ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 3ης Σεπτεμβρίου 2020 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Άρθρο 1, παράγραφος 2 – Πεδίο εφαρμογής – Εθνική διάταξη η οποία καθορίζει μέγιστο ποσό του κόστους της πίστωσης εκτός των τόκων – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Συμβατική ρήτρα με την οποία μετακυλίονται στον καταναλωτή έξοδα που σχετίζονται με την οικονομική δραστηριότητα του δανειστή – Σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών – Άρθρο 4, παράγραφος 2 – Υποχρέωση διατύπωσης των συμβατικών ρητρών κατά τρόπο σαφή και κατανοητό – Συμβατικές ρήτρες οι οποίες δεν προσδιορίζουν τις υπηρεσίες για τις οποίες προβλέπουν χρεώσεις – Οδηγία 2008/48/ΕΚ – Άρθρο 3, στοιχείο ζʹ – Εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει τρόπο υπολογισμού του μέγιστου ποσού του κόστους της πίστωσης, εκτός των τόκων, με το οποίο μπορεί να επιβαρυνθεί ο καταναλωτής»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑84/19, C‑222/19 και C‑252/19,

με αντικείμενο τρεις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, τις οποίες υπέβαλαν, αφενός, το Sąd Rejonowy Szczecin – Prawobrzeże i Zachód w Szczecinie (επαρχιακό δικαστήριο Szczecin, αρμόδιο για τις συνοικίες Prawobrzeże και Zachód, Πολωνία) (C‑84/19) με απόφαση της 28ης Δεκεμβρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 31 Ιανουαρίου 2019 και, αφετέρου, το Sąd Rejonowy w Opatowie (επαρχιακό δικαστήριο Opatów, πρώτο τμήμα αστικών διαφορών, Πολωνία) με αποφάσεις της 4ης Φεβρουαρίου 2019 (C‑222/19) και της 31ης Ιανουαρίου 2019 (C‑252/19), οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 8 Μαρτίου 2019 και στις 20 Μαρτίου 2019, αντιστοίχως, στο πλαίσιο των δικών

Profi Credit Polska SA

κατά

QJ (C‑84/19),

και

BW

κατά

DR (C‑222/19),

και

QL

κατά

CG (C‑252/19),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.‑C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, M. Safjan, L. Bay Larsen, C. Toader (εισηγήτρια) και N. Jääskinen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Hogan

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η BW, εκπροσωπούμενη από την K. Tomczyk, radca prawny,

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil καθώς και από την S. Šindelková,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις K. Herbout‑Borczak, G. Goddin και A. Szmytkowska καθώς και από τον N. Ruiz García,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Απριλίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 2, του άρθρου 3, παράγραφος 1, και του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011 (ΕΕ 2011, L 304, σ. 64) (στο εξής: οδηγία 93/13), καθώς και των διατάξεων της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2008, L 133, σ. 66, και διορθωτικά ΕΕ 2009, L 207, σ. 14, ΕΕ 2010, L 199, σ. 40, ΕΕ 2011, L 234, σ. 46, και ΕΕ 2015, L 36, σ. 15).

2

Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο τριών ενδίκων διαφορών μεταξύ τριών πιστωτικών ιδρυμάτων, των Profi Credit Polska, BW και QL, και τριών καταναλωτών, των QJ, DR και CG, αντιστοίχως, με αντικείμενο την είσπραξη από τους καταναλωτές αυτούς ποσών των οποίων την καταβολή αξιώνουν τα ως άνω πιστωτικά ιδρύματα βάσει συμβάσεων καταναλωτικής πίστης.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 93/13

3

Η δωδέκατη, η δέκατη τρίτη, η δέκατη έκτη και η εικοστή αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13 έχουν ως εξής:

«[Εκτιμώντας] ότι, παρ’ όλα αυτά, ως έχουν σήμερα οι εθνικές νομοθεσίες, μόνον μερική εναρμόνιση είναι δυνατή· ότι, ιδίως, μόνον οι συμβατικές ρήτρες για τις οποίες δεν υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας οδηγίας· ότι έχει σημασία εν προκειμένω να δοθεί στα κράτη η δυνατότητα, τηρουμένης της συνθήκης, να παρέχουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας στον καταναλωτή μέσω εθνικών διατάξεων αυστηρότερων από τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας·

ότι οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών που καθορίζουν, άμεσα ή έμμεσα, τους όρους των συμβάσεων με τους καταναλωτές θεωρείται ότι δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες· ότι, κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται να υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας οι ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου καθώς και αρχές ή διατάξεις διεθνών συμβάσεων, στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η Κοινότητα· ότι, γι’ αυτό τον λόγο, η έκφραση “νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου” που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμο μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως·

[…]

ότι […] η απαίτηση [καλής πίστης] μπορεί να ικανοποιηθεί από τον επαγγελματία όταν συναλλάσσεται με έντιμο και δίκαιο τρόπο με τον αντισυμβαλλόμενο του οποίου οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα νόμιμα συμφέροντα·

[…]

ότι οι συμβάσεις πρέπει να συντάσσονται με σαφή και κατανοητό τρόπο· ότι ο καταναλωτής πρέπει να έχει πράγματι την ευκαιρία να λάβει γνώση όλων των ρητρών και ότι σε περίπτωση αμφιβολίας πρέπει να υπερισχύσει η πιο ευνοϊκή ερμηνεία για τον καταναλωτή».

4

Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«1.   Η παρούσα οδηγία έχει αντικείμενο την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών, οι οποίες αφορούν τις καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός καταναλωτή.

2.   Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου […] δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.»

5

Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας:

«Ρήτρα σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση.»

6

Το άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας συμβατικής ρήτρας κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και όλες οι κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης περιστάσεις που περιέβαλαν την εν λόγω σύναψη, καθώς και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται.

2.   Η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης ούτε το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.»

7

Το άρθρο 5 της οδηγίας 93/13 προβλέπει τα εξής:

«Στην περίπτωση συμβάσεων των οποίων όλες ή μερικές ρήτρες που προτείνονται στον καταναλωτή έχουν συνταχθεί εγγράφως, οι ρήτρες αυτές πρέπει να συντάσσονται πάντοτε με σαφή και κατανοητό τρόπο. Σε περίπτωση αμφιβολίας για την έννοια μιας ρήτρας, επικρατεί η ευνοϊκότερη για τον καταναλωτή ερμηνεία. Αυτός ο ερμηνευτικός κανόνας δεν εφαρμόζεται στα πλαίσια των διαδικασιών που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2.»

8

Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

9

Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.»

10

Το άρθρο 8 της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή.»

11

Το άρθρο 8α, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 ορίζει τα εξής:

«Εάν κράτος μέλος εγκρίνει διατάξεις δυνάμει του άρθρου 8, ενημερώνει σχετικώς την Επιτροπή, καθώς και για κάθε μεταγενέστερη μεταβολή […]».

Η οδηγία 2008/48

12

Οι αιτιολογικές σκέψεις 7, 9 και 20 της οδηγίας 2008/48 έχουν ως εξής:

«(7)

Για να διευκολυνθεί η δημιουργία εσωτερικής αγοράς στον τομέα της καταναλωτικής πίστης καθώς και η εύρυθμη λειτουργία της, απαιτείται να προβλεφθεί η θέσπιση εναρμονισμένου κοινοτικού πλαισίου σε ορισμένους βασικούς τομείς. Λαμβανομένων υπόψη της συνεχώς αναπτυσσόμενης αγοράς καταναλωτικής πίστης και της αυξανόμενης κινητικότητας των Ευρωπαίων πολιτών, η θέσπιση διορατικής κοινοτικής νομοθεσίας που θα είναι σε θέση να προσαρμοσθεί στις μελλοντικές μορφές πίστωσης και που θα παρέχει στα κράτη μέλη τον κατάλληλο βαθμό ευελιξίας στην εφαρμογή της αναμένεται να συμβάλει στη διαμόρφωση σύγχρονου συνόλου κανόνων δικαίου για την καταναλωτική πίστη.

[…]

(9)

Για να εξασφαλισθεί υψηλό και ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των συμφερόντων όλων των καταναλωτών της Κοινότητας και για να δημιουργηθεί γνήσια εσωτερική αγορά, χρειάζεται πλήρης εναρμόνιση. […]

[…]

(20)

Το συνολικό κόστος της καταναλωτικής πίστωσης θα πρέπει να περιλαμβάνει όλες τις δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων των τόκων, των προμηθειών, των φόρων, των αμοιβών σε μεσίτες πιστώσεων και οποιωνδήποτε άλλων τελών που πρέπει να καταβάλει ο καταναλωτής σε σχέση με τη σύμβαση πίστωσης, εκτός από τα συμβολαιογραφικά έξοδα. Η πραγματική γνώση του κόστους από τον πιστωτικό φορέα θα πρέπει να αξιολογείται αντικειμενικά, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων της επαγγελματικής επιμέλειας.»

13

Κατά το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

“καταναλωτής”: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, με τις δικαιοπραξίες που καλύπτει η παρούσα οδηγία, επιδιώκει σκοπούς που είναι άσχετοι με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά του·

[…]

ζ)

“συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή”: το σύνολο των επιβαρύνσεων, συμπεριλαμβανομένων των τόκων, των προμηθειών, των φόρων και των κάθε άλλου είδους αμοιβών, που καλείται να πληρώσει ο καταναλωτής για τη σύμβαση πίστωσης και τα οποία γνωρίζει ο πιστωτικός φορέας, πλην των συμβολαιογραφικών δαπανών· τα έξοδα που αφορούν συμπληρωματικές υπηρεσίες σχετικές με τη σύμβαση πίστωσης, ιδίως τα ασφάλιστρα, περιλαμβάνονται επίσης εάν, επιπλέον, η σύναψη της σύμβασης υπηρεσίας είναι υποχρεωτική για την έγκριση της πίστωσης ή για τη χορήγησή της υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που διαφημίζονται·

η)

“συνολικό ποσό πληρωτέο από τον καταναλωτή”: το ποσό του συνολικού ύψους της πίστωσης και το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή·

[…]».

14

Το άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Υποχρέωση εκτίμησης της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας εκτιμά την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή, βάσει επαρκών στοιχείων που λαμβάνονται κατά περίπτωση από τον καταναλωτή και, εν ανάγκη, κατόπιν έρευνας στην κατάλληλη βάση δεδομένων. Τα κράτη μέλη η νομοθεσία των οποίων απαιτεί από τους πιστωτικούς φορείς να αξιολογούν την πιστοληπτική ικανότητα των καταναλωτών, κατόπιν έρευνας στην κατάλληλη βάση δεδομένων, μπορούν να διατηρήσουν την απαίτηση αυτή.»

15

Το άρθρο 10 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη σύμβαση πίστωσης», προβλέπει τα εξής:

«1.   Οι συμβάσεις πίστωσης καταρτίζονται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου.

Όλα τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνουν από ένα αντίτυπο της σύμβασης πίστωσης. Το παρόν άρθρο ισχύει υπό την επιφύλαξη τυχόν εθνικών κανόνων όσον αφορά το κύρος της σύναψης συμβάσεων πίστωσης, οι οποίοι είναι σύμφωνοι προς το κοινοτικό δίκαιο.

2.   Η σύμβαση πίστωσης πρέπει να προσδιορίζει, με τρόπο σαφή και ευσύνοπτο:

[…]

δ)

το συνολικό ποσό της πίστωσης και τους όρους που διέπουν τις αναλήψεις·

[…]

ζ)

το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο και το συνολικό ποσό που πρέπει να πληρώσει ο καταναλωτής, υπολογιζόμενο κατά τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης πίστωσης· πρέπει να αναφέρονται όλα τα τεκμήρια που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του επιτοκίου αυτού·

[…]

κα)

εφόσον ισχύουν, άλλους συμβατικούς όρους και προϋποθέσεις·

[…]».

16

Το άρθρο 21 της οδηγίας 2008/48 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι:

[…]

β)

το ποσό της αμοιβής που τυχόν πρέπει να καταβάλλει ο καταναλωτής στον μεσίτη πιστώσεων για τις υπηρεσίες του κοινοποιείται στον καταναλωτή και συμφωνείται μεταξύ του καταναλωτή και του μεσίτη πιστώσεων εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου πριν από τη σύναψη της πιστωτικής σύμβασης·

[…]».

17

Το άρθρο 22 της ως άνω οδηγίας, με τίτλο «Εναρμόνιση και αναγκαστικός χαρακτήρας της παρούσας οδηγίας», προβλέπει τα εξής:

«1.   Καθόσον η παρούσα οδηγία περιέχει εναρμονισμένες διατάξεις, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να διατηρούν ή να εισάγουν στο εθνικό τους δίκαιο διατάξεις που παρεκκλίνουν από αυτές που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.

[…]

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν επίσης ώστε οι διατάξεις που θεσπίζουν κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας να μην καταστρατηγούνται μέσω του τρόπου διατύπωσης των συμβάσεων, ιδίως με την ενσωμάτωση αναλήψεων ή συμβάσεων πίστωσης, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, σε συμβάσεις πίστωσης ο χαρακτήρας ή ο σκοπός των οποίων θα επέτρεπε την αποφυγή της εφαρμογής της.

[…]»

Το πολωνικό δίκαιο

Ο αστικός κώδικας

18

Κατά το άρθρο 3851, παράγραφος 1, του kodeks cywilny (Αστικού Κώδικα), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των κυρίων δικών (στο εξής: Αστικός Κώδικας):

«Οι ρήτρες συμβάσεως συναφθείσας με καταναλωτή, οι οποίες δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή εάν διαμορφώνουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κατά τρόπο που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη και πλήττει σοβαρά τα συμφέροντά του (μη επιτρεπτές συμβατικές ρήτρες). Αυτό δεν ισχύει για ρήτρες που καθορίζουν τις κύριες παροχές των συμβαλλομένων μερών, ιδίως την τιμή ή την αμοιβή, εφόσον είναι διατυπωμένες με σαφήνεια.»

19

Το άρθρο 720, παράγραφος 1, του Αστικού Κώδικα προβλέπει τα εξής:

«Με τη σύμβαση του δανείου, ο δανειστής αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταβιβάσει στον οφειλέτη κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα και ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας.»

Ο νόμος περί καταναλωτικής πίστης

20

Ο ustawa o kredycie konsumenckim (νόμος περί καταναλωτικής πίστης), της 12ης Μαΐου 2011 (Dz. U. αριθ. 126, θέση 715), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των κυρίων δικών (στο εξής: νόμος περί καταναλωτικής πίστης), μεταφέρει στην πολωνική έννομη τάξη την οδηγία 2008/48.

21

Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του νόμου αυτού περιέχει τους εξής ορισμούς:

«[…]

6)

συνολικό κόστος της πίστωσης – το σύνολο των επιβαρύνσεων που ο καταναλωτής καλείται να καταβάλει βάσει της σύμβασης πίστωσης, ιδίως:

a)

τόκοι, έξοδα, προμήθειες, φόροι και περιθώρια, τα οποία γνωρίζει ο πιστωτικός φορέας, καθώς και

b)

έξοδα που αφορούν παρεπόμενες παροχές, ιδίως ασφαλίσεις, αν είναι υποχρεωτικές για τη χορήγηση της πίστωσης ή για τη χορήγησή της υπό τους προβλεπόμενους όρους και προϋποθέσεις, πλην των συμβολαιογραφικών εξόδων, τα οποία βαρύνουν τον καταναλωτή·

6‑a)

κόστος της πίστωσης εκτός των τόκων – το σύνολο των επιβαρύνσεων που βαρύνουν τον καταναλωτή αναφορικά με την πιστωτική σύμβαση, πλην των τόκων·

7)

συνολικό ποσό της πίστωσης – το μέγιστο ύψος όλων των ποσών, μη περιλαμβανομένου του κόστους της πίστωσης, που τίθενται στη διάθεση του καταναλωτή από τον πιστωτικό φορέα δυνάμει της πιστωτικής σύμβασης ή, στην περίπτωση σύμβασης μη προβλέπουσας αυτό το μέγιστο ποσό, το συνολικό ποσό, μη περιλαμβανομένου του κόστους της πίστωσης, που τέθηκε στη διάθεση του καταναλωτή από τον πιστωτικό φορέα δυνάμει της σύμβασης πίστωσης·

8)

συνολικό ποσό πληρωτέο από τον καταναλωτή – το άθροισμα του συνολικού κόστους της πίστωσης και του συνολικού ποσού της πίστωσης.

[…]»

22

Το άρθρο 36a του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

«1.   Το μέγιστο ποσό του κόστους της πίστωσης εκτός των τόκων υπολογίζεται με βάση τον ακόλουθο τύπο:

MPKK ≤ (K × 25 %) + (K × N/R × 30 %)

όπου:

MPKK – το μέγιστο ποσό του κόστους της πίστωσης εκτός των τόκων,

K – το συνολικό ποσό της πίστωσης,

n – η περίοδος εξόφλησης σε ημέρες,

R – ο αριθμός ημερών ανά έτος.

2.   Καθ’ όλη τη διάρκεια της πίστωσης, το κόστος της πίστωσης εκτός των τόκων δεν μπορεί να υπερβεί το συνολικό ποσό της πίστωσης.

3.   Το απορρέον από τη σύμβαση καταναλωτικής πίστης κόστος της πίστωσης εκτός των τόκων δεν οφείλεται κατά το μέρος που υπερβαίνει το υπολογιζόμενο σύμφωνα με την παράγραφο 1 μέγιστο ποσό του κόστους της πίστωσης εκτός των τόκων ή το συνολικό ποσό της πίστωσης.»

Οι διαφορές των κυρίων δικών, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

Η υπόθεση C‑84/19

23

Στις 19 Σεπτεμβρίου 2016, συνήφθη, με τη διαμεσολάβηση μεσίτη πιστώσεων, σύμβαση καταναλωτικής πίστης μεταξύ της Profi Credit Polska και της QJ. Η σύμβαση αυτή αφορούσε τη χορήγηση πίστωσης ποσού 9000 πολωνικών ζλότι (PLN) (περίπου 2090 ευρώ) και η αποπληρωμή θα γινόταν με την καταβολή 36 μηνιαίων δόσεων. Η εν λόγω σύμβαση προέβλεπε ετήσιο επιτόκιο 9,83 % επί του κεφαλαίου, καθώς και την καταβολή εξόδων φακέλου ποσού 129 PLN (περίπου 30 ευρώ), προμήθειας ποσού 7771 PLN (περίπου 1804 ευρώ) και ποσού 1100 PLN (περίπου 255 ευρώ) για χρηματοπιστωτικό προϊόν με την ονομασία «Το πακέτο σου – Πρόσθετο πακέτο».

24

Η Profi Credit Polska ζήτησε, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Sąd Rejonowy Szczecin – Prawobrzeże i Zachód w Szczecinie (επαρχιακού δικαστηρίου Szczecin, αρμόδιου για τις συνοικίες Prawobrzeże και Zachód, Πολωνία), την έκδοση διαταγής πληρωμής βάσει γραμματίου εις διαταγήν που είχε εκδώσει η QJ. Το αιτούν δικαστήριο εξέδωσε απόφαση ερήμην της QJ, την οποία αυτή προσέβαλε με ανακοπή, προβάλλοντας ισχυρισμούς σχετικά με τον καταχρηστικό χαρακτήρα των όρων της σύμβασης δανείου.

25

Το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε ότι η σύμβαση αυτή δεν όριζε τις έννοιες των «εξόδων φακέλου» ή της «προμήθειας», ούτε διευκρίνιζε σε ποιες συγκεκριμένες παροχές αντιστοιχούσαν. Το δε προϊόν με την ονομασία «Το πακέτο σου – Πρόσθετο πακέτο» εξασφάλιζε στον καταναλωτή το δικαίωμα εφάπαξ αναβολής της καταβολής δύο δόσεων ή μείωσης του ύψους τεσσάρων δόσεων με ταυτόχρονη παράταση της διάρκειας της σύμβασης, στην περίπτωση της αναβολής, ή με μεταφορά της υποχρέωσης του καταναλωτή για καταβολή των δόσεων σε μεταγενέστερο χρόνο, στην περίπτωση της μείωσης του ποσού της δόσης.

26

Μόνο στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου η Profi Credit Polska διευκρίνισε ότι η «προμήθεια» αποτελούσε το αντάλλαγμα για τη χορήγηση της πίστωσης και ότι τα «έξοδα φακέλου» αντιστοιχούσαν στο κόστος στο οποίο υποβάλλεται ο επαγγελματίας για τη σύναψη της σύμβασης. Οι δε τόκοι αποτελούσαν την αμοιβή για τη θέση των κεφαλαίων στη διάθεση του οφειλέτη.

27

Κατά το αιτούν δικαστήριο, το κόστος της πίστωσης εκτός των τόκων που προβλεπόταν στη σύμβαση την οποία συνήψε η QJ συνέπιπτε με το ανώτατο όριο του άρθρου 36a του νόμου περί καταναλωτικής πίστης. Κατ’ αρχάς, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το αν πρέπει να θεωρηθεί ότι οι συμβατικές ρήτρες που προβλέπουν την καταβολή των διαφόρων αυτών ποσών ως εξόδων της πίστωσης εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13, σύμφωνα με το άρθρο της 1, παράγραφος 2.

28

Στη συνέχεια, αν γίνει δεκτό ότι οι ως άνω συμβατικές ρήτρες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, υπό το πρίσμα του γράμματος του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, είναι δυνατή η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα τους. Ειδικότερα, κατά το αιτούν δικαστήριο, το ζήτημα του ποσού των χρεώσεων αυτών ενδέχεται να εμπίπτει στην εξαίρεση που αφορά, αφενός, «τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης» και, αφετέρου, «το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα», κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης.

29

Ως προς το ζήτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι υφίστανται σημαντικές διαφορές μεταξύ του γράμματος της διάταξης του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 και του γράμματος του άρθρου 3851, παράγραφος 1, του Αστικού Κώδικα, το οποίο μετέφερε τη διάταξη αυτή στο εσωτερικό δίκαιο. Κατά το αιτούν δικαστήριο, από το άρθρο αυτό του Αστικού Κώδικα προκύπτει ότι αποκλείεται η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα από τον εθνικό δικαστή όσον αφορά το ανάλογο η μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής της κύριας παροχής της σύμβασης.

30

Τέλος, όσον αφορά την απαίτηση διαφάνειας του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το αν είναι δυνατόν να γίνει δεκτό ότι έχει διατυπωθεί με κατανοητό τρόπο μια σύμβαση η οποία προβλέπει τόκους, έξοδα φακέλου και προμήθεια, χωρίς να διευκρινίζει τις διαφορές μεταξύ των στοιχείων αυτών και τις υπηρεσίες στις οποίες αντιστοιχούν οι χρεώσεις αυτές. Επιπλέον, ο τρόπος διατύπωσης των ρητρών ενδέχεται να δημιουργήσει την εντύπωση ότι ορισμένες επιβαρύνσεις προκύπτουν από υποχρέωση που επιβάλλει ο νόμος. Περαιτέρω, η χρήση του όρου «προμήθεια» μπορεί να υποδηλώνει ότι πρόκειται για αμοιβή του μεσίτη πιστώσεων, του οποίου η σχέση με τον δανειστή δεν διευκρινίζεται.

31

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Rejonowy Szczecin – Prawobrzeże i Zachód w Szczecinie (επαρχιακό δικαστήριο Szczecin, αρμόδιο για τις συνοικίες Prawobrzeże και Zachód) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 1, παράγραφος 2, της [οδηγίας 93/13] την έννοια ότι η οδηγία δεν εφαρμόζεται επί της εκτιμήσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα επιμέρους συμβατικών ρητρών που αφορούν το κόστος της πιστώσεως το οποίο δεν συνδέεται με την καταβολή τόκων, στην περίπτωση κατά την οποία η νομοθεσία κράτους μέλους προβλέπει ένα ανώτατο όριο για το κόστος αυτό, ορίζοντας ότι το κόστος συμβάσεως καταναλωτικής πίστεως το οποίο δεν συνδέεται με την καταβολή τόκων δεν δύναται να απαιτηθεί εάν υπερβαίνει το μέγιστο ποσό του κόστους της πίστωσης εκτός των τόκων, όπως το ποσό αυτό υπολογίζεται βάσει της νομοθεσίας, ή εάν υπερβαίνει το συνολικό ποσό της πιστώσεως;

2)

Έχει το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 την έννοια ότι συμβατική ρήτρα ρυθμίζουσα το μη συνδεόμενο με την καταβολή τόκων κόστος, που βαρύνει τον δανειολήπτη ο οποίος υποχρεούται να το καταβάλει μαζί με το δάνειο, πέραν των τόκων, και το οποίο συνδέεται με τη σύναψη της συμβάσεως αυτής καθεαυτήν και τη χορήγηση του δανείου (υπό μορφή επιβαρύνσεων, προμηθειών και πάσης φύσεως εξόδων), δεν υπόκειται βάσει της διατάξεως αυτής σε εκτίμηση του τυχόν καταχρηστικού χαρακτήρα της, εφόσον είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό;

3)

Έχει το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 την έννοια ότι συμβατικές ρήτρες με τις οποίες επιβάλλονται πάσης φύσεως έξοδα συναφή με τη χορήγηση δανείου δεν είναι διατυπωμένες “κατά τρόπο σαφή και κατανοητό”, όταν δεν προκύπτει από αυτές για ποια συγκεκριμένη αντιπαροχή καταβάλλονται, και ο καταναλωτής δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τις μεταξύ τους διαφορές;»

Η υπόθεση C‑222/19

32

Στις 8 Μαρτίου 2018, οι BW και DR συνήψαν σύμβαση καταναλωτικής πίστης διετούς διάρκειας συνολικού ποσού 9225 PLN (περίπου 2148 ευρώ), αποπληρωτέου σε 24 μηνιαίες δόσεις. Για την εξασφάλιση του δανείου αυτού ο DR υπέγραψε λευκό γραμμάτιο εις διαταγήν.

33

Το συνολικό αυτό ποσό περιελάμβανε κεφάλαιο 4500 PLN (περίπου 1048 ευρώ), συμβατικούς τόκους ποσού 900 PLN (περίπου 210 ευρώ), προμήθεια χορήγησης δανείου ποσού 1125 PLN (περίπου 262 ευρώ) και έξοδα διαχείρισης για όλη τη διάρκεια του δανείου ποσού 2700 PLN (περίπου 628 ευρώ). Οι συμβατικοί τόκοι υπολογίζονταν βάσει κυμαινόμενου επιτοκίου το οποίο κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης ανερχόταν σε 10 %. Το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο καθορίστηκε σε 119,42 %.

34

Το μέγιστο ποσό του κόστους της πίστωσης εκτός των τόκων, στο οποίο περιλαμβάνονταν η προμήθεια χορηγήσεως δανείου και τα έξοδα διαχείρισης, υπολογιζόμενο σύμφωνα με τον τύπο του άρθρου 36a του νόμου περί καταναλωτικής πίστης, ανερχόταν στο ποσό των 3825 PLN (περίπου 867 ευρώ). Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το ως άνω ποσό δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης και ότι η σύμβαση καταρτίστηκε βάσει υποδείγματος.

35

Ο DR έλαβε το ποσό του δανείου και κατέβαλε τοκοχρεολυτικές δόσεις ποσού 1913,10 PLN (περίπου 445 ευρώ), το οποίο αφαιρέθηκε από τις σχετικές οφειλές που προβλέπονταν στη σύμβαση δανείου. Κατόπιν της περιέλευσης του DR σε υπερημερία οφειλέτη, η BW κατήγγειλε τη σύμβαση και υπέβαλε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Sąd Rejonowy w Opatowie (επαρχιακό δικαστήριο Opatów, πρώτο τμήμα αστικών διαφορών, Πολωνία), αίτηση έκδοσης διαταγής πληρωμής, βάσει του λευκού γραμματίου εις διαταγήν που είχε προηγουμένως υπογράψει ο DR.

36

Στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η BW διευκρίνισε ότι η προμήθεια για τη χορήγηση του δανείου περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, αμοιβή που αποδιδόταν στον μεσίτη πιστώσεων και αντιστοιχούσε στο 12 % του συνολικού ποσού της πίστωσης, τα έξοδα πρόσβασης στο σύστημα για τον έλεγχο της φερεγγυότητας του δανειολήπτη, το κόστος της αμοιβής των εργαζομένων που είναι επιφορτισμένοι με τη χορήγηση των δανείων, έξοδα ελέγχου εγγράφων, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων για τις τηλεφωνικές κλήσεις που έγιναν για την επαλήθευση των δηλωθέντων εισοδημάτων. Το σύνολο της ως άνω προμήθειας αντιστοιχούσε στο 25 % του συνολικού ποσού της πίστωσης κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 7, του νόμου περί καταναλωτικής πίστης.

37

Τα δε έξοδα διαχείρισης του δανείου, ανερχόμενα στο 30 % του ποσού της πίστωσης για κάθε διαχειριστικό έτος, αποτελούνταν από το κόστος της αμοιβής του προσωπικού που είναι επιφορτισμένο με την είσπραξη των μηνιαίων δόσεων, τα έξοδα συντήρησης γραφείων, τηλεπικοινωνιακών γραμμών, τήρησης λογιστικών βιβλίων, τα έξοδα διαχείρισης ατομικών λογαριασμών, συστημάτων πληροφορικής για τη διαχείριση του χρέους και τα έξοδα αλληλογραφίας, περιλαμβανομένων των SMS για την υπενθύμιση της πληρωμής, προμηθειών γραφείου και πρόσβασης στις βάσεις δεδομένων.

38

Όσον αφορά, εν προκειμένω, τα έξοδα που συνδέονται με τη σύναψη και τη διαχείριση της σύμβασης καταναλωτικής πίστης με τον DR, η BW αρνήθηκε να αναφέρει τα ακριβή ποσά των εξόδων αυτών για τον λόγο ότι ήταν αναγκαία προς τούτο η κινητοποίηση σημαντικών μέσων, τα οποία θα υπερέβαιναν τα φερόμενα ως οφειλόμενα ποσά, και ότι, επιπλέον, υπήρχε ενδεχόμενο παραβίασης του τραπεζικού απορρήτου καθώς και των κανόνων προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

39

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, σύμφωνα με τη μέθοδο υπολογισμού που προβλέπει το άρθρο 36a του νόμου περί καταναλωτικής πίστης, το «συνολικό κόστος της πίστωσης εκτός των τόκων» μπορεί να ανέρχεται σε ποσά που κυμαίνονται μεταξύ του 25 και του 100 % του συνολικού ποσού της πίστωσης ανάλογα με τη διάρκεια της περιόδου αποπληρωμής: 55 % σε ετήσια κλίμακα, 85 % σε διετή κλίμακα και 100 % για διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών.

40

Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το αν η διάταξη αυτή του εθνικού δικαίου συμβιβάζεται με την οδηγία 93/13. Επισημαίνει ιδίως ότι, για τον υπολογισμό του ανωτάτου ορίου που προβλέπει ο εθνικός νομοθέτης λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον τα έξοδα που όντως συνδέονται με τη σύναψη ή τη διαχείριση συγκεκριμένης σύμβασης πίστωσης, αλλά και εκείνα που συνδέονται με τη γενική οικονομική δραστηριότητα του δανειστή. Κατά συνέπεια, το εν λόγω ανώτατο όριο καθιστά δυνατή τη μετακύλιση στον καταναλωτή εξόδων που συνδέονται με τη γενική οικονομική δραστηριότητα του δανειστή.

41

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Rejonowy w Opatowie (επαρχιακό δικαστήριο Opatów, πρώτο τμήμα αστικών διαφορών) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν οι διατάξεις της [οδηγίας 93/13], ιδίως το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, καθώς και οι οικείες αρχές του δικαίου της Ένωσης που αφορούν την προστασία των καταναλωτών και την ισορροπία μεταξύ των αντισυμβαλλομένων την έννοια ότι αντιτίθενται στην εισαγωγή στην εθνική έννομη τάξη του θεσμού του “μέγιστου ποσού του κόστους της πίστωσης εκτός των τόκων” και του μαθηματικού τύπου για τον υπολογισμό του ποσού αυτού κατά τις διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 6‑a, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 36‑a, του [νόμου περί καταναλωτικής πίστης], βάσει των οποίων στα έξοδα που προκύπτουν από μια σύμβαση πίστωσης, με τα οποία επιβαρύνεται ο καταναλωτής (συνολικό κόστος της πίστωσης), συνυπολογίζονται και τα έξοδα που συνεπάγεται η άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας του επιχειρηματία;»

Η υπόθεση C‑252/19

42

Στις 31 Αυγούστου 2016, η QL και ο CG συνήψαν σύμβαση καταναλωτικής πίστης για συνολικό ποσό 10764 PLN (περίπου 2474 ευρώ), με ετήσιο επιτόκιο 9,81 %, τριετή διάρκεια και αποπληρωμή σε 36 μηνιαίες δόσεις. Το συνολικό πραγματικό επιτόκιο δανεισμού ανερχόταν σε 77,77 %. Προς εξασφάλιση της αποπληρωμής, ο CG υπέγραψε λευκό γραμμάτιο εις διαταγήν.

43

Το συνολικό ποσό των 10764 PLN (περίπου 2474 ευρώ) περιλάμβανε το κεφάλαιο που η QL έθεσε στη διάθεση του CG, ήτοι 5000 PLN (περίπου 1149 ευρώ), έξοδα φακέλου ποσού 129 PLN (περίπου 29 ευρώ), έξοδα σχετικά με προϊόν με την ονομασία «Το πακέτο σου» ποσού 3939 PLN (περίπου 905 ευρώ) και συμβατικούς τόκους 796 PLN (περίπου 182 ευρώ). Κατά συνέπεια, το «συνολικό κόστος της πίστωσης εκτός των τόκων» ανερχόταν σε 4968 PLN (περίπου 1142 ευρώ) Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο υπολογισμός του ποσού αυτού έγινε με τον μαθηματικό τύπο που προβλέπεται στο άρθρο 36a του νόμου περί καταναλωτικής πίστης, το δε ποσό αυτό δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης.

44

Ο CG κατέβαλε δόσεις συνολικού ποσού 5783 PLN (περίπου 1347 ευρώ). Η QL υπέβαλε αίτηση έκδοσης διαταγής πληρωμής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Sąd Rejonowy w Opatowie (επαρχιακού δικαστηρίου του Opatów, πρώτο τμήμα αστικών διαφορών), βάσει του λευκού γραμματίου εις διαταγήν.

45

Το δικαστήριο αυτό διατηρεί αμφιβολίες σχετικά με το αν εθνική διάταξη όπως το άρθρο 36a του νόμου περί καταναλωτικής πίστης συνάδει με την οδηγία 2008/48. Οι αμφιβολίες αυτές σχετίζονται με τον τρόπο τον οποίο επέλεξε ο Πολωνός νομοθέτης για τον υπολογισμό του ανώτατου αυτού ορίου, δεδομένου ότι δεν λαμβάνονται υπόψη μόνον τα έξοδα που συνδέονται συνήθως με τη σύναψη ή τη διαχείριση σύμβασης καταναλωτικής πίστης, αλλά επίσης και εκείνα που συνδέονται με την εν γένει οικονομική δραστηριότητα των δανειστών.

46

Κατά το αιτούν δικαστήριο, λαμβανομένης υπόψη της πλήρους εναρμόνισης ορισμένων τομέων της καταναλωτικής πίστης με την οδηγία 2008/48, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να περιλαμβάνουν νέες κατηγορίες εξόδων οι οποίες δεν συμβιβάζονται με τους εναρμονισμένους από την οδηγία αυτή τομείς. Ωστόσο, με τη μέθοδο υπολογισμού του μέγιστου ποσού του «κόστους της πίστωσης εκτός των τόκων», ο Πολωνός νομοθέτης επέτρεψε στους δανειστές να επιβάλλουν στους καταναλωτές οικονομικές επιβαρύνσεις υψηλότερες από εκείνες που προβλέπει το άρθρο 3, στοιχείο ζʹ, της εν λόγω οδηγίας. Επομένως, η νομοθεσία αυτή είναι, κατά το αιτούν δικαστήριο, ικανή να θίξει την προστασία του καταναλωτή, αντιθέτως προς τις προθέσεις του εθνικού νομοθέτη.

47

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Rejonowy w Opatowie (επαρχιακό δικαστήριο Opatów, πρώτο τμήμα αστικών διαφορών) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν οι διατάξεις της [οδηγίας 2008/48], και ιδίως το άρθρο 3, στοιχείο ζʹ, και το άρθρο 22, παράγραφος 1, την έννοια ότι αντιτίθενται στην εισαγωγή στην εθνική έννομη τάξη του θεσμού του “μέγιστου ποσού του κόστους της πίστωσης εκτός των τόκων” και του μαθηματικού τύπου για τον υπολογισμό του ποσού αυτού κατά τις διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 6‑a, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 36‑a του νόμου [περί καταναλωτικής πίστης], βάσει των οποίων στα έξοδα που προκύπτουν από μια σύμβαση πίστωσης, με τα οποία επιβαρύνεται ο καταναλωτής (συνολικό κόστος πίστωσης), συνυπολογίζονται και τα έξοδα που συνεπάγεται η οικονομική δραστηριότητα της επιχείρησης;»

48

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Μαΐου 2019, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑222/19 και C‑252/19 προς διευκόλυνση της έγγραφης διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

49

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2019, οι υποθέσεις C‑84/19, C‑222/19 και C‑252/19 ενώθηκαν προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑252/19

50

Με το προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑252/19, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πρώτο κατά σειρά, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, στοιχείο ζʹ, και το άρθρο 22 της οδηγίας 2008/48 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία περί καταναλωτικής πίστης η οποία προβλέπει τρόπο υπολογισμού του μέγιστου ποσού του κόστους της πίστωσης εκτός των τόκων με το οποίο μπορεί να επιβαρυνθεί ο καταναλωτής, στην περίπτωση που ο τρόπος αυτός υπολογισμού επιτρέπει στον επαγγελματία να επιβαρύνει τον καταναλωτή με μέρος των γενικών εξόδων που αφορούν την άσκηση της οικονομικής δραστηριότητάς του.

51

Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο της 1, σκοπός της οδηγίας 2008/48 είναι η εναρμόνιση ορισμένων πτυχών των κανόνων των κρατών μελών που διέπουν τις συμβάσεις πίστωσης με τους καταναλωτές.

52

Στη συνέχεια, από το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας προκύπτει ότι, καθόσον αυτή περιέχει εναρμονισμένες διατάξεις, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να διατηρούν ή να εισάγουν στο εθνικό τους δίκαιο διατάξεις οι οποίες παρεκκλίνουν από αυτές της οδηγίας.

53

Τέλος, για τη διασφάλιση ευρείας προστασίας των καταναλωτών, ο νομοθέτης της Ένωσης ορίζει ευρέως στο άρθρο 3, στοιχείο ζʹ, της εν λόγω οδηγίας την έννοια του «συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή» ως το σύνολο των επιβαρύνσεων, συμπεριλαμβανομένων των τόκων, των φόρων και κάθε άλλου είδους αμοιβών, τις οποίες πρέπει να καταβάλει ο καταναλωτής για τη σύμβαση πίστωσης και τις οποίες γνωρίζει ο πιστωτικός φορέας, εκτός των συμβολαιογραφικών εξόδων (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Mikrokasa και Revenue Niestandaryzowany Sekurytyzacyjny Fundusz Inwestycyjny Zamknięty, C‑779/18, EU:C:2020:236, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

54

Διαπιστώνεται όμως ότι ο ορισμός αυτός δεν περιέχει κανέναν περιορισμό όσον αφορά το είδος ή τη δικαιολόγηση των εξόδων που μπορούν να επιβληθούν στον καταναλωτή στο πλαίσιο τέτοιας σύμβασης πίστωσης (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Mikrokasa και Revenue Niestandaryzowany Sekurytyzacyjny Fundusz Inwestycyjny Zamknięty, C‑779/18, EU:C:2020:236, σκέψεις 40 και 42). Επομένως, από το γράμμα του ορισμού αυτού δεν μπορεί να συναχθεί ότι αποκλείεται η επιβάρυνση του καταναλωτή με έξοδα που συνδέονται με την οικονομική δραστηριότητα του πιστωτικού φορέα, όπως τα έξοδα υποδομών ή οι δαπάνες προσωπικού.

55

Κατά συνέπεια, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 118 των προτάσεών του, η οδηγία 2008/48 δεν έχει σκοπό να εναρμονίσει την κατανομή των εξόδων στο πλαίσιο σύμβασης πίστωσης και, επομένως, τα κράτη μέλη εξακολουθούν να είναι αρμόδια να προβλέπουν μηχανισμούς ρύθμισης των εξόδων αυτών, εφόσον αυτοί δεν αντιβαίνουν στους εναρμονισμένους με την εν λόγω οδηγία κανόνες.

56

Ως προς το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει ότι η ως άνω εθνική νομοθεσία δεν επιβάλλει πρόσθετες υποχρεώσεις πληροφόρησης πλην εκείνων που απαριθμεί το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48, το οποίο προβαίνει σε πλήρη εναρμόνιση όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνονται στη σύμβαση πίστωσης (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Mikrokasa και Revenue Niestandaryzowany Sekurytyzacyjny Fundusz Inwestycyjny Zamknięty, C‑779/18, EU:C:2020:236, σκέψεις 45 και 47).

57

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 3, στοιχείο ζʹ, και το άρθρο 22 της οδηγίας 2008/48 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία περί καταναλωτικής πίστης η οποία προβλέπει τρόπο υπολογισμού του μέγιστου ποσού του κόστους της πίστωσης εκτός των τόκων με το οποίο μπορεί να επιβαρυνθεί ο καταναλωτής, ακόμη και αν ο τρόπος αυτός υπολογισμού επιτρέπει στον επαγγελματία να επιβαρύνει τον καταναλωτή με μέρος των γενικών εξόδων που αφορούν την άσκηση της οικονομικής δραστηριότητάς του, εφόσον η εν λόγω νομοθεσία δεν αντιβαίνει, μέσω των διατάξεών της σχετικά με το μέγιστο αυτό ποσό, στους κανόνες που εναρμονίστηκαν με την οδηγία.

Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑84/19

58

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑84/19, το οποίο πρέπει να εξεταστεί δεύτερο κατά σειρά, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής συμβατική ρήτρα η οποία ορίζει το κόστος της πίστωσης εκτός των τόκων σύμφωνα με το μέγιστο όριο που προβλέπει η εθνική νομοθεσία περί καταναλωτικής πίστης, στην περίπτωση που η νομοθεσία αυτή προβλέπει ότι το κόστος της πίστωσης εκτός των τόκων δεν οφείλεται κατά το μέρος που υπερβαίνει το ως άνω όριο ή το συνολικό ποσό της πίστωσης.

59

Η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Mikrokasa και Revenue Niestandaryzowany Sekurytyzacyjny Fundusz Inwestycyjny Zamknięty (C‑779/18, EU:C:2020:236), αφορούσε, μεταξύ άλλων, το άρθρο 36a του νόμου περί καταναλωτικής πίστης. Στη σκέψη 50 της ως άνω απόφασης, το Δικαστήριο υπενθύμισε κατ’ αρχάς ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, το οποίο αφορά τις ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, αποτελεί εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας υποκείμενη, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, σε δύο προϋποθέσεις. Αφενός, η συμβατική ρήτρα πρέπει να απηχεί νομοθετική ή κανονιστική διάταξη και, αφετέρου, η διάταξη αυτή πρέπει να είναι αναγκαστικού δικαίου.

60

Στη συνέχεια, από τη σκέψη 55 της απόφασης για την οποία έγινε λόγος στην προηγούμενη σκέψη προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει καθορίσει μεν στη νομολογία του τα κριτήρια ερμηνείας του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, αλλά εναπόκειται στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο να εφαρμόσει τις διατάξεις του εθνικού δικαίου στα πραγματικά περιστατικά της ενώπιόν του υπόθεσης και να συναγάγει τις συγκεκριμένες συνέπειες που απορρέουν από αυτά.

61

Τέλος, στη σκέψη 57 της ίδιας απόφασης, το Δικαστήριο έκρινε, με την επιφύλαξη του ελέγχου που θα διενεργούσε το αιτούν δικαστήριο, ότι εθνική διάταξη όπως το άρθρο 36a του νόμου περί καταναλωτικής πίστης δεν φαίνεται, αυτή καθεαυτήν, να καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών, αλλά περιορίζει απλώς την ελευθερία τους να καθορίζουν το κόστος της πίστωσης εκτός των τόκων πάνω από ορισμένο επίπεδο και ουδόλως εμποδίζει τον εθνικό δικαστή να ελέγξει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα ενός τέτοιου καθορισμού, ακόμη και κάτω από το ανώτατο όριο που προβλέπει ο νόμος.

62

Οι εκτιμήσεις αυτές ισχύουν και για την υπόθεση C‑84/19, η οποία αφορά την ίδια εθνική νομοθεσία, και είναι κρίσιμες για την απάντηση στο υπό κρίση προδικαστικό ερώτημα. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι, δυνάμει του άρθρου 36a του νόμου περί καταναλωτικής πίστης, το κόστος της πίστωσης εκτός των τόκων δεν οφείλεται κατά το μέρος που υπερβαίνει το νόμιμο όριο ή το συνολικό ποσό της πίστωσης δεν συνεπάγεται την εξαίρεση της εν λόγω συμβατικής ρήτρας από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13.

63

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι δεν εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας συμβατική ρήτρα η οποία ορίζει το κόστος της πίστωσης εκτός των τόκων σύμφωνα με το όριο που προβλέπει η εθνική νομοθεσία περί καταναλωτικής πίστης, στην περίπτωση που η νομοθεσία αυτή προβλέπει ότι το κόστος της πίστωσης εκτός των τόκων δεν οφείλεται κατά το μέρος που υπερβαίνει το ως άνω όριο ή το συνολικό ποσό της πίστωσης.

Επί του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑84/19

64

Με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑84/19, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού και τρίτα κατά σειρά, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι εμπίπτουν στην εξαίρεση που προβλέπει η διάταξη αυτή οι ρήτρες σύμβασης καταναλωτικής πίστης κατά τις οποίες ο καταναλωτής επιβαρύνεται με άλλα έξοδα, πλην της καταβολής των συμβατικών τόκων, στην περίπτωση που στις ως άνω ρήτρες δεν προσδιορίζεται ούτε η φύση των εξόδων αυτών ούτε οι υπηρεσίες που καλύπτονται από αυτά.

65

Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας, η εκτίμηση περί του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης ούτε το ανάλογο ή μη μεταξύ του τιμήματος και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.

66

Πλην όμως, δεδομένου ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 εισάγει εξαίρεση από τον μηχανισμό του ουσιαστικού ελέγχου των καταχρηστικών ρητρών, όπως προβλέπεται στο πλαίσιο του συστήματος προστασίας των καταναλωτών που καθιερώνει η συγκεκριμένη οδηγία, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται στενά (απόφαση της 23ης Απριλίου 2015, Van Hove, C‑96/14, EU:C:2015:262, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

67

Όσον αφορά, πρώτον, την έννοια του «κύριου αντικειμένου της σύμβασης», κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι αφορά αποκλειστικώς τον προσδιορισμό των λεπτομερειών και της έκτασης του ουσιαστικού ελέγχου των συμβατικών ρητρών οι οποίες, χωρίς να έχουν αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, περιγράφουν τις κύριες παροχές των συμβάσεων που συνάπτονται μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή και χαρακτηρίζουν τις συμβάσεις αυτές. Αντιθέτως, οι ρήτρες που έχουν παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με εκείνες που καθορίζουν την ίδια την ουσία της συμβατικής σχέσης δεν είναι δυνατόν να εμπίπτουν στην εν λόγω έννοια (πρβλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Kiss και CIB Bank, C‑621/17, EU:C:2019:820, σκέψη 32).

68

Ως προς το ζήτημα αυτό, με τη σύμβαση δανείου, ο δανειστής αναλαμβάνει κυρίως την υποχρέωση να θέσει στη διάθεση του οφειλέτη ορισμένο χρηματικό ποσό και ο οφειλέτης αναλαμβάνει κυρίως την υποχρέωση να εξοφλήσει, κατά κανόνα εντόκως, το ποσόν αυτό εντός των προβλεπομένων προθεσμιών. Ως εκ τούτου, οι βασικές παροχές μιας τέτοιας σύμβασης αφορούν χρηματικό ποσόν το οποίο πρέπει να καθοριστεί σε σχέση με το νόμισμα στο οποίο προβλέπεται να γίνει η καταβολή και η εξόφλησή του (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Andriciuc κ.λπ., C‑186/16, EU:C:2017:703, σκέψη 38).

69

Πλην όμως, το ακριβές περιεχόμενο των όρων «κύριο αντικείμενο» και «τιμή», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, δεν μπορεί να καθορισθεί βάσει της έννοιας του «συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή», κατά το άρθρο 3, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2008/48 (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Matei, C‑143/13, EU:C:2015:127, σκέψη 47). Επομένως, το γεγονός ότι διάφορα είδη εξόδων ή μια «προμήθεια» περιλαμβάνονται στο συνολικό κόστος ενός καταναλωτικού δανείου δεν είναι καθοριστικής σημασίας για να γίνει δεκτό ότι τα έξοδα αυτά εμπίπτουν στις κύριες παροχές της σύμβασης πίστωσης.

70

Εν προκειμένω, οι συμβατικές ρήτρες οι οποίες, κατά το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑84/19, δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, αφορούν ποσά που οφείλει να καταβάλει ο καταναλωτής, πέραν των τοκοχρεολυτικών δόσεων. Πράγματι, πρόκειται για ρήτρες που αφορούν μια πρόσθετη υπηρεσία με την ονομασία «Το πακέτο σου – Πρόσθετο πακέτο», μια προμήθεια και τα έξοδα φακέλου.

71

Στο αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση αυτή εναπόκειται να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, τους όρους και την όλη οικονομία της επίμαχης στην κύρια δίκη σύμβασης πίστωσης, καθώς και το πραγματικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, αν οι επίμαχες ρήτρες αφορούν παροχές οι οποίες αποτελούν ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης αυτής, και ειδικότερα την υποχρέωση του οφειλέτη να αποδώσει το ποσό που έθεσε στη διάθεσή του ο δανειστής.

72

Ειδικότερα, μπορεί να γίνει δεκτό ότι αφορούν το κύριο αντικείμενο της σύμβασης οι σαφείς και κατανοητές ρήτρες, δεδομένου ότι η ίδια απαίτηση διαφάνειας με εκείνη του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 περιλαμβάνεται και στο άρθρο 5 της οδηγίας αυτής, το οποίο προβλέπει ότι οι γραπτές συμβατικές ρήτρες πρέπει να συντάσσονται «πάντοτε» με σαφή και κατανοητό τρόπο. Η απαίτηση διαφάνειας που περιλαμβάνεται στην πρώτη από τις διατάξεις αυτές έχει το ίδιο περιεχόμενο με εκείνη που περιλαμβάνεται στη δεύτερη (πρβλ. αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2019, Kiss και CIB Bank, C‑621/17, EU:C:2019:820, σκέψη 36, και της 3ης Μαρτίου 2020, Gómez del Moral Guasch, C‑125/18, EU:C:2020:138, σκέψη 46).

73

Ως προς το ζήτημα αυτό, δεδομένου ότι το σύστημα προστασίας που θεσπίζει η εν λόγω οδηγία στηρίζεται στην αντίληψη ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το επίπεδο πληροφόρησης, η ως άνω απαίτηση διαφάνειας πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως, ήτοι υπό την έννοια ότι επιβάλλει όχι μόνον να είναι η επίμαχη ρήτρα κατανοητή από γραμματικής άποψης για τον καταναλωτή, αλλά και να μπορεί ο καταναλωτής να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες που αυτή συνεπάγεται για τον ίδιο (πρβλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2020, Gómez del Moral Guasch, C‑125/18, EU:C:2020:138, σκέψη 50).

74

Ως εκ τούτου, προκειμένου να εκτιμήσει αν οι επίμαχες ρήτρες, οι οποίες αφορούν τα έξοδα με τα οποία επιβαρύνεται ο καταναλωτής, εμπίπτουν στο κύριο αντικείμενο της σύμβασης, το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑84/19 οφείλει να διαπιστώσει, εν προκειμένω, αν, λαμβανομένων υπόψη όλων των ενώπιόν του κρίσιμων πραγματικών στοιχείων, μεταξύ των οποίων καταλέγονται η διαφήμιση και η πληροφόρηση που παρέχει ο δανειστής στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη της σύμβασης δανείου, καθώς και, γενικότερα, του συνόλου των ρητρών της σύμβασης καταναλωτικής πίστης που υπέγραψε ο QJ, ένας μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, μπορούσε όχι μόνο να λάβει γνώση των οφειλόμενων ποσών για «έξοδα φακέλου», «προμήθεια» και για το χρηματοπιστωτικό προϊόν με την ονομασία «Το πακέτο σου – Πρόσθετο πακέτο», αλλά και να εκτιμήσει τις, δυνητικώς σημαντικές για εκείνον, οικονομικές συνέπειες (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 23ης Απριλίου 2015, Van Hove, C‑96/14, EU:C:2015:262, σκέψη 47).

75

Ασφαλώς, ο επαγγελματίας δεν υποχρεούται να προσδιορίζει αναλυτικώς τη φύση όλων των υπηρεσιών που παρέχονται ως αντιπαροχή για τα έξοδα με τα οποία επιβαρύνεται ο καταναλωτής με τις συμβατικές ρήτρες, όπως τα «έξοδα φακέλου» ή η «προμήθεια». Εντούτοις, προκειμένου να τηρήσει την υποχρέωση διαφάνειας, είναι αναγκαίο η φύση των πράγματι παρεχόμενων υπηρεσιών να μπορεί εύλογα να γίνει αντιληπτή ή να συναχθεί από το σύνολο της σύμβασης. Επιπλέον, ο καταναλωτής πρέπει να είναι σε θέση να εξακριβώσει ότι δεν υπάρχει αλληλεπικάλυψη μεταξύ των διαφόρων εξόδων ή μεταξύ των υπηρεσιών που καλύπτονται από τα έξοδα αυτά (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Kiss και CIB Bank, C‑621/17, EU:C:2019:820, σκέψη 43).

76

Εν προκειμένω και με την επιφύλαξη του ελέγχου που θα διενεργήσει το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑84/19, όσον αφορά τα έξοδα με την ονομασία «έξοδα φακέλου» και «προμήθεια», ο QJ μπορούσε εύλογα να διερωτηθεί τόσο για τις παροχές τις οποίες είχαν σκοπό να καλύψουν τα έξοδα αυτά όσο και για την ενδεχόμενη αλληλεπικάλυψή τους. Πράγματι, αφενός, η σύμβαση περιείχε δύο ρήτρες που προέβλεπαν διοικητικά έξοδα, με τίτλο αντιστοίχως «έξοδα φακέλου» και «προμήθεια», οι οποίες αμφότερες υποδηλώνουν ότι πρόκειται για ποσά που πρέπει να καταβληθούν για τη χορήγηση της πίστωσης.

77

Αφετέρου, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν έξοδο με την ονομασία «προμήθεια» μπορούσε, κατά τη συνήθη έννοια του όρου αυτού στο πολωνικό δίκαιο, να υποδηλώνει ότι πρόκειται για αμοιβή μεσίτη πιστώσεων, όπως αυτή που καταβλήθηκε κατά τη σύναψη της σύμβασης που υπέγραψε ο QJ και αν, σε μια τέτοια περίπτωση, ο καταναλωτής δεν ήταν σε θέση, αντιθέτως εξάλλου προς όσα ορίζει το άρθρο 21, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2008/48, να εκτιμήσει αν καταβάλλει αμοιβή για τις υπηρεσίες του επαγγελματία με τον οποίο συνάπτει τη σύμβαση ή για τις υπηρεσίες του μεσίτη πιστώσεων.

78

Υπό τέτοιες περιστάσεις, δεν διασφαλίζεται η συνολική κατανόηση εκ μέρους του καταναλωτή των υποχρεώσεών του σχετικά με την καταβολή ποσών και των οικονομικών συνεπειών των ρητρών οι οποίες προβλέπουν τα ως άνω έξοδα.

79

Δεύτερον, όσον αφορά τον έλεγχο του «ανάλογ[ου] ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου», κατά πάγια νομολογία η κατηγορία αυτή ρητρών, οι οποίες δεν υπόκεινται σε έλεγχο όσον αφορά ενδεχόμενη καταχρηστικότητά τους, έχει περιορισμένο εύρος, δεδομένου ότι αφορά αποκλειστικώς το ανάλογο ή μη μεταξύ του τιμήματος ή της αμοιβής που προβλέπονται και των υπηρεσιών ή των αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, η δε εξαίρεση αυτή εξηγείται από το γεγονός ότι δεν υπάρχει κάποιος δείκτης ή νομικό κριτήριο δυνάμενο να πλαισιώσει ή να κατευθύνει τον έλεγχο περί ανάλογου χαρακτήρα (πρβλ. αποφάσεις της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai, C‑26/13, EU:C:2014:282, σκέψη 55, και της 3ης Οκτωβρίου 2019, Kiss και CIB Bank, C‑621/17, EU:C:2019:820, σκέψη 34).

80

Λαμβάνοντας υπόψη τη στενή αυτή ερμηνεία, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι οι ρήτρες που αφορούν την αντιπαροχή την οποία οφείλει ο καταναλωτής στον δανειστή ή επηρεάζουν το πραγματικό τίμημα που πρέπει να καταβάλει ο καταναλωτής στον δανειστή δεν εμπίπτουν, κατ’ αρχήν, στη δεύτερη αυτή κατηγορία ρητρών, εκτός του ζητήματος αν το ποσό της αντιπαροχής ή του τιμήματος, όπως ορίσθηκε με τη σύμβαση, είναι ανάλογο της υπηρεσίας που παρέχει ο δανειστής ως αντάλλαγμα (αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Matei, C‑143/13, EU:C:2015:127, σκέψη 56, και της 3ης Οκτωβρίου 2019, Kiss και CIB Bank, C‑621/17, EU:C:2019:820, σκέψη 35).

81

Όσον αφορά την εκτίμηση του «ανάλογ[ου]» των επίμαχων συμβατικών ρητρών στην υπόθεση C‑84/19, ήτοι της σχέσης μεταξύ των απαιτούμενων πληρωμών και της παροχής στην οποία αντιστοιχούν, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι εν λόγω ρήτρες δεν διευκρίνιζαν ποια παροχή αφορούσαν τα έξοδα με την ονομασία «έξοδα φακέλου» και «προμήθεια».

82

Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το γράμμα του άρθρου 3851, παράγραφος 1, του Αστικού Κώδικα, με το οποίο μεταφέρθηκε στο πολωνικό δίκαιο η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 σχετικά με τον έλεγχο του αναλόγου μεταξύ του τιμήματος ή της αμοιβής και της αντιπαροχής, αφορά μόνο τις ρήτρες που συνδέονται με το κύριο αντικείμενο της σύμβασης.

83

Πλην όμως, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 62 των προτάσεών του, κατά το μέτρο που το άρθρο 3851, παράγραφος 1, του Αστικού Κώδικα, το οποίο μετέφερε στο πολωνικό δίκαιο το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, ορίζει στενότερα το περιεχόμενο της εξαίρεσης που προβλέπει η εν λόγω διάταξη του δικαίου της Ένωσης, εξασφαλίζοντας μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή, όπερ εναπόκειται όμως στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, επιτρέπει ευρύτερο έλεγχο του τυχόν καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

84

Ως προς το ζήτημα αυτό, το άρθρο 8 της οδηγίας 93/13 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις, σύμφωνες προς τη Συνθήκη ΛΕΕ, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή. Αυτό απηχεί τη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας, κατά την οποία η οδηγία προβαίνει σε μερική και ελάχιστη μόνο εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες.

85

Πλην όμως, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, διάταξη του εθνικού δικαίου η οποία προβλέπει στενότερο περιεχόμενο για την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 συμβάλλει στην επίτευξη του σκοπού προστασίας των καταναλωτών τον οποίο επιδιώκει η οδηγία αυτή (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Condominio di Milano, via Meda, C‑329/19, EU:C:2020:263, σκέψη 36).

86

Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑84/19 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι δεν εμπίπτουν στην εξαίρεση που προβλέπει η διάταξη αυτή οι ρήτρες σύμβασης καταναλωτικής πίστης κατά τις οποίες ο καταναλωτής επιβαρύνεται με άλλα έξοδα, πλην της εξόφλησης της κύριας οφειλής και των τόκων, στην περίπτωση που στις ως άνω ρήτρες δεν προσδιορίζεται ούτε η φύση των εξόδων αυτών ούτε οι υπηρεσίες που καλύπτονται από αυτά και η διατύπωσή τους είναι τέτοια ώστε να προκαλείται σύγχυση στον καταναλωτή όσον αφορά τις υποχρεώσεις του και τις οικονομικές συνέπειες των ρητρών αυτών, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

Επί του προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑222/19

87

Με το προδικαστικό ερώτημά του στην υπόθεση C‑222/19, το οποίο πρέπει να απαντηθεί τελευταίο κατά σειρά, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική διάταξη η οποία ορίζει ανώτατο όριο για το συνολικό κόστος της πίστωσης που μπορεί να επιβληθεί στον καταναλωτή, στο οποίο μπορούν να περιλαμβάνονται δαπάνες συνδεόμενες με τη γενική οικονομική δραστηριότητα του δανειστή.

88

Προκαταρκτικώς, η οδηγία 93/13, όπως προκύπτει από το άρθρο της 1, παράγραφος 1, έχει ως αντικείμενο την προσέγγιση των εθνικών διατάξεων των κρατών μελών, οι οποίες αφορούν τις καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές. Ωστόσο, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη, καθώς και το άρθρο 3, παράγραφος 1, σκοπός της οδηγίας αυτής δεν είναι να καθιερώσει έλεγχο των εθνικών διατάξεων όσον αφορά τον εν δυνάμει δυσμενή χαρακτήρα τους για τον καταναλωτή, αλλά μόνο έλεγχο των ρητρών που περιλαμβάνονται σε συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές χωρίς να έχουν αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης (πρβλ. απόφαση της 3ης Απριλίου 2019, Aqua Med, C‑266/18, EU:C:2019:282, σκέψη 28).

89

Υπό τις συνθήκες αυτές, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑222/19, πρέπει το προδικαστικό ερώτημα να αναδιατυπωθεί υπό την έννοια ότι αφορά, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα αν κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, συμβατική ρήτρα η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης και προβλέπει την επιβάρυνση του καταναλωτή με κόστος της πίστωσης εκτός των τόκων, το οποίο περιλαμβάνει μεν έξοδα συνδεόμενα με την οικονομική δραστηριότητα του δανειστή, πλην όμως υπολείπεται του μέγιστου νόμιμου ορίου.

90

Υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ρήτρα σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν, παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση.

91

Ως προς το ζήτημα αυτό, διευκρινίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρμοδιότητά του αφορά τόσο την ερμηνεία της έννοιας «καταχρηστική ρήτρα» του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 και του παραρτήματός της όσο και τα κριτήρια τα οποία ο εθνικός δικαστής μπορεί ή πρέπει να εφαρμόζει κατά την εξέταση συμβατικής ρήτρας υπό το πρίσμα των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας, εξυπακουομένου ότι απόκειται στον εν λόγω δικαστή να αποφαίνεται, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων αυτών, επί του ενδεδειγμένου χαρακτηρισμού συγκεκριμένης συμβατικής ρήτρας βάσει των περιστάσεων της κάθε περίπτωσης. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο πρέπει να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο απλώς και μόνον ενδεικτικά στοιχεία τα οποία το τελευταίο οφείλει να λάβει υπόψη κατά την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα της επίμαχης ρήτρας (απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz, C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

92

Όσον αφορά τον έλεγχο της σημαντικής ανισορροπίας που δημιουργείται από ρήτρες που προβλέπουν την επιβάρυνση του καταναλωτή με άλλα έξοδα πλην των τόκων, αυτός δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο σε μια ποσοτικού χαρακτήρα οικονομική εκτίμηση, βασιζόμενη σε σύγκριση μεταξύ του συνολικού ποσού της συναλλαγής η οποία αποτέλεσε αντικείμενο της σύμβασης, αφενός, και των δαπανών που βάσει της ως άνω ρήτρας βαρύνουν τον καταναλωτή, αφετέρου. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι σημαντική ανισορροπία μπορεί να προκύψει από μόνη την αρκούντως σοβαρή επιδείνωση της νομικής κατάστασης στην οποία περιάγουν οι εφαρμοστέες εθνικές διατάξεις τον καταναλωτή, ως συμβαλλόμενο στην επίμαχη σύμβαση, είτε αυτή λαμβάνει τη μορφή περιορισμού του περιεχομένου των δικαιωμάτων που αντλεί σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές από τη σύμβαση, είτε τη μορφή εμποδίου στην άσκησή τους, είτε ακόμη τη μορφή επιβάρυνσής του με πρόσθετη υποχρέωση, την οποία δεν προβλέπουν οι εθνικοί κανόνες (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Kiss και CIB Bank, C‑621/17, EU:C:2019:820, σκέψη 51).

93

Όσον αφορά το ζήτημα υπό ποιες περιστάσεις μια τέτοια ανισορροπία δημιουργείται «παρά την απαίτηση καλής πίστης», λαμβάνοντας υπόψη την δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13, το Δικαστήριο έχει υποδείξει με τη νομολογία του στα εθνικά δικαστήρια να εξακριβώνουν αν ο επαγγελματίας, έχοντας συμβληθεί νομίμως και θεμιτώς με τον καταναλωτή, μπορούσε ευλόγως να αναμένει ότι ο καταναλωτής θα δεχθεί μια τέτοια ρήτρα κατόπιν διαπραγμάτευσης (απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019, Profi Credit Polska, C‑419/18 και C‑483/18, EU:C:2019:930, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

94

Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τα έξοδα που συνδέονται με την οικονομική δραστηριότητα του επαγγελματία περιλαμβάνονται ήδη στα έξοδα που συνδέονται με τη χορήγηση της πίστωσης.

95

Συνεπώς, το κόστος, για τον καταναλωτή, της πίστωσης εκτός των τόκων το οποίο, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, δεν μπορεί να υπερβαίνει ένα ανώτατο όριο, θα μπορούσε, εντούτοις, να δημιουργήσει σημαντική ανισορροπία κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, ακόμη και όταν καθορίζεται σε ποσό το οποίο δεν υπερβαίνει το ανώτατο αυτό όριο, αν οι παρεχόμενες ως αντιπαροχή υπηρεσίες δεν εμπίπτουν ευλόγως στις υπηρεσίες που παρέχονται στο πλαίσιο της σύναψης ή της διαχείρισης της σύμβασης πίστωσης ή αν τα ποσά με τα οποία επιβαρύνεται ο καταναλωτής για έξοδα χορήγησης του δανείου παρίστανται σαφώς δυσανάλογα σε σχέση με το ποσό του δανείου. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να λάβει υπόψη, ως προς το ζήτημα αυτό, τις συνέπειες των λοιπών συμβατικών ρητρών προκειμένου να κρίνει αν οι εν λόγω ρήτρες δημιουργούν σημαντική ανισορροπία εις βάρος του δανειολήπτη.

96

Υπ’ αυτές τις περιστάσεις, λαμβανομένης υπόψη της απαίτησης διαφάνειας που απορρέει από το άρθρο 5 της οδηγίας 93/13, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο επαγγελματίας, έχοντας συμβληθεί με τον καταναλωτή τηρώντας την απαιτούμενη διαφάνεια, μπορούσε ευλόγως να αναμένει ότι ο καταναλωτής θα δεχθεί μια τέτοια ρήτρα κατόπιν διαπραγμάτευσης.

97

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι συμβατική ρήτρα αφορώσα το κόστος της πίστωσης εκτός των τόκων, η οποία ορίζει το κόστος αυτό σε ποσό που υπολείπεται του μέγιστου νόμιμου ορίου και μετακυλίει στο καταναλωτή έξοδα που συνδέονται με την οικονομική δραστηριότητα του δανειστή, μπορεί να δημιουργεί σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών που απορρέουν από τη σύμβαση εις βάρος του καταναλωτή, στην περίπτωση που τον επιβαρύνει με έξοδα δυσανάλογα προς τις παρεχόμενες υπηρεσίες και το χορηγηθέν σε αυτόν ποσό του δανείου, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

Επί των δικαστικών εξόδων

98

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κυρίων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 3, στοιχείο ζʹ, και το άρθρο 22 της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία περί καταναλωτικής πίστης, η οποία προβλέπει τρόπο υπολογισμού του μέγιστου ποσού του κόστους της πίστωσης εκτός των τόκων με το οποίο μπορεί να επιβαρυνθεί ο καταναλωτής, ακόμη και αν ο τρόπος αυτός υπολογισμού επιτρέπει στον επαγγελματία να επιβαρύνει τον καταναλωτή με μέρος των γενικών εξόδων που αφορούν την άσκηση της οικονομικής δραστηριότητάς του, εφόσον η εν λόγω νομοθεσία δεν αντιβαίνει, μέσω των διατάξεων της σχετικά με το μέγιστο αυτό ποσό, στους κανόνες που εναρμονίστηκαν με την οδηγία αυτή.

 

2)

Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, έχει την έννοια ότι δεν εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής συμβατική ρήτρα η οποία ορίζει το κόστος της πίστωσης εκτός των τόκων σύμφωνα με το όριο που προβλέπει η εθνική νομοθεσία περί καταναλωτικής πίστης, στην περίπτωση που η νομοθεσία αυτή προβλέπει ότι το κόστος της πίστωσης εκτός των τόκων δεν οφείλεται κατά το μέρος που υπερβαίνει το ως άνω όριο ή το συνολικό ποσό της πίστωσης.

 

3)

Το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2011/83, έχει την έννοια ότι δεν εμπίπτουν στην εξαίρεση που προβλέπει η διάταξη αυτή οι ρήτρες σύμβασης καταναλωτικής πίστης κατά τις οποίες ο καταναλωτής επιβαρύνεται με άλλα έξοδα, πλην της εξόφλησης της κύριας οφειλής και των τόκων, στην περίπτωση που στις ως άνω ρήτρες δεν προσδιορίζεται ούτε η φύση των εξόδων αυτών ούτε οι υπηρεσίες που καλύπτονται από αυτά και η διατύπωσή τους είναι τέτοια ώστε να προκαλείται σύγχυση στον καταναλωτή όσον αφορά τις υποχρεώσεις του και τις οικονομικές συνέπειες των ρητρών αυτών, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

 

4)

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2011/83, έχει την έννοια ότι συμβατική ρήτρα αφορώσα το κόστος της πίστωσης εκτός των τόκων, η οποία ορίζει το κόστος αυτό σε ποσό που υπολείπεται του μέγιστου νόμιμου ορίου και μετακυλίει στο καταναλωτή έξοδα που συνδέονται με την οικονομική δραστηριότητα του δανειστή, μπορεί να δημιουργεί σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών που απορρέουν από τη σύμβαση εις βάρος του καταναλωτή, στην περίπτωση που τον επιβαρύνει με έξοδα δυσανάλογα προς τις παρεχόμενες υπηρεσίες και το χορηγηθέν σε αυτόν ποσό του δανείου, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.