ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 8ης Οκτωβρίου 2020 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Κανονισμός (ΕΚ) 1107/2009 – Διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά – Έκτακτα μέτρα – Επίσημη πληροφόρηση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Οδηγία (ΕΕ) 2015/1535 – Διαδικασία πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών – Νεονικοτινοειδή – Προστασία των μελισσών – Αρχή της καλόπιστης συνεργασίας»

Στην υπόθεση C‑514/19,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Γαλλία) με απόφαση της 28ης Ιουνίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 8 Ιουλίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης

Union des industries de la protection des plantes

κατά

Premier ministre,

Ministre de la Transition écologique et solidaire,

Ministre des Solidarités et de la Santé,

Ministre de l’Agriculture et de l’Alimentation,

Agence nationale de sécurité sanitaire de l’alimentation, de l’environnement et du travail,

παρισταμένων των:

Association Générations futures,

Union nationale de l’apiculture française (UNAF),

Syndicat national de l’apiculture,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.‑C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen (εισηγητή), C. Toader, M. Safjan και N. Jääskinen, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Union des industries de la protection des plantes, εκπροσωπούμενη από τον J.‑P. Chevallier, avocat,

η Union nationale de l’apiculture française (UNAF), εκπροσωπούμενη από τον B. Fau, avocat,

το Syndicat national de l’apiculture, εκπροσωπούμενο από τον F. Lafforgue και την H. Baron, avocats,

η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A.‑L. Desjonquères και τον E. Leclerc,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις F. Castilla Contreras και M. Jáuregui Gómez καθώς και από τους A. Dawes και I. Naglis,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 4ης Ιουνίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ 2015, L 241, σ. 1), καθώς και των άρθρων 69 και 71 του κανονισμού (ΕΚ) 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και την κατάργηση των οδηγιών 79/117/ΕΟΚ και 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2009, L 309, σ. 1).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Union des industries de la protection des plantes (Ένωσης βιομηχανιών φυτοπροστατευτικών προϊόντων) και, αφετέρου, του Premier ministre (Πρωθυπουργού), του ministre de la Transition écologique et solidaire (Υπουργού Οικολογικής και Αλληλέγγυας Μετάβασης), του ministre des Solidarités et de la Santé (Υπουργού Αλληλεγγύης και Υγείας), του ministre de l’Agriculture et de l’Alimentation (Υπουργού Γεωργίας και Τροφίμων), καθώς και της Agence nationale de sécurité sanitaire de l’alimentation, de l’environnement et du travail (Εθνικής υπηρεσίας για την ασφάλεια των τροφίμων, του περιβάλλοντος και της εργασίας, Γαλλία) σχετικά με την απαγόρευση της χρήσης φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν μία ή περισσότερες δραστικές ουσίες της οικογένειας των νεονικοτινοειδών και των σπόρων που έχουν υποστεί επεξεργασία με τα προϊόντα αυτά.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 2015/1535

3

Το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2015/1535 ορίζει τα εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, τα κράτη μέλη γνωστοποιούν πάραυτα στην Επιτροπή κάθε σχέδιο τεχνικού κανόνα […]· επίσης, απευθύνουν στην Επιτροπή κοινοποίηση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους είναι αναγκαία η θέσπιση ενός τέτοιου τεχνικού κανόνα, εκτός εάν οι λόγοι αυτοί συνάγονται ήδη από το ίδιο το σχέδιο.

[…]

Όταν το σχέδιο του τεχνικού κανόνα αφορά, ειδικότερα, τον περιορισμό της διάθεσης στο εμπόριο ή της χρήσης μιας ουσίας, ενός παρασκευάσματος ή ενός χημικού προϊόντος, για λόγους δημόσιας υγείας και προστασίας των καταναλωτών ή του περιβάλλοντος, τα κράτη μέλη γνωστοποιούν επίσης είτε περίληψη, είτε, στο μέτρο που είναι διαθέσιμες οι σχετικές πληροφορίες, τα χρήσιμα στοιχεία που αφορούν τη συγκεκριμένη ουσία, παρασκεύασμα ή προϊόν, καθώς και όσα αφορούν τα γνωστά και διαθέσιμα προϊόντα υποκατάστασης. Ομοίως γνωστοποιούν τις αναμενόμενες επιπτώσεις του μέτρου στη δημόσια υγεία και την προστασία των καταναλωτών και του περιβάλλοντος, συνοδεύοντάς τα με ανάλυση των κινδύνων […]

Η Επιτροπή, μόλις της γνωστοποιηθούν το σχέδιο του τεχνικού κανόνα και όλα τα σχετικά έγγραφα, τα θέτει υπόψη των λοιπών κρατών μελών […]

[…]

2.   Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη μπορούν να απευθύνουν προς το κράτος μέλος που γνωστοποίησε σχέδιο τεχνικού κανόνα παρατηρήσεις που το εν λόγω κράτος μέλος θα λάβει υπόψη στο μέτρο του δυνατού, αργότερα, κατά την τελική διατύπωση του τεχνικού κανόνα.»

4

Το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη αναβάλλουν την έγκριση ενός σχεδίου τεχνικού κανόνα για τρεις μήνες από την ημερομηνία παραλαβής από την Επιτροπή της γνωστοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1.

[…]

3.   Τα κράτη μέλη αναβάλλουν την έγκριση ενός σχεδίου τεχνικού κανόνα, με εξαίρεση τα σχέδια τα σχετικά με τις υπηρεσίες, κατά 12 μήνες από την ημερομηνία παραλαβής από την Επιτροπή της ανακοίνωσης που αναφέρεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της παρούσας οδηγίας, εάν, εντός των τριών μηνών που ακολουθούν την ημερομηνία αυτή, η Επιτροπή γνωστοποιήσει την πρόθεσή της να προτείνει ή να εκδώσει οδηγία, κανονισμό ή απόφαση για το θέμα αυτό […]

4.   Τα κράτη μέλη αναβάλλουν την έκδοση ενός σχεδίου τεχνικού κανόνα για 12 μήνες από την ημερομηνία παραλαβής από την Επιτροπή της γνωστοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της παρούσας οδηγίας εφόσον, εντός τριών μηνών μετά την ημερομηνία αυτή, η Επιτροπή γνωστοποιήσει τη διαπίστωσή της ότι το σχέδιο τεχνικού κανόνα αφορά θέμα καλυπτόμενο από πρόταση οδηγίας, κανονισμού ή απόφασης […]

[…]

7.   Οι παράγραφοι 1 έως 5 δεν εφαρμόζονται όταν ένα κράτος μέλος:

α)

για επείγοντες λόγους που σχετίζονται με σοβαρή και απρόβλεπτη κατάσταση που αφορά την προστασία της υγείας προσώπων και ζώων, την προστασία των φυτών ή την ασφάλεια και, για τους κανόνες σχετικά με τις υπηρεσίες, με τη δημόσια τάξη και ιδίως με την προστασία των ανηλίκων, πρέπει να εκπονήσει σε ιδιαίτερα σύντομη προθεσμία τεχνικούς κανόνες για να τους εγκρίνει και να τους θέσει σε εφαρμογή αμέσως, χωρίς να είναι δυνατές διαβουλεύσεις· […]

[…]

Το κράτος μέλος αναφέρει στην ανακοίνωση που προβλέπει το άρθρο 5 τους λόγους που δικαιολογούν το επείγον των εν λόγω μέτρων. Η Επιτροπή εκφράζει την άποψή της για την ανακοίνωση αυτή το συντομότερο δυνατό. Λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα σε περίπτωση καταχρηστικής προσφυγής στη διαδικασία αυτή. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενημερώνεται σχετικά από την Επιτροπή.»

5

Το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας αποσαφηνίζει τα εξής:

«Τα άρθρα 5 και 6 δεν εφαρμόζονται στις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών ή στις εκούσιες συμφωνίες με τις οποίες τα κράτη μέλη:

[…]

γ)

κάνουν χρήση των ρητρών διασφάλισης που προβλέπονται σε πράξεις δεσμευτικού χαρακτήρα της Ένωσης.»

Ο κανονισμός 1107/2009

6

Η αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού 1107/2009 έχει ως εξής:

«Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας τόσο της υγείας των ανθρώπων και των ζώων όσο και του περιβάλλοντος, και ταυτόχρονα η εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας της γεωργίας της Κοινότητας. […]»

7

Το άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής:

«Η Επιτροπή μπορεί να επανεξετάσει την έγκριση μιας δραστικής ουσίας ανά πάσα στιγμή. Λαμβάνει υπόψη το αίτημα κράτους μέλους να επανεξετασθεί, με βάση τις νέες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, η έγκριση μιας δραστικής ουσίας […]»

8

Το άρθρο 49, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού έχει ως εξής:

«Εάν υφίστανται βάσιμες ανησυχίες ότι σπόροι που έχουν υποστεί επέμβαση […] είναι πιθανό να αποτελέσουν σοβαρό κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή για το περιβάλλον και ότι αυτός ο κίνδυνος δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί ικανοποιητικά με τα μέτρα που λαμβάνουν το ενδιαφερόμενο ή τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, λαμβάνονται αμέσως μέτρα για τον περιορισμό ή την απαγόρευση της χρήσης ή/και της πώλησης των εν λόγω σπόρων, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 79, παράγραφος 3. […]»

9

Στο άρθρο 69 του ιδίου κανονισμού προβλέπεται ότι:

«Εάν είναι σαφές ότι μια εγκεκριμένη δραστική ουσία […] ή ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν που έχει αδειοδοτηθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό είναι πιθανό να συνιστά σοβαρό κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή για το περιβάλλον και ότι αυτός ο κίνδυνος δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ικανοποιητικά με τα μέτρα που λαμβάνουν το ή τα οικεία κράτη μέλη, λαμβάνονται αμέσως μέτρα για τον περιορισμό ή την απαγόρευση της χρήσης ή/και της πώλησης της εν λόγω ουσίας ή του προϊόντος, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 79, παράγραφος 3, είτε με πρωτοβουλία της Επιτροπής είτε κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους. […]»

10

Το άρθρο 70 του κανονισμού 1107/2009 έχει ως εξής:

«Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 69, η Επιτροπή μπορεί, σε περιπτώσεις κατεπείγουσας ανάγκης, να λαμβάνει προσωρινά έκτακτα μέτρα αφού διαβουλευθεί με το ή τα οικεία κράτη μέλη και ενημερώσει τα άλλα κράτη μέλη.

Το συντομότερο δυνατό και το αργότερο εντός 10 εργάσιμων ημερών, τα μέτρα αυτά επιβεβαιώνονται, τροποποιούνται, ανακαλούνται ή παρατείνονται, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 79, παράγραφος 3.»

11

Το άρθρο 71 του κανονισμού αυτού διευκρινίζει:

«1.   Όταν ένα κράτος μέλος πληροφορεί επίσημα την Επιτροπή για την ανάγκη λήψης έκτακτων μέτρων και δεν έχει αναληφθεί δράση σύμφωνα με το άρθρο 69 ή το άρθρο 70, το κράτος μέλος μπορεί να θεσπίσει ενδιάμεσα μέτρα προστασίας. Στην περίπτωση αυτή, ενημερώνει αμέσως τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή.

2.   Εντός 30 εργάσιμων ημερών η Επιτροπή παραπέμπει το θέμα στην επιτροπή του άρθρου 79, παράγραφος 1, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 79, παράγραφος 3, με σκοπό την παράταση, την τροποποίηση ή την κατάργηση των εθνικών ενδιάμεσων μέτρων προστασίας.

3.   Το κράτος μέλος μπορεί να διατηρεί τα εθνικά ενδιάμεσα μέτρα προστασίας που έχει λάβει έως ότου θεσπισθούν κοινοτικά μέτρα.»

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2018/783

12

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2018/783 της Επιτροπής, της 29ης Μαΐου 2018, για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 540/2011 όσον αφορά τους όρους έγκρισης της δραστικής ουσίας imidacloprid (ιμιδακλοπρίδη) (ΕΕ 2018, L 132, σ. 31), καθορίζει τους όρους διάθεσης στην αγορά και χρήσης της ουσίας ιμιδακλοπρίδη.

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2018/784

13

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2018/784 της Επιτροπής, της 29ης Μαΐου 2018, για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 540/2011 όσον αφορά τους όρους έγκρισης της δραστικής ουσίας clothianidin (κλοθειανιδίνη) (ΕΕ 2018, L 132, σ. 35), καθορίζει τους όρους διάθεσης στην αγορά και χρήσης της ουσίας κλοθειανιδίνη.

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2018/785

14

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2018/785 της Επιτροπής, της 29ης Μαΐου 2018, για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 540/2011 όσον αφορά τους όρους έγκρισης της δραστικής ουσίας thiamethoxam (θειαμεθοξάνη) (ΕΕ 2018, L 132, σ. 40), καθορίζει τους όρους διάθεσης στην αγορά και χρήσης της ουσίας θειαμεθοξάνη.

Το γαλλικό δίκαιο

15

Το άρθρο L. 253-8, II, του code rural et de la pêche maritime (κώδικα γεωργίας και θαλάσσιας αλιείας) ορίζει τα εξής:

«Η χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν μία ή περισσότερες δραστικές ουσίες της οικογένειας των νεονικοτινοειδών και σπόρων που έχουν υποστεί επεξεργασία με τα προϊόντα αυτά απαγορεύεται από 1ης Σεπτεμβρίου 2018.

[…]

Παρεκκλίσεις από την απαγόρευση που προβλέπεται στο πρώτο και στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου II μπορούν να χορηγούνται μέχρι την 1η Ιουλίου 2020 με κοινή απόφαση των Υπουργών Γεωργίας, Περιβάλλοντος και Υγείας.

[…]»

16

Το άρθρο D. 253-46-1 του ως άνω κώδικα, το οποίο προστέθηκε με το décret no 2018-675, du 30 juillet 2018, relatif à la définition des substances actives de la famille des néonicotinoïdes présentes dans les produits phytopharmaceutiques (διάταγμα 2018-675, της 30ής Ιουλίου 2018, σχετικά με τον ορισμό των δραστικών ουσιών της οικογένειας των νεονικοτινοειδών οι οποίες περιέχονται στα φυτοπροστατευτικά προϊόντα) (JORF της 1ης Αυγούστου 2018, κείμενο αριθ. 7), προβλέπει τα εξής:

«Οι ουσίες της οικογένειας των νεονικοτινοειδών τις οποίες αφορά το άρθρο L. 253-8 είναι οι ακόλουθες:

Ακεταμιπρίδη·

Κλοθειανιδίνη·

Ιμιδακλοπρίδη·

Θειακλοπρίδη·

Θειαμεθοξάνη.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17

Το άρθρο L. 253-8 του code rural et de la pêche maritime (κώδικα γεωργίας και θαλάσσιας αλιείας) προβλέπει την απαγόρευση της χρήσης φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν μία ή περισσότερες δραστικές ουσίες της οικογένειας των νεονικοτινοειδών και σπόρων που έχουν υποστεί επεξεργασία με τα προϊόντα αυτά από την 1η Σεπτεμβρίου 2018. Ωστόσο, επιτρέπει τη χορήγηση ορισμένων παρεκκλίσεων από την απαγόρευση αυτή μέχρι την 1η Ιουλίου 2020.

18

Στις 2 Φεβρουαρίου 2017 η Γαλλική Δημοκρατία γνωστοποίησε στην Επιτροπή σχέδιο διατάγματος στο οποίο απαριθμούνται οι δραστικές ουσίες τις οποίες αφορά το άρθρο αυτό. Η γνωστοποίηση στηριζόταν ρητώς στο άρθρο 5, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, της οδηγίας 2015/1535 και δεν παρέπεμπε στον κανονισμό 1107/2009. Η εν λόγω γνωστοποίηση μνημόνευε διάφορες μελέτες από τις οποίες προέκυπτε ότι τα νεονικοτινοειδή έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και ότι υπάρχει κίνδυνος για την υγεία των ανθρώπων.

19

Στις 3 Αυγούστου 2017 η Επιτροπή, με την απάντησή της στην ως άνω γνωστοποίηση, ανέφερε ότι συμμεριζόταν τις ανησυχίες της Γαλλικής Δημοκρατίας όσον αφορά ορισμένες ουσίες της οικογένειας των νεονικοτινοειδών. Επιπλέον, το ως άνω θεσμικό όργανο επισήμανε ότι η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) είχε δημοσιεύσει συμπεράσματα όσον αφορά τρεις από τις ουσίες στις οποίες αναφερόταν το γνωστοποιηθέν σχέδιο διατάγματος, γεγονός που παρωθούσε το όργανο αυτό να εξετάσει την ανάγκη θέσης σε εφαρμογή άλλων περιορισμών.

20

Στη συνέχεια, οι εκτελεστικοί κανονισμοί 2018/783, 2018/784 και 2018/785 απαγόρευσαν τη χρήση των ουσιών ιμιδακλοπρίδη, κλοθειανιδίνη και θειαμεθοξάνη από τις 19 Δεκεμβρίου 2018, με εξαίρεση τη χρήση τους ως αγωγής για τις καλλιέργειες σε μόνιμα θερμοκήπια των φυτών τα οποία παραμένουν σε θερμοκήπιο καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους.

21

Στις 30 Ιουλίου 2018 ο Premier ministre (Πρωθυπουργός) εξέδωσε, βάσει του άρθρου L. 253-8 του code rural et de la pêche maritime (κώδικα γεωργίας και θαλάσσιας αλιείας), το διάταγμα 2018-675, αντικείμενο του οποίου είναι ο καθορισμός των δραστικών ουσιών της οικογένειας των νεονικοτινοειδών τις οποίες αφορά το άρθρο αυτό. Με το προαναφερθέν διάταγμα προστέθηκε στον ως άνω κώδικα το άρθρο D. 253‑46‑1, κατά το οποίο αυτές οι απαγορευμένες ουσίες είναι η ακεταμιπρίδη, η κλοθειανιδίνη, η ιμιδακλοπρίδη, η θειακλοπρίδη και η θειαμεθοξάνη.

22

Την 1η Οκτωβρίου 2018 η Union des industries de la protection des plantes (Ένωση βιομηχανιών φυτοπροστατευτικών προϊόντων) άσκησε ενώπιον του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας, Γαλλία) προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του εν λόγω διατάγματος λόγω αντιθέσεώς του προς τον κανονισμό 1107/2009.

23

Δεδομένης της διαδικασίας που έλαβε χώρα πριν από την έκδοση του διατάγματος 2018-675, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η νομιμότητα του διατάγματος εξαρτάται από το αν η Γαλλική Δημοκρατία είχε τη δυνατότητα, δυνάμει του άρθρου 71 του κανονισμού 1107/2009, να εκδώσει το διάταγμα αυτό ως έκτακτο μέτρο έπειτα από γνωστοποίηση βάσει της οδηγίας 2015/1535 και ενώ η Επιτροπή είχε λάβει σειρά μέτρων σχετικά με τη χρήση ορισμένων νεονικοτινοειδών τα οποία αφορά το εν λόγω διάταγμα.

24

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα

«1)

Όταν εθνικό μέτρο που σκοπεί στον περιορισμό της χρήσεως δραστικών ουσιών έχει μεν γνωστοποιηθεί επισήμως στην Επιτροπή βάσει του άρθρου 5 της οδηγίας 2015/1535 […] πλην όμως το κράτος μέλος έχει προσκομίσει παραλλήλως τα στοιχεία βάσει των οποίων θεωρεί ότι η ουσία είναι πιθανό να συνιστά σοβαρό κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή για το περιβάλλον και ότι ο κίνδυνος αυτός μπορεί να αντιμετωπιστεί ικανοποιητικά, βάσει της υφιστάμενης ρυθμίσεως, μόνο με μέτρα που λαμβάνει το κράτος μέλος, και όταν τα στοιχεία αυτά είναι αρκούντως σαφή ώστε η Επιτροπή να μπορεί να συνδέσει, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη, τη βάση της γνωστοποιήσεως με τον κανονισμό 1107/2009 […], δύναται υπό τις συνθήκες αυτές η […] Επιτροπή να θεωρήσει τη γνωστοποίηση ως γενομένη κατά τη διαδικασία των άρθρων 69 και 71 του κανονισμού αυτού και να λάβει, ενδεχομένως, συμπληρωματικά μέτρα έρευνας ή μέτρα που ανταποκρίνονται τόσο στις απαιτήσεις της ρυθμίσεως αυτής όσο και στις ανησυχίες που εξέφρασε το εν λόγω κράτος μέλος;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό, πρέπει οι εκτελεστικοί κανονισμοί 2018/783, 2018/784 και 2018/785 […] που απαγορεύουν τη χρήση των ουσιών thiamethoxam, clothianidin και imidacloprid από τις 19 Δεκεμβρίου 2018, με εξαίρεση τη χρήση τους ως αγωγής για καλλιέργειες σε μόνιμα θερμοκήπια φυτών τα οποία παραμένουν σε τέτοιο θερμοκήπιο καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους, να θεωρηθούν μέτρα ληφθέντα σε απάντηση του αιτήματος που υπέβαλε η [Γαλλική Δημοκρατία] στις 2 Φεβρουαρίου 2017, για γενική απαγόρευση της χρήσεως των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν μία ή περισσότερες ουσίες της οικογένειας των νεονικοτινοειδών και των σπόρων που έχουν υποστεί επεξεργασία με τα προϊόντα αυτά;

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, τι μπορεί να πράξει το κράτος μέλος που έχει ζητήσει από την Επιτροπή, βάσει του άρθρου 69 του κανονισμού 1107/2009, να λάβει μέτρα προκειμένου να περιορίσει ή να απαγορεύσει τη χρήση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν μία ή περισσότερες ουσίες της οικογένειας των νεονικοτινοειδών και των σπόρων που έχουν υποστεί επεξεργασία με τα προϊόντα αυτά, αν το αίτημά του έγινε μόνον εν μέρει δεκτό από την Επιτροπή, η οποία δεν περιόρισε τη χρήση όλων των ουσιών της οικογένειας των νεονικοτινοειδών, αλλά τριών εξ αυτών;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του παραδεκτού

25

Η Union des industries de la protection des plantes (Ένωση βιομηχανιών φυτοπροστατευτικών προϊόντων) αμφισβητεί το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

26

Υποστηρίζει ότι δεν ήταν δυνατή η έκδοση του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικού μέτρου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 71 του κανονισμού 1107/2009, καθόσον το μέτρο αυτό συνιστά οριστική απαγόρευση και όχι προσωρινό μέτρο με ισχύ μέχρι τη λήψη μέτρων σε επίπεδο Ένωσης. Περαιτέρω, το μέτρο αυτό δεν έχει χαρακτήρα επείγοντος, καθόσον απορρέει από νόμο του 2016 του οποίου τα αποτελέσματα αναβλήθηκαν μέχρι το 2018. Επιπλέον, η γνωστοποίηση του εν λόγω μέτρου δεν είναι επακόλουθο της επείγουσας διαδικασίας που προβλέπει η οδηγία 2015/1535.

27

Κατά την άποψή της, υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο ερώτημα, το οποίο αφορά την τήρηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων που προβλέπει το άρθρο 71 του κανονισμού 1107/2009, δεν ασκεί επιρροή στην έκβαση της διαφοράς της κύριας δίκης. Το ίδιο ισχύει και για το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα, καθόσον αυτά υποβλήθηκαν μόνο για την περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα. Επιπλέον, το δεύτερο ερώτημα δεν έχει καμία σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης.

28

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της καθιερούμενης με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και το οποίο φέρει την ευθύνη της εκδοθησόμενης δικαστικής απόφασης να αξιολογήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, τόσο την αναγκαιότητα προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του απόφασης όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να αποφανθεί (απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2018, Minister for Justice and Equality και Commissioner of An Garda Síochána, C‑378/17, EU:C:2018:979, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29

Συνεπώς, συντρέχει τεκμήριο λυσιτέλειας για τα ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2018, Minister for Justice and Equality και Commissioner of An Garda Síochána, C‑378/17, EU:C:2018:979, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30

Τα επιχειρήματα που προβάλλει η Union des industries de la protection des plantes (Ένωση βιομηχανιών φυτοπροστατευτικών προϊόντων) δεν αρκούν για να ανατρέψουν το τεκμήριο λυσιτέλειας το οποίο ισχύει για τα υποβληθέντα ερωτήματα.

31

Πράγματι, προκύπτει, πρώτον, ότι το αιτούν δικαστήριο δεν προσδιόρισε, στο στάδιο αυτό, το περιεχόμενο του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικού μέτρου. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν αποκλείεται το αιτούν δικαστήριο, προβαίνοντας ενδεχομένως σε σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία του εν λόγω μέτρου, να κρίνει ότι το μέτρο έχει προσωρινό χαρακτήρα και μπορεί, για τον λόγο αυτό, να συνιστά «ενδιάμεσο μέτρο προστασίας» κατά την έννοια του άρθρου 71 του κανονισμού 1107/2009.

32

Δεύτερον, η διάρκεια της εθνικής διαδικασίας που προηγήθηκε της έκδοσης του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικού μέτρου δεν είναι καθοριστικής σημασίας, διότι η διάρκεια αυτή δεν αρκεί για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο το μέτρο αυτό να έλαβε τον χαρακτήρα του «έκτακτου μέτρου» υπό την έννοια της διάταξης αυτής κατά το τελικό στάδιο της διαδικασίας αυτής, στον βαθμό που η έκδοσή του κατέστη πλέον αναγκαία για την επείγουσα αντιμετώπιση σοβαρού κινδύνου για την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή για το περιβάλλον.

33

Τρίτον, όσον αφορά τη μη προσφυγή στην επείγουσα διαδικασία της οδηγίας 2015/1535 για τη γνωστοποίηση του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικού μέτρου, επισημαίνεται ότι με το πρώτο ερώτημα ζητείται να παρασχεθούν στο αιτούν δικαστήριο τα αναγκαία στοιχεία του δικαίου της Ένωσης ώστε να καθοριστεί αν και, εφόσον είναι αναγκαίο, υπό ποιες προϋποθέσεις γνωστοποίηση πραγματοποιηθείσα δυνάμει της οδηγίας αυτής μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 71 του κανονισμού 1107/2009. Ως εκ τούτου, η εκτίμηση του εν λόγω επιχειρήματος της Union des industries de la protection des plantes (Ένωσης βιομηχανιών φυτοπροστατευτικών προϊόντων) συνδέεται άρρηκτα με την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο εν λόγω προδικαστικό ερώτημα και, επομένως, δεν συνεπάγεται το απαράδεκτο αυτού (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 17ης Ιανουαρίου 2019, KPMG Baltics, C‑639/17, EU:C:2019:31, σκέψη 11, και της 3ης Δεκεμβρίου 2019, Iccrea Banca, C‑414/18, EU:C:2019:1036, σκέψη 30).

34

Τέταρτον, όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του δευτέρου ερωτήματος και του αντικειμένου της διαφοράς της κύριας δίκης, διαπιστώνεται ότι με το ερώτημα αυτό ζητείται να διευκρινιστεί αν μπορεί να θεωρηθεί ότι ορισμένα μέτρα τα οποία έλαβε η Επιτροπή μετά την εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας γνωστοποίηση ελήφθησαν σε απάντηση της γνωστοποίησης αυτής. Δεδομένου, αφενός, ότι το αιτούν δικαστήριο, προκειμένου να επιλύσει τη διαφορά της κύριας δίκης, πρέπει να διαπιστώσει αν η Γαλλική Δημοκρατία μπορούσε να εκδώσει το διάταγμα 2018‑675 κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 71 του κανονισμού 1107/2009 και, αφετέρου, ότι η διάταξη αυτή εξαρτά τη δράση των κρατών μελών από την έλλειψη θέσπισης ορισμένων μέτρων από την Επιτροπή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το δεύτερο ερώτημα στερείται προδήλως οποιασδήποτε σχέσης με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης.

35

Κατά συνέπεια, τα προδικαστικά ερωτήματα είναι παραδεκτά.

Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

36

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 5 της οδηγίας 2015/1535 και το άρθρο 71, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 έχουν την έννοια ότι η δυνάμει του άρθρου 5 της οδηγίας γνωστοποίηση εθνικού μέτρου το οποίο απαγορεύει τη χρήση ορισμένων δραστικών ουσιών που εμπίπτουν στον κανονισμό πρέπει να θεωρείται επίσημη πληροφόρηση σχετικά με την ανάγκη λήψης έκτακτων μέτρων κατά την έννοια του άρθρου 71, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, όταν η γνωστοποίηση αυτή περιλαμβάνει σαφή έκθεση των στοιχείων που αποδεικνύουν, αφενός, ότι οι δραστικές αυτές ουσίες είναι πιθανό να συνιστούν σοβαρό κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή για το περιβάλλον και, αφετέρου, ότι ο κίνδυνος μπορεί να αντιμετωπισθεί ικανοποιητικά μόνο με μέτρα λαμβανόμενα από το οικείο κράτος μέλος.

37

Το άρθρο 71, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 προβλέπει ότι, όταν ένα κράτος μέλος πληροφορεί επίσημα την Επιτροπή για την ανάγκη λήψης έκτακτων μέτρων και δεν έχει αναληφθεί δράση σύμφωνα με τα άρθρα 69 ή 70 του κανονισμού αυτού, το κράτος μέλος μπορεί να θεσπίσει ενδιάμεσα μέτρα προστασίας. Στην περίπτωση αυτή, το κράτος μέλος υποχρεούται να ενημερώσει αμέσως τα λοιπά κράτη μέλη και την Επιτροπή επί του ζητήματος αυτού.

38

Το άρθρο 69 του εν λόγω κανονισμού εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να λαμβάνει έκτακτα μέτρα για τον περιορισμό ή την απαγόρευση της χρήσης ή της πώλησης δραστικής ουσίας ή φυτοπροστατευτικού προϊόντος, εάν είναι σαφές ότι η εν λόγω δραστική ουσία ή το εν λόγω προϊόν, που έχει αδειοδοτηθεί σύμφωνα με τον ίδιο κανονισμό, είναι πιθανό να συνιστά σοβαρό κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή για το περιβάλλον και ότι ο κίνδυνος αυτός δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί ικανοποιητικά με τα μέτρα που λαμβάνει το οικείο κράτος μέλος ή τα οικεία κράτη μέλη. Το άρθρο 70 του κανονισμού 1107/2009 προβλέπει τη δυνατότητα της Επιτροπής να λαμβάνει τέτοια έκτακτα μέτρα μετά το πέρας απλουστευμένης διαδικασίας σε περίπτωση κατεπείγουσας ανάγκης.

39

Επομένως, σκοπός της διαδικασίας που καθιερώνει το άρθρο 71 του κανονισμού αυτού είναι να καταστήσει δυνατή τη λήψη από την Επιτροπή ή, αν αυτή δεν αναλάβει δράση, από κράτος μέλος, έκτακτων μέτρων τα οποία οριοθετούν τη χρήση ή την πώληση ορισμένων ουσιών ή ορισμένων προϊόντων, όταν τα μέτρα αυτά κρίνονται αναγκαία για την προστασία της υγείας των ανθρώπων ή των ζώων ή του περιβάλλοντος.

40

Όσον αφορά το άρθρο 5 της οδηγίας 2015/1535, αυτό προβλέπει ότι τα κράτη μέλη γνωστοποιούν πάραυτα στην Επιτροπή κάθε σχέδιο τεχνικού κανόνα. Της ως άνω γνωστοποίησης πρέπει κατ’ αρχήν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6 της οδηγίας αυτής, να έπεται αναβολή της έγκρισης του εν λόγω σχεδίου, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στο εν λόγω θεσμικό όργανο και στα λοιπά κράτη μέλη να διατυπώσουν παρατηρήσεις επ’ αυτού.

41

Μολονότι η προβλεπόμενη από την εν λόγω οδηγία διαδικασία μπορεί να αφορά, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, αυτής, μέτρα κράτους μέλους με σκοπό τον περιορισμό της διάθεσης στο εμπόριο ή της χρήσης ουσίας ή χημικού προϊόντος για λόγους δημόσιας υγείας ή προστασίας του περιβάλλοντος, γεγονός παραμένει ότι οι δύο διαδικασίες στις οποίες αναφέρεται το πρώτο ερώτημα είναι διαφορετικές.

42

Πρώτον, ενώ το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας εφαρμόζεται, κατ’ αρχήν, σε κάθε σχέδιο τεχνικού κανόνα, το άρθρο 71, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 αφορά τα μέτρα τα οποία εφαρμόζονται στις ουσίες και στα προϊόντα που έχουν εγκριθεί ή αδειοδοτηθεί δυνάμει του κανονισμού αυτού.

43

Δεύτερον, η γνωστοποίηση με την οποία κινείται η διαδικασία του άρθρου 5 της οδηγίας αυτής δεν επιτελεί την ίδια λειτουργία με την επίσημη πληροφόρηση με την οποία κινείται η διαδικασία του άρθρου 71 του κανονισμού 1107/2009, δεδομένου ότι σκοπός της γνωστοποίησης είναι να δοθεί στην Επιτροπή και στα λοιπά κράτη μέλη η δυνατότητα να διατυπώσουν παρατηρήσεις, ενώ πρωταρχικός σκοπός της πληροφόρησης είναι να παρακινήσει την Επιτροπή να αντιδράσει στην εν λόγω πληροφόρηση λαμβάνοντας τα αναγκαία έκτακτα μέτρα για την αντιμετώπιση του κινδύνου που εντόπισε το οικείο κράτος μέλος.

44

Τρίτον, οι συνέπειες τις οποίες ο νομοθέτης της Ένωσης συνδέει με τη γνωστοποίηση και την πληροφόρηση που προβλέπονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 5 της οδηγίας 2015/1535 και στο άρθρο 71 του κανονισμού 1107/2009 δεν είναι της ιδίας φύσης. Συγκεκριμένα, ενώ η γνωστοποίηση κατ’ αρχήν συνεπάγεται την αναβολή της έγκρισης του οικείου σχεδίου, η κατά το άρθρο 71, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 πληροφόρηση μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να παράσχει στο οικείο κράτος μέλος τη δυνατότητα να λάβει αμελλητί εθνικά ενδιάμεσα μέτρα προστασίας.

45

Συναφώς, μολονότι η διαδικασία του άρθρου 5 της οδηγίας 2015/1535 μπορεί πράγματι και αυτή να οδηγήσει στην άμεση λήψη εθνικών μέτρων, όταν το οικείο κράτος μέλος κάνει χρήση της δυνατότητας που προβλέπει προς τούτο το άρθρο 6, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, η εν λόγω δυνατότητα αποτελεί μόνον εξαίρεση, της οποίας, εξάλλου, η εφαρμογή εξαρτάται από προϋπόθεση μη προβλεπόμενη στο άρθρο 71, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009, ήτοι τον απρόβλεπτο χαρακτήρα της κατάστασης που ρυθμίζει το ληφθέν έκτακτο μέτρο.

46

Τέταρτον, επισημαίνεται ότι το άρθρο 71, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού πρέπει να εξομοιωθεί, όπως ανέφερε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 58 των προτάσεών της, με ρήτρα διασφάλισης.

47

Ο διακριτός χαρακτήρας των διαδικασιών που προβλέπουν αντιστοίχως το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας και το άρθρο 71 του εν λόγω κανονισμού επιβεβαιώνεται, επομένως, από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της ίδιας οδηγίας, το οποίο προβλέπει ότι τα άρθρα 5 και 6 αυτής δεν εφαρμόζονται στις διατάξεις των κρατών μελών οι οποίες κάνουν χρήση των ρητρών διασφάλισης που προβλέπονται σε πράξεις δεσμευτικού χαρακτήρα της Ένωσης.

48

Κατόπιν τούτου, μολονότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η χρήση, από κράτος μέλος, της δυνατότητας που προβλέπει πράξη της Ένωσης για λήψη έκτακτων μέτρων προϋποθέτει την τήρηση τόσο των ουσιαστικών όσο και των διαδικαστικών προϋποθέσεων που προβλέπει η πράξη αυτή (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Monsanto κ.λπ., C‑58/10 έως C‑68/10, EU:C:2011:553, σκέψη 69, καθώς και της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, Fidenato κ.λπ., C‑111/16, EU:C:2017:676, σκέψη 32), διαπιστώνεται ότι μόνη απαίτηση προκειμένου να επιληφθεί του θέματος η Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 71, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 είναι το οικείο κράτος μέλος να «πληροφορήσει επίσημα» το εν λόγω θεσμικό όργανο, χωρίς να πρέπει να τηρηθεί ιδιαίτερος τύπος για την πληροφόρηση αυτή.

49

Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, η Ένωση και τα κράτη μέλη εκπληρώνουν τα εκ των Συνθηκών καθήκοντα βάσει αμοιβαίου σεβασμού και αμοιβαίας συνεργασίας. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει, μεταξύ άλλων, ότι η αρχή αυτή όχι μόνον υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης, αλλά επιβάλλει και στα θεσμικά όργανα της Ένωσης αμοιβαίες υποχρεώσεις καλόπιστης συνεργασίας με τα κράτη μέλη (αποφάσεις της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑192/13 P, EU:C:2014:2156, σκέψη 87, και της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Amoena, C‑677/18, EU:C:2019:1142, σκέψη 55).

50

Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, μεταξύ των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης, περιλαμβάνεται η αρχή της χρηστής διοίκησης, με την οποία συνδέεται η υποχρέωση του αρμόδιου θεσμικού οργάνου να ερευνά, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περίπτωσης (απόφαση της 29ης Μαρτίου 2012, Επιτροπή κατά Εσθονίας, C‑505/09 P, EU:C:2012:179, σκέψη 95 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51

Υπό τις συνθήκες αυτές, παρά τον διακριτό χαρακτήρα των διαδικασιών, αντιστοίχως, του άρθρου 5 της οδηγίας 2015/1535 και του άρθρου 71, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 και δεδομένου του μνημονευόμενου στην αιτιολογική σκέψη 8 του ως άνω κανονισμού σκοπού της προστασίας της υγείας των ανθρώπων και των ζώων και του περιβάλλοντος, η Επιτροπή, δεν μπορεί να θεωρεί ότι δεν ασκεί καμία επιρροή, για τους σκοπούς της εφαρμογής του εν λόγω άρθρου 71, παράγραφος 1, γνωστοποίηση σχεδίου τεχνικού κανόνα που έλαβε χώρα κατ’ εφαρμογή του προαναφερθέντος άρθρου 5, όταν τα στοιχεία που περιλαμβάνει η γνωστοποίηση αυτή αρκούν για να αντιληφθεί το εν λόγω θεσμικό όργανο ότι το οικείο κράτος μέλος όφειλε να παραπέμψει το θέμα στην Επιτροπή βάσει του άρθρου 71, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού.

52

Η τελευταία αυτή προϋπόθεση πληρούται όταν στην οικεία γνωστοποίηση εκτίθεται, αφενός, η ύπαρξη κινδύνου συνδεόμενου με εγκεκριμένη δραστική ουσία ή με αδειοδοτημένο φυτοπροστατευτικό προϊόν τον οποίο σκοπεί να αντιμετωπίσει το γνωστοποιηθέν σχέδιο, και, αφετέρου, η αδυναμία αντιμετώπισης του κινδύνου χωρίς να προστεθούν, επειγόντως, στην ισχύουσα νομοθεσία συμπληρωματικά μέτρα.

53

Σε μια τέτοια περίπτωση, απόκειται στην Επιτροπή να ζητήσει από το οικείο κράτος μέλος να διευκρινίσει αν η γνωστοποίηση αυτή πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά επίσημη πληροφόρηση κατά το άρθρο 71, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009.

54

Σε περίπτωση που η Επιτροπή παραλείψει να απευθύνει τέτοιο ερώτημα στο κράτος μέλος, πρέπει να θεωρηθεί ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο ενημερώθηκε επισήμως με την εν λόγω γνωστοποίηση για την ανάγκη λήψης έκτακτων μέτρων, κατά την έννοια του άρθρου 71, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

55

Εν προκειμένω, από τη διατύπωση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Azienda Municipale Ambiente, C‑15/19, EU:C:2020:371, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), θεωρεί ότι τα εκτιθέμενα στη σκέψη 52 της παρούσας απόφασης στοιχεία προκύπτουν πράγματι από τη γνωστοποίηση στην οποία προέβη η Γαλλική Δημοκρατία.

56

Επιπλέον, ούτε από την απόφαση περί παραπομπής ούτε από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι η Επιτροπή ζήτησε από τη Γαλλική Δημοκρατία να διευκρινίσει αν πρέπει να θεωρηθεί ότι η γνωστοποίηση αυτή συνιστά επίσημη πληροφόρηση κατά το άρθρο 71, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009.

57

Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το γεγονός ότι η εκ μέρους κράτους μέλους επίσημη πληροφόρηση της Επιτροπής περιλαμβάνει ήδη ένα σχέδιο μέτρου δεν είναι ικανό να απαλλάξει το εν λόγω κράτος μέλος από την υποχρέωσή του να ενημερώσει αμέσως τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή σχετικά με την τελική λήψη του μέτρου αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 71, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1107/2009.

58

Κατόπιν των ανωτέρω, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5 της οδηγίας 2015/1535 και το άρθρο 71, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 έχουν την έννοια ότι η δυνάμει του άρθρου 5 της οδηγίας γνωστοποίηση εθνικού μέτρου το οποίο απαγορεύει τη χρήση ορισμένων δραστικών ουσιών που εμπίπτουν στον κανονισμό πρέπει να θεωρείται επίσημη πληροφόρηση σχετικά με την ανάγκη λήψης έκτακτων μέτρων κατά την έννοια του άρθρου 71, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, όταν:

η γνωστοποίηση αυτή περιλαμβάνει σαφή έκθεση των στοιχείων που αποδεικνύουν, αφενός, ότι οι δραστικές αυτές ουσίες είναι πιθανό να συνιστούν σοβαρό κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή για το περιβάλλον και, αφετέρου, ότι ο κίνδυνος δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί ικανοποιητικά χωρίς την επείγουσα θέσπιση των μέτρων που λαμβάνει το οικείο κράτος μέλος, και όταν

η Επιτροπή παρέλειψε να ζητήσει από το κράτος μέλος να διευκρινίσει αν η εν λόγω γνωστοποίηση πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά επίσημη πληροφόρηση κατά το άρθρο 71, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.

Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

59

Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 71, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 έχει την έννοια ότι οι εκτελεστικοί κανονισμοί 2018/783, 2018/784 και 2018/785 μπορούν να εκληφθούν ως μέτρα τα οποία έλαβε η Επιτροπή σε απάντηση της εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας γνωστοποίησης της 2ας Φεβρουαρίου 2017.

60

Το άρθρο 71, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 διευκρινίζει ότι ένα κράτος μέλος, αφού πληροφορήσει επισήμως την Επιτροπή για την ανάγκη λήψης έκτακτων μέτρων, μπορεί να θεσπίσει ενδιάμεσα μέτρα προστασίας εάν «δεν έχει αναληφθεί δράση σύμφωνα με το άρθρο 69 ή το άρθρο 70» του κανονισμού αυτού.

61

Επομένως, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 71, παράγραφος 1, προκύπτει ότι μόνη η λήψη από την Επιτροπή μέτρων βάσει των άρθρων 69 ή 70 του εν λόγω κανονισμού αρκεί ώστε να αποκλείσει κάθε δυνατότητα του οικείου κράτους μέλους να λάβει έκτακτα μέτρα.

62

Το συμπέρασμα αυτό επιρρωννύεται από τη γενική οικονομία του ίδιου κανονισμού.

63

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 39 της παρούσας απόφασης, σκοπός της κατά το άρθρο 71, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 επίσημης πληροφόρησης της Επιτροπής εκ μέρους κράτους μέλους είναι να κινηθεί διαδικασία προοριζόμενη να διασφαλίσει τη λήψη έκτακτων μέτρων από την Επιτροπή ή, αν αυτή δεν αναλάβει δράση, από το οικείο κράτος μέλος.

64

Ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε με τον τρόπο αυτό ειδική διαδικασία έκτακτης ανάγκης η οποία συνδέεται στενά με τις διαδικασίες έκτακτης ανάγκης που προβλέπονται στα άρθρα 69 και 70 του εν λόγω κανονισμού, τα οποία περιλαμβάνονται, όπως και το άρθρο 71 αυτού, στο κεφάλαιο IX του ίδιου κανονισμού. Αντιθέτως, οι διατάξεις που καθιερώνουν τις προαναφερθείσες διαδικασίες έκτακτης ανάγκης δεν αναφέρονται στις λοιπές διαδικασίες που προβλέπει ο ίδιος κανονισμός και πρέπει, επομένως, να θεωρούνται ανεξάρτητες από αυτές.

65

Η διαδικασία του άρθρου 71 του κανονισμού 1107/2009 διακρίνεται, ειδικότερα, από την κατά το άρθρο 21 του κανονισμού αυτού διαδικασία επανεξέτασης της έγκρισης δραστικής ουσίας, η οποία μπορεί και αυτή να κινηθεί κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος από κράτος μέλος.

66

Ωστόσο, οι εκτελεστικοί κανονισμοί 2018/783, 2018/784 και 2018/785 δεν εκδόθηκαν βάσει των άρθρων 69 ή 70 του κανονισμού 1107/2009 αλλά βάσει άλλων διατάξεων του ίδιου κανονισμού.

67

Ως εκ τούτου, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 71, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 έχει την έννοια ότι οι εκτελεστικοί κανονισμοί 2018/783, 2018/784 και 2018/785 δεν μπορούν να εκληφθούν ως μέτρα τα οποία έλαβε η Επιτροπή σε απάντηση της εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας γνωστοποίησης της 2ας Φεβρουαρίου 2017.

Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

68

Κατόπιν της απάντησης που δόθηκε στο δεύτερο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο ερώτημα.

Επί των δικαστικών εξόδων

69

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ᾽ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών, και το άρθρο 71, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και την κατάργηση των οδηγιών 79/117/ΕΟΚ και 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, έχουν την έννοια ότι η δυνάμει του άρθρου 5 της οδηγίας γνωστοποίηση εθνικού μέτρου το οποίο απαγορεύει τη χρήση ορισμένων δραστικών ουσιών που εμπίπτουν στον κανονισμό πρέπει να θεωρείται επίσημη πληροφόρηση σχετικά με την ανάγκη λήψης έκτακτων μέτρων κατά την έννοια του άρθρου 71, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, όταν:

η γνωστοποίηση αυτή περιλαμβάνει σαφή έκθεση των στοιχείων που αποδεικνύουν, αφενός, ότι οι δραστικές αυτές ουσίες είναι πιθανό να συνιστούν σοβαρό κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή για το περιβάλλον και, αφετέρου, ότι ο κίνδυνος δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί ικανοποιητικά χωρίς την επείγουσα θέσπιση των μέτρων που λαμβάνει το οικείο κράτος μέλος, και όταν

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρέλειψε να ζητήσει από το κράτος μέλος να διευκρινίσει αν η εν λόγω γνωστοποίηση πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά επίσημη πληροφόρηση κατά το άρθρο 71, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.

 

2)

Το άρθρο 71, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 έχει την έννοια ότι ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2018/783 της Επιτροπής, της 29ης Μαΐου 2018, για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 540/2011 όσον αφορά τους όρους έγκρισης της δραστικής ουσίας imidacloprid (ιμιδακλοπρίδη), ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2018/784 της Επιτροπής, της 29ης Μαΐου 2018, για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 540/2011 όσον αφορά τους όρους έγκρισης της δραστικής ουσίας clothianidin (κλοθειανιδίνη), και ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2018/785 της Επιτροπής, της 29ης Μαΐου 2018, για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 540/2011 όσον αφορά τους όρους έγκρισης της δραστικής ουσίας thiamethoxam (θειαμεθοξάνη), δεν μπορούν να εκληφθούν ως μέτρα τα οποία έλαβε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε απάντηση της εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας γνωστοποίησης της 2ας Φεβρουαρίου 2017.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.