ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)
της 21ης Δεκεμβρίου 2021 ( *1 )
«Αίτηση αναιρέσεως – Οικονομική και νομισματική ένωση – Τραπεζική ένωση – Ανάκαμψη και εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) – Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ) – Διαδικασία εξυγίανσης εφαρμοστέα σε περίπτωση που οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης – Πρόβλεψη καθεστώτος εξυγίανσης για την Banco Popular Español SA – Εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων – Απομείωση και μετατροπή σχετικών κεφαλαιακών μέσων – Κανονισμός (ΕΕ) 806/2014 – Άρθρο 20 – Έννοια της “οριστικής αποτίμησης” – Συνέπειες – Άρνηση διενέργειας ή μη διενέργεια εκ των υστέρων οριστικής αποτίμησης – Ένδικα μέσα ή βοηθήματα – Προσφυγή ακυρώσεως»
Στην υπόθεση C‑934/19 P,
με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 2019,
Algebris (UK) Ltd, με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο),
Anchorage Capital Group LLC, με έδρα τη Νέα Υόρκη (Ηνωμένες Πολιτείες),
εκπροσωπούμενες από τους T. Soames, avocat, R. East, solicitor, N. Chesaites, advocaat, και την D. Mackersie, barrister,
αναιρεσείουσες,
όπου ο έτερος διάδικος είναι:
Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ), εκπροσωπούμενο από τις J. King και L. Pogarcic Mataija, καθώς και την E. Muratori, επικουρούμενες από τους H.‑G. Kamann και L. Hesse, Rechstanwälte, και από τον F. Louis, avocat,
καθού πρωτοδίκως,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από την A. Prechal, πρόεδρο του δευτέρου τμήματος, προεδρεύουσα του τρίτου τμήματος, και τους J. Passer, F. Biltgen, L. S. Rossi και N. Wahl (εισηγητή), δικαστές,
γενική εισαγγελέας: J. Kokott
γραμματέας: Α. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 8ης Ιουλίου 2021,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
|
1 |
Με την αίτησή τους αναιρέσεως, η Algebris (UK) Ltd και η Anchorage Capital Group LLC ζητούν την αναίρεση της διατάξεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 10 Οκτωβρίου 2019, Algebris (UK) και Anchorage Capital Group κατά ΕΣΕ (T‑2/19, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, EU:T:2019:741), με την οποία το τελευταίο απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή τους με την οποία ζητούσαν την ακύρωση της προβαλλόμενης αρνήσεως του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) να προβεί σε εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση της Banco Popular Español SA (στο εξής: Banco Popular), απόφαση την οποία οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι πληροφορήθηκαν με έγγραφο της 18ης Δεκεμβρίου 2018. |
Το νομικό πλαίσιο
|
2 |
Η αιτιολογική σκέψη 64 του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 225, σ. 1), έχει ως εξής: «Είναι σημαντικό να αναγνωρίζονται οι ζημίες κατά την πτώχευση της οντότητας. Η αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων των προβληματικών οντοτήτων θα πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικές, συνετές και εύλογες παραδοχές κατά τη στιγμή που εφαρμόζονται τα εργαλεία εξυγίανσης. Η αξία των υποχρεώσεων στο πλαίσιο της αποτίμησης δεν πρέπει ωστόσο να επηρεάζεται από τη χρηματοοικονομική κατάσταση της οντότητας. Θα πρέπει να είναι δυνατόν, για λόγους επείγοντος χαρακτήρα, να προβαίνει το Συμβούλιο Εξυγίανσης σε ταχεία αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων ή των υποχρεώσεων μιας οντότητας που βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης. Η αποτίμηση αυτή θα πρέπει να είναι προσωρινή και να ισχύει μέχρις να γίνει ανεξάρτητη αποτίμηση.» |
|
3 |
Το άρθρο 20 του κανονισμού 806/2014, με τίτλο «Αποτίμηση για τους σκοπούς της εξυγίανσης», προβλέπει τα εξής: «1. Προτού αποφασίσει να αναλάβει δράση εξυγίανσης ή να ασκήσει την εξουσία απομείωσης ή μετατροπής σχετικών κεφαλαιακών μέσων, το Συμβούλιο Εξυγίανσης διασφαλίζει τη διενέργεια δίκαιης, συνετής και ρεαλιστικής αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων οντότητας του άρθρου 2 από πρόσωπο ανεξάρτητο από κάθε δημόσια αρχή, συμπεριλαμβανομένου του Συμβουλίου Εξυγίανσης και της εθνικής αρχής εξυγίανσης, και από την ενδιαφερόμενη οντότητα. 2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 15, εφόσον πληρούνται όλες οι απαιτήσεις των παραγράφων 1 και 4 έως 9, η αποτίμηση θεωρείται οριστική. 3. Εάν δεν είναι εφικτή η ανεξάρτητη αποτίμηση σύμφωνα με την παράγραφο 1, το Συμβούλιο Εξυγίανσης δύναται να διενεργήσει προσωρινή αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων της οντότητας του άρθρου 2 σύμφωνα με την παράγραφο 10 του παρόντος άρθρου. 4. Στόχος της αποτίμησης είναι η εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων της οντότητας του άρθρου 2 η οποία πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης των άρθρων 16 και 18. 5. Οι σκοποί της αποτίμησης είναι:
[…]
6. Με την επιφύλαξη του πλαισίου της [Ευρωπαϊκής] Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, κατά περίπτωση, η αποτίμηση βασίζεται σε συνετές παραδοχές, μεταξύ άλλων ως προς τα ποσοστά αθέτησης υποχρεώσεων και τη σοβαρότητα των ζημιών. Η αποτίμηση δεν θεωρεί δεδομένη την ενδεχόμενη μελλοντική χορήγηση έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης, επείγουσας στήριξης της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα ή οιασδήποτε στήριξης της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα που παρέχεται υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου προς την οντότητα του άρθρου 2, από τη στιγμή κατά την οποία αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης ή ασκείται εξουσία απομείωσης ή μετατροπής σχετικών κεφαλαιακών μέσων. […] […] 7. Η αποτίμηση συμπληρώνεται με τις ακόλουθες πληροφορίες, όπως εμφανίζονται στα λογιστικά βιβλία και αρχεία της οντότητας του άρθρου 2:
[…] 9. Στην αποτίμηση αναφέρεται η κατάταξη των πιστωτών σε τάξεις σύμφωνα με τη σειρά προτεραιότητας των απαιτήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 17 και εκτίμηση της μεταχείρισης που θα μπορούσε να αναμένεται για κάθε τάξη μετόχων και πιστωτών σε περίπτωση εκκαθάρισης οντότητας του άρθρου 2 σύμφωνα με τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Η εκτίμηση αυτή δεν θίγει την εφαρμογή της αρχής περί μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών του άρθρου 15 παράγραφος 1 στοιχείο ζ). 10. Σε περίπτωση που, λόγω των έκτακτων περιστάσεων της περίπτωσης, είτε δεν είναι δυνατή η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των παραγράφων 7 και 9 ή όταν εφαρμόζεται η παράγραφος 3, πραγματοποιείται προσωρινή αποτίμηση. Η προσωρινή αποτίμηση πληροί τις απαιτήσεις της παραγράφου 4 και, στο βαθμό που το επιτρέπουν οι περιστάσεις, τις απαιτήσεις των παραγράφων 1, 7 και 9. Η αναφερόμενη στο πρώτο εδάφιο προσωρινή αποτίμηση περιλαμβάνει πρόβλεψη για πρόσθετες ζημίες, με τη δέουσα αιτιολόγηση. 11. Αποτίμηση που δεν συμμορφώνεται με όλες τις απαιτήσεις των παραγράφων 1 και 4 έως 9 θεωρείται προσωρινή έως ότου διενεργηθεί από ανεξάρτητο πρόσωπο, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, αποτίμηση η οποία συμμορφώνεται πλήρως με όλες τις απαιτήσεις που προβλέπονται στις εν λόγω παραγράφους. Η εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση διενεργείται το συντομότερο δυνατόν. Μπορεί να διενεργείται χωριστά από την αποτίμηση που αναφέρεται στις παραγράφους 16, 17 και 18, ή ταυτόχρονα με εκείνη και από το ίδιο ανεξάρτητο πρόσωπο, αλλά είναι διαφορετική από την αποτίμηση που διενεργείται βάσει των παραγράφων 16 έως 18. Οι σκοποί της εκ των υστέρων οριστικής αποτίμησης είναι:
12. Σε περίπτωση που η εκ των υστέρων εκτίμηση της καθαρής αξίας των περιουσιακών στοιχείων της οντότητας τ[ου άρθρου 2] είναι υψηλότερη από την εκτίμηση της καθαρής αξίας των περιουσιακών στοιχείων της εν λόγω οντότητας βάσει της προσωρινής αποτίμησης, το Συμβούλιο Εξυγίανσης δύναται να ζητήσει από την εθνική αρχή εξυγίανσης:
13. Παρά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, η προσωρινή αποτίμηση που διενεργείται σύμφωνα με τις παραγράφους 10 και 11 αποτελεί έγκυρη βάση προκειμένου το Συμβούλιο Εξυγίανσης να λάβει απόφαση για την ανάληψη δράσεων εξυγίανσης, μεταξύ άλλων συνιστώντας στις εθνικές αρχές εξυγίανσης να αναλάβουν τον έλεγχο προβληματικού ιδρύματος, ή για την άσκηση εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σχετικών κεφαλαιακών μέσων. 14. Το Συμβούλιο Εξυγίανσης καθορίζει και διατηρεί ρυθμίσεις ώστε να διασφαλίζεται ότι η εκτίμηση της εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 27 και η αποτίμηση που αναφέρεται στις παραγράφους 1 έως 15 του παρόντος άρθρου βασίζονται σε όσο το δυνατόν πιο πρόσφατες και πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις του ιδρύματος υπό εξυγίανση. 15. Η αποτίμηση είναι αναπόσπαστο μέρος της απόφασης για την εφαρμογή εργαλείου εξυγίανσης ή την άσκηση εξουσίας εξυγίανσης ή της απόφασης για την άσκηση εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων. Η ίδια η αποτίμηση δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο χωριστής προσφυγής αλλά μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής μαζί με την απόφαση του Συμβουλίου Εξυγίανσης. 16. Προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον οι μέτοχοι και οι πιστωτές θα είχαν τύχει καλύτερης μεταχείρισης εάν το υπό εξυγίανση ίδρυμα είχε τεθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας, το Συμβούλιο Εξυγίανσης μεριμνά για τη διενέργεια αποτίμησης από ανεξάρτητο πρόσωπο, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, όσο το δυνατόν συντομότερα μετά την υλοποίηση της δράσης ή των δράσεων εξυγίανσης. Η αποτίμηση αυτή είναι άλλη από εκείνη που διενεργείται βάσει των παραγράφων 1 έως 15. 17. Η αποτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 16 προσδιορίζει:
[…]» |
Το ιστορικό της διαφοράς
|
4 |
Το ιστορικό της διαφοράς εκτέθηκε από το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 1 έως 20 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως και μπορεί να συνοψισθεί, για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας, ως ακολούθως. |
|
5 |
Οι αναιρεσείουσες, ήτοι η Algebris UK και η Anchorage Capital Group, διαχειρίζονται οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων οι οποίοι είχαν στην κατοχή τους διάφορους τύπους κεφαλαιακών μέσων της Banco Popular όταν προβλέφθηκε για αυτήν καθεστώς εξυγίανσης δυνάμει του κανονισμού 806/2014. |
|
6 |
Προκειμένου να εκδοθεί απόφαση περί εξυγίανσης, διενεργήθηκε αποτίμηση της Banco Popular κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20 του κανονισμού 806/2014. Προς τον σκοπό αυτόν, συντάχθηκαν καταρχάς δύο εκθέσεις. |
|
7 |
Η πρώτη έκθεση (στο εξής: πρώτη έκθεση αποτίμησης), με ημερομηνία 5 Ιουνίου 2017, συντάχθηκε από το ΕΣΕ κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, του ως άνω κανονισμού και είχε ως σκοπό να παράσχει τα στοιχεία βάσει των οποίων θα μπορούσε να διαπιστωθεί αν πληρούνταν οι προϋποθέσεις κινήσεως διαδικασίας εξυγίανσης, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, του οικείου κανονισμού. |
|
8 |
Η δεύτερη έκθεση (στο εξής: δεύτερη έκθεση αποτίμησης), με ημερομηνία 6 Ιουνίου 2017, συντάχθηκε από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20, παράγραφος 10, του κανονισμού 806/2014. Η εν λόγω αποτίμηση είχε ως σκοπό την εκτίμηση της αξίας του ενεργητικού και του παθητικού της Banco Popular, τη διατύπωση εκτιμήσεως σχετικά με τη μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι μέτοχοι και οι πιστωτές αν η Banco Popular είχε τεθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας, καθώς και την παροχή των στοιχείων βάσει των οποίων θα μπορούσε να ληφθεί απόφαση σχετικά με τις προς μεταβίβαση μετοχές και τους τίτλους κυριότητας και να παρασχεθεί στο ΕΣΕ η δυνατότητα να καθορίσει το περιεχόμενο των εμπορικών όρων για τους σκοπούς του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων. |
|
9 |
Στις 7 Ιουνίου 2017 το ΕΣΕ εξέδωσε την απόφαση SRB/EES/2017/08, περί καθεστώτος εξυγίανσης για την Banco Popular (στο εξής: απόφαση περί εξυγίανσης). Την ίδια ημέρα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση (ΕΕ) 2017/1246, για την αποδοχή του καθεστώτος εξυγίανσης για την Banco Popular Español SA (ΕΕ 2017, L 178, σ. 15). Επίσης την ίδια ημέρα το Fondo de Reestructuración Ordenada Bancaria (ταμείο για την ομαλή αναδιάρθρωση του τραπεζικού κλάδου, στο εξής: ταμείο αναδιάρθρωσης) έλαβε τα αναγκαία μέτρα για την υλοποίηση της απόφασης περί εξυγίανσης. |
|
10 |
Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της απόφασης περί εξυγίανσης προβλέπει τα εξής: «Το εργαλείο εξυγίανσης που θα εφαρμοστεί στην Banco Popular θα συνίσταται σε πώληση δραστηριοτήτων δυνάμει του άρθρου 24 του κανονισμού 806/2014 μέσω μεταβιβάσεως των μετοχών σε αγοραστή. Η απομείωση και η μετατροπή των σχετικών κεφαλαιακών μέσων θα γίνουν αμέσως πριν από την εφαρμογή του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων.» |
|
11 |
Το άρθρο 6 της απόφασης περί εξυγίανσης, το οποίο αφορά την απομείωση των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων, περιλαμβάνει την παράγραφο 1, σύμφωνα με την οποία το ΕΣΕ αποφασίζει, κατ’ ουσίαν, τα εξής:
|
|
12 |
Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, της απόφασης περί εξυγίανσης, τα μέτρα αυτά απομείωσης και μετατροπής στηρίζονται στη δεύτερη έκθεση αποτίμησης, που επιβεβαιώνεται από τα αποτελέσματα διαφανούς και ανοικτής διαδικασίας πωλήσεως που διενήργησε το ταμείο αναδιάρθρωσης. |
|
13 |
Επίσης, με το άρθρο 6, παράγραφος 5, της απόφασης περί εξυγίανσης, το ΕΣΕ διέταξε να μεταβιβαστούν οι «νέες μετοχές ΙΙ» στην Banco Santander, SA, ελεύθερες και απαλλαγμένες από οποιοδήποτε δικαίωμα ή προνόμιο τρίτου, έναντι καταβολής τιμήματος αγοράς ύψους 1 ευρώ, με τη διευκρίνιση ότι ο αγοραστής είχε ήδη συναινέσει στη μεταβίβαση. |
|
14 |
Στις 17 Αυγούστου 2017 οι αναιρεσείουσες άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου την υπ’ αριθ. T‑570/17 προσφυγή, ζητώντας την ακύρωση της απόφασης περί εξυγίανσης. Την ίδια ημέρα άσκησαν και την υπ’ αριθ. T‑575/17 προσφυγή, ζητώντας την ακύρωση της απόφασης 2017/1246. |
|
15 |
Στις 14 Ιουνίου 2018 το ΕΣΕ παρέλαβε την τελική έκθεση του ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα για την αποτίμηση, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφοι 16 και 17, του κανονισμού 806/2014 και η οποία αποσκοπεί στο να διαπιστωθεί κατά πόσον οι μέτοχοι και οι πιστωτές που θίγονται από την απόφαση περί εξυγίανσης της Banco Popular θα είχαν τύχει καλύτερης μεταχείρισης εάν το εν λόγω ίδρυμα είχε τεθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας (στο εξής: τρίτη έκθεση αποτίμησης). |
|
16 |
Στις 2 Αυγούστου 2018 το ΕΣΕ απηύθυνε επιστολή στον ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Κατόπιν ενδελεχούς εξέτασης του νομικού πλαισίου, το ΕΣΕ εκτιμά, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της εξυγίανσης της Banco Popular, ότι δεν είναι αναγκαία η διενέργεια της προβλεπόμενης στο άρθρο 20, παράγραφος 11, του κανονισμού 806/2014 εκ των υστέρων οριστικής αποτίμησης, ιδίως καθόσον η διενέργεια τέτοιας αποτίμησης δεν μπορεί να ασκήσει επιρροή στην πώληση της Banco Popular στην Banco Santander, η οποία καθόρισε την αγοραία τιμή της Banco Popular ως οντότητας στο πλαίσιο μιας ανοιχτής, δίκαιης και διαφανούς διαδικασίας.» |
|
17 |
Στις 7 Αυγούστου 2018 το ΕΣΕ δημοσίευσε ανακοίνωση σχετικά με την «κοινοποίηση […] της 2ας Αυγούστου 2018 σχετικά με την προκαταρκτική απόφαση για το αν πρέπει να χορηγηθεί αποζημίωση στους μετόχους και τους πιστωτές σε σχέση με τις δράσεις εξυγίανσης που έχουν πραγματοποιηθεί για την Banco Popular […] και την έναρξη της διαδικασίας ακρόασης (SRB/EES/2018/132)» (ΕΕ 2018, C 277 I, σ. 1), συνοδευόμενη από την τρίτη έκθεση αποτίμησης. Στην εν λόγω κοινοποίηση το ΕΣΕ επισήμανε τα εξής: «Από την [τρίτη] έκθεση αποτίμησης προκύπτει ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ της πραγματικής μεταχείρισης των θιγόμενων μετόχων και πιστωτών και της μεταχείρισης της οποίας θα ετύγχαναν εάν το ίδρυμα είχε υπαχθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας κατά την ημερομηνία της εξυγίανσης. Με βάση τα ανωτέρω, το ΕΣΕ, στην κοινοποίηση, αποφασίζει προκαταρκτικά ότι δεν υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση στους θιγόμενους μετόχους και πιστωτές […] Για να είναι το ΕΣΕ σε θέση να λάβει την τελική του απόφαση για το κατά πόσον πρέπει να χορηγηθεί αποζημίωση, καλεί με την παρούσα κοινοποίηση τους μετόχους και τους πιστωτές να εκφράσουν το ενδιαφέρον τους για την άσκηση του δικαιώματος ακρόασης σχετικά με την προαναφερόμενη προκαταρκτική απόφαση του ΕΣΕ, μέσω της διαδικασίας διαβούλευσης […]». |
|
18 |
Στις 28 Σεπτεμβρίου 2018, κατόπιν συγχωνεύσεως με απορρόφηση, η Banco Santander διαδέχθηκε ως καθολικός διάδοχος την Banco Popular. Σε αυτό το πλαίσιο, το ταμείο αναδιάρθρωσης συναίνεσε στη μεταβίβαση στην Banco Santander των νέων μετοχών της Banco Popular που προέρχονταν από τη μετατροπή των κεφαλαιακών μέσων κατηγορίας 2. |
|
19 |
Με έγγραφο της 3ης Οκτωβρίου 2018 προς το ΕΣΕ, οι αναιρεσείουσες επισήμαναν ότι η πρώτη και η δεύτερη έκθεση αποτίμησης ήταν προσωρινές και υπενθύμισαν ότι, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 11, του κανονισμού 806/2014, «η εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση διενεργείται το συντομότερο δυνατόν». Περαιτέρω, σημείωσαν ότι το ΕΣΕ δεν είχε ανακοινώσει πότε θα ήταν διαθέσιμες οι εν λόγω εκθέσεις στην τελική τους μορφή και ότι είχαν πληροφορηθεί μέσω του ισπανικού Τύπου ότι, σε επιστολή που είχε αποστείλει προς το Γενικό Δικαστήριο, το ΕΣΕ ανέφερε ότι δεν θα διενεργούνταν εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση της Banco Popular. Οι αναιρεσείουσες ζήτησαν από το ΕΣΕ, πρώτον, να επιβεβαιώσει την εν λόγω πληροφορία, δεύτερον, να δημοσιοποιήσει ή να τους διαβιβάσει αντίγραφο της εν λόγω επιστολής και, τρίτον, να τους γνωστοποιήσει την αιτιολογία της αποφάσεώς του να μην προβεί σε εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση. |
|
20 |
Στις 16 Οκτωβρίου 2018 το ΕΣΕ δημοσίευσε στον ιστότοπό του την προαναφερθείσα στη σκέψη 16 της παρούσας απόφασης επιστολή της 2ας Αυγούστου 2018. |
|
21 |
Με έγγραφο της 25ης Οκτωβρίου 2018, το Συμβούλιο απάντησε στο από 3 Οκτωβρίου 2018 έγγραφο των αναιρεσειουσών. Πρώτον, επισήμανε ότι δεν ήταν σε θέση να σχολιάσει, να δημοσιεύσει ή να αποκαλύψει πληροφορία περιλαμβανόμενη σε έγγραφο το οποίο είχε διαβιβαστεί στο Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο εκκρεμούσας διαδικασίας. Δεύτερον, αναφορικά με το αίτημα των αναιρεσειουσών περί γνωστοποίησης της αιτιολογίας της απόφασης του ΕΣΕ να μην προβεί σε εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση, το ΕΣΕ τις ενημέρωσε σχετικά με τη δημοσίευση στον ιστότοπό του της επιστολής που είχε απευθύνει στις 2 Αυγούστου 2018 στον ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα. |
|
22 |
Με έγγραφο της 16ης Νοεμβρίου 2018 προς το ΕΣΕ, οι αναιρεσείουσες υπενθύμισαν το περιεχόμενο του από 3 Οκτωβρίου 2018 εγγράφου τους. Επίσης, αμφισβήτησαν το περιεχόμενο της απαντήσεως που τους είχε δοθεί στις 25 Οκτωβρίου 2018, ιδίως όσον αφορά την επίκληση της υπάρξεως εκκρεμούσας διαδικασίας προς δικαιολόγηση της μη γνωστοποίησης της επιστολής που απεστάλη στο Γενικό Δικαστήριο ή του περιεχομένου της, κατά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, και όσον αφορά τη μνεία του ΕΣΕ στο περιεχόμενο της επιστολής της 2ας Αυγούστου 2018. Οι αναιρεσείουσες σημείωσαν ότι, ενώ το ΕΣΕ είχε αρνηθεί να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει ρητώς ότι είχε αποφασίσει να μη συντάξει εκ των υστέρων οριστική έκδοση της πρώτης και της δεύτερης έκθεσης αποτίμησης, οι ίδιες θεωρούσαν την προαναφερθείσα επιστολή της 2ας Αυγούστου 2018 ως περαιτέρω επιβεβαίωση του ότι το ΕΣΕ είχε αποφασίσει να μην το πράξει. Προσέθεσαν ότι, εάν αυτό αλήθευε, ετίθετο ζήτημα παραβάσεως του άρθρου 20, παράγραφος 11, του κανονισμού 806/2014. Επίσης, τόνισαν ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι η προαναφερθείσα επιστολή είχε «δημοσιευθεί» στον ιστότοπο του ΕΣΕ, καθόσον μπόρεσαν να αποκτήσουν πρόσβαση σε αυτήν μόνον όταν χρησιμοποίησαν τον όρο αναζήτησης «Deloitte». Κατέληγαν δε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω επιστολή δεν εκπλήρωνε την υποχρέωση αιτιολογήσεως. Κατόπιν τούτου, οι αναιρεσείουσες ζήτησαν από το ΕΣΕ να τους επιβεβαιώσει ρητώς ότι είχε λάβει την απόφαση να μη συντάξει εκ των υστέρων οριστική έκδοση των ως άνω εκθέσεων αποτίμησης και, εν τοιαύτη περιπτώσει, να τους χορηγήσει αντίγραφο της απόφασης αυτής. |
|
23 |
Με έγγραφο της 18ης Δεκεμβρίου 2018, το ΕΣΕ απάντησε στο από 16 Νοεμβρίου 2018 έγγραφο των αναιρεσειουσών. Υπενθύμισε τις από 3 Οκτωβρίου 2018 αιτήσεις τους και την απάντηση που περιλαμβανόταν στο από 25 Οκτωβρίου 2018 έγγραφό του. Επισήμανε ότι στο από 16 Νοεμβρίου 2018 έγγραφό τους οι αναιρεσείουσες είχαν επαναλάβει το αίτημά τους να τους επιβεβαιώσει το ΕΣΕ ότι είχε λάβει την απόφαση να μη συντάξει εκ των υστέρων οριστική έκδοση της πρώτης και της δεύτερης έκθεσης αποτίμησης. Τέλος, υπενθύμισε ότι το από 25 Οκτωβρίου 2018 έγγραφό του περιελάμβανε σαφώς τη θέση του επ’ αυτού του ζητήματος και παρέπεμπε στο έγγραφο προς τον ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα, στο οποίο εξετίθεντο οι λόγοι για τους οποίους δεν θα γινόταν εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση. |
|
24 |
Το ΕΣΕ επισήμανε ότι με το από 25 Οκτωβρίου 2018 έγγραφο είχε συμμορφωθεί στην υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει δυνάμει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, καθόσον έκανε μνεία του εγγράφου που είχε απευθύνει στον ως άνω εμπειρογνώμονα, το οποίο περιελάμβανε καθεαυτό την αιτιολογία της αποφάσεώς του να μην προβεί σε εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση. Το ΕΣΕ επισήμανε ότι οι αναιρεσείουσες μπορεί να μη συμφωνούσαν με την εν λόγω αιτιολογία, πλην όμως αυτό δεν σήμαινε ότι το έγγραφό του δεν ήταν αιτιολογημένο. Τέλος, αμφισβήτησε τους ισχυρισμούς των αναιρεσειουσών κατά τους οποίους το έγγραφο που είχε απευθυνθεί στον ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα δεν είχε δημοσιευθεί στον ιστότοπο του ΕΣΕ. |
Η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη
|
25 |
Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Ιανουαρίου 2019, οι αναιρεσείουσες άσκησαν προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της «αποφάσεως του ΕΣΕ, η οποία κοινοποιήθηκε με το πρώτο έγγραφο της 18ης Δεκεμβρίου 2018, να μην προβεί σε εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση της Banco Popular». |
|
26 |
Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη με το σκεπτικό ότι οι αναιρεσείουσες δεν νομιμοποιούνταν ενεργητικώς, δεδομένου ότι δεν τις αφορούσε άμεσα η απόφαση του ΕΣΕ να μην προβεί σε εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση της Banco Popular, καθόσον η απόφαση αυτή δεν παρήγε έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τη νομική τους κατάσταση. |
|
27 |
Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, καταρχάς, ότι, λαμβανομένης υπόψη της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε το ΕΣΕ, η οποία αντλούνταν από έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως των αναιρεσειουσών, έπρεπε να εξεταστεί εν πρώτοις αν η νομική κατάσταση των αναιρεσειουσών επηρεαζόταν από την απόφαση του ΕΣΕ να μην προβεί σε εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση της Banco Popular και από την ενδεχόμενη αποζημίωση που θα προέκυπτε από την απόφαση αυτή. |
|
28 |
Αφού εξέθεσε το περιεχόμενο του άρθρου 20, παράγραφοι 11 και 12, του κανονισμού 806/2014, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση είχε δύο σκοπούς. Επισήμανε ότι οι αναιρεσείουσες δεν υποστήριζαν ότι είχε εφαρμογή εν προκειμένω ο πρώτος σκοπός του άρθρου 20, παράγραφος 11, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 806/2014, ο οποίος συνίσταται στο να διασφαλιστεί ότι οποιεσδήποτε ζημίες στα περιουσιακά στοιχεία της οντότητας του άρθρου 2 αναγνωρίζονται πλήρως στα λογιστικά βιβλία της εν λόγω οντότητας. |
|
29 |
Το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, κατ’ εφαρμογήν της απόφασης περί εξυγίανσης, μετά την άσκηση της εξουσίας απομειώσεως και μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων της Banco Popular, όλες οι μετοχές της τελευταίας είχαν μεταβιβαστεί στην Banco Santander κατ’ εφαρμογήν του εργαλείου πωλήσεως των δραστηριοτήτων της. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι στην Banco Santander εναπέκειτο να βεβαιωθεί ότι κάθε ενδεχόμενη ζημία θα αναγνωριζόταν στα λογιστικά βιβλία, κατά την ενοποίηση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού της Banco Popular. |
|
30 |
Όσον αφορά τον δεύτερο σκοπό, ο οποίος μνημονεύεται στο άρθρο 20, παράγραφος 11, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 806/2014, ο οποίος συνίσταται στο να επιτραπεί η λήψη εμπεριστατωμένης απόφασης σχετικά με επανεγγραφή απαιτήσεων των πιστωτών ή αύξησης της αξίας του καταβληθέντος ανταλλάγματος, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 20, παράγραφος 12, του οικείου κανονισμού, κατά το οποίο, σε περίπτωση που η εκ των υστέρων εκτίμηση της καθαρής αξίας των περιουσιακών στοιχείων της οντότητας είναι υψηλότερη από την εκτίμηση της καθαρής αξίας των περιουσιακών στοιχείων της εν λόγω οντότητας βάσει της προσωρινής αποτίμησης, το ΕΣΕ δύναται να ζητήσει από την εθνική αρχή εξυγίανσης είτε να αυξήσει την αξία των απαιτήσεων των πιστωτών ή των κατόχων των σχετικών κεφαλαιακών μέσων που έχουν απομειωθεί στο πλαίσιο του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα είτε να δώσει εντολή σε μεταβατικό ίδρυμα ή φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων να καταβάλει πρόσθετο αντίτιμο για τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις προς το υπό εξυγίανση ίδρυμα. |
|
31 |
Δεδομένου ότι η τελευταία αυτή διάταξη αναφέρει ρητώς τις περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να χορηγηθεί αποζημίωση, μέσω αυξήσεως της αξίας των απαιτήσεων ή καταβολής πρόσθετου ανταλλάγματος, κατόπιν εκ των υστέρων οριστικής αποτιμήσεως, ήτοι μόνον όταν το καθεστώς εξυγιάνσεως που εφαρμόζεται για την οντότητα είναι είτε το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα που προβλέπεται στο άρθρο 27 του κανονισμού 806/2014, είτε το εργαλείο του μεταβατικού ιδρύματος που μνημονεύεται στο άρθρο 25 του κανονισμού αυτού, είτε ο φορέας διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων που μνημονεύεται στο άρθρο 26 του εν λόγω κανονισμού, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι τα εν λόγω εργαλεία εξυγίανσης δεν είχαν εφαρμοστεί εν προκειμένω, δεδομένου ότι το καθεστώς εξυγίανσης που εφαρμόστηκε για την Banco Popular ήταν το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων που προβλέπεται στο άρθρο 24 του κανονισμού 806/2014, και ότι η εφαρμογή του εν λόγω εργαλείου είχε οδηγήσει στην πώληση του συνόλου της Banco Popular στην Banco Santander. |
|
32 |
Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων που εφαρμόστηκε στην Banco Popular δεν περιλαμβανόταν στις περιπτώσεις του άρθρου 20, παράγραφος 12, του κανονισμού 806/2014, στις οποίες μπορούσε να καταβληθεί αποζημίωση κατόπιν εκ των υστέρων οριστικής αποτίμησης και, επιπλέον, ότι η διάταξη αυτή δεν επέτρεπε την αποζημίωση των πρώην μετόχων και πιστωτών οντότητας της οποίας τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα είχαν πλήρως μετατραπεί, απομειωθεί και μεταβιβαστεί σε τρίτο. |
|
33 |
Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα των αναιρεσειουσών κατά το οποίο η εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση μπορούσε να επηρεάσει την κατάσταση των κεφαλαίων που αυτές εκπροσωπούν καθόσον θα είχε ως συνέπεια να αποκλειστεί ο έλεγχος της επανεγγραφής των πρόσθετων ίδιων κεφαλαιακών τους μέσων της κατηγορίας 1 και των ίδιων κεφαλαιακών τους μέσων της κατηγορίας 2 ή μια αύξηση του αντιτίμου που καταβλήθηκε από την Banco Santander. |
|
34 |
Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, με αυτό το επιχείρημα, οι αναιρεσείουσες υποστήριζαν, κατ’ ουσίαν, ότι, αν πραγματοποιούνταν εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση της Banco Popular, θα μπορούσαν να αξιώσουν την επανεγγραφή των απαιτήσεών τους ή την αύξηση του αντιτίμου που καταβλήθηκε από την Banco Santander και επισήμανε ότι το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθούσε, διότι, στο πλαίσιο της εξυγίανσης της Banco Popular, τα πρόσθετα ίδια κεφαλαιακά μέσα της κατηγορίας 1 είχαν μετατραπεί σε μετοχές, απομειωθεί και ακυρωθεί πλήρως και τα ίδια κεφαλαιακά μέσα της κατηγορίας 2 είχαν μετατραπεί σε μετοχές, απομειωθεί και μεταβιβασθεί πλήρως στην Banco Santander. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι πρώην μέτοχοι της Banco Popular είχαν πάψει να είναι μέτοχοι λόγω της έκδοσης της απόφασης περί εξυγίανσης. |
|
35 |
Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, κατόπιν της άσκησης της εξουσίας απομειώσεως και μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων της Banco Popular, και εν συνεχεία της μεταβίβασης του συνόλου των μετοχών που προέκυψαν εξ αυτών των πράξεων στην Banco Santander, οι αναιρεσείουσες δεν είχαν πλέον στην κατοχή τους ίδια κεφαλαιακά μέσα για τα οποία θα μπορούσαν να αποζημιωθούν δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 12, του κανονισμού 806/2014 και ότι οι αναιρεσείουσες δεν μπορούσαν, ως εκ τούτου, να ισχυριστούν ότι επηρεάζονταν άμεσα από την απόφαση του ΕΣΕ να μην προβεί σε εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση της Banco Popular, καθόσον δεν επρόκειτο να λάβουν οποιαδήποτε αποζημίωση δυνάμει της διάταξης αυτής. Κατόπιν των ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του ΕΣΕ να μην προβεί σε εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση της Banco Popular δεν παρήγε δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τη νομική κατάσταση των αναιρεσειουσών. |
|
36 |
Προκειμένου να απορρίψει την επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι έπρεπε να γίνει διάκριση μεταξύ της τρίτης έκθεσης αποτίμησης, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφος 16, του κανονισμού 806/2014, και της εκ των υστέρων οριστικής αποτίμησης, για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 20, παράγραφος 11, του κανονισμού αυτού, δεδομένου ότι σκοπός της τρίτης έκθεσης αποτίμησης είναι να καθοριστεί εάν οι μέτοχοι και οι πιστωτές θα είχαν τύχει καλύτερης μεταχείρισης εάν το ίδρυμα το οποίο υποβλήθηκε σε διαδικασία εξυγίανσης είχε υποβληθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας και να κριθεί εάν δικαιούνται, ενδεχομένως, αποζημίωση. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, ενώ οι αναιρεσείουσες ενδέχεται να είχαν δικαίωμα αποζημίωσης βάσει της τρίτης έκθεσης αποτίμησης, δεν μπορούσαν να αξιώσουν αποζημίωση δυνάμει της εκ των υστέρων οριστικής αποτίμησης. |
|
37 |
Κατόπιν των ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι οι αναιρεσείουσες δεν επηρεάζονταν άμεσα από την απόφαση του ΕΣΕ να μην προβεί σε εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση της Banco Popular, καθόσον η απόφαση αυτή δεν παρήγε έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τη νομική του κατάσταση. |
Αιτήματα των διαδίκων
|
38 |
Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:
|
|
39 |
Το ΕΣΕ ζητεί από το Δικαστήριο:
|
Επί της αιτήσεως αναιρέσεως
|
40 |
Προς στήριξη της αιτήσεώς τους αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν δύο λόγους. Με τον πρώτο λόγο, προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα καθόσον παρέλειψε να συνεκτιμήσει τις συνέπειες των δύο πρώτων περιόδων του άρθρου 20, παράγραφος 11, του κανονισμού 806/2014, καθώς και προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα το άρθρο 20, παράγραφος 12, στοιχείο αʹ, του ως άνω κανονισμού και ότι παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων. |
Επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως
|
41 |
Κατά το ΕΣΕ, η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη υπό το πρίσμα του άρθρου 170, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, καθόσον με αυτήν προβάλλονται νέοι ισχυρισμοί. Επίσης, το ΕΣΕ διατυπώνει αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα των αναιρεσειουσών να ενεργούν για λογαριασμό των κεφαλαίων που ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν. |
|
42 |
Η επιχειρηματολογία αυτή δεν ευσταθεί. |
|
43 |
Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι από το άρθρο 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου συνάγεται ότι οι λόγοι αναιρέσεως πρέπει να στηρίζονται σε επιχειρήματα που αντλούνται από την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία. Επιπροσθέτως, κατά το άρθρο 170, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης. Κατά συνέπεια, η αναιρετική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομικής λύσεως που δόθηκε κατόπιν των ισχυρισμών και επιχειρημάτων που προβλήθηκαν πρωτοδίκως (διάταξη της 21ης Ιουλίου 2020, Abaco Energy κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑436/19 P, EU:C:2020:606, μη δημοσιευθείσα, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
|
44 |
Πλην όμως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το ΕΣΕ, με τους δύο λόγους αναιρέσεως οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία ή εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, υπό την έννοια ότι, κατά τη δική τους εκτίμηση, η εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση ήταν υποχρεωτική και η άρνηση του ΕΣΕ να προβεί σε αυτήν παρήγαγε έννομα αποτελέσματα τα οποία μετέβαλαν τις αντίστοιχες νομικές τους καταστάσεις ως διαχειριστών κεφαλαίων που κατείχαν ομόλογα της Banco Popular. |
|
45 |
Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το ζήτημα, αφενός, της προβαλλόμενης προσβολής του δικαιώματος ιδιοκτησίας και, αφετέρου, της προβαλλόμενης παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως αποτελούν απλώς λογική συνέπεια της επικρίσεως της ερμηνείας του Γενικού Δικαστηρίου και, επομένως, των δύο αυτών λόγων αναιρέσεως. Ως εκ τούτου, δεν τίθεται ζήτημα προβολής νέων ισχυρισμών με τους δύο προαναφερθέντες λόγους (πρβλ. απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, Tomana κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑330/15 P, EU:C:2016:601, μη δημοσιευθείσα, σκέψη 35). |
|
46 |
Δεύτερον, το ζήτημα αν ορθώς οι αναιρεσείουσες ενεργούν για λογαριασμό των κεφαλαίων που διαχειρίζονται, το οποίο έθεσε το ΕΣΕ, δεν συνοδεύεται από συγκεκριμένα στοιχεία ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ιδιότητα που προβάλλουν οι τελευταίες. |
|
47 |
Συνεπώς, η αίτηση αναιρέσεως ασκείται παραδεκτώς. |
Επί των λόγων αναιρέσεως
|
48 |
Οι δύο λόγοι αναιρέσεως πρέπει να εξεταστούν από κοινού, καθόσον οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα επειδή παρέλειψε να συνεκτιμήσει τις συνέπειες των δύο πρώτων περιόδων του άρθρου 20, παράγραφος 11, του κανονισμού 806/2014 και ερμήνευσε εσφαλμένα το άρθρο 20, παράγραφος 12, στοιχείο αʹ, του οικείου κανονισμού. Πράγματι, με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι οι διατάξεις αυτές συνδέονταν στενά μεταξύ τους. Στη συνέχεια, θα πρέπει να εξεταστεί, ενδεχομένως, το ζήτημα της προβαλλόμενης παραβάσεως του άρθρου 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το ζήτημα της προβαλλόμενης παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. |
Επιχειρήματα των διαδίκων
|
49 |
Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα καθόσον παρέλειψε να εξετάσει τις βαθύτερες συνέπειες του άρθρου 20, παράγραφος 11, του κανονισμού 806/2014. Κατά τις αναιρεσείουσες, παρά το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέθεσε ολόκληρη την επίμαχη διάταξη, παρέλειψε στη συνέχεια να αναφερθεί στις δύο πρώτες περιόδους της και εξέτασε αποκλειστικώς τη σημασία των στοιχείων αʹ και βʹ της διατάξεως αυτής. Όπως όμως προβάλλουν οι αναιρεσείουσες, από τις φράσεις αυτές προκύπτει σαφώς και ρητώς ότι κάθε προσωρινή αποτίμηση πρέπει να ακολουθείται από εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση «το συντομότερο δυνατόν». Επομένως πρόκειται για απόλυτη νομική υποχρέωση, η οποία δεν εξαρτάται από τη διαπίστωση συνδρομής ειδικών περιστάσεων, όπως η χρήση ειδικών εργαλείων εξυγίανσης, ή από τους σκοπούς που μνημονεύονται στα στοιχεία αʹ και βʹ. Το σαφές νόημα της εν λόγω διατάξεως είναι, συνεπώς, ότι απαιτείται εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες το ΕΣΕ στηρίζεται σε προσωρινή αποτίμηση που πραγματοποιήθηκε λόγω του επείγοντος χαρακτήρα της καταστάσεως. |
|
50 |
Όπως προβάλλουν οι αναιρεσείουσες, η επιτακτική αυτή υποχρέωση είναι λογική λαμβανομένων υπόψη των πολυάριθμων εξαιρέσεων που προβλέπονται στο πλαίσιο των προσωρινών εκθέσεων αποτίμησης καθώς και των δρακόντειων και ευρύτατων εξουσιών απαλλοτρίωσης που απονέμει ο κανονισμός 806/2014 στο ΕΣΕ. Το ΕΣΕ θα μπορούσε, κατά το άρθρο 20, παράγραφος 10, του ως άνω κανονισμού, να μην πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 20, παράγραφοι 7 και 9, σε επείγουσες καταστάσεις και να μην τηρεί τους όρους της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, που προβλέπει την υποχρέωση διενέργειας δίκαιης, συνετής και ρεαλιστικής αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων από πρόσωπο ανεξάρτητο από κάθε δημόσια αρχή, παρά μόνο στο μέτρο που τούτο είναι ευλόγως δυνατόν λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων. |
|
51 |
Κατά τις αναιρεσείουσες, το άρθρο 20, παράγραφος 7, του ανωτέρω κανονισμού είναι εξίσου σημαντικό όσον αφορά τις αποτιμήσεις, διότι προβλέπει την υποχρέωση συμπληρώσεως της αποτίμησης με επικαιροποιημένο ισολογισμό και έκθεση σχετικά με την οικονομική θέση της οικείας οντότητας, ανάλυση και εκτίμηση της λογιστικής αξίας των περιουσιακών στοιχείων και κατάλογο των εκκρεμών υποχρεώσεών της εντός ισολογισμού και εκτός ισολογισμού που εμφανίζονται στα βιβλία και τα αρχεία της οντότητας αυτής, με ένδειξη των αντίστοιχων πιστώσεων και της σειράς προτεραιότητας των απαιτήσεων. Επιπλέον, κατά το άρθρο 20, παράγραφος 10, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014, η προσωρινή αποτίμηση που πρέπει να περιλαμβάνει πρόβλεψη για πρόσθετες ζημίες είναι, εν πάση περιπτώσει, διαφορετική, και πιθανώς κατώτερη της οριστικής αποτίμησης. |
|
52 |
Όπως προβάλλουν οι αναιρεσείουσες, ο ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας κάλεσε ο ίδιος, στη δεύτερη έκθεση αποτίμησης, το ΕΣΕ να επιδείξει σύνεση κατά τη χρήση της, επισημαίνοντας σαφώς τις ανεπάρκειές της, δεδομένου ότι αυτή συντάχθηκε σε διάστημα μόλις δύο εβδομάδων αντί των έξι που είχαν αρχικώς συμφωνηθεί, και μάλιστα χωρίς ο συντάκτης της να έχει πρόσβαση σε ορισμένα ουσιώδη στοιχεία ούτε τη δυνατότητα να συζητήσει τα πορίσματα της εν λόγω έκθεσης με τη διεύθυνση, τους ελεγκτές, τους επόπτες και τα λοιπά πρόσωπα που γνώριζαν καλά την Banco Popular. |
|
53 |
Οι όροι, όμως, που προβλέπονται στο άρθρο 20, παράγραφοι 1 έως 9, του κανονισμού 806/2014 έχουν επιβληθεί στο ΕΣΕ προκειμένου αυτό να μεριμνά ώστε οι διενεργούμενες αποτιμήσεις να είναι αρκούντως τεκμηριωμένες και να γίνεται σεβαστό το δικαίωμα ιδιοκτησίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον οι παρεκκλίσεις από την τήρηση των όρων αυτών επιτρέπονται μόνο σε επείγουσες καταστάσεις. Αν δεν ακολουθήσει το συντομότερο δυνατόν μια εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση, οι εκθέσεις αποτίμησης παραμένουν προσωρινές, οι δε προαναφερθέντες όροι, ιδίως η απαίτηση περί διενέργειας δίκαιης, συνετής και ρεαλιστικής αποτίμησης από ανεξάρτητο πρόσωπο, καθίστανται γράμμα κενό. |
|
54 |
H συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία συνίσταται στην εξέταση του άρθρου 20, παράγραφος 11, του κανονισμού 806/2014 ως εάν αυτό έπρεπε να ερμηνευθεί σε σχέση με τα προβλεπόμενα στα στοιχεία αʹ και βʹ και στο άρθρο 20, παράγραφος 12, του οικείου κανονισμού, έχει κατά τις αναιρεσείουσες συνέπειες όχι μόνον ως προς το χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει να χορηγηθεί αποζημίωση, αλλά και ως προς το χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει να διενεργηθεί εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση. |
|
55 |
Κατ’ ουσίαν, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εκ των ανωτέρω, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, ότι οι ενδιαφερόμενοι των οποίων οι απαιτήσεις απαλλοτριώθηκαν, όπως οι αναιρεσείουσες, νομιμοποιούνται να αμφισβητήσουν την έλλειψη διενέργειας εκ των υστέρων οριστικής αποτιμήσεως μόνον όταν μπορούν να λάβουν αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 11, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού, και ότι αποζημίωση οφείλεται βάσει της διατάξεως αυτής μόνον όταν το εφαρμοζόμενο καθεστώς εξυγίανσης συνίστατο στη χρήση του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 27 του κανονισμού 806/2014, στη χρήση του εργαλείου του μεταβατικού ιδρύματος, σύμφωνα με το άρθρο 25 του εν λόγω κανονισμού ή στη χρήση του εργαλείου του φορέα διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με το άρθρο 26 του προαναφερθέντος κανονισμού. |
|
56 |
Επομένως, οι μέτοχοι και οι πιστωτές δεν νομιμοποιούνται ενεργητικώς και, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, θα ήταν δύσκολο να υποτεθεί ότι άλλοι ενδιαφερόμενοι πλην των μετόχων και πιστωτών των οποίων οι απαιτήσεις απαλλοτριώθηκαν νομιμοποιούνται να στραφούν κατά της μη διενέργειας εκ των υστέρων οριστικής αποτίμησης. Επομένως, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, η ερμηνεία του Γενικού Δικαστηρίου παρέχει στο ΕΣΕ τη δυνατότητα να στηριχθεί στην πρώτη και τη δεύτερη έκθεση αποτίμησης, οι οποίες είναι προσωρινές, ανεπαρκέστατες και ελάχιστα αξιόπιστες. |
|
57 |
Οι αναιρεσείουσες βάλλουν επίσης κατά της συλλογιστικής κατά την οποία οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις απαλλοτριώθηκαν μπορούν να αποζημιωθούν ασκώντας προσφυγή ακυρώσεως ή αγωγή αποζημιώσεως κατά της εσφαλμένης αποφάσεως περί εξυγιάνσεως, προβάλλοντας ανεπάρκεια της πρώτης και της δεύτερης έκθεσης αποτιμήσεως. Ο νομοθέτης της Ένωσης έχει προβλέψει συναφώς μηχανισμό ασφαλείας, ήτοι την υποχρέωση διενέργειας εκ των υστέρων οριστικής αποτίμησης σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 11, του κανονισμού 806/2014, η οποία είναι προσφορότερη για να καθορίσει το ποσό της αποζημιώσεως που οφείλεται υπό τις παρούσες περιστάσεις, διότι ο ανεξάρτητος αξιολογητής έχει πρόσβαση σε όλα τα κρίσιμα στοιχεία, πράγμα που ενδεχομένως να μην ισχύει για τους πιστωτές στο πλαίσιο προσφυγής όπως η προαναφερθείσα. |
|
58 |
Η εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση, αν είχε διενεργηθεί, πιθανότατα θα επιβεβαίωνε, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, ότι η αποτίμηση της Banco Popular ήταν εσφαλμένη, καθώς και ότι η απομείωση των ομολόγων που κατείχαν οι αναιρεσείουσες ήταν είτε άσκοπη είτε υπέρμετρα επαχθής, πράγμα το οποίο θα είχε οδηγήσει, αν μη τι άλλο, σε καθεστώς εξυγιάνσεως με πολύ διαφορετικούς όρους πωλήσεως. |
|
59 |
Εάν, μετά από αυτήν την εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση, το ΕΣΕ αποφάσιζε να μην αποζημιώσει τις αναιρεσείουσες μέσω της επανεγγραφής των απαιτήσεών τους, η απόφαση του ΕΣΕ, και, δυνητικά, η οριστική αποτίμηση βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 15, του κανονισμού, θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να προσβληθεί δικαστικά διά της άσκησης προσφυγής ακυρώσεως, προσφυγής κατά παραλείψεως ή αγωγής λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης δυνάμει του άρθρου 340 ΣΛΕΕ. |
|
60 |
Η απώλεια των συγκεκριμένων αυτών δυνατοτήτων παράγει, κατά τις αναιρεσείουσες, άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής τους κατάστασης, και επομένως η απόφαση της οποίας ζητούν την ακύρωση τις αφορά άμεσα. |
|
61 |
Στο υπόμνημά τους απαντήσεως, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν, πρώτον, την εκ μέρους του ΕΣΕ ερμηνεία της λειτουργίας της πρόβλεψης για πρόσθετες ζημίες. Δεύτερον, η συλλογιστική του ΕΣΕ κατά την οποία δεν απαιτείται εκ των υστέρων έκθεση οριστικής αποτίμησης για τον λόγο ότι οι αναιρεσείουσες έχουν λαμβάνειν από το τίμημα της πώλησης που επιτεύχθηκε κατόπιν νόμιμης διαγωνιστικής διαδικασίας συνιστά λήψη του ζητουμένου, διότι η αξία που προτεινόταν στη δεύτερη έκθεση αποτίμησης καθόρισε την επίμαχη τιμή πώλησης. |
|
62 |
Στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε, εν πάση περιπτώσει, ότι η απόφαση της οποίας ζητούσαν την ακύρωση δεν τις αφορούσε άμεσα. |
|
63 |
Κατά τις αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο επιστράτευσε δύο επιχειρήματα προς στήριξη του συμπεράσματος αυτού, τα οποία αμφότερα στηρίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων του κανονισμού 806/2014, εκ των οποίων το πρώτο συνίσταται στην κρίση ότι το άρθρο 20, παράγραφος 12, του κανονισμού αυτού εφαρμόζεται μόνον όταν το ΕΣΕ προσφεύγει στο εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, στο εργαλείο του μεταβατικού ιδρύματος ή στο εργαλείο του φορέα διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων, κανένα δε από αυτά δεν χρησιμοποιήθηκε εν προκειμένω, και το δεύτερο αφορά το γεγονός ότι το άρθρο 20, παράγραφος 12, του εν λόγω κανονισμού δεν προβλέπει καμία αποζημίωση για τους πρώην μετόχους και για τους πιστωτές μιας οντότητας της οποίας τα ίδια κεφαλαιακά μέσα μετατράπηκαν, απομειώθηκαν και πωλήθηκαν σε τρίτους στο σύνολό τους. |
|
64 |
Πρώτον, το άρθρο 20, παράγραφος 12, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 806/2014 κάνει ρητή αναφορά στους κατόχους «των σχετικών κεφαλαιακών μέσων που έχουν απομειωθεί στο πλαίσιο του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα». Πλην όμως, ως σχετικά κεφαλαιακά μέσα ορίζονται στον κανονισμό και οι ομολογίες όπως αυτές που έχουν στην κατοχή τους οι αναιρεσείουσες. Επομένως, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η επίμαχη διάταξη έχει εφαρμογή επ’ αυτών. Όπως προβάλλεται, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε το ζήτημα αυτό και ουδόλως έλαβε υπόψη τη σημασία της φράσης «σχετικών κεφαλαιακών μέσων» στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη. |
|
65 |
Κατά τις αναιρεσείουσες, είναι γεγονός ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν χρησιμοποιήθηκε το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα. Εντούτοις, η παραπομπή που γίνεται στο εν λόγω εργαλείο στο άρθρο 20, παράγραφος 12, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 806/2014 πρέπει να συνδυαστεί με την αναφορά περί απομειώσεως των σχετικών κεφαλαιακών μέσων. Η διάταξη αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο φορμαλιστικής ερμηνείας ούτως ώστε να εφαρμόζεται μόνο στις απομειώσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα, αλλά πρέπει, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, να περιλαμβάνει τις περιπτώσεις στις οποίες τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα απομειώνονται κατά 100 %, όπως εν προκειμένω, είτε η απομείωση αυτή πραγματοποιείται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 22, παράγραφος 1, του οικείου κανονισμού είτε κατ’ εφαρμογήν του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα. |
|
66 |
Δεύτερον, όπως προβάλλεται, τίποτα δεν επιβεβαιώνει την ερμηνεία του Γενικού Δικαστηρίου κατά την οποία οι αναιρεσείουσες δεν έχουν πρόσβαση σε αποζημίωση, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 12, του κανονισμού 806/2014, λόγω του ότι τα ίδια κεφαλαιακά μέσα τους μετατράπηκαν, απομειώθηκαν και μεταβιβάστηκαν εξ ολοκλήρου σε τρίτον, ήτοι στην Banco Santander, έναντι ποσού 1 ευρώ. |
|
67 |
Η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη αναφέρει επ’ αυτού ότι οι αναιρεσείουσες δεν είναι πλέον κάτοχοι ιδίων κεφαλαιακών μέσων της Banco Popular για τα οποία θα μπορούσαν να αποζημιωθούν, ενώ η διάταξη αυτή δεν περιέχει εξαίρεση εφαρμοστέα στις απαιτήσεις των πιστωτών ή των κατόχων κεφαλαιακών μέσων όταν μετά την απομείωση ακολούθησε πώληση των δραστηριοτήτων. |
|
68 |
Κατά τις αναιρεσείουσες, κανένα στοιχείο δεν δικαιολογεί το ότι οι πιστωτές και οι κάτοχοι των σχετικών κεφαλαιακών μέσων, τα οποία απομειώθηκαν και εν συνεχεία μεταβιβάστηκαν μέσω του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων, δεν μπορούν να λάβουν αποζημίωση όταν το μέτρο αυτό ελήφθη βάσει ανεπαρκούς προσωρινής αποτίμησης του καθαρού ενεργητικού και παθητικού της τράπεζας. Αυτοί θίγονται εξίσου, αν όχι περισσότερο, με εκείνους που διατηρούν την κυριότητα των σχετικών εργαλείων. Επομένως, η απόφαση αφορά άμεσα τις αναιρεσείουσες δυνάμει του γράμματος του άρθρου 20, παράγραφος 12, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού. |
|
69 |
Μολονότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη τα ζητήματα του ατομικού επηρεασμού και του εννόμου συμφέροντος, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει τα σχετικά επιχειρήματά τους, για λόγους οικονομίας της δίκης. |
|
70 |
Οι αναιρεσείουσες θεωρούν ότι η απόφαση της οποίας ζητούν την ακύρωση τις αφορά ατομικά, καθόσον ανήκουν σε ολιγάριθμο σύνολο ταυτοποιήσιμων επενδυτών οι οποίοι κατείχαν ομόλογα τα οποία εκδόθηκαν από την Banco Popular και απαλλοτριώθηκαν από το ΕΣΕ. |
|
71 |
Στην υπό κρίση υπόθεση, η πρώτη και η δεύτερη έκθεση αποτίμησης, μολονότι ελάχιστα αξιόπιστες, αποτέλεσαν τη βάση της απόφασης του ΕΣΕ να απομειώσει τις επενδύσεις των αναιρεσειουσών στο κεφάλαιο της Banco Popular. Ως εκ τούτου, η απόφαση του ΕΣΕ να μην προβεί σε εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση, δεδομένου ότι αποδεικνύει ότι το ΕΣΕ ενήργησε παρανόμως καθόσον απομείωσε τα περιουσιακά στοιχεία των αναιρεσειουσών, αφορά ατομικά τις τελευταίες. |
|
72 |
Αντιθέτως προς όσα υποστήριξε το ΕΣΕ πρωτοδίκως, όσον αφορά το γεγονός ότι αυτού του είδους τα ομόλογα ανταλλάσσονται ευρέως ανά τον κόσμο, πράγμα που εμποδίζει την ταυτοποίηση των κατόχων τους και την εκκαθάριση, τα ομόλογα που απαλλοτριώθηκαν από το ΕΣΕ στην απόφαση περί εξυγίανσης προσδιορίζονται με βάση τον αριθμό έκδοσης και την αξία τους, οπότε ο αριθμός τους ήταν γνωστός κατά την ημέρα της εξυγίανσης, ήτοι στις 7 Ιουνίου 2017. |
|
73 |
Ομοίως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι έχουν έννομο συμφέρον να ζητήσουν την ακύρωση της επίδικης απόφασης, καθώς, εάν το αίτημά τους γίνει δεκτό, θα αντλήσουν αναμφίβολα όφελος. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση ακύρωσης, το ΕΣΕ θα ήταν υποχρεωμένο να προβεί σε εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση βάσει της οποίας θα αποδεικνυόταν ότι η Banco Popular άξιζε περισσότερο από 2 δισεκατομμύρια ευρώ. Επομένως, τούτο θα υποχρέωνε το ΕΣΕ να εξετάσει την επανεγγραφή της αξίας των ομολόγων των αναιρεσειουσών. Επιπλέον, οι αναιρεσείουσες, ως μεγάλοι επενδυτές σε τράπεζες υποκείμενες στον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό, έχουν αυτοτελές συμφέρον για την πρόληψη μελλοντικών παραβάσεων του ΕΣΕ στο πλαίσιο του κανονισμού 806/2014. |
|
74 |
Το ΕΣΕ αμφισβητεί το παραδεκτό τόσο του πρώτου όσο και του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, βάσει των ίδιων επιχειρημάτων με εκείνα που ήδη προβλήθηκαν προς στήριξη του απαραδέκτου της αιτήσεως αναιρέσεως στο σύνολό της, καθώς και το βάσιμο των λόγων αυτών. |
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
|
75 |
Πρέπει εκ προοιμίου να απορριφθούν τα επιχειρήματα του ΕΣΕ περί απαραδέκτου του πρώτου και του δευτέρου λόγου αναιρέσεως για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 43 έως 46 της παρούσας αποφάσεως όσον αφορά την εν λόγω αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της, ήτοι διότι, αφενός, το ζήτημα της προβαλλόμενης προσβολής του δικαιώματος ιδιοκτησίας και, αφετέρου, το ζήτημα της προβαλλόμενης παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως αποτελούν απλώς παρεπόμενα ζητήματα της επικρινόμενης ερμηνείας του Γενικού Δικαστηρίου και, επομένως, δεν μπορούν να μεταβάλουν το αντικείμενο της διαφοράς που υποβλήθηκε στην κρίση του. |
|
76 |
Επί της ουσίας, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι, εν προκειμένω, λαμβανομένης υπόψη της ραγδαίας επιδεινώσεως της χρηματοοικονομικής κατάστασης και ιδίως της ανεπαρκούς ρευστότητας της Banco Popular, το ΕΣΕ αποφάσισε ότι το ενδεδειγμένο εργαλείο εξυγίανσης δεν ήταν η διάσωση με ίδια μέσα, η οποία, κατά την άποψή του, ήταν ανεπαρκής, αλλά η πώληση των δραστηριοτήτων που προβλέπεται στο άρθρο 24 του κανονισμού 806/2014. Επιστρατεύοντας αυτό το εργαλείο εξυγίανσης, το ΕΣΕ έκανε χρήση της εξουσίας του απομείωσης και μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων την οποία προβλέπει το άρθρο 21 του κανονισμού 806/2014. |
|
77 |
Όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 7 και 8 της παρούσας αποφάσεως, σκοπός της πρώτης έκθεσης αποτίμησης, την οποία συνέταξε το ΕΣΕ, ήταν να παράσχει τα στοιχεία βάσει των οποίων θα μπορούσε να διαπιστωθεί αν πληρούνταν οι προϋποθέσεις κίνησης διαδικασίας εξυγίανσης, ενώ η δεύτερη έκθεση αποτίμησης, την οποία συνέταξε ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας που διόρισε το ΕΣΕ, έπρεπε να εκτιμήσει την αξία του ενεργητικού και του παθητικού της Banco Popular, να προβεί σε εκτίμηση σχετικά με τη μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι μέτοχοι και οι πιστωτές αν η Banco Popular είχε τεθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας, καθώς και να προσδιορίσει τα στοιχεία που θα καθιστούσαν δυνατή τη λήψη της απόφασης σχετικά με τις μετοχές και τους τίτλους ιδιοκτησίας που επρόκειτο να μεταβιβασθούν και τα οποία θα επέτρεπαν στο ΕΣΕ να καθορίσει το περιεχόμενο των εμπορικών όρων για τους σκοπούς του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων. Η τρίτη έκθεση αποτίμησης, την οποία επίσης συνέταξε ο ανεξάρτητος εμπειρογνώμων, αποσκοπούσε στο να διαπιστωθεί αν οι μέτοχοι και οι πιστωτές που θίγονται από το καθεστώς εξυγίανσης της Banco Popular θα είχαν τύχει καλύτερης μεταχείρισης αν το ίδρυμα είχε τεθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας. |
|
78 |
Το ΕΣΕ εκτίμησε ότι, εν προκειμένω, δεν χρειαζόταν ούτε να συνταχθεί εκ των υστέρων έκδοση της πρώτης έκθεσης αποτίμησης ούτε μετά τη δεύτερη έκθεση αποτίμησης να ακολουθήσει εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση. Γνωστοποίησε δε την ανάλυση αυτή στις αναιρεσείουσες, οι οποίες του είχαν υποβάλει σχετικό ερώτημα, κοινοποιώντας τους το έγγραφο της 2ας Αυγούστου 2018 που είχε απευθύνει στον ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα. Οι αναιρεσείουσες ζήτησαν από το ΕΣΕ διευκρινίσεις, οι οποίες τους παρασχέθηκαν με επιστολή της 18ης Δεκεμβρίου 2018. Η πρωτοδίκως ασκηθείσα προσφυγή στρεφόταν κατά του τελευταίου αυτού εγγράφου. |
|
79 |
Δεδομένου ότι αμφότεροι οι λόγοι αναιρέσεως στηρίζονται στον ισχυρισμό ότι το ΕΣΕ δεν έλαβε υπόψη το άρθρο 20 του κανονισμού 806/2014, πρέπει να ερμηνευθεί το περιεχόμενο της διάταξης αυτής, λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογικής σκέψης 64 του οικείου κανονισμού. |
|
80 |
Από την αιτιολογική σκέψη 64 προκύπτει ότι πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ της αποτίμησης του ενεργητικού και του παθητικού των προβληματικών οντοτήτων σε επείγουσες καταστάσεις όπως αυτή στην οποία προέβη το ΕΣΕ και η οποία έχει προσωρινό χαρακτήρα, και εκείνης που διενεργείται κατά τρόπο ανεξάρτητο, θέτοντας καταρχήν τέλος στον προσωρινό αυτό χαρακτήρα της αποτίμησης. |
|
81 |
Όσον αφορά τα είδη αποτίμησης, το άρθρο 20, παράγραφοι 11 και 16, του κανονισμού 806/2014 προβλέπει ρητώς δύο, ήτοι, αφενός, την αποτίμηση «που διενεργείται βάσει των παραγράφων 1 έως 15» και, αφετέρου, την αποτίμηση «που αναφέρεται στις παραγράφους 16, 17 και 18». Κατά το άρθρο 20, παράγραφοι 11 και 16, οι αποτιμήσεις αυτές είναι και πρέπει να παραμένουν διακριτές, διενεργούνται από ανεξάρτητο πρόσωπο, μπορούν όμως να διενεργούνται είτε ανεξάρτητα είτε ταυτόχρονα και από το ίδιο ανεξάρτητο πρόσωπο. |
|
82 |
Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, τόσο η πρώτη και η δεύτερη έκθεση αποτίμησης όσο και η τυχόν εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση ανήκουν στο πρώτο είδος αποτίμησης, δεδομένου ότι εμπίπτουν στις παραγράφους 1 έως 15 του άρθρου 20 του κανονισμού 806/2014, ενώ η τρίτη έκθεση αποτίμησης, η οποία εμπίπτει στις παραγράφους 16 έως 18 του άρθρου αυτού, ανήκει στο δεύτερο είδος αποτίμησης. |
|
83 |
Ασφαλώς, η ύπαρξη οριστικής αποτίμησης διαφορετικής από την εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση, την οποία συνεπάγεται η προσθήκη, στο άρθρο 20, παράγραφος 11, in limine, του κανονισμού 806/2014, του όρου «εκ των υστέρων» στον όρο «οριστική αποτίμηση», σε αντίστιξη με οριστική αποτίμηση που πραγματοποιήθηκε «εκ των προτέρων», δύναται να επηρεάσει τη δυνατότητα του ΕΣΕ να αρνηθεί να προβεί σε εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση, δεδομένου ότι μια οριστική αποτίμηση θα χρησίμευε ήδη ως βάση για την απόφαση εφαρμογής εργαλείου εξυγίανσης ή την άσκηση εξουσίας εξυγίανσης ή της απόφασης για την άσκηση εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων, και επομένως θα μπορούσε να αμφισβητηθεί μέσω αυτών των αποφάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 15, του κανονισμού 806/2014. |
|
84 |
Υπέρ της ερμηνείας αυτής συνηγορεί το άρθρο 20, παράγραφος 2, του οικείου κανονισμού, κατά το οποίο «η αποτίμηση θεωρείται οριστική» εφόσον, με την επιφύλαξη της παραγράφου 15 του εν λόγω άρθρου 20, δηλαδή τη δυνατότητα έμμεσης αμφισβητήσεως της αποτίμησης μέσω των αποφάσεων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 83 της παρούσας αποφάσεως, «πληρούνται όλες οι απαιτήσεις των παραγράφων 1 και 4 έως 9». Μεταξύ των απαιτήσεων αυτών περιλαμβάνεται, στο άρθρο 20, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, η αποτίμηση που διενεργείται από ανεξάρτητο πρόσωπο, μεταξύ άλλων σε σχέση με το ΕΣΕ και την εθνική αρχή εξυγίανσης, καθώς και σε σχέση με την ενδιαφερόμενη οντότητα. |
|
85 |
Παρεμπιπτόντως, επισημαίνεται ότι εξ αυτού έπεται ότι όχι μόνον η πρώτη έκθεση αποτίμησης, την οποία συνέταξε το ΕΣΕ (βλ. σκέψη 7 της παρούσας απόφασης) ήταν πράγματι προσωρινή, αλλά και ότι, ακόμα και αν το ΕΣΕ, μετά την εκ μέρους του διενέργεια της πρώτης έκθεσης, είχε διενεργήσει την εκ των υστέρων αποτίμηση, η οποία ήταν, κατά τις αναιρεσείουσες, απολύτως αναγκαία (βλ. σκέψεις 19 και 23 της παρούσας απόφασης), αυτή η εκ των υστέρων αποτίμηση δεν θα συνιστούσε οριστική αποτίμηση, λόγω του ότι δεν θα είχε συνταχθεί από ανεξάρτητο πρόσωπο. Όπως σημείωσε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 70 των προτάσεών της, καθόσον, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η πρώτη έκθεση αποτίμησης διενεργήθηκε από το ΕΣΕ, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς τον προσωρινό της χαρακτήρα. Συνεπώς, εν προκειμένω, μόνο η δεύτερη έκθεση αποτίμησης, η οποία πληροί την ανωτέρω προϋπόθεση, δύναται να θεωρηθεί ως «οριστική αποτίμηση» κατά την έννοια του άρθρου 20 του κανονισμού 806/2014. |
|
86 |
Εντούτοις, πρέπει να υπογραμμιστεί, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Δικαστήριο ούτε επί του τελευταίου αυτού ζητήματος ούτε επί της εξελίξεως της θέσεως του ΕΣΕ επ’ αυτού, ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, εν πάση περιπτώσει, μια εκ των υστέρων αποτίμηση θα εξακολουθούσε, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, να μην έχει συνέπειες για τη νομική κατάσταση των αναιρεσειουσών, όπερ συνεπάγεται ότι ουδόλως η επιστολή της 18ης Δεκεμβρίου 2018 στην οποία εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους το ΕΣΕ δεν σκόπευε να προβεί σε τέτοια αποτίμηση παρήγε έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν την κατάστασή τους. |
|
87 |
Πράγματι, όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 85 των προτάσεών της, οσάκις, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, η προσφυγή ακυρώσεως ασκείται από μη προνομιούχο διάδικο κατά πράξεως της οποίας δεν είναι ο αποδέκτης, η προϋπόθεση κατά την οποία τα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα του προσβαλλόμενου μέτρου πρέπει να είναι ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας χαρακτηριστικώς τη νομική του κατάσταση, συμπίπτει με τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑463/10 P και C‑475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 38). |
|
88 |
Η απάντηση που έδωσε το ΕΣΕ στις αναιρεσείουσες όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους δεν προετίθετο να συντάξει εν προκειμένω εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση στηρίζεται στους σκοπούς μιας τέτοιας αποτίμησης. |
|
89 |
Καίτοι αληθεύει, όπως προβάλλουν οι αναιρεσείουσες, ότι η διατύπωση του άρθρου 20, παράγραφος 11, in limine, του κανονισμού 806/2014 φαίνεται να καθιστά αναγκαία τη διενέργεια εκ των υστέρων οριστικής αποτίμησης όταν το ΕΣΕ έχει στη διάθεσή του μόνο μια προσωρινή αποτίμηση, ιδίως λόγω της χρήσης οριστικής ενεστώτα στη φράση «διενεργείται», η οποία εκφράζει τον υποχρεωτικό χαρακτήρα μιας διάταξης [πρβλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2020, X (Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης – Διττό αξιόποινο), C‑717/18, EU:C:2020:142, σκέψη 20], αλλά και λόγω της μνείας της φράσης «το συντομότερο δυνατόν», γεγονός παραμένει ότι το Γενικό Δικαστήριο δικαιολογημένα υπογράμμισε ότι η παράλειψη διενέργειας τέτοιας αποτίμησης δεν είχε καμία επίπτωση στη νομική κατάσταση των αναιρεσειουσών, ιδίως υπό το πρίσμα των δύο σκοπών της εκ των υστέρων οριστικής αποτίμησης, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 20, παράγραφος 11, του κανονισμού 806/2014. |
|
90 |
Συναφώς, ο λόγος ύπαρξης του άρθρου 20, παράγραφος 11, του κανονισμού 806/2014, όπως αυτός διατυπώνεται στο δεύτερο εδάφιο της διάταξης αυτής, προκύπτει από τους δύο ειδικούς σκοπούς της, ήτοι «να διασφαλιστεί ότι οποιεσδήποτε ζημίες στα περιουσιακά στοιχεία της οντότητας του άρθρου 2 αναγνωρίζονται πλήρως στα λογιστικά βιβλία της εν λόγω οντότητας» και «να επιτραπεί η λήψη εμπεριστατωμένης απόφασης σχετικά με επανεγγραφή απαιτήσεων των πιστωτών ή αύξησης της αξίας του καταβληθέντος ανταλλάγματος, σύμφωνα με την παράγραφο 12 του [προαναφερθέντος] άρθρου [20]». Παρά το γεγονός ότι το γράμμα του δεύτερου αυτού σκοπού περιλαμβάνει μια αρκετά ευρεία περιγραφή των προϋποθέσεων για τη διενέργεια εκ των υστέρων οριστικής αποτίμησης, διαπιστώνεται ότι ο σκοπός αυτός παραπέμπει ρητώς, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, στο άρθρο 20, παράγραφος 12, του εν λόγω κανονισμού, από το οποίο προκύπτει ότι αυτό εφαρμόζεται μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, ήτοι στις περιπτώσεις στις οποίες το ΕΣΕ χρησιμοποίησε εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος, ή εργαλείο φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων. |
|
91 |
Λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της υπό κρίση υπόθεσης, η σύνταξη δεύτερης έκθεσης εκ των υστέρων οριστικής αποτίμησης, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι υποχρεωτική, δεν θα υπηρετούσε, εν πάση περιπτώσει, κανέναν από τους δύο ανωτέρω σκοπούς. Όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, οι αναιρεσείουσες δεν υποστήριξαν ότι ο σκοπός του άρθρου 20, παράγραφος 11, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 806/2014 έχει εφαρμογή εν προκειμένω. Ούτε ο σκοπός που μνημονεύεται στο στοιχείο βʹ της διατάξεως αυτής έχει εφαρμογή, διότι, όπως ορθώς υπογράμμισε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 48 και 49 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, το καθεστώς εξυγίανσης που αποφασίστηκε για την Banco Popular είναι το εργαλείο πώλησης των δραστηριοτήτων που προβλέπεται στο άρθρο 24 του κανονισμού 806/2014. |
|
92 |
Πλην όμως, η εφαρμογή αυτού του εργαλείου πώλησης των δραστηριοτήτων δεν περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 12, του οικείου κανονισμού, να καταβληθεί αποζημίωση κατόπιν εκ των υστέρων οριστικής αποτίμησης. |
|
93 |
Τέλος, σε περίπτωση όπως η υπό κρίση, όπου μετά τη δεύτερη έκθεση αποτίμησης ακολουθεί χρήση του εργαλείου πώλησης των δραστηριοτήτων, το πόρισμα της έκθεσης είτε επιβεβαιώνεται είτε αναιρείται από το τίμημα της πωλήσεως που επιτεύχθηκε κατόπιν νομίμως διεξαχθείσας διαγωνιστικής διαδικασίας. Επομένως, το εύλογο τίμημα αντιστοιχεί απλώς στην πραγματική αγοραία τιμή, όπως αυτή διαπιστώθηκε. Το εργαλείο πώλησης των δραστηριοτήτων τερματίζει, εκ των πραγμάτων, κάθε συζήτηση σχετικά με τη δυνητική οικονομική αξία των στοιχείων του ενεργητικού του μεταβιβασθέντος ιδρύματος. Κατά συνέπεια, τουλάχιστον υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, μια εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση δεν θα μπορούσε παρά να διαπιστώσει την αγοραία αυτή αξία, όπερ συνεπάγεται ότι δεν θα παρήγαγε κανένα αποτέλεσμα για τις αναιρεσείουσες. |
|
94 |
Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών επιχειρημάτων, τα οποία, κατά τα λοιπά, αποτελούν απλώς συνέπεια της επικρινόμενης ερμηνείας του Γενικού Δικαστηρίου, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 45 της παρούσας αποφάσεως. |
Επί των δικαστικών εξόδων
|
95 |
Βάσει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου του 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. |
|
96 |
Δεδομένου ότι βάσει των προεκτεθέντων οι αναιρεσείουσες ηττήθηκαν, πρέπει, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του ΕΣΕ, να φέρουν πέραν των δικαστικών εξόδων τους και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το ΕΣΕ. |
|
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει: |
|
|
|
(υπογραφές) |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.