ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)
της 16ης Σεπτεμβρίου 2020 ( *1 )
«Προδικαστική παραπομπή – Έννοια του “δικαστηρίου” κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ – Κριτήρια – Comisión Nacional de los Mercados y la Competencia (Εθνική Επιτροπή Αγορών και Ανταγωνισμού, Ισπανία) – Απαράδεκτο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως»
Στην υπόθεση C‑462/19,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε η Comisión Nacional de los Mercados y la Competencia (Εθνική Επιτροπή Αγορών και Ανταγωνισμού, Ισπανία) με απόφαση της 12ης Ιουνίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Ιουνίου 2019, στο πλαίσιο της διαδικασίας κατά
Asociación Nacional de Empresas Estibadoras y Consignatarios de Buques (Anesco),
Comisiones Obreras,
Coordinadora Estatal de Trabajadores del Mar (CETM),
Confederación Intersindical Gallega,
Eusko Langileen Alkartasuna,
Langile Abertzaleen Batzordeak,
Unión General de Trabajadores (UGT),
παρισταμένης της:
Asociación Estatal de Empresas Operadoras Portuarias (Asoport),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),
συγκείμενο από τους S. Rodin, πρόεδρο τμήματος, Μ. Βηλαρά (εισηγητή), πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, και D. Šváby, δικαστή,
γενική εισαγγελέας: J. Kokott
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– |
η Asociación Nacional de Empresas Estibadoras y Consignatarios de Buques (Anesco), εκπροσωπούμενη από τους T. Arranz Fernández-Bravo, D. Sarmiento Ramírez-Escudero και A. Gutiérrez Hernández, abogados, |
– |
η Comisiones Obreras, εκπροσωπούμενη από την R. González Rozas, abogada, |
– |
η Coordinadora Estatal de Trabajadores del Mar (CETM), εκπροσωπούμενη από τον S. Martínez Lage, την P. Martínez-Lage Sobredo και τον V. M. Díaz Domínguez, abogados, |
– |
η Confederación Intersindical Gallega, εκπροσωπούμενη από τον H. López de Castro Ruiz, abogado, |
– |
η Unión General de Trabajadores (UGT), εκπροσωπούμενη από τον D. Martín Jordedo, abogado, |
– |
η Asociación Estatal de Empresas Operadoras Portuarias (Asoport), εκπροσωπούμενη από τον E. Van Hooydonk, advocaat, και τον J. Puigbó, abogado, |
– |
η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την S. Centeno Huerta, |
– |
η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους S. Baches Opi και C. Urraca Caviedes, |
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1). |
2 |
Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας που κίνησε η Comisión Nacional de los Mercados y la Competencia (CNMC) (Εθνική Επιτροπή Αγορών και Ανταγωνισμού, Ισπανία) κατά της Asociación Nacional de Empresas Estibadoras y Consignatarias de Buques (Anesco), της Comisiones Obreras, της Coordinadora Estatal de Trabajadores del Mar (CETM), της Confederación Intersindical Gallega, της Eusko Langileen Alkartasuna, της Langile Abertzaleen Batzordeak και της Unión General de Trabajadores (UGT) σχετικά με τη σύναψη συλλογικής συμβάσεως που επιβάλλει υπεισέλευση στις συμβάσεις των εργαζομένων για την παροχή της λιμενικής υπηρεσίας φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, για τον λόγο ότι η ως άνω συλλογική σύμβαση αντιβαίνει στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ και στη σχετική εθνική νομοθεσία. |
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 |
Οι αιτιολογικές σκέψεις 17 και 18 του κανονισμού 1/2003 έχουν ως εξής:
|
4 |
Το άρθρο 11, παράγραφος 6, του ως άνω κανονισμού ορίζει τα εξής: «Η κίνηση διαδικασίας με σκοπό την έκδοση απόφασης κατ’ εφαρμογή του κεφαλαίου ΙΙΙ από την Επιτροπή συνεπάγεται την απώλεια από τις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών της αρμοδιότητάς τους να εφαρμόζουν τα άρθρα [101 ΣΛΕΕ] και [102 ΣΛΕΕ]. Εάν η αρχή ανταγωνισμού κράτους μέλους έχει ήδη επιληφθεί μιας υπόθεσης, η Επιτροπή κινεί διαδικασία μόνον κατόπιν διαβούλευσης με αυτή την εθνική αρχή ανταγωνισμού.» |
Το ισπανικό δίκαιο
O νόμος για την προστασία του ανταγωνισμού
5 |
Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του Ley 15/2007 de Defensa de la Competencia (νόμου 15/2007 για την προστασία του ανταγωνισμού), της 3ης Ιουλίου 2007 (BOE αριθ. 159 της 4ης Ιουλίου 2007, σ. 12946, στο εξής: νόμος για την προστασία του ανταγωνισμού), ορίζει τα εξής: «Απαγορεύεται κάθε συλλογική σύμβαση, απόφαση ή σύσταση ή εναρμονισμένη ή εσκεμμένως παράλληλη πρακτική που έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα ή μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού στο σύνολο ή σε τμήμα της εθνικής αγοράς […]». |
6 |
Το άρθρο 36, παράγραφος 1, του νόμου αυτού προβλέπει τα εξής: «Η μέγιστη προθεσμία για την έκδοση και την κοινοποίηση της απόφασης που περατώνει τη διαδικασία επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς είναι δεκαοκτώ μήνες από την ημερομηνία έναρξης της εν λόγω διαδικασίας […]». |
7 |
Το άρθρο 38, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής: «Η πάροδος της μέγιστης προθεσμίας δεκαοκτώ μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 36, παράγραφος 1, για την περάτωση της διαδικασίας επιβολής κυρώσεων όσον αφορά τις απαγορευόμενες συμφωνίες και πρακτικές προκαλεί την κατάργηση της διαδικασίας.» |
8 |
Το άρθρο 44 του ίδιου νόμου έχει ως εξής: «Η [CNMC] μπορεί να μην κινήσει διαδικασία ή να θέσει στο αρχείο τις προσφυγές που ασκούνται ή τους φακέλους που ανοίγονται λόγω αναρμοδιότητας ή απώλειας αρμοδιότητας ή λόγω ελλείψεως ή απώλειας του αντικειμένου. Ιδίως, θεωρείται ότι συντρέχει κάποια από τις περιστάσεις αυτές στις ακόλουθες περιπτώσεις:
[…]» |
9 |
Το άρθρο 45 του νόμου για την προστασία του ανταγωνισμού ορίζει τα εξής: «Οι διοικητικές διαδικασίες που αφορούν την προστασία του ανταγωνισμού διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου και από την εκτελεστική του νομοθεσία και, συμπληρωματικώς, από τον νόμο 30/1992 της 26ης Νοεμβρίου 1992, περί του νομικού καθεστώτος της Δημόσιας Διοίκησης και της κοινής διοικητικής διαδικασίας […]». |
10 |
Το άρθρο 48, παράγραφος 1, του νόμου αυτού προβλέπει τα εξής: «Οι αποφάσεις και οι ενέργειες του προέδρου και του συμβουλίου της [CNMC] δεν υπόκεινται σε διοικητική προσφυγή αλλά μόνο σε ένδικη προσφυγή […]». |
11 |
Το άρθρο 49, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής: «Η διαδικασία κινείται αυτεπαγγέλτως από τη διεύθυνση [ανταγωνισμού], είτε με δική της πρωτοβουλία ή με πρωτοβουλία του συμβουλίου της [CNMC], είτε κατόπιν καταγγελίας […]». |
O νόμος περί ιδρύσεως της CNMC
12 |
Το άρθρο 1, παράγραφος 2, του Ley 3/2013 de creación de la Comisión Nacional de los Mercados y la Competencia (νόμου 3/2013 περί ιδρύσεως της Εθνικής Επιτροπής Αγορών και Ανταγωνισμού), της 4ης Ιουνίου 2013 (BOE αριθ. 134 της 5ης Ιουνίου 2013, σ. 42191, στο εξής: νόμος περί ιδρύσεως της CNMC), προβλέπει τα εξής: «Σκοπός της [CNMC] είναι να εγγυάται, να διαφυλάσσει και να προάγει την ορθή λειτουργία, τη διαφάνεια και την ύπαρξη αποτελεσματικού ανταγωνισμού σε όλες τις αγορές και σε όλους τους παραγωγικούς τομείς προς όφελος των καταναλωτών και των χρηστών.» |
13 |
Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του νόμου αυτού ορίζει τα εξής: «Η [CNMC] έχει ίδια νομική προσωπικότητα και πλήρη ικανότητα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου και απολαύει, κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων της και για την επίτευξη των σκοπών της, οργανωτικής και λειτουργικής αυτονομίας και πλήρους ανεξαρτησίας έναντι της Kυβερνήσεως, της Δημόσιας Διοίκησης και των παραγόντων της αγοράς. Επίσης υπόκειται σε κοινοβουλευτικό και δικαστικό έλεγχο.» |
14 |
Το άρθρο 3 του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής: «1. Κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων της και για την επίτευξη των στόχων της, η [CNMC] ενεργεί ανεξάρτητα από κάθε επιχειρηματικό ή εμπορικό συμφέρον. 2. Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται από τη νομοθεσία και με την επιφύλαξη της συνεργασίας με άλλα όργανα και των εξουσιών διευθύνσεως της γενικής πολιτικής της Κυβερνήσεως, οι οποίες ασκούνται μέσω των κανονιστικών αρμοδιοτήτων της, ούτε το προσωπικό ούτε τα μέλη των οργάνων της [CNMC] μπορούν να ζητούν ή να δέχονται οδηγίες από οποιονδήποτε δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.» |
15 |
Το άρθρο 15 του ίδιου νόμου προβλέπει τα εξής: «1 Τα μέλη του συμβουλίου [της CNMC], περιλαμβανομένου του προέδρου και του αντιπροέδρου, διορίζονται από την Κυβέρνηση με βασιλικό διάταγμα, κατόπιν προτάσεως του Ministro de Economía y Competitividad [(Υπουργού Οικονομίας και Ανταγωνιστικότητας, Ισπανία)], βάσει επιλογής μεταξύ προσώπων που έχουν αναγνωρισμένο κύρος και επαγγελματικές ικανότητες στον τομέα δράσης της [CNMC], αφού ο προτεινόμενος για τη θέση προσέλθει ενώπιον της αντίστοιχης επιτροπής της Βουλής των Αντιπροσώπων. Η Βουλή, μέσω της αρμόδιας επιτροπής και με συμφωνία που υιοθετείται κατ’ απόλυτη πλειοψηφία, μπορεί να αντιτάξει βέτο στον διορισμό του προτεινόμενου υποψηφίου εντός προθεσμίας ενός ημερολογιακού μήνα από τη λήψη της σχετικής γνωστοποιήσεως. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει χωρίς ρητή έκφραση γνώμης εκ μέρους της Βουλής, λογίζεται ότι οι σχετικοί διορισμοί έγιναν δεκτοί. 2. Η θητεία των μελών του συμβουλίου είναι εξαετής χωρίς δυνατότητα ανανέωσης. Τα μέλη του συμβουλίου ανανεώνονται μερικώς ανά δύο έτη, ούτως ώστε κανένα μέλος του συμβουλίου να μην παραμένει στη θέση του επί περισσότερο από έξι έτη.» |
16 |
Το άρθρο 17, παράγραφος 1, του νόμου περί ιδρύσεως της CNMC ορίζει τα εξής: «Η ολομέλεια του συμβουλίου αποτελείται από το σύνολο των μελών του συμβουλίου. Προεδρεύεται από τον πρόεδρο της [CNMC]. Σε περίπτωση που η θέση του προέδρου είναι κενή ή σε περίπτωση απουσίας ή ασθένειας του προέδρου, αυτός αντικαθίσταται από τον αντιπρόεδρο ή, ελλείψει αυτού, από το αρχαιότερο ή, σε περίπτωση ίσης αρχαιότητας, από το μεγαλύτερο σε ηλικία μέλος του συμβουλίου.» |
17 |
Το άρθρο 19, παράγραφος 1, του νόμου αυτού ορίζει τα εξής: «Ο πρόεδρος της [CNMC] είναι αρμόδιος: […]
[…]» |
18 |
Το άρθρο 20 του εν λόγω νόμου προβλέπει τα εξής: «Το συμβούλιο της [CNMC] είναι το όργανο λήψεως αποφάσεων όσον αφορά τα καθήκοντα εκφοράς κρίσης επί των υποθέσεων, διαβούλευσης, προαγωγής του ανταγωνισμού και διαιτησίας και επίλυσης διαφορών που προβλέπονται στον παρόντα νόμο. Ιδίως, το συμβούλιο είναι το αρμόδιο όργανο για τα εξής: […] 13. τον διορισμό και την απόλυση των διευθυντικών στελεχών, κατόπιν προτάσεως του προέδρου του συμβουλίου. […]» |
19 |
Το άρθρο 25 του ίδιου νόμου, που φέρει τον τίτλο «Όργανα διεύθυνσης», προβλέπει, στην παράγραφο 1, ότι η CNMC έχει τέσσερις διευθύνσεις για τη διεξαγωγή εξέτασης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η διεύθυνση ανταγωνισμού (Dirección de Competencia). Η εν λόγω διεύθυνση είναι επιφορτισμένη με την εξέταση των φακέλων που αφορούν τα καθήκοντα της CNMC για τη διαφύλαξη και την προαγωγή του αποτελεσματικού ανταγωνισμού σε όλες τις αγορές και σε όλους τους παραγωγικούς τομείς. |
20 |
Το άρθρο 29 του ίδιου νόμου, σχετικά με την εξουσία επιβολής κυρώσεων, προβλέπει τα εξής: «1. Η [CNMC] ασκεί την εξουσία ελέγχου και επιβολής κυρώσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου IV, κεφάλαιο II, του [νόμου για την προστασία του ανταγωνισμού], του τίτλου VI του [Ley 7/2010 General de la Comunicación Audiovisual (γενικού νόμου 7/2010 για την οπτικοακουστική επικοινωνία), της 31ης Μαρτίου 2010 (BOE αριθ. 70 της 1ης Απριλίου 2010)], του τίτλου VIII του [Ley 32/2003 General de Telecomunicaciones (γενικού νόμου 32/2003 για τις τηλεπικοινωνίες), της 3ης Νοεμβρίου 2003 (BOE αριθ. 264 της 4ης Νοεμβρίου 2003)], του τίτλου X του [Ley 54/1997 del Sector Eléctrico (νόμου 54/1997 για τον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας), της 27ης Νοεμβρίου 1997 (BOE αριθ. 285 της 28ης Νοεμβρίου 1997, σ. 35097)], του τίτλου VI του [Ley 34/1998 del sector de hidrocarburos (νόμου 34/1998 για τον τομέα των υδρογονανθράκων), της 7ης Οκτωβρίου 1998 (BOE αριθ. 241 της 8ης Οκτωβρίου 1998)], του τίτλου VII του [Ley 43/2010 del servicio postal universal, de los derechos de los usuarios y del mercado postal (νόμου 43/2010 για την καθολική ταχυδρομική υπηρεσία, τα δικαιώματα των χρηστών και την ταχυδρομική αγορά) της 30ής Δεκεμβρίου 2010 (BOE αριθ. 318 της 31ης Δεκεμβρίου 2010, σ. 109195)], και του τίτλου VII του [Ley 39/2003 del Sector Ferroviario (νόμου 39/2003 για τον σιδηροδρομικό τομέα), της 17ης Νοεμβρίου 2003 (BOE αριθ. 276 της 17ης Νοεμβρίου 2003)]. 2. Για την άσκηση της εξουσίας επιβολής κυρώσεων διασφαλίζεται ο απαιτούμενος λειτουργικός διαχωρισμός μεταξύ του σταδίου της εξέτασης, η οποία διενεργείται από το προσωπικό της διευθύνσεως που είναι αρμόδια ανάλογα με το θέμα, και του σταδίου λήψεως της αποφάσεως, η οποία αποτελεί αρμοδιότητα του συμβουλίου. 3. Η διαδικασία για την άσκηση της εξουσίας επιβολής κυρώσεων διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, των νόμων που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 καθώς και, ως προς τα ζητήματα που δεν ρυθμίζονται στους προπαρατεθέντες κανόνες, από τις διατάξεις του [Ley 30/1992 de Régimen Jurídico de las Administraciones Públicas y del Procedimiento Administrativo Común (νόμου 30/1992 περί του νομικού καθεστώτος της Δημόσιας Διοίκησης και της κοινής διοικητικής διαδικασίας), της 26ης Νοεμβρίου 1992 (BOE αριθ. 285 της 27ης Νοεμβρίου 1992)] και τις λεπτομερείς ρυθμίσεις εφαρμογής του. Συγκεκριμένα, η διαδικασία επιβολής κυρώσεων στον τομέα της προστασίας του ανταγωνισμού διέπεται από τις ειδικές διατάξεις του νόμου 15/2007 της 3ης Ιουλίου 2007. 4. Η απόφαση περατώνει τη διοικητική διαδικασία και κατ’ αυτής μπορεί να ασκηθεί ένδικη προσφυγή.» |
To βασιλικό διάταγμα 657/2013
21 |
Το άρθρο 4 του Οργανισμού της Εθνικής Επιτροπής Αγορών και Ανταγωνισμού, ο οποίος εγκρίθηκε με το Real Decreto 657/2013 por el que se aprueba el Estatuto Orgánico de la Comisión Nacional de los Mercados y la Competencia (βασιλικό διάταγμα 657/2013 περί εγκρίσεως του Οργανισμού της Εθνικής Επιτροπής Αγορών και Ανταγωνισμού), της 30ής Αυγούστου 2013 (BOE αριθ. 209 της 31ης Αυγούστου 2013, σ. 63623, στο εξής: Οργανισμός της CNMC), που φέρει τον τίτλο «Συντονισμός και συνεργασία των θεσμικών οργάνων», ορίζει τα εξής: «Όταν τούτο προκύπτει από την ενωσιακή ή εθνική νομοθεσία, η [CNMC] αποτελεί την:
[…]» |
22 |
Το άρθρο 15, παράγραφος 2, του ως άνω Οργανισμού προβλέπει τα εξής: «Ο πρόεδρος της [CNMC], που είναι επίσης ο πρόεδρος της ολομέλειας του συμβουλίου της και του τμήματος ανταγωνισμού, ασκεί τα καθήκοντα διεύθυνσης και εκπροσώπησής της σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 19 του [νόμου περί ιδρύσεως της CNMC]. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του, είναι το αρμόδιο όργανο για: […]
[…]» |
Ο νόμος περί διοικητικών διαφορών
23 |
Το άρθρο 75, παράγραφοι 1 και 2, του Ley 29/1998 reguladora de la Jurisdicción Contencioso administrativa (νόμου 29/1998 περί διοικητικών διαφορών), της 13ης Ιουλίου 1998 (BOE αριθ. 167 της 14ης Ιουλίου 1998), προβλέπει τα εξής: «1. Ο καθού ή εναγόμενος μπορεί να αποδεχθεί το ένδικο βοήθημα ανταποκρινόμενος στις απαιτήσεις της παραγράφου 2 του προηγούμενου άρθρου. 2. Κατόπιν της αποδοχής αυτής, ο δικάζων δικαστής ή δικαστήριο εκδίδει άνευ ετέρου απόφαση σύμφωνη με τα αιτήματα του προσφεύγοντος ή ενάγοντος, εκτός αν τούτο συνεπάγεται πρόδηλη προσβολή της έννομης τάξης, στην οποία περίπτωση το δικαιοδοτικό όργανο ενημερώνει τους διαδίκους για τους λόγους που δύνανται να εμποδίσουν την αποδοχή των αιτημάτων και τους ακούει εντός δέκα ημερών, κατόπιν δε τούτου εκδίδει την απόφαση που κρίνει σύμφωνη με τον νόμο.» |
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
24 |
Με απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑576/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2430), το Δικαστήριο έκρινε, σε υπόθεση που αφορούσε το τότε ισχύον στην Ισπανία καθεστώς διαχείρισης των εργαζομένων για τις υπηρεσίες φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων στους λιμένες, ότι, υποχρεώνοντας τις επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών που επιθυμούσαν να ασκήσουν τη δραστηριότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων στους ισπανικούς λιμένες γενικού συμφέροντος, αφενός, να εγγράφονται σε Sociedad Anónima de Gestion de Estibadores Portuarios (Ανώνυμη εταιρία διαχείρισης φορτοεκφορτωτών λιμένος, στο εξής: SAGEP) καθώς και, ενδεχομένως, να συμμετέχουν στο κεφάλαιό της και, αφετέρου, να προσλαμβάνουν κατά προτεραιότητα εργαζόμενους που θα έθετε στη διάθεσή τους η εν λόγω εταιρία, ορισμένους δε εξ αυτών υπό καθεστώς μονιμότητας, το Βασίλειο της Ισπανίας είχε παραβεί τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 ΣΛΕΕ. |
25 |
Προκειμένου να εκτελέσει την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑576/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2430), το Βασίλειο της Ισπανίας εξέδωσε τη Real Decreto-ley 8/2017 por el que se modifica el régimen de los trabajadores para la prestación del servicio portuario de manipulación de mercancías dando cumplimiento a la Sentencia del Tribunal de Justicia de la Unión Europea de 11 de diciembre de 2014, recaída en el Asunto C‑576/13 (procedimiento de infracción 2009/4052) [πράξη νομοθετικού περιεχομένου 8/2017 που τροποποιεί το καθεστώς των εργαζομένων για την παροχή της λιμενικής υπηρεσίας φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, σε συμμόρφωση με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Δεκεμβρίου 2014 που εκδόθηκε στην υπόθεση C‑576/13 (διαδικασία επί παραβάσει 2009/4052)], της 12ης Μαΐου 2017 (BOE αριθ. 114 της 13ης Μαΐου 2017). Η εν λόγω πράξη νομοθετικού περιεχομένου προβλέπει την ελεύθερη πρόσληψη λιμενεργατών για την παροχή της υπηρεσίας φορτοεκφόρτωσης των εμπορευμάτων και διευκρινίζει κατ’ ουσίαν ότι, για την παροχή της υπηρεσίας αυτής, δεν είναι αναγκαίο οι επιχειρήσεις που παρέχουν τη λιμενική υπηρεσία φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων (στο εξής: επιχειρήσεις φορτοεκφόρτωσης) να μετέχουν στο κεφάλαιο μιας SAGEP. |
26 |
Πλην όμως η πράξη νομοθετικού περιεχομένου 8/2017 προέβλεψε τριετή μεταβατική περίοδο προσαρμογής, λήγουσα στις 14 Μαΐου 2020, κατά τη διάρκεια της οποίας οι επιχειρήσεις φορτοεκφόρτωσης υποχρεούντο να απασχολούν εργαζομένους μιας SAGEP για ορισμένο ποσοστό των δραστηριοτήτων τους, ανεξαρτήτως του αν ήταν ή όχι μέτοχοι της συγκεκριμένης SAGEP. Διευκρινιζόταν δε ότι, κατά το πέρας της μεταβατικής αυτής περιόδου, οι SAGEP θα είχαν την επιλογή είτε να παύσουν να υπάρχουν είτε να εξακολουθήσουν τις δραστηριότητές τους υπό καθεστώς ελεύθερου ανταγωνισμού, ενδεχομένως, με τα λιμενικά κέντρα απασχόλησης και τις λοιπές επιχειρήσεις προσωρινής απασχόλησης. |
27 |
Στις 6 Ιουλίου 2017, η Anesco, ένωση των επιχειρήσεων του λιμενικού τομέα, αφενός, και διάφορες συνδικαλιστικές οργανώσεις (η CETM, η UGT, η Comisiones Obreras, η Confederación Intersindical Gallega, η Langile Abertzaleen Batzordeak και η Eusko Langileen Alkartasuna), αφετέρου, συνήψαν συλλογική σύμβαση με σκοπό να «διαφυλάξουν την κοινωνική ειρήνη» και να εγγυηθούν τη διατήρηση όλων των θέσεων εργασίας των φορτοεκφορτωτών λιμένος που προσλαμβάνονταν από τις SAGEP πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου 2017. Με τη συλλογική αυτή σύμβαση, η Anesco και οι ως άνω συνδικαλιστικές οργανώσεις τροποποίησαν την τέταρτη εθνική συμφωνία-πλαίσιο, εισάγοντας μια έβδομη πρόσθετη διάταξη η οποία προβλέπει ότι οι επιχειρήσεις φορτοεκφόρτωσης που αποχωρούν από μια SAGEP αναλαμβάνουν το λιμενικό προσωπικό στοιβασίας της SAGEP αυτής υπό τους ίδιους όρους εργασίας, μέχρι του ύψους της συμμετοχής τους στο κεφάλαιο της εν λόγω SAGEP. |
28 |
Στις 3 Νοεμβρίου 2017, η διεύθυνση ανταγωνισμού κίνησε τη διαδικασία επί παραβάσει S/DC/0619/17, Acuerdo Marco de la Estiba (συμφωνία-πλαίσιο του τομέα της στοιβασίας), κατά της Anesco και των ως άνω συνδικαλιστικών οργανώσεων. Μεταξύ των λόγων που δικαιολόγησαν την κίνηση της διαδικασίας αυτής περιλαμβανόταν το γεγονός ότι η μόνη εταιρία που είχε ζητήσει να αποχωρήσει από SAGEP κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου είχε αποτελέσει στόχο σειράς ενεργειών οι οποίες έβλαψαν σοβαρά τη δραστηριότητα και την ανταγωνιστικότητά της και μπορούσαν να θεωρηθούν μποϋκοτάζ. |
29 |
Στις 12 Νοεμβρίου 2018, η διεύθυνση ανταγωνισμού υπέβαλε στο τμήμα ανταγωνισμού του συμβουλίου της CNMC πρόταση αποφάσεως στο πλαίσιο της οποίας κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η συλλογική σύμβαση μεταξύ της Anesco και των επίμαχων στην κύρια δίκη συνδικαλιστικών οργανώσεων συνιστούσε συμπεριφορά απαγορευόμενη από το άρθρο 1 του νόμου για την προστασία του ανταγωνισμού και από το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, στο μέτρο που οι επιπρόσθετες υποχρεώσεις τις οποίες επέβαλλε η σύμβαση αυτή έβαιναν πέραν του πεδίου της συλλογικής διαπραγμάτευσης και ως εκ τούτου περιόριζαν την άσκηση του δικαιώματος αποχωρήσεως και, κατά συνέπεια, τους όρους του ελεύθερου ανταγωνισμού. |
30 |
Στις 29 Μαρτίου 2019, το Βασίλειο της Ισπανίας εξέδωσε τη Real Decreto-Ley 9/2019 por el que se modifica la Ley 14/1994, de 1 de junio, por la que se regulan las empresas de trabajo temporal, para su adaptación a la actividad de la estiba portuaria y se concluye la adaptación legal del régimen de los trabajadores para la prestación del servicio portuario de manipulación de mercancías (πράξη νομοθετικού περιεχομένου 9/2019 για την τροποποίηση του νόμου 14/1994 της 1ης Ιουνίου 1994, περί ρυθμίσεως των εταιριών προσωρινής απασχόλησης, με σκοπό την προσαρμογή του στη δραστηριότητα των λιμενικών υπηρεσιών στοιβασίας, και περί ολοκληρώσεως της νομικής προσαρμογής του καθεστώτος των εργαζομένων όσον αφορά την παροχή της λιμενικής υπηρεσίας φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων), της 29ης Μαρτίου 2019 (BOE αριθ. 77 της 30ής Μαρτίου 2019, σ. 32836). Η εν λόγω πράξη νομοθετικού περιεχομένου παρείχε τη δυνατότητα, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, να προβλεφθεί, μέσω συλλογικών συμφωνιών ή συμβάσεων, η υποχρεωτική ανάληψη του προσωπικού των SAGEP στις περιπτώσεις στις οποίες οι επιχειρήσεις φορτοεκφόρτωσης θα αποφάσιζαν να αποχωρήσουν από τις SAGEP ή να παύσουν να υπάρχουν. |
31 |
Η CNMC παρατηρεί ότι η έκδοση της πράξεως αυτής, η οποία έχει ισχύ νόμου, είχε ως αποτέλεσμα να επιμηκυνθεί η προθεσμία για την άσκηση του δικαιώματος αποχωρήσεως σε ολόκληρη τη μεταβατική περίοδο που προέβλεπε η πράξη νομοθετικού περιεχομένου 8/2017, ήτοι μέχρι τις 14 Μαΐου 2020. |
32 |
Κατά συνέπεια, η CNMC διερωτάται ως προς τη συμβατότητα με το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, αφενός, των συλλογικών συμβάσεων που τροποποιούν την τέταρτη εθνική συμφωνία-πλαίσιο και, αφετέρου, της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου 9/2019, πράγμα που δικαιολογεί, κατά την άποψή της, την υποβολή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο επί τη βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. |
33 |
Συναφώς, η CNMC εκτιμά ότι είναι «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, για τον λόγο ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, έχει ιδρυθεί με νόμο, έχει μόνιμο χαρακτήρα και δεσμευτική δικαιοδοσία, αποφαίνεται κατόπιν κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας, αποτελεί ανεξάρτητο όργανο και εκπληρώνει τα καθήκοντά της με πλήρη αντικειμενικότητα και αμεροληψία ως προς τους διαδίκους και τα αντιμαχόμενα συμφέροντά τους σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς. |
34 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, η CNMC αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν της διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
|
Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως
35 |
Ενώ η CNMC εκθέτει στην απόφαση περί παραπομπής τους λόγους για τους οποίους, κατά την άποψή της, είναι «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, και η Asoport δηλώνει, με τις παρατηρήσεις της, ότι συμμερίζεται την άποψη αυτή, οι λοιποί διάδικοι της κύριας δίκης καθώς και η Ισπανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή εκφράζουν, αντιθέτως, αμφιβολίες επί του ζητήματος αυτού. Ειδικότερα, οι δύο τελευταίες υποστηρίζουν ότι οι διαδικασίες ενώπιον της CNMC, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δεν οδηγούν σε έκδοση αποφάσεως δικαιοδοτικού χαρακτήρα, οπότε το όργανο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει την ιδιότητα του «δικαστηρίου» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. |
36 |
Kατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο, προκειμένου να εκτιμήσει αν το αιτούν όργανο είναι «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ζήτημα που εμπίπτει αποκλειστικά στο δίκαιο της Ένωσης, λαμβάνει υπόψη μια σειρά στοιχείων, όπως είναι η ίδρυση του οργάνου αυτού με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, ο κατ’ αντιμωλίαν χαρακτήρας της ενώπιόν του διαδικασίας, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή των κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του. Επιπλέον, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο μόνον εφόσον εκκρεμεί ενώπιόν τους διαφορά και εφόσον καλούνται να αποφανθούν στο πλαίσιο διαδικασίας που πρόκειται να καταλήξει στην έκδοση αποφάσεως δικαιοδοτικού χαρακτήρα (απόφαση της 31ης Μαΐου 2005, ΣΥΦΑΙΤ κ.λπ., C‑53/03, EU:C:2005:333, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
37 |
Τέλος, όσον αφορά την κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ έννοια του «δικαστηρίου κράτους μέλους», το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως υπενθυμίσει ότι η έννοια αυτή δεν μπορεί, από την ίδια τη φύση της, να αναφέρεται παρά σε αρχή η οποία έχει την ιδιότητα τρίτου σε σχέση με την αρχή που εξέδωσε την αποτελούσα το αντικείμενο της προσφυγής απόφαση (αποφάσεις της 30ής Μαρτίου 1993, Corbiau, C‑24/92, EU:C:1993:118, σκέψη 15, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, Wilson, C‑506/04, EU:C:2006:587, σκέψη 49). |
38 |
Πλην όμως, πρώτον, όσον αφορά την ιδιότητα της CNMC ως «τρίτου», από το άρθρο 17, παράγραφος 1, και το άρθρο 19, παράγραφος 1, στοιχεία f έως h, του νόμου περί ιδρύσεως της CNMC προκύπτει ότι ο πρόεδρος της CNMC προεδρεύει του συμβουλίου της CNMC, το οποίο εκδίδει τις αποφάσεις στο όνομα της CNMC, και ότι, υπό την ιδιότητα αυτή, αφενός, ασκεί διευθυντικά καθήκοντα όσον αφορά το προσωπικό της CNMC και, αφετέρου, διευθύνει, συντονίζει, αξιολογεί και επιβλέπει όλες τις μονάδες της, περιλαμβανομένης της διευθύνσεως ανταγωνισμού, η οποία κατήρτισε την πρόταση αποφάσεως που οδήγησε στην υποβολή της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Εξάλλου, από το άρθρο 20, πρώτο εδάφιο, σημείο 13, του νόμου περί ιδρύσεως της CNMC και το άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχείο b, του Οργανισμού της CNMC προκύπτει ότι εναπόκειται στον πρόεδρο της CNMC να προτείνει στο συμβούλιό της τον διορισμό και την παύση των διευθυντικών στελεχών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και εκείνα της διευθύνσεως ανταγωνισμού. |
39 |
Συνεπώς, όπως έκρινε το Δικαστήριο και στη σκέψη 33 της αποφάσεως της 31ης Μαΐου 2005, ΣΥΦΑΙΤ κ.λπ. (C‑53/03, EU:C:2005:333), σχετικά με την Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού, που συνδεόταν λειτουργικώς με τη γραμματεία της, εξεταστικό όργανο κατόπιν προτάσεως του οποίου η Επιτροπή Ανταγωνισμού εξέδιδε την απόφασή της, το συμβούλιο της CNMC συνδέεται οργανικώς και λειτουργικώς με τη διεύθυνση ανταγωνισμού του εν λόγω οργάνου, εκ της οποίας προέρχονται οι προτάσεις αποφάσεως επί των οποίων καλείται να αποφανθεί. |
40 |
Επομένως, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει, η CNMC δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει την ιδιότητα «τρίτου» σε σχέση με την αρχή που εκδίδει την απόφαση, η οποία δύναται να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής, και ότι, κατά συνέπεια, μπορεί να χαρακτηριστεί ως «δικαστήριο κράτους μέλους» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. |
41 |
Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι οι αποφάσεις τις οποίες εκδίδει η CNMC σε υποθέσεις όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη προσομοιάζουν με αποφάσεις διοικητικής φύσεως, πράγμα που αποκλείει το ενδεχόμενο να λαμβάνονται στο πλαίσιο της ασκήσεως δικαιοδοτικών καθηκόντων (βλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 14ης Νοεμβρίου 2013, MF 7, C‑49/13, EU:C:2013:767, σκέψη 17). |
42 |
Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 4 του Οργανισμού της CNMC, η CNMC είναι η αρχή ανταγωνισμού στην οποία έχει ανατεθεί, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, του νόμου περί ιδρύσεως της, το καθήκον να εγγυάται, να διαφυλάσσει και να προάγει την ορθή λειτουργία, τη διαφάνεια και την ύπαρξη αποτελεσματικού ανταγωνισμού σε όλες τις αγορές και σε όλους τους παραγωγικούς τομείς προς όφελος των καταναλωτών και των χρηστών στην Ισπανία. |
43 |
Η επίμαχη στην κύρια δίκη διαδικασία είναι διαδικασία επιβολής κυρώσεων η οποία κινήθηκε αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με το άρθρο 49, παράγραφος 1, του νόμου για την προστασία του ανταγωνισμού, από τη διεύθυνση ανταγωνισμού της CNMC κατά της Anesco και των επίμαχων στην κύρια δίκη συνδικαλιστικών οργανώσεων, πράγμα που επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η Asoport έχει την ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους στο πλαίσιο της διαδικασίας την οποία διεξάγει η CNMC. |
44 |
Το γεγονός όμως ότι η CNMC ενεργεί αυτεπαγγέλτως, ως ειδικευμένη διοικητική αρχή που ασκεί την εξουσία επιβολής κυρώσεων στους τομείς αρμοδιότητάς της, αποτελεί ένδειξη του διοικητικού και όχι δικαιοδοτικού χαρακτήρα της αποφάσεως την οποία καλείται να εκδώσει στο πλαίσιο της διαδικασίας που οδήγησε στην υποβολή της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 14ης Νοεμβρίου 2013, MF 7, C‑49/13, EU:C:2013:767, σκέψη 18). |
45 |
Το ίδιο ισχύει όσον αφορά το γεγονός ότι η CNMC υποχρεούται να συνεργάζεται στενά με την Επιτροπή και ενδέχεται να απολέσει την αρμοδιότητά της υπέρ της δεύτερης δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003, έστω και αν τούτο αφορά μόνον τις περιπτώσεις στις οποίες έχουν εφαρμογή οι κανόνες του δικαίου της Ένωσης και η Επιτροπή ευρίσκεται σε περισσότερο κατάλληλη θέση για να εξετάσει την υπόθεση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 31ης Μαΐου 2005, ΣΥΦΑΙΤ κ.λπ., C‑53/03, EU:C:2005:333, σκέψεις 34 και 35). |
46 |
Εξάλλου, το άρθρο 36, παράγραφος 1, του νόμου για την προστασία του ανταγωνισμού υποχρεώνει τη CNMC να εκδίδει και να κοινοποιεί την απόφαση που περατώνει τη διαδικασία επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς εντός μέγιστης προθεσμίας 18 μηνών, το δε άρθρο 38, παράγραφος 1, του νόμου αυτού διευκρινίζει ότι η πάροδος της προθεσμίας αυτής προκαλεί την κατάργηση της διαδικασίας, ανεξαρτήτως της βουλήσεως των ενδιαφερομένων μερών της διαδικασίας και, ιδίως, των τυχόν καταγγελλόντων. |
47 |
Υπογραμμίζεται, επίσης, ότι, κατά το άρθρο 75 του νόμου περί διοικητικών διαφορών, όταν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων έχει ασκηθεί προσφυγή κατά αποφάσεως της CNMC, αυτή μπορεί να αποδεχθεί την προσφυγή, δηλαδή να ανακαλέσει την απόφασή της, εφόσον συμφωνήσει ο διάδικος ο οποίος άσκησε ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων προσφυγή κατά της αποφάσεως της CNMC. |
48 |
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η διαδικασία επιβολής κυρώσεων ενώπιον της CNMC ευρίσκεται εκτός του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος και δεν εμπίπτει στην άσκηση δικαιοδοτικών καθηκόντων. Ειδικότερα, η απόφαση της CNMC που περατώνει τη διαδικασία είναι διοικητική απόφαση η οποία, μολονότι είναι τελική και άμεσα εκτελεστή, δεν μπορεί να περιβληθεί τα χαρακτηριστικά δικαστικής αποφάσεως, ιδίως δε δύναμης δεδικασμένου (πρβλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Margarit Panicello, C‑503/15, EU:C:2017:126, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
49 |
Ο διοικητικός χαρακτήρας της επίμαχης στην κύρια δίκη διαδικασίας επιβεβαιώνεται επίσης από το άρθρο 29, παράγραφος 4, του νόμου περί ιδρύσεως της CNMC, το οποίο προβλέπει ότι η έκδοση αποφάσεως από το συμβούλιο της CNMC περατώνει τη διαδικασία, η οποία χαρακτηρίζεται ρητώς ως «διοικητική». Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 48, παράγραφος 1, του νόμου για την προστασία του ανταγωνισμού, κατά μιας τέτοιας αποφάσεως μπορεί να ασκηθεί ένδικη προσφυγή, κατά την εκδίκαση της οποίας η CNMC, όπως διευκρίνισε μεταξύ άλλων η Ισπανική Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις της, επέχει τη θέση της καθής στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας ένδικης διαδικασίας ενώπιον του Audiencia Nacional (ανώτερου ειδικού δικαστηρίου, Ισπανία) ή της αναιρεσείουσας ή αναιρεσίβλητης σε περίπτωση ασκήσεως αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Audiencia Nacional ενώπιον του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία). |
50 |
Οι ανωτέρω εκτιμήσεις δεν αναιρούνται από την απόφαση της 16ης Ιουλίου 1992, Asociación Española de Banca Privada κ.λπ. (C‑67/91, EU:C:1992:330), με την οποία το Δικαστήριο δέχθηκε σιωπηρώς το παραδεκτό αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία είχε υποβάλει το Tribunal de Defensa de la Competencia (δικαστήριο προστασίας του ανταγωνισμού, Ισπανία). Συναφώς, επισημαίνεται ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε στο πλαίσιο του παλαιού ισπανικού νόμου για την προστασία του ανταγωνισμού, δυνάμει του οποίου το εν λόγω όργανο ήταν διαφορετικό από το εξεταστικό όργανο σε θέματα ανταγωνισμού το οποίο είχε συσταθεί με τον νόμο αυτό, ήτοι την Dirección General de Defensa de la Competencia (Υπηρεσία προστασίας του ανταγωνισμού, Ισπανία). Εν προκειμένω όμως, όπως προκύπτει από το άρθρο 29, παράγραφος 1, του νόμου περί ιδρύσεως της CNMC, η CNMC ασκεί τόσο τα καθήκοντα που είχαν ανατεθεί προηγουμένως στο Tribunal de Defensa de la Competencia (δικαστήριο προστασίας του ανταγωνισμού) όσο και τα καθήκοντα που είχαν ανατεθεί προηγουμένως στην υπηρεσία προστασίας του ανταγωνισμού. |
51 |
Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η υποβληθείσα από τη CNMC αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη. |
Επί των δικαστικών εξόδων
52 |
Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τα μέρη της κύριας διαδικασίας τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος οργάνου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω μερών, δεν αποδίδονται. |
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται: |
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε η Comisión Nacional de los Mercados y la Competencia (Εθνική Επιτροπή Αγορών και Ανταγωνισμού, Ισπανία), με απόφαση της 12ης Ιουνίου 2019, είναι απαράδεκτη. |
(υπογραφές) |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.