ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 4ης Μαρτίου 2021 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά – Κανονισμός (ΕΚ) 1107/2009 – Άρθρο 52, παράγραφος 1 – Άδεια παράλληλου εμπορίου – Ατομικός χαρακτήρας της άδειας αυτής»

Στην υπόθεση C-912/19,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Oberlandesgericht Düsseldorf (εφετείο της περιφέρειας του Ντίσελντορφ, Γερμανία) με απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Δεκεμβρίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης

Agrimotion S.A.

κατά

Adama Deutschland GmbH,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. Piçarra, πρόεδρο τμήματος, S. Rodin (εισηγητή) και K. Jürimäe, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: E. Tanchev

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Agrimotion S.A., εκπροσωπούμενη από τον C. Schmalschläger, Rechtsanwalt,

η ADAMA Deutschland GmbH, εκπροσωπούμενη από τον K. Welkerling, Rechtsanwalt,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις F. Castilla Contreras και B. Eggers, καθώς και από τον I. Naglis,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 52 του κανονισμού (ΕΚ) 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και την κατάργηση των οδηγιών 79/117/ΕΟΚ και 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2009, L 309, σ. 1).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Agrimotion S.A. και της ADAMA Deutschland GmbH σχετικά με την εμπορία, από την πρώτη, φυτοπροστατευτικών προϊόντων στη Γερμανία.

Το νομικό πλαίσιο

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 8 και 9 του κανονισμού 1107/2009 έχουν ως εξής:

«(8)

Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας τόσο της υγείας των ανθρώπων και των ζώων όσο και του περιβάλλοντος, και ταυτόχρονα η εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας της γεωργίας της Κοινότητας. […]

(9)

Προκειμένου να αρθούν κατά το δυνατόν τα εμπόδια στο εμπόριο φυτοπροστατευτικών προϊόντων τα οποία οφείλονται στα διαφορετικά επίπεδα προστασίας των κρατών μελών, ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να καθορίσει εναρμονισμένους κανόνες για την έγκριση των δραστικών ουσιών και τη διάθεση στην αγορά των φυτοπροστατευτικών προϊόντων, στους οποίους θα περιλαμβάνονται και κανόνες για την αμοιβαία αναγνώριση των αδειών και για το παράλληλο εμπόριο. Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι ως εκ τούτου να αυξηθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων αυτών και η διαθεσιμότητά τους στα κράτη μέλη.»

4

Το κεφάλαιο III του κανονισμού 1107/2009, το οποίο αφορά τα «[φυτοπροστατευτικά] προϊόντα», περιλαμβάνει δύο τμήματα. Το τμήμα 1, με τίτλο «Άδεια», υποδιαιρείται σε έξι ενότητες. Οι ενότητες 1, 2 και 5 επιγράφονται αντιστοίχως «Απαιτήσεις και περιεχόμενα», «Διαδικασία» και «Ειδικές περιπτώσεις».

5

Κατά το άρθρο 28 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Άδεια για διάθεση στην αγορά και χρήση» και περιλαμβάνεται στην ενότητα 1, του τμήματος 1, του κεφαλαίου ΙΙΙ:

«1.   Ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν δεν διατίθεται στην αγορά ούτε χρησιμοποιείται αν δεν έχει αδειοδοτηθεί στο οικείο κράτος μέλος σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, δεν απαιτείται άδεια στις ακόλουθες περιπτώσεις:

[…]

ε)

διάθεση στην αγορά και χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων για τα οποία έχει χορηγηθεί άδεια παράλληλου εμπορίου σύμφωνα με το άρθρο 52.»

6

Το άρθρο 33 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αίτηση άδειας ή τροποποίηση άδειας» και περιλαμβάνεται στην ενότητα 2, του τμήματος 1, του κεφαλαίου ΙΙΙ, προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Ο αιτών που επιθυμεί να διαθέσει ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν στην αγορά υποβάλλει αίτηση αδείας ή τροποποίησης αδείας, αυτοπροσώπως ή μέσω εκπροσώπου του, σε κάθε κράτος μέλος στην αγορά του οποίου πρόκειται να διατεθεί το φυτοπροστατευτικό προϊόν.»

7

Το άρθρο 52 του ίδιου κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Παράλληλο εμπόριο» και περιλαμβάνεται στην ενότητα 5, του τμήματος 1, του κεφαλαίου ΙΙΙ, ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν που έχει αδειοδοτηθεί σε ένα κράτος μέλος (κράτος μέλος καταγωγής) μπορεί, εφόσον έχει χορηγηθεί άδεια παράλληλου εμπορίου, να εισάγεται, να διατίθεται στην αγορά ή να χρησιμοποιείται σε άλλο κράτος μέλος (κράτος μέλος εισαγωγής), εάν αυτό το κράτος μέλος καθορίζει ότι το φυτοπροστατευτικό προϊόν είναι πανομοιότυπο ως προς τη σύνθεση με φυτοπροστατευτικό προϊόν το οποίο έχει ήδη αδειοδοτηθεί στο έδαφός του (προϊόν αναφοράς). Η αίτηση υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εισαγωγής.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

8

Η ADAMA Deutschland, επιχείρηση εγκατεστημένη στη Γερμανία, εμπορεύεται στο εν λόγω κράτος μέλος φυτοπροστατευτικά προϊόντα για τα οποία έχει λάβει άδεια διάθεσης στην αγορά. Διανέμει επίσης αυτά τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα σε άλλα κράτη μέλη, στα οποία η Agrimotion, επιχείρηση εγκατεστημένη στην Πολωνία, τα αγοράζει προκειμένου να τα εισαγάγει εκ νέου και να τα διαθέσει στο εμπόριο στη Γερμανία.

9

Προτού εισαγάγει τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα στη Γερμανία, η Agrimotion προβαίνει σε νέα επισήμανσή τους, στην οποία αναγράφονται, μεταξύ άλλων, η επωνυμία της Agrimotion, η νέα ονομασία του φυτοπροστατευτικού προϊόντος, η ονομασία του προϊόντος αναφοράς που έχει ήδη εγκριθεί στη Γερμανία και η επωνυμία του κατόχου της άδειας παράλληλου εμπορίου στη Γερμανία, εν προκειμένω της Bernbeck LLP.

10

Η ADAMA Deutschland θεώρησε ότι η Agrimotion δεν διέθετε άδεια εμπορίας στη Γερμανία των επίμαχων στην κύρια δίκη φυτοπροστατευτικών προϊόντων, δεδομένου ότι ο κάτοχος της άδειας παράλληλου εμπορίου ήταν η Bernbeck και όχι η Agrimotion, και άσκησε για τον λόγο αυτόν αγωγή ενώπιον του Landgericht Düsseldorf (πρωτοδικείου της περιφέρειας του Ντίσελντορφ, Γερμανία), ζητώντας να υποχρεωθεί η Agrimotion να παύσει την εμπορία των εν λόγω προϊόντων.

11

Το Landgericht Düsseldorf (πρωτοδικείο της περιφέρειας του Ντίσελντορφ) δέχθηκε την ως άνω αγωγή και διαπίστωσε την υποχρέωση της εναγομένης να αποκαταστήσει τη ζημία που είχε υποστεί η ADAMA Deutschland. Το εν λόγω δικαστήριο στηρίχθηκε στο γεγονός ότι η Agrimotion δεν μπορούσε να επικαλεστεί την άδεια παράλληλου εμπορίου που είχε χορηγηθεί στην Bernbeck, καθώς, βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1107/2009, μια τέτοια άδεια έχει ατομικό χαρακτήρα.

12

Η Agrimotion άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Oberlandesgericht Düsseldorf (εφετείου της περιφέρειας του Ντίσελντορφ, Γερμανία), υποστηρίζοντας ότι, σύμφωνα με τη νομική θέση που έχει διατυπώσει η αρμόδια γερμανική αρχή, ήτοι η Bundesamt für Verbraucherschutz und Lebensmittelsicherheit (ομοσπονδιακή υπηρεσία προστασίας καταναλωτών και ασφάλειας τροφίμων, Γερμανία), καθώς και σύμφωνα με την ακολουθούμενη σε άλλα κράτη μέλη πρακτική, η εταιρία αυτή μπορεί να επικαλεστεί την άδεια παράλληλου εμπορίου που έχει χορηγηθεί στην Bernbeck, εφόσον η επωνυμία της τελευταίας αυτής εταιρίας αναγράφεται στη νέα ετικέτα επί των φυτοπροστατευτικών προϊόντων.

13

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το άρθρο 52 του κανονισμού 1107/2009 πρέπει να ερμηνευθεί υπέρ της άποψης της Agrimotion.

14

Το ίδιο υπογραμμίζει ότι, με την απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2007, Escalier και Bonnarel (C-260/06 και C-261/06, EU:C:2007:659, σκέψεις 37 επ.), το Δικαστήριο έκρινε ότι, λαμβανομένης υπόψη της επικινδυνότητας των φυτοπροστατευτικών προϊόντων και των κινδύνων που συνδέονται με τη χρήση τους, η ανάγκη να εξακριβωθεί με αποτελεσματικό και αξιόπιστο τρόπο η τήρηση των επιταγών της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ 1991, L 230, σ. 1), μπορούσε να δικαιολογήσει τον ατομικό χαρακτήρα της άδειας διάθεσης στην αγορά. Μέρος της γερμανικής νομολογίας και θεωρίας, όμως, είναι της γνώμης ότι η νομολογία αυτή εφαρμόζεται και υπό το κράτος του κανονισμού 1107/2009, ο οποίος κατάργησε και αντικατέστησε την οδηγία 91/414, ιδίως επειδή το άρθρο 52, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού προβλέπει τη δυνατότητα χορήγησης περισσότερων αδειών παράλληλου εμπορίου για το ίδιο προϊόν.

15

Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς την άποψη αυτή, υπογραμμίζοντας ότι ο κανονισμός 1107/2009 έχει ως σκοπό, όπως προκύπτει από την αιτιολογική του σκέψη 9, «να αρθούν κατά το δυνατόν τα εμπόδια στο εμπόριο φυτοπροστατευτικών προϊόντων τα οποία οφείλονται στα διαφορετικά επίπεδα προστασίας των κρατών μελών».

16

Επιπλέον, σε περιπτώσεις όπως η προκείμενη, στην οποία η επιχείρηση που διαθέτει στην αγορά το επίμαχο φυτοπροστατευτικό προϊόν δεν είναι εκείνη στην οποία χορηγήθηκε η άδεια παράλληλου εμπορίου, η αναγραφή του κατόχου της άδειας παράλληλου εμπορίου στην ετικέτα του προϊόντος αυτού θα επέτρεπε, ενδεχομένως, να εξακριβωθεί κατά τρόπον αποτελεσματικό και αξιόπιστο η τήρηση των νομικών απαιτήσεων που συνδέονται με την επικινδυνότητα των φυτοπροστατευτικών προϊόντων και με τους κινδύνους από τη χρήση τους.

17

Τέλος, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, σε ορισμένα κράτη μέλη, τα έγγραφα που αφορούν την άδεια παράλληλου εμπορίου διακρίνουν τον κάτοχο της άδειας από τον εισαγωγέα του φυτοπροστατευτικού προϊόντος.

18

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberlandesgericht Düsseldorf (εφετείο της περιφέρειας του Ντίσελντορφ) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Μπορεί εταιρία η οποία διαθέτει στην αγορά του κράτους μέλους εισαγωγής ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν που έχει εγκριθεί στο κράτος μέλος καταγωγής, να επικαλεστεί την άδεια παράλληλου εμπορίου η οποία έχει χορηγηθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εισαγωγής σε τρίτη εταιρία, σε περίπτωση που τα δοχεία στα οποία είναι εμφιαλωμένο και διατίθεται το φυτοπροστατευτικό προϊόν στην αγορά του κράτους μέλους εισαγωγής φέρουν ένδειξη του κατόχου της άδειας, καθώς και του εισαγωγέα; Αν υφίστανται πρόσθετες απαιτήσεις, ποιες είναι αυτές;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

19

Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 έχει την έννοια ότι μόνον ο κάτοχος άδειας παράλληλου εμπορίου μπορεί να διαθέσει φυτοπροστατευτικό προϊόν στην αγορά του κράτους μέλους που χορήγησε την άδεια αυτή.

20

Σύμφωνα με τη διατύπωση της διάταξης αυτής, ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν που έχει αδειοδοτηθεί σε ένα κράτος μέλος μπορεί, εφόσον έχει χορηγηθεί άδεια παράλληλου εμπορίου, να εισάγεται, να διατίθεται στην αγορά ή να χρησιμοποιείται σε άλλο κράτος μέλος, εάν αυτό το κράτος μέλος καθορίζει ότι το φυτοπροστατευτικό προϊόν είναι πανομοιότυπο ως προς τη σύνθεση με φυτοπροστατευτικό προϊόν το οποίο έχει ήδη αδειοδοτηθεί στο έδαφός του (προϊόν αναφοράς).

21

Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και οι στόχοι και ο σκοπός που επιδιώκει η πράξη της οποίας αποτελεί μέρος. Το ιστορικό της θεσπίσεως μιας διατάξεως του δικαίου της Ένωσης μπορεί επίσης να προσφέρει χρήσιμα στοιχεία για την ερμηνεία της [πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, A κ.λπ. (Ανεμογεννήτριες στο Aalter και στο Nevele), C-24/19, EU:C:2020:503, σκέψη 37].

22

Όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009, δεν παρέχει αφ’ εαυτού απάντηση στο ερώτημα αν η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι μόνον ο κάτοχος άδειας παράλληλου εμπορίου μπορεί να διαθέσει φυτοπροστατευτικό προϊόν στην αγορά του κράτους μέλους που χορήγησε την άδεια αυτή.

23

Αντιθέτως, τόσο η γενική οικονομία και ο σκοπός του κανονισμού αυτού όσο και το ιστορικό θέσπισης του άρθρου 52, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού δικαιολογούν μια τέτοια ερμηνεία.

24

Πράγματι, όσον αφορά τη γενική οικονομία του κανονισμού 1107/2009, επισημαίνεται ότι η ενότητα 2, με τίτλο «Διαδικασία», του τμήματος 1, το οποίο επιγράφεται «Άδεια» και εντάσσεται στο κεφάλαιο III του κανονισμού αυτού, διέπει τη συνήθη διαδικασία εξέτασης των αιτήσεων για τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά κράτους μέλους.

25

Το άρθρο 33 του εν λόγω κανονισμού, όμως, το οποίο εντάσσεται στην ίδια ενότητα 2, προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι «[ο] αιτών που επιθυμεί να διαθέσει ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν στην αγορά υποβάλλει αίτηση αδείας ή τροποποίησης αδείας, αυτοπροσώπως ή μέσω εκπροσώπου του, σε κάθε κράτος μέλος στην αγορά του οποίου πρόκειται να διατεθεί το φυτοπροστατευτικό προϊόν».

26

Κατά συνέπεια, η άδεια διάθεσης φυτοπροστατευτικού προϊόντος έχει ατομικό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να μεταβιβαστεί από τον κάτοχό της σε άλλο πρόσωπο.

27

Το ίδιο ισχύει όσον αφορά την άδεια παράλληλου εμπορίου του άρθρου 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009.

28

Πράγματι, η ενότητα 5 με τίτλο «Ειδικές περιπτώσεις», στην οποία περιλαμβάνεται το εν λόγω άρθρο 52, παράγραφος 1, περιλαμβάνεται στο ίδιο τμήμα με το άρθρο 33 του κανονισμού 1107/2009, ήτοι στο τμήμα 1 («Άδεια») του κεφαλαίου III του κανονισμού αυτού. Εξάλλου, από το άρθρο 28, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι το άρθρο 52 συνιστά παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα σύμφωνα με τον οποίον ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν μπορεί να διατεθεί στην αγορά ή να χρησιμοποιηθεί μόνον εάν έχει αδειοδοτηθεί στο οικείο κράτος μέλος. Κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται στενά.

29

Το άρθρο 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 δεν προβλέπει ότι πρόσωπο άλλο από τον κάτοχο της άδειας παράλληλου εμπορίου μπορεί να διαθέτει ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν στην αγορά του κράτους μέλους εισαγωγής. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η άδεια αυτή έχει ατομικό χαρακτήρα, όπως και η άδεια διάθεσης φυτοπροστατευτικού προϊόντος.

30

Επιπλέον, η εφαρμογή του καθεστώτος παράλληλου εμπορίου του άρθρου 52 του κανονισμού 1107/2009 εξαρτάται από την εφαρμογή του καθεστώτος αδειοδότησης που προβλέπει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 33 του κανονισμού αυτού, δεδομένου ότι, βάσει της πρώτης διάταξης, η άδεια παράλληλου εμπορίου μπορεί να χορηγηθεί μόνο για φυτοπροστατευτικό προϊόν που είναι πανομοιότυπο ως προς τη σύνθεση με φυτοπροστατευτικό προϊόν το οποίο έχει ήδη αδειοδοτηθεί στο έδαφος του κράτους μέλους εισαγωγής και το οποίο ονομάζεται «προϊόν αναφοράς» από την εν λόγω διάταξη.

31

Ενδεχόμενη παραδοχή ότι η άδεια παράλληλου εμπορίου δεν έχει ατομικό χαρακτήρα θα έθιγε τη συνοχή του εν λόγω κανονισμού, στο μέτρο που ένα πρόσωπο που δεν είναι κάτοχος τέτοιας άδειας θα μπορούσε να εισαγάγει στην αγορά κράτους μέλους φυτοπροστατευτικό προϊόν, ενώ μόνον ο κάτοχος της άδειας του προϊόντος αναφοράς για την ίδια αυτή αγορά έχει το δικαίωμα να διαθέσει το προϊόν αυτό στην εν λόγω αγορά.

32

Εξάλλου, η ερμηνεία του άρθρου 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 υπό την έννοια ότι η άδεια παράλληλου εμπορίου έχει ατομικό χαρακτήρα επιβεβαιώνεται από τις αιτιολογικές σκέψεις 8 και 9 του κανονισμού αυτού.

33

Ειδικότερα, κατά τις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις, ο κανονισμός 1107/2009 αποσκοπεί στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας τόσο της υγείας των ανθρώπων και των ζώων όσο και του περιβάλλοντος και, ταυτόχρονα, στην εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας της γεωργίας της Ένωσης, καθώς και στην αύξηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των φυτοπροστατευτικών προϊόντων και της διαθεσιμότητάς τους στα κράτη μέλη, με την άρση των διαφορετικών επιπέδων προστασίας των κρατών μελών και την εναρμόνιση ιδίως των κανόνων για την αμοιβαία αναγνώριση των αδειών και για το παράλληλο εμπόριο των προϊόντων αυτών.

34

Υπό τις συνθήκες αυτές, η αναγνώριση ατομικού χαρακτήρα στην άδεια παράλληλου εμπορίου όχι μόνο συμβάλλει στην επίτευξη του σκοπού της εξασφάλισης υψηλού επιπέδου προστασίας τόσο της υγείας των ανθρώπων και των ζώων όσο και του περιβάλλοντος, αλλά και εντάσσεται πλήρως στη λογική της εναρμόνισης των κανόνων για το παράλληλο εμπόριο, η οποία πραγματοποιήθηκε με τον κανονισμό 1107/2009, προκειμένου να αυξηθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των φυτοπροστατευτικών προϊόντων.

35

Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, με την απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2007, Escalier και Bonnarel (C-260/06 και C-261/06, EU:C:2007:659, σκέψεις 40 έως 42), το Δικαστήριο διαπίστωσε, κατ’ ουσίαν, ότι ο ατομικός χαρακτήρας της άδειας παράλληλου εμπορίου δικαιολογούνταν, μεταξύ άλλων, από την ανάγκη να αποτραπεί κάθε κίνδυνος εσφαλμένης ή καταχρηστικής χρήσης του επίμαχου προϊόντος.

36

Καίτοι είναι αληθές ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε ενόσω ίσχυε η οδηγία 91/414 και όχι ο κανονισμός 1107/2009, από το ιστορικό θέσπισης του κανονισμού αυτού, και ειδικότερα από το σημείο 3.2. της ανακοίνωσης της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, της 22ας Σεπτεμβρίου 2008, όσον αφορά την κοινή θέση του Συμβουλίου για την έκδοση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά [COM(2008) 578 τελικό], προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έλαβε υπόψη την εν λόγω απόφαση κατά την έκδοση του κανονισμού 1107/2009.

37

Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 έχει την έννοια ότι μόνον ο κάτοχος άδειας παράλληλου εμπορίου μπορεί να διαθέσει φυτοπροστατευτικό προϊόν στην αγορά του κράτους μέλους το οποίο χορήγησε την άδεια αυτή.

Επί των δικαστικών εξόδων

38

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 52, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και την κατάργηση των οδηγιών 79/117/ΕΟΚ και 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, έχει την έννοια ότι μόνον ο κάτοχος άδειας παράλληλου εμπορίου μπορεί να διαθέσει φυτοπροστατευτικό προϊόν στην αγορά του κράτους μέλους το οποίο χορήγησε την άδεια αυτή.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.