ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MICHAL BOBEK

της 14ης Ιανουαρίου 2021 ( 1 )

Υπόθεση C‑64/20

UH

κατά

An tAire Talmhaíochta Bia agus Mara, Éire agus an tArd-Aighne

[αίτηση του Ard-Chúirt (ανωτέρου δικαστηρίου, Ιρλανδία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2001/82/ΕΚ – Γλωσσικές απαιτήσεις όσον αφορά τη συσκευασία και την επισήμανση των κτηνιατρικών φαρμάκων – Διακριτική ευχέρεια των εθνικών δικαστηρίων να αρνούνται την παροχή της ζητούμενης έννομης προστασίας – Άμεσο αποτέλεσμα – Υπεροχή – Δικονομική αυτονομία – Αποτελεσματική δικαστική προστασία»

I. Εισαγωγή

1.

Ουκ ολίγα είναι τα ζητήματα που τίθενται στην υπό κρίση υπόθεση. Η παράθεσή τους και η από κοινού εξέτασή τους αποκαλύπτουν τη γνήσια συνταγματική πολυφωνία που χαρακτηρίζει το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης: πρόκειται για τις αρχές του άμεσου αποτελέσματος, της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, της δικονομικής αυτονομίας, της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, της συνολικής αποτελεσματικότητας της εθνικής εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, μαζί με το (προβαλλόμενο) δικαίωμα ενημερώσεως στη γλώσσα του ενδιαφερομένου και την πολυγλωσσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.

Από την προσεκτική εξέταση των εν λόγω αρχών προκύπτει το βασικό ερώτημα: οι αρχές αυτές, ιδίως η αρχή της αποτελεσματικότητας της εθνικής εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, αντίκεινται προς εθνικούς κανόνες οι οποίοι παρέχουν στον εθνικό δικαστή τη διακριτική ευχέρεια να παράσχει έννομη προστασία –καθώς και να καθορίσει τη μορφή της– σε προσφεύγοντα ο οποίος ισχυρίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν μεταφέρει προσηκόντως κάποια οδηγία, παρά το γεγονός ότι η προσφυγή είναι (προφανώς) βάσιμη; Η «επωδός» αυτή απηχεί ένα παγκοίνως γνωστό μοτίβο: ποια είναι τα εύλογα όρια της απαιτήσεως περί αποτελεσματικής εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου σε εθνικό επίπεδο;

II. Νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

3.

Ο τίτλος V της οδηγίας 2001/82/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα κτηνιατρικά φάρμακα ( 2 ), ο οποίος επιγράφεται «Επισήμανση και φύλλο οδηγιών», περιλαμβάνει τα άρθρα 58 έως 64.

4.

Το άρθρο 58, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/82 αναφέρει τις πληροφορίες τις οποίες, πλην ορισμένων εξαιρέσεων, «πρέπει να αναγράφουν με ευανάγνωστους χαρακτήρες» οι συσκευασίες των κτηνιατρικών φαρμάκων. Σύμφωνα με το άρθρο 58, παράγραφος 4, της οδηγίας, οι πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1, στοιχεία στʹ έως ιβʹ, «πρέπει να αναγράφονται στην εξωτερική συσκευασία και στον περιέκτη του κτηνιατρικού φαρμάκου στην ή στις γλώσσες της χώρας που κυκλοφορεί».

5.

Το άρθρο 59, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/82 ορίζει ότι, όταν πρόκειται για αμπούλες, «οι πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 58, παράγραφος 1, αναγράφονται στην εξωτερική συσκευασία». Στη συνέχεια αναφέρει ποιες πληροφορίες είναι απαραίτητες πάνω στους περιέκτες. Σύμφωνα με το άρθρο 59, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/82, «[ο]ι πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1, τρίτη και έκτη περίπτωση, αναγράφονται στην εξωτερική συσκευασία και στη στοιχειώδη συσκευασία των φαρμάκων στη ή τις γλώσσες της χώρας στην οποία κυκλοφορούν τα εν λόγω φάρμακα».

6.

Σύμφωνα με το άρθρο 61, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/82, «[σ]τη συσκευασία του κτηνιατρικού φαρμάκου εσωκλείεται υποχρεωτικά φύλλο οδηγιών, εκτός εάν όλες οι πληροφορίες που απαιτούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου μπορούν να τεθούν στη στοιχειώδη συσκευασία και στις εξωτερικές συσκευασίες. […] Το φύλλο οδηγιών συντάσσεται σε κατανοητή από το ευρύ κοινό γλώσσα και στην ή στις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους στην αγορά του οποίου κυκλοφορεί το φάρμακο». Το άρθρο 61, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/82 αναφέρει τις πληροφορίες που πρέπει τουλάχιστον να περιλαμβάνει το φύλλο οδηγιών.

7.

Οι αιτιολογικές σκέψεις 52 και 53 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/6 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για τα κτηνιατρικά φάρμακα και για την κατάργηση της οδηγίας 2001/82/ΕΚ ( 3 ), έχουν ως εξής:

«(52)

Για να μειωθεί η διοικητική επιβάρυνση και να μεγιστοποιηθεί η διαθεσιμότητα των κτηνιατρικών φαρμάκων στα κράτη μέλη, θα πρέπει να θεσπιστούν απλοποιημένοι κανόνες ως προς τον τρόπο παρουσίασης της συσκευασίας και της επισήμανσής τους. […]

(53)

Επιπλέον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν τη γλώσσα του κειμένου που θα χρησιμοποιείται στην περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος, στην επισήμανση και στο φύλλο οδηγιών χρήσης κτηνιατρικών φαρμάκων στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια στο έδαφός τους.»

8.

Το άρθρο 7 του κανονισμού 2019/6, το οποίο επιγράφεται «Γλώσσες», προβλέπει τα εξής:

«1.   Η γλώσσα ή οι γλώσσες της περίληψης των χαρακτηριστικών του προϊόντος και των πληροφοριών στην επισήμανση και στο φύλλο οδηγιών χρήσης, εκτός εάν το κράτος μέλος αποφασίσει διαφορετικά, είναι επίσημη γλώσσα ή γλώσσες του κράτους μέλους στην αγορά του οποίου διατίθεται το κτηνιατρικό φάρμακο.

2.   Τα κτηνιατρικά φάρμακα μπορούν να φέρουν επισήμανση σε διάφορες γλώσσες.»

9.

Δυνάμει του άρθρου του 160, ο κανονισμός 2019/6 εφαρμόζεται από τις 28 Ιανουαρίου 2022.

Β.   Εθνικό δίκαιο

10.

Σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, για τη μεταφορά της οδηγίας 2001/82 εκδόθηκαν πλείονες κανονιστικές πράξεις. Ωστόσο, όσον αφορά το –επίδικο εν προκειμένω– ζήτημα της γλώσσας στην οποία αναγράφονται οι επίμαχες πληροφορίες επί της συσκευασίας, οι κρίσιμες διατάξεις περιλαμβάνονται στις κανονιστικές πράξεις (Statutory Instruments, στο εξής: SI) 144/2007 και 786/2007. Βάσει των επίμαχων κανονιστικών πράξεων, οι πληροφορίες που απαιτούνται βάσει των διατάξεων της οδηγίας 2001/82 μπορούν να αναγράφονται είτε στην ιρλανδική είτε στην αγγλική γλώσσα.

III. Τα πραγματικά περιστατικά, οι διαδικασίες ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου και τα προδικαστικά ερωτήματα

11.

Ο προσφεύγων στην υπόθεση της κύριας δίκης έχει ως μητρική του γλώσσα την ιρλανδική. Είναι ιδιοκτήτης σκύλου συντροφιάς, για τον οποίο αγοράζει κτηνιατρικά φάρμακα. Ο προσφεύγων κατήγγειλε στον Aire Talmhaíochta, Bia agus Mara, Éire (υπουργό Γεωργίας, Τροφίμων και Αλιείας, Ιρλανδία) ότι οι πληροφορίες που συνοδεύουν τα κτηνιατρικά φάρμακα αναγράφονταν αποκλειστικά στην αγγλική γλώσσα και όχι σε αμφότερες τις επίσημες γλώσσες του κράτους, ήτοι την ιρλανδική και την αγγλική. Κατά την άποψή του, το γεγονός αυτό συνιστά παραβίαση της οδηγίας 2001/82/ΕΚ

12.

Ο προσφεύγων ζήτησε στις 14 Νοεμβρίου 2016 από το Ard-Chúirt (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) να του επιτρέψει να ασκήσει ενώπιόν του προσφυγή με αίτημα να ελεγχθεί η νομιμότητα της παραλείψεως του υπουργού να μεταφέρει την οδηγία 2001/82 στο εσωτερικό δίκαιο κατά τον προσήκοντα τρόπο, όσον αφορά τις γλωσσικές απαιτήσεις που προβλέπει η οδηγία αυτή. Η άδεια χορηγήθηκε και στη συνέχεια ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή κατά του Aire Talmhaíochta, Bia agus Mara, Éire (υπουργού Γεωργίας, Τροφίμων και Αλιείας, Ιρλανδία), του Ard-Aighne (γενικού εισαγγελέα) και του Ιρλανδικού Δημοσίου. Στις 24 και 25 Ιουλίου 2018 διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση επί της υποθέσεως αυτής.

13.

Αίτημα του προσφεύγοντος ήταν η παροχή δικαστικής προστασίας έναντι της εικαζόμενης παραλείψεως της Ιρλανδίας να μεταφέρει την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο κατά τον προσήκοντα τρόπο, και ειδικότερα: i) να κριθεί ότι η εθνική νομοθεσία μεταφέρει πλημμελώς στο εσωτερικό δίκαιο τον τίτλο V (άρθρα 58 έως 61) της οδηγίας 2001/82/ΕΚ ή δεν τον μεταφέρει καθόλου, ii) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ιρλανδού νομοθέτη να διασφαλίσει ότι οι αναγκαίες –σύμφωνα με τον τίτλο V της οδηγίας 2001/82– πληροφορίες στο φύλλο οδηγιών και τη συσκευασία των κτηνιατρικών φαρμάκων τα οποία διατίθενται στην ιρλανδική αγορά αναγράφονται σε αμφότερες τις επίσημες γλώσσες του κράτους, ήτοι την ιρλανδική και την αγγλική, και iii) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των ιρλανδικών αρχών να τροποποιήσουν το εσωτερικό δίκαιο ώστε να διασφαλίσουν την προσήκουσα μεταφορά των διατάξεων του τίτλου V της οδηγίας 2001/82.

14.

Τα επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων ενώπιον του Ard-Chúirt (ανώτερου δικαστηρίου) στηρίχθηκαν κυρίως i) στο άμεσο αποτέλεσμα των διατάξεων της οδηγίας 2001/82 όσον αφορά τις γλωσσικές απαιτήσεις (ήτοι ότι οι εν λόγω διατάξεις είναι σαφείς, ακριβείς και ανεπιφύλακτες), ii) στην υπεροχή του δικαίου της Ένωσης έναντι του δικαίου του κράτους μέλους (ως εκ τούτου, το εθνικό δικαστήριο μπορούσε να εφαρμόσει τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου αφήνοντας ανεφάρμοστες τις διατάξεις της ιρλανδικής νομοθεσίας που αντιβαίνουν προς αυτές), και iii) στο δικαίωμα αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου (ότι πρέπει να του παρασχεθεί η δυνατότητα ασκήσεως αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος και, ως εκ τούτου, ότι το εθνικό δικαστήριο πρέπει να του παράσχει τη ζητούμενη έννομη προστασία).

15.

Οι καθών αναγνωρίζουν μεν ότι, κατά τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, ο προσφεύγων που προσβάλλει επιτυχώς απόφαση δημόσιας αρχής στο πλαίσιο διαδικασίας ελέγχου της νομιμότητας δικαιούται κατά κανόνα την παροχή έννομης προστασίας. Εντούτοις, ισχυρίζονται ότι το δικαίωμα αυτό δεν είναι απόλυτο και ότι το δικαστήριο δύναται, στο πλαίσιο της κύριας δίκης, να αρνηθεί κάθε μορφή έννομης προστασίας. Ισχυρίστηκαν ότι, στην προκειμένη περίπτωση, ενδεχόμενη παροχή της ζητούμενης προστασίας θα μπορούσε να ωφελήσει κάπως τον προσφεύγοντα, πλην όμως η αξία της θα ήταν ιδιαιτέρως περιορισμένη, λόγω της επικείμενης έναρξης ισχύος του κανονισμού 2019/6. Επιπλέον, οι καθών υποστήριξαν ότι το ενδεχόμενο σημαντικών επιπτώσεων σε τρίτους από την παροχή της ζητούμενης προστασίας είναι εν προκειμένω πολύ σοβαρό. Εάν οι προμηθευτές και οι διανομείς κτηνιατρικών φαρμάκων αποφάσιζαν να αποσυρθούν από την ιρλανδική αγορά εξαιτίας της υποχρεώσεως να εκτυπώνουν τα κείμενα των φύλλων οδηγιών και των συσκευασιών σε αμφότερες τις επίσημες γλώσσες, η απόφαση αυτή θα είχε σοβαρές συνέπειες για την υγεία των ζώων, καθώς και συνέπειες οικονομικής φύσεως, βλαπτικές για μεγάλο αριθμό προσώπων.

16.

Στις 26 Ιουλίου 2019 το Ard-Chúirt (ανώτερο δικαστήριο) έκρινε ότι ο προσφεύγων διέθετε ενεργητική νομιμοποίηση καθόσον οι διατάξεις του άρθρου 58, παράγραφος 4, του άρθρου 59, παράγραφος 3, και το άρθρο 61, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/82 (στο εξής: οι επίμαχες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης) ήταν σαφείς, ακριβείς και ανεπιφύλακτες. Ως εκ τούτου, ο προσφεύγων μπορούσε να τις επικαλεσθεί στρεφόμενος κατά των καθών. Το δικαστήριο αυτό έκρινε επίσης ότι η Ιρλανδία είχε μεταφέρει πλημμελώς στο εσωτερικό δίκαιο τις διατάξεις της οδηγίας όσον αφορά τις γλωσσικές απαιτήσεις, καθόσον η επίμαχη νομοθεσία (ήτοι, οι SI 144/2007 και SI 786/2007) επιτρέπει την αναγραφή των επίμαχων πληροφοριών της συσκευασίας στην αγγλική γλώσσα μόνο, αντί να επιβάλλει την αναγραφή τόσο στην ιρλανδική όσο και στην αγγλική.

17.

Ωστόσο, το Ard-Chúirt (ανώτερο δικαστήριο) επισήμανε επίσης ότι, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της κύριας δίκης, εκδόθηκε ο κανονισμός 2019/6, ο οποίος περιέχει νέες ρυθμίσεις όσον αφορά τις γλώσσες στις οποίες αναγράφονται οι επίμαχες πληροφορίες στα κτηνιατρικά φάρμακα. Σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό, από την έναρξη ισχύος του (στις 28 Ιανουαρίου 2022), θα είναι δυνατόν να επιτρέπεται η αναγραφή των εν λόγω πληροφοριών στη συσκευασία μόνον στην αγγλική γλώσσα. Υπό το πρίσμα αυτό, το δικαστήριο διερωτάται εάν η παροχή της ζητούμενης έννομης προστασίας θα ήταν σκόπιμη, ενόψει της επικείμενης αυτής αλλαγής, καίτοι συντρέχει περίπτωση παραβίασης του δικαίου της Ένωσης εκ μέρους της Ιρλανδίας.

18.

Το δικαστήριο επισημαίνει ότι το ιρλανδικό δίκαιο αναγνωρίζει παγίως συγκεκριμένους λόγους βάσει των οποίων τα δικαστήρια δύνανται να ασκούν τη διακριτική τους ευχέρεια προκειμένου να επιλέξουν εάν και με ποιον τρόπο θα χορηγήσουν πρόσφορη έννομη προστασία στον νικήσαντα προσφεύγοντα. Στους λόγους αυτούς συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων: 1) η αδικαιολόγητη καθυστέρηση άσκησης δικαστικής προσφυγής· 2) η παράλειψη άσκησης άλλων, προσφορότερων μέσων προστασίας, όπως η διοικητική προσφυγή· 3) η ανειλικρίνεια του προσφεύγοντος· 4) η έλλειψη καλής πίστεως του προσφεύγοντος· 5) η ζημία των τρίτων, ή 6) η περίπτωση κατά την οποία η παροχή της ζητούμενης προστασίας δεν θα είχε πρακτική χρησιμότητα.

19.

Ως εκ τούτου, επειδή το Ard-Chúirt (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) έχει αμφιβολίες ως προς το εάν το δίκαιο της Ένωσης αποκλείει την εφαρμογή εθνικών δικονομικών κανόνων όπως οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«(1) Έχει ο εθνικός δικαστής την εξουσία να αρνηθεί την παροχή δικαστικής προστασίας, παρά το γεγονός ότι έχει ήδη κρίνει ότι ο εθνικός νομοθέτης παρέλειψε να εφαρμόσει συγκεκριμένη πτυχή οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποιες είναι οι παράμετροι που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την άσκηση της εξουσίας αυτής, και/ή είναι οι παράμετροι που οφείλει να λάβει υπόψη ο εθνικός δικαστής οι ίδιες που θα ελάμβανε υπόψη σε περίπτωση παραβιάσεως της εθνικής νομοθεσίας;

(2) Θα συνιστούσε παραβίαση της απορρέουσας από το δίκαιο της Ένωσης αρχής του αμέσου αποτελέσματος ενδεχόμενη άρνηση του εθνικού δικαστή να παράσχει τη ζητούμενη στην υπό κρίση υπόθεση δικαστική προστασία λόγω της επικείμενης έναρξης ισχύος του άρθρου 7 του [κανονισμού 2019/6] (ο οποίος δεν θα αρχίσει να ισχύει πριν τις 28 Ιανουαρίου 2022), παρά το γεγονός ότι ο εθνικός δικαστής έκρινε ότι ο εθνικός νομοθέτης παρέλειψε να εκπληρώσει την υποχρέωση που επιβάλλουν τα άρθρα 61, παράγραφος 1, 58, παράγραφος 4, και 59, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/82, και η οποία συνίσταται στην αναγραφή των επίμαχων πληροφοριών στη συσκευασία και την επισήμανση των κτηνιατρικών προϊόντων στις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους, ήτοι, στην περίπτωση της Ιρλανδίας, τόσο στην ιρλανδική όσο και στην αγγλική γλώσσα;»

20.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο προσφεύγων, η Ιρλανδία, η Πολωνική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

IV. Ανάλυση

Α.   Επί του παραδεκτού

21.

Η Ιρλανδία και η Πολωνική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη.

22.

Κατ’ αρχάς, η Ιρλανδία υποστηρίζει ότι μετέφερε κατά προσήκοντα τρόπο στην εσωτερική έννομη τάξη τις επίμαχες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Το κείμενο της οδηγίας 2001/82 δεν διευκρινίζει σαφώς κατά πόσον πρέπει να χρησιμοποιούνται όλες οι επίσημες γλώσσες στη συσκευασία και την επισήμανση των κτηνιατρικών φαρμάκων στην περίπτωση κράτους μέλους με πλείονες επίσημες γλώσσες. Κατά συνέπεια, η απόφαση της Ιρλανδίας να εφαρμόσει την εν λόγω οδηγία θεωρώντας ότι αυτή επέτρεπε τη χρήση μίας μόνον από τις επίσημες γλώσσες της εμπίπτει εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας για τη μεταφορά της οδηγίας.

23.

Δεύτερον, η Ιρλανδία υποστηρίζει ότι, βάσει του σαφούς σκοπού της οδηγίας 2001/82, τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν δεν είναι γλωσσικά ή πολιτιστικά δικαιώματα, αλλά μάλλον δικαιώματα που αφορούν την πρόσβαση σε πληροφορίες επί κτηνιατρικών φαρμάκων. Προσβολή τέτοιων δικαιωμάτων θα υφίστατο μόνον σε περίπτωση κατά την οποία ο προσφεύγων θα αδυνατούσε πλήρως να κατανοήσει τις πληροφορίες που αναγράφονται στη συσκευασία ή την επισήμανση προϊόντων που περιήλθαν στην κατοχή του. Ωστόσο, ο προσφεύγων στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν ισχυρίσθηκε ότι αδυνατούσε να κατανοήσει πλήρως τις πληροφορίες που αναγράφονταν στη συσκευασία ή την επισήμανση των προϊόντων.

24.

Από την πλευρά της, η Πολωνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν απαιτεί από τον εθνικό δικαστή να χορηγήσει έννομη προστασία η οποία συνίσταται στην έκδοση απόφασης με την οποία διατάσσει τις εθνικές αρμόδιες αρχές να τροποποιήσουν την εθνική νομοθεσία ώστε να συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης. Σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω κυβέρνηση διατείνεται ότι η προσφυγή του προσφεύγοντος δεν πρόκειται να ευδοκιμήσει. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι το δικαίωμα οι πληροφορίες που συνοδεύουν τα κτηνιατρικά φάρμακα να είναι διαθέσιμες στην ιρλανδική γλώσσα απορρέει από ανεπιφύλακτες και αρκούντως ακριβείς ρυθμίσεις της οδηγίας 2001/82, το εν λόγω δικαίωμα, ως εκ της φύσεώς του, δεν μπορεί να προβληθεί κατά των ιρλανδικών αρχών. Η εκπλήρωση της υποχρεώσεως επισημάνσεως των επίμαχων προϊόντων στην ιρλανδική γλώσσα επαφίεται στις ιδιωτικές οντότητες, ήτοι στους παραγωγούς και τους διανομείς αυτών των προϊόντων. Ωστόσο, ο προσφεύγων δεν μπορεί να προβάλει το δικαίωμά του να λαμβάνει πληροφορίες στην ιρλανδική γλώσσα όσον αφορά τα κτηνιατρικά φάρμακα έναντι των παραγωγών και των διανομέων των επίμαχων προϊόντων, καθόσον μια οδηγία δεν δύναται αφ’ εαυτής να γεννήσει υποχρεώσεις σε βάρος ιδιωτών και, ως εκ τούτου, δεν δύναται να προβληθεί εναντίον τους.

25.

Όσον αφορά το παραδεκτό της παρούσας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι πειστικά.

26.

Κατά την άποψή μου, τα επιχειρήματα που προέβαλαν τόσο η Ιρλανδική Κυβέρνηση όσο και η Πολωνική Κυβέρνηση αφορούν το παραδεκτό της προσφυγής στην υπόθεση της κύριας δίκης σε εθνικό επίπεδο. Οι αντιρρήσεις που προέβαλε η Ιρλανδία αφορούν προκαταρκτικό ζήτημα ουσίας, το οποίο εντούτοις δεν τέθηκε από το αιτούν δικαστήριο. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τις αντιρρήσεις που προέβαλε η Πολωνική Κυβέρνηση. Το ερώτημα κατά πόσον το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει στον εθνικό δικαστή τη χορήγηση συγκεκριμένης έννομης προστασίας αφορά επίσης ζήτημα ουσίας στο πλαίσιο της διαδικασίας της κύριας δίκης και όχι ζήτημα παραδεκτού. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, επιχειρήματα τα οποία αφορούν ζητήματα ουσίας ουδόλως δύνανται να επηρεάσουν το παραδεκτό των υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων ( 4 ).

27.

Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο, εντός του κανονιστικού και πραγματικού πλαισίου το οποίο το ίδιο προσδιορίζει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Το τεκμήριο αυτό δεν μπορεί να ανατραπεί από το ενδεχόμενο ήττας του προσφεύγοντος στην κύρια δίκη ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, ειδικότερα εάν το Δικαστήριο δεχθεί ορισμένη ερμηνεία των επίμαχων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης ( 5 ).

28.

Για τους λόγους αυτούς, προχωρώ τώρα στην εξέταση της ουσίας των δύο προδικαστικών ερωτημάτων.

Β.   Επί της ουσίας

1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

29.

Στην υπό κρίση υπόθεση ο προσφεύγων στηρίζεται σε –και το αιτούν δικαστήριο επικαλείται– ορισμένες από τις πλέον σημαντικές διαρθρωτικές αρχές του δικαίου της Ένωσης: την αρχή του άμεσου αποτελέσματος, την αρχή της υπεροχής, την αρχή του αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου και την αρχή της δικονομικής αυτονομίας. Εκ πρώτης όψεως, τα ζητήματα που τέθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης δίνουν την εντύπωση ότι είναι αρκετά περίπλοκα. Ωστόσο, από την προσεκτική εξέτασή τους προκύπτει αρκετά σαφώς το βασικό ερώτημα.

30.

Κατά την άποψή μου, στο πλαίσιο της διαδικασίας της κύριας δίκης ο προσφεύγων ζήτησε τρία μέτρα δικαστικής προστασίας: i) να αναγνωρισθεί ότι το εσωτερικό δίκαιο δεν συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, ii) να αναγνωρισθεί ότι το εσωτερικό δίκαιο πρέπει να συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης και, τέλος, iii) να αναγνωρισθεί ότι, ως εκ τούτου, οι αρμόδιες εθνικές αρχές πρέπει να τροποποιήσουν το εσωτερικό δίκαιο.

31.

Φρονώ ότι δεν είναι απολύτως σαφές αν ζητείται η ταυτόχρονη λήψη των εν λόγω τριών μέτρων έννομης προστασίας ή εάν το αιτούν δικαστήριο δύναται ελευθέρως να επιλέξει κάποιο από αυτά. Στο πλαίσιο των παρουσών προτάσεων, εικάζω ότι το αιτούν δικαστήριο διαθέτει σημαντικό περιθώριο ευελιξίας ως προς το θέμα αυτό. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, έχει τη διακριτική ευχέρεια να επιλέγει το προσφορότερο κατά την κρίση του μέτρο δικαστικής προστασίας υπό το πρίσμα των περιστάσεων της εκάστοτε υποθέσεως, ακόμη δε και να αρνείται τη χορήγηση της ζητούμενης δικαστικής προστασίας ( 6 ). Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν η δυνατότητα αυτή εξακολουθεί να ισχύει όταν ο προσφεύγων έλκει τα δικαιώματά του από το δίκαιο της Ένωσης.

32.

Υπό το πρίσμα αυτό, φρονώ ότι, από την άποψη της Ένωσης, τα ζητήματα που αφορούν τη δικονομική αυτονομία και την αποτελεσματική δικαστική προστασία αποτελούν τον πυρήνα της διαφοράς. Ως εκ τούτου, τα δύο προδικαστικά ερωτήματα μπορούν να συνενωθούν και να επαναδιατυπωθούν ως εξής: αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα στις αρχές της δικονομικής αυτονομίας και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, εθνική ρύθμιση ή πρακτική δυνάμει της οποίας ο εθνικός δικαστής έχει τη διακριτική ευχέρεια να παράσχει έννομη προστασία –καθώς και να καθορίσει τη μορφή της εν λόγω προστασίας– σε προσφεύγοντα ο οποίος ισχυρίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν μεταφέρει προσηκόντως ορισμένη οδηγία, στην περίπτωση που η προσφυγή είναι βάσιμη;

33.

Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, οι προτάσεις μου θα διαρθρωθούν ως εξής: Θα ξεκινήσω παραθέτοντας το κρίσιμο νομικό πλαίσιο για την ανάλυσή μου, προκειμένου να εξηγήσω πώς θα εκτιμηθεί η υπό κρίση υπόθεση (υπό 2). Στη συνέχεια, θα εξηγήσω εν συντομία πώς το Δικαστήριο έχει εφαρμόσει στη νομολογία του το εν λόγω νομικό πλαίσιο σε συγκεκριμένες υποθέσεις (υπό 3). Βάσει των ανωτέρω, θα θέσω ορισμένα εγκάρσια ζητήματα και κατευθύνσεις που ενδέχεται να αποδειχθούν χρήσιμα για το αιτούν δικαστήριο (υπό 4). Καθόσον εναπόκειται εντέλει στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει τις συνέπειες για την υπόθεση της κύριας δίκης, θα ολοκληρώσω τις προτάσεις μου διατυπώνοντας ορισμένες σκέψεις που αφορούν τη συγκεκριμένη υπόθεση (υπό 5).

2. Το νομικό πλαίσιο: Η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας βάσει της αποφάσεως Rewe και η αποτελεσματική δικαστική προστασία δυνάμει του άρθρου 47 του Χάρτη

34.

Κατά πάγια νομολογία, οι άμεσα εφαρμοστέοι κανόνες του δικαίου της Ένωσης, από τους οποίους πηγάζουν άμεσα δικαιώματα και υποχρεώσεις για όλους εκείνους τους οποίους αφορούν, είτε πρόκειται για κράτη μέλη είτε για ιδιώτες, πρέπει να παράγουν πλήρως τα αποτελέσματά τους κατά τρόπο ομοιόμορφο σε όλα τα κράτη μέλη, από την έναρξη της ισχύος τους και καθ’ όλη τη διάρκειά της ( 7 ).

35.

Κατά πάγια νομολογία επίσης, το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται αρμοδίως μιας υποθέσεως έχει την υποχρέωση, ως όργανο κράτους μέλους, κατ’ εφαρμογή της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, να εφαρμόζει στο ακέραιο το άμεσα εφαρμοστέο δίκαιο της Ένωσης και να προστατεύει τα δικαιώματα που απονέμει το δίκαιο αυτό στους ιδιώτες, αφήνοντας ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη του εθνικού δικαίου ( 8 ).

36.

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι δεν είναι συμβατή με τις επιταγές που είναι συμφυείς με την ίδια τη φύση του δικαίου της Ένωσης οποιαδήποτε διάταξη εθνικού δικαίου και οποιαδήποτε νομοθετική, διοικητική ή δικαστική πρακτική που έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης λόγω της μη αναγνωρίσεως στο αρμόδιο για την εφαρμογή του δικαίου αυτού δικαστήριο της εξουσίας να πράττει, ακριβώς κατά τον χρόνο της εφαρμογής αυτής, οτιδήποτε είναι αναγκαίο ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή των εθνικών νομοθετικών διατάξεων που παρακωλύουν ενδεχομένως την πλήρη αποτελεσματικότητα των εχόντων άμεση εφαρμογή κανόνων δικαίου της Ένωσης ( 9 ).

37.

Ωστόσο, πόσο πλήρης πρέπει να είναι η πλήρης αποτελεσματικότητα και η άμεση εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης ώστε να θεωρηθούν πλήρως αποτελεσματικοί; Εκτός εάν ήθελε θεωρηθεί ότι ο χαρακτηρισμός «πλήρης» καταλαμβάνει εξ ορισμού κάθε διάταξη, καθετί σχετικό με αυτήν και καθετί πέραν αυτής, δεν υφίσταται στην πράξη κάποιο ανεξάρτητο κριτήριο για την εκτίμηση της πλήρους αποτελεσματικότητας των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης. Αντιθέτως, η εκτίμηση διενεργείται σε περιπτωσιολογική βάση διά της αντιπαραβολής με τις επίμαχες διατάξεις του εθνικού νομικού πλαισίου.

38.

Αυτό είναι αναπόφευκτο εάν θεωρηθεί ότι η εθνική δικονομική αυτονομία αποτελεί την αρχή που διέπει εξ ορισμού την εθνική εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης. Ως αρχικό κριτήριο αναφοράς παραμένει το εθνικό κριτήριο. Κατά πάγια νομολογία, ελλείψει σχετικής νομοθεσίας της Ένωσης, σε κάθε κράτος μέλος εναπόκειται να ορίσει τα αρμόδια δικαστήρια και να θεσπίσει τους λεπτομερείς δικονομικούς κανόνες για την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στη διασφάλιση της προστασίας των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης στους ιδιώτες. Ωστόσο, οι εν λόγω δικονομικοί κανόνες δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που διέπουν την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων στο πλαίσιο της εσωτερικής έννομης τάξεως (απαίτηση της ισοδυναμίας) και να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (απαίτηση της αποτελεσματικότητας) ( 10 ).

39.

Στην υπόθεση της κύριας δίκης, προφανώς δεν τέθηκε ζήτημα ισοδυναμίας. Οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου απορρέουν από το γεγονός ότι οι επίμαχοι εθνικοί δικονομικοί κανόνες δεν εφαρμόζονται μόνον επί καταστάσεων που διέπονται από το εσωτερικό δίκαιο, αλλά και επί καταστάσεων που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης.

40.

Ως εκ τούτου, το πραγματικό ζήτημα είναι η αποτελεσματικότητα.

41.

Ωστόσο, σε μια υπόθεση όπως η υπό κρίση, η απαίτηση της αποτελεσματικότητας, νοούμενη ως όρος για την εφαρμογή της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, και ως εκ τούτου ενίοτε αναφερόμενη ως «αποτελεσματικότητα βάσει της αποφάσεως Rewe» ( 11 ), ουσιαστικά αλληλοεπικαλύπτεται με το θεμελιώδες δικαίωμα της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 47 του Χάρτη. Πράγματι, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η εφαρμογή των επίμαχων εθνικών δικονομικών κανόνων του στερεί επαρκή δικαστική προστασία η οποία θα διασφαλίζει το (ουσιαστικό) δικαίωμα που απορρέει από τις επίμαχες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης: το δικαίωμα οι πληροφορίες που συνοδεύουν τα κτηνιατρικά φάρμακα να αναγράφονται σε αμφότερες τις επίσημες γλώσσες του κράτους (ήτοι στην αγγλική και στην ιρλανδική).

42.

Όπως επισήμανα στις προτάσεις μου στην υπόθεση Banger, η σχέση μεταξύ της αρχής της αποτελεσματικότητας, ως μίας εκ των δύο απαιτήσεων που προκύπτουν βάσει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, και της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας ως θεμελιώδους δικαιώματος που εκ των υστέρων κατοχυρώθηκε στο άρθρο 47 του Χάρτη, δεν είναι ενδεχομένως (ακόμη) σαφής ( 12 ). Δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί ότι, τουλάχιστον, οι εν λόγω δύο αρχές αλληλοεπικαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό επί της ουσίας.

43.

Περαιτέρω, όσον αφορά το είδος της διενεργούμενης εκτιμήσεως, οι εν λόγω αρχές θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι επιβάλλουν την εξέταση κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως από δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες: Η αρχή της αποτελεσματικότητας βάσει της αποφάσεως Rewe αποδίδει έμφαση στο διαρθρωτικό επίπεδο (την ύπαρξη εν γένει επαρκών μέσων προστασίας για την αντιμετώπιση της εκάστοτε επίμαχης περιπτώσεως), ενώ η αποτελεσματική δικαστική προστασία δυνάμει του άρθρου 47 του Χάρτη αποδίδει μεγαλύτερη σημασία στο ατομικό επίπεδο (την ύπαρξη, in concreto, επαρκών μέσων προστασίας του ενδιαφερομένου προσώπου).

44.

Η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία κατοχυρώνεται σήμερα με το άρθρο 47 του Χάρτη. Απαιτεί, ειδικότερα, την ύπαρξη επαρκών μέσων προστασίας δικαστικής φύσεως για την αμφισβήτηση οποιωνδήποτε αποφάσεων των εθνικών αρμόδιων αρχών οι οποίες ενδέχεται να προσβάλλουν ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης ( 13 ). Στο πλαίσιο αυτό, ο εθνικός δικαστής που επιλαμβάνεται της διαφοράς πρέπει, μεταξύ άλλων, να είναι αρμόδιος να εξετάσει όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα σχετικά με τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί ( 14 ).

45.

Ωστόσο, η έκταση και η ένταση του ελέγχου στον οποίο προβαίνει ο εθνικός δικαστής στο πλαίσιο συμμορφώσεώς του προς το άρθρο 47 του Χάρτη ποικίλλουν ανάλογα με το συγκεκριμένο πλαίσιο και τις κρίσιμες περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως ( 15 ). Το Δικαστήριο αποφάνθηκε επανειλημμένως ότι μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη περιλαμβάνονται η «φύση της οικείας πράξεως, το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα» ( 16 ).

46.

Όπως είναι φυσικό, η νομολογία σχετικά με την αρχή της αποτελεσματικότητας βάσει της αποφάσεως Rewe είναι πλούσια, ενώ την τελευταία δεκαετία έχει κατ’ ουσίαν καταστεί μέρος της νομολογίας σχετικά με την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 47 του Χάρτη. Ωστόσο, δύσκολα η περιπτωσιολογική αυτή νομολογία μπορεί να θεωρηθεί συνεπής.

3. Η παλαιότερη νομολογία: αυστηρότητα, επιείκεια και ενδιάμεσες καταστάσεις

47.

Η επί μακρά σειρά ετών συσσωρευθείσα νομολογία ποικίλλει ( 17 ). Είναι τόσο περιπτωσιολογική ώστε να μην επιδέχεται γενίκευση. Μπορούν να εντοπισθούν παραδείγματα διαφορετικών προσεγγίσεων. Κυμαίνονται από μια μάλλον φιλική προς τα κράτη μέλη θέση όπου διασφαλίζεται επαρκώς υψηλός βαθμός ισοδυναμίας έως και τις πλέον άκαμπτες επιταγές περί αποτελεσματικότητας, βάσει των οποίων το εκάστοτε κράτος μέλος καλείται να υπερβεί (κατά πολύ) τα εσκαμμένα της εθνικής του νομοθεσίας.

48.

Στο ένα άκρο απαντούν αποφάσεις στις οποίες το Δικαστήριο έχει κάνει δεκτούς τους αμφισβητούμενους εθνικούς δικονομικούς κανόνες με το σκεπτικό ότι πληρούται η προϋπόθεση της ισοδυναμίας. Εν προκειμένω, η προϋπόθεση της αποτελεσματικότητας περνά εμφανώς σε δεύτερη μοίρα ( 18 ). Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι η αρχή της ισοδυναμίας δεν είναι δυνατόν να ερμηνεύεται ως υποχρέωση των κρατών μελών να επεκτείνουν το πλέον ευνοϊκό εσωτερικό δικονομικό καθεστώς στο σύνολο των ενδίκων προσφυγών που ασκούνται βάσει του δικαίου της Ένωσης ( 19 ). Το «επιεικές» αυτό πρότυπο ελέγχου φαίνεται ότι έχει εφαρμοστεί ως επί το πλείστον έναντι κοινών στις έννομες τάξεις όλων των κρατών μελών εννοιών και μηχανισμών του δικονομικού δικαίου που αποτελούν εγγενή χαρακτηριστικά κάθε δικαστικού συστήματος (όπως το δεδικασμένο, οι προθεσμίες, κ.λπ.).

49.

Στο άλλο άκρο απαντούν αποφάσεις όπως οι Simmenthal, San Giorgio, Factortame, Cartesio, Elchinov ή Klausner ( 20 ), όπου το Δικαστήριο επέμεινε σε μια άκαμπτη θεώρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας. Οι υποθέσεις αυτές αφορούν κατά κανόνα καταστάσεις στις οποίες δεν υφίσταται κάποιο μέσο προστασίας στην εθνική έννομη τάξη, η δε επίμαχη εθνική πρακτική θεωρείται ότι συνιστά συστημικό εμπόδιο για την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης και την άμεση και πλήρη προστασία των προσώπων των οποίων τα δικαιώματα θίγονται.

50.

Περαιτέρω, όσον αφορά ειδικότερα το πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, το Δικαστήριο συντάχθηκε με μια μάλλον αυστηρή προσέγγιση σε διάφορες υποθέσεις όπου το ζήτημα που τέθηκε από το εκάστοτε αιτούν δικαστήριο αφορούσε τις ratione temporis έννομες συνέπειες αποφάσεων που διαπίστωναν έλλειψη συμβατότητας της εθνικής νομοθεσίας με το δίκαιο της Ένωσης. Σε αποφάσεις όπως οι Winner Wetten, Filipiak, Gutierrez Naranjo ή η Association France Nature Environment ( 21 ), το Δικαστήριο κατ’ ουσίαν απέρριψε το ενδεχόμενο ο εθνικός δικαστής, συμπεριλαμβανομένων των ανώτατων δικαστηρίων ή των συνταγματικών δικαστηρίων, να έχει την εξουσία να αναβάλει την επέλευση των εννόμων συνεπειών οι οποίες απορρέουν από τη διαπίστωση της ασυμβατότητας εθνικού μέτρου με το δίκαιο της Ένωσης ή να δημιουργήσει κάποιο μεταβατικό καθεστώς για να καλύψει το εικαζόμενο κενό δικαίου. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, κάθε τέτοια απόφαση θα συνιστούσε χρονικό περιορισμό των αποτελεσμάτων της ερμηνείας κανόνα του δικαίου της Ένωσης, κάτι που μόνον το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφασίσει. Εξάλλου, οφείλει κανείς να αναγνωρίσει επίσης, σε ένα γενικότερο πλαίσιο, ότι ένα σημαντικό κοινό χαρακτηριστικό των εν λόγω υποθέσεων υπήρξε ο προσήκων σεβασμός ή ακόμη και η εφαρμογή προηγούμενων αποφάσεων του Δικαστηρίου, οι οποίες ήταν επίμαχες στις υποθέσεις αυτές.

51.

Τέλος, μεταξύ των δύο ακραίων αυτών τάσεων της νομολογίας, απαντούν οι αποφάσεις του Δικαστηρίου που επιδιώκουν τη χρυσή τομή. Συχνά το Δικαστήριο επιχείρησε να καταλήξει σε «σολομώντειες» αποφάσεις, κάνοντας δεκτές εθνικές ρυθμίσεις των κρατών μελών και ταυτόχρονα περιορίζοντας την αυτονομία τους όσον αφορά την εφαρμογή των επίμαχων μέσων προστασίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της θέσεως αυτής αποτελούν αποφάσεις όπως οι Fantask, Melki και Abdeli, DEB, Lesoochranárske zoskupenie VLK ( 22 ).

52.

Αρκετές πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου φαίνεται ότι συντάσσονται με την εν λόγω τάση της νομολογίας. Στις αποφάσεις αυτές το Δικαστήριο καλεί τον εκάστοτε εθνικό δικαστή να αξιοποιήσει πλήρως τις δυνατότητες που παρέχουν οι οικείοι εθνικοί δικονομικοί κανόνες, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι που επιδιώκουν οι σχετικές ρυθμίσεις της Ένωσης, όμωςμόνο στο μέτρο κατά το οποίο η εν λόγω ερμηνευτική προσέγγιση συνάδει με την αρχή της νομιμότητας και δεν παρέχει τη δυνατότητα οιασδήποτε παραβιάσεως των θεμελιωδών δικαιωμάτων ( 23 ).

53.

Συνεπώς, η «διάσταση μεταξύ των αποφάσεων Rewe και Simmenthal» ( 24 ), οι οποίες κινούνται προς διαφορετικές κατευθύνσεις όσον αφορά την ισοδυναμία (ή την απαγόρευση των διακρίσεων), αφενός, και την απαίτηση της αποτελεσματικότητας, αφετέρου, παραμένει έντονα παρούσα κατά τον έλεγχο της εθνικής δικονομικής αυτονομίας. Ωστόσο, ολοένα και περισσότερο, αναγνωρίζεται ρητώς η ύπαρξη εσωτερικών ορίων στην άκαμπτη επιταγή της αποτελεσματικότητας με τη μορφή της αρχής της νομιμότητας, της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και επίσης, ενδεχομένως, λίγης κοινής λογικής ( 25 ).

4. Διαρθρωτικό επίπεδο: εκτίμηση κατά περίπτωση

54.

Κατά την άποψή μου, από την προηγηθείσα εξέταση των αρχών και της νομολογίας της Ένωσης προκύπτει το συμπέρασμα ότι δεν είναι δυνατή μια καθολική, γενική απάντηση στο ερώτημα εάν το δίκαιο της Ένωσης αποκλείει εθνική ρύθμιση ή πρακτική δυνάμει της οποίας ο εθνικός δικαστής έχει τη διακριτική ευχέρεια να παράσχει έννομη προστασία σε προσφεύγοντα ο οποίος ισχυρίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν μεταφέρει προσηκόντως κάποια οδηγία και, περαιτέρω, να καθορίσει τη μορφή της προστασίας αυτής, στην περίπτωση που η προσφυγή είναι βάσιμη.

55.

Η απάντηση εξαρτάται από την εκάστοτε υπόθεση. Αδυνατώ να διαπιστώσω τον λόγο για τον οποίο το δίκαιο της Ένωσης θα έπρεπε, κατ’ αρχήν, να είναι αντίθετο προς την εν λόγω νομοθεσία ή πρακτική. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κάθε περίπτωση ως προς την οποία τίθεται το ζήτημα αν ο εθνικός δικονομικός κανόνας καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης «πρέπει να αναλύεται, λαμβανομένης υπόψη της θέσεως του εν λόγω κανόνα στο σύνολο της διαδικασίας, της εξελίξεώς της και των ιδιομορφιών της, ενώπιον των διαφόρων εθνικών αρχών. Υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, ενδεχομένως, οι αρχές που αποτελούν τη βάση του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, όπως είναι η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφαλείας δικαίου και η ομαλή διεξαγωγή της δίκης» ( 26 ).

56.

Ως εκ τούτου, το ζητούμενο στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης είναι μια εύλογη συσχέτιση των δικαιωμάτων, της παραβάσεως, καθώς και του είδους και του πεδίου εφαρμογής της ζητούμενης έννομης προστασίας υπό το πρίσμα των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων της εκάστοτε υποθέσεως. Κάθε υπόθεση πρέπει να εκτιμάται στο οικείο πλαίσιο σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Φρονώ ότι η απαίτηση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στο πεδίο του δικαίου της Ένωσης, αλλά ότι αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό κάθε σύγχρονου ευρωπαϊκού νομικού συστήματος. Θεωρώ ότι η τόσο σεβαστή αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης δεν πρέπει να προβάλλεται, όταν το δίκαιο της Ένωσης ενδέχεται να διακυβεύεται ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, ως μέσο επιστροφής σε μια μονοδιάστατη, άκαμπτη και, ως εκ τούτου, εντελώς δυσανάλογη μέθοδο λήψεως αποφάσεων, η οποία θυμίζει τον τρόπο επιβολής των ποινών στην Αγγλία κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα.

57.

Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι η ίδια η νομολογία του Δικαστηρίου απαιτεί πράγματι από τον εθνικό δικαστή να λαμβάνει υπόψη, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας όσον αφορά τη ζητούμενη έννομη προστασία και τα μέσα για την παροχή της, παραμέτρους όπως εκείνες που επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο: την αδικαιολόγητη καθυστέρηση ασκήσεως δικαστικής προσφυγής, την παράλειψη ασκήσεως άλλων, προσφορότερων μέσων προστασίας, την ανειλικρίνεια εκ μέρους του προσφεύγοντος, την κακοπιστία του προσφεύγοντος, τη ζημία τρίτων, καθώς και το κατά πόσον η παροχή της ζητούμενης προστασίας δεν θα είχε πρακτική χρησιμότητα. Η εξέταση αυτών των παραμέτρων, αυτή καθ’ εαυτήν, δεν στερεί από τον προσφεύγοντα τη δικαστική προστασία ούτε καθιστά αναποτελεσματική την άσκηση των ουσιαστικών δικαιωμάτων των οποίων την προστασία ζητεί ο προσφεύγων.

58.

Τουναντίον, λαμβάνοντας υπόψη τις προαναφερθείσες παραμέτρους, ο εθνικός δικαστής απλώς εκτελεί τα δικαιοδοτικά του καθήκοντα, τα οποία συνίστανται στην εξεύρεση της προσφορότερης λύσεως για την εκάστοτε διαφορά, λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο της διαφοράς και όλες τις συναφείς περιστάσεις. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρχές τις αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας δεν είναι δυνατόν να ερμηνεύονται ωσάν να επιβάλλουν στον εθνικό δικαστή κάποιον (παράλογο) αυτοματισμό.

59.

Είναι αλήθεια ότι η διακριτική ευχέρεια του εθνικού δικαστή δεν αφορά μόνον τη μορφή της χορηγούμενης έννομης προστασίας, αλλά επίσης τη σκοπιμότητα χορηγήσεως οιασδήποτε έννομης προστασίας, κάτι που σημαίνει ότι, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, ο ενδιαφερόμενος στερείται πλήρως οιασδήποτε μορφής δικαστικής προστασίας και δεν διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα των συναφών ρυθμίσεων του δικαίου της Ένωσης.

60.

Ωστόσο, κατά την άποψή μου, το συμπέρασμα αυτό είναι παράλογο. Πράγματι, εξ όσων γνωρίζω, σε όλα τα δικαιοδοτικά συστήματα υφίστανται δικονομικές αρχές ή μηχανισμοί που αποσκοπούν στην αποφυγή καταστάσεων τυφλής και αυτόματης εφαρμογής ρυθμίσεων η οποία καταλήγει σε άδικα και δυσανάλογα αποτελέσματα ή οδηγεί σε κάποια λύση χωρίς πρακτική χρησιμότητα. Υπό το πρίσμα αυτό, μπορώ να αναφέρω, για παράδειγμα, τις ρυθμίσεις σχετικά με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και την οικονομία της δίκης ή τις ρυθμίσεις που απαγορεύουν την κατάχρηση δικαιώματος ή την καταστρατήγηση της διαδικασίας, καθώς και τις παρελκυστικές και κακόβουλες ένδικες διαδικασίες. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει τίποτε εγγενώς παράνομο στο γεγονός ότι, ακόμη και όταν ο προσφεύγων ενεργεί επισήμως προασπιζόμενος τα δικαιώματά του και τις βάσιμες αξιώσεις του, σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις (αποδίδω ιδιαίτερη έμφαση στο ότι πρόκειται πράγματι για εξαιρετικές περιπτώσεις), ενδέχεται να μην του χορηγηθεί η έννομη προστασία που ζήτησε. Επαναλαμβάνω ότι ο εύλογος χαρακτήρας του αποτελέσματος εξαρτάται από τις περιστάσεις και το συγκεκριμένο πλαίσιο της εκάστοτε περιπτώσεως.

61.

Ως εκ τούτου, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η εκτίμηση της συμβατότητας εθνικής δικονομικής ρυθμίσεως ή πρακτικής, όπως η επίμαχη, με το δίκαιο της Ένωσης –είτε βάσει της (κατά κύριο λόγο προσανατολισμένης στα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά) απαίτησης της αποτελεσματικότητας στο πλαίσιο της αρχής της δικονομικής αυτονομίας είτε βάσει της (κατά κύριο λόγο προσανατολισμένης στα ατομικά δικαιώματα) αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας– πρέπει κατά κανόνα να γίνεται κατά περίπτωση. Φρονώ ότι το κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα είναι ότι ο εθνικός δικαστής πρέπει να έχει κατά περίπτωση τη δυνατότητα να εξεύρει την εύλογη (ή την αναλογική) σχέση μεταξύ της φύσεως και της σημασίας του προβαλλόμενου δικαιώματος, της σοβαρότητας της προσβολής ή της βαρύτητας της προξενηθείσας ζημίας και του ζητούμενου είδους ή μέσου έννομης προστασίας. Όλα τα ανωτέρω πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και να αξιολογούνται υπό το πρίσμα της πραγματικής και νομικής κατάστασης της εκάστοτε υποθέσεως.

62.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, θεωρώ ότι το Δικαστήριο πρέπει να απαντήσει στο αιτούν δικαστήριο ότι το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα οι αρχές της δικονομικής αυτονομίας και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεν αντίκεινται αφ’ εαυτών, σε εθνική ρύθμιση ή πρακτική δυνάμει της οποίας ο εθνικός δικαστής έχει τη διακριτική ευχέρεια να παράσχει έννομη προστασία –καθώς και να καθορίσει τη μορφή της εν λόγω προστασίας– σε προσφεύγοντα ο οποίος ισχυρίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν μεταφέρει προσηκόντως ορισμένη οδηγία, στην περίπτωση που η προσφυγή είναι βάσιμη. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξασφαλίσει, υπό το πρίσμα των πραγματικών περιστατικών και του πλαισίου κάθε συγκεκριμένης υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, την ύπαρξη εύλογης σχέσεως μεταξύ της φύσεως των προβαλλόμενων δικαιωμάτων, της βαρύτητας της προσβολής τους ή της προξενηθείσας ζημίας και της ζητούμενης έννομης προστασίας και επομένως και της έννομης προστασίας την οποία αποφασίζει να χορηγήσει (ή, κατά περίπτωση, να μη χορηγήσει) στον προσφεύγοντα.

63.

Το αιτούν δικαστήριο βρίσκεται σαφώς σε καλύτερη θέση για να διενεργήσει την αξιολόγηση των συνεπειών των ανωτέρω όσον αφορά τη διαφορά της κύριας δίκης. Ωστόσο, προκειμένου να του παράσχω χρήσιμη καθοδήγηση, θα παρουσιάσω στη συνέχεια ορισμένους πρόσθετους προβληματισμούς, λαμβάνοντας υπόψη ορισμένα ειδικά χαρακτηριστικά της υπό κρίση υποθέσεως.

5. Το πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως: δικαιώματα, προσβολή, μέσα προστασίας

64.

Στο πλαίσιο της κύριας δίκης το αιτούν δικαστήριο θα κληθεί κατ’ ουσίαν να αποφασίσει εάν (κάποια, ορισμένες ή όλες) οι μορφές έννομης προστασίας που ζητεί ο προσφεύγων αποτελούν δίκαιο και αναλογικό αποτέλεσμα για την προστασία των δικαιωμάτων που επικαλείται ο προσφεύγων.

65.

Όπως είναι φυσικό, αυτό ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις του δικαίου της Ένωσης έχουν άμεσο αποτέλεσμα. Όσον αφορά τη διάρθρωση της σχέσεως αυτής, αληθεύει πράγματι ότι οι καθών είναι δημόσιες αρχές και ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται διατάξεις οδηγίας κατά δημοσίων αρχών σε περίπτωση κατά την οποία το κράτος παρέλειψε να τις μεταφέρει εμπροθέσμως στην εσωτερική έννομη τάξη ( 27 ).

66.

Ωστόσο, το αν η επίμαχη διάταξη ή οι επίμαχες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης έχει/-ουν άμεσο αποτέλεσμα, καθώς και το ακριβές περιεχόμενο της ρυθμίσεως που έχει άμεσο αποτέλεσμα, αποτελεί άλλο ζήτημα. Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι μια διάταξη του δικαίου της Ένωσης έχει άμεσο αποτέλεσμα όταν, από απόψεως περιεχομένου, είναι αρκούντως σαφής, ακριβής και απαλλαγμένη αιρέσεων, ώστε να είναι δυνατή η επίκλησή της έναντι αντίθετης εθνικής ρυθμίσεως ή καθόσον δύναται να προσδιορίσει δικαιώματα, τα οποία οι ιδιώτες είναι σε θέση να προβάλουν έναντι του κράτους ( 28 ).

67.

Όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, το αιτούν δικαστήριο φαίνεται ότι έχει ήδη επιλύσει προκαταρκτικώς το ζήτημα, καθόσον διαπίστωσε ότι οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που επικαλείται ο προσφεύγων είναι αρκούντως σαφείς, ακριβείς και ανεπιφύλακτες ώστε να παράγουν άμεσο αποτέλεσμα. Το αιτούν δικαστήριο δεν ζήτησε από το Δικαστήριο να εξετάσει το εν λόγω ζήτημα και θα σεβαστώ την απόφασή του, παρά το γεγονός ότι η Ιρλανδία έθεσε το ίδιο ζήτημα στο πλαίσιο του παραδεκτού ( 29 ). Θα ήθελα ωστόσο να κάνω δύο επισημάνσεις.

68.

Πρώτον, η ακρίβεια του κανόνα ως προϋπόθεση του άμεσου αποτελέσματος έχει την έννοια ότι το περιεχόμενο της υποχρεώσεως που επιβάλλεται στο κράτος μέλος είναι πράγματι σαφές. Το πεδίο εφαρμογής του άμεσα εφαρμοζόμενου κανόνα δεν είναι αναγκαίο να συμπίπτει, όσον αφορά το γράμμα του, με το σύνολο της διατάξεως. Κατά συνέπεια, από μία ευρύτερη διάταξη είναι ασφαλώς δυνατόν να προκύψει ένας στενότερος, αυτοτελής κανόνας που αντικατοπτρίζει την ελάχιστη υποχρέωση που επιβάλλεται στο κράτος μέλος. Ωστόσο, ο εν λόγω κανόνας πρέπει να είναι σαφής και ακριβής όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής και το περιεχόμενό του ( 30 ).

69.

Δεύτερον, κατά την ανάλυση κανόνων που περιέχονται σε οδηγία είναι χρήσιμο να λαμβάνεται υπόψη το ότι η πάγια συνταγματική θέση για τη μεταφορά μιας οδηγίας εμπίπτει στο πεδίο της επιλογής και της αυτονομίας του κράτους μέλους, υπό τον όρο βεβαίως ότι η ίδια η οδηγία δεν αποκλείει την εν λόγω επιλογή. Αντίθετα, αν η εν λόγω επιλογή και ευχέρεια παρέχεται από κανονισμό, το γράμμα του κανονισμού πρέπει να το αναφέρει ρητώς. Το γεγονός αυτό μπορεί να αποδειχθεί κρίσιμο κατά την εκτίμηση συγκεκριμένης υποχρεώσεως που προκύπτει από αλλαγή η οποία αφορά το είδος της πηγής του δικαίου της Ένωσης που διέπει το συγκεκριμένο αντικείμενο, ειδικότερα δε, όπως συνέβη προσφάτως σε πολλούς τομείς του δικαίου της Ένωσης ( 31 ), όταν η οδηγία που διέπει ορισμένο τομέα αντικαθίσταται με κανονισμό.

70.

Εν πάση περιπτώσει, υπάρχει μία ακόμη πτυχή που χρήζει εξετάσεως. Η φύση του διακυβευόμενου δικαιώματος είναι ένα από τα στοιχεία που κατά κανόνα λαμβάνονται υπόψη ( 32 ) προκειμένου να καθορισθεί το πρόσφορο μέσο έννομης προστασίας του θιγομένου προσώπου. Πράγματι, η φύση και η σημασία του διακυβευόμενου δικαιώματος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τον εθνικό δικαστή ήδη κατά το αρχικό στάδιο της εκτιμήσεώς του ( 33 ). Θεωρώ ότι, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, το στοιχείο αυτό χρήζει κάποιας εξετάσεως, στην οποία ακολούθως θα προβώ.

α) Ποια δικαιώματα; Τα γλωσσικά δικαιώματα στο δίκαιο της Ένωσης

71.

Κατ’ αρχάς, δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αποδίδει βαρύνουσα σημασία στη γλωσσική ποικιλομορφία. Σύμφωνα με το άρθρο 3 ΣΕΕ, η Ένωση «σέβεται τον πλούτο της πολιτιστικής και γλωσσικής της πολυμορφίας και μεριμνά για την προστασία και ανάπτυξη της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς». Προς επίτευξη του σκοπού αυτού, η Ένωση πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 165, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, να προωθεί την εκμάθηση και τη διάδοση των γλωσσών των κρατών μελών.

72.

Ο σεβασμός στη γλωσσική ποικιλομορφία κατοχυρώνεται επίσης στο άρθρο 22 του Χάρτη. Περαιτέρω, το άρθρο 21 του Χάρτη απαγορεύει κάθε διάκριση λόγω, μεταξύ άλλων, γλώσσας.

73.

Η πολυγλωσσία αποτέλεσε βασική αρχή της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτι που αποδεικνύει η κατοχύρωσή της ήδη με τον κανονισμό αριθ. 1 του 1958 ( 34 ).

74.

Εντούτοις, ενώ οι αρχές αυτές και η υπεροχή τους είναι πράγματι ζωτικής σημασίας, έχει επίσης αναγνωρισθεί ότι η γλωσσική πολιτική περιλαμβάνει ενίοτε τη λήψη ευαίσθητων από πολιτική και κοινωνική άποψη αποφάσεων. Υπό το πρίσμα αυτό, τόσο ο νομοθέτης όσο και τα δικαστήρια της Ένωσης έχουν παγίως υιοθετήσει μια αρκετά προσεκτική, διπλωματική και ρεαλιστική προσέγγιση σχετικά με τις γλώσσες τόσο σε επίπεδο Ένωσης όσο και σε επίπεδο κρατών μελών στον βαθμό κατά τον οποίο η γλωσσική πολιτική της Ένωσης έχει επιπτώσεις σε εθνικό επίπεδο.

75.

Όσον αφορά το επίπεδο της εσωτερικής λειτουργίας της Ένωσης, το σύστημα δεν υπήρξε ποτέ υπερβολικά αυστηρό. Κατ’ αρχάς, ακόμη και όσον αφορά τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης, προσφάτως έγιναν δεκτές εξαιρέσεις, ιδίως όσον αφορά την ιρλανδική ( 35 ) ή τα μαλτέζικα ( 36 ). Ιδιαίτερη σημασία σε σχέση με την παρούσα υπόθεση έχει το γεγονός ότι το Δικαστήριο απέρριψε την άποψη ότι, στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να υπάρχει απόλυτη ισότητα μεταξύ όλων των επίσημων γλωσσών ( 37 ). Η αρχή της ίσης αυθεντικότητας όλων των γλωσσικών αποδόσεων ή η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων μεταξύ των επίσημων γλωσσών της Ένωσης δεν σημαίνουν ότι «όλες οι επίσημες γλώσσες πρέπει σε όλες τις περιπτώσεις να τυγχάνουν ίσης μεταχειρίσεως ανεξαρτήτως περιστάσεων» ( 38 ). Ως εκ τούτου, η ύπαρξη διαφορετικών καθεστώτων σε επίπεδο Ένωσης είναι επιτρεπτή, υπό τον όρο ότι δικαιολογείται επαρκώς.

76.

Επιπλέον, τα δικαστήρια της Ένωσης, όταν καλούνται να αναγνωρίσουν και να προασπισθούν τα γλωσσικά δικαιώματα που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, καταβάλλουν μεν προσπάθειες να διασφαλίσουν την προστασία των θιγομένων προσώπων ( 39 ), παρέχουν ωστόσο ορισμένο περιθώριο ευελιξίας στις αρμόδιες (ενωσιακές ή εθνικές) αρχές.

77.

Για παράδειγμα, στην απόφαση Skoma-Lux το Δικαστήριο έκρινε ότι κοινοτικός (τότε) κανονισμός ο οποίος δεν δημοσιεύθηκε στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί σε βάρος ιδιώτη που διέμενε στο εν λόγω κράτος ( 40 ). Ωστόσο, το Δικαστήριο απέφυγε να αντλήσει τις επαχθέστερες συνέπειες που απορρέουν από τη μη δημοσίευση του επίμαχου κανονισμού και αφορούν την ισχύ και την εφαρμογή του. Κατά συνέπεια, μη δημοσιευθείσα στη (μία και μόνη) γλώσσα κράτους μέλους πράξη του δικαίου της Ένωσης παρέμεινε ισχυρή στο εν λόγω κράτος μέλος. Η μη δυνατότητα επιβολής υποχρεώσεων σε ιδιώτες βάσει της εν λόγω νομικής πράξεως είναι δίκαιη ( 41 ).

78.

Η τάση αυτή είναι, πιθανώς, ακόμη πιο προφανής σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει εθνικά μέτρα που αντικατοπτρίζουν εθνικές πολιτικές επιλογές. Δεν πρέπει να παραβλέπεται, συναφώς, ότι η γλωσσική πολιτική σε εθνικό επίπεδο υπάγεται, σε μεγάλο βαθμό, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών. Πράγματι, κατά το άρθρο 6 ΣΛΕΕ, η Ένωση έχει μόνον αρμοδιότητα να αναλαμβάνει δράσεις για να υποστηρίζει, να συντονίζει ή να συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών στους τομείς του πολιτισμού και της εκπαίδευσης. Άλλωστε, η πολιτική για τις γλώσσες δεν μπορεί παρά να αντικατοπτρίζει την ιστορία, τον πολιτισμό, τις παραδόσεις και την κοινωνία κάθε χώρας.

79.

Ως εκ τούτου, τα δικαστήρια της Ένωσης διστάζουν να παρέμβουν υπέρμετρα σε εθνικές επιλογές ή να επιβάλουν κάποια ευρύτατη υποχρέωση στα κράτη μέλη. Για παράδειγμα, στην απόφαση UTECA το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι εθνική νομοθεσία η οποία υποχρέωνε τους τηλεοπτικούς οργανισμούς να δαπανούν ορισμένο ποσοστό των εσόδων τους για την προχρηματοδότηση ευρωπαϊκών κινηματογραφικών ταινιών και τηλεταινιών η πρωτότυπη γλώσσα των οποίων ήταν μία από τις επίσημες γλώσσες του οικείου κράτους μέλους είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης ( 42 ). Στην απόφαση Runevič-Vardyn το Δικαστήριο έκρινε ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν απέκλεισε τη δυνατότητα των εθνικών αρχών να αρνηθούν να τροποποιήσουν το όνομα και το επώνυμο των ενδιαφερομένων όπως μεταγράφηκαν στα πιστοποιητικά γεννήσεως και γάμου κατ’ εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως δυνάμει της οποίας το επώνυμο και το όνομα ενός προσώπου πρέπει να μεταγράφονται στις ληξιαρχικές πράξεις μόνο σύμφωνα με τους κανόνες γραφής της επίσημης γλώσσας του κράτους ( 43 ). Γενικότερα, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η προστασία και η διάδοση μίας ή περισσότερων επίσημων γλωσσών κράτους μέλους δύνανται να δικαιολογούν παρεκκλίσεις από τους κανόνες σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία, ενώ τα εθνικά μέτρα που λαμβάνονται προς τον σκοπό αυτόν κρίνονται ασυμβίβαστα με το δίκαιο της Ένωσης μόνον όταν διαπιστώνεται ότι είναι δυσανάλογα σε σχέση με τον σκοπό θεσπίσεώς τους ( 44 ).

80.

Από την προπαρατεθείσα νομολογία αντλώ δύο συμπεράσματα. Πρώτον, καίτοι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα γλωσσικά δικαιώματα είναι υψίστης σημασίας για την Ένωση και ότι οι ιδιώτες δικαιούνται προστασία κατά προσβολών των εν λόγω δικαιωμάτων, εντούτοις δεν υφίστανται αυτόματες συνέπειες από την ενδεχόμενη προσβολή τους. Στο πλαίσιο αυτό, τα δικαστήρια της Ένωσης κατά κανόνα προτιμούν μια ισορροπημένη και μετριοπαθή προσέγγιση, βάσει της οποίας λαμβάνονται προσηκόντως υπόψη και σταθμίζονται μεταξύ τους οι συγκεκριμένες περιστάσεις της εκάστοτε υποθέσεως, προκειμένου να επιτευχθεί ένα δίκαιο (και όχι ανατρεπτικό) αποτέλεσμα.

81.

Δεύτερον, η προσέγγιση αυτή υιοθετήθηκε όχι μόνον αναφορικά με τη χρήση των γλωσσών στο πλαίσιο συγκεκριμένου τομέα ή βάσει του εκάστοτε αντικειμένου (όπως στα προπαρατεθέντα παραδείγματα από τη νομολογία σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία), αλλά και αναφορικά με συνταγματικές επιλογές. Κατά συνέπεια, με άλλα λόγια, εάν ακόμη και από διαρθρωτικού ή συνταγματικού χαρακτήρα υποθέσεις προκύπτει ένας αρκετά σημαντικός βαθμός ευελιξίας χωρίς να υφίσταται αυτόματο αποτέλεσμα ως προς τις συνέπειες, θα αποτελούσε παραφωνία η άκαμπτη στήριξη της άποψης ότι ένα ήσσονος σημασίας καθεστώς στο παράγωγο δίκαιο που αφορά συγκεκριμένο ρυθμιστικό πεδίο γεννά αίφνης ένα απόλυτο γλωσσικό δικαίωμα.

82.

Στο πλαίσιο αυτό, θα εξετάσω στη συνέχεια τις λοιπές μεταβλητές της εξίσωσης που κλήθηκε να επιλύσει το αιτούν δικαστήριο. Στο σημείο αυτό θα παραθέσω μια μεταφορά: εάν στο ένα άκρο της πλάστιγγας τεθεί η ενδεχόμενη προσβολή ενός γλωσσικού δικαιώματος όπως αυτό που απορρέει από τις επίμαχες ρυθμίσεις της Ένωσης, τι είδους μέσα έννομης προστασίας πρέπει να θέσει το εθνικό δικαστήριο στο άλλο άκρο της πλάστιγγας προκειμένου να εξευρεθεί μια ισορροπημένη λύση στο πλαίσιο της κύριας δίκης;

β) Τι είδους έννομη προστασία;

83.

Κατ’ αρχάς, πρέπει να επισημάνω ότι η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το δίκαιο της Ένωσης επιτρέπει τη δημιουργία νέων μέσων παροχής έννομης προστασίας στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου προκειμένου να καλυφθεί κάποιο νομικό κενό στο πεδίο της δικαστικής προστασίας ( 45 ), αντιθέτως προς τον σχετικό ισχυρισμό της Πολωνικής Κυβέρνησης ( 46 ). Η υπό κρίση υπόθεση αφορά αποκλειστικά μέσα παροχής έννομης προστασίας τα οποία ήδη υφίστανται και είναι διαθέσιμα στο δικαιοδοτικό σύστημα κράτους μέλους, οσάκις υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί εθνικό δικαστήριο αφορά δικαιώματα που βασίζονται στο δίκαιο της Ένωσης. Ως εκ τούτου, παρέλκει η συζήτηση σχετικά με το εάν και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το πότε ένα κράτος μέλος είναι δυνατόν να υποχρεωθεί, στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης, να θεσπίσει μέσο παροχής έννομης προστασίας που να επιτρέπει στον εθνικό δικαστή να εκδίδει αποφάσεις οι οποίες –αν είναι άμεσα εκτελεστές– θα υποχρεώνουν τις αρμόδιες (νομοθετικές ή διοικητικές) αρχές να τροποποιούν το εθνικό δίκαιο άνευ ετέρου.

84.

Το ερώτημα που έθεσε το αιτούν δικαστήριο είναι άλλης φύσεως. Το αιτούν δικαστήριο δήλωσε ότι σειρά ρυθμίσεων του εθνικού δικαίου προβλέπει την παροχή έννομης προστασίας στη συγκεκριμένη υπόθεση. Ωστόσο, διερωτάται κατά πόσον οι επίμαχες ρυθμίσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν και να εφαρμοσθούν με τον ίδιο τρόπο όπως σε περίπτωση κατά την οποία οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος δεν βασίζονται στο δίκαιο της Ένωσης αλλά στο εθνικό δίκαιο. Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν οι κανόνες αυτοί δεν πρέπει να εφαρμοσθούν «εν ονόματι» της αποτελεσματικής εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης ή της αρχής της πραγματικής δικαστικής προστασίας των ιδιωτών.

85.

Τούτου λεχθέντος, παρέλκει η επισήμανση ότι το αιτούν δικαστήριο αδυνατεί, στο πλαίσιο της κύριας δίκης, να διασφαλίσει την πλήρη και άμεση ικανοποίηση των ουσιαστικών δικαιωμάτων του προσφεύγοντος μέσω της συνδυασμένης μη εφαρμογής του εθνικού δικαίου και άμεσης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Το αιτούν δικαστήριο δεν μπορεί να διατάξει τις φαρμακευτικές εταιρείες να συμμορφωθούν προς την υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 58, παράγραφος 4, το άρθρο 59, παράγραφος 3, και το άρθρο 61, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/82. Η προσφυγή της κύριας δίκης δεν στρέφεται κατά των εταιριών αυτών.

86.

Επιπλέον, κάθε αγωγή εναντίον τους θα ήταν εξαιρετικά απίθανο να ευδοκιμήσει, καθόσον κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου αποκλείεται η ανάπτυξη οριζόντιου άμεσου αποτελέσματος λόγω μη μεταφοράς οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιο και η επίκλησή του κατά ιδιωτών ( 47 ). Επίσης, πιο πρόσφατα, στην απόφαση Popławski, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι «ακόμη και αν μια διάταξη οδηγίας είναι σαφής, ακριβής και απαλλαγμένη αιρέσεων, δεν σημαίνει ότι το εθνικό δικαστήριο δύναται να αφήνει ανεφάρμοστη μια αντίθετη προς αυτήν διάταξη του εθνικού δικαίου, εάν κατ’ αυτόν τον τρόπο επιβάλλεται πρόσθετη υποχρέωση σε ιδιώτη» ( 48 ).

87.

Ως εκ τούτου, κάθε μορφή προστασίας του δικαιώματος του προσφεύγοντος στην υπόθεση της κύριας δίκης είναι κατ’ ανάγκην έμμεση και παράγει αποτελέσματα στο μέλλον. Ο προσφεύγων ζητεί να αναγνωριστεί ότι οι επίμαχες εθνικές ρυθμίσεις είναι ασυμβίβαστες με τις ρυθμίσεις της οδηγίας 2001/82 και ότι, ως εκ τούτου, πρέπει να τροποποιηθούν από τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Θεωρώ ότι μόνο σε περίπτωση μεταγενέστερης τροποποιήσεως των επίμαχων εθνικών κανόνων θα ήταν δυνατή η συμμόρφωση των φαρμακευτικών εταιριών προς τους νέους κανόνες για το μέλλον.

88.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, ποια είναι η ειδικότερη μορφή της έννομης προστασίας που πρέπει να χορηγήσει το εθνικό δικαστήριο;

89.

Αφενός, για τους λόγους που εξέθεσα στα σημεία 71 έως 82 των παρουσών προτάσεων, το είδος και η βαρύτητα της προβαλλόμενης προσβολής, καθώς και οι έννομες συνέπειες που απορρέουν από αυτήν, δεν δικαιολογούν, ενδεχομένως, υπερβολικά αυστηρή έννομη προστασία. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο θα μπορούσε, κατά πάσα πιθανότητα, να αχθεί στο συμπέρασμα ότι θα αποτελούσε δυσανάλογο μέτρο η χορήγηση και των τριών μορφών έννομης προστασίας που ζητεί ταυτόχρονα ο προσφεύγων. Ειδικότερα, το αίτημα του προσφεύγοντος να αναγνωρισθεί από το αιτούν δικαστήριο η υποχρέωση των ιρλανδικών αρχών να τροποποιήσουν το εσωτερικό δίκαιο ώστε να διασφαλισθεί η προσήκουσα μεταφορά των διατάξεων του τίτλου V της οδηγίας 2001/82 θα μπορούσε, υπό το πρίσμα και της αρχής της διακρίσεως των εξουσιών ( 49 ), να υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για τη διασφάλιση της προστασίας του δικαιώματος του προσφεύγοντος.

90.

Αφετέρου, ωστόσο, εφόσον αποδειχθεί το βάσιμο των ισχυρισμών του προσφεύγοντος, κάτι το οποίο, ούτως ή άλλως, είναι αρμόδιο να αποφασίσει το αιτούν δικαστήριο, αδυνατώ να αντιληφθώ πώς το αποτέλεσμα της κύριας δίκης θα μπορούσε να θεωρηθεί αναλογικό σε περίπτωση κατά την οποία ο προσφεύγων θα εξερχόταν από το δικαστήριο χωρίς να έχουν ικανοποιηθεί τα αιτήματά του.

91.

Το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι το αρμόδιο δικαστήριο, κατ’ αρχήν, επιλαμβάνεται της ουσίας της οικείας προσφυγής και παρέχει έννομη προστασία εκδίδοντας απόφαση ( 50 ), η οποία στη συνέχεια εκτελείται ( 51 ). Η αρχή του νόμιμου δικαστή θα καθίστατο κενή περιεχομένου εάν ο νικήσας διάδικος δεν ικανοποιηθεί για την προσβολή των δικαιωμάτων του, υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι δεν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να το επιτάσσουν.

92.

Υφίστανται, στην υπό κρίση υπόθεση, τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις;

93.

Στην υπό κρίση υπόθεση οι ιρλανδικές αρχές επικαλούνται δύο κύριους λόγους για τους οποίους αντιτίθενται στη χορήγηση οποιασδήποτε μορφής έννομης προστασίας. Ο πρώτος λόγος αφορά την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και την οικονομία της δίκης: η χορήγηση προστασίας δεν θα είχε πρακτική χρησιμότητα, καθόσον ο προσφεύγων κατανοεί τις πληροφορίες στην αγγλική γλώσσα. Επιπλέον, νέα ρύθμιση του δικαίου της Ένωσης, συμβατή με τις ισχύουσες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, θα τεθεί σύντομα σε ισχύ. Ο δεύτερος λόγος αναφέρεται στην ενδεχόμενη ζημία τρίτων: τον κίνδυνο οι παραγωγοί και οι διανομείς των φαρμάκων να αποσυρθούν προσωρινώς από την ιρλανδική αγορά προκειμένου να αποφύγουν τις πρόσθετες δαπάνες, γεγονός που θα έβλαπτε την υγεία των ζώων.

94.

Κατ’ αρχήν, συντάσσομαι με τη θέση της Ιρλανδίας ότι η ορθή απονομή της δικαιοσύνης και η οικονομία της δίκης ( 52 ) και/ή η ανάγκη αποτροπής του κινδύνου ελλείψεων φαρμάκων ( 53 ) συνιστούν, αφ’ εαυτών και εν γένει, συμφέροντα χρήζοντα προστασίας. Ως εκ τούτου, ο εθνικός δικαστής μπορεί να τα λάβει υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Ωστόσο, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει εάν, υπό τις παρούσες περιστάσεις, η χρήση της διακριτικής του ευχέρειας προκειμένου να αρνηθεί τη χορήγηση οποιασδήποτε μορφής έννομης προστασίας θα αποτελούσε χρήσιμη συμβολή στην προστασία των εν λόγω συμφερόντων και, εν πάση περιπτώσει, δεν θα υπερέβαινε το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη αυτού του σκοπού.

95.

Καθώς υπολείπεται ακόμη πάνω από ένα έτος έως την έναρξη ισχύος του νέου κανονισμού της Ένωσης, δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί η περίοδος αυτή ως αμελητέα. Υπενθυμίζεται ότι οι ρυθμίσεις της Ένωσης πρέπει να αναπτύσσουν πλήρως τα αποτελέσματά τους «αφ’ ης στιγμής τίθενται σε ισχύ και καθ’ όλη τη διάρκεια της ισχύος τους» ( 54 ). Ο προσφεύγων ενδέχεται πράγματι να κατανοεί τις πληροφορίες στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως στοιχείο που υποδηλώνει ότι η παραβίαση είναι ήσσονος σημασίας και ότι δεν επείγει η εξεύρεση κάποιας μορφής αποκαταστάσεως της προσβολής. Αντιθέτως, διατηρώ έντονες αμφιβολίες ως προς το ότι το εν λόγω στοιχείο θα μπορούσε να εκληφθεί ως (μοναδική) βάση προκειμένου να δικαιολογηθεί η άρνηση χορηγήσεως στον προσφεύγοντα οιασδήποτε μορφής έννομης προστασίας των δικαιωμάτων του, καθόσον το στοιχείο αυτό δεν εγείρει κανένα πρόβλημα όσον αφορά την ενεργητική νομιμοποίηση του προσφεύγοντος και η υπόθεση εξετάζεται ήδη επί της ουσίας.

96.

Επιπλέον, οι εικαζόμενες αρνητικές συνέπειες σε τρίτους και στο κράτος δεν έχουν άμεσο χαρακτήρα ούτε απορρέουν αυτομάτως από οιαδήποτε απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Σύμφωνα με την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, σύγκρουση μεταξύ ρυθμίσεως του εθνικού δικαίου και άμεσα εφαρμοζόμενης ρύθμισης του δικαίου της Ένωσης επιλύεται από τον εθνικό δικαστή που εφαρμόζει τη δεύτερη, εν ανάγκη αρνούμενος να εφαρμόσει την ασυμβίβαστη εθνική ρύθμιση. Όμως η κρίση αυτή του Δικαστηρίου διατυπώθηκε και επαναλήφθηκε ( 55 ) στο πλαίσιο κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας, το αποτέλεσμα της οποίας είναι κατά κανόνα δεσμευτικό για τους διαδίκους. Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν έκρινε ότι η ένδικη διαφορά πρέπει να επιλύεται, στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης, με την αναγνώριση ότι η εθνική ρύθμιση είναι άκυρη ή ανυπόστατη ( 56 ). Πράγματι, οι αρμοδιότητες των εθνικών δικαστηρίων και δικαιοδοτικών οργάνων είναι ζήτημα που ρυθμίζεται από το εκάστοτε κράτος μέλος. Οι αρχές του άμεσου αποτελέσματος και της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης δεν επιβάλλουν οι επίμαχες δικαστικές αποφάσεις να αναπτύσσουν κάποιας μορφής αποτέλεσμα erga omnes ( 57 ).

97.

Στο πλαίσιο αυτό, διερωτώμαι εάν –υποθέτοντας ότι η εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου όσον αφορά την ερμηνεία των επίμαχων ρυθμίσεων του δικαίου της Ένωσης είναι ορθή– η χορήγηση έννομης προστασίας μέσω της απλής αναγνωρίσεως ότι οι επίμαχες εθνικές ρυθμίσεις δεν μεταφέρουν προσηκόντως την οδηγία 2001/82 είναι η προσφορότερη μορφή προστασίας. Αφενός, διαπιστώνεται η προβαλλόμενη παραβίαση και παρέχεται κάποια μορφή ηθικής ικανοποιήσεως στον προσφεύγοντα ( 58 ), ενώ παράλληλα του παρέχεται, ενδεχομένως, η δυνατότητα να διεκδικήσει αποζημίωση για τυχόν ζημία που υπέστη στο μέτρο που πληρούνται οι προϋποθέσεις της ευθύνης του Δημοσίου ( 59 ). Αφετέρου, το πεδίο εφαρμογής και τα αποτελέσματα της εν λόγω μορφής έννομης προστασίας έχουν περιορισμένο χαρακτήρα, ιδίως έναντι τρίτων, κάτι που ισχύει ακόμη περισσότερο έναντι των ιρλανδικών νομοθετικών και διοικητικών αρχών.

98.

Ωστόσο, όπως επανειλημμένως τόνισα στις παρούσες προτάσεις, το αιτούν δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκτιμήσει και να σταθμίσει όλα αυτά τα ζητήματα. Όλα τα ζητήματα που εξέτασα στην ενότητα αυτή επιβεβαιώνουν απλώς ότι υπάρχει ένα ευρύ φάσμα νοητών λύσεων. Το τελικό συμπέρασμα των παρουσών προτάσεων είναι ότι, κατά τη γνώμη μου, το δίκαιο της Ένωσης δεν καταλύει –ακόμη και όταν διακυβεύονται δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο δίκαιο της Ένωσης– τη διακριτική ευχέρεια του εθνικού δικαστή για την εξεύρεση του πρόσφορου και αναλογικού αποτελέσματος στο πλαίσιο της εκάστοτε υποθέσεως, συμπεριλαμβανομένης της επιλογής της μορφής της έννομης προστασίας που πρόκειται να χορηγηθεί στον προσφεύγοντα, υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι η προσφυγή του είναι βάσιμη.

V. Πρόταση

99.

Προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Ard-Chúirt (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) ως εξής:

Το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα οι αρχές της δικονομικής αυτονομίας και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεν αντίκειται σε εθνική ρύθμιση ή πρακτική δυνάμει της οποίας ο εθνικός δικαστής έχει τη διακριτική ευχέρεια να παράσχει έννομη προστασία –καθώς και να καθορίσει τη μορφή της εν λόγω προστασίας– σε προσφεύγοντα ο οποίος ισχυρίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν μεταφέρει προσηκόντως κάποια οδηγία, στην περίπτωση που η προσφυγή είναι βάσιμη.

Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξασφαλίσει, υπό το πρίσμα των πραγματικών περιστατικών και του πλαισίου κάθε συγκεκριμένης υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, την ύπαρξη εύλογης σχέσεως μεταξύ της φύσεως των προβαλλόμενων δικαιωμάτων, της βαρύτητας της προσβολής τους ή της προξενηθείσας ζημίας και της ζητούμενης έννομης προστασίας και επομένως και της έννομης προστασίας την οποία αποφασίζει να χορηγήσει (ή, κατά περίπτωση, να μη χορηγήσει) στον προσφεύγοντα.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) ΕΕ 2001, L 311, σ. 1, όπως τροποποιήθηκε εν συνεχεία.

( 3 ) ΕΕ 2019, L 4, σ. 43.

( 4 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A.K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 111).

( 5 ) Για περισσότερες λεπτομέρειες και περαιτέρω παραπομπές, βλ., επί παραδείγματι, προσφάτως δημοσιευθείσες προτάσεις μου στην υπόθεση C‑505/19, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (Ερυθρά αγγελία της Interpol) (EU:C:2020:939, σημείο 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 6 ) Βλ. σημείο 18 των παρουσών προτάσεων.

( 7 ) Βλ. συναφώς αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 1978, Simmenthal (106/77, EU:C:1978:49, σκέψεις 14 έως 15), της 19ης Ιουνίου 1990, Factortame κ.λπ. (C‑213/89, EU:C:1990:257, σκέψη 18), και της 8ης Σεπτεμβρίου 2010, Winner Wetten (C‑409/06, EU:C:2010:503, σκέψη 54).

( 8 ) Πρβλ. αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 1978, Simmenthal (106/77, EU:C:1978:49, σκέψεις 16 και 21), της 19ης Ιουνίου 1990, Factortame κ.λπ. (C‑213/89, EU:C:1990:257, σκέψη 19), και της 8ης Σεπτεμβρίου 2010, Winner Wetten (C‑409/06, EU:C:2010:503, σκέψη 55).

( 9 ) Πρβλ. αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 1978, Simmenthal (106/77, EU:C:1978:49, σκέψη 22), της 19ης Ιουνίου 1990, Factortame κ.λπ. (C‑213/89, EU:C:1990:257, σκέψη 20), και της 8ης Σεπτεμβρίου 2010, Winner Wetten (C‑409/06, EU:C:2010:503, σκέψη 56).

( 10 ) Βλ., μεταξύ πολλών άλλων, πρόσφατη απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2018, XC κ.λπ. (C‑234/17, EU:C:2018:853, σκέψεις 21 έως 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 11 ) Καθόσον το πρώτον διατυπώθηκε στην απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1976, Rewe-Zentralfinanz και Rewe-Zentral (33/76, EU:C:1976:188).

( 12 ) C‑89/17 (EU:C:2018:225, σημεία 99 έως 107).

( 13 ) Βλ., μεταξύ πολλών άλλων, αποφάσεις τις 29ης Νοεμβρίου 2018, Bank Tejarat κατά Συμβουλίου (C‑248/17 P, EU:C:2018:967, σκέψη 79), και της 31ης Ιανουαρίου 2019, Islamic Republic of Iran Shipping Lines κ.λπ. κατά Συμβουλίου (C‑225/17 P, EU:C:2019:82, σκέψη 62).

( 14 ) Πρβλ. αποφάσεις της 6ης Νοεμβρίου 2012, Otis κ.λπ. (C‑199/11, EU:C:2012:684, σκέψη 49), και της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Imtech Marine Belgium (C‑300/14, EU:C:2015:825, σκέψη 38).

( 15 ) Βλ., με περαιτέρω παραπομπές, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Banger (C‑89/17, EU:C:2018:225, σημείο 104).

( 16 ) Πρβλ. αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi (C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 102), και της 26ης Ιουλίου 2017, Sacko (C‑348/16, EU:C:2017:591, σκέψη 41).

( 17 ) Η νομική θεωρία έχει υποστηρίξει ότι σε βάθος χρόνου αναμένεται να υπάρξουν αλλαγές πορείας όσον αφορά την προσέγγιση της νομολογίας, η οποία θα παλινωδεί μεταξύ της άλλοτε εντονότερης και άλλοτε πιο διακριτικής παρέμβασης του Δικαστηρίου. Βλ., για παράδειγμα, Dougan, M., National Remedies Before the Court of Justice: Issues of Harmonisation and Differentiation, Hart Publishing, Οξφόρδη, 2004, σ. 227-233 ή Tridimas, T., The General Principles of EC Law, 2η εκδ., Oxford University Press, Οξφόρδη, 2006, σ. 420-422.

( 18 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 1ης Δεκεμβρίου 1995, Van Schijndel και Van Veen (C‑430/93 και C‑431/93, EU:C:1995:441), της 24ης Οκτωβρίου 1996, Kraaijeveld κ.λπ. (C‑72/95, EU:C:1996:404), και της 17ης Μαρτίου 2016, Bensada Benallal (C‑161/15, EU:C:2016:175).

( 19 ) Πρβλ. αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, Edis (C‑231/96, EU:C:1998:401, σκέψη 36), και της 1ης Δεκεμβρίου 1998, Levez (C‑326/96, EU:C:1998:577, σκέψη 42).

( 20 ) Αντιστοίχως, αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 1978, Simmenthal (106/77, EU:C:1978:49, σκέψεις 14 έως 15), της 9ης Νοεμβρίου 1983, San Giorgio (199/82, EU:C:1983:318), της 19ης Ιουνίου 1990, Factortame κ.λπ. (C‑213/89, EU:C:1990:257, σκέψη 18), της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Cartesio (C‑210/06, EU:C:2008:723), της 5ης Οκτωβρίου 2010, Elchinov (C‑173/09, EU:C:2010:581), και της 11ης Νοεμβρίου 2015, Klausner Holz Niedersachsen (C‑505/14, EU:C:2015:742).

( 21 ) Αντιστοίχως, αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 2009, Filipiak (C‑314/08, EU:C:2009:719), της 8ης Σεπτεμβρίου 2010, Winner Wetten (C‑409/06, EU:C:2010:503), της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutierrez Naranjo κ.λπ. (C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980), και της 28ης Ιουλίου 2016, Association France Nature Environment (C‑379/15, ECLI:EU:C:2016:603)

( 22 ) Αντιστοίχως, αποφάσεις της 2ας Δεκεμβρίου 1997, Fantask κ.λπ. (C‑188/95, EU:C:1997:580), της 22ας Ιουνίου 2010, Melki και Abdeli (C‑188/10 και C‑189/10, EU:C:2010:363), της 22ας Δεκεμβρίου 2010, DEB (C‑279/09, EU:C:2010:881), και της 8ης Νοεμβρίου 2016, Lesoochranárske zoskupenie VLK (C‑243/15, EU:C:2016:838).

( 23 ) Βλ., ειδικότερα, αποφάσεις της 5ης Δεκεμβρίου 2017, M.A.S. και M.B. (C‑42/17, EU:C:2017:936), της 17ης Ιανουαρίου 2019, Dzivev κ.λπ. (C‑310/16, EU:C:2019:30), και της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Deutsche Umwelthilfe (C‑752/18, EU:C:2019:1114).

( 24 ) Βλ. ιδίως Prechal, S., «Community Law in National Court: The Lessons from Van Schijndel»Common Market Law Review, τόμος 35, 1998, σ. 687.

( 25 ) Ενδεχομένως αναφέρεται επίσης ως «κανόνας της ελλόγου αιτίας», «αναλογικότητα» ή, απλώς, «εύλογη στάθμιση» των διακυβευόμενων συμφερόντων –βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. Jacobs στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις van Schijndel και van Veen (C‑430/93 και C‑431/93, EU:C:1995:185, σημείο 31), και προτάσεις του ίδιου γενικού εισαγγελέα στην υπόθεση Peterbroeck (C‑312/93, EU:C:1994:184, σημείο 40).

( 26 ) Βλ. ιδίως αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 1995, van Schijndel και van Veen (C‑430/93 και C‑431/93, EU:C:1995:441, σκέψη 19), και της 14ης Δεκεμβρίου 1995, Peterbroeck (C‑312/93, EU:C:1995:437, σκέψη 14). Πιο πρόσφατα, βλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, CRPNPAC και Vueling Airlines (C‑370/17 και C‑37/18, EU:C:2020:260, σκέψη 93).

( 27 ) Πρβλ., για παράδειγμα, απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2012, Dominguez (C‑282/10, EU:C:2012:33, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 28 ) Βλ., μεταξύ πολλών άλλων, αποφάσεις της 19 Ιανουαρίου 1982, Becker (8/81, EU:C:1982:7, σκέψη 25), και της 15ης Απριλίου 2008, Impact (C‑268/06, EU:C:2008:223, σκέψεις 56 έως 57).

( 29 ) Βλ. σημεία 22 και 23 των παρουσών προτάσεων.

( 30 ) Βλ., αναλυτικότερα και με περαιτέρω παραπομπές, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Klohn (C‑167/17, EU:C:2018:387, σημεία 36 έως 46).

( 31 ) Βλ., για παράδειγμα, τις πρόσφατες προτάσεις μου στην υπόθεση Fashion ID (C‑40/17, EU:C:2018:1039, σημεία 45 έως 48).

( 32 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) της 20ής Μαρτίου 2008, Budayeva κ.λπ. κατά Ρωσίας (CE:ECHR:2008:0320JUD001533902 § 191).

( 33 ) Βλ. σημεία 54 έως 62 των παρουσών προτάσεων.

( 34 ) Συμβούλιο της ΕΟΚ: Κανονισμός αριθ. 1, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος (ΕΕ ειδ. εκδ. 01/001, σ. 14), όπως τροποποιήθηκε στη συνέχεια.

( 35 ) Βλ. άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) 920/2005 του Συμβουλίου, για την τροποποίηση του κανονισμού αριθ. 1, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του κανονισμού αριθ. 1, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενεργείας και για τη θέσπιση προσωρινών μέτρων παρέκκλισης από τους ως άνω κανονισμούς (ΕΕ 2005, L 156, σ. 3), η ισχύς του οποίου παρατάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1257/2010 του Συμβουλίου, για την παράταση των προσωρινών μέτρων παρέκκλισης από τον κανονισμό αριθ. 1, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, και από τον κανονισμό αριθ. 1, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενεργείας, τα οποία εισήχθησαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 920/2005 (ΕΕ 2010, L 343, σ. 5). Γενικότερα, βλ. έκθεση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο σχετικά με την πρόοδο που έχουν επιτελέσει τα θεσμικά όργανα της Ένωσης όσον αφορά την εφαρμογή της σταδιακής μείωσης της παρέκκλισης για την ιρλανδική γλώσσα, COM(2019) 318 final.

( 36 ) Κανονισμός (ΕΚ) 930/2004 του Συμβουλίου, της 1ης Μαΐου 2004, σχετικά με τη λήψη προσωρινών μέτρων παρέκκλισης όσον αφορά τη σύνταξη στα μαλτέζικα των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2004, L 169, σ. 1).

( 37 ) Πρβλ. αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, Kik κατά ΓΕΕΑ (C‑361/01 P, EU:C:2003:434, σκέψεις 82 έως 94), της 12ης Μαΐου 2011, Polska Telefonia Cyfrowa (C‑410/09, EU:C:2011:294, σκέψη 38), και της 26ης Μαρτίου 2019, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑621/16 P, EU:C:2019:251, σκέψεις 89 έως 97). Βλ. επίσης, γενικότερα, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑621/16 P, EU:C:2018:611, σημεία 153 έως 179).

( 38 ) Δανείζομαι την έκφραση από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. Jacobs στην υπόθεση Kik κατά ΓΕΕΑ (C‑361/01 P, EU:C:2003:175, σημείο 50).

( 39 ) Χαρακτηριστικά παραδείγματα της τάσης αυτής παρέχουν οι αποφάσεις της 28ης Νοεμβρίου 1989, Groener (C‑379/87, EU:C:1989:599), της 24ης Νοεμβρίου 1998, Bickel και Franz (C‑274/96, EU:C:1998:563), της 6ης Ιουνίου 2000, Angonese (C‑281/98, EU:C:2000:296), και της 27ης Μαρτίου 2014, Ruffer (C‑322/13, EU:C:2014:189).

( 40 ) Απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2007 (C‑161/06, EU:C:2007:773). Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα παρέχει η απόφαση της 20ής Μαΐου 2003, Consorzio del Prosciutto di Parma και η Salumificio S. Rita (C‑108/01, EU:C:2003:296).

( 41 ) Βλ. επίσης απόφαση της 10ης Μαρτίου 2009, Heinrich (C‑345/06, EU:C:2009:140). Ωστόσο, βλ. (όχι στο πλαίσιο της μη εμπρόθεσμης μετάφρασης και δημοσίευσης της νομοθεσίας μετά από διεύρυνση της Ένωσης, αλλά όταν σκοπίμως, και πιθανώς εις το διηνεκές, η νομοθεσία παραμένει απόρρητη), τις πολύ πιο πειστικές προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση Heinrich (C‑345/06, EU:C:2008:212).

( 42 ) Απόφαση της 5ης Μαρτίου 2009 (C‑222/07, EU:C:2009:124).

( 43 ) Απόφαση της 12ης Μαΐου 2011 (C‑391/09, EU:C:2011:291).

( 44 ) Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 16ης Απριλίου 2013, Las (C‑202/11, EU:C:2013:239), και της 21ης Ιουνίου 2016, New Valmar (C‑15/15, EU:C:2016:464).

( 45 ) Συναφώς, βλ. αποφάσεις της 19ης Ιουνίου 1990, Factortame κ.λπ. (C‑213/89, EU:C:1990:257), της 13ης Μαρτίου 2007, Unibet (C‑432/05, EU:C:2007:163) και της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami (C‑583/11 P, σκέψεις 103 έως 104).

( 46 ) Βλ. σημείο 24 των παρουσών προτάσεων.

( 47 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 2ας Φεβρουαρίου 1986, Marshall (152/84, EU:C:1986:84, σκέψη 48), της 14ης Ιουλίου 1994, Faccini Dori (C‑91/92, EU:C:1994:292), και της 22ας Ιανουαρίου 2019, Cresco Investigation (C‑193/17, EU:C:2019:43, σκέψη 72).

( 48 ) Απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019 (C‑573/17, EU:C:2019:530, σκέψη 67).

( 49 ) Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχή αυτή απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου: πρβλ. αποφάσεις της 10ης Νοεμβρίου 2016, Poltorak (C‑452/16 PPU, EU:C:2016:858, σκέψη 35), και της 19ης Νοεμβρίου 2019, A.K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 124).

( 50 ) Πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 30ής Οκτωβρίου 1991, Vilvarajah κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:1991:1030JUD001316387 § 122).

( 51 ) Ανασκόπηση της συναφούς νομολογίας του ΕΔΔΑ επιχειρείται στις προτάσεις μου στην υπόθεση Torubarov (C‑556/17, EU:C:2019:339, σημεία 60 έως 62).

( 52 ) Συναφώς, βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Baczó και Vizsnyiczai (C‑567/13, EU:C:2015:88, σκέψη 51).

( 53 ) Συναφώς, βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2008, Σωτ. Λέλος και Σία κ.λπ. (C‑468/06 έως C‑478/06, EU:C:2008:504, σκέψη 75).

( 54 ) Βλ. σημείο 34 των παρουσών προτάσεων.

( 55 ) Βλ. σημεία 34 έως 36 των παρουσών προτάσεων.

( 56 ) Βλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2009, Filipiak (C‑314/08, EU:C:2009:719, σκέψεις 82 έως 83).

( 57 ) Πρβλ. απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2018, The Minister for Justice and Equality και Commissioner of the Garda Síochána (C‑378/17, EU:C:2018:979, σκέψεις 33 έως 34).

( 58 ) Συναφώς, θα ήθελα να επισημάνω ότι στο πλαίσιο αγωγών αποζημιώσεως που αφορούν εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι συμβολικές μορφές αποζημιώσεως ή η απλή διαπίστωση του παρανόμου στην απόφαση ενδέχεται να συνιστούν επαρκή ικανοποίηση για τους σκοπούς του άρθρου 340 ΣΛΕΕ: βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 1979, V. κατά Επιτροπής (18/78, EU:C:1979:154, σκέψη 19), της 9ης Ιουλίου 1981, Krecké κατά Επιτροπής (59/80 και 129/80, EU:C:1981:170, σκέψη 74), και της 9ης Ιουλίου 1987, Hochbaum και Rawes κατά Επιτροπής (44/85, 77/85, 294/85 και 295/85, EU:C:1987:348, σκέψη 22). Η πρακτική αυτή φαίνεται να συνάδει με τη νομολογία του ΕΔΔΑ: βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 23 Νοεμβρίου 1976, Engel κ.λπ. κατά Κάτω Χωρών (CE:ECHR:1976:1123JUD000510071 §§ 10 έως 11), της 17ης Οκτωβρίου 2002, Agga κατά Ελλάδας (CE:ECHR:2002:1017JUD005077699 §§ 65 έως 66), και της 30ής Νοεμβρίου 2004, Vaney κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2004:1130JUD005394600 §§ 55 έως 57).

( 59 ) Βλ. αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 1991, Francovich κ.λπ. (C‑6/90 και C‑9/90, EU:C:1991:428), και της 5ης Μαρτίου 1996, Brasserie du pêcheur και Factortame (C‑46/93 και C‑48/93, EU:C:1996:79).