες».

36.

Η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνεύεται κατ’ αντιδιαστολή προς την έννοια του επαγγελματία, κατά το άρθρο 2 στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας, ο οποίος προσδιορίζεται ως «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας, είτε δημόσιας είτε ιδιωτικής».

37.

Παρόμοιο περιεχόμενο έχουν οι έννοιες των καταναλωτών και των εμπόρων που μνημονεύονται στις οδηγίες 2011/83, 2013/11 ( 12 ) και στον κανονισμό 524/2013.

38.

Ως εκ τούτου, φαίνεται ότι η διάκριση μεταξύ καταναλωτή και εμπόρου γίνεται με γνώμονα το γεγονός ότι ο σκοπός της συμβάσεως δεν εμπίπτει στο πεδίο της επαγγελματικής δραστηριότητας του συμβαλλομένου και όχι με γνώμονα την «ιδιότητα των συμβαλλόμενων» ( 13 ).

39.

Δεδομένου ότι η έννοια του καταναλωτή εξαρτάται από το εάν ο συμβατικός σκοπός εμπίπτει ή όχι στο πεδίο της εμπορικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας ( 14 ), επισημαίνεται ότι το κριτήριο είναι σχετικό με τη συγκεκριμένη σύμβαση.

40.

Το πρότυπο που έχει υιοθετήσει το Δικαστήριο είναι αντικειμενικό. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας J. Mischo στην υπόθεση Di Pinto, τα φυσικά πρόσωπα που εμπίπτουν στην έννοια του καταναλωτή καθορίζονται «όχι αφηρημένα, αλλά ανάλογα με τις συγκεκριμένες ενέργειές τους» ( 15 ).

41.

Αποκλειομένης, επομένως, μιας υποκειμενικής προοπτικής αναγόμενης στις προθέσεις των συμβαλλομένων μερών, επιβεβαιώνεται μια αντικειμενική προοπτική, υπό το πρίσμα της αποτελεσματικότητας των οδηγιών και των μέτρων προστασίας που είναι αναγκαία για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στην αγορά ( 16 ), η οποία είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική λειτουργία της.

42.

Κατά συνέπεια, ο επαγγελματίας, ακόμη και ένας δικηγόρος που ειδικεύεται σε συμβάσεις παροχής νομικών υπηρεσιών ( 17 ), ή ένα πρόσωπο που ενεργεί ως έμπορος, μπορεί επίσης να επωφεληθεί από την προστασία των καταναλωτών.

43.

Επομένως, ως προς το σημείο αυτό, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η εξέλιξη των πηγών του δικαίου της Ένωσης και της νομολογίας του Δικαστηρίου κινείται προς την κατεύθυνση της αυξημένης προστασίας των καταναλωτών, αλλά πάντοτε σταθμίζεται επίσης με άλλες ελευθερίες και, εν τέλει, με την αποτελεσματική λειτουργία της ενιαίας αγοράς, αφήνοντας παράλληλα επαρκή περιθώρια ευελιξίας ώστε η έννοια να καλύπτει όλες τις περιπτώσεις στις οποίες υποβάλλονται αντικειμενικώς αξιώσεις προστασίας.

44.

Το σύνολο των κανόνων στηρίζεται στην παραδοχή ότι τα νέα πρότυπα της αγοράς περιάγουν τον καταναλωτή σε ασθενέστερη θέση λόγω της έλλειψης πραγματικής διαπραγματευτικής ισχύος και του χαμηλού επιπέδου πληροφόρησης, οπότε αυτός πρακτικά αναγκάζεται να προσχωρήσει στους όρους που έχει θέσει ο επαγγελματίας κατά τρόπο άκαμπτο και, εν πάση περιπτώσει, χωρίς να μπορεί να τους επηρεάσει.

2. H έννοια του καταναλωτή στις συμβάσεις μικτού ή διττού σκοπού

45.

Οι συμβάσεις μικτού ή διττού σκοπού είναι συμβάσεις που συνάπτονται για σκοπούς που συνδέονται εν μέρει με τις εμπορικές δραστηριότητες του προσώπου και εν μέρει για προσωπικούς σκοπούς.

46.

Ο χαρακτηρισμός της θέσεως του αντισυμβαλλομένου στις συμβάσεις διττού σκοπού εξετάστηκε για πρώτη φορά από το Δικαστήριο με την απόφαση Gruber ( 18 ).

47.

Στην υπόθεση εκείνη, ο ενάγων επικαλέστηκε την προστασία που η Σύμβαση των Βρυξελλών επιφυλάσσει στους καταναλωτές δυνάμει των άρθρων 13, 14 και 15, ήτοι το δικαίωμα ασκήσεως αγωγής ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο εκπληρώθηκε η υποχρέωση, αντί των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο έχει την κατοικία του ο εναγόμενος.

48.

Δεδομένου ότι επρόκειτο περί συμβάσεως μικτού σκοπού, το Δικαστήριο κλήθηκε να διευκρινίσει αν το αποφασιστικό κριτήριο ήταν ο ιδιωτικός ή επαγγελματικός σκοπός της επίμαχης συμβάσεως.

49.

Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το φυσικό πρόσωπο μπορεί να χαρακτηριστεί καταναλωτής μόνο στο μέτρο που «η επαγγελματική χρήση είναι περιθωριακή μέχρι το σημείο να έχει αμελητέο ρόλο στο όλο πλαίσιο της σχετικής οικονομικής πράξεως, ενώ εν προκειμένω δεν έχει σημασία το γεγονός ότι προέχει η εξωεπαγγελματική πτυχή» ( 19 ).

50.

Επομένως, η απόφαση Gruber, στο συγκεκριμένο πλαίσιο του δικονομικής φύσεως ερωτήματος που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο, χρησιμοποιεί, προκειμένου να θεωρήσει ως καταναλωτή κατά την έννοια του κανονισμού ένα πρόσωπο που συνάπτει σύμβαση διττού σκοπού με επαγγελματία, ένα κριτήριο το οποίο θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «της περιθωριακής θέσης».

51.

Η οδηγία 93/13 δεν ρυθμίζει ρητώς την έννοια του καταναλωτή στην περίπτωση των συμβάσεων διττού σκοπού.

52.

Η αιτιολογική σκέψη 17 της οδηγίας 2011/83 διευκρινίζει, αντιθέτως, ότι «[…] σε περίπτωση συμβάσεων διττού σκοπού, όπου η σύμβαση συνάπτεται για σκοπούς ευρισκόμενους εν μέρει εντός και εν μέρει εκτός των εμπορικών δραστηριοτήτων του, η δε εμπορική σκοπιμότητα είναι τόσο περιορισμένη ώστε να μην έχει εξέχουσα θέση στο γενικό πλαίσιο της σύμβασης, το εν λόγω πρόσωπο θα πρέπει επίσης να θεωρείται καταναλωτής».

53.

Παρόμοιες εκφράσεις χρησιμοποιούνται στην αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2013/11, καθώς και στην αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού 524/2013.

54.

Επομένως, η επίμαχη διάταξη καθιερώνει αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κριτήριο της «μη προεξάρχουσας θέσης». Κατά συνέπεια, ένα πρόσωπο που ενεργεί εν μέρει στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας θα μπορούσε επίσης να χαρακτηριστεί ως καταναλωτής, στο μέτρο που ο εμπορικός ή επαγγελματικός σκοπός, μολονότι δεν είναι αμελητέος, μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν έχει προεξάρχουσα θέση στο όλο συμβατικό πλαίσιο.

Β.   Προδικαστικά ερωτήματα

1. Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

55.

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί υπό ποιες προϋποθέσεις δανειολήπτης ο οποίος συνήψε σύμβαση δανείου εν μέρει για εμπορικούς ή επαγγελματικούς σκοπούς και εν μέρει για ιδιωτικούς καταναλωτικούς σκοπούς, από κοινού με άλλον δανειολήπτη ο οποίος ενεργεί αποκλειστικά για ιδιωτικούς σκοπούς, εμπίπτει στην έννοια του καταναλωτή κατά το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13 και, κατ’ ουσίαν, αν είναι προτιμητέα, στην περίπτωση συμβάσεων διττού σκοπού, η προσέγγιση που διατύπωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Gruber ή εκείνη που απορρέει από τις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 2011/83 και των μεταγενέστερων νομοθετικών μέτρων ( 20 ).

56.

Όπως υπομνήσθηκε ανωτέρω, από την ανάλυση των πηγών και της νομολογίας προκύπτουν δύο διαφορετικές ερμηνείες, που μπορούν να συνοψιστούν με το κριτήριο του «περιθωριακού χαρακτήρα» και το κριτήριο της «μη προεξάρχουσας θέσης» του εμπορικού ή επαγγελματικού σκοπού σε σχέση με τον ιδιωτικό σκοπό.

57.

Οι πτυχές που πρέπει να εξεταστούν προκειμένου να επιλεγεί η μία ή η άλλη ερμηνεία είναι οι εξής: όσον αφορά το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, η διαφορετική ratio των πηγών (δικονομικής φύσεως) για τις οποίες γίνεται λόγος στην απόφαση Gruber και στην οδηγία 93/13, καθώς και στα μεταγενέστερα νομοθετικά μέτρα ( 21 ) σχετικά με την (ουσιαστική) προστασία των καταναλωτών και το περιεχόμενο της ερμηνείας τους· η ουσιαστική θέση των μερών που συνάπτουν τη σύμβαση καταναλωτή και οι πραγματικοί σκοποί της υπογραφής προκειμένου να διασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας, η οποία, ιδίως όσον αφορά τις καταχρηστικές ρήτρες, θα υπονομευόταν σοβαρά από μια υπερβολικά περιοριστική ερμηνεία· η στενή σύνδεση των σκοπών της οδηγίας 93/13 με τις μεταγενέστερες οδηγίες.

58.

Όσον αφορά τη διαφορετική ratio των πηγών που ερμηνεύθηκαν στην απόφαση Gruber και στην οδηγία 93/13, η τελευταία αποσκοπεί ουσιαστικά στην αποκατάσταση της ισορροπίας στη συμβατική σχέση μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία, με τον συμμετρικό επαναπροσδιορισμό της σχέσης τους ( 22 ).

59.

Το σύστημα προστασίας που θεσπίζει η οδηγία στηρίζεται, πράγματι, όπως ειπώθηκε, στην παραδοχή ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση σε σχέση προς τον επαγγελματία όσον αφορά τόσο τη δυνατότητα διαπραγματεύσεως όσο και το επίπεδο της πληροφορήσεως, θέση η οποία τον υποχρεώνει να αποδέχεται τους όρους που έχει εκ των προτέρων καταρτίσει ο επαγγελματίας, χωρίς να μπορεί να ασκήσει επιρροή επί του περιεχομένου τους ( 23 ).

60.

Λαμβάνοντας υπόψη την ασθενέστερη αυτή θέση, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 ορίζει ότι οι καταχρηστικές ρήτρες δεν είναι δεσμευτικές για τους καταναλωτές. Πρόκειται για επιτακτικού χαρακτήρα διάταξη ( 24 ), η οποία σκοπεί στην υποκατάσταση της τυπικής ισορροπίας την οποία θεσπίζει η σύμβαση μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων με πραγματική ισορροπία δυνάμενη να αποκαταστήσει την ισότητα μεταξύ τους ( 25 ). Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως αποφανθεί ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας πρέπει να θεωρηθεί ως ισοδύναμο προς τους εθνικούς κανόνες δημοσίας τάξεως της ίδιας βαθμίδας στο πλαίσιο της εσωτερικής εννόμου τάξεως ( 26 ). Επιπλέον, πρέπει να κριθεί ότι ο χαρακτηρισμός αυτός, όπως επισήμανε η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις της ( 27 ), εκτείνεται σε όλες τις διατάξεις της οδηγίας που είναι απαραίτητες για την υλοποίηση του σκοπού τον οποίο επιδιώκει το άρθρο 6 ( 28 ).

61.

Ο επιτακτικός χαρακτήρας των διατάξεων της οδηγίας 93/13 και οι συναφείς ειδικές απαιτήσεις προστασίας των καταναλωτών οδηγούν, επομένως, σε ευρεία ερμηνεία της έννοιας του καταναλωτή, προκειμένου να διασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας.

62.

Αντιθέτως, οι διατάξεις του άρθρου 14 της συμβάσεως των Βρυξελλών και, στη συνέχεια, του κανονισμού 44/2001 ( 29 ) και του κανονισμού 1215/12 ( 30 ) αποσκοπούν στην προστασία του καταναλωτή από δικονομική άποψη, παρεκκλίνοντας από τον γενικό κανόνα του forum της κατοικίας του εναγομένου, σύμφωνα με τον οποίο τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων του εν λόγω κράτους μέλους. Οι διατάξεις αυτές δεν θέσπισαν γενική προστασία των καταναλωτών, αλλά απλώς προσδιόρισαν τις περιπτώσεις συμβάσεων καταναλωτών που υπόκεινται σε ειδική προστασία βάσει των κανόνων περί διεθνούς δικαιοδοσίας. Πράγματι, στην απόφαση Gruber, το Δικαστήριο τόνισε ότι «η αποτροπή του πολλαπλασιασμού των δικαστηρίων που έχουν διεθνή δικαιοδοσία σχετικά με την ίδια έννομη σχέση αποτελεί έναν από τους κύριους στόχους της Συμβάσεως των Βρυξελλών» ( 31 ).

63.

Η απόφαση Gruber αφορούσε, ωστόσο, την ερμηνεία των κανόνων περί διεθνούς δικαιοδοσίας σε υποθέσεις συμβάσεων με καταναλωτές οι οποίοι εισάγουν εξαίρεση από τον γενικό κανόνα της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους της κατοικίας του εναγομένου. Επομένως, βρισκόμαστε σε πεδίο διαφορετικό από την ουσιώδη προστασία του καταναλωτή, δεδομένου ότι το πεδίο στο οποίο κινείται η απόφαση Gruber είναι αυτό του δικονομικού δικαίου. Όπως δε ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή ( 32 ), η συσταλτική ερμηνεία της έννοιας του καταναλωτή υπαγορεύθηκε από το γεγονός ότι η διάταξη αυτή αποτελεί κατ’ αρχήν παρέκκλιση από τον κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας ( 33 ). Δεδομένου ότι πρόκειται για παρέκκλιση, μπορεί να ερμηνευθεί μόνο συσταλτικά ( 34 ).

64.

Η ratio στην οποία στηρίζονται οι διατάξεις των εν λόγω κανονισμών περιλαμβάνει εκτιμήσεις που βαίνουν πέραν εκείνων της προστασίας του ασθενέστερου μέρους, προκειμένου να συμβιβαστεί η προστασία των καταναλωτών με άλλες εξίσου άξιες προστασίας απαιτήσεις: την προβλεψιμότητα των λύσεων και την ασφάλεια δικαίου ( 35 ), προκειμένου να αποφευχθεί η διακριτική ευχέρεια των μερών κατά την επιλογή του δικαστηρίου, η οποία θα ήταν επιζήμια για την ασφάλεια των διεθνών εμπορικών συναλλαγών ( 36 ). Πράγματι, στο πλαίσιο του συστήματος του κανονισμού 1215/12, η ανισορροπία της συμβατικής ισχύος στη σχέση μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή δεν αρκεί για να δικαιολογήσει παρέκκλιση από τους γενικούς κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας· είναι επίσης αναγκαίο ο καταναλωτής να έχει συνάψει ειδικούς τύπους συμβάσεων.

65.

Από τον επιτακτικό χαρακτήρα των διατάξεων της οδηγίας 93/13 και την επακόλουθη ανάγκη ιδιαίτερης προστασίας των καταναλωτών σε περίπτωση καταχρηστικών ρητρών προκύπτει ότι πρέπει να εξεταστούν προσεκτικά η ουσιαστική κατάσταση των προσώπων που συνάπτουν τη σύμβαση καταναλωτή και ο πραγματικός σκοπός της υπογραφής.

66.

Πράγματι, προκειμένου να μην καταστεί άνευ περιεχομένου η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας, είναι αναγκαίο να υιοθετηθεί μια όσο το δυνατόν ευρύτερη ερμηνεία της έννοιας των καταναλωτών στις συμβάσεις διττού σκοπού, ούτως ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο ο επαγγελματίας να μπορεί ευχερώς να καταστρατηγήσει την εφαρμογή των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων περί καταχρηστικών ρητρών, επιβάλλοντας την εφαρμογή τους βάσει και μόνον της ταυτόχρονης υπάρξεως, στην αίτηση χρηματοδοτήσεως, εμπορικών ή επαγγελματικών σκοπών ( 37 ).

67.

Η υπό κρίση υπόθεση αποτελεί, πράγματι, παράδειγμα ενός τέτοιου κινδύνου: από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο προεξάρχων (αν όχι αποκλειστικός) σκοπός των αιτούντων χρηματοδότηση ήταν η αγορά οικογενειακού ακινήτου· ότι μόνον ο ένας από τους δύο ενάγοντες ασκούσε επαγγελματική δραστηριότητα· ότι το πιστωτικό ίδρυμα έθεσε ως προϋπόθεση για τη χορήγηση χρηματοδοτήσεως για τους προαναφερθέντες προσωπικούς λόγους την εξόφληση προηγούμενης επαγγελματικής οφειλής ενός εκ των εναγόντων· ότι το ποσό για την εξόφληση της επαγγελματικής οφειλής ανερχόταν περίπου στο ένα τρίτο του συνολικού ποσού του δανείου.

68.

Όπως ορθώς υποστηρίζει η Πολωνική Κυβέρνηση, «η οδηγία 93/13/ΕΟΚ εκδόθηκε ακριβώς για να προστατεύσει τους καταναλωτές από τέτοιου είδους συμπεριφορές, ήτοι την επιβολή όρων επί των οποίων δεν ασκούν καμία επιρροή και οι οποίοι, ως εκ τούτου, προσβάλλουν τα δικαιώματα και τα συμφέροντά τους. Ένας καταναλωτής δεν μπορεί, επομένως, να στερηθεί την προστασία της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ για τον λόγο και μόνον ότι ο επαγγελματίας του επέβαλε, με σύμβαση συναφθείσα για μη εμπορικούς σκοπούς, ρήτρα σχετική με την εμπορική του δραστηριότητα» ( 38 ).

69.

Τέλος, ως προς το σημείο αυτό, όπως επισήμαναν οι ενάγοντες της κύριας δίκης ( 39 ), η πρόκριση της ερμηνείας που έδωσε το Δικαστήριο στην απόφαση Gruber θα σήμαινε ότι ο φερόμενος καταναλωτής θα έπρεπε να αποδείξει ενώπιον των δικαστηρίων τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την αξίωσή του ( 40 ), λαμβανομένης υπόψη της οικονομίας της οδηγίας 93/13, στο πλαίσιο της οποίας ο προσδιορισμός της ιδιότητας εκείνου που επικαλείται την προστασία από καταχρηστικές ρήτρες ως καταναλωτή πραγματοποιείται αυτεπαγγέλτως από το εθνικό δικαστήριο ( 41 ).

70.

Όσον αφορά την ανάλυση των σκοπών της ρυθμίσεως που περιέχεται στην οδηγία 93/13, δεν μπορεί να μην επισημανθεί η στενή σύνδεσή τους με εκείνους των μεταγενέστερων οδηγιών ( 42 ), περίσταση που συνηγορεί υπέρ της ομοιόμορφης και ευρείας ερμηνείας της έννοιας του καταναλωτή.

71.

Πράγματι, η οδηγία 2011/83 για τα δικαιώματα των καταναλωτών στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους επαγγελματίες, επιδιώκει τον ίδιο σκοπό με την οδηγία 93/13 ( 43 ) και η έννοια του καταναλωτή κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 2011/83 είναι σχεδόν πανομοιότυπη στις δύο αυτές πηγές. Οι ίδιες εκτιμήσεις ως προς την έννοια του καταναλωτή ισχύουν, εν συνεχεία, σε σχέση με την οδηγία 2013/11 και τον κανονισμό 524/2013.

72.

Η σχέση μεταξύ της προαναφερθείσας νομοθεσίας και της οδηγίας 93/13 καθίσταται ακόμη σαφέστερη από το γεγονός ότι η οδηγία 2011/83 τροποποίησε την οδηγία 93/13, προσθέτοντας το άρθρο 8α. Δεν είναι τυχαίο ότι αμφότερες μπορούν κανονικά να εφαρμοστούν ταυτόχρονα στην ίδια σύμβαση ( 44 ). Ο δεσμός μεταξύ των δύο οδηγιών ενισχύθηκε πρόσφατα από τον νομοθέτη της Ένωσης με την έκδοση της οδηγίας 2019/2161 ( 45 ), για την τροποποίηση της οδηγίας 93/13 και της οδηγίας 2011/83, όσον αφορά την καλύτερη επιβολή και τον εκσυγχρονισμό των κανόνων για την προστασία των καταναλωτών.

73.

Ως εκ τούτου, συμφωνώ με την παρατήρηση της Επιτροπής ότι «η συστηματική ερμηνεία της έννοιας του “καταναλωτή” συνηγορεί υπέρ μιας οριζόντιας σημασίας της εν λόγω έννοιας σύμφωνα με την οδηγία 93/13 και άλλες νομοθετικές πράξεις της Ένωσης για την προστασία των καταναλωτών, ιδίως της οδηγίας 2011/83, της οδηγίας ΕΕΚΔ και του κανονισμού ΗΕΚΔ. Οι εξηγήσεις που περιέχονται στις αιτιολογικές σκέψεις των εν λόγω πράξεων θα πρέπει να εφαρμόζονται βάσει της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, δεδομένου ότι οι πράξεις αυτές συνδέονται λειτουργικά με την οδηγία και εκδόθηκαν με σκοπό την προστασία του καταναλωτή ως του ασθενέστερου συμβαλλόμενου μέρους της συμβάσεως με τον πωλητή» ( 46 ).

74.

Κατά την άποψή μου, από τις μέχρι τώρα επισημάνσεις όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της οδηγίας 93/13 και της οδηγίας 2011/83 (και των μεταγενέστερων πράξεων) καθίσταται δυνατή η αντίκρουση των επιχειρημάτων της εναγομένης κατά της διασταλτικής ερμηνείας της έννοιας του καταναλωτή, η οποία συμπίπτει με εκείνη που περιέχεται στις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 2011/83 και των μεταγενέστερων οδηγιών. Αυτές επικεντρώνονται, μεταξύ άλλων, στο διαφορετικό πεδίο εφαρμογής των οδηγιών 93/13 και 2011/83 και στο γεγονός ότι, δεδομένου ότι η οδηγία 2011/83 είναι μεταγενέστερη των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, η έννοια του καταναλωτή σε περίπτωση συμβάσεως διττού σκοπού δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω.

75.

Όσον αφορά το διαφορετικό πεδίο εφαρμογής των οδηγιών, επισημαίνω μόνον, συμπληρωματικώς προς τα προεκτεθέντα, ότι ο ορισμός των συμβάσεων διττού σκοπού δεν περιλαμβάνεται στη λεπτομερή ρύθμιση, αλλά στις αιτιολογικές σκέψεις, οι οποίες είναι γνωστό ότι προτείνουν ερμηνευτικές κατευθυντήριες γραμμές, χωρίς να έχουν δεσμευτική ισχύ.

76.

Όσον αφορά τις εκτιμήσεις σχετικά με το εφαρμοστέο ratione temporis δίκαιο, δεν πρόκειται για εφαρμογή των κανόνων των οδηγιών που εκδόθηκαν μεταγενέστερα σε προϋφιστάμενη κατάσταση, αλλά απλώς για την υιοθέτηση τελολογικής ερμηνείας, η οποία ήταν ήδη προτιμότερη κατά τον χρόνο που ίσχυε μόνον η οδηγία 93/13 και την οποία διευκρινίζει ο νομοθέτης της Ένωσης με τα μέτρα που θεσπίστηκαν μεταγενέστερα.

77.

Συναφώς, επισημαίνω, επαναλαμβάνοντας τις εκτιμήσεις του γενικού εισαγγελέα P. Villalón, ότι από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ( 47 ) της οδηγίας 2011/83 προκύπτει ότι η αιτιολογική σκέψη 17 αποτέλεσε συμβιβασμό στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών οργάνων ως προς τη σκοπιμότητα ερμηνείας της έννοιας του καταναλωτή στις συμβάσεις διττού σκοπού σύμφωνα με το λεγόμενο κριτήριο του προεξάρχοντος σκοπού ( 48 ). Οι προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 2011/83 επιβεβαιώνουν επίσης ότι το περιεχόμενο της αιτιολογικής σκέψεως 17 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνδέεται ειδικώς με την οδηγία 2011/83 και μόνον.

78.

Υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων αυτών, φρονώ ότι πρέπει να προκριθεί μια ερμηνεία που να λαμβάνει υπόψη την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας, το σύστημα στο οποίο εντάσσεται η κανονιστική πράξη, τη λειτουργία που επιτελεί και, κατά συνέπεια, να επιλεγεί η ευρύτερη ερμηνεία της έννοιας του καταναλωτή προκειμένου να χαρακτηριστεί ένα πρόσωπο που συνάπτει σύμβαση διττού σκοπού, όπως η περιεχόμενη στις προαναφερθείσες αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 2011/83, της οδηγίας 2013/11 και του κανονισμού 524/2013.

2. Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

79.

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ( 49 ), αν αντιλαμβάνομαι ορθώς λόγω της ασαφούς διατυπώσεως, ζητεί κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο να διευκρινίσει τα κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να αποδειχθεί ότι ο επαγγελματικός σκοπός για τον οποίο ένας εκ των δανειοληπτών συνήψε τη σύμβαση πιστώσεως δεν είχε προεξάρχουσα θέση και είχε μόνο περιορισμένο χαρακτήρα. Τα δύο ερωτήματα αλληλεπικαλύπτονται ως έναν βαθμό, δεδομένου ότι ορισμένα στοιχεία που οδηγούν στην ανωτέρω προτεινόμενη ερμηνεία της έννοιας του καταναλωτή σε συμβάσεις διττού σκοπού διαδραματίζουν ταυτόχρονα ρόλο κριτηρίων για τον καθορισμό του κατά πόσον ο προσωπικός σκοπός υπερισχύει ή όχι του επαγγελματικού σκοπού στην αίτηση χρηματοδότησης.

80.

Εν πάση περιπτώσει, η διαπίστωση ότι η συγκεκριμένη περίπτωση εμπίπτει στην έννοια του καταναλωτή, όπως αυτή περιγράφεται ανωτέρω, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο καλείται να «εξακριβώσει εάν ο αγοραστής μπορεί να χαρακτηριστεί καταναλωτής κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας, ακόμη κι αν τούτος δεν επικαλέστηκε την ιδιότητα αυτή» ( 50 ).

81.

Υπ’ αυτήν την έννοια, ο εθνικός δικαστής καλείται να προβεί σε ποιοτική και ποσοτική ανάλυση όλων των στοιχείων που είναι χρήσιμα για την επίλυση της συγκεκριμένης υποθέσεως και πρέπει να λάβει υπόψη όλες τις περιστάσεις της προκειμένης περιπτώσεως, και κυρίως τη φύση του αγαθού ή της υπηρεσίας που αποτελεί το αντικείμενο της εξεταζόμενης συμβάσεως, που δύνανται να αποδείξουν για ποιο σκοπό αποκτάται το αγαθό ή παρέχεται η υπηρεσία ( 51 ).

82.

Τούτου λεχθέντος, ορισμένες από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, όπως προτείνει το αιτούν δικαστήριο, μπορούν να διαδραματίσουν ρόλο γενικών κριτηρίων βάσει των οποίων μπορεί να κριθεί αν πληρούται η προϋπόθεση της «μη προεξάρχουσας θέσης» του επαγγελματικού έναντι του προσωπικού σκοπού στην περίπτωση συμβάσεως διττού σκοπού.

83.

Το γεγονός ότι, μολονότι ενεργεί στο πλαίσιο μικτής συμβάσεως, ο δανειολήπτης συνήψε τη σύμβαση δανείου μαζί με άλλον συμβαλλόμενο, ο οποίος ενεργούσε αποκλειστικά για σκοπούς ιδιωτικής καταναλώσεως, ασκεί επιρροή και μπορεί επίσης να χρησιμεύσει ως κριτήριο προκειμένου να καθοριστεί, στο γενικό πλαίσιο της συμβάσεως, η «προεξάρχουσα ή μη θέση» του επαγγελματικού σκοπού.

84.

Η εν μέρει συρροή του επαγγελματικού σκοπού δεν μπορεί, πράγματι, να έχει ως αποτέλεσμα ο δανειολήπτης που είναι «απλός» καταναλωτής να απωλέσει την ιδιότητά του. Λόγω του τρόπου καταρτίσεως και συνάψεως της πράξεως, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η υπογραφείσα από τους δανειολήπτες σύμβαση δανείου αποτελούσε ένα αδιαίρετο σύνολο. Η μη αναγνώριση της ιδιότητας του καταναλωτή σε έναν από τους δύο ενάγοντες λόγω της συρροής του επαγγελματικού σκοπού ενός από τους δύο θα είχε ως αποτέλεσμα να στερηθεί της προστασίας ακόμη και ο δανειολήπτης που είναι απλός καταναλωτής. Το πιστωτικό ίδρυμα κάλλιστα θα μπορούσε να προσφέρει στους δανειολήπτες δύο χωριστές συμβάσεις, ώστε να μην επικαλύπτονται οι σκοποί.

85.

Εξίσου σημαντικό είναι επίσης ( 52 ) το γεγονός ότι η εναγόμενη τράπεζα έθεσε ως προϋπόθεση για τη χορήγηση της πιστώσεως την απόσβεση (με μέρος του ζητούμενου ποσού) άλλης υποχρεώσεως που είχε αναληφθεί στο πλαίσιο της εμπορικής δραστηριότητας. Η ύπαρξη μιας τέτοιας περιστάσεως μπορεί να διαδραματίσει ρόλο κριτηρίου διακριτικής ευχέρειας για τον έλεγχο της «μη προεξάρχουσας θέσης» του επαγγελματικού σκοπού, δεδομένου ότι, στη συγκεκριμένη διαπραγμάτευση, ο επαγγελματικός σκοπός υφίσταται μόνο στο μέτρο που «επιβάλλεται» από τον επαγγελματία ( 53 ).

86.

Η ποσοτική πτυχή, δηλαδή η σχέση μεταξύ του ποσού που καταβάλλεται για επαγγελματικούς σκοπούς και του ποσού που καταβάλλεται για προσωπικούς σκοπούς, έχει ασφαλώς σημασία. Εν προκειμένω, η σχέση, που ήταν 1 προς 3, μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να οδηγήσει, μαζί με τα λοιπά στοιχεία, εφόσον αποδειχθούν, στο συμπέρασμα ότι ο επαγγελματικός σκοπός είχε «μη προεξάρχουσα» θέση.

3. Επί του διαχρονικού περιορισμού των αποτελεσμάτων της αποφάσεως του Δικαστηρίου

87.

Τέλος, η εναγομένη της κύριας δίκης ζητεί να περιοριστούν τα αποτελέσματα της αποφάσεως στην περίπτωση κατά την οποία δεν γίνει δεκτή η συσταλτική ερμηνεία της έννοιας του «καταναλωτή» που περιέχεται στο άρθρο 2, στοιχείο βʹ.

88.

Προς τούτο, παρατηρώ ότι «μόνον όλως εξαιρετικώς μπορεί το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν της συμφυούς με την έννομη τάξη της Ένωσης γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου, να αποφασίσει τον περιορισμό της δυνατότητας την οποία έχει κάθε ενδιαφερόμενος να επικαλεσθεί διάταξη την οποία έχει ερμηνεύσει το Δικαστήριο, προκειμένου να αμφισβητήσει έννομες σχέσεις που έχουν καλοπίστως συναφθεί. Προκειμένου να αποφασιστεί ένας τέτοιος περιορισμός, είναι αναγκαία η συνδρομή δύο βασικών κριτηρίων, και συγκεκριμένα της καλής πίστης των ενδιαφερομένων μερών και του κινδύνου σημαντικών διαταραχών ( 54 )».

89.

Η εναγομένη της κύριας δίκης δεν προσκομίζει, ωστόσο, συγκεκριμένα και ακριβή στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι πληρούνται οι δύο προαναφερθείσες προϋποθέσεις. Απλώς αναφέρεται γενικώς σε περιστάσεις που δεν μπορούν να τεκμηριώσουν τις προϋποθέσεις αυτές.

90.

Για τον λόγο αυτόν, φρονώ ότι το αίτημα πρέπει να απορριφθεί.

IV. Πρόταση

91.

Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Sąd Rejonowy dla Warszawy-Woli w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας-Wola, με έδρα τη Βαρσοβία, Πολωνία) ως εξής:

«Το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, καθώς και οι αιτιολογικές σκέψεις της

έχουν την έννοια ότι:

δεν αντιτίθενται στο να περιληφθεί στον ορισμό του “καταναλωτή” πρόσωπο που ασκεί οικονομική δραστηριότητα το οποίο, μαζί με δανειολήπτη που δεν ασκεί τέτοια δραστηριότητα, έχει συνάψει σύμβαση δανείου συνδεόμενη με ξένο νόμισμα, η οποία προορίζεται εν μέρει για επαγγελματική χρήση από έναν εκ των δανειοληπτών και εν μέρει για σκοπό άσχετο προς την οικονομική του δραστηριότητα, και τούτο όχι μόνον όταν η επαγγελματική χρήση είναι τόσο περιθωριακή ώστε να διαδραματίζει αμελητέο ρόλο στο συνολικό πλαίσιο της επίμαχης συμβάσεως. Συγκεκριμένα, λαμβανομένων υπόψη των ερμηνευτικών κριτηρίων που παρέχει η αιτιολογική σκέψη 17 της οδηγίας 2011/83/ΕΕ, αρκεί, στην περίπτωση συμβάσεων διττού σκοπού, ο εμπορικός σκοπός να είναι τόσο περιορισμένος ώστε να μην έχει προεξάρχουσα θέση στο γενικό πλαίσιο της συμβάσεως.

Το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, καθώς και οι αιτιολογικές σκέψεις της

έχουν την έννοια ότι:

το ζήτημα αν ο εμπορικός ή επαγγελματικός σκοπός έχει προεξάρχουσα θέση στο γενικό πλαίσιο της συμβάσεως πρέπει να επιλυθεί από το εθνικό δικαστήριο, το οποίο πρέπει να προβεί σε συνολική εκτίμηση όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως. Προς τούτο, το εθνικό δικαστήριο μπορεί, σε περίπτωση αιτήσεως δανείου από πιστωτικό ίδρυμα, να λάβει υπόψη του τα ακόλουθα κριτήρια: τη σχέση μεταξύ του ποσού που χορηγήθηκε για επαγγελματικούς σκοπούς και του ποσού που χορηγήθηκε για προσωπικούς σκοπούς· το γεγονός ότι το δάνειο ζητήθηκε από κοινού από πρόσωπο που δεν ασκεί επαγγελματική ή εμπορική δραστηριότητα και δεν συμμετέχει στην επιχειρηματική δραστηριότητα του ετέρου αιτούντος· την τυχόν εξάρτηση της χορήγησης του δανείου για ιδιωτικούς σκοπούς από την ταυτόχρονη εξόφληση της οφειλής που έχει συναφθεί για εμπορικούς ή επαγγελματικούς σκοπούς από έναν από τους δύο αιτούντες.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.

( 2 ) Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).

( 3 ) Οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2011, L 304, σ. 64).

( 4 ) Οδηγία 2013/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για την εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (οδηγία ΕΕΚΔ) (ΕΕ 2013, L 165, σ. 63).

( 5 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 524/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για την ηλεκτρονική επίλυση καταναλωτικών διαφορών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (κανονισμός για την ΕΕΚΔ) (ΕΕ 2013, L 165, σ. 1).

( 6 ) Πρβλ. απόφαση της 20ης Ιανουαρίου 2005, Gruber (C‑464/01, EU:C:2005:32).

( 7 ) Ιδίως, την οδηγία 2013/11 και τον κανονισμό 524/2013.

( 8 ) Πρβλ. απόφαση της 20ης Ιανουαρίου 2005, Gruber (C‑464/01, EU:C:2005:32).

( 9 ) Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1998, C 27, σ. 1 έως 33), στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών.

( 10 ) Cassano, G., Dona, M. και Torino, R. (επιμ.), Il diritto dei consumatori, Giuffré, Μιλάνο, 2021, σ. 14.

( 11 ) Caringella, F., «Il lungo viaggio verso la tutela del consumatore quale contraente per definizione debole», σε Caringella, F. και De Marzo, G. (επιμ.), I contratti dei consumatori, UTET, Τορίνο, 2007, σ. 1 έως 51.

( 12 ) Οδηγία 2013/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για την εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 165, σ. 63 έως 79).

( 13 ) Πρβλ. αποφάσεις της 30ής Μαΐου 2013, Asbeek Brusse και de Man Garabito (C‑488/11, EU:C:2013:341, σκέψη 30), της 15ης Ιανουαρίου 2015, Šiba (C‑537/13, EU:C:2015:14, σκέψη 21), και της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, Costea (C‑110/14, EU:C:2015:538, σκέψη 17).

( 14 ) Πρβλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, Asbeek Brusse και de Man Garabito (C‑488/11, EU:C:2013:341, σκέψη 30).

( 15 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Mischo στην υπόθεση Di Pinto (C‑361/89, μη δημοσιευθείσες, EU:C:1990:462, σημείο 19).

( 16 ) Το δίκαιο των συμβάσεων της ΕΕ επικεντρώνεται επίσης στον σκοπό της ενίσχυσης της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στην ενιαία αγορά, όπως επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι οι σχετικοί τομεακοί κανόνες θεσπίστηκαν ως επί το πλείστον επί της νομικής βάσης για την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς (νυν άρθρο 114 ΣΛΕΕ). Στο πλαίσιο αυτό, ο καταναλωτής θεωρείται ως ένας μέσος ορθολογικός οικονομικός παράγοντας, τα συμφέροντα του οποίου προστατεύονται όχι μόνο για τον σκοπό, αλλά και μέσω της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς, που είναι η ratio της προστασίας των καταναλωτών στο δίκαιο της ΕΕ, βλ. Mengozzi, P., Il principio personalista nel diritto dell’Unione europea, Πάδοβα, 2010, ιδίως σ. 60 έως 98.

( 17 ) Πρβλ. αποφάσεις της 15ης Ιανουαρίου 2015, Šiba (C‑537/13, EU:C:2015:14, σκέψεις 23 και 24), και της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, Costea (C‑110/14, EU:C:2015:538, σκέψη 24).

( 18 ) Πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, Gruber (C‑464/01, EU:C:2005:32).

( 19 ) Πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, Gruber (C‑464/01, EU:C:2005:32, σκέψη 54). Την ίδια θέση υιοθέτησε πιο πρόσφατα το Δικαστήριο με τις αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου 2018, Schrems (C‑498/16, EU:C:2018:37, σκέψη 32), και της 14ης Φεβρουαρίου 2019, Milivojević (C‑630/17, EU:C:2019:123, σκέψη 91).

( 20 ) Ιδίως, την οδηγία 2013/11 και τον κανονισμό 524/2013.

( 21 ) Ιδίως, την οδηγία 2013/11 και τον κανονισμό 524/2013.

( 22 ) Πρβλ. αποφάσεις της 30ής Μαΐου 2013, Asbeek Brusse και de Man Garabito (C‑488/11, EU:C:2013:341, σκέψη 31), της 15ης Ιανουαρίου 2015, Šiba (C‑537/13, EU:C:2015:14, σκέψη 22), και της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, Costea (C‑110/14, EU:C:2015:538, σκέψη 19).

( 23 ) Πρβλ. αποφάσεις της 30ής Μαΐου 2013, Asbeek Brusse και de Man Garabito (C‑488/11, EU:C:2013:341, σκέψη 31), της 15ης Ιανουαρίου 2015, Šiba (C‑537/13, EU:C:2015:14, σκέψη 22), και της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, Costea (C‑110/14, EU:C:2015:538, σκέψη 19).

( 24 ) Πρβλ. αποφάσεις της 26ης Οκτωβρίου 2006, Mostaza Claro (C‑168/05, EU:C:2006:675, σκέψη 36), της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones (C‑40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 30), της 9ης Νοεμβρίου 2010, VB Pénzügyi Lízing (C‑137/08, EU:C:2010:659, σκέψη 47), της 15ης Μαρτίου 2012, Pereničová και Perenič (C‑453/10, EU:C:2012:144, σκέψη 28), της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito (C‑618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 40), της 17ης Ιουλίου 2014, Sánchez Morcillo και Abril García (C‑169/14, EU:C:2014:2099, σκέψη 23), και της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, Costea (C‑110/14, EU:C:2015:538, σκέψη 19).

( 25 ) Απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, Costea (C‑110/14, EU:C:2015:538, σκέψη 19).

( 26 ) Πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones (C‑40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 52), διάταξη της 16ης Νοεμβρίου 2010, Pohotovosť (C‑76/10, EU:C:2010:685, σκέψη 50), και απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ. (C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 54).

( 27 ) Παρατηρήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σημείο 29.

( 28 ) Απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, Asbeek Brusse και de Man Garabito (C‑488/11, EU:C:2013:341, σκέψη 44).

( 29 ) Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1 έως 23).

( 30 ) Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1 έως 32).

( 31 ) Πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, Gruber (C‑464/01, EU:C:2005:32, σκέψεις 43 και 44).

( 32 ) Παρατηρήσεις της Επιτροπής, σημείο 23.

( 33 ) Πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, Gruber (C‑464/01, EU:C:2005:32, σκέψη 43).

( 34 ) Πρβλ. αποφάσεις της 21ης Ιουνίου 1978, Bertrand (150/77, EU:C:1978:137, σκέψεις 17 και 18), της 19ης Ιανουαρίου 1993, Shearson Lehman Hutton (C‑89/91, EU:C:1993:15, σκέψεις 14-16), της 3ης Ιουλίου 1997, Benincasa (C‑269/95, EU:C:1997:337, σκέψη 13), της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Besix (C‑256/00, EU:C:2002:99, σκέψεις 26 και 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), της 20ής Ιανουαρίου 2005, Gruber (C‑464/01, EU:C:2005:32, σκέψεις 43 και 44), της 25ης Ιανουαρίου 2018, Schrems (C‑498/16, EU:C:2018:37, σκέψη 37), απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2019, Milivojević (C‑630/17, EU:C:2019:123, σκέψη 21), και της 28ης Ιανουαρίου 2015, Kolassa (C‑375/13, EU:C:2015:37, σκέψη 23).

( 35 ) «[Η] ερμηνεία που συνίσταται στο να μην αναγνωρίζεται η ιδιότητα του καταναλωτή υπό την έννοια του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών όταν η χρήση του αγαθού ή της υπηρεσίας γίνεται με σκοπό ο οποίος έχει μη αμελητέα σχέση με την επαγγελματική δραστηριότητα του ενδιαφερομένου προσώπου είναι εκείνη που στοιχεί περισσότερο με τις επιταγές της ασφάλειας δικαίου και της δυνατότητας προβλέψεως του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία όσον αφορά τον μελλοντικό εναγόμενο, επιταγές στις οποίες ερείδεται η Σύμβαση αυτή», πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, Gruber (C‑464/01, EU:C:2005:32, σκέψη 45).

( 36 ) Συναφώς, βλ. επίσης παρατηρήσεις της Πολωνικής Κυβερνήσεως, σημείο 27, σ. 9.

( 37 ) Συναφώς, βλ. παρατηρήσεις της Πολωνικής Κυβερνήσεως, σημείο 30.

( 38 ) Παρατηρήσεις της Πολωνικής Κυβερνήσεως, σημείο 30.

( 39 ) Παρατηρήσεις της εναγομένης, σ. 7.

( 40 ) Πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, Gruber (C‑464/01, EU:C:2005:32, σκέψη 46).

( 41 ) Πρβλ. το διατακτικό της απόφασης της 4ης Ιουνίου 2015, Faber (C‑497/13, EU:C:2015:357).

( 42 ) Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón στην υπόθεση Costea (C‑110/14, EU:C:2015:271, σημείο 44).

( 43 ) Πρβλ. διάταξη της 15ης Απριλίου 2021, MiGame (C‑594/20, EU:C:2021:309, σκέψη 28).

( 44 ) Υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για σύμβαση εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2011/83.

( 45 ) Οδηγία (ΕΕ) 2019/2161 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 98/6/ΕΚ, 2005/29/ΕΚ και 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την καλύτερη επιβολή και τον εκσυγχρονισμό των κανόνων της Ένωσης για την προστασία των καταναλωτών (ΕΕ 2019, L 328, σ. 7).

( 46 ) Παρατηρήσεις της Επιτροπής, σημείο 22.

( 47 ) Έγγραφο του Συμβουλίου 10481/11 της 20ής Μαΐου 2011, παράγραφος 3, και έγγραφο του Συμβουλίου 11218/11 της 8ης Ιουνίου 2011, σ. 5.

( 48 ) Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εισηγήθηκε μια τροπολογία με την οποία προτεινόταν ρητώς η τροποποίηση του ορισμού της έννοιας του καταναλωτή ούτως ώστε να καλύπτει και «κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι ουσιαστικά άσχετοι με τις επαγγελματικές δραστηριότητές του». Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που ακολούθησαν, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δέχθηκε να διατηρηθεί ο ορισμός του καταναλωτή με απάλειψη του επιρρήματος «ουσιαστικά», υπό τον όρο ότι στην αιτιολογική σκέψη για τη διασαφήνιση του ορισμού του καταναλωτή, η οποία αρχικώς στηριζόταν στην απόφαση Gruber, η λέξη «περιθωριακός» θα αντικαθίστατο από τη λέξη «προεξάρχων»· πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón στην υπόθεση Costea (C‑110/14, EU:C:2015:271, σημείο 42).

( 49 ) Στο ίδιο πνεύμα, βλ. παρατηρήσεις της Επιτροπής, σημείο 32.

( 50 ) Πρβλ. απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, Costea (C‑110/14, EU:C:2015:538, σκέψη 22).

( 51 ) Πρβλ. απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, Costea (C‑110/14, EU:C:2015:538, σκέψη 23).

( 52 ) Βλ., επίσης, παρατηρήσεις της Πολωνικής Κυβερνήσεως, σημείο 29.

( 53 ) Βλ. παρατηρήσεις της Επιτροπής, σημείο 35, σύμφωνα με τις οποίες «[η] σημασία της βουλήσεως συγκεκριμένου προσώπου στο πλαίσιο συγκεκριμένης συναλλαγής προκειμένου να καθοριστεί αν το πρόσωπο αυτό μπορεί να θεωρηθεί καταναλωτής απορρέει επίσης από τη συλλογιστική του Δικαστηρίου στην υπόθεση Kamenova» (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Kamenova, C‑105/17, ΕU:C:2018:808, σκέψη 38).

( 54 ) Πρβλ. απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2020, DenizBank (C‑287/19, EU:C:2020:897, σκέψη 108 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).