ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 4ης Μαρτίου 2021 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Οδηγία 92/43/ΕΟΚ – Διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας – Άρθρο 12, παράγραφος 1 – Οδηγία 2009/147/ΕΚ – Διατήρηση των αγρίων πτηνών – Άρθρο 5 – Δασοκομία – Απαγορεύσεις που αποσκοπούν στη διασφάλιση της διατήρησης των προστατευομένων ειδών – Σχέδιο οριστικής δασικής υλοτομήσεως – Τόπος στον οποίο απαντούν προστατευόμενα είδη»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑473/19 και C‑474/19,

με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Vänersborgs tingsrätt, mark- och miljödomstolen (πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Vänersborg, τμήμα κτηματικών και περιβαλλοντικών υποθέσεων, Σουηδία) με αποφάσεις της 12ης και της 13ης Ιουνίου 2019, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 18 Ιουνίου 2019, στο πλαίσιο των δικών

Föreningen Skydda Skogen (C-473/19),

Naturskyddsföreningen i Härryda,

Göteborgs Ornitologiska Förening (C-474/19)

κατά

Länsstyrelsen i Västra Götalands län,

B.A.B. (C-473/19),

U.T.B. (C-474/19),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του δευτέρου τμήματος, A. Kumin, T. von Danwitz και P. G. Xuereb, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Föreningen Skydda Skogen, εκπροσωπούμενη από την E. Götmark,

η Naturskyddsföreningen i Härryda, εκπροσωπούμενη από τον J. Hort,

η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil καθώς και από την L. Dvořáková,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους K. Simonsson και C. Hermes καθώς και από την E. Ljung Rasmussen,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ 1992, L 206, σ. 7, στο εξής: οδηγία για τους οικοτόπους), καθώς και του άρθρου 5 της οδηγίας 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ 2010, L 20, σ. 7, στο εξής: οδηγία για τα πτηνά).

2

Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ενδίκων διαφορών μεταξύ, αφενός, της Föreningen Skydda Skogen (ένωσης «Προστατεύστε το δάσος»), της Naturskyddsföreningen i Härryda (ένωσης για την προστασία της φύσης της Härryda) και της Göteborgs Ornitologiska Förening (ορνιθολογικής εταιρίας του Göteborg) και, αφετέρου, του Länsstyrelsen i Västra Götalands län (περιφερειακού συμβουλίου του Västra Götaland, Σουηδία), του B.A.B. και του U.T.B. με αντικείμενο απόφαση του περιφερειακού συμβουλίου του Västra Götaland να μη λάβει μέτρα ελέγχου σχετικά με δήλωση υλοτομήσεως η οποία αφορά δασική έκταση ευρισκόμενη στον Δήμο Härryda (Σουηδία).

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία για τους οικοτόπους

3

Η τρίτη, η τέταρτη και η έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας για τους οικοτόπους έχουν ως εξής:

«[εκτιμώντας] ότι η παρούσα οδηγία αυτή συμβάλλει στο γενικό στόχο μιας διαρκούς ανάπτυξης δεδομένου ότι ο κυριότερος σκοπός της είναι να ευνοήσει τη διατήρηση της βιοποικιλότητας λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη τις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και περιφερειακές απαιτήσεις· ότι η διατήρηση αυτής της βιοποικιλότητας ενδέχεται σε ορισμένες περιπτώσεις να απαιτεί τη διατήρηση ή και την ενθάρρυνση ανθρώπινων δραστηριοτήτων·

ότι, στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών, οι φυσικοί οικότοποι υποβαθμίζονται συνεχώς και αυξάνεται ο αριθμός των άγριων ειδών που απειλούνται σοβαρά· ότι εφόσον οι απειλούμενοι οικότοποι και τα απειλούμενα είδη αποτελούν τμήμα της φυσικής κληρονομιάς της Κοινότητας και τα απειλούντα στοιχεία είναι γενικά διασυνοριακής φύσεως, είναι αναγκαίο να ληφθούν σε κοινοτικό επίπεδο μέτρα για τη διατήρησή τους·

[…]

ότι προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποκατάσταση ή η διατήρηση των φυσικών οικοτόπων και των ειδών κοινοτικού ενδιαφέροντος σε ικανοποιητικό επίπεδο, πρέπει να χαρακτηριστούν ειδικές ζώνες διατήρησης ώστε να υλοποιηθεί ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο, σύμφωνα με ένα καθορισμένο χρονοδιάγραμμα».

4

Το άρθρο 1, στοιχεία θʹ και ιγʹ, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

[…]

θ)

“κατάσταση διατήρησης ενός είδους”: το αποτέλεσμα του συνόλου των παραγόντων που, επιδρώντας στο οικείο είδος, είναι δυνατόν, να αλλοιώσουν μακροπρόθεσμα την κατανομή και το μέγεθος των πληθυσμών του στο αναφερόμενο στο άρθρο 2 έδαφος.

Η “κατάσταση της διατήρησης” κρίνεται ως “ικανοποιητική” όταν:

τα δεδομένα τα σχετικά με την πορεία των πληθυσμών του οικείου είδους δείχνουν ότι το είδος αυτό εξακολουθεί και μπορεί να εξακολουθεί μακροπρόθεσμα να αποτελεί ένα ζωτικό στοιχείο των φυσικών οικοτόπων στους οποίους ανήκει

και

η περιοχή της φυσικής κατανομής του είδους αυτού δεν φθίνει ούτε υπάρχει κίνδυνος να μειωθεί κατά το προβλεπτό μέλλον

και

υπάρχει και θα συνεχίσει πιθανόν να υπάρχει ένας οικότοπος σε επαρκή έκταση ώστε οι πληθυσμοί του να διατηρηθούν μακροπρόθεσμα·

[…]

ιγ)

“δείγμα”: οποιοδήποτε ζώο ή φυτό, ζωντανό ή νεκρό, των ειδών που απαριθμούνται στο παράρτημα IV και στο παράρτημα V, οποιοδήποτε μέρος ή προϊόν που προέρχεται από αυτά καθώς και κάθε άλλο εμπόρευμα που αποδεικνύεται ότι είναι μέρος ή προϊόν ζώων ή φυτών αυτών των ειδών βάσει συνοδευτικού εγγράφου, της συσκευασίας, του σήματος, της επισήμανσης ή άλλου στοιχείου».

5

Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.   Η παρούσα οδηγία σκοπό έχει να συμβάλει στην προστασία της βιολογικής ποικιλομορφίας, μέσω της διατήρησης των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας χλωρίδας και πανίδας στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών όπου εφαρμόζεται η συνθήκη.

2.   Τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία αποσκοπούν στη διασφάλιση της διατήρησης ή της αποκατάστασης σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των φυσικών οικοτόπων και των άγριων ειδών χλωρίδας και πανίδας κοινοτικού ενδιαφέροντος.

3.   Κατά τη λήψη μέτρων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές απαιτήσεις, καθώς και οι περιφερειακές και τοπικές ιδιομορφίες.»

6

Το άρθρο 12, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να θεσπισθεί ένα καθεστώς αυστηρής προστασίας των ζωικών ειδών που αναφέρονται στο σημείο α) του παραρτήματος IV, στην περιοχή φυσικής κατανομής τους, που να απαγορεύει:

α)

κάθε μορφή σύλληψης ή θανάτωσης, εκ προθέσεως, δειγμάτων αυτών των ειδών λαμβανομένων στη φύση·

β)

να παρενοχλούνται εκ προθέσεως τα εν λόγω είδη, ιδίως κατά την περίοδο αναπαραγωγής, την περίοδο κατά την οποία τα νεογνά εξαρτώνται από τη μητέρα, τη χειμερία νάρκη και τη μετανάστευση·

γ)

την εκ προθέσεως καταστροφή ή τη συλλογή των αυγών στο φυσικό περιβάλλον·

δ)

τη βλάβη ή καταστροφή των τόπων αναπαραγωγής ή των τόπων ανάπαυσης.»

7

Το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη, υπό τον όρο ότι δεν υπάρχει άλλη αποτελεσματική λύση και ότι η παρέκκλιση δεν παραβλάπτει τη διατήρηση, σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των πληθυσμών των συγκεκριμένων ειδών στην περιοχή της φυσικής του[ς] κατανομής, μπορούν να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις των άρθρων 12, 13, 14 και 15 στοιχεία α) και β):

α)

για να προστατεύσουν την άγρια πανίδα και χλωρίδα και να διατηρήσουν τους φυσικούς οικοτόπους·

β)

για να προλάβουν σοβαρές ζημίες, ιδίως των καλλιεργειών, της κτηνοτροφίας, των δασών, των πληθυσμών ιχθύων και των υδάτων και ιδιοκτησιών άλλης μορφής·

γ)

για λόγους δημόσιας υγείας και ασφαλείας ή για άλλους επιτακτικούς λόγους προέχοντος δημοσίου συμφέροντος, συμπεριλαμβανομένων τυχόν λόγων κοινωνικού ή οικονομικού χαρακτήρα και ευεργετικών συνεπειών πρωταρχικής σημασίας για το περιβάλλον·

δ)

για εκπαιδευτικούς και ερευνητικούς λόγους, για λόγους αποκατάστασης πληθυσμών και επανεισαγωγής των εν λόγω ειδών και για επιχειρήσεις αναπαραγωγής που απαιτούνται για τους σκοπούς αυτούς, συμπεριλαμβανομένης της τεχνητής αναπαραγωγής των φυτών·

ε)

για να επιτρέψουν, υπό όρους αυστηρά ελεγχόμενους, την επιλεκτική και ποσοτικά περιορισμένη σύλληψη ή κράτηση περιορισμένου αριθμού, προσδιορισμένου από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, μερικών δειγμάτων των ειδών που αναφέρει το παράρτημα IV.»

8

Το παράρτημα IV, στοιχείο αʹ, της οδηγίας για τους οικοτόπους αναφέρει μεταξύ άλλων τον Rana arvalis, ο οποίος αποκαλείται κοινώς βάτραχος των βάλτων, ως ζωικό είδος κοινοτικού ενδιαφέροντος που απαιτεί αυστηρή προστασία.

Η οδηγία για τα πτηνά

9

Οι αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 5 της οδηγίας για τα πτηνά έχουν ως εξής:

«(3)

Στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών, ένας μεγάλος αριθμός ειδών πτηνών που ζουν εκ φύσεως σε άγρια κατάσταση υφίσταται μείωση του πληθυσμού του, η οποία είναι ταχύτατη σε ορισμένες περιπτώσεις και η μείωση αυτή αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος, ιδίως εξαιτίας των απειλητικών συνεπειών της για τη βιολογική ισορροπία.

(4)

Τα είδη των πτηνών που ζουν εκ φύσεως σε άγρια κατάσταση στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών είναι κατά μεγάλο μέρος αποδημητικά. Τα είδη αυτά αποτελούν κοινή κληρονομιά και η αποτελεσματική προστασία των πτηνών συνιστά περιβαλλοντολογικό πρόβλημα τυπικά διασυνοριακό που συνεπάγεται κοινές ευθύνες.

(5)

Η διατήρηση των πτηνών που ζουν εκ φύσεως σε άγρια κατάσταση στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών είναι αναγκαία για την πραγμάτωση των στόχων της Κοινότητας στους τομείς της βελτιώσεως των συνθηκών ζωής και της αειφόρου ανάπτυξης.»

10

Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«1.   Η παρούσα οδηγία αφορά τη διατήρηση όλων των ειδών πτηνών που ζουν εκ φύσεως σε άγρια κατάσταση στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών στο οποίο εφαρμόζεται η Συνθήκη. Έχει αντικείμενο την προστασία, τη διαχείριση και τη ρύθμιση των ειδών αυτών και κανονίζει την εκμετάλλευσή τους.

2.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα πτηνά, τα αυγά τις φωλιές και τους οικοτόπους τους.»

11

Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη υιοθετούν όλα τα αναγκαία μέτρα με σκοπό να διατηρηθεί ή να προσαρμοσθεί ο πληθυσμός όλων των ειδών των πτηνών που αναφέρονται στο άρθρο 1 σε επίπεδο που να ανταποκρίνεται μεταξύ άλλων στις οικολογικές, επιστημονικές και μορφωτικές απαιτήσεις, λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη τις οικονομικές και ψυχαγωγικές απαιτήσεις.»

12

Το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1.   Λαμβάνοντας υπόψη τις κατά το άρθρο 2 απαιτήσεις, τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα με σκοπό να διαφυλαχθεί, διατηρηθεί ή αποκατασταθεί για όλα τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 είδη πτηνών επαρκής ποικιλία και επιφάνεια οικοτόπων.

2.   Η διαφύλαξη, η συντήρηση και η αποκατάσταση των βιοτόπων και των οικοτόπων περιλαμβάνουν προπάντων τα ακόλουθα μέτρα:

α)

δημιουργία ζωνών προστασίας·

β)

συντήρηση και διευθέτηση σύμφωνα με τις οικολογικές απαιτήσεις των οικοτόπων που βρίσκονται στο εσωτερικό και στο εξωτερικό των ζωνών προστασίας·

γ)

αποκατάσταση των κατεστραμμένων βιοτόπων·

δ)

δημιουργία βιοτόπων.»

13

Το άρθρο 4 της οδηγίας για τα πτηνά ορίζει τα εξής:

«1.   Για τα είδη που αναφέρονται στο παράρτημα I προβλέπονται μέτρα ειδικής διατηρήσεως, που αφορούν τον οικότοπό τους, για να εξασφαλισθεί η επιβίωση και η αναπαραγωγή των ειδών αυτών στη ζώνη εξαπλώσεώς τους.

[…]

Τα κράτη μέλη κατατάσσουν κυρίως σε ζώνες ειδικής προστασίας τα εδάφη τα πιο κατάλληλα, σε αριθμό και επιφάνεια, για τη διατήρηση των ειδών αυτών στη γεωγραφική θαλάσσια και χερσαία ζώνη στην οποία έχει εφαρμογή η παρούσα οδηγία.

[…]

4.   Τα κράτη μέλη υιοθετούν κατάλληλα μέτρα για να αποφεύγουν, στις ζώνες προστασίας που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2, τη ρύπανση ή την υποβάθμιση των οικοτόπων, καθώς και τις επιζήμιες για τα πτηνά διαταράξεις, όταν αυτές έχουν σημαντικές συνέπειες σε σχέση με τους αντικειμενικούς στόχους του παρόντος άρθρου. Τα κράτη μέλη θα προσπαθήσουν, επίσης, να αποφύγουν τη ρύπανση ή τη φθορά των οικοτόπων και έξω από τις ζώνες προστασίας.»

14

Το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των άρθρων 7 και 9, τα κράτη μέλη υιοθετούν τα αναγκαία μέτρα για να εγκαθιδρύσουν ένα γενικό καθεστώς προστασίας όλων των ειδών πτηνών που αναφέρονται στο άρθρο 1 και περιλαμβάνουν ειδικότερα την απαγόρευση:

α)

[της] εκ προθέσεως [θανατώσεως] ή συλλήψεως πτηνών με οιονδήποτε τρόπο·

β)

της εκ προθέσεως καταστροφής ή βλάβης των φωλιών και των αυγών και της αφαιρέσεως των φωλιών·

γ)

της συλλογής των αυγών στη φύση και της κατοχής τους, έστω και κενών·

δ)

της σκόπιμης ενόχλησης των πτηνών, ιδιαίτερα κατά την περίοδο αναπαραγωγής και εξαρτήσεως, όταν αυτή έχει σημαντικές συνέπειες σε σχέση με τους αντικειμενικούς σκοπούς της παρούσας οδηγίας·

[…]».

15

Το άρθρο 9, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:

«Εφόσον δεν υπάρχουν άλλες ικανοποιητικές λύσεις, τα κράτη μέλη μπορούν να μην εφαρμόσουν τις διατάξεις των άρθρων 5 έως 8 για τους εξής λόγους:

α)

για λόγους υγείας και δημόσιας ασφάλειας,

για λόγους αεροπορικής ασφάλειας,

για να προληφθούν σοβαρές ζημιές στις καλλιέργειες, στα οικιακά ζώα, στα δάση, στην αλιεία και στα ύδατα,

για την προστασία της χλωρίδας και πανίδας,

β)

για ερευνητικούς και διδακτικούς σκοπούς, για σκοπούς εμπλουτισμού πληθυσμών και επανεισαγωγής, καθώς και για εκτροφή σχετική με αυτές τις ενέργειες·

γ)

για να επιτραπεί με αυστηρά ελεγχόμενους όρους και τρόπο επιλεκτικό η σύλληψη, η κράτηση και η ορθολογική εκμετάλλευση ορισμένων πτηνών σε μικρές ποσότητες.»

16

Το άρθρο 14 της οδηγίας για τα πτηνά ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν αυστηρότερα μέτρα προστασίας από αυτά που προβλέπει η παρούσα οδηγία.»

Το σουηδικό δίκαιο

17

Το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, της artskyddsförordningen (2007:845) [κανονιστικής πράξεως για την προστασία των ειδών (2007:845), στο εξής: κανονιστική πράξη για την προστασία των ειδών], η οποία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 1 του κεφαλαίου 8 του miljöbalken, lag (1998:808) [νόμου περί θεσπίσεως περιβαλλοντικού κώδικα (1998:808)], σκοπεί στη μεταφορά στο σουηδικό δίκαιο του άρθρου 5 της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 202), του οποίου το περιεχόμενο επαναλαμβάνεται στο άρθρο 5 της οδηγίας για τα πτηνά, η οποία κατήργησε και αντικατέστησε την οδηγία 79/409, και του άρθρου 12 της οδηγίας για τους οικοτόπους, και ορίζει τα εξής:

«Απαγορεύονται όσον αφορά τα άγρια πτηνά και τα άγρια ζωικά είδη που επισημαίνονται με την ένδειξη “N” ή “n” στο παράρτημα 1 της παρούσας κανονιστικής πράξεως:

1.

η σύλληψη ή η εκ προθέσεως θανάτωση ζώων·

2.

η εκ προθέσεως παρενόχληση ζώων, ιδίως κατά την περίοδο αναπαραγωγής, την περίοδο κατά την οποία τα νεογνά εξαρτώνται από τη μητέρα, την περίοδο της χειμερίας νάρκης και την περίοδο της μετανάστευσής τους·

3.

η εκ προθέσεως καταστροφή ή η συλλογή αυγών στο φυσικό περιβάλλον, και·

4.

η βλάβη ή καταστροφή των τόπων αναπαραγωγής ή των τόπων ανάπαυσης των ζώων.

Οι απαγορεύσεις εφαρμόζονται σε όλα τα στάδια της ζωής των ζώων.

[…]»

18

Επομένως, το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, σημεία 1 έως 3, της κανονιστικής πράξεως αυτής μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο την απαγόρευση των εκ προθέσεως τελούμενων πράξεων που προβλέπει το άρθρο 5, στοιχεία αʹ έως δʹ, της οδηγίας για τα πτηνά και το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της οδηγίας για τους οικοτόπους. Το δε άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, σημείο 4, της εν λόγω πράξεως μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας για τους οικοτόπους.

19

Το παράρτημα 1 της κανονιστικής πράξεως για την προστασία των ειδών περιλαμβάνει έναν κατάλογο όλων των ειδών που απαριθμούνται στα παραρτήματα I έως III της οδηγίας για τα πτηνά, καθώς και στα παραρτήματα II, IV και V της οδηγίας για τους οικοτόπους.

20

Από το άρθρο 30 του skogsvårdslagen (1979:429) [νόμου περί διαχειρίσεως των δασών (1979:429)] προκύπτει ότι η κυβέρνηση ή η διοικητική αρχή την οποία αυτή έχει ορίσει δύναται να διατυπώνει οδηγίες σχετικά με τη συνεκτίμηση, μεταξύ άλλων, του φυσικού περιβάλλοντος η οποία είναι απαραίτητη στο πλαίσιο της διαχείρισης των δασών.

Οι διαφορές της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

21

Ενώπιον της Skogsstyrelsen (Εθνικής Διεύθυνσης Δασών, Σουηδία) υποβλήθηκε μια δήλωση υλοτομήσεως σχετικά με δασική έκταση ευρισκόμενη στον Δήμο Härryda. Η δήλωση αυτή αφορά οριστική υλοτόμηση, η οποία συνεπάγεται την κοπή του συνόλου σχεδόν των δένδρων.

22

Η Εθνική Διεύθυνση Δασών εξέδωσε γνωμοδότηση σχετικά με τα μέτρα προφύλαξης τη λήψη των οποίων συνιστούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση και αποφάνθηκε ότι, υπό την προϋπόθεση της τηρήσεως της γνωμοδοτήσεώς της, η περιγραφόμενη στην ως άνω δήλωση δραστηριότητα δεν αντίκειται σε καμία από τις απαγορεύσεις της κανονιστικής πράξεως για την προστασία των ειδών.

23

Όπως προκύπτει από τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, η δασική έκταση την οποία αφορά η επίμαχη δήλωση είναι ο φυσικός οικότοπος ειδών τα οποία προστατεύονται από την κανονιστική πράξη για την προστασία των ειδών. Η σχεδιαζόμενη, όμως, δραστηριότητα υλοτομήσεως στην περιοχή αυτή θα έχει ως συνέπεια τη διατάραξη ή τη θανάτωση δειγμάτων των εν λόγω προστατευόμενων ειδών. Επιπλέον, τα αυγά των εν λόγω ειδών που βρίσκονται στην ανωτέρω ζώνη θα καταστραφούν.

24

Ως εκ τούτου, στις 22 Δεκεμβρίου 2016 και στις 17 Ιανουαρίου 2018, οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης ζήτησαν από το περιφερειακό συμβούλιο του Västra Götaland, αρμόδιο για τον έλεγχο της προστασίας των ειδών στην εν λόγω περιφέρεια, να ενεργήσει σχετικά με τη δήλωση υλοτομήσεως και με τη γνωμοδότηση της Εθνικής Διεύθυνσης Δασών. Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης φρονούν ότι η σχεδιαζόμενη υλοτόμηση αντίκειται στις απαγορεύσεις που προβλέπει η κανονιστική πράξη για την προστασία των ειδών και ζήτησαν, μεταξύ άλλων, από το εν λόγω περιφερειακό συμβούλιο να ασκήσει το καθήκον του να ελέγχει την εφαρμογή της εν λόγω κανονιστικής πράξεως.

25

Το περιφερειακό συμβούλιο του Västra Götaland έκρινε ότι δεν ήταν απαραίτητο να εξετάσει την ανάγκη εξαιρέσεως από την εφαρμογή της κανονιστικής πράξεως για την προστασία των ειδών, γεγονός που σημαίνει ότι η σχεδιαζόμενη δραστηριότητα, εφόσον λαμβάνει υπόψη τα μέτρα προφύλαξης που συνιστώνται με τη γνωμοδότηση της Εθνικής Διεύθυνσης Δασών περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως, θεωρείται ότι δεν αντίκειται σε καμία από τις εν λόγω απαγορεύσεις. Κατόπιν τούτου, οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης άσκησαν προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά της αποφάσεως αυτής του περιφερειακού συμβουλίου του Västra Götaland να μη λάβει μέτρα ελέγχου.

26

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, αφενός, ότι το άρθρο 4 της κανονιστικής πράξεως για την προστασία των ειδών θέτει σε εφαρμογή τόσο το άρθρο 5 της οδηγίας για τα πτηνά όσο και το άρθρο 12 της οδηγίας για τους οικοτόπους και, κατά συνέπεια, η κανονιστική πράξη δεν διακρίνει, όσον αφορά το περιεχόμενο των απαγορεύσεων, μεταξύ των ειδών που εμπίπτουν στη μία ή στην άλλη από τις οδηγίες αυτές, η δε απαγόρευση της βλάβης ή καταστροφής των τόπων αναπαραγωγής ή των τόπων ανάπαυσης την οποία προβλέπει η οδηγία για τους οικοτόπους εκτείνεται επίσης, δυνάμει του εθνικού δικαίου, και στα πτηνά. Κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν έχουν προβληθεί αντιρρήσεις όσον αφορά τη μεταφορά αυτή στο εσωτερικό δίκαιο, δεδομένου ότι η οδηγία για τα πτηνά είναι οδηγία ελάχιστης εναρμόνισης εκδοθείσα βάσει του άρθρου 175, παράγραφος 1, ΕΚ.

27

Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επιπλέον ότι οι υποθέσεις επί των οποίων καλείται να αποφανθεί αφορούν τις επιπτώσεις της επίμαχης στην κύρια δίκη δασοκομικής δραστηριότητας επί ορισμένων ειδών πτηνών που εμπίπτουν στην οδηγία για τα πτηνά, πολλά εκ των οποίων μνημονεύονται στο παράρτημα I της οδηγίας αυτής, καθώς και επί του είδους Rana arvalis, κοινώς αποκαλούμενου «βάτραχος των βάλτων», το οποίο μνημονεύεται στο παράρτημα IV, στοιχείο αʹ, της οδηγίας για τους οικοτόπους και το οποίο απολαύει της αυστηρής προστασίας που προβλέπει η οδηγία αυτή, απαντά δε στην επίμαχη περιοχή υλοτομήσεως. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι τα εν λόγω είδη χρησιμοποιούν πιθανότατα την οικεία περιοχή ως τόπο αναπαραγωγής. Ο τόπος αυτός, ωστόσο, θα καταστραφεί ή θα υποβαθμιστεί με τη σχεδιαζόμενη υλοτόμηση.

28

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, επομένως, ότι είναι αναγκαία η ερμηνεία ορισμένων εννοιών των οδηγιών για τα πτηνά και για τους οικοτόπους προκειμένου να είναι σε θέση να αποφανθεί επί των ζητημάτων που εγείρονται ενώπιόν του και να εξακριβώσει, στο πλαίσιο αυτό, κατά πόσον είναι συμβατή με τις εν λόγω έννοιες η εθνική νομολογία κατά την οποία, οσάκις μια δραστηριότητα επιδιώκει σκοπό διαφορετικό από εκείνον τον οποίο αφορούν οι απαγορεύσεις που περιλαμβάνονται στις εν λόγω οδηγίες, η δραστηριότητα αυτή πρέπει να συνεπάγεται κίνδυνο αρνητικών συνεπειών στην κατάσταση διατήρησης των οικείων ειδών, προκειμένου οι απαγορεύσεις να εφαρμοσθούν στην εν λόγω δραστηριότητα.

29

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Vänersborgs tingsrätt, mark- och miljödomstolen (πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Vänersborg, τμήμα κτηματικών και περιβαλλοντικών υποθέσεων, Σουηδία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία έχουν πανομοιότυπη διατύπωση στην υπόθεση C-473/19 και στην υπόθεση C‑474/19:

«1)

Έχει το άρθρο 5 της οδηγίας [για τα πτηνά] την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική πρακτική κατά την οποία η απαγόρευση καλύπτει αποκλειστικά και μόνον όσα είδη απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της οδηγίας αυτής ή απειλούνται σε κάποιο βαθμό ή ο πληθυσμός τους τείνει να μειωθεί μακροπρόθεσμα;

2)

Έχουν οι όροι “εκ προθέσεως θανάτωση/παρενόχληση/καταστροφή” στο άρθρο 5, στοιχεία αʹ έως δʹ, της οδηγίας για τα πτηνά και στο άρθρο 12, [παράγραφος 1,] στοιχεία αʹ έως γʹ, της οδηγίας [για τους οικοτόπους], την έννοια ότι δεν επιτρέπεται εθνική πρακτική κατά την οποία, εφόσον ο σκοπός των μέτρων είναι προδήλως διαφορετικός από τη θανάτωση ή την παρενόχληση των ειδών (όπως συμβαίνει, παραδείγματος χάριν, με τα μέτρα δασοκομίας ή χωροταξικής αναπτύξεως), προκειμένου να τύχουν εφαρμογής οι απαγορεύσεις πρέπει να συντρέχει κίνδυνος δυσμενών συνεπειών στην κατάσταση διατήρησης των ειδών οφειλόμενος στα εν λόγω μέτρα;

Το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα τίθενται υπό το πρίσμα, μεταξύ άλλων:

του γεγονότος ότι το άρθρο 5 της οδηγίας για τα πτηνά αποσκοπεί στην προστασία όλων των ειδών πτηνών υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1,

του ορισμού του “δείγματος” στο άρθρο 1, στοιχείο ιγʹ, της οδηγίας για τους οικοτόπους,

του γεγονότος ότι το ζήτημα της καταστάσεως διατηρήσεως των ειδών τίθεται κυρίως στο πλαίσιο των παρεκκλίσεων που εισάγουν το άρθρο 16 της οδηγίας για τους οικοτόπους (η παρέκκλιση προϋποθέτει να μην υπάρχει άλλη αποτελεσματική λύση καθώς και να μην παραβλάπτει τη διατήρηση, σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως, των πληθυσμών των συγκεκριμένων ειδών στην περιοχή της φυσικής τους κατανομής) και το άρθρο 9 της οδηγίας για τα πτηνά (η παρέκκλιση δεν μπορεί να αντίκειται στην οικεία οδηγία η οποία, με το άρθρο 2, απαιτεί από τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν όλα τα αναγκαία μέτρα με σκοπό να διατηρηθεί ο πληθυσμός όλων των ειδών των πτηνών που αναφέρονται στο άρθρο 1 σε επίπεδο που να ανταποκρίνεται μεταξύ άλλων στις οικολογικές, επιστημονικές και μορφωτικές απαιτήσεις).

3)

Σε περίπτωση που η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι ότι προκειμένου να εφαρμοσθεί η απαγόρευση θα πρέπει να αξιολογηθεί η ζημία σε επίπεδο διαφορετικό του ατομικού, πρέπει η σχετική αξιολόγηση να λαμβάνει χώρα σε κάποια από τις ακόλουθες κλίμακες ή σε κάποιο από τα ακόλουθα επίπεδα:

α)

σε καθορισμένο, γεωγραφικά περιορισμένο μέρος του πληθυσμού, για παράδειγμα, εντός των ορίων μιας περιφέρειας, του κράτους μέλους ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

β)

στον οικείο τοπικό πληθυσμό (βιολογικά απομονωμένο από τους λοιπούς πληθυσμούς του είδους),

γ)

στον οικείο μετα-πληθυσμό,

δ)

στον συνολικό πληθυσμό του είδους εντός του σχετικού βιογεωγραφικού τομέα της περιοχής κατανομής του;

4)

Έχει ο όρος “βλάβη/καταστροφή” του τόπου αναπαραγωγής των ζώων, στο άρθρο 12, [παράγραφος 1,] στοιχείο δʹ, της οδηγίας για τους οικοτόπους, την έννοια ότι δεν επιτρέπεται εθνική πρακτική κατά την οποία, παρά τα μέτρα προφυλάξεως, διακόπτεται η διαρκής οικολογική λειτουργικότητα […] του οικοτόπου του οικείου είδους σε μια συγκεκριμένη περιοχή λόγω φθοράς, καταστροφής ή βλάβης που επέρχεται κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο, μεμονωμένο ή σωρευτικό, με αποτέλεσμα η απαγόρευση να εφαρμόζεται μόνον εφόσον η κατάσταση διατηρήσεως του επίμαχου είδους, σε κάποιο από τα επίπεδα που αναφέρονται στο τρίτο ερώτημα, ενδέχεται να επιδεινωθεί;

5)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως σε κάποια πτυχή του τετάρτου ερωτήματος, δηλαδή αν, προκειμένου να τύχει εφαρμογής η απαγόρευση, επιβάλλεται η φθορά να αξιολογηθεί σε επίπεδο διαφορετικό από αυτό του ενδιαιτήματος, πρέπει η σχετική αξιολόγηση να γίνεται σε κάποια από τις ακόλουθες κλίμακες ή σε κάποιο από τα ακόλουθα επίπεδα, ήτοι:

α)

σε καθορισμένο, γεωγραφικά περιορισμένο μέρος του πληθυσμού, για παράδειγμα, εντός των ορίων μιας περιφέρειας, του κράτους μέλους ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

β)

στον οικείο τοπικό πληθυσμό (βιολογικά απομονωμένο από τους λοιπούς πληθυσμούς του είδους),

γ)

στον οικείο μετα-πληθυσμό,

δ)

στον συνολικό πληθυσμό του είδους εντός του σχετικού βιογεωγραφικού τομέα της περιοχής κατανομής του;

Το δεύτερο και το τέταρτο από τα ερωτήματα […] περιλαμβάνουν το ερώτημα αν η αυστηρή προστασία που προβλέπεται από τις οδηγίες [για τα πτηνά και τους οικοτόπους] παύει να ισχύει για είδη για τα οποία ο στόχος της οδηγίας [για τους οικοτόπους] (ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως) έχει επιτευχθεί.»

30

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 22ας Ιουλίου 2019 αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C-473/19 και C-474/19 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

31

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 5 της οδηγίας για τα πτηνά έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική πρακτική κατά την οποία οι απαγορεύσεις που προβλέπει η εν λόγω διάταξη αφορούν αποκλειστικώς και μόνον τα είδη που απαριθμούνται στο παράρτημα I της οδηγίας αυτής, εκείνα τα οποία απειλούνται σε κάποιο βαθμό ή εκείνα των οποίων ο πληθυσμός τείνει να μειωθεί μακροπρόθεσμα.

32

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αυτή αποτελεί μέρος [απόφαση της 2ας Ιουλίου 2020, Magistrat der Stadt Wien (Κρικητός), C-477/19, EU:C:2020:517, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

33

Επισημαίνεται, πρώτον, ότι, κατά το γράμμα του άρθρου 5 της οδηγίας για τα πτηνά, με την επιφύλαξη των άρθρων 7 και 9 της οδηγίας αυτής, τα κράτη μέλη υιοθετούν τα αναγκαία μέτρα για να εγκαθιδρύσουν ένα γενικό καθεστώς προστασίας όλων των ειδών πτηνών που αναφέρονται στο άρθρο 1 της οδηγίας, τα οποία περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τις απαγορεύσεις του εν λόγω άρθρου 5.

34

Κατά το άρθρο της 1, παράγραφος 1, η οδηγία για τα πτηνά «αφορά τη διατήρηση όλων των ειδών πτηνών που ζουν εκ φύσεως σε άγρια κατάσταση στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών στο οποίο εφαρμόζεται η Συνθήκη».

35

Επομένως, το άρθρο 5 της οδηγίας για τα πτηνά απαιτεί από τα κράτη μέλη να θεσπίσουν ένα ολοκληρωμένο και αποτελεσματικό νομοθετικό πλαίσιο, καθιερώνοντας, κατ’ αντιστοιχία προς τα προβλεπόμενα με το άρθρο 12 της οδηγίας για τους οικοτόπους, συγκεκριμένα και ειδικά μέτρα προστασίας που πρέπει να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική τήρηση των απαγορεύσεων του άρθρου 5 της οδηγίας για τα πτηνά οι οποίες αποσκοπούν, κατ’ ουσίαν, στην προστασία των ειδών, των τόπων αναπαραγωγής και των τόπων αναπαύσεως των πτηνών που καλύπτονται από την οδηγία αυτή [πρβλ. απόφαση της 17ης Απριλίου 2018, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Δάσος της Białowieża), C‑441/17, EU:C:2018:255, σκέψη 252].

36

Επομένως, από τη σαφή και μη επιδεχόμενη παρερμηνεία διατύπωση του άρθρου 5 της οδηγίας για τα πτηνά προκύπτει ότι η εφαρμογή των απαγορεύσεων τις οποίες προβλέπει η εν λόγω διάταξη ουδόλως αφορούν αποκλειστικώς και μόνον τα είδη που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της οδηγίας ή απειλούνται σε κάποιο βαθμό ή ο πληθυσμός τους τείνει να μειωθεί μακροπρόθεσμα.

37

Δεύτερον, επισημαίνεται ότι ούτε το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 5 της οδηγίας για τα πτηνά ούτε το αντικείμενο και ο σκοπός της οδηγίας επιτρέπουν τον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής της στις τρεις κατηγορίες ειδών πτηνών στις οποίες αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο με το πρώτο ερώτημά του.

38

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 191, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η πολιτική της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας. Εξάλλου, η πολιτική αυτή στηρίζεται στις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης, καθώς και της επανόρθωσης των καταστροφών του περιβάλλοντος, κατά προτεραιότητα στην πηγή.

39

Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 5 της οδηγίας για τα πτηνά, μεγάλος αριθμός ειδών πτηνών που ζουν εκ φύσεως σε άγρια κατάσταση στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών υφίστανται μείωση του πληθυσμού τους, πράγμα που αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος. Ως εκ τούτου, η διατήρηση τέτοιων ειδών πτηνών, τα οποία είναι κατά μεγάλο μέρος αποδημητικά και αποτελούν, ως εκ τούτου, κοινή κληρονομιά, είναι αναγκαία για την πραγμάτωση των στόχων της Ένωσης στους τομείς της αειφόρου ανάπτυξης και της βελτιώσεως των συνθηκών ζωής.

40

Το Δικαστήριο έχει υπενθυμίσει ότι η οδηγία για τα πτηνά, στο πεδίο εφαρμογής της οποίας υπάγονται όλα τα είδη πτηνών που ζουν εκ φύσεως σε άγρια κατάσταση στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών στο οποίο εφαρμόζεται η Συνθήκη, προβλέπει, στο άρθρο της 2, ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα με σκοπό να διατηρηθεί ή να προσαρμοστεί ο πληθυσμός όλων αυτών των ειδών πτηνών σε ένα επίπεδο που να ανταποκρίνεται ιδιαίτερα στις οικολογικές, επιστημονικές και πολιτιστικές απαιτήσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις οικονομικές και ψυχαγωγικές απαιτήσεις (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 1996, Royal Society for the Protection of Birds, C-44/95, EU:C:1996:297, σκέψη 3).

41

Επιπλέον, το άρθρο 3 της οδηγίας για τα πτηνά, όπως και το άρθρο 5 αυτής, επιβάλλει στα κράτη μέλη υποχρεώσεις γενικού χαρακτήρα συνιστάμενες στη διασφάλιση επαρκούς ποικιλίας και επιφανείας οικοτόπων για όλα τα είδη πτηνών που μνημονεύονται στο άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας, ήτοι για όλα τα είδη πτηνών που ζουν εκ φύσεως σε άγρια κατάσταση στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών στο οποίο εφαρμόζεται η Συνθήκη.

42

Ο καθορισμός αυτού του πεδίου εφαρμογής συνδέεται με τη σημασία της πλήρους και αποτελεσματικής προστασίας των αγρίων πτηνών εντός ολόκληρης της Ένωσης, όποιος και αν είναι ο τόπος διαμονής τους ή ο χώρος διελεύσεώς τους και, επομένως, ανεξαρτήτως των εθνικών νομοθεσιών που προσδιορίζουν την προστασία των αγρίων πτηνών σε συνάρτηση με την έννοια της εθνικής κληρονομιάς (πρβλ. απόφαση της 27ης Απριλίου 1988, Επιτροπή κατά Γαλλίας, 252/85, EU:C:1988:202, σκέψη 15).

43

Το άρθρο 4 της οδηγίας για τα πτηνά προβλέπει ένα εξειδικευμένο και ενισχυμένο σύστημα προστασίας το οποίο περιλαμβάνει ειδικές υποχρεώσεις όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τα είδη πτηνών που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της οδηγίας (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 1996, Royal Society for the Protection of Birds, C-44/95, EU:C:1996:297, σκέψεις 19 και 23), συνιστάμενες στη λήψη ειδικών μέτρων διατήρησης που αφορούν τον οικότοπό τους, για να εξασφαλισθεί η επιβίωση και η αναπαραγωγή τους στη ζώνη εξαπλώσεώς τους. Τα κράτη μέλη κατατάσσουν, μεταξύ άλλων, σε ζώνες ειδικής προστασίας τα εδάφη τα οποία είναι πιο κατάλληλα, σε αριθμό και επιφάνεια, για τη διατήρηση των ειδών που παρατίθενται στο παράρτημα Ι της οδηγίας στη γεωγραφική θαλάσσια και χερσαία ζώνη στην οποία έχει εφαρμογή η οδηγία.

44

Αντιθέτως, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με το σημείο 44 των προτάσεών της, είναι αδιάφορο, για τους σκοπούς του άρθρου 5 της οδηγίας για τα πτηνά, το αν τα οικεία είδη πτηνών εμπίπτουν στο παράρτημα I της οδηγίας αυτής, αν απειλούνται σε κάποιο βαθμό ή αν ο πληθυσμός τους τείνει να μειωθεί μακροπρόθεσμα.

45

Κατόπιν των ανωτέρω, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5 της οδηγίας για τα πτηνά έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική πρακτική κατά την οποία οι απαγορεύσεις που προβλέπει η εν λόγω διάταξη αφορούν αποκλειστικώς και μόνον τα είδη που απαριθμούνται στο παράρτημα I της οδηγίας αυτής, εκείνα τα οποία απειλούνται σε κάποιο βαθμό ή εκείνα των οποίων ο πληθυσμός τείνει να μειωθεί μακροπρόθεσμα.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

46

Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι από τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι η κανονιστική πράξη για την προστασία των ειδών δεν διακρίνει μεταξύ των ειδών που εμπίπτουν στην οδηγία για τους οικοτόπους και εκείνων που εμπίπτουν στην οδηγία για τα πτηνά, όσον αφορά την έκταση των απαγορεύσεων των εκ προθέσεως τελούμενων πράξεων της συλλήψεως ή θανατώσεως και της παρενοχλήσεως ζωικών ειδών καθώς και της καταστροφής ή συλλογής αυγών που περιλαμβάνονται στο άρθρο 4. Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει, ειδικότερα, ότι το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, σημεία 1 έως 3, της κανονιστικής πράξεως αυτής μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο την απαγόρευση των εκ προθέσεως τελούμενων πράξεων την οποία προβλέπουν το άρθρο 5, στοιχεία αʹ έως δʹ, της οδηγίας για τα πτηνά και το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της οδηγίας για τους οικοτόπους.

47

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 14 της οδηγίας για τα πτηνά, τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν αυστηρότερα μέτρα προστασίας από αυτά που προβλέπει η οδηγία (απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Azienda Agro‑Zootecnica Franchini και Eolica di Altamura, C-2/10, EU:C:2011:502, σκέψη 49).

48

Ως εκ τούτου, και στο μέτρο που το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι από την κανονιστική πράξη για την προστασία των ειδών προκύπτει ότι οι απαγορεύσεις του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της οδηγίας για τους οικοτόπους καλύπτουν και τα πτηνά, η εξέταση του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να περιοριστεί στην ερμηνεία της διατάξεως αυτής.

49

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί, αφενός, αν το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της οδηγίας για τους οικοτόπους έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική πρακτική κατά την οποία, οσάκις το αντικείμενο ανθρώπινης δραστηριότητας, όπως είναι οι δραστηριότητες δασοκομίας ή χωροταξικής ανάπτυξης, είναι προδήλως διαφορετικό από τη θανάτωση ή την παρενόχληση ζωικών ειδών, οι απαγορεύσεις που προβλέπει η διάταξη αυτή εφαρμόζονται μόνον εφόσον υφίσταται κίνδυνος αρνητικών συνεπειών στην κατάσταση διατήρησης των οικείων ειδών και, αφετέρου, αν η προστασία την οποία παρέχει η διάταξη αυτή παύει να εφαρμόζεται στα είδη ως προς τα οποία έχει επιτευχθεί ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης.

50

Υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της οδηγίας για τους οικοτόπους επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για τη θέσπιση καθεστώτος αυστηρής προστασίας των ζωικών ειδών που παρατίθενται στο παράρτημα IV, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, στην περιοχή φυσικής κατανομής τους, το οποίο να απαγορεύει κάθε μορφή σύλληψης ή θανάτωσης, εκ προθέσεως, δειγμάτων αυτών των ειδών, καθώς και την εκ προθέσεως παρενόχληση των εν λόγω ειδών και την εκ προθέσεως καταστροφή ή τη συλλογή των αυγών τους.

51

Το Δικαστήριο έκρινε ότι, για να πληρούται η περί προθέσεως προϋπόθεση που προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας για τους οικοτόπους, πρέπει να αποδεικνύεται ότι ο αυτουργός της πράξης θέλησε τη σύλληψη ή τη θανάτωση ενός δείγματος προστατευομένου ζωικού είδους ή τουλάχιστον αποδέχθηκε την πιθανότητα σύλληψης ή θανάτωσης (απόφαση της 18ης Μαΐου 2006, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-221/04, EU:C:2006:329, σκέψη 71). Η ίδια διαπίστωση ισχύει και ως προς τις απαγορεύσεις του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, της οδηγίας αυτής.

52

Ειδικότερα, το Δικαστήριο χαρακτήρισε ως εκ προθέσεως παρενόχληση, κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας για τους οικοτόπους, πράξεις όπως η κυκλοφορία μοτοποδηλάτων σε αμμώδη παραλία, παρά τις πινακίδες για την ύπαρξη φωλεών προστατευόμενης χελώνας, και η ύπαρξη θαλάσσιων ποδηλάτων και μικρών σκαφών στη θαλάσσια ζώνη των παραλιών αυτών και έκρινε ότι το κράτος μέλος παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας στην περίπτωση που δεν λαμβάνει όλα τα αναγκαία συγκεκριμένα μέτρα για να αποφευχθεί η εκ προθέσεως παρενόχληση του συγκεκριμένου ζωικού είδους κατά την περίοδο της αναπαραγωγής (πρβλ. απόφαση της 18ης Μαΐου 2006, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-221/04, EU:C:2006:329, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53

Ως εκ τούτου, οι απαγορεύσεις του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της οδηγίας για τους οικοτόπους μπορούν να εφαρμοστούν σε δραστηριότητες, όπως οι δραστηριότητες δασοκομίας ή χωροταξικής ανάπτυξης, οι οποίες προδήλως δεν έχουν ως αντικείμενο την εκ προθέσεως σύλληψη, θανάτωση ή παρενόχληση ζωικών ειδών ή την εκ προθέσεως καταστροφή ή τη συλλογή αυγών.

54

Όσον αφορά τη σημασία της κατάστασης διατήρησης ενός ζωικού είδους στο πλαίσιο του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ, της οδηγίας για τους οικοτόπους, επισημαίνεται ότι η ανάγκη εξέτασης της κατάστασης σε επίπεδο συγκεκριμένων ζώων του οικείου είδους απορρέει από το ίδιο το γράμμα της εν λόγω διατάξεως, η οποία επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να απαγορεύουν ορισμένες πράξεις που αφορούν «δείγματα» ή «αυγά» των ζωικών ειδών.

55

Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι ο ορισμός της έννοιας της «κατάστασης διατήρησης ενός είδους», που περιλαμβάνεται στο άρθρο 1, στοιχείο θʹ, της ως άνω οδηγίας, αναφέρεται ρητώς στο «μέγεθος των πληθυσμών [ενός είδους]» και όχι στην ιδιαίτερη κατάσταση ενός ατόμου ή ενός δείγματος του εν λόγω είδους και, ως εκ τούτου, η κατάσταση αυτή διατήρησης καθορίζεται ή αξιολογείται ιδίως σε σχέση με τους πληθυσμούς των οικείων ειδών.

56

Εξάλλου, όσον αφορά το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας για τους οικοτόπους, το οποίο περιλαμβάνει την απαγόρευση της εκ προθέσεως παρενοχλήσεως των ειδών, ιδίως κατά την περίοδο αναπαραγωγής, την περίοδο κατά την οποία τα νεογνά εξαρτώνται από τη μητέρα, τη χειμερία νάρκη και τη μετανάστευση, επισημαίνεται ότι η διάταξη αυτή, καθόσον αποσκοπεί στο να τονίσει την αυξημένη σημασία της εν λόγω απαγόρευσης στη διάρκεια των περιόδων κατά τις οποίες τα δείγματα είναι ιδιαιτέρως ευάλωτα, ιδίως από την άποψη της ικανότητας ή της επιτυχίας της αναπαραγωγής τους, της οποίας η μη τήρηση είναι, ως εκ τούτου, ικανή να επηρεάσει αρνητικά την κατάσταση διατήρησης του οικείου είδους, δεν αποκλείει πάντως, κατά το γράμμα της, να εμπίπτουν σε αυτήν οι δραστηριότητες οι οποίες δεν συνεπάγονται τέτοιο κίνδυνο.

57

Επομένως, η θέση σε εφαρμογή του καθεστώτος προστασίας που θεσπίζει το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της οδηγίας για τους οικοτόπους δεν απαιτεί να ενέχει ορισμένη δραστηριότητα κίνδυνο αρνητικών συνεπειών για την κατάσταση διατήρησης του οικείου ζωικού είδους.

58

Όσον αφορά, περαιτέρω, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω διάταξη, διαπιστώνεται ότι η εξέταση των συνεπειών μιας δραστηριότητας στην κατάσταση διατήρησης του οικείου ζωικού είδους είναι, αντιθέτως, κρίσιμη στο πλαίσιο των παρεκκλίσεων που θεσπίζονται βάσει του άρθρου 16 της οδηγίας για τους οικοτόπους.

59

Πράγματι, στο πλαίσιο της εξέτασης των εν λόγω παρεκκλίσεων πραγματοποιείται εκτίμηση τόσο των συνεπειών της επίμαχης δραστηριότητας στην κατάσταση διατήρησης των πληθυσμών των οικείων ειδών όσο και της αναγκαιότητας της δραστηριότητας αυτής, καθώς και των εναλλακτικών λύσεων που καθιστούν δυνατή την επίτευξη του σκοπού του οποίου γίνεται επίκληση προς στήριξη της ζητηθείσας παρεκκλίσεως.

60

Η εξάρτηση της εφαρμογής των απαγορεύσεων του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της οδηγίας για τους οικοτόπους από τον κίνδυνο αρνητικών συνεπειών της επίμαχης δραστηριότητας στην κατάσταση διατήρησης του οικείου είδους θα μπορούσε να οδηγήσει σε καταστρατήγηση της εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 16 της οδηγίας αυτής και θα είχε, επομένως, ως αποτέλεσμα να στερήσει από το άρθρο αυτό, καθώς και από τις εισάγουσες παρεκκλίσεις διατάξεις και τις εντεύθεν απορρέουσες περιοριστικές προϋποθέσεις, την πρακτική τους αποτελεσματικότητα. Μια τέτοια ερμηνεία δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί σύμφωνη με τις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως, ούτε και με το αυξημένο επίπεδο προστασίας των δειγμάτων των ζωικών ειδών και των αυγών στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της εν λόγω οδηγίας.

61

Επομένως, τόσο το γράμμα όσο και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η ως άνω διάταξη δεν επιτρέπουν να εξαρτάται η εφαρμογή των απαγορεύσεων που αυτή προβλέπει επί δραστηριότητας, όπως είναι η δραστηριότητα δασοκομίας ή χωροταξικής ανάπτυξης, από τον κίνδυνο αρνητικών συνεπειών στην κατάσταση διατήρησης του οικείου ζωικού είδους, ερμηνεία η οποία επιρρωννύεται και από τους σκοπούς της οδηγίας για τους οικοτόπους.

62

Συναφώς, από την τρίτη αιτιολογική σκέψη της ως άνω οδηγίας προκύπτει ότι, δεδομένου ότι ο κύριος σκοπός της είναι να ευνοήσει τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη τις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και περιφερειακές απαιτήσεις, η εν λόγω οδηγία συμβάλλει στον γενικό σκοπό μιας αειφόρου ανάπτυξης.

63

Στο πλαίσιο αυτό, η έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας για τους οικοτόπους διευκρινίζει ότι, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποκατάσταση ή η διατήρηση των φυσικών οικοτόπων και των ειδών κοινοτικού ενδιαφέροντος σε ικανοποιητικό επίπεδο, πρέπει να χαρακτηριστούν ειδικές ζώνες διατήρησης ώστε να υλοποιηθεί ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο, σύμφωνα με ένα καθορισμένο χρονοδιάγραμμα.

64

Πρέπει, εξάλλου, να υπομνησθεί ότι, βάσει του άρθρου της 2, παράγραφος 1, η οδηγία για τους οικοτόπους έχει ως σκοπό να συμβάλει στην προστασία της βιολογικής ποικιλομορφίας, μέσω της διατήρησης των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας χλωρίδας και πανίδας στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών. Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας για τους οικοτόπους, τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται προς τούτο αποσκοπούν στη «διασφάλιση της διατήρησης ή της αποκατάστασης σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των φυσικών οικοτόπων και των άγριων ειδών χλωρίδας και πανίδας κοινοτικού ενδιαφέροντος».

65

Επομένως, από τους εν λόγω σκοπούς προκύπτει ότι, στο μέτρο που η οδηγία για τους οικοτόπους αποσκοπεί επίσης στη «διατήρηση» μιας ικανοποιητικής κατάστασης διατήρησης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα είδη ως προς τα οποία έχει επιτευχθεί μια τέτοια κατάσταση διατήρησης πρέπει να προστατεύονται από κάθε χειροτέρευση της κατάστασης αυτής.

66

Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους δεν είναι δυνατό να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η προστασία την οποία προβλέπει η εν λόγω διάταξη παύει να εφαρμόζεται στα είδη ως προς τα οποία έχει επιτευχθεί ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης.

67

Επομένως, για την εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της ως άνω οδηγίας, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξετάσει, ειδικότερα, αν τα ζωικά είδη που καλύπτονται από την εν λόγω οδηγία, όπως αυτά μνημονεύονται στις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, απαντούν στην επίμαχη στην κύρια δίκη περιοχή υλοτομήσεως.

68

Συναφώς, επισημαίνεται ότι το είδος Rana arvalis, κοινώς αποκαλούμενο «βάτραχος των βάλτων», έχει πιθανότατα, όπως διευκρινίζει το αιτούν δικαστήριο, τον φυσικό οικότοπό του εντός της περιοχής την οποία αφορά η επίμαχη στην κύρια δίκη δήλωση υλοτομήσεως. Το είδος αυτό περιλαμβάνεται μεταξύ των προστατευόμενων από την οδηγία για τους οικοτόπους ζωικών ειδών που τυγχάνουν αυστηρής προστασίας δυνάμει του άρθρου 12 της οδηγίας.

69

Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, στην περιοχή περί της οποίας πρόκειται στην κύρια δίκη, τουλάχιστον τα είδη Tetrao urogallus, κοινώς γνωστό ως αγριόκουρκος, Pernis apivorus, κοινώς γνωστό ως σφηκοβαρβακίνα και Accipiter gentilis, κοινώς γνωστό ως διπλοσάινο, τα οποία περιλαμβάνονται όλα στο παράρτημα Ι της οδηγίας για τα πτηνά και τα οποία επομένως είναι είδη πτηνών από τα πλέον απειλούμενα, έχουν εκεί τους φυσικούς οικοτόπους τους.

70

Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται, επίσης, να εξετάσει αν οι συνθήκες υπό τις οποίες πρέπει να πραγματοποιηθεί η επίμαχη στην κύρια δίκη υλοτόμηση εμπίπτουν σε πρακτικές προληπτικής και βιώσιμης δασικής διαχείρισης οι οποίες συνάδουν με τις απαιτήσεις διατήρησης που απορρέουν από την οδηγία για τους οικοτόπους.

71

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι σε αυτό εναπόκειται να προσδιορίσει σε ποιο βαθμό τα μέτρα προφύλαξης που συνέστησε η Εθνική Διεύθυνση Δασών δύνανται να συμβάλουν στον περιορισμό του κινδύνου ζημιών σε τέτοιο επίπεδο ώστε η επίμαχη στην κύρια δίκη δραστηριότητα να μην εμπίπτει πλέον στις απαγορεύσεις του άρθρου 4 της κανονιστικής πράξεως για την προστασία των ειδών και αν απαιτούνται πρόσθετα μέτρα προφύλαξης προκειμένου να αποφευχθεί η εφαρμογή των απαγορεύσεων αυτών.

72

Συναφώς, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι κανένα οικειοθελές σχέδιο διαχείρισης δασών δεν αξιολογήθηκε από την Εθνική Διεύθυνση Δασών στο πλαίσιο της εξέτασης της επίμαχης στην κύρια δίκη δηλώσεως υλοτομήσεως. Επιπλέον, η εθνική διοικητική αρχή δεν εξέτασε αν η υλοτόμηση αυτή δύναται να πραγματοποιηθεί με πλήρη σεβασμό των απαγορεύσεων που προβλέπει η κανονιστική πράξη για την προστασία των ειδών.

73

Εξάλλου, η γνωμοδότηση της Εθνικής Διεύθυνσης Δασών δεν είναι δεσμευτική για τον ιδιοκτήτη γης και δεν προβλέπεται καμία ποινική κύρωση σε περίπτωση μη συμμορφώσεως με τις εκτιμήσεις που περιέχει η γνωμοδότηση αυτή. Κατά τις προσφεύγουσες της κύριας δίκης, η γνωμοδότηση αυτή δεν περιείχε, εν πάση περιπτώσει, στοιχεία όσον αφορά το ζήτημα αν τα προστατευόμενα είδη ζουν στην περιοχή την οποία αφορά η υλοτόμηση, καίτοι οι ίδιες είχαν επιστήσει την προσοχή της εν λόγω Διεύθυνσης στην παρουσία των ειδών αυτών στην εν λόγω περιοχή. Όσον αφορά την επίμαχη στην κύρια δίκη δήλωση υλοτομήσεως, η δήλωση αυτή δεν προσδιορίζει την περίοδο του έτους κατά την οποία θα πραγματοποιηθεί η υλοτόμηση.

74

Η ένωση «Προστατέψτε το δάσος» διευκρινίζει, επιπλέον, ότι, αν στην επίμαχη στην κύρια δίκη δασική έκταση πραγματοποιηθεί υλοτόμηση σύμφωνα με τη γνωμοδότηση της Εθνικής Διεύθυνσης Δασών, το δασικό περιβάλλον θα εκλείψει, γεγονός το οποίο θα έχει, επίσης, ως συνέπεια την εξαφάνιση μέρους των φυσικών οικοτόπων των προστατευόμενων ειδών που ζουν εκεί και, ως εκ τούτου, θα απειλήσει μακροπρόθεσμα την επιβίωσή τους.

75

Υπό τις συνθήκες αυτές, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η συμμόρφωση προς το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της οδηγίας για τους οικοτόπους συνεπάγεται την υποχρέωση των κρατών μελών όχι μόνο να θεσπίσουν πλήρες νομοθετικό πλαίσιο, αλλά και να λάβουν συγκεκριμένα και ειδικά μέτρα προστασίας. Ομοίως, ένα τέτοιο καθεστώς αυστηρής προστασίας προϋποθέτει τη λήψη συνεκτικών και συντονισμένων μέτρων προληπτικού χαρακτήρα. Το καθεστώς αυτό αυστηρής προστασίας πρέπει, επομένως, να είναι ικανό να εμποδίσει πραγματικά τις βλάβες σε βάρος των προστατευόμενων ζωικών ειδών, όπως αυτά ορίζονται στην ως άνω διάταξη (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, Alianța pentru combaterea abuzurilor, C-88/19, EU:C:2020:458, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

76

Πράγματι, για την επίτευξη των σκοπών της οδηγίας για τους οικοτόπους, είναι σημαντικό οι αρμόδιες αρχές να είναι σε θέση να προβλέψουν ποιες δραστηριότητες θα είναι επιζήμιες για τα προστατευόμενα από την εν λόγω οδηγία είδη, ανεξαρτήτως του αν το αντικείμενο της επίμαχης δραστηριότητας συνίσταται ή όχι στη θανάτωση ή στην παρενόχληση των ειδών αυτών.

77

Επομένως, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει αν οι δραστηριότητες δασοκομίας, όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, στηρίζονται σε προληπτική προσέγγιση που λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες διατήρησης των οικείων ειδών και αν οι δραστηριότητες αυτές σχεδιάζονται και εκτελούνται κατά τρόπον ώστε να μην υφίσταται παραβίαση των απαγορεύσεων που απορρέουν από το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της οδηγίας για τους οικοτόπους, συνεκτιμωμένων συγχρόνως, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας, των οικονομικών, κοινωνικών, πολιτιστικών, περιφερειακών και τοπικών απαιτήσεων.

78

Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της οδηγίας για τους οικοτόπους έχει την έννοια ότι, αφενός, αντιτίθεται σε εθνική πρακτική κατά την οποία, οσάκις το αντικείμενο ανθρώπινης δραστηριότητας, όπως οι δραστηριότητες δασοκομίας ή χωροταξικής ανάπτυξης, είναι προδήλως διαφορετικό από τη θανάτωση ή την παρενόχληση ζωικών ειδών, οι απαγορεύσεις που προβλέπει η εν λόγω διάταξη εφαρμόζονται μόνον εφόσον υφίσταται κίνδυνος αρνητικών συνεπειών στην κατάσταση διατήρησης των οικείων ειδών και ότι, αφετέρου, η προστασία την οποία παρέχει η εν λόγω διάταξη δεν παύει να εφαρμόζεται στα είδη ως προς τα οποία έχει επιτευχθεί ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης.

Επί του τετάρτου ερωτήματος

79

Με το τέταρτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας για τους οικοτόπους έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική πρακτική κατά την οποία, στην περίπτωση που, παρά τα μέτρα προφύλαξης, διακόπτεται η διαρκής οικολογική λειτουργικότητα του ευρισκομένου σε συγκεκριμένη περιοχή οικοτόπου του οικείου είδους λόγω φθοράς, καταστροφής ή βλάβης που επέρχεται κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο, μεμονωμένο ή σωρευτικό, η απαγόρευση που προβλέπει η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται μόνον εφόσον η κατάσταση διατήρησης του οικείου είδους ενδέχεται να επιδεινωθεί.

80

Το ερώτημα αυτό στηρίζεται στη διττή παραδοχή που εκθέτει το αιτούν δικαστήριο και την οποία αυτό θα πρέπει να επιβεβαιώσει, κατά την οποία, αφενός, τα προστατευόμενα είδη πτηνών και ο βάτραχος των βάλτων χρησιμοποιούν την αναγραφόμενη στη δήλωση περιοχή ως τόπο αναπαραγωγής ο οποίος θα καταστραφεί ή θα υποβαθμιστεί με την επίμαχη στην κύρια δίκη υλοτόμηση και, αφετέρου, η διατήρηση της οικολογικής λειτουργικότητας στον φυσικό οικότοπο των οικείων ειδών θα απολεσθεί κατόπιν της υλοτομήσεως αυτής.

81

Επομένως, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο εν λόγω ερώτημα, πρέπει ευθύς εξαρχής να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας για τους οικοτόπους, η αυστηρή προστασία την οποία προβλέπει η εν λόγω διάταξη αφορά την απαγόρευση της «βλάβης ή καταστροφής των τόπων αναπαραγωγής ή των τόπων ανάπαυσης».

82

Υπό το πρίσμα αυτού του καθεστώτος αυστηρής προστασίας, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η εν λόγω διάταξη δεν αφορά μόνον τις ηθελημένες ενέργειες, αλλά και τις μη ηθελημένες. Από το γεγονός ότι η απαγόρευση του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας για τους οικοτόπους δεν περιορίζεται σε ηθελημένες ενέργειες, σε αντίθεση με ό,τι προβλέπεται για τις πράξεις του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της ίδιας οδηγίας, προκύπτει η βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να εξασφαλίσει στους τόπους αναπαραγωγής ή ανάπαυσης αυξημένη προστασία από τις ενέργειες που τους προκαλούν βλάβη ή καταστροφή [απόφαση της 2ας Ιουλίου 2020, Magistrat der Stadt Wien (Κρικητός), C-477/19, EU:C:2020:517, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

83

Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι η αυστηρή προστασία που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας για τους οικοτόπους εφαρμόζεται ασχέτως του αριθμού των δειγμάτων του συγκεκριμένου είδους που ζουν στην οικεία ζώνη [απόφαση της 17ης Απριλίου 2018, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Δάσος της Białowieża), C-441/17, EU:C:2018:255, σκέψη 237].

84

Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, δεδομένου ότι η εφαρμογή του καθεστώτος προστασίας που προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής δεν εξαρτάται από τον αριθμό των δειγμάτων του συγκεκριμένου είδους, δεν μπορεί να εξαρτάται, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με τα σημεία 53 και 55 των προτάσεών της, από τον κίνδυνο αρνητικών συνεπειών στην κατάσταση διατήρησης του εν λόγω είδους.

85

Επισημαίνεται, επίσης, ότι οι εκτιμήσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 58 έως 77 της παρούσας αποφάσεως ισχύουν κατ’ αναλογίαν όσον αφορά τις απαγορεύσεις του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας για τους οικοτόπους.

86

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας για τους οικοτόπους έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική πρακτική κατά την οποία, στην περίπτωση που, παρά τα μέτρα προφύλαξης, διακόπτεται η διαρκής οικολογική λειτουργικότητα του ευρισκομένου σε συγκεκριμένη περιοχή οικοτόπου του οικείου είδους λόγω φθοράς, καταστροφής ή βλάβης που επέρχεται κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο, μεμονωμένο ή σωρευτικό, η απαγόρευση που προβλέπει η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται μόνον εφόσον η κατάσταση διατήρησης του οικείου είδους ενδέχεται να επιδεινωθεί.

Επί του τρίτου και του πέμπτου ερωτήματος

87

Λαμβανομένων υπόψη των απαντήσεων που δόθηκαν στο πρώτο, στο δεύτερο και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο και στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου.

Επί των δικαστικών εξόδων

88

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 5 της οδηγίας 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική πρακτική κατά την οποία οι απαγορεύσεις που προβλέπει η εν λόγω διάταξη αφορούν αποκλειστικώς και μόνον τα είδη που απαριθμούνται στο παράρτημα I της οδηγίας αυτής, εκείνα τα οποία απειλούνται σε κάποιο βαθμό ή εκείνα των οποίων ο πληθυσμός τείνει να μειωθεί μακροπρόθεσμα.

 

2)

Το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, έχει την έννοια ότι, αφενός, αντιτίθεται σε εθνική πρακτική κατά την οποία, οσάκις το αντικείμενο ανθρώπινης δραστηριότητας, όπως οι δραστηριότητες δασοκομίας ή χωροταξικής ανάπτυξης, είναι προδήλως διαφορετικό από τη θανάτωση ή την παρενόχληση ζωικών ειδών, οι απαγορεύσεις που προβλέπει η εν λόγω διάταξη εφαρμόζονται μόνον εφόσον υφίσταται κίνδυνος αρνητικών συνεπειών στην κατάσταση διατήρησης των οικείων ειδών και ότι, αφετέρου, η προστασία την οποία παρέχει η εν λόγω διάταξη δεν παύει να εφαρμόζεται στα είδη ως προς τα οποία έχει επιτευχθεί ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης.

 

3)

Το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 92/43 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική πρακτική κατά την οποία, στην περίπτωση που, παρά τα μέτρα προφύλαξης, διακόπτεται η διαρκής οικολογική λειτουργικότητα του ευρισκομένου σε συγκεκριμένη περιοχή οικοτόπου του οικείου είδους λόγω φθοράς, καταστροφής ή βλάβης που επέρχεται κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο, μεμονωμένο ή σωρευτικό, η απαγόρευση που προβλέπει η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται μόνον εφόσον η κατάσταση διατήρησης του οικείου είδους ενδέχεται να επιδεινωθεί.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η σουηδική.