ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 22ας Οκτωβρίου 2020 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Σύμπραξη – Αγορά των συσκευασιών τροφίμων οι οποίες προορίζονται για τη λιανική πώληση – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ – Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 Άρθρο 23 – Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – Θεμελιώδες δικαίωμα για δίκαιη δίκη – Αρχή της ισότητας των όπλων – Δικαίωμα “αντιπαράθεσης” – Εξέταση μαρτύρων – Αιτιολογία – Ενιαία και διαρκής παράβαση – Ανώτατο όριο του προστίμου»

Στην υπόθεση C‑702/19 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2019,

Silver Plastics GmbH & Co. KG, με έδρα το Troisdorf (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον M. Wirtz, Rechtsanwalt, και την S. Möller, Rechtsanwältin,

Johannes Reifenhäuser Holding GmbH & Co. KG, με έδρα το Troisdorf (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον C. Karbaum, Rechtsanwalt,

αναιρεσείουσες,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Meessen και I. Zaloguin, καθώς και από την L. Wildpanner,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά (εισηγητή), πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, προεδρεύοντα του ενάτου τμήματος, D. Šváby και S. Rodin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτηση αναιρέσεως, οι εταιρίες Silver Plastics GmbH & Co. KG και Johannes Reifenhäuser Holding GmbH & Co. KG ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2019, Silver Plastics και Johannes Reifenhäuser κατά Επιτροπής (T‑582/15, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2019:497), με την οποία το δικαστήριο αυτό απέρριψε την προσφυγή τους με αίτημα τη μερική ακύρωση της αποφάσεως C(2015) 4336 τελικό της Επιτροπής, της 24ης Ιουνίου 2015, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση AT.39563 – Συσκευασία τροφίμων για λιανική πώληση) (στο εξής: επίδικη απόφαση) και, επικουρικώς, τη μείωση των προστίμων που τους επιβλήθηκαν με την απόφαση αυτή.

Το νομικό πλαίσιο

2

Το άρθρο 23, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), προβλέπει τα ακόλουθα:

«2.   Η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλει σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα, σε περίπτωση που αυτές, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

α)

διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου [101 ή 102 ΣΛΕΕ],

[…]

Για καθεμία από τις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην παράβαση, το πρόστιμο δεν υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος.

[…]

3.   Ο καθορισμός του ύψους του προστίμου γίνεται με βάση τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης.»

Το ιστορικό της διαφοράς

3

Το ιστορικό της διαφοράς περιλαμβάνεται στις σκέψεις 1 έως 10 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και, για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας, μπορεί να συνοψισθεί ως ακολούθως.

4

Η πρώτη αναιρεσείουσα, η Silver Plastics, είναι μια εταιρία που κατασκευάζει και εμπορεύεται διάφορα προϊόντα συσκευασίας τροφίμων, το 99,75 % των μεριδίων της οποίας κατείχε, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων εκδόθηκε η επίδικη απόφαση, η δεύτερη αναιρεσείουσα, η εταιρία Johannes Reifenhäuser Holding.

5

Από τις σκέψεις 2 έως 6 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατόπιν αιτήσεως επιεικούς μεταχειρίσεως που υπέβαλε στις 18 Μαρτίου 2008 η επιχείρηση που αποτελούνταν από τον όμιλο στον οποίο μητρική εταιρία είναι η Linpac Group Ltd (στο εξής: Linpac), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κίνησε διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3), στον τομέα των προοριζόμενων για λιανική πώληση συσκευασιών τροφίμων, η οποία κατέληξε στην έκδοση της επίδικης αποφάσεως.

6

Όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 7 και 8 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την απόφαση αυτή η Επιτροπή διαπίστωσε ότι εταιρίες δραστηριοποιούμενες στον ως άνω τομέα είχαν μετάσχει, κατά τη διάρκεια διαφόρων περιόδων μεταξύ του 2000 και του 2008, σε μια ενιαία και διαρκή παράβαση, αποτελούμενη από πέντε διακριτές παραβάσεις, οριοθετούμενες ανάλογα με την εκάστοτε καλυπτόμενη γεωγραφική ζώνη, την Ιταλία, τη νοτιοανατολική Ευρώπη, τη βορειοδυτική Ευρώπη (στο εξής: ΒΔΕ), την κεντρική και ανατολική Ευρώπη και τη Γαλλία (στο εξής: επίμαχη παράβαση). Τα σχετικά προϊόντα ήταν σκαφίδια από πολυστυρένιο για τη συσκευασία τροφίμων προοριζόμενων για λιανική πώληση και, όσον αφορά τη σύμπραξη στη ΒΔΕ, σκαφίδια από σκληρό υλικό.

7

Ειδικότερα, όπως υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 10 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το διατακτικό της επίδικης αποφάσεως είχε ως εξής:

«Άρθρο 1

[…]

3.   Οι ακόλουθες επιχειρήσεις παρέβησαν το άρθρο 101 [ΣΛΕΕ] και το άρθρο 53 της Συμφωνίας [για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο] μετέχοντας, κατά τη διάρκεια των περιόδων που μνημονεύθηκαν, σε ενιαία και διαρκή παράβαση, αποτελούμενη από περισσότερες διακριτές παραβάσεις, αφορώσες σκαφίδια από πολυστυρένιο και από σκληρό υλικό, τα οποία προορίζονται για τον τομέα της συσκευασίας τροφίμων για λιανική πώληση και καλύπτουν το έδαφος της [ΒΔΕ]:

[…]

δ)

η Silver Plastics […] και η [Johannes Reifenhäuser Holding], από τις 13 Ιουνίου 2002 μέχρι τις 29 Οκτωβρίου 2007.

[…]

5.   Οι ακόλουθες επιχειρήσεις παρέβησαν το άρθρο 101 [ΣΛΕΕ] μετέχοντας, κατά τη διάρκεια των περιόδων που μνημονεύθηκαν, σε ενιαία και διαρκή παράβαση, αποτελούμενη από περισσότερες διακριτές παραβάσεις, αφορώσες σκαφίδια από πολυστυρένιο που προορίζονται για τον τομέα της συσκευασίας τροφίμων για λιανική πώληση και καλύπτουσες το έδαφος της Γαλλίας:

[…]

ε)

η Silver Plastics […] και η [Johannes Reifenhäuser Holding], από τις 29 Ιουνίου 2005 μέχρι τις 5 Οκτωβρίου 2005.

Άρθρο 2

[…]

3.   Για την παράβαση που αναφέρεται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:

[…]

ε)

στη Silver Plastics […] και στη [Johannes Reifenhäuser Holding], αλληλεγγύως και εις ολόκληρον: […] 20317000 [ευρώ].

[…]

5.   Για την παράβαση που αναφέρεται στο άρθρο 1, παράγραφος 5, επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:

[…]

ε)

στη Silver Plastics […] και στη [Johannes Reifenhäuser Holding], αλληλεγγύως και εις ολόκληρον: […] 893000 [ευρώ]·

[…]»

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

8

Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Σεπτεμβρίου 2015, οι αναιρεσείουσες άσκησαν προσφυγή με κύριο αίτημα τη μερική ακύρωση της επίδικης αποφάσεως και επικουρικό αίτημα τη μείωση των προστίμων που τους επιβλήθηκαν με αυτήν. Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

9

Ειδικότερα, στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο οι νυν αναιρεσείουσες υποστήριξαν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν είχε προσκομίσει καμία αξιόπιστη και επαρκή απόδειξη περί της υπάρξεως συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής στη ΒΔΕ, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 44 έως 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες προς αμφισβήτηση της συμμετοχής της Silver Plastics σε αντίθετη προς τους κανόνες ανταγωνισμού σύσκεψη η οποία διεξήχθη στις 13 Ιουνίου 2002. Κατόπιν της εν λόγω εξετάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, «έστω και αν δεν μπορεί να αποκλειστεί κάποια αμφιβολία όσον αφορά την ακριβή ώρα ενάρξεως [μιας άλλης συσκέψεως που διεξήχθη την ίδια ημέρα και της οποίας το αντικείμενο δεν ήταν αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού], υφίστανται επαρκή αποδεικτικά στοιχεία περί του ότι οι ανταγωνιστές, περιλαμβανομένης της Silver Plastics, συναντήθηκαν στο περιθώριο της [ως άνω] συσκέψεως για να συζητήσουν για τη στρατηγική τιμών».

10

Εξάλλου, μετά από εξέταση του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο οι αναιρεσείουσες προέβαλαν ότι δεν υπήρχε ενιαία και διαρκής παράβαση αφορώσα την αγορά σκαφιδίων από πολυστυρένιο και σκαφιδίων από σκληρό υλικό στη ΒΔΕ, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 191 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή είχε εκτιμήσει ορθώς ότι η Plastics είχε μετάσχει στην ως άνω ενιαία και διαρκή παράβαση.

11

Στο πλαίσιο της εξετάσεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες προέβαλαν παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων και προσβολή του δικαιώματος «αντιπαράθεσης», το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στις σκέψεις 226 έως 236 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα αιτήματα των αναιρεσειουσών να προβεί σε εξέταση πέντε μαρτύρων και να διοργανώσει την αντεξέταση ενός από τους μάρτυρες αυτούς. Συναφώς, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 232 έως 234 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, λαμβανομένου υπόψη του ότι οι αναιρεσείουσες είχαν προσκομίσει και χρησιμοποιήσει έγγραφες δηλώσεις των μαρτύρων των οποίων την εξέταση επιθυμούσαν, από τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες προς στήριξη του αιτήματός τους δεν προέκυψε ότι οι μαρτυρίες των ως άνω ατόμων θα μπορούσαν να προσθέσουν κάποιο στοιχείο στις αποδείξεις που περιλαμβάνονταν ήδη στη δικογραφία, οι οποίες, κατά τη σκέψη 235 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ήταν αρκούντως διαφωτιστικές. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, στη σκέψη 236 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν ήταν ούτε αναγκαίο ούτε σκόπιμο να γίνει δεκτό το αίτημα εξετάσεως μαρτύρων που υπέβαλαν οι αναιρεσείουσες.

12

Στις σκέψεις 255 έως 279 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες προέβαλαν παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον η Επιτροπή θεώρησε ότι οι δύο αναιρεσείουσες αποτελούσαν ενιαία οικονομική μονάδα.

13

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, καταρχάς, στις σκέψεις 265 και 266 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι αναιρεσείουσες δεν αμφισβήτησαν ότι, κατά την περίοδο της επίμαχης παραβάσεως στη ΒΔΕ, η Johannes Reifenhäuser Holding κατείχε το 99,75 % του κεφαλαίου της Silver Plastics και ότι, επομένως, η Επιτροπή μπορούσε να στηριχθεί, όσον αφορά τις αναιρεσείουσες, στο τεκμήριο της ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από την πρώτη στη δεύτερη, όπως αναγνωρίζεται στη νομολογία του Δικαστηρίου. Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο ανέλυσε, στις σκέψεις 267 έως 279 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα διάφορα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών και συνήγαγε, στις σκέψεις 280 και 281 της ως άνω αποφάσεως, το συμπέρασμα ότι αυτές δεν είχαν προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ικανά να ανατρέψουν το ως άνω τεκμήριο, οπότε ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμος.

14

Τέλος, στις σκέψεις 287 έως 314 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τον έκτο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες προέβαλαν, κατ’ ουσίαν, παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003, επειδή, για τον προσδιορισμό του κρίσιμου κύκλου εργασιών προκειμένου να υπολογιστεί το ανώτατο όριο του 10 % που προβλέπεται από τη διάταξη αυτή, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τον κύκλο εργασιών της εταιρίας Reifenhäuser GmbH & Co. KG Maschinenfabrik (στο εξής: Maschinenfabrik) μολονότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, η Johannes Reifenhäuser Holding δεν είχε πλέον συμμετοχή στην εταιρία αυτή.

15

Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 307 έως 310 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, καθόσον η επίδικη απόφαση εκδόθηκε στις 24 Ιουνίου 2015, η Επιτροπή ορθώς προσδιόρισε, όσον αφορά τη Johannes Reifenhäuser Holding, το ανώτατο όριο του προστίμου που επιβλήθηκε με την επίδικη απόφαση με βάση το οικονομικό έτος 2013/2014, το οποίο ήταν το τελευταίο πλήρες οικονομικό έτος πριν από την έκδοση της επίδικης αποφάσεως. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, το γεγονός ότι η μεταβίβαση της Maschinenfabrik από τη Johannes Reifenhäuser Holding καταχωρίστηκε δεόντως στις 28 Μαΐου 2015, ισχύουσα αναδρομικώς από τις 30 Σεπτεμβρίου 2014, δεν είχε κανέναν αντίκτυπο στον κύκλο εργασιών της Johannes Reifenhäuser Holding που είχε πραγματοποιηθεί κατά το οικονομικό έτος 2013/2014, το οποίο περατώθηκε στις 30 Ιουνίου 2014. Αφού απέρριψε ορισμένα άλλα επιχειρήματα που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 315 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο έκτος λόγος ακυρώσεως έπρεπε να απορριφθεί.

Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

16

Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου·

επικουρικώς, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να ακυρώσει την επίδικη απόφαση καθόσον αυτή αφορά τη Johannes Reifenhäuser Holding και να μειώσει το ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε στη Silver Plastics σε ποσό μη υπερβαίνον το 10 % του κύκλου εργασιών της εταιρίας αυτής κατά το τελευταίο περατωθέν οικονομικό έτος·

επικουρικότερον, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να μειώσει το ύψος του αλληλεγγύως επιβληθέντος στις αναιρεσείουσες προστίμου σε ποσό που δεν υπερβαίνει το 10 % του κύκλου εργασιών που αυτές είχαν πραγματοποιήσει, λαμβανομένου υπόψη του κύκλου εργασιών της Maschinenfabrik, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

17

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

18

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως οι αναιρεσείουσες προβάλλουν επτά λόγους, οι οποίοι στηρίζονται, ο πρώτος, σε παράβαση του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), σε συνδυασμό με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) καθώς και σε παραβίαση της αρχής της αμεσότητας, ο δεύτερος, σε προσβολή του «δικαιώματος αντιπαράθεσης», ο τρίτος, σε παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων, ο τέταρτος, σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ο πέμπτος, σε παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, ο έκτος, σε παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, ως προς τη διαπίστωση της υπάρξεως μιας ενιαίας οικονομικής ομάδας, και, ο έβδομος, σε παράβαση της ίδιας διατάξεως ως προς το ανώτατο όριο του αλληλεγγύως επιβληθέντος στις αναιρεσείουσες προστίμου.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη, καθώς και σε παραβίαση της αρχής της αμεσότητας

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

19

Οι αναιρεσείουσες διατείνονται ότι οι διαδικαστικές εγγυήσεις και τα δικαιώματα άμυνας που κατοχυρώνονται στο άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3, της ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύονται από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς και στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, και στο άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο των διαδικασιών που διεξάγονται ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, περιλαμβανομένων των διαδικασιών που αφορούν συμπράξεις, καθόσον τέτοιου είδους διαδικασίες έχουν ποινικό χαρακτήρα.

20

Δεδομένου όμως ότι το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε στο να λάβει υπόψη μόνον τα πρακτικά των δηλώσεων του W. προς τους δικηγόρους της Silver Plastics, χωρίς να καλέσει τον ίδιο να καταθέσει αυτοπροσώπως ως μάρτυρας, παραβίασε την αρχή της δίκαιης δίκης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, καθώς και στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, και στο άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη, και προσέβαλε την αρχή της αμεσότητας της αποδεικτικής διαδικασίας.

21

Κατά τις αναιρεσείουσες, που επικαλούνται, συναφώς, μεταξύ άλλων, αφενός, την απόφαση του ΕΔΔΑ της 16ης Ιουλίου 2019, Júlíus þór Sigurþórsson κατά Ισλανδίας (CE:ECHR:2019:0716JUD003879717), και, αφετέρου, την απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιουλίου 2019, Gambino και Hyka (C‑38/18, EU:C:2019:628), καθώς και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εκείνη, η δίκαιη δίκη την οποία εγγυάται το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ επιβάλλει στο δικαστήριο που ελέγχει απόφαση σχετική με την ενοχή ενός προσώπου να ακούει κάθε αναγκαία μαρτυρία, εξετάζοντας τον μάρτυρα αυτοπροσώπως, και να μη στηρίζεται αποκλειστικά σε έγγραφη δήλωση του μάρτυρα αυτού.

22

Επομένως, κατά τις αναιρεσείουσες, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 230 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το δικαστήριο αυτό δεν μπορούσε να επιλύσει ορθώς τη διαφορά της οποίας είχε επιληφθεί χωρίς να ακούσει τη μαρτυρία του W. Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα υπονοεί η σκέψη 229 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να κρίνει τη χρησιμότητα μιας τέτοιας καταθέσεως χωρίς να εξετάσει όντως τον μάρτυρα, περιοριζόμενο στο να θεωρήσει ότι, εν πάση περιπτώσει, η κατάθεσή του δεν θα ήταν ικανή να επηρεάσει την απόφασή του.

23

Η Επιτροπή φρονεί ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, καθόσον αποσκοπεί, στην πραγματικότητα, να θέσει υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο και, εν πάση περιπτώσει, είναι αβάσιμος.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

24

Εισαγωγικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, καίτοι, όπως επιβεβαιώνει το άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ, τα κατοχυρωμένα στην ΕΣΔΑ θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν τμήμα των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης και μολονότι το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη ορίζει ότι τα περιεχόμενα στον Χάρτη δικαιώματα τα οποία αντιστοιχούν σε δικαιώματα διασφαλιζόμενα από την ΕΣΔΑ έχουν την ίδια έννοια και την ίδια εμβέλεια με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση, εντούτοις η ΕΣΔΑ δεν συνιστά, ενόσω η Ένωση δεν έχει προσχωρήσει σε αυτήν, νομική πράξη τυπικώς ενταγμένη στην έννομη τάξη της Ένωσης (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Facebook Ireland και Schrems, C‑311/18, EU:C:2020:559, σκέψη 98 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25

Συναφώς, το Δικαστήριο έχεις επίσης δεχθεί ότι, καθόσον ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ, το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη αποσκοπεί στη διασφάλιση της αναγκαίας συνοχής μεταξύ του Χάρτη και των αντίστοιχων δικαιωμάτων τα οποία κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ, «χωρίς αυτό να θίγει την αυτονομία του δικαίου της Ένωσης και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (πρβλ. απόφαση της 20ής Μαρτίου 2018, Menci, C‑524/15, EU:C:2018:197, σκέψη 23). Κατά τις εξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17), το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη αντιστοιχεί στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ και το άρθρο 48 του Χάρτη είναι «το ίδιο» με το άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3, της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο πρέπει επομένως να μεριμνά ώστε η εκ μέρους του ερμηνεία του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 48 του Χάρτη να διασφαλίζει ένα επίπεδο προστασίας σύμφωνο με εκείνο που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Belastingdienst κατά Toeslagen (Ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης), C‑175/17, EU:C:2018:776, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

26

Κατόπιν των ως άνω υπομνησθέντων στοιχείων, πρέπει να θεωρηθεί ότι με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως οι αναιρεσείουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο, μη δεχόμενο να εξετάσει τον W. ως μάρτυρα, προσέβαλε το δικαίωμά τους για δίκαιη δίκη, το οποίο κατοχυρώνεται, ιδίως, στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, και στο άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη.

27

Επομένως, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η Επιτροπή, ο λόγος αυτός δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο, αλλά προσάπτει σε αυτό ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Επομένως, είναι παραδεκτός.

28

Όσον αφορά την επί της ουσίας εξέταση του λόγου αυτού, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να κρίνει την ενδεχόμενη ανάγκη συμπληρώσεως των πληροφοριακών στοιχείων που διαθέτει στις υποθέσεις των οποίων επιλαμβάνεται (απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑125/07 P, C‑133/07 P και C‑137/07 P, EU:C:2009:576, σκέψη 319 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29

Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, ακόμη και αν ένα αίτημα εξετάσεως μαρτύρων, διατυπωθέν στο εισαγωγικό δικόγραφο, εκθέτει επακριβώς τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων θα έπρεπε να εξετασθεί ο μάρτυρας ή να εξετασθούν οι μάρτυρες και τους λόγους που δικαιολογούν την εξέτασή τους, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει τη σκοπιμότητα του αιτήματος σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς και την αναγκαιότητα της εξετάσεως των προτεινόμενων μαρτύρων (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Siemens κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑239/11 P, C‑489/11 P και C‑498/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:866, σκέψη 323 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30

Η ως άνω εξουσία εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου συμβαδίζει με το θεμελιώδες δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, ειδικότερα με τις διατάξεις του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Χάρτη, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο δʹ, της ΕΣΔΑ. Πράγματι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η τελευταία αυτή διάταξη δεν αναγνωρίζει στον κατηγορούμενο το απόλυτο δικαίωμα να ζητήσει την εξέταση μαρτύρων ενώπιον δικαστηρίου και ότι εναπόκειται καταρχήν στον δικαστή να αποφασίσει αν είναι αναγκαίο ή σκόπιμο να κλητεύσει μάρτυρα. Το άρθρο 6, παράγραφος 3, της ΕΣΔΑ δεν επιβάλλει την κλήτευση κάθε μάρτυρα, αλλά αποσκοπεί σε μια πλήρη ισότητα των όπλων, εξασφαλίζοντας ότι η οικεία ένδικη διαδικασία, θεωρούμενη στο σύνολό της, θα παρέχει στον κατηγορούμενο πρόσφορη και επαρκή ευκαιρία να αντικρούσει τις σε βάρος του υπόνοιες (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Siemens κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑239/11 P, C‑489/11 P και C‑498/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:866, σκέψεις 324 και 325 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31

Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μετά από επισταμένη εξέταση ενός συνόλου αποδεικτικών στοιχείων τα οποία οι αναιρεσείουσες είχαν κάθε δυνατότητα να αμφισβητήσουν, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, αφενός, στη σκέψη 153 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμο, στο πλαίσιο της επίδικης απόφασης, τη συμμετοχή της Silver Plastics σε αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές και, αφετέρου, στη σκέψη 191 της αποφάσεως αυτής, ότι η Silver Plastics είχε μετάσχει σε ενιαία και διαρκή παράβαση στη ΒΔΕ.

32

Εξάλλου, στις σκέψεις 232 και 233 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι αναιρεσείουσες είχαν προσκομίσει ενώπιόν του δηλώσεις διαφόρων ατόμων, μεταξύ των οποίων οι δηλώσεις του W., τις οποίες ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσουν για να στηρίξουν τα επιχειρήματά τους. Προσέθεσε, στη σκέψη 234 της αποφάσεως αυτής, ότι από την αιτιολογία που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες όσον αφορά τη χρησιμότητα των μαρτυριών των ως ατόμων δεν προέκυπτε ότι η ακρόασή τους από το Γενικό Δικαστήριο θα μπορούσε να προσθέσει κάποιο στοιχείο στις αποδείξεις που περιλαμβάνονταν ήδη στη δικογραφία.

33

Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, όπως προκύπτει από τη σκέψη 236 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, υπό το πρίσμα του αντικειμένου της προσφυγής και βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, δεν ήταν ούτε αναγκαία ούτε σκόπιμη η αποδοχή του αιτήματος εξετάσεως μαρτύρων το οποίο είχαν υποβάλει οι αναιρεσείουσες. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο απορρίπτοντας το αίτημα αυτό.

34

Η εκτίμηση αυτή δεν κλονίζεται από τη διαγνωστική κρίση που απορρέει από την απόφαση του ΕΔΔΑ της 16ης Ιουλίου 2019, Júlíus þór Sigurþórsson κατά Ισλανδίας (CE:ECHR:2019:0716JUD003879717), την οποία επικαλέστηκαν οι αναιρεσείουσες. Όπως προκύπτει, κατ’ ουσίαν, από τις σκέψεις 39 έως 44 της αποφάσεως εκείνης, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ υπό το πρίσμα των ειδικών περιστάσεων της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση. Εντούτοις, οι περιστάσεις αυτές, που χαρακτηρίζονταν από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος που είχε αθωωθεί σε πρώτο βαθμό καταδικάστηκε στη συνέχεια από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο προσέδωσε μειωμένη αποδεικτική αξία στις προφορικές μαρτυρίες που είχαν δοθεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ενώ δεν μπορούσε, δυνάμει του εθνικού του δικαίου, να επανεκτιμήσει τις προφορικές μαρτυρίες ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου χωρίς να ακούσει εκ νέου τις καταθέσεις των μαρτύρων αυτών, ουδόλως μπορούν να συγκριθούν με τις περιστάσεις της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

35

Ούτε από την απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Gambino και Hyka (C‑38/18, EU:C:2019:628), την οποία επίσης επικαλέστηκαν οι αναιρεσείουσες, μπορεί να συναχθεί διαφορετικό συμπέρασμα.

36

Η απόφαση εκείνη αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2012/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων της εγκληματικότητας και για την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2001/220/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ 2012, L 315, σ. 57). Το Δικαστήριο έκρινε με την απόφαση εκείνη ότι τα άρθρα 16 και 18 της οδηγίας 2012/29 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας, όταν το θύμα παράνομης πράξεως έχει ήδη εξετασθεί μία φορά από δικαστικό σχηματισμό πρωτοβάθμιου ποινικού δικαστηρίου και η σύνθεση του εν λόγω σχηματισμού μεταβλήθηκε εν συνεχεία, το θύμα αυτό πρέπει, καταρχήν, να εξετασθεί εκ νέου από τον εν λόγω σχηματισμό, υπό τη νέα σύνθεσή του, εφόσον ένας εκ των διαδίκων προβάλλει αντίρρηση κατά της συνεκτιμήσεως από τον σχηματισμό αυτόν των πρακτικών της πρώτης καταθέσεως του εν λόγω θύματος (απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Gambino και Hyka, C‑38/18, EU:C:2019:628, σκέψη 59).

37

Σε αυτό το πλαίσιο αυτό πρέπει να εκτιμηθεί η κρίση, που περιλαμβάνεται στις σκέψεις 42 και 43 της αποφάσεως της 29ης Ιουλίου 2019, Gambino και Hyka (C‑38/18, EU:C:2019:628), κατά την οποία οι έχοντες την ευθύνη να αποφανθούν περί της ενοχής ή της αθωότητας του κατηγορουμένου οφείλουν καταρχήν να ακούσουν τους μάρτυρες αυτοπροσώπως και να αξιολογήσουν την αξιοπιστία τους, δεδομένου ότι ένα από τα σημαντικά στοιχεία μιας δίκαιης δίκης είναι η δυνατότητα του κατηγορουμένου να αντιπαρατεθεί προς τους μάρτυρες ενώπιον του δικαστή ο οποίος εν τέλει θα αποφανθεί για την περίπτωσή του.

38

Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν αφορούσε «ποινική διαδικασία» κατά την έννοια της οδηγίας 2012/29 αλλά προσφυγή ακυρώσεως κατά διοικητικής αποφάσεως που επέβαλε στις αναιρεσείουσες, δύο νομικά πρόσωπα, πρόστιμο λόγω παραβάσεως των κανόνων της Ένωσης περί ανταγωνισμού.

39

Ανεξάρτητα από το αν, υπό τις περιστάσεις αυτές, οι αναιρεσείουσες μπορούν να εξομοιωθούν με κατηγορουμένους σε ποινική δίκη, αρκεί να σημειωθεί ότι, εν προκειμένω, το ανακύπτον ζήτημα ουδόλως αφορά την εκ νέου κατάθεση μάρτυρα ο οποίος είχε ήδη καταθέσει ενώπιον διαφορετικού δικαστικού σχηματισμού αλλά την ενδεχόμενη υποχρέωση του Γενικού Δικαστηρίου να ακούσει την κατάθεση μάρτυρα του οποίου η εξέταση είχε ζητηθεί από τις αναιρεσείουσες. Καμία óμως τέτοια υποχρέωση δεν απορρέει από τις σκέψεις 42 και 43 της αποφάσεως της 29ης Ιουλίου 2019, Gambino και Hyka (C‑38/18, EU:C:2019:628).

40

Τέλος, η επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών ότι, κατ’ ουσίαν, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να εκτιμήσει την αξιοπιστία των δηλώσεων του W. χωρίς να ακούσει τη μαρτυρική κατάθεσή του πρέπει επίσης να απορριφθεί.

41

Πράγματι, η προφορική κατάθεση δεν είναι ο μόνος τρόπος για να εκτιμηθεί η αξιοπιστία των δηλώσεων ενός ατόμου. Προς τούτο, ο δικαστής μπορεί μεταξύ άλλων να στηριχθεί σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία που επιρρωννύουν τις δηλώσεις αυτές ή, αντιθέτως, τις αντικρούουν.

42

Ακριβώς όμως λόγω του ότι ορισμένες δηλώσεις του W. αντικρούονταν από άλλα αποδεικτικά στοιχεία που κατατέθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το δικαστήριο αυτό έκρινε, στις σκέψεις 74, 102 και 107 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες αναφέρονται οι αναιρεσείουσες στο πλαίσιο του ως άνω λόγου αναιρέσεως, ότι οι δηλώσεις αυτές ήταν ελάχιστα ή και καθόλου αξιόπιστες.

43

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος στηρίζεται σε προσβολή του «δικαιώματος αντιπαράθεσης»

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

44

Οι αναιρεσείουσες διατείνονται ότι το Γενικό Δικαστήριο προσέβαλε το «δικαίωμα αντιπαράθεσης» που είχαν, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1 και παράγραφος 3, στοιχείο δʹ, της ΕΣΔΑ, απορρίπτοντας το αίτημά τους να εξετάσουν οι ίδιες τον W. ως μάρτυρα κατηγορίας.

45

Κατά τις αναιρεσείουσες, από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προκύπτει ότι, αν ένα δικαστήριο έχει λάβει υπόψη αποδεικτικά στοιχεία και έχει στηρίξει την απόφασή του στα στοιχεία αυτά, ο σεβασμός του «δικαιώματος αντιπαράθεσης» απαιτεί να παρασχεθεί η δυνατότητα στην υπεράσπιση να λάβει θέση επί των συμπερασμάτων που απορρέουν από τα εν λόγω στοιχεία.

46

Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, συναφώς, ότι, ως ουσιώδες θεμέλιο της αιτήσεως επιεικούς μεταχειρίσεως της Linpac, ο W. ήταν ο κύριος μάρτυρας κατηγορίας στη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της επίδικης αποφάσεως και, στη συνέχεια, της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο στήριξε, σε καθοριστικό βαθμό, την «καταδίκη» των αναιρεσειουσών στις δηλώσεις του W. που περιλαμβάνονταν στο αίτημα αυτό χωρίς να παράσχει στις ίδιες τη δυνατότητα αντιπαράθεσης. Το Γενικό Δικαστήριο περιόρισε με τον τρόπο αυτόν το δικαίωμα των αναιρεσειουσών για μια τέτοια αντιπαράθεση χωρίς να υπάρχει βάσιμος λόγος που να δικαιολογεί τον ως άνω περιορισμό.

47

Ειδικότερα, οι εκπρόσωποι της Επιτροπής συνομίλησαν με τον W. ως μάρτυρα κατηγορίας, αποκλείοντας τη συμμετοχή των αναιρεσειουσών στην ως άνω εξέταση και χωρίς να συντάξουν πρακτικά ούτε να τα γνωστοποιήσουν στις αναιρεσείουσες. Προς αντιστάθμιση της ανισορροπίας αυτής, θα έπρεπε να επιτραπεί στις αναιρεσείουσες να εξετάσουν οι ίδιες τον W. ενώπιον της Επιτροπής ή, τουλάχιστον, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

48

Η Επιτροπή αμφισβητεί την ως άνω επιχειρηματολογία. Επισημαίνει ότι το επιχείρημα των αναιρεσειουσών με το οποίο προβάλλεται ότι δεν είχαν τη δυνατότητα να εξετάσουν οι ίδιες τον W. κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας είναι απαράδεκτο, διότι δεν αφορά την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Εν πάση περιπτώσει, το σύνολο των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι αναιρεσείουσες στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου αναιρέσεως θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

49

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι, δυνάμει του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Χάρτη, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να δεχθεί το αίτημά τους να εξετασθεί ο W. ως μάρτυρας, προκειμένου να τους παράσχει τη δυνατότητα να τον εξετάσουν οι ίδιες, για τον λόγο ότι εκείνος ήταν ο «κύριος μάρτυρας κατηγορίας» στη διαδικασία που τους αφορούσε και ότι είχε εξεταστεί από την Επιτροπή χωρίς οι εκπρόσωποί τους να έχουν τη δυνατότητα να μετάσχουν στην ως άνω εξέταση.

50

Κατά συνέπεια, οι αναιρεσείουσες αναφέρονται στην εξέταση του W. από την Επιτροπή μόνον παρεμπιπτόντως και, ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι το επιχείρημα αυτό, προβαλλόμενο κατ’ αναίρεση, είναι απαράδεκτο πρέπει να απορριφθεί.

51

Όσον αφορά την επί της ουσίας εξέταση του ως άνω λόγου αναιρέσεως, πρέπει να σημειωθεί ότι οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ακριβώς ότι δεν εξέτασε τον W. ως μάρτυρα, με αποτέλεσμα ότι αυτός δεν μπορεί λογικά να χαρακτηριστεί ως «μάρτυρας κατηγορίας» ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

52

Επιπλέον, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη οποιαδήποτε έγγραφη δήλωση του W. προσκομισθείσα από την Επιτροπή. Οι μόνες έγγραφες δηλώσεις του W. που ελήφθησαν υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο είναι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 34 έως 39 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εκείνες τις οποίες προσκόμισαν οι ίδιες οι αναιρεσείουσες.

53

Καίτοι από τη σκέψη 36 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι ο W. ήταν μια από τις πηγές των δηλώσεων που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της αιτήσεως επιεικούς μεταχειρίσεως εκ μέρους της Linpac, δηλαδή τον πρώην εργοδότη του W., στις οποίες μεταξύ άλλων στηρίχθηκε η Επιτροπή στο πλαίσιο της επίδικης αποφάσεως, εντούτοις, οι δηλώσεις της ως άνω επιχειρήσεως διατυπώθηκαν με δική της ευθύνη και με γνώση των ενδεχόμενων αρνητικών συνεπειών της υποβολής ανακριβών στοιχείων (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Siemens κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑239/11 P, C‑489/11 P και C‑498/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:866, σκέψη 138). Επομένως, το γεγονός ότι ο W. ήταν μια από τις πηγές των ως άνω δηλώσεων, ή ακόμη και η κύρια πηγή των δηλώσεων αυτών, δεν αρκεί για να χαρακτηριστεί ο W. ως «μάρτυρας κατηγορίας».

54

Επίσης δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι, εφόσον η Επιτροπή εξέτασε τον W. πριν από την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, χωρίς την παρουσία εκπροσώπων των αναιρεσειουσών, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να καλέσει τον W. ως μάρτυρα προκειμένου να παράσχει τη δυνατότητα στις αναιρεσείουσες να τον εξετάσουν οι ίδιες. Πράγματι, οι αναιρεσείουσες ήταν σε θέση να έρθουν οι ίδιες σε επαφή με τον W. προκειμένου να συλλέξουν σχετική δήλωσή του, πράγμα το οποίο έπραξαν εξάλλου, δεδομένου ότι οι παρασχεθείσες με τον τρόπο αυτόν έγγραφες δηλώσεις προσκομίστηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ελήφθησαν υπόψη από αυτό.

55

Επομένως, τα προβαλλόμενα προς στήριξη του δευτέρου λόγου αναιρέσεως επιχειρήματα δεν αποδεικνύουν ότι, παρά την ανέλεγκτη εξουσία εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου συναφώς, η οποία υπενθυμίστηκε στις σκέψεις 28 έως 30 της παρούσας αποφάσεως, το δικαστήριο αυτό δεν μπορούσε νομίμως να αρνηθεί να εξετάσει τον W. ως μάρτυρα. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

56

Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της ισότητας των όπλων, η οποία αποτελεί πτυχή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1 και παράγραφος 3, στοιχείο δʹ, της ΕΣΔΑ. Η αρχή αυτή συνεπάγεται, κατ’ αυτές, ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να διατάξει την αυτοπρόσωπη εξέταση του W. καθώς και των άλλων προσώπων τα οποία οι αναιρεσείουσες είχαν ζητήσει να εξετασθούν ως μάρτυρες.

57

Οι αναιρεσείουσες υπενθυμίζουν ότι είχαν αναφέρει τα ονόματα των προσώπων των οποίων την εξέταση από το Γενικό Δικαστήριο επιθυμούσαν, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά που θα αποδεικνύονταν με τις σχετικές μαρτυρίες. Το Γενικό Δικαστήριο, óμως, απέρριψε το αίτημα εξετάσεως μαρτύρων, στηριζόμενο σε αιτιολογία η οποία δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως αυτές υπενθυμίζονται, μεταξύ άλλων, στη σκέψη 164 της αποφάσεως της 18ης Δεκεμβρίου 2018, Murtazaliyeva κατά Ρωσίας (CE:ECHR:2018:1218JUD003665805).

58

Η Επιτροπή φρονεί ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

59

Όσον αφορά, πρώτον, την παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων, την οποία προέβαλαν οι αναιρεσείουσες, αρκεί να σημειωθεί ότι, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τους μάρτυρες που πρότεινε η Επιτροπή, δεν μπορεί να του προσαφθεί ότι παραβίασε την αρχή αυτή, επειδή αποφάσισε, ομοίως, να μην εξετάσει ούτε τους μάρτυρες που πρότειναν οι αναιρεσείουσες.

60

Δεύτερον, καθόσον οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο, κατ’ ουσίαν, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά την απόρριψη του αιτήματός τους εξετάσεως μαρτύρων, πρέπει να σημειωθεί ότι, στις σκέψεις 232 έως 235 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε επαρκώς κατά νόμο τους λόγους βάσει των οποίων έκρινε ότι δεν ήταν ούτε αναγκαίο ούτε σκόπιμο να δεχθεί το αίτημα εξετάσεως μαρτύρων που υπέβαλαν οι αναιρεσείουσες. Ενεργώντας με τον τρόπο αυτόν, το γενικό Δικαστήριο τήρησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεών του.

61

Η απόφαση του ΕΔΔΑ της 18ης Δεκεμβρίου 2018, Murtazaliyeva κατά Ρωσίας (CE:ECHR:2018:1218JUD003665805), δεν μπορεί να κλονίσει την ορθότητα των ανωτέρω σκέψεων. Μολονότι το ως άνω δικαστήριο επισήμανε, στην παράγραφο 164 της αποφάσεως εκείνης, ότι η συλλογιστική των δικαστηρίων που επιλαμβάνονται αιτήματος εξετάσεως μαρτύρων πρέπει να αντιστοιχεί στους λόγους που παρατίθενται προς στήριξη του αιτήματος αυτού, δηλαδή ότι πρέπει να είναι εξίσου εκτενής και λεπτομερής όπως και οι λόγοι αυτοί, προσέθεσε, στην παράγραφο 165 της εν λόγω της αποφάσεως, ότι, δεδομένου ότι η ΕΣΔΑ δεν επιβάλλει την υποχρέωση κλητεύσεως ή εξετάσεως κάθε μάρτυρα υπερασπίσεως, τα εθνικά δικαστήρια δεν υποχρεούνται να δίδουν λεπτομερή απάντηση σε κάθε τέτοιο αίτημα υποβαλλόμενο από την υπεράσπιση, οφείλουν όμως να αιτιολογούν προσηκόντως την απόφασή τους.

62

Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη τους λόγους που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες προς στήριξη του αιτήματός τους για εξέταση μαρτύρων, λόγους τους οποίους συνόψισε στις σκέψεις 221 έως 225 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στους οποίους απάντησε στις σκέψεις 232 έως 235 της αποφάσεως αυτής, με τρόπο που δεν μπορεί να θεωρηθεί μη προσήκων.

63

Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

64

Οι αναιρεσείουσες διατείνονται ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεών του. Αφενός, κατά τις αναιρεσείουσες, είναι αδύνατο να γίνει αντιληπτό σε ποιες ενδείξεις στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο για να κρίνει, στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Silver Plastics μετέσχε στην προβαλλόμενη αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σύσκεψη της 13ης Ιουνίου 2002. Το Γενικό Δικαστήριο ουδέποτε εξήγησε γιατί από τις χειρόγραφες σημειώσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης. Επιπλέον, στη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επιχειρεί απλώς και μόνο να καταδείξει για ποιο λόγο τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες δεν αποδεικνύουν κατ’ ανάγκη ότι μια άλλη σύσκεψη, με αντικείμενο που δεν ήταν αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού και η οποία διεξήχθη την ίδια ημέρα, με συμμετοχή εκπροσώπων της Silver Plastics, άρχισε στις 09:00 και ότι, κατά συνέπεια, οι εκπρόσωποι της τελευταίας δεν ήταν δυνατό να έχουν μετάσχει στην αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σύσκεψη που διεξήχθη την ίδια ώρα. Αντιθέτως, παραμένουν απροσδιόριστοι οι λόγοι για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η σύσκεψη με αντικείμενο που δεν ήταν αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού είχε αρχίσει αργότερα. Οι αναιρεσείουσες υπογραμμίζουν ότι δεν αμφισβητούν την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων από το Γενικό Δικαστήριο, αλλά καταγγέλλουν το γεγονός ότι αυτό δεν θεμελίωσε τις εκτιμήσεις του σε θετικά στοιχεία.

65

Αφετέρου, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιορίστηκε, χωρίς άλλη αιτιολογία, να παρατηρήσει επανειλημμένα ότι οι έγγραφες δηλώσεις του W. δεν ήταν αξιόπιστες.

66

Η Επιτροπή φρονεί ότι ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι εν μέρει απαράδεκτος, καθόσον στην πραγματικότητα αμφισβητεί την εκτίμηση των αποδείξεων από το Γενικό Δικαστήριο και, εν πάση περιπτώσει, είναι αβάσιμος.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

67

Όπως υπογράμμισαν οι ίδιες οι αναιρεσείουσες, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως αφορά τον έλεγχο της τηρήσεως από το Γενικό Δικαστήριο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των αποφάσεών του και δεν αποσκοπεί σε νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, για τα οποία δεν είναι αρμόδιο το Δικαστήριο στο στάδιο της αιτήσεως αναιρέσεως. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο ο λόγος αυτός είναι, εν μέρει, απαράδεκτος.

68

Πρώτον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών σχετικά με τη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να σημειωθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε στη σκέψη αυτή ότι, στις 13 Ιουνίου 2002, διάφορες ανταγωνίστριες στη σχετική αγορά επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων η Silver Plastics, συναντήθηκαν για να συζητήσουν για τη στρατηγική τιμών, στο περιθώριο μιας συσκέψεως, διεξαχθείσας την ίδια ημέρα, το αντικείμενο της οποίας δεν ήταν αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

69

Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι αναιρεσείουσες υποστήριξαν, κατ’ ουσίαν, ότι η σύσκεψη της οποίας το αντικείμενο δεν ήταν αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού και η σύσκεψη σχετικά με τις τιμές είχαν διεξαχθεί ταυτοχρόνως, οπότε οι εκπρόσωποι της Silver Plastics, που μετέσχαν στην πρώτη σύσκεψη, δεν μπορούσαν να έχουν επίσης μετάσχει στη δεύτερη.

70

Το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε, όμως εξαντλητικά, στις σκέψεις 47 έως 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όλα τα στοιχεία τα οποία, κατ’ αυτό, αποδείκνυαν ότι οι εκπρόσωποι της Silver Plastics είχαν μετάσχει στην αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σύσκεψη σχετικά με τις τιμές. Αντιθέτως προς όσα διατείνονται οι αναιρεσείουσες, ουδόλως απαιτούνταν να προσδιορίσει συναφώς το Γενικό Δικαστήριο την ακριβή ώρα ενάρξεως της συσκέψεως που είχε αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Το Γενικό Δικαστήριο δεν παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει, κρίνοντας, στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι υφίστατο ασάφεια όσον αφορά την ώρα ενάρξεως της τελευταίας αυτής συσκέψεως.

71

Όσον αφορά τις χειρόγραφες σημειώσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αντιθέτως προς όσα διατείνονται οι αναιρεσείουσες, από τη σκέψη 56 της ως άνω αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι αυτές αφορούσαν τις τιμές των προϊόντων των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν η Silver Plastics, και ότι, κατά συνέπεια, από αυτές προέκυπτε παραβίαση του δικαίου της Ένωσης περί ανταγωνισμού.

72

Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες με το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, από τις σκέψεις 54, 63 και 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει καμία παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως από το Γενικό Δικαστήριο.

73

Δεύτερον, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν αιτιολόγησε τη διαπίστωσή του ότι οι δηλώσεις του W. που του είχαν υποβληθεί δεν ήταν αξιόπιστες.

74

Επισημαίνεται, συναφώς, ότι, αντιθέτως προς όσα αφήνουν να εννοηθούν οι αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο δεν προέβη σε εκτίμηση της αξιοπιστίας των δηλώσεων του W. στο σύνολό τους.

75

Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως, σε πολλές σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι μόνον ορισμένα από τα λεγόμενα του W., τα οποία περιλαμβάνονταν στις προσκομισθείσες από τις αναιρεσείουσες ενώπιόν του δηλώσεις, ήταν ελάχιστα ή και καθόλου αξιόπιστα, δεδομένου ότι αντικρούονταν από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία μνημόνευσε το Γενικό Δικαστήριο.

76

Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως όσον αφορά την αξιοπιστία των δηλώσεων του W. στο σύνολό τους.

77

Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

78

Οι αναιρεσείουσες διατείνονται ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, κρίνοντας ότι η επίμαχη παράβαση στη ΒΔΕ την οποία αφορούσε η επίδικη απόφαση αποτελούσε ενιαία και διαρκή παράβαση σχετική με την αγορά σκαφιδίων από σκληρό υλικό, αφορώσα ιδίως την περίοδο από τις 13 Ιουνίου 2002 μέχρι τις 24 Αυγούστου 2004. Το Γενικό Δικαστήριο δεν απέδειξε την ύπαρξη στη σχετική αγορά, κατά την ως άνω περίοδο, ενός συνολικού σχεδίου το οποίο να κατέληξε περαιτέρω σε ατομικές παραβάσεις συνδεόμενες μεταξύ τους. Αντιθέτως, το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε, στη σκέψη 177 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι σύσκεψη με αντικείμενο την ως άνω αγορά διεξήχθη για πρώτη φορά στις 24 Αυγούστου 2004.

79

Η πλάνη στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο είχε συνέπειες επί του ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε στις αναιρεσείουσες, καθόσον αυτό προσδιορίστηκε με βάση ένα αρχικό ποσό στηριζόμενο στον κύκλο εργασιών που πραγματοποιήθηκε το οικονομικό έτος 2006 ο οποίος προέκυπτε, ιδίως, από τις πωλήσεις σκαφιδίων από σκληρό υλικό. Το ως άνω ποσό πολλαπλασιάστηκε, στη συνέχεια, επί τον αριθμό των ετών της επίμαχης παραβάσεως, πράγμα το οποίο είχε ως συνέπεια να περιληφθεί στον υπολογισμό του εν λόγω προστίμου ο κύκλος εργασιών που πραγματοποιήθηκε από τις πωλήσεις σκαφιδίων από σκληρό υλικό για περίοδο προγενέστερη του Σεπτεμβρίου του 2004.

80

Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών και εκτιμά ότι ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

81

Πρέπει να υπομνησθεί ότι η έννοια της «ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως», όπως αυτή αναγνωρίζεται στη νομολογία του Δικαστηρίου, προϋποθέτει την ύπαρξη ενός «συνολικού σχεδίου», στο οποίο εντάσσονται διάφορες πράξεις, λόγω του ότι επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά, τούτο δε ανεξάρτητα από το αν μία ή περισσότερες από τις πράξεις αυτές θα μπορούσαν επίσης να συνιστούν, εξεταζόμενες αφ’ εαυτών και μεμονωμένα, παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Villeroy & Boch κατά Επιτροπής, C‑644/13 P, EU:C:2017:59, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

82

Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι για τη συμμετοχή επιχειρήσεως σε ενιαία και διαρκή παράβαση δεν απαιτείται η άμεση συμμετοχή της στο σύνολο των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορών που συνθέτουν την εν λόγω παράβαση ούτε απαιτείται όλες οι επιχειρήσεις που μετέχουν σε ενιαία και διαρκή παράβαση να δραστηριοποιούνται στην ίδια αγορά (πρβλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Villeroy & Boch κατά Επιτροπής, C‑644/13 P, EU:C:2017:59, σκέψεις 49 και 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

83

Εν προκειμένω, από τη σκέψη 177 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στο πλαίσιο της ανέλεγκτης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του, ότι η επίμαχη παράβαση στη ΒΔΕ, στην οποία μετείχαν οι αναιρεσείουσες, αφορούσε τόσο τα σκαφίδια από πολυστυρένιο όσο και τα σκαφίδια από σκληρό υλικό. Για τους λόγους αυτούς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, ως εκ τούτου, ότι υφίστατο ένα «συνολικό σχέδιο» που κάλυπτε αμφότερα τα ως άνω προϊόντα.

84

Υπό το πρίσμα της ως άνω διαπιστώσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επικυρώνοντας τη διαπίστωση που περιλαμβάνεται στην αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως, κατά την οποία οι αναιρεσείουσες είχαν μετάσχει σε ενιαία και διαρκή παράβαση στη ΒΔΕ αφορώσα τόσο τα σκαφίδια από πολυστυρένιο όσο και τα σκαφίδια από σκληρό υλικό, την περίοδο από 13 Ιουνίου 2002 μέχρι 29 Οκτωβρίου 2007.

85

Πράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η πρώτη σύσκεψη που είχε ως αντικείμενο την αγορά σκαφιδίων από σκληρό υλικό πραγματοποιήθηκε μόλις στις 24 Αυγούστου 2004, όπως διατείνονται οι αναιρεσείουσες, το γεγονός αυτό δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά τη συμμετοχή τους σε ενιαία και διαρκή παράβαση αφορώσα τόσο τα σκαφίδια από πολυστυρένιο όσο και τα σκαφίδια από σκληρό υλικό, δεδομένου ότι, όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο, η θέση σε εφαρμογή του «συνολικού σχεδίου», κατά την έννοια της νομολογίας του που παρατίθεται στη σκέψη 81 της παρούσας αποφάσεως, στο οποίο εντάσσονταν επίσης οι ενέργειες σχετικά με τα σκαφίδια από σκληρό υλικό, άρχισε στις 13 Ιουνίου 2002.

86

Επομένως, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, όσον αφορά τη διαπίστωση της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής μονάδας

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

87

Οι αναιρεσείουσες διατείνονται ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 23, παράγραφος 2, πρώτη και δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον στήριξε τη συλλογιστική του στην παραδοχή ότι αποτελούσαν ενιαία οικονομική μονάδα, παρά τα πραγματικά στοιχεία και τις αποδείξεις που αυτές προέβαλαν και που ήταν ικανά να ανατρέψουν το σχετικό τεκμήριο, παραδοχή στηριζόμενη στο ότι η Johannes Reifenhäuser Holding κατείχε το σύνολο σχεδόν του κεφαλαίου της Silver Plastics. Όπως όμως προκύπτει από διάφορα στοιχεία που προβλήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Johannes Reifenhäuser Holding ουδέποτε εμφανιζόταν σε τρίτους ως ιδιοκτήτρια της Silver Plastics. Η Johannes Reifenhäuser Holding ήταν απλώς ένα διοικητικό μόρφωμα το οποίο δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής μονάδας. Ο καταστατικός της σκοπός, σε μεγάλο βαθμό γενικής φύσεως, δεν εμποδίζει μια τέτοια θεώρηση, σε αντίθεση με όσα εκτίθενται στη σκέψη 269 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

88

Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

89

Υπενθυμίζεται ότι, στη σκέψη 265 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, κατά την περίοδο την οποία αφορά η επίμαχη παράβαση, η Johannes Reifenhäuser Holding κατείχε σχεδόν το σύνολο (99,75 %) του κεφαλαίου της Silver Plastics.

90

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 266 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή μπορούσε να στηριχθεί στο τεκμήριο κατά το οποίο, στην ειδική περίπτωση όπου μια μητρική εταιρία κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ολόκληρο ή σχεδόν ολόκληρο το κεφάλαιο της θυγατρικής της που διέπραξε παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η ως άνω μητρική εταιρία ασκεί πράγματι καθοριστική επιρροή στη θυγατρική της (πρβλ. αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 1983, AEG-Telefunken κατά Επιτροπής, 107/82, EU:C:1983:293, σκέψη 50, και της 16ης Ιουνίου 2016, Evonik Degussa και AlzChem κατά Επιτροπής, C‑155/14 P, EU:C:2016:446, σκέψη 28).

91

Αφού ανέλυσε, στις σκέψεις 267 έως 279 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα επιχειρήματα και τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλέστηκαν οι αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 280 της αποφάσεως αυτής, ότι τα ως άνω επιχειρήματα και αποδεικτικά στοιχεία δεν αρκούσαν για την ανατροπή του μνημονευόμενου στην προηγούμενη σκέψη τεκμηρίου.

92

Με τα επιχειρήματα που προβάλλουν προς στήριξη του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες επαναλαμβάνουν, κατ’ ουσίαν, τα επιχειρήματα που είχαν αναπτύξει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου για να αποδείξουν ότι η Johannes Reifenhäuser Holding δεν ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της Silver Plastics, χωρίς να διευκρινίζουν ποια ήταν η πλάνη στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής.

93

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όμως, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να προσδιορίζει επακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως ή της διατάξεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό. Δεν πληροί την επιταγή αυτή η αίτηση αναιρέσεως η οποία, χωρίς καν να περιέχει επιχειρηματολογία αποσκοπούσα ειδικώς στον προσδιορισμό της πλάνης περί το δίκαιο την οποία φέρεται ότι ενέχει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ή διάταξη, περιορίζεται στην επανάληψη ή στην κατά γράμμα παράθεση των λόγων και των επιχειρημάτων που είχαν ήδη προβληθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (διάταξη της 4ης Ιουλίου 2012, Région Nord-Pas-de-Calais κατά Επιτροπής, C‑389/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:408, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

94

Επομένως, ο έκτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

Επί του εβδόμου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, όσον αφορά το ανώτατο όριο του προστίμου

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

95

Οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο συμπεριέλαβε εσφαλμένα στον υπολογισμό του προστίμου το οποίο τους επιβλήθηκε αλληλεγγύως τον κύκλο εργασιών που είχε πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της δραστηριότητας η οποία μεταφέρθηκε στη συνέχεια στη Maschinenfabrik, πράγμα το οποίο είχε ως συνέπεια την υπέρβαση του ανωτάτου ορίου που προβλέπεται από τη διάταξη αυτή, το οποίο αντιστοιχεί στο 10 % του κύκλου εργασιών κάθε εμπλεκόμενης στην παράβαση επιχειρήσεως. Προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη του τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως, καθόσον, στη σκέψη 311 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, θεώρησε τη χρονική περίοδο της παραβάσεως ως το μόνο αποφασιστικό κριτήριο για τον προσδιορισμό του κύκλου εργασιών που έπρεπε να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του ανωτάτου ορίου του προστίμου. Κατά τις αναιρεσείουσες, για τον προσδιορισμό του εν λόγω κύκλου εργασιών, έπρεπε να επιλεγεί το κατάλληλο οικονομικό έτος, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια της περιόδου της παραβάσεως, στη συνέχεια δε να ληφθεί υπόψη, στο πλαίσιο σχετικής διορθώσεως, η ικανότητα της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως προς καταβολή προστίμου κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως περί επιβολής του προστίμου. Προσθέτουν ότι, εν προκειμένω, η ικανότητά τους προς καταβολή προστίμου είχε μειωθεί αισθητά κατά την ημερομηνία εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, πράγμα το οποίο γνώριζε η Επιτροπή.

96

Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών και εκτιμά ότι ο έβδομος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

97

Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, για κάθε επιχείρηση και ένωση επιχειρήσεων που μετέσχε σε παράβαση των διατάξεων του άρθρου 101 ή 102 ΣΛΕΕ, το επιβαλλόμενο πρόστιμο δεν μπορεί να υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών τους κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος.

98

Στη σκέψη 307 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η επίδικη απόφαση εκδόθηκε στις 24 Ιουνίου 2015 και ότι, καθόσον το οικονομικό έτος της Johannes Reifenhäuser Holding περατωνόταν στις 30 Ιουνίου κάθε ημερολογιακού έτους, το «προηγούμενο οικονομικό έτος», κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, ήταν, στην περίπτωσή της, το οικονομικό έτος 2013/2014, που έληξε στις 30 Ιουνίου 2014.

99

Από τη σκέψη 309 της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι μόλις στις 28 Μαΐου 2015, ήτοι σε ημερομηνία μεταγενέστερη της λήξεως του οικονομικού έτους 2013/2014, καταχωρίστηκε δεόντως η διάσπαση μεταξύ της Johannes Reifenhäuser Holding και της μέλλουσας Maschinenfabrik. Όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στην ίδια σκέψη της εν λόγω αποφάσεως, το γεγονός ότι η ως άνω διάσπαση ίσχυσε αναδρομικώς από τις 30 Σεπτεμβρίου 2014 δεν ασκούσε επιρροή, καθόσον η τελευταία αυτή ημερομηνία είναι επίσης μεταγενέστερη της 30ής Ιουνίου 2014.

100

Υπό το πρίσμα των στοιχείων αυτών, τα οποία δεν αμφισβητούν οι αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε ορθώς το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, λαμβάνοντας υπόψη, για τον υπολογισμό του ανωτάτου ορίου του προστίμου που τους επιβλήθηκε, τον κύκλο εργασιών της Johannes Reifenhäuser Holding κατά το οικονομικό έτος 2013/2014, στον οποίο περιλαμβανόταν ο κύκλος που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της δραστηριότητας η οποία, κατόπιν της καταχωρισθείσας στις 28 Μαΐου 2015 διασπάσεως επιχειρήσεων, θα αφορούσε πλέον την εταιρία Maschinenfabrik.

101

Η επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών ότι η ικανότητά τους προς καταβολή προστίμου είχε μειωθεί αισθητά κατά την ημερομηνία εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως κατόπιν της διασπάσεως της Johannes Reifenhäuser Holding, εκ της οποίας δημιουργήθηκε η Maschinenfabrik, δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα.

102

Ασφαλώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, για τον προσδιορισμό της έννοιας του «προηγούμενου οικονομικού έτους», η Επιτροπή πρέπει να εκτιμά, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται καθώς και τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει το σύστημα κυρώσεων που θεσπίζει ο κανονισμός 1/2003, τον αντίκτυπο που επιδιώκεται να έχει η κύρωση στην εμπλεκόμενη επιχείρηση, ιδίως λαμβανομένου υπόψη ενός κύκλου εργασιών που να απηχεί την πραγματική οικονομική κατάσταση της επιχειρήσεως αυτής κατά την περίοδο διαπράξεως της παραβάσεως. Σε καταστάσεις στις οποίες ο κύκλος εργασιών της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως δεν παρέχει καμία χρήσιμη ένδειξη περί της πραγματικής οικονομικής καταστάσεώς της και περί του κατάλληλου ύψους τού προς επιβολή προστίμου, η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει ως βάση άλλο οικονομικό έτος προκειμένου να είναι σε θέση να εκτιμήσει ορθώς τους οικονομικούς πόρους της εν λόγω επιχειρήσεως και να εξασφαλίσει ότι το πρόστιμο θα έχει επαρκή αποτρεπτικό χαρακτήρα και θα είναι αναλογικό (πρβλ. απόφαση της 15ης Μαΐου 2014, 1. garantovaná κατά Επιτροπής, C‑90/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:326, σκέψη 15 έως 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

103

Εντούτοις, τα πραγματικά περιστατικά που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες προς στήριξη του έκτου λόγου ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ήτοι η διάσπαση της Johannes Reifenhäuser Holding εκ της οποίας δημιουργήθηκε η Maschinenfabrik σε ημερομηνία σαφώς μεταγενέστερη της περιόδου διαπράξεως της επίμαχης παράβασης, ουδόλως δημιουργούσαν αμφιβολίες περί του ότι ο όγκος του κύκλου εργασιών της Johannes Reifenhäuser Holding το οικονομικό έτος 2013/2014 μπορούσε να αποτελεί χρήσιμη ένδειξη σχετικά με την πραγματική οικονομική κατάσταση της ως άνω επιχειρήσεως κατά τη διάρκεια της περιόδου διαπράξεως της εν λόγω παραβάσεως και σχετικά με το πρόσφορο επίπεδο του προστίμου που έπρεπε να της επιβληθεί.

104

Αντιθέτως, αν γινόταν δεκτή η δυνατότητα μιας επιχειρήσεως που παρέβη τους κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης να μειώσει αισθητά, διά της μεταβιβάσεως σε τρίτον ενός τομέα των δραστηριοτήτων της μερικές ημέρες πριν από την έκδοση της αποφάσεως με την οποία της επιβάλλεται πρόστιμο, το ανώτατο όριο του προστίμου αυτού, του οποίου η υπέρβαση δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση, θα διακυβευόταν σοβαρά η αποτελεσματικότητα των κυρώσεων που προβλέπει ο κανονισμός 1/2003.

105

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο λαμβάνοντας υπόψη, για τον υπολογισμό του ανωτάτου ορίου του προστίμου που επιβλήθηκε αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στις αναιρεσείουσες, τον κύκλο εργασιών της Johannes Reifenhäuser Holding τον οποίο πραγματοποίησε η εταιρία αυτή κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους 2013/2014.

106

Εξ αυτού συνάγεται ότι ο έβδομος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

107

Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

108

Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

109

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, που έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου του 184, παράγραφος 1, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

110

Δεδομένου ότι οι αναιρεσείουσες ηττήθηκαν και η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη τους στα δικαστικά έξοδα, θα φέρουν, πέραν των δικών τους δικαστικών εξόδων, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Η Silver Plastics GmbH & Co. KG και η Johannes Reifenhäuser Holding GmbH & Co. KG φέρουν, πέραν των δικών τους δικαστικών εξόδων, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.