ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 6ης Οκτωβρίου 2021 ( *1 )

«Ασφαλιστικά μέτρα – Διάταξη περί προσωρινών μέτρων – Άρθρο 163 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Μεταβολή των περιστάσεων – Δεν υφίσταται – Αρμοδιότητα του Izba Dyscyplinarna (πειθαρχικού τμήματος) του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία) – Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), των τακτικών δικαστηρίων και των διοικητικών δικαστηρίων – Δικονομικοί κανόνες περί του ελέγχου των προϋποθέσεων ανεξαρτησίας των δικαστών αυτών – Αναστολή της εφαρμογής εθνικών διατάξεων»

Στην υπόθεση C‑204/21 R-RAP,

με αντικείμενο αίτηση με την οποία ζητείται η ανάκληση διατάξεως περί προσωρινών μέτρων, δυνάμει του άρθρου 163 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, και η οποία υποβλήθηκε στις 16 Αυγούστου 2021,

Δημοκρατία της Πολωνίας, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

αιτούσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

καθής,

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα G. Hogan,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1

Με την αίτησή της, η Δημοκρατία της Πολωνίας ζητεί από το Δικαστήριο την ανάκληση της διατάξεως της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑204/21 R, στο εξής: διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021, EU:C:2021:593).

2

Με την ως άνω διάταξη, η Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου υποχρέωσε τη Δημοκρατία της Πολωνίας, έως την έκδοση της αποφάσεως με την οποία θα περατωθεί η εκδίκαση της υποθέσεως C‑204/21:

α)

να αναστείλει, αφενός, την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 27, παράγραφος 1, σημείο 1a, του ustawa o Sądzie Najwyższym (νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου), της 8ης Δεκεμβρίου 2017, όπως τροποποιήθηκε με τον ustawa o zmianie ustawy – Prawo o ustroju sądów powszechnych, ustawy o Sądzie Najwyższym oraz niektórych innych ustaw (νόμο περί τροποποιήσεως του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ορισμένων άλλων νόμων), της 20ής Δεκεμβρίου 2019, βάσει των οποίων το Izba Dyscyplinarna (πειθαρχικό τμήμα) του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία) είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό, επί των αιτήσεων παροχής αδείας για την άσκηση ποινικής διώξεως κατά δικαστών ή βοηθών δικαστών, για την προσωρινή κράτησή τους, τη σύλληψη ή την κλήτευσή τους, καθώς και, αφετέρου, να αναστείλει τα αποτελέσματα των αποφάσεων τις οποίες έχει ήδη εκδώσει το πειθαρχικό τμήμα, βάσει του εν λόγω άρθρου, και βάσει των οποίων επιτρέπεται η άσκηση ποινικής διώξεως κατά δικαστή ή η σύλληψή του, ενώ υποχρεούται επίσης να μην παραπέμπει τις διαλαμβανόμενες στο ως άνω άρθρο υποθέσεις ενώπιον δικαστηρίου το οποίο δεν πληροί τις απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας, όπως αυτές καθορίζονται, ιδίως, στην απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982

β)

να αναστείλει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 27, παράγραφος 1, σημεία 2 και 3, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως έχει τροποποιηθεί, βάσει των οποίων το Izba Dyscyplinarna (πειθαρχικό τμήμα) του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί υποθέσεων σχετικών με το καθεστώς και την άσκηση καθηκόντων των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), ιδίως δε επί υποθέσεων εργατικού δικαίου και δικαίου κοινωνικών ασφαλίσεων, καθώς και επί υποθέσεων που αφορούν τη συνταξιοδότηση των δικαστών αυτών, και να μην παραπέμπει τις συγκεκριμένες υποθέσεις ενώπιον δικαστηρίου το οποίο δεν πληροί τις απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας, όπως αυτές καθορίζονται, ιδίως, στην απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982

γ)

να αναστείλει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 107, παράγραφος 1, σημεία 2 και 3, του ustawa – Prawo o ustroju sądów powszechnych (νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων), της 27ης Ιουλίου 2001, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο περί τροποποιήσεως του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ορισμένων άλλων νόμων, καθώς και του άρθρου 72, παράγραφος 1, σημεία 1 έως 3, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως έχει τροποποιηθεί, βάσει των οποίων είναι δυνατή η στοιχειοθέτηση της πειθαρχικής ευθύνης των δικαστών λόγω του ότι εξέτασαν την τήρηση των απαιτήσεων περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, κατά την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

δ)

να αναστείλει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 42a, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 55, παράγραφος 4, του νόμου περί των τακτικών δικαστηρίων, όπως έχει τροποποιηθεί, του άρθρου 26, παράγραφος 3, και του άρθρου 29, παράγραφοι 2 και 3, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως έχει τροποποιηθεί, του άρθρου 5, παράγραφοι 1a και 1b, του ustawa – Prawo o ustroju sądów administracyjnych (νόμου περί οργανώσεως των διοικητικών δικαστηρίων), της 25ης Ιουλίου 2002, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο περί τροποποιήσεως του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ορισμένων άλλων νόμων, και του άρθρου 8 του νόμου περί τροποποιήσεως του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ορισμένων άλλων νόμων, καθόσον απαγορεύουν στα εθνικά δικαστήρια να ελέγχουν την τήρηση των απαιτήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, κατά την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων·

ε)

να αναστείλει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 26, παράγραφοι 2 και 4 έως 6, και του άρθρου 82, παράγραφοι 2 έως 5, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως έχει τροποποιηθεί, καθώς και του άρθρου 10 του νόμου περί τροποποιήσεως του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ορισμένων άλλων νόμων, βάσει των οποίων το Izba Kontroli Nadzwyczajnej i Spraw Publicznych Sądu Nawyższego (τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων) του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να εξετάζει τις αιτιάσεις περί ελλείψεως ανεξαρτησίας δικαστή ή δικαστηρίου, και

στ)

να γνωστοποιήσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το αργότερο ένα μήνα μετά την κοινοποίηση της διατάξεως της 14ης Ιουλίου 2021, όλα τα μέτρα τα οποία θα έχει λάβει προκειμένου να συμμορφωθεί πλήρως προς τη διάταξη αυτή.

3

Η Δημοκρατία της Πολωνίας, φρονώντας ότι επήλθε μεταβολή των περιστάσεων κατόπιν της εκδόσεως της διατάξεως της 14ης Ιουλίου 2021, υπέβαλε την υπό κρίση αίτηση, δυνάμει του άρθρου 163 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Tο εν λόγω κράτος μέλος ζήτησε την εξέτασή της από το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου.

Επί του αιτήματος της Δημοκρατίας της Πολωνίας να παραπεμφθεί η υπόθεση στο τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου

4

Η Δημοκρατία της Πολωνίας φρονεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της υπό κρίση υποθέσεως και του ότι θα αποτελέσει νομολογιακό προηγούμενο, η αίτηση με την οποία ζητείται η ανάκληση της διατάξεως της 14ης Ιουλίου 2021 πρέπει να εξετασθεί από το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου.

5

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 161, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 1 της αποφάσεως 2012/671/ΕΕ του Δικαστηρίου, της 23ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τα δικαιοδοτικά καθήκοντα του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου (ΕΕ 2012, L 300, σ. 47), ο Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου αποφαίνεται ο ίδιος επί των αιτήσεων αναστολής εκτελέσεως ή των αιτήσεων λήψεως προσωρινών μέτρων ή φέρει αμελλητί τις αιτήσεις αυτές ενώπιον του Δικαστηρίου.

6

Επομένως, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων αυτών, ο Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου έχει δοτή αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί οποιασδήποτε αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων ή, οσάκις εκτιμά ότι ειδικές περιστάσεις απαιτούν την παραπομπή της σε δικαστικό σχηματισμό, να παραπέμπει την αίτηση αυτή στο Δικαστήριο (διάταξη της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2021, Τσεχική Δημοκρατία κατά Πολωνίας, C‑121/21 R, EU:C:2021:752, σκέψη 10).

7

Ως εκ τούτου, απόκειται αποκλειστικώς στον Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου να εκτιμά, κατά περίπτωση, εάν οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων των οποίων επιλαμβάνεται απαιτούν την παραπομπή στο Δικαστήριο με σκοπό την ανάθεση σε δικαστικό σχηματισμό (διάταξη της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2021, Τσεχική Δημοκρατία κατά Πολωνίας, C‑121/21 R, EU:C:2021:752, σκέψη 11).

8

Εν προκειμένω, από την αίτηση της Δημοκρατίας της Πολωνίας για την ανάκληση της διατάξεως της 14ης Ιουλίου 2021 δεν προκύπτει κανένα στοιχείο δυνάμενο να επιτάσσει την ανάθεσή της σε δικαστικό σχηματισμό, οπότε δεν συντρέχει λόγος παραπομπής της υπό κρίση αιτήσεως στο Δικαστήριο.

Επί της ουσίας

Επιχειρήματα

9

Προς στήριξη της αιτήσεώς της, η Δημοκρατία της Πολωνίας επικαλείται μεταβολή των περιστάσεων λόγω της αποφάσεως του Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Πολωνία) της 14ης Ιουλίου 2021, η οποία εκδόθηκε επί της υποθέσεως P 7/20 [στο εξής: απόφαση του Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικού Δικαστηρίου)].

10

Η αιτούσα υποστηρίζει ότι με την ως άνω απόφαση το Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικό Δικαστήριο) έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 279 ΣΛΕΕ, δεν είναι συμβατό με τα άρθρα 2 και 7, με το άρθρο 8, παράγραφος 1, και με το άρθρο 90, παράγραφος 1, του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Πολωνίας, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του ίδιου Συντάγματος, για τον λόγο ότι το Δικαστήριο υπερέβη τις αρμοδιότητές του, συγκεκριμένα δε αποφάνθηκε ultra vires, υποχρεώνοντας τη Δημοκρατία της Πολωνίας, υπό την ιδιότητά της ως κράτους μέλους της Ένωσης, στη λήψη προσωρινών μέτρων σχετικά με την οργάνωση και τη δικαιοδοσία των πολωνικών δικαστηρίων, καθώς και με τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται ενώπιον των δικαστηρίων αυτών, οπότε οι αρχές της υπεροχής και της άμεσης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο 91, παράγραφοι 1 έως 3, του εν λόγω Συντάγματος, δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση των συγκεκριμένων μέτρων.

11

Κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως του Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικού Δικαστηρίου), η διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021 αντιβαίνει στην πολωνική συνταγματική τάξη.

12

Συναφώς, η Δημοκρατία της Πολωνίας υπενθυμίζει ότι το Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικό Δικαστήριο) έκρινε ότι σε αυτό απόκειται η προάσπιση του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Πολωνίας, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο του 8, αποτελεί το υπέρτατης ισχύος δίκαιο του συγκεκριμένου κράτους μέλους, και ότι, κατά συνέπεια, στις θεμελιώδους σημασίας υποθέσεις που άπτονται της συνταγματικής τάξεως πρέπει να θεωρείται «το δικαστήριο το οποίο έχει τον τελευταίο λόγο».

13

Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η ερμηνεία κατά την οποία τα συνταγματικά δικαστήρια των κρατών μελών είναι αρμόδια να ελέγχουν τις ultra vires πράξεις της Ένωσης, περιλαμβανομένων των αποφάσεων του Δικαστηρίου, έχει προκριθεί από τα συνταγματικά δικαστήρια πολλών κρατών μελών. Κατά την αιτούσα, τα δικαστήρια αυτά έχουν κρίνει ομόφωνα ότι οι αντίστοιχες έννομες τάξεις τους έχουν συνταγματική ταυτότητα, την οποία είναι αρμόδια να καθορίζουν βάσει των συνταγματικών διατάξεών τους, η δε Ένωση οφείλει, επομένως, να σέβεται την ταυτότητα αυτή.

14

Κατά την προφορική παρουσίαση του σκεπτικού της αποφάσεως του Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικού Δικαστηρίου), ο εισηγητής δικαστής επισήμανε, κατά την αιτούσα, ότι η δικαιοδοτική αποστολή που αναθέτουν τα κράτη μέλη στο Δικαστήριο περατώνεται όταν η ερμηνεία των Συνθηκών παύει να είναι κατανοητή και καθίσταται αντικειμενικώς αυθαίρετη. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, τέτοια ακριβώς ήταν η περίπτωση της διατάξεως της 8ης Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑791/19 R, EU:C:2020:277). Ο εισηγητής δικαστής διευκρίνισε συναφώς ότι το Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικό Δικαστήριο) διαπίστωσε ότι το Δικαστήριο υπερέβη τα όρια της αρμοδιότητάς του, διότι ούτε η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης απονέμουν στην Ένωση οποιαδήποτε αρμοδιότητα όσον αφορά την οργάνωση, τη σύσταση και τη λειτουργία της δικαστικής εξουσίας κράτους μέλους, δεδομένου ότι ο τομέας αυτός εξακολουθεί να υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών.

15

Κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, η διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021 εκδόθηκε κατά παραβίαση της αρχής της δοτής αρμοδιότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 ΣΕΕ, με αποτέλεσμα η απόφαση του Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικού Δικαστηρίου) να έχει εφαρμογή και στην περίπτωση της εν λόγω διατάξεως.

Εκτίμηση

16

Σύμφωνα με το άρθρο 163 του Κανονισμού Διαδικασίας, κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, η διάταξη ασφαλιστικών μέτρων μπορεί οποτεδήποτε να μεταρρυθμισθεί ή να ανακληθεί λόγω μεταβολής των περιστάσεων. Η έννοια της «μεταβολής των περιστάσεων» αφορά ιδίως την επέλευση οποιουδήποτε πραγματικού ή νομικού στοιχείου δυνάμενου να θέσει εν αμφιβόλω τις εκτιμήσεις του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων ως προς τις προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η χορήγηση της αναστολής ή η λήψη του προσωρινού μέτρου (διάταξη της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2021, Τσεχική Δημοκρατία κατά Πολωνίας, C‑121/21 R, EU:C:2021:752, σκέψη 22).

17

Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί αν η απόφαση του Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικού Δικαστηρίου) συνιστά «μεταβολή των περιστάσεων» κατά την έννοια του άρθρου αυτού.

18

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, με την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης κατοχυρώνεται η προτεραιότητα του δικαίου της Ένωσης έναντι του δικαίου των κρατών μελών. Η αρχή αυτή επιβάλλει, ως εκ τούτου, σε όλες τις αρχές των κρατών μελών να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των διαφόρων κανόνων της Ένωσης, το δε δίκαιο των κρατών μελών δεν μπορεί να επηρεάσει την αποτελεσματικότητα που αναγνωρίζεται στους κανόνες αυτούς εντός των εν λόγω κρατών (απόφαση της18ης Μαΐου 2021, Asociaţia Forumul Judecătorilor Din România κ.λπ., C‑83/19, C‑127/19, C‑195/19, C‑291/19, C‑355/19 και C‑397/19, EU:C:2021:393, σκέψη 244 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

19

Όπως, όμως, έχει επανειλημμένα επισημάνει το Δικαστήριο, κάθε κράτος μέλος οφείλει, βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, να διασφαλίζει μεταξύ άλλων ότι τα όργανα τα οποία εντάσσονται, ως «δικαστήρια», υπό την έννοια του δικαίου της Ένωσης, στο εθνικό σύστημα ενδίκων βοηθημάτων στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης και τα οποία, ως εκ τούτου, δύνανται να αποφαίνονται, υπό την ιδιότητα αυτή, επί της εφαρμογής ή της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης πληρούν τις απαιτήσεις περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας [απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, A.B. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο – Προσφυγές), C‑824/18, EU:C:2021:153, σκέψη 112 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

20

Η ως άνω διάταξη επιβάλλει στα κράτη μέλη σαφή συγκεκριμένη υποχρέωση επιτεύξεως αποτελέσματος η οποία δεν συνοδεύεται από καμία προϋπόθεση όσον αφορά την ανεξαρτησία που πρέπει να χαρακτηρίζει τα δικαστήρια τα οποία καλούνται να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 18ης Μαΐου 2021, Asociaţia Forumul Judecătorilor Din România κ.λπ., C‑83/19, C‑127/19, C‑195/19, C‑291/19, C‑355/19 και C‑397/19, EU:C:2021:393, σκέψη 250 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

21

Επομένως, μολονότι η οργάνωση της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους, εντούτοις, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

22

Ως εκ τούτου, οι εθνικές διατάξεις που αφορούν την οργάνωση της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου με γνώμονα το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως, καθώς και, κατά συνέπεια, αντικείμενο προσωρινών μέτρων με σκοπό, μεταξύ άλλων, την αναστολή τους, τα οποία θα διατάξει το Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 279 ΣΛΕΕ, εντός του ίδιου πλαισίου (διάταξη της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑204/21 R, EU:C:2021:593, σκέψη 54).

23

Το γεγονός ότι εθνικό συνταγματικό δικαστήριο αποφαίνεται ότι τα προσωρινά μέτρα αυτά αντιβαίνουν στη συνταγματική τάξη του οικείου κράτους μέλους ουδόλως μεταβάλλει την εκτίμηση που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη.

24

Πράγματι, λόγω της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, η εκ μέρους κράτους μέλους επίκληση των διατάξεων του εθνικού δικαίου του, ακόμη και του συνταγματικού, δεν είναι δυνατόν να υπονομεύσει την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 18ης Μαΐου 2021, Asociaţia Forumul Judecătorilor Din România κ.λπ., C‑83/19, C‑127/19, C‑195/19, C‑291/19, C‑355/19 και C‑397/19, EU:C:2021:393, σκέψη 245 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η απόφαση του Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικού Δικαστηρίου) δεν συνιστά «μεταβολή των περιστάσεων», κατά την έννοια του άρθρου 163 του Κανονισμού Διαδικασίας, δυνάμενη να θέσει εν αμφιβόλω τις εκτιμήσεις που παρατίθενται στη διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021.

26

Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση της Δημοκρατίας της Πολωνίας περί ανακλήσεως της διατάξεως της 14ης Ιουλίου 2021.

 

Για τους λόγους αυτούς, η Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου διατάσσει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση με την οποία ζητήθηκε η ανάκληση της διατάξεως της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑204/21 R, EU:C:2021:593).

 

2)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.