ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
JEAN RICHARD DE LA TOUR
της 16ης Ιουλίου 2020 ( 1 )
Υπόθεση C‑63/19
Ευρωπαϊκή Επιτροπή
κατά
Ιταλικής Δημοκρατίας
«Παράβαση κράτους μέλους – Άρθρο 258 ΣΛΕΕ – Οδηγία 2003/96/ΕΚ – Φορολογία των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας – Περιφερειακός νόμος τον οποίο θέσπισε η περιφέρεια Friuli Venezia Giulia (Ιταλία) – Επιδότηση για την αγορά βενζίνης και πετρελαίου κίνησης η οποία χορηγείται στους κατοίκους της συγκεκριμένης περιφέρειας – Χαρακτηρισμός της επιδότησης αυτής – Απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης ή μείωση των συντελεστών του – Έννοια της “επιστροφής του συνόλου ή μέρους” του φόρου που καταβλήθηκε – Παράβαση των άρθρων 4 και 19 της οδηγίας 2003/96/ΕΚ – Απόδειξη της παράβασης»
I. Εισαγωγή
1. |
Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, προβαίνοντας σε μείωση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης, όπως προβλέπεται από την περιφερειακή νομοθεσία την οποία θέσπισε η περιφέρεια Friuli Venezia Giulia (Ιταλία), για τη βενζίνη και το πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα κινητήρων, στο πλαίσιο της πώλησης των προϊόντων αυτών στους κατοίκους της εν λόγω περιφέρειας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 4 και 19 της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας ( 2 ). |
2. |
Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το σύστημα επιδοτήσεως για την αγορά καυσίμων που θεσπίσθηκε από την περιφέρεια Friuli Venezia Giulia, καθόσον έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του επιπέδου φορολογίας των καυσίμων στην εν λόγω περιφέρεια, αντιβαίνει στην αρχή της ελάχιστης και ενιαίας φορολόγησης ανά προϊόν και ανά χρήση στο σύνολο του εδάφους της Ιταλικής Δημοκρατίας. Στο μέτρο που η μείωση των συντελεστών του ειδικού φόρου κατανάλωσης, την οποία συνεπάγεται το σύστημα αυτό, δεν επιτρέπεται σε επίπεδο Ένωσης, το Δικαστήριο πρέπει να διαπιστώσει την παράβαση εκ μέρους του εν λόγω κράτους μέλους των υποχρεώσεων που υπέχει βάσει των άρθρων 4 και 19 της οδηγίας 2003/96. |
3. |
Στις παρούσες προτάσεις, αφού υπενθυμίσω ότι η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως για την ύπαρξη ορισμένης παράβασης, θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να απορριφθεί. |
II. Το νομικό πλαίσιο
Α. Η οδηγία 2003/96
4. |
Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 έως 5, 9, 13 και 15 της οδηγίας 2003/96 έχουν ως εξής:
[…]
[…]
[…]
|
5. |
Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, «[τ]α κράτη μέλη επιβάλλουν φορολογία στα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια σύμφωνα με την [εν λόγω] οδηγία». |
6. |
Το άρθρο 4 της οδηγίας 2003/96 ορίζει τα ακόλουθα: «1. Τα επίπεδα φορολογίας που επιβάλλουν τα κράτη μέλη στα ενεργειακά προϊόντα και στην ηλεκτρική ενέργεια τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 2 δεν μπορούν να είναι χαμηλότερα από τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. 2. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως “επίπεδο φορολογίας” νοείται το σύνολο των εισπραττόμενων επιβαρύνσεων από όλους τους έμμεσους φόρους εξαιρουμένου του [φόρου προστιθέμενης αξίας] (ΦΠΑ) που υπολογίζονται άμεσα ή έμμεσα για την ποσότητα ενεργειακών προϊόντων και ηλεκτρικής ενέργειας κατά τη στιγμή της παράδοσης προς κατανάλωση.» |
7. |
Το άρθρο 6 της οδηγίας 2003/96 έχει ως εξής: «Τα κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν τις απαλλαγές ή μειώσεις του επιπέδου φορολογίας που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία είτε:
|
8. |
Κατά το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/96, κατά παρέκκλιση των διατάξεων της οδηγίας αυτής, τα κράτη μέλη εξουσιοδοτούνται να εξακολουθούν να εφαρμόζουν τις μειώσεις στα επίπεδα φορολογίας ή τις απαλλαγές που προβλέπονται στο παράρτημα ΙΙ. Με την επιφύλαξη ότι το ζήτημα θα επανεξεταστεί προηγουμένως από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βάσει προτάσεως της Επιτροπής, η εξουσιοδότηση αυτή λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2006 ή κατά την ημερομηνία που ορίζεται στο παράρτημα ΙΙ. |
9. |
Το άρθρο 19 της οδηγίας αυτής ορίζει τα ακόλουθα: «1. Εκτός από τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στα προηγούμενα άρθρα και ειδικότερα στα άρθρα 5, 15 και 17, το Συμβούλιο αποφασίζοντας ομόφωνα μετά από πρόταση της Επιτροπής μπορεί να επιτρέψει σε ένα κράτος μέλος να θεσπίσει περαιτέρω απαλλαγές ή μειώσεις για λόγους ειδικής πολιτικής. Το κράτος μέλος που σκοπεύει να θεσπίσει τέτοια μέτρα ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και της παρέχει όλες τις συναφείς και αναγκαίες πληροφορίες. Η Επιτροπή εξετάζει το αίτημα λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, την ανάγκη να διασφαλισθεί θεμιτός ανταγωνισμός και τις […] πολιτικές [της Ένωσης] για την υγεία, το περιβάλλον, την ενέργεια και τις μεταφορές. Εντός τριών μηνών από την παραλαβή όλων των συναφών και αναγκαίων πληροφοριών, η Επιτροπή είτε υποβάλλει πρόταση για την έγκριση του μέτρου αυτού από το Συμβούλιο ή, εναλλακτικά, ενημερώνει το Συμβούλιο για τους λόγους για τους οποίους δεν πρότεινε την έγκριση του μέτρου αυτού. 2. Οι εγκρίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να χορηγηθούν για μέγιστο διάστημα 6 ετών με δυνατότητα παράτασης, σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 1. 3. Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι οι απαλλαγές ή μειώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 δεν είναι δυνατόν να διατηρηθούν πλέον, κυρίως για λόγους θεμιτού ανταγωνισμού ή στρέβλωσης της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, ή για λόγους […] πολιτικής [της Ένωσης] στους τομείς της υγείας, της προστασίας του περιβάλλοντος, της ενέργειας και των μεταφορών, υποβάλλει τις ενδεδειγμένες προτάσεις στο Συμβούλιο.» |
10. |
Το παράρτημα II της οδηγίας 2003/96, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μειωμένοι φορολογικοί συντελεστές και απαλλαγές από τη φορολογία αυτή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1», προβλέπει, όσον αφορά την Ιταλία, ορισμένες μειώσεις του επιπέδου φορολογίας, μεταξύ των οποίων «μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης στη βενζίνη που καταναλίσκεται στην περιοχή Friuli-Venezia Giulia, υπό τον όρο ότι οι συντελεστές αυτοί είναι σύμφωνοι με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία και ιδίως με τους ελάχιστους συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης». |
Β. Το ιταλικό δίκαιο
11. |
Κατά το άρθρο 5, σημείο 3, του Statuto speciale della Regione autonoma Friuli Venezia Giulia (ειδικού καθεστώτος της αυτόνομης περιφέρειας Friuli Venezia Giulia), το οποίο θεσπίστηκε με τον legge costituzionale (συνταγματικό νόμο), της 31ης Ιανουαρίου 1963 ( 3 ), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, η περιφέρεια αυτή διαθέτει μεταξύ άλλων νομοθετική εξουσία όσον αφορά την επιβολή περιφερειακών επιβαρύνσεων οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 51 του εν λόγω καθεστώτος. |
12. |
Κατά το άρθρο 49, σημείο 7bis, του ειδικού καθεστώτος της περιφέρειας Friuli Venezia Giulia, στην περιφέρεια αυτή περιέρχεται ποσοστό 29,75 % των εσόδων από ειδικούς φόρους κατανάλωσης για τη βενζίνη και ποσοστό 30,34 % των εσόδων από ειδικούς φόρους κατανάλωσης για το πετρέλαιο κίνησης που καταναλώνονται στην εν λόγω περιφέρεια για σκοπούς μεταφορών, όσον αφορά τους εισπραττομένους στο έδαφος της φόρους. |
13. |
Το άρθρο 51, τέταρτο εδάφιο, στοιχείο a, του καθεστώτος αυτού προβλέπει ότι, με την επιφύλαξη των κανόνων της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων, η περιφέρεια Friuli Venezia Giulia δύναται, σε περίπτωση κατά την οποία η εθνική νομοθεσία προβλέπει τη σχετική δυνατότητα ως προς τα συγκεκριμένα φορολογικά έσοδα, να τροποποιεί τους φορολογικούς συντελεστές, είτε μειώνοντάς τους, εντός των ορίων που προβλέπονται επί του παρόντος, είτε αυξάνοντάς τους, χωρίς να υπερβαίνουν το προβλεπόμενο από την εθνική νομοθεσία μέγιστο επίπεδο φορολογίας, καθώς και να παρέχει απαλλαγές ή να προβλέπει εκπτώσεις από τον φόρο και να καθορίζει όρια αφορολόγητου όσον αφορά τη φορολογητέα βάση. |
14. |
Ο legge regionale n. 14, norme per il sostegno all’acquisto dei carburanti per autotrazione ai privati cittadini residenti in Regione e di promozione per la mobilità individuale ecologica e il suo sviluppo (περιφερειακός νόμος 14, περί καθορισμού των κανόνων για τη στήριξη της αγοράς καυσίμων κινήσεως από τους κατοίκους της περιφέρειας και την προώθηση και ανάπτυξη της οικολογικής κινητικότητας σε ατομικό επίπεδο) ( 4 ), της 11ης Αυγούστου 2010, όπως τροποποιήθηκε (στο εξής: περιφερειακός νόμος 14/2010), προβλέπει, στο άρθρο 1, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σκοποί», τα εξής: «1. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η σοβαρή συγκυριακή κρίση, η περιφέρεια Friuli Venezia Giulia προβλέπει με τον παρόντα νόμο έκτακτα πρόσθετα μέτρα με σκοπό τη στήριξη των οδικών μετακινήσεων και τον περιορισμό της περιβαλλοντικής ρύπανσης. Ειδικότερα:
|
15. |
Το άρθρο 2 του περιφερειακού νόμου 14/2010, που φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής: «1. Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, οι ακόλουθοι όροι νοούνται ως εξής:
[…]
|
16. |
Το άρθρο 3, με τίτλο «Σύστημα επιδοτήσεως για την αγορά καυσίμων», του εν λόγω περιφερειακού νόμου ορίζει τα εξής: «1. Η περιφερειακή διοίκηση μπορεί να επιδοτεί την αγορά καυσίμων κινήσεως στην οποία προβαίνουν οι δικαιούχοι σε κάθε εφοδιασμό με καύσιμα του μέσου μεταφοράς τους, βάσει της ποσότητας που αγοράζεται. 2. Οι επιδοτήσεις για την αγορά βενζίνης και πετρελαίου κίνησης ορίζονται, αντίστοιχα, σε 12 λεπτά ανά λίτρο και 8 λεπτά ανά λίτρο. 3. Το ποσό των κατά την παράγραφο 2 επιδοτήσεων για την αγορά βενζίνης και πετρελαίου κίνησης αυξάνεται, αντίστοιχα, κατά 7 λεπτά ανά λίτρο και κατά 4 λεπτά ανά λίτρο για τους δικαιούχους που διαμένουν εντός των δήμων οι οποίοι βρίσκονται σε ορεινή ή ημιορεινή περιοχή και ορίζονται ως μειονεκτικοί ή εν μέρει μειονεκτικοί από την οδηγία 75/273/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Απριλίου 1975, περί του κοινοτικού καταλόγου των μειονεκτικών περιοχών κατά την έννοια της οδηγίας 75/268/ΕΟΚ (Ιταλία) [ ( 5 ),] καθώς και εντός των δήμων που διαλαμβάνονται σε [διάφορες αποφάσεις της Επιτροπής σχετικά με τις περιφερειακές ενισχύσεις]. 4. Για λόγους συγκυρίας ή βάσει επιτακτικών δημοσιονομικών αναγκών της περιφέρειας, και κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια εκτελεστική επιτροπή, οι επιδοτήσεις της παραγράφου 2 και το ύψος της αύξησης της παραγράφου 3 αναπροσαρμόζονται, με απόκλιση, αντίστοιχα, 10 και 8 λεπτών ανά λίτρο κατ’ ανώτατο όριο, με απόφαση του περιφερειακού συμβουλίου, χωριστά για τη βενζίνη και το πετρέλαιο κίνησης και για μέγιστο χρονικό διάστημα τριών μηνών με δυνατότητα παράτασης. Η απόφαση αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της περιφέρειας. 4bis. Με την επιφύλαξη της συνολικής ισοσκέλισης του προϋπολογισμού, το περιφερειακό συμβούλιο δύναται, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η έκτακτη οικονομική συγκυρία, να αυξήσει τις επιδοτήσεις της παραγράφου 3 έως και 10 λεπτά ανά λίτρο, με απόφαση που ισχύει το αργότερο έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2012. 5. Οι δικαιούχοι μπορούν να λαμβάνουν τις επιδοτήσεις της παραγράφου 2 για όλους τους εφοδιασμούς που πραγματοποιούνται σύμφωνα με την ηλεκτρονική διαδικασία η οποία προβλέπεται από τον παρόντα νόμο σε όλα τα σημεία πώλησης εντός της περιφέρειας. 5bis. Με τις διαλαμβανόμενες στο άρθρο 8, παράγραφος 5 συμβάσεις μπορεί να καθορίζονται οι λεπτομερείς όροι καταβολής της επιστροφής στους δικαιούχους σε περίπτωση που ο εφοδιασμός πραγματοποιείται εκτός της περιφέρειας. 6. Δεν χορηγείται επιδότηση για εφοδιασμό μέσου μεταφοράς σε καύσιμα όταν το συνολικό ποσό της ωφέλειας είναι μικρότερο του 1 ευρώ. 7. Οι επιδοτήσεις του παρόντος άρθρου προσαυξάνονται κατά 5 λεπτά ανά λίτρο, εάν το αυτοκίνητο όχημα το οποίο αφορά ο εφοδιασμός διαθέτει, τουλάχιστον, κινητήρα μηδενικών εκπομπών σε συνδυασμό ή σύνδεση με κινητήρα που λειτουργεί με βενζίνη ή πετρέλαιο κίνησης. 8. Από 1ης Ιανουαρίου 2015, οι επιδοτήσεις της παραγράφου 2 μειώνονται κατά 50 % για τα αυτοκίνητα οχήματα πλην αυτών τα οποία μνημονεύονται στην παράγραφο 7 και έχουν λάβει άδεια κυκλοφορίας ως σύμφωνα με το οικολογικό πρότυπο Euro 4 ή με ακόμη αυστηρότερο πρότυπο. 9. Οι επιδοτήσεις της παραγράφου 2 δεν χορηγούνται σε καινούρια ή μεταχειρισμένα οχήματα που αγοράστηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2015, εάν αυτά διαφέρουν από εκείνα τα οποία απαριθμούνται στην παράγραφο 7 και συμμορφώνονται με το οικολογικό πρότυπο Euro 4 ή κατώτερο πρότυπο. 9bis. Οποιαδήποτε άλλη παροχή σε επίπεδο περιφέρειας η οποία σχετίζεται με τον εφοδιασμό σε καύσιμα δεν είναι συμβατή με τις επιδοτήσεις που χορηγούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου.» |
17. |
Το άρθρο 4 του περιφερειακού νόμου 14/2010, με τίτλο «Απαιτήσεις και διαδικασίες για τη λήψη της άδειας», προβλέπει, στις παραγράφους 1 και 3, ότι η άδεια για τη μείωση της τιμής χορηγείται στους ενδιαφερομένους από το Camera di commercio, industria, artigianato ed agricoltura (εμπορικό, βιομηχανικό, βιοτεχνικό και γεωργικό επιμελητήριο, Ιταλία) ( 6 ) της περιφέρειας ή του νομού του τόπου κατοικίας και ότι ο κωδικός αναγνώρισης μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για τον εφοδιασμό του οχήματος για το οποίο έχει χορηγηθεί η άδεια, μόνον από τον δικαιούχο ή από άλλο πρόσωπο που έχει νομίμως εξουσιοδοτηθεί από αυτόν για να χρησιμοποιεί το εν λόγω όχημα, ενώ ο δικαιούχος εξακολουθεί να είναι υπεύθυνος για κάθε παράτυπη χρήση του κωδικού αυτού. |
18. |
Το άρθρο 5, με τίτλο «Διαδικασία ηλεκτρονικής καταβολής», του εν λόγω περιφερειακού νόμου ορίζει: «1. Προκειμένου να χορηγηθεί ηλεκτρονικά η επιδότηση για την αγορά καυσίμων για την εκτέλεση μεταφορών, ο δικαιούχος επιδεικνύει στον επιχειρηματία του οποίου το πρατήριο καυσίμων διαθέτει τις POS (στο εξής: πρατηριούχος) και το οποίο βρίσκεται εντός της περιφέρειας Friuli Venezia Giulia, τον κωδικό αναγνώρισης που αφορά το μέσο μεταφοράς για το οποίο εκδόθηκε. 2. Ο πρατηριούχος υποχρεούται να εξακριβώσει ότι το μέσο μεταφοράς που εφοδιάζεται με καύσιμα είναι πράγματι αυτό που αντιστοιχεί στον κωδικό αναγνώρισης. Η εξακρίβωση αυτή πραγματοποιείται και με τη βοήθεια οπτικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού ή συσκευών που καθιστούν δυνατό τον ηλεκτρονικό έλεγχο της αντιστοιχίας μεταξύ του οχήματος που εφοδιάζεται με καύσιμα και των στοιχείων που περιέχονται στη χρησιμοποιούμενη κάρτα. 3. Κατόπιν του ανεφοδιασμού με καύσιμα, ο πρατηριούχος υποχρεούται να διαπιστώσει πάραυτα, μέσω της POS, τον παρασχεθέντα όγκο καυσίμου σε λίτρα και να τον καταχωρίσει ηλεκτρονικά, καθώς και να παραδώσει στον δικαιούχο τα έγγραφα που μνημονεύουν τις διαλαμβανόμενες στο παράρτημα B, σημείο 3 διαδικασίες και πληροφορίες. 4. Ο δικαιούχος οφείλει να διακριβώσει εάν ο παρασχεθείς όγκος καυσίμου αντιστοιχεί με τον αναγραφόμενο στα έγγραφα που έλαβε. 5. Εκτός από την περίπτωση του άρθρου 3, παράγραφος 5bis, η επιδότηση που υπολογίστηκε καταβάλλεται απευθείας από τον πρατηριούχο μέσω της αντίστοιχης μείωσης στην τιμή του καυσίμου. […]» |
19. |
Το άρθρο 6 του εν λόγω περιφερειακού νόμου, με τίτλο «Μη ηλεκτρονικός τρόπος καταβολής», προβλέπει, στις παραγράφους 1 και 2, ότι είναι δυνατή η ενεργοποίηση των διαδικασιών μη ηλεκτρονικής καταβολής των επιδοτήσεων για την εκτός της περιφέρειας Friuli Venezia Giulia αγορά καυσίμων κινήσεως από τους δικαιούχους και ότι, στις περιπτώσεις αυτές, ο δικαιούχος αποστέλλει την αίτηση στο εμπορικό επιμελητήριο που είναι κατά τόπον αρμόδιο για τον δήμο κατοικίας του δικαιούχου. |
20. |
Το άρθρο 9 του περιφερειακού νόμου 14/2010, το οποίο φέρει τον τίτλο «Καταβολή της επιδοτήσεως», ορίζει τα εξής: «1. Οι πρατηριούχοι οι οποίοι διαθέτουν POS έχουν τη δυνατότητα να καταβάλουν ηλεκτρονικά την επιδότηση για την αγορά καυσίμων κινήσεως. 2. Οι πρατηριούχοι δεν καταβάλλουν την επιδότηση για την αγορά καυσίμων εφόσον προκύπτει ότι o κωδικός αναγνώρισης που επιδεικνύεται προς τον σκοπό αυτό χορηγήθηκε για όχημα διαφορετικό από εκείνο που χρειάζεται ανεφοδιασμό ή εφόσον ο εν λόγω κωδικός έχει απενεργοποιηθεί. 3. Οι πρατηριούχοι οφείλουν να γνωστοποιούν, ηλεκτρονικά […], στο κατά τόπο αρμόδιο εμπορικό επιμελητήριο, την ίδια ή την επόμενη εργάσιμη ημέρα, τα στοιχεία που αφορούν την πωληθείσα ποσότητα καυσίμων κινήσεως. 4. Στο πλαίσιο της γνωστοποίησης της παραγράφου 3, οι πρατηριούχοι υποχρεούνται να καταχωρίσουν, μέσω POS, τα στοιχεία που αφορούν τις συνολικές πωληθείσες ποσότητες καυσίμων κινήσεως, όπως αυτές προκύπτουν από τον υπολογισμό των στηλών και έχουν καταχωριστεί στο μητρώο της Ufficio tecnico di finanza [Τεχνικής Υπηρεσίας Φόρων, Ιταλία].» |
21. |
Το άρθρο 10 του περιφερειακού νόμου 14/2010, με τίτλο «Επιστροφή των καταβληθέντων ποσών επιδοτήσεως», προβλέπει, στις παραγράφους 1, 2 και 7 τα εξής: «1. Η περιφερειακή διοίκηση επιστρέφει στους πρατηριούχους τις επιδοτήσεις για την αγορά καυσίμων οι οποίες χορηγήθηκαν στους δικαιούχους, κατ’ αρχήν σε εβδομαδιαία βάση. 2. Η επιστροφή καταβάλλεται βάσει των στοιχείων που αποθηκεύονται στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων αναστολής της επιστροφής ή ανάκτησης των αχρεωστήτως καταβληθεισών επιδοτήσεων. […] 7. Κάθε φορολογικό έτος, η περιφερειακή διοίκηση διενεργεί έναν ή περισσότερους δειγματοληπτικούς ελέγχους στους πρατηριούχους τους οποίους αφορούν οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές που προκύπτουν από την καταβολή της επιδοτήσεως για την αγορά καυσίμων, μεταξύ άλλων για να διασφαλιστεί η ύπαρξη των προβλεπομένων για τις υποβληθείσες αιτήσεις επιστροφής εγγράφων. Εν πάση περιπτώσει, οι ενδιαφερόμενοι πλην των τελικών δικαιούχων της επιδοτήσεως διατηρούν τα σχετικά με τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές έγγραφα για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δύο ετών από την ημερομηνία υποβολής των αντίστοιχων αιτήσεων επιστροφής.» |
III. Το ιστορικό της διαφοράς και η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία
22. |
Την 1η Δεκεμβρίου 2008, βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή απέστειλε προειδοποιητική επιστολή στην Ιταλική Δημοκρατία, σχετικά με την επιβολή μειωμένων συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης για τη βενζίνη και το πετρέλαιο που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα κινητήρων στο πλαίσιο της πώλησης των προϊόντων αυτών στους κατοίκους της περιφέρειας Friuli Venezia Giulia. Κατά την Επιτροπή, οι νομοθετικές ρυθμίσεις οι οποίες προβλέπουν την ως άνω μείωση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης αντιβαίνουν στη νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων, δεδομένου ότι οι ρυθμίσεις αυτές δεν περιλαμβάνονται στις πιθανές απαλλαγές και μειώσεις που προβλέπει η οδηγία 2003/96. |
23. |
Η Επιτροπή βάλλει κατά του συστήματος που καθιερώθηκε με τον legge n. 549, Misure di razionalizzazione della finanza pubblica (νόμο 549 περί μέτρων εξορθολογισμού των δημόσιων οικονομικών) ( 7 ), της 28ης Δεκεμβρίου 1995, και τον legge regionale n. 47, Disposizioni per l’attuazione della normativa nazionale in materia di riduzione del prezzo alla pompa dei carburanti per autotrazione nel territorio regionale e per l’applicazione della Carta del cittadino nei vari settori istituzionali (περιφερειακό νόμο 47, περί διατάξεων εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας σχετικά με τη μείωση της τιμής των καυσίμων στα πρατήρια καυσίμων για αυτοκίνητα οχήματα εντός της περιφέρειας καθώς και περί διατάξεων εφαρμογής του χάρτη των πολιτών σε ορισμένους θεσμικούς τομείς) ( 8 ), της 12ης Νοεμβρίου 1996, βάσει του οποίου οι κάτοικοι της περιφέρειας Friuli Venezia Giulia δικαιούνται να τύχουν μειωμένης τιμής κατά την αγορά βενζίνης «στα πρατήρια καυσίμων» (και πετρελαίου κίνησης από το 2002). Ο επίμαχος μηχανισμός προέβλεπε τη χορήγηση έκπτωσης στην τιμή των καυσίμων στους τελικούς καταναλωτές που κατοικούν εντός της περιφέρειας αυτής. Προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή ο μηχανισμός αυτός, οι προμηθευτές καυσίμων προκατέβαλλαν στους πρατηριούχους τα ποσά που αντιστοιχούσαν στη μειωμένη τιμή των καυσίμων και στη συνέχεια ζητούσαν την επιστροφή των ποσών αυτών από την εν λόγω περιφέρεια. |
24. |
Κατά την Επιτροπή, το σύστημα αυτό συνιστά παράνομη μείωση του φόρου κατανάλωσης, υπό τη μορφή επιστροφής των ποσών του φόρου αυτού. Η Επιτροπή επισήμανε ότι, πρώτον, ο δικαιούχος της επιστροφής ταυτίζεται με τον υπόχρεο να καταβάλει τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, δεύτερον, υπήρχε άμεσος σύνδεσμος μεταξύ των ποσών του ειδικού φόρου κατανάλωσης που κατέβαλλαν στο Δημόσιο οι υπόχρεοι να καταβάλουν τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, οι οποίοι ήταν οι προμηθευτές καυσίμων, και των επιστρεφόμενων ποσών που αυτοί κατέβαλλαν για λογαριασμό των πρατηριούχων, και, τρίτον, το σύστημα είχε ως σκοπό να εξαλείψει τις σημαντικές διαφορές τιμών με τη γειτονική Δημοκρατία της Σλοβενίας, η οποία, κατά τον χρόνο θέσεως σε ισχύ του περιφερειακού νόμου αριθ. 47/96, δεν ήταν ακόμη κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. |
25. |
Προκειμένου να αποφευχθούν οι μετακινήσεις στη Σλοβενία με σκοπό τον εφοδιασμό με βενζίνη η οποία πωλούνταν σε καλύτερη τιμή («τουρισμός για την αγορά καυσίμων»), η Ιταλική Δημοκρατία ζήτησε και έλαβε, το 1996, έγκριση παρέκκλισης βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81/ΕΟΚ ( 9 ) προκειμένου να εφαρμόσει μειωμένο συντελεστή ειδικών φόρων κατανάλωσης για τα καύσιμα στην περιφέρεια Friuli Venezia Giulia ( 10 ). Στη συνέχεια, βάσει του άρθρου 18 της οδηγίας 2003/96, επιτράπηκε στην Ιταλική Δημοκρατία η διατήρηση σε ισχύ, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, μειωμένων συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης για την καταναλωθείσα βενζίνη εντός της περιφέρειας αυτής. Στις 17 Οκτωβρίου 2006, η Ιταλική Δημοκρατία υπέβαλε αίτημα παρέκκλισης βάσει του άρθρου 19 της οδηγίας 2003/96 για την περιφέρεια Friuli Venezia Giulia. Στη συνέχεια, το αίτημα αυτό ανακλήθηκε τον Δεκέμβριο του 2006. |
26. |
Με έγγραφο της 1ης Απριλίου 2009, η Ιταλική Δημοκρατία απάντησε στην προειδοποιητική επιστολή εξηγώντας ότι το προβλεπόμενο από τον περιφερειακό νόμο αριθ. 47/96 σύστημα, κατά του οποίου βάλλει η Επιτροπή, τροποποιήθηκε με τον legge regionale n. 14, norme speciali in materia di impianti di distribuzione di carburanti e modifiche alla legge regionale 12 novembre 1996, n. 47 in materia di riduzione del prezzo alla pompa dei carburanti per autotrazione nel territorio regionale (περιφερειακό νόμο 14 περί των ειδικών κανόνων που αφορούν τις εγκαταστάσεις διανομής καυσίμων και τροποποίησης του περιφερειακού νόμου αριθ. 47 της 12ης Νοεμβρίου 1996 σχετικά με τη μείωση της τιμής των καυσίμων στα πρατήρια της περιφέρειας) ( 11 ), της 5ης Δεκεμβρίου 2008. Ο εν λόγω νόμος όριζε ότι οι επιστροφές θα καταβάλλονταν απευθείας στους επιχειρηματίες των εγκαταστάσεων διανομής καυσίμων και όχι στους προμηθευτές καυσίμων. |
27. |
Περαιτέρω, η Ιταλική Δημοκρατία, θέσπισε, με τον περιφερειακό νόμο αριθ. 14/2010, νέο σύστημα επιδοτήσεως, το οποίο προέβλεπε πάγιο ποσό επιστροφής (ανά λίτρο) για την αγορά βενζίνης και πετρελαίου κίνησης, το οποίο διαμορφώνεται ανάλογα με τον τύπο του καυσίμου και την περιοχή στην οποία διαμένει ο αγοραστής του καυσίμου. |
28. |
Στις 12 Απριλίου 2013, η Επιτροπή ζήτησε από την Ιταλική Δημοκρατία διευκρινίσεις σχετικά με τους λεπτομερείς όρους υπολογισμού της επιδοτήσεως για την αγορά καυσίμων η οποία χορηγείται στους κατοίκους της περιφέρειας Friuli Venezia Giulia. |
29. |
Με έγγραφο της 16ης Μαΐου 2013, η Ιταλική Δημοκρατία παρείχε διευκρινίσεις σχετικά με το ποσό των επιδοτήσεων που χορηγούνται στους κατοίκους της περιφέρειας Friuli Venezia Giulia για την αγορά καυσίμων, καθώς και τη διαίρεση της περιφέρειας αυτής σε δύο περιοχές, για τις οποίες προβλέπεται διαφορετικό ύψος επιδοτήσεων. |
30. |
Στις 11 Ιουλίου 2014, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ιταλική Δημοκρατία συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή, σχετικά με τον περιφερειακό νόμο αριθ. 14/2010, καθόσον ο νέος μηχανισμός πληρωμής των διαχειριστών πρατηρίων καυσίμων από το εμπορικό επιμελητήριο καθιέρωνε μείωση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης υπό τη μορφή επιστροφής των φόρων αυτών, η οποία δεν προβλέπεται από την οδηγία 2003/96 ούτε εγκρίθηκε από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 19 της οδηγίας αυτής. |
31. |
Με έγγραφο της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, η Ιταλική Δημοκρατία ανέπτυξε τις παρατηρήσεις της σχετικά με την εν λόγω συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή. |
32. |
Στις 11 Δεκεμβρίου 2015, η Επιτροπή απηύθυνε στην Ιταλική Δημοκρατία αιτιολογημένη γνώμη, στην οποία απάντησε η δεύτερη με έγγραφο της 11ης Φεβρουαρίου 2016. |
33. |
Κρίνοντας μη ικανοποιητική την απάντηση αυτή, η Επιτροπή, πεπεισμένη ως προς την ύπαρξη συνέχειας και ως προς την κατ’ ουσίαν ομοιότητα μεταξύ του προβλεπόμενου από τον περιφερειακό νόμο 47/96 καθεστώτος και εκείνου που προέβλεπε ο περιφερειακός νόμος 14/2010, άσκησε την υπό κρίση προσφυγή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 258 ΣΛΕΕ. |
IV. Αιτήματα των διαδίκων
34. |
Στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:
|
35. |
Η Ιταλική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο:
|
36. |
Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 3ης Ιουνίου 2019, επιτράπηκε στο Βασίλειο της Ισπανίας να παρέμβει υπέρ της Ιταλικής Δημοκρατίας. |
V. Επιχειρήματα των διαδίκων
Α. Επιχειρήματα της Επιτροπής
37. |
Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης συνιστούν έμμεσους φόρους οι οποίοι βαρύνουν την κατανάλωση ορισμένων προϊόντων, το δε οικονομικό βάρος αυτών το φέρει ο τελικός καταναλωτής. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι το μέτρο που εισήγαγε η περιφέρεια Friuli Venezia Giulia έχει ως σκοπό και ως συγκεκριμένο αποτέλεσμα την ελάφρυνση του βάρους του τελικού καταναλωτή, με συνέπεια τη μείωση της σχετικής φορολογικής επιβάρυνσής του. |
38. |
Προκειμένου να αποδειχθεί ότι η επίμαχη νομοθεσία συνιστά μείωση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης η οποία δεν επιτρέπεται βάσει της οδηγίας 2003/96, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η οικονομία της οδηγίας αυτής επιτάσσει την εφαρμογή ενιαίου επιπέδου φορολογίας ανά προϊόν και ανά χρήση στο σύνολο του εδάφους κάθε κράτους μέλους. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, αντιθέτως, η οδηγία αυτή δεν επιτάσσει να ισχύει η ίδια τιμή πώλησης στον τελικό καταναλωτή όσον αφορά το σύνολο του εδάφους κράτους μέλους, στον βαθμό που η εν λόγω οδηγία αφορά τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων χωρίς ωστόσο να ρυθμίζει την τιμή πώλησης των προϊόντων αυτών. |
39. |
Η Επιτροπή εξηγεί ότι η οδηγία 2003/96 περιλαμβάνει σύνολο διατάξεων οι οποίες παρέχουν στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να εφαρμόζουν μειώσεις, απαλλαγές ή διαφοροποιήσεις του επιπέδου φορολογίας ορισμένων προϊόντων ή χρήσεων. Συναφώς, η Επιτροπή παραπέμπει στα άρθρα 5, 7 και 15 έως 19 της οδηγίας αυτής. Οι εν λόγω μειώσεις, απαλλαγές ή διαφοροποιήσεις μπορούν να εφαρμοστούν από τα κράτη μέλη βάσει των λεπτομερών όρων του άρθρου 6 της εν λόγω οδηγίας. Παρέκκλιση από την αρχή του ενιαίου επιπέδου φορολογίας ανά προϊόν και ανά χρήση είναι δυνατή μόνο στις προβλεπόμενες από την οδηγία 2003/96 περιπτώσεις. Τούτο ισχύει ανεξαρτήτως αν τηρούνται τα προβλεπόμενα από την οδηγία αυτή ελάχιστα επίπεδα φορολογίας. |
40. |
Κατά την Επιτροπή, όταν ένα κράτος μέλος προτίθεται να εφαρμόσει σε επίπεδο περιφέρειας μειωμένο επίπεδο φορολογίας, μπορεί να στηριχθεί μόνο στο άρθρο 19 της οδηγίας 2003/96 και, ως εκ τούτου, να ζητήσει έγκριση βάσει της διάταξης αυτής. Ελλείψει της έγκρισης αυτής, η απόκλιση από την αρχή του ενιαίου φόρου ανά προϊόν και ανά χρήση η οποία απορρέει από τη θέσπιση μειωμένων συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης για τα καύσιμα όσον αφορά τους κατοίκους της περιφέρειας Friuli Venezia Giulia, συνιστά παράβαση των άρθρων 4 και 19 της οδηγίας αυτής. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει η Ιταλική Δημοκρατία για να αποδείξει ότι η επιδότηση για την αγορά καυσίμων δεν αντιβαίνει στις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας πρέπει να απορριφθούν. |
41. |
Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της επιδοτήσεως για την αγορά καυσίμων ως μείωσης των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, σε περίπτωση κατά την οποία ένα κράτος μέλος χορηγεί μη επιτρεπόμενη από το δίκαιο της Ένωσης επιχορήγηση, υπολογιζόμενη άμεσα ή έμμεσα επί της ποσότητας ενεργειακού προϊόντος το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/96 κατά τον χρόνο της παράδοσης προς κατανάλωση, η επιχορήγηση αυτή συνεπάγεται παράνομη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης του ενεργειακού προϊόντος. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, η εν λόγω επιδότηση αντισταθμίζει εν όλω ή εν μέρει τον ειδικό φόρο κατανάλωσης επί του επίμαχου προϊόντος. Οι όροι που χρησιμοποιούνται προς δήλωση του επίμαχου μέτρου δεν είναι κρίσιμοι. Μόνον η φύση, τα χαρακτηριστικά και τα αποτελέσματα του εν λόγω μέτρου έχουν σημασία. |
42. |
Προς στήριξη της θέσης της, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η επιδότηση για την αγορά καυσίμων χορηγείται με τη μορφή πάγιου ποσού ανάλογα με την ποσότητα καυσίμου που αγοράζεται, μέθοδος που αντιστοιχεί στη μέθοδο υπολογισμού η οποία χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του ποσού του ειδικού φόρου κατανάλωσης. |
43. |
Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας ( 12 ), μία από τις μορφές υπό τις οποίες μπορούν τα κράτη μέλη να χορηγήσουν απαλλαγές ή μειώσεις του επιπέδου φορολογίας είναι η «επιστροφή του συνόλου ή μέρους του φόρου που καταβλήθηκε», σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/96. Πάντως, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη επιστροφής των ειδικών φόρων κατανάλωσης κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, δεν έχει σημασία το γεγονός ότι, αφενός, το πρόσωπο το οποίο διαθέτει προς κατανάλωση το υποκείμενο στον φόρο κατανάλωσης προϊόν και το οποίο, ως εκ τούτου, υποχρεούται να καταβάλει τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, εν προκειμένω ο προμηθευτής καυσίμων, δεν ταυτίζεται με το πρόσωπο που λαμβάνει την εκ μέρους της περιφέρειας επιδότηση, εν προκειμένω ο πρατηριούχος και, αφετέρου, η επιδότηση αυτή παρέχεται εν τέλει προς όφελος του τελικού καταναλωτή, ο οποίος, κατά συνέπεια, προμηθεύεται καύσιμα σε χαμηλότερη τιμή. Η ερμηνεία αυτή υπαγορεύεται από την ανάγκη να μην καταστούν οι διατάξεις της οδηγίας 2003/96 άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας. Τούτου δοθέντος, ο χαρακτηρισμός της επιδοτήσεως για την αγορά καυσίμων ως επιστροφής του ειδικού φόρου κατανάλωσης δεν προϋποθέτει να αποδειχθεί ότι το επίμαχο μέτρο έχει ως μοναδικό σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων της οδηγίας αυτής. |
44. |
Εξάλλου, για τον χαρακτηρισμό της επιδοτήσεως για την αγορά καυσίμων ως «επιστροφής του ειδικού φόρου κατανάλωσης», η Επιτροπή θεωρεί κρίσιμη την διαπίστωση ότι η επιδότηση αυτή καταβάλλεται από κρατικούς πόρους ή, όπως εν προκειμένω, από περιφερειακούς πόρους. Συγκεκριμένα, η επιστροφή που πραγματοποιείται μέσω δημόσιων πόρων συνεπάγεται, στην πράξη, κατάργηση της φορολογήσεως του προϊόντος. |
45. |
Συναφώς, είναι αδιάφορο το γεγονός ότι η χρηματοδότηση της επιδοτήσεως για την αγορά καυσίμων προέρχεται από τα γενικά έσοδα της περιφέρειας Friuli Venezia Giulia και όχι συγκεκριμένα από το μέρος των ειδικών φόρων κατανάλωσης τους οποίους επιστρέφει το Δημόσιο στην εν λόγω περιφέρεια μετά την είσπραξή τους. Στερείται, επίσης, σημασίας το ότι η επιδότηση για την αγορά καυσίμων καταβάλλεται στους κατοίκους της περιφέρειας Friuli Venezia Giulia και για αγορές καυσίμων που πραγματοποιούνται εκτός της περιφέρειας αυτής. |
46. |
Μολονότι η Επιτροπή δέχεται ότι ορισμένες διατάξεις του περιφερειακού νόμου 14/2010 επιδιώκουν περιβαλλοντικό ή κοινωνικοοικονομικό σκοπό, υποστηρίζει ότι ο κύριος λόγος της διατήρησης σε ισχύ του επίμαχου μέτρου είναι η αποτροπή του «τουρισμού για την αγορά καυσίμων», δηλαδή των μετακινήσεων των κατοίκων της περιφέρειας Friuli Venezia Giulia σε άλλο κράτος μέλος, εν προκειμένω τη Σλοβενία, προκειμένου να εφοδιαστούν με βενζίνη πωλούμενη σε καλύτερη τιμή. |
47. |
Εν πάση περιπτώσει, οι σκοποί τους οποίους επικαλείται η Ιταλική Δημοκρατία για να δικαιολογήσει την επιδότηση για την αγορά καυσίμων έπρεπε να προβληθούν στο πλαίσιο των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στο άρθρο 19 της οδηγίας 2003/96. Η Επιτροπή επισημαίνει, όμως, ότι οι ιταλικές αρχές ανακάλεσαν στις 11 Δεκεμβρίου 2006 την αίτηση για έγκριση παρέκκλισης την οποία είχαν υποβάλει δυνάμει του εν λόγω άρθρου στο πλαίσιο των λόγω παρεκκλίσεων, οι οποίες, κατά το όργανο αυτό, είχαν δομή και αποτελέσματα εν γένει πανομοιότυπα. Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η αίτηση για έγκριση παρέκκλισης αφορούσε μείωση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης για τη βενζίνη που καταναλώνεται εντός της περιφέρειας Friuli Venezia Giulia. Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι το Συμβούλιο έχει ήδη επιτρέψει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 19 της οδηγίας 2003/96, ορισμένες μειώσεις των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης για περιφέρειες ή συγκεκριμένες περιοχές εντός κράτους μέλους ( 13 ). |
48. |
Τέλος, ως προς τη σχέση μεταξύ της επιδοτήσεως που χορηγείται στους κατοίκους της περιφέρειας Friuli Venezia Giulia και της συνιστώσας της τιμής των καυσίμων η οποία αφορά τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, η Επιτροπή παρατηρεί ότι το γεγονός ότι οι συντελεστές των ειδικών φόρων κατανάλωσης και η επιδότηση δεν ταυτίζονται δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι η επιστροφή ποσών που αντιστοιχούν στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης μπορεί επίσης να είναι μερική. Το γεγονός ότι το ποσοστό της τιμής του καυσίμου που αντιστοιχεί στο κόστος παραγωγής του είναι υψηλότερο από το ποσό που καταβάλλεται δυνάμει της επίμαχης επιδοτήσεως είναι επίσης άνευ σημασίας και ουδόλως μεταβάλλει το ότι η καταβολή της επιδοτήσεως αυτής αποτελεί επιστροφή των ειδικών φόρων κατανάλωσης. |
Β. Επιχειρήματα της Ιταλικής Δημοκρατίας
49. |
Η Ιταλική Δημοκρατία απορρίπτει τον ισχυρισμό ότι το προγενέστερο καθεστώς και αυτό το οποίο αφορά η υπό κρίση προσφυγή έχουν κατ’ ουσίαν πανομοιότυπα χαρακτηριστικά και αποτελέσματα, από την οποία συνάγεται ότι το δεύτερο καθεστώς θα έπρεπε, όπως το πρώτο, να αποτελέσει αντικείμενο διαδικασίας παροχής έγκρισης σε επίπεδο Ένωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2003/96. Το εν λόγω κράτος μέλος εμμένει, επομένως, στην άποψη ότι υφίστανται διαφορές μεταξύ των δύο συστημάτων. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του προγενέστερου συστήματος, οι περιφέρειες χρηματοδοτούσαν τη μείωση της τιμής της βενζίνης και του πετρελαίου κίνησης κατά τον εφοδιασμό στα πρατήρια καυσίμων χάρη στο μέρος του ποσού των ειδικών φόρων κατανάλωσης το οποίο περιερχόταν σε αυτές. Ως εκ τούτο, το μέρος του ποσού εκ των ειδικών φόρων κατανάλωσης υπέκειτο σε περιορισμό λόγω χρήσεως, υπό την έννοια ότι προοριζόταν για τη χρηματοδοτική κάλυψη του επίμαχου μέτρου. Η Ιταλική Δημοκρατία επισημαίνει ότι, αντιθέτως, στο πλαίσιο του νέου καθεστώτος, η επιδότηση χρηματοδοτείται όπως οι λοιπές δαπάνες, από τα προβλεπόμενα στον προϋπολογισμό έσοδα της περιφέρειας Friuli Venezia Giulia. Επομένως, το μέρος του ποσού των ειδικών φόρων κατανάλωσης που μεταβιβάζεται από το Δημόσιο στην εν λόγω περιφέρεια δεν υπόκειται σε περιορισμό λόγω χρήσης ειδικά για τη χρηματοδότηση του επίμαχου μέτρου, αλλά αποσκοπεί στην κάλυψη όλων των δαπανών της εν λόγω περιφέρειας. |
50. |
Επιπλέον, η Ιταλική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι, στο πλαίσιο του προγενέστερου καθεστώτος, η επιδότηση καθοριζόταν βάσει της διαφοράς μεταξύ της εφαρμοζόμενης στην περιφέρεια τιμής και της κατώτατης τιμής του καυσίμου που ίσχυε στην άλλη πλευρά των συνόρων με τη Δημοκρατία της Σλοβενίας. Επίσης, η έκπτωση που θα πραγματοποιούνταν διαφοροποιούνταν ανάλογα με την απόσταση από τα σύνορα. Αντιθέτως, στο πλαίσιο του νέου καθεστώτος, η επιδότηση αποσυνδέθηκε από την εξέλιξη της ορισθείσας τιμής στη Σλοβενία και καθορίστηκε κατ’ αποκοπήν σε συνάρτηση με δύο γεωγραφικές ζώνες. |
51. |
Εξάλλου, η Ιταλική Δημοκρατία επισημαίνει ότι, βεβαίως, τόσο στο πλαίσιο του προγενέστερου όσο και στο πλαίσιο του νέου καθεστώτος, δικαιούχοι της επιδοτήσεως είναι οι πολίτες που διαμένουν στην περιφέρεια Friuli Venezia Giulia. Τούτου δοθέντος, μολονότι, στο πλαίσιο του προγενέστερου καθεστώτος, οι επιφορτισμένοι με την καταβολή του ποσού της επιδοτήσεως επιχειρηματίες οι οποίοι, στη συνέχεια, είχαν δικαίωμα να ζητήσουν την επιστροφή του ποσού αυτού, ήταν οι επιχειρήσεις πετρελαίων, ενώ στο πλαίσιο του νέου καθεστώτος, η επιδότηση αυτή καταβάλλεται στους δικαιούχους από τους διαχειριστές των εγκαταστάσεων διανομής καυσίμων, στους οποίους, στη συνέχεια, η περιφέρεια επιστρέφει την εν λόγω επιβάρυνση. |
52. |
Η Ιταλική Δημοκρατία δέχεται ότι η αρχή του ενιαίου ανά προϊόν και χρήση επιπέδου φορολογίας στο σύνολο του εδάφους κράτους μέλους απορρέει από τη συστηματική ερμηνεία της οδηγίας 2003/96. Η Ιταλική Δημοκρατία αναγνωρίζει επίσης ότι η «αναγκαία ευελιξία χάραξης και εφαρμογής των ενδεδειγμένων για τις εθνικές συνθήκες […] πολιτικών», η οποία παρέχεται στα κράτη μέλη κατά την αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας αυτής, δεν σημαίνει ότι αυτά διαθέτουν τη δυνατότητα διαφοροποιήσεων του επιπέδου φορολογίας, δεδομένου ότι μπορούν να το πράξουν μόνο στο πλαίσιο των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας, οι οποίες προβλέπουν παρεκκλίσεις προς τον σκοπό αυτό. Επομένως, πρέπει ο επιδιωκόμενος σκοπός να εμπίπτει στις περιπτώσεις που απαριθμούνται ιδίως στα άρθρα 5, 15 και 17 της οδηγίας 2003/96. Εάν πρόκειται για διαφορετικούς σκοπούς, οι οποίοι αφορούν «λόγους ειδικής πολιτικής», το οικείο κράτος μέλος οφείλει, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 19 της οδηγίας αυτής, να ζητήσει την έγκριση του Συμβουλίου, το οποίο, ομόφωνα, μπορεί να επιτρέψει την πρόβλεψη επιπλέον εξαιρέσεων ή μειώσεων. Η Ιταλική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι οι περιορισμοί αυτοί ισχύουν μόνο στο μέτρο που ένα κράτος μέλος σκοπεύει να εισαγάγει μέτρο που συνίσταται σε «απαλλαγή ή μείωση του επιπέδου φορολογίας» των ενεργειακών προϊόντων και ότι, ως εκ τούτου, είναι σαφές ότι ένα εθνικό μέτρο που δεν έχει τέτοιο αποτέλεσμα δεν υπόκειται στους περιορισμούς αυτούς. |
53. |
Συναφώς, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η βασική διάταξη για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς είναι το άρθρο 6, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/96, το οποίο περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι προβλεπόμενες από αυτήν απαλλαγές ή μειώσεις του επιπέδου φορολογίας πραγματοποιούνται «με την επιστροφή του συνόλου ή μέρους του φόρου που καταβλήθηκε». Όπως προβάλλει το εν λόγω κράτος μέλος, η Επιτροπή προέβη σε υπέρμετρα διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 6, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας υποστηρίζοντας ότι οποιαδήποτε μορφή επιδότησης ή επιχορήγησης η οποία αφορά αγαθά που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, απλώς και μόνον επειδή αυτή χρηματοδοτείται από δημόσιους πόρους, συνιστά επιστροφή των ειδικών φόρων κατανάλωσης και, ως εκ τούτου, καταστρατήγηση της ίδιας οδηγίας. |
54. |
Η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει τη θέση ότι υφίσταται επιστροφή του συνόλου ή μέρους του φόρου που καταβλήθηκε, κατά την έννοια του άρθρου 6, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/96, όταν η φορολογική αρχή επιστρέφει στον υποκείμενο στον φόρο τον ειδικό φόρο κατανάλωσης τον οποίο αυτός είχε προηγουμένως καταβάλει. Η Ιταλική Δημοκρατία διατείνεται ότι τα εθνικά ή περιφερειακά μέτρα τα οποία δεν έχουν τα οριζόμενα στο άρθρο 6, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής χαρακτηριστικά πρέπει να θεωρούνται μη εμπίπτοντα στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας και καταλείπονται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών. Επομένως, η οδηγία 2003/96 δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής. |
55. |
Κατά την Ιταλική Δημοκρατία, η υπέρμετρα διασταλτική ερμηνεία της Επιτροπής όσον αφορά το άρθρο 6, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/96 αίρει τη δυνατότητα οποιασδήποτε παρέμβασης οικονομικής φύσεως σε σχέση με τα αγαθά που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, περιορίζοντας τη φορολογική κυριαρχία των κρατών μελών σε έναν τομέα που έχει εναρμονισθεί μόνον εν μέρει. |
56. |
Αντιθέτως προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας ( 14 ), στην οποία η εθνική νομοθεσία όριζε ρητώς ότι αντικείμενο της επιστροφής ήταν η συνιστώσα «ειδικός φόρος κατανάλωσης» της τιμής των καυσίμων, το Δικαστήριο δεν μπορεί να στηριχτεί στην παραδοχή αυτή στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης. Απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει ότι, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, αντικείμενο της επίμαχης επιδοτήσεως είναι πράγματι η επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν απέδειξε κάτι τέτοιο. |
57. |
Κατά την Ιταλική Δημοκρατία, προκειμένου το επίμαχο μέτρο να θεωρηθεί επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/96, πρέπει να αποδειχθεί, αφενός, ότι το μέτρο αυτό συνεπάγεται το ίδιο αποτέλεσμα με εκείνο της επιστροφής του φόρου στον υποκείμενο στον φόρο ο οποίος τον είχε προηγουμένως καταβάλει και, αφετέρου, ότι το εν λόγω μέτρο έχει ως αποκλειστικό ή κύριο σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων της οδηγίας αυτής, ειδικότερα τα άρθρα της 5, 15, 16, 17 και 19. Αντιστρόφως, εάν ένα εθνικό μέτρο δεν πληροί τα κριτήρια αυτά, τότε δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας και δεν υπόκειται σε καμία έγκριση. |
58. |
Συναφώς, η Ιταλική Δημοκρατία διευκρινίζει ότι από την απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας ( 15 ), δεν μπορεί να συναχθεί ότι το άρθρο 6, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/96 καλύπτει κάθε περίπτωση χορήγησης επιδότησης ή επιχορήγησης μέσω δημοσίων πόρων όσον αφορά αγαθά που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, άλλα ότι η εν λόγω διάταξη περιλαμβάνει μόνον τις χρηματικές καταβολές οι οποίες εξακολουθούν να συνδέονται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με τους αρχικώς καταβληθέντες ειδικούς φόρους κατανάλωσης. |
59. |
Εφαρμόζοντας τα ανωτέρω στην περίπτωση της επιδοτήσεως για την αγορά καυσίμων η οποία προβλέπεται από τον περιφερειακό νόμο αριθ. 14/2010, η Ιταλική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι, πέραν του ότι η επίμαχη επιστροφή παρέχεται στους τελικούς καταναλωτές, ουδεμία σχέση υφίσταται μεταξύ του φόρου που αρχικώς καταβάλλεται από τους υποκείμενους στον φόρο και του χρηματικού ποσού που χορηγείται μεταγενέστερα στους κατοίκους της περιφέρειας Friuli Venezia Giulia από τον περιφερειακό προϋπολογισμό. Η επίμαχη επιδότηση δικαιολογείται από θεμιτούς σκοπούς και δεν έχει ως αντικείμενο ή ως σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων της οδηγίας 2003/96. |
60. |
Συναφώς, η Ιταλική Δημοκρατία επισημαίνει ότι το σύστημα που καθιερώθηκε με τον περιφερειακό νόμο 14/2010 επιδιώκει να αντιμετωπίσει, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, πρώτη περίοδος, του νόμου αυτού, τη σοβαρή συγκυριακή κρίση που εξακολουθεί να υφίσταται στην περιφέρεια Friuli Venezia Giulia. Το σύστημα αυτό προέβλεπε ένα συντονισμένο πλαίσιο πολλών παρεμβάσεων όσον αφορά την κινητικότητα, το οποίο περιελάμβανε μέτρα στήριξης των οδικών μετακινήσεων, εν προκειμένω μέτρα ενίσχυσης της αγοράς καυσίμων από ιδιώτες, σε συνδυασμό με τη λήψη μέτρων για τη μείωση της περιβαλλοντικής ρύπανσης που οφείλεται στις εν λόγω μετακινήσεις. Ο σκοπός της επιδοτήσεως για την αγορά καυσίμων, στο πλαίσιο ενός συνεκτικού συνόλου περιβαλλοντικών μέτρων, συνίσταται στη μείωση της κίνησης προς και από τόπους στους οποίους η τιμή πώλησης στα πρατήρια καυσίμων είναι χαμηλότερη, όχι μόνο στη Σλοβενία αλλά και σε άλλες ιταλικές περιφέρειες οι οποίες διαθέτουν αποτελεσματικότερες υποδομές, χάρη στις οποίες είναι δυνατό το χαμηλότερο κόστος παραγωγής καυσίμων. Ως εκ τούτου, η εν λόγω επιδότηση έχει ως σκοπό τη στήριξη της οικονομίας μέσω εκπτώσεως η οποία παρέχεται στα φυσικά πρόσωπα που διαμένουν στην περιφέρεια Friuli Venezia Giulia ως προς το κόστος των καυσίμων, του οποίου η συνιστώσα «κόστος παραγωγής» είναι ιδιαίτερα υψηλή λόγω της έλλειψης υποδομών στην εν λόγω περιφέρεια, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην ανάπτυξη βιώσιμης κινητικότητας και στη λήψη μέτρων για την καταπολέμηση της ρύπανσης. |
61. |
Για να αποδειχθεί η έλλειψη σύνδεσης μεταξύ των ειδικών φόρων κατανάλωσης τους οποίους καταβάλλουν αρχικώς οι υποκείμενοι στον φόρο και της επιδοτήσεως για την αγορά καυσίμων που χορηγείται στους κατοίκους της περιφέρειας Friuli Venezia Giulia, η Ιταλική Δημοκρατία παραθέτει, συνοπτικά, το σύνολο των ακόλουθων στοιχείων:
|
62. |
Η Ιταλική Δημοκρατία παραπέμπει επίσης στην απόφαση του Corte costituzionale (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ιταλία), 185/2011, της 7ης Ιουνίου 2011, με την οποία το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι η επιδότηση για την αγορά καυσίμων δεν είχε ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τη μείωση των συντελεστών του αρχικώς καταβληθέντος ειδικού φόρου κατανάλωσης. Το εν λόγω κράτος μέλος επισημαίνει ότι, με την απόφαση αυτή, στην οποία υπογραμμίζεται η ουσιώδης διαφορά μεταξύ του προγενέστερου καθεστώτος και εκείνου που προβλέπει ο περιφερειακός νόμος 14/2010, το Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο) διαπίστωσε ότι ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καταβαλλόταν εξ ολοκλήρου κατά τον χρόνο διάθεσης του καυσίμου για κατανάλωση, ότι δεν υφίστατο μείωση του επιπέδου φορολογίας και ότι η επιδότηση που χορηγείται στους δικαιούχους δεν μπορεί να συνιστά επιστροφή, στον βαθμό που οι τελικοί καταναλωτές του καυσίμου δεν υπόκεινται στον φόρο αυτό. |
Γ. Επιχειρήματα του Βασιλείου της Ισπανίας
63. |
Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η επίμαχη περιφερειακή νομοθεσία συνιστά ενίσχυση των κατοίκων της περιφέρειας Friuli Venezia Giulia για την αγορά καυσίμων, η οποία μειώνει το κόστος παραγωγής των καυσίμων. Συγκεκριμένα, η συνιστώσα της τιμής του καυσίμου η οποία αντιστοιχεί στο κόστος παραγωγής είναι μεγαλύτερη από την επίμαχη επιδότηση και μπορεί να υποστηριχθεί ότι η αυτή αποσκοπεί στη μείωση του κόστους της συνιστώσας αυτής. |
64. |
Το εν λόγω κράτος μέλος συμφωνεί με τα επιχειρήματα της Ιταλικής Δημοκρατίας κατά τα οποία υφίσταται σαφής διάκριση μεταξύ της υπό κρίση διαφοράς και της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας ( 17 ), και στο πλαίσιο της οποίας η ιρλανδική νομοθεσία παρείχε στον Minister for Finance (Υπουργό Οικονομικών, Ιρλανδία) τη δυνατότητα να χορηγεί τη συγκεκριμένη επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης για τα καύσιμα που προορίζονται για οχήματα τα οποία χρησιμοποιούνται από άτομα με αναπηρία. |
65. |
Το Βασίλειο της Ισπανίας φρονεί ότι μια περιφερειακή ενίσχυση εκφραζόμενη σε σταθερή αξία, μικρότερη του κόστους παραγωγής των καυσίμων και διεπόμενη από ρυθμίσεις οι οποίες δεν έχουν φορολογικό χαρακτήρα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί μέσο μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης που αφορά τα καύσιμα. Το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει στοιχεία τα οποία, κατά την άποψή του, επιβεβαιώνουν την πλήρη αυτοτέλεια της επίμαχης επιδοτήσεως σε σχέση με τον ειδικό φόρο κατανάλωσης:
|
66. |
Το εν λόγω κράτος μέλος εξηγεί ότι η τιμή πώλησης των καυσίμων στον τελικό καταναλωτή διαμορφώνεται με βάση διάφορα στοιχεία, συγκεκριμένα δε, πρώτον, την τιμή του αργού πετρελαίου και του περιθωρίου διύλισης, δεύτερον, το κόστος διάθεσης στο εμπόριο και μεταφοράς έως το σημείο πώλησης και, τρίτον, τις φορολογικές συνιστώσες της τιμής (ειδικός φόρος κατανάλωσης, ΦΠΑ). Το Βασίλειο της Ισπανίας επισημαίνει ότι η τιμή πώλησης διαφέρει ανάλογα με τις περιοχές του ίδιου κράτους μέλους, λόγω των διακριτών αυτών στοιχείων. Η οδηγία 2003/96 δεν απαιτεί σε καμία περίπτωση να είναι ίδια η τιμή πώλησης στον τελικό καταναλωτή όσον αφορά το σύνολο της εθνικής επικράτειας. |
67. |
Υπό τις συνθήκες αυτές, κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, είναι αδύνατος ο συσχετισμός μεταξύ, αφενός, του ειδικού φόρου κατανάλωσης που καταβάλλεται στο Erario (Δημόσιο Ταμείο, Ιταλία) από τον υποκείμενο στον φόρο ως προς τη συνολική ποσότητα καυσίμων που διατίθενται για κατανάλωση και, αφετέρου, του ποσού της επιδοτήσεως που καταβάλλεται από την περιφέρεια Friuli Venezia Giulia στους κατοίκους για την αγορά καυσίμων από αυτούς. |
VI. Εκτίμηση
68. |
Κατ’ εφαρμογήν του περιφερειακού νόμου αριθ. 47/96, οι κάτοικοι της περιφέρειας Friuli Venezia Giulia δικαιούνταν μείωση της τιμής της βενζίνης «στο πρατήριο» (και, από το 2002, μείωση και στην τιμή του πετρελαίου κίνησης). Οι προμηθευτές καυσίμων κατέβαλλαν στους πρατηριούχους τα ποσά που αντιστοιχούσαν στη μείωση των τιμών και στη συνέχεια ζητούσαν την επιστροφή τους από την εν λόγω περιφέρεια. Κατά την άποψη της Επιτροπής, το σύστημα αυτό συνιστούσε μείωση, μέσω επιστροφής, των ειδικών φόρων κατανάλωσης. Ωστόσο, το σύστημα αυτό, για το οποίο η Επιτροπή κίνησε την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας λόγω παραβάσεως, δεδομένου ότι αντικαταστάθηκε από άλλο σύστημα επιδοτήσεως, το οποίο ισχύει από 1ης Νοεμβρίου 2011. |
69. |
Ο περιφερειακός νόμος 14/2010 διέπει το σύστημα επιδοτήσεως για την αγορά καυσίμων το οποίο αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής. |
70. |
Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 2 του νόμου αυτού ορίζει ως δικαιούχους της επιδοτήσεως για την αγορά καυσίμων τα διαμένοντα στην περιφέρεια φυσικά πρόσωπα, τα οποία είναι κύριοι ή συγκύριοι αυτοκίνητων οχημάτων και μοτοσυκλετών. |
71. |
Το άρθρο 3 του εν λόγω νόμου προβλέπει επιδότηση οριζόμενη ανά λίτρο για την αγορά βενζίνης και πετρελαίου κίνησης, η οποία καταβάλλεται όταν το καύσιμο αγοράζεται από πρατήριο καυσίμων. Εφόσον πληρούνται οι προβλεπόμενες από τον περιφερειακό νόμο 14/2010 προϋποθέσεις, η επιδότηση καταβάλλεται απευθείας από τους διαχειριστές των εγκαταστάσεων διανομής μέσω μείωσης που αντιστοιχεί στο τίμημα για την αγορά καυσίμων. Επομένως, οι πρατηριούχοι παρέχουν, κατ’ ουσίαν, στους δικαιούχους μείωση της τιμής του καυσίμου που πωλείται «στο πρατήριο». Η επιδότηση διαφέρει ανάλογα με το είδος του καυσίμου και την περιοχή κατοικίας του αγοραστή του καυσίμου. Το ποσό της επιδοτήσεως μπορεί επίσης να μεταβληθεί για λόγους συγκυρίας ή για επιτακτικούς λόγους που ανάγονται στον περιφερειακό προϋπολογισμό. |
72. |
Το άρθρο 10 του περιφερειακού νόμου 14/2010 προβλέπει ότι η περιφερειακή διοίκηση επιστρέφει στους πρατηριούχους τις επιδοτήσεις για την αγορά καυσίμου οι οποίες καταβλήθηκαν στους δικαιούχους, κατ’ αρχήν σε εβδομαδιαία βάση. Οι επιστροφές καταβάλλονται βάσει των στοιχείων που αποθηκεύονται σε ηλεκτρονική βάση δεδομένων. |
73. |
Επομένως, δικαιούχοι της επιδοτήσεως είναι οι τελικοί καταναλωτές καυσίμων οι οποίοι διαμένουν εντός της περιφέρειας Friuli Venezia Giulia. Η επιδότηση αυτή δεν καταβάλλεται από την εν λόγω περιφέρεια απευθείας στους καταναλωτές αυτούς, αλλά προκαταβάλλεται στους δικαιούχους από επιχείρηση του δικτύου διανομής, στην οποία η περιφέρεια αυτή επιστρέφει στη συνέχεια την εν λόγω επιβάρυνση. |
74. |
Μολονότι η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η θέσπιση του καθεστώτος επιδοτήσεως για την αγορά καυσίμων έπρεπε, προκειμένου να είναι συμβατή με την οδηγία 2003/96, να λάβει έγκριση κατά το άρθρο 19 της οδηγίας αυτής, η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι το καθεστώς αυτό ουδόλως συνιστά μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης και, επομένως, δεν απαιτούνταν έγκριση σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές. |
75. |
Η Επιτροπή, αφενός και η Ιταλική Δημοκρατία, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας, αφετέρου, προβάλλουν, επομένως, αντίθετες απόψεις ως προς τον χαρακτηρισμό της επιδοτήσεως για την αγορά καυσίμων η οποία προβλέπεται από τον περιφερειακό νόμο 14/2010. Μολονότι η Επιτροπή υποστηρίζει ότι πρόκειται για μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης, υπό τη μορφή επιστροφής των ποσών των εν λόγω φόρων η οποία έχει ως αποτέλεσμα να καταργεί εν μέρει την αρχική φορολόγηση των καυσίμων, η Ιταλική Δημοκρατία απορρίπτει την ύπαρξη σχέσης μεταξύ των ειδικών φόρων κατανάλωσης οι οποίοι καταβάλλονται αρχικώς από τους προμηθευτές καυσίμων και της επιδοτήσεως αυτής. |
76. |
Πρέπει να υπομνησθεί ευθύς εξαρχής ότι, κατά πάγια νομολογία σχετικά με το βάρος αποδείξεως στο πλαίσιο διαδικασίας του άρθρου 258 ΣΛΕΕ λόγω παραβάσεως, στην Επιτροπή απόκειται να αποδείξει την ύπαρξη της προβαλλόμενης παράβασης και να προσκομίσει στο Δικαστήριο τα στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου αυτό να διαπιστώσει ότι συντρέχει παράβαση, χωρίς η Επιτροπή να μπορεί να στηριχθεί σε οποιοδήποτε τεκμήριο ( 18 ). Η Επιτροπή δεν μπορεί να απαλλαγεί από την υποχρέωση να αποδείξει την προσαπτόμενη παράβαση βάσει συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την παράβαση των ειδικών διατάξεων την οποία προβάλλει και να στηριχθεί σε απλά τεκμήρια ή σε υπεραπλουστεύσεις της αιτιώδους συνάφειας ( 19 ). |
77. |
Επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση, απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, μειώνοντας τους συντελεστές των ειδικών φόρων κατανάλωσης, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 4 και 19 της οδηγίας 2003/96. |
78. |
H οδηγία 2003/96, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις της 2 έως 5 και 24, προβλέποντας εναρμονισμένο φορολογικό καθεστώς των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας, αποσκοπεί στην προώθηση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς στον τομέα της ενέργειας με την αποφυγή, ιδίως, των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού ( 20 ). Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, η εν λόγω οδηγία περιορίζει τις αποκλίσεις που υφίστανται μεταξύ των εθνικών επιπέδων φορολογίας της ενέργειας, καθόσον πρόκειται για παράγοντα που διαταράσσει την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Προς τούτο, η οδηγία προβλέπει την καθιέρωση ελάχιστων επιπέδων φορολογίας σε επίπεδο Ένωσης, ως μέσο για τη μείωση των διαφορών μεταξύ των εθνικών επιπέδων φορολογίας. Ο τομέας αυτός έχει εναρμονιστεί μόνον εν μέρει, καθόσον η εν λόγω οδηγία απλώς καθορίζει εναρμονισμένα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας, χωρίς να προβαίνει σε πλήρη εναρμόνιση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης για τα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια ( 21 ). |
79. |
Υπενθυμίζω ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/96 καθιερώνει την αρχή ότι «[τ]α επίπεδα φορολογίας που επιβάλλουν τα κράτη μέλη στα ενεργειακά προϊόντα και στην ηλεκτρική ενέργεια […] δεν μπορούν να είναι χαμηλότερα από τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία». Το άρθρο 19, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι, «[ε]κτός από τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στα προηγούμενα άρθρα και ειδικότερα στα άρθρα 5, 15 και 17, το Συμβούλιο αποφασίζοντας ομόφωνα μετά από πρόταση της Επιτροπής μπορεί να επιτρέψει σε ένα κράτος μέλος να θεσπίσει περαιτέρω απαλλαγές ή μειώσεις για λόγους ειδικής πολιτικής». |
80. |
Δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι η οδηγία 2003/96 επιτάσσει την τήρηση ελάχιστου και ενιαίου επιπέδου φορολογίας ανά προϊόν και ανά χρήση στο σύνολο του εδάφους του ιδίου κράτους μέλους, στοιχείο το οποίο συνάγεται τόσο από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής όσο και από τη συστηματική ερμηνεία της. |
81. |
Η υποχρέωση αυτή τήρησης ομοιόμορφου επιπέδου φορολογίας στο σύνολο του εδάφους κράτους μέλους ισχύει ανεξαρτήτως της τήρησης των επιβαλλόμενων από την οδηγία 2003/96 ελάχιστων επιπέδων φορολογίας. Ως εκ τούτου, η οδηγία αυτή δεν καταλείπει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να καθορίζουν ελεύθερα διαφοροποιημένους φορολογικούς συντελεστές που αυτά κρίνουν κατάλληλους, επικαλούμενα απλώς ότι ο ισχύων συντελεστής εξακολουθεί να είναι υψηλότερος από τον ελάχιστο προβλεπόμενο συντελεστή. |
82. |
Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν παρεκκλίσεις από την αρχή της ενιαίας φορολογίας ανά προϊόν και ανά χρήση μόνο στις περιπτώσεις οι οποίες προβλέπονται ρητώς από την οδηγία 2003/96. Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας αυτής ορίζει ότι «[η] δυνατότητα εφαρμογής διαφοροποιημένων εθνικών φορολογικών συντελεστών για το ίδιο προϊόν θα πρέπει να επιτρέπεται σε ορισμένες περιστάσεις ή μόνιμες καταστάσεις, εφόσον τηρούνται τα κοινοτικά ελάχιστα επίπεδα φορολογίας και οι κανόνες της εσωτερικής αγοράς και του ανταγωνισμού». |
83. |
Διάφορες διατάξεις της οδηγίας 2003/96 παρέχουν στα κράτη μέλη τη δυνατότητα εφαρμογής απαλλαγών, μειώσεων και διαφοροποιήσεων του επιπέδου φορολογίας των προϊόντων τα οποία υπόκεινται στον ειδικό φόρο κατανάλωσης. Ειδικότερα, πρόκειται για τα άρθρα 5, 7 και 15 έως 19 της οδηγίας αυτής. Οι διατάξεις αυτές καταδεικνύουν ότι ο νομοθέτης της Ένωσης κατέλειπε ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως στα κράτη μέλη στον τομέα των ειδικών φόρων καταναλώσεως ( 22 ). Εντούτοις, πρόκειται για οριοθετημένο περιθώριο εκτιμήσεως, καθόσον στον βαθμό που η παρεχόμενη στα κράτη μέλη δυνατότητα καθιερώσεως διαφοροποιημένων φορολογικών συντελεστών, φοροαπαλλαγών ή μειώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή μόνον υπό τον όρο της αυστηρής τηρήσεως των προϋποθέσεων που ορίζονται με τις σχετικές διατάξεις της εν λόγω οδηγίας. |
84. |
Επομένως, για την εφαρμογή διαφοροποιημένου φορολογικού συντελεστή σε συγκεκριμένη περιφέρεια, ένα κράτος μέλος πρέπει να προσφύγει στη διαδικασία του άρθρου 19 της οδηγίας 2003/96 και να ζητήσει έγκριση βάσει της διάταξης αυτής. Δεν αμφισβητείται, όμως, ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν ζήτησε τέτοια έγκριση στο πλαίσιο της θέσπισης του καθεστώτος επιδοτήσεως για την αγορά καυσίμων το οποίο προβλέπει ο περιφερειακός νόμος 14/2010. Η Επιτροπή υποστηρίζει, επομένως, ότι η παρέκκλιση από την αρχή της επιβολής ενιαίου φορολογικού συντελεστή ανά προϊόν και ανά χρήση την οποία συνεπάγεται η καθιέρωση συστήματος το οποίο αυτή χαρακτηρίζει ως μείωση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης επί των καυσίμων για τους κατοίκους της περιφέρειας Friuli Venezia Giulia συνιστά παράβαση των άρθρων 4 και 19 της οδηγίας 2003/96. |
85. |
Η διαπίστωση ότι η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις αυτές προϋποθέτει ότι πρέπει να εξεταστεί προηγουμένως κατά πόσον η επιδότηση για την αγορά καυσίμων, η οποία χορηγείται στους κατοίκους της περιφέρειας Friuli Venezia Giulia, μπορεί να εξομοιωθεί με απαλλαγή ή μείωση του επιπέδου φορολογίας. |
86. |
Συναφώς, το άρθρο 6, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/96, το οποίο δεν επικαλείται ρητώς η Επιτροπή στα αιτήματα του δικογράφου της προσφυγής της, αλλά κατέχει κεντρική θέση στα επιχειρήματα που ανέπτυξαν οι διάδικοι, αναφέρει την «επιστροφή του συνόλου ή μέρους του φόρου που καταβλήθηκε» μεταξύ των μορφών υπό τις οποίες τα κράτη μέλη δύνανται να χορηγήσουν τις προβλεπόμενες από την εν λόγω οδηγία απαλλαγές ή μειώσεις του επιπέδου φορολογίας ( 23 ). Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 6 της εν λόγω οδηγίας, «απαλλαγές» ή «μειώσεις» του επιπέδου φορολογίας, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, μπορούν να εφαρμοστούν απευθείας από ένα κράτος μέλος, αλλά χορηγούνται μόνο με τη μορφή επιστροφής ( 24 ). Κατά το Δικαστήριο, το ενδεχόμενο να γίνει δεκτό ότι η επιστροφή δεν αποτελεί μορφή απαλλαγής ή μείωσης των ειδικών φόρων κατανάλωσης θα συνεπαγόταν «την καταστρατήγηση του νόμιμου καθεστώτος παρεκκλίσεων κατά τα άρθρα 6, 18 και 19 της οδηγίας 2003/96 καθώς και του παραρτήματος II της οδηγίας αυτής» ( 25 ). |
87. |
Το Δικαστήριο συνήγαγε επίσης από το άρθρο 6 της οδηγίας 2003/96 ότι «τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν μόνον τις απαλλαγές ή τις μειώσεις του επιπέδου φορολογίας οι οποίες προβλέπονται στην οδηγία αυτή» ( 26 ). |
88. |
Η ερμηνεία του Δικαστηρίου καθιστά δυνατή την αποτροπή καταστρατήγησης των υποχρεώσεων τις οποίες υπέχουν τα κράτη μέλη από την οδηγία 2003/96. Υπό την οπτική αυτή γωνία, εάν το ποσό των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα καύσιμα επιστρέφεται μεταγενέστερα στους τελικούς καταναλωτές, διαπιστώνεται ότι η επιστροφή αυτή αναιρεί το αποτέλεσμα της αρχικής φορολόγησης. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης οι οποίοι επιβάλλονταν στα καύσιμα είναι σύμφωνοι με τους κανόνες που καθιερώνει η οδηγία 2003/96 ( 27 ). |
89. |
Βάσει των στοιχείων αυτών και των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν από τους διαδίκους, μπορεί να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή απέδειξε, επαρκώς κατά νόμον, ότι η επιδότηση για την αγορά καυσίμων μπορεί να χαρακτηριστεί ως «μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης»; Ειδικότερα, απέδειξε η Επιτροπή ότι η επιδότηση αυτή μπορεί να εξομοιωθεί με «επιστροφή του φόρου που καταβλήθηκε», κατά την έννοια του άρθρου 6, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/96; |
90. |
Φρονώ πως όχι. |
91. |
Βεβαίως, συντάσσομαι με την άποψη της Επιτροπής ότι η διττή περίσταση ότι, αφενός, ο επιχειρηματίας που υπόκειται στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης (ο προμηθευτής των καυσίμων) δεν ταυτίζεται με εκείνον στον οποίο καταβάλλεται η περιφερειακή επιδότηση (τον διαχειριστή πρατηρίου καυσίμων) και, αφετέρου, ότι η επιδότηση αυτή χορηγείται στους τελικούς καταναλωτές, δεν αναιρεί τη διαπίστωση ότι η εν λόγω επιδότηση μπορεί να εξομοιωθεί με επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης και, ως εκ τούτου, να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του επιπέδου φορολογίας. |
92. |
Συγκεκριμένα, από την απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας ( 28 ) προκύπτει σαφώς ότι η περίπτωση κατά την οποία ο ειδικός φόρος κατανάλωσης έχει ήδη καταβληθεί από τις εταιρίες πετρελαίου, η δε επιστροφή του κόστους που αφορά τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης επί της αγοράς χορηγείται προς όφελος μιας κατηγορίας καταναλωτών δεν εκφεύγει του χαρακτηρισμού ως «απαλλαγής», κατά την έννοια των διατάξεων της οδηγίας 2003/96. Το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται και όσον αφορά τον χαρακτηρισμό μιας καταβολής ως μείωσης του συντελεστή ειδικών φόρων κατανάλωσης. |
93. |
Με άλλα λόγια, η μη ταύτιση του προσώπου που υπόκειται στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, του προσώπου που λαμβάνει την επιστροφή της επιδοτήσεως την οποία προκατέβαλε και του τελικού καταναλωτή, ο οποίος είναι ορισθείς δικαιούχος της επιδοτήσεως αυτής, δεν αποκλείει αφ’ εαυτής τη διαπίστωση ότι το αποτέλεσμα του αρχικού φόρου αναιρείται ή, τουλάχιστον, αλλοιώνεται. |
94. |
Πρέπει, όμως, να αποδειχθεί επιπλέον ότι η επίμαχη επιστροφή έχει πράγματι ως αντικείμενο το κόστος που αφορά τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης επί της αγοράς καυσίμων. Επομένως, πρέπει να αποδειχθεί η ύπαρξη σχέσης μεταξύ των αρχικώς καταβληθέντων ειδικών φόρων κατανάλωσης και της επίμαχης περιφερειακής επιδοτήσεως. Η διαφορά μεταξύ των διαδίκων αφορά πρωτίστως την ύπαρξη ή όχι της σχέσης αυτής. |
95. |
Συναφώς, η υπό κρίση προσφυγή ενέχει ένα στοιχείο αβεβαιότητας, το οποίο τη διαφοροποιεί από την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας ( 29 ). |
96. |
Στην υπόθεση εκείνη, όπως προκύπτει από το άρθρο 18, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/96 και το παράρτημα II της οδηγίας αυτής, η Ιρλανδία είχε λάβει έγκριση να επιβάλει, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της οδηγίας αυτής, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, μειωμένους φορολογικούς συντελεστές και απαλλαγές επί των καυσίμων που προορίζονται για οχήματα χρησιμοποιούμενα από άτομα με αναπηρία. Δεν αμφισβητήθηκε ότι η προβλεπόμενη από την ιρλανδική νομοθεσία επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης για τα καύσιμα που προορίζονταν για τα οχήματα αυτά εξακολουθούσε να εφαρμόζεται στην Ιρλανδία μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2006, τούτο δε χωρίς το εν λόγω κράτος μέλος να έχει λάβει σχετική έγκριση ( 30 ). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης η οποία προβλεπόταν από την ιρλανδική νομοθεσία δεν ήταν σύμφωνη, μετά τη λήξη ισχύος, την 31η Δεκεμβρίου 2006, της παρέκκλισης που χορηγήθηκε στην Ιρλανδία, με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/96, το οποίο επιτάσσει την τήρηση των ελάχιστων επιπέδων φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας ( 31 ). |
97. |
Δεν αμφισβητείται ότι αντικείμενο των επίμαχων νομοθετικών ρυθμίσεων αποτελούσε η επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης όσον αφορά τα καύσιμα που προορίζονταν για οχήματα χρησιμοποιούμενα από άτομα με αναπηρία. Το ζήτημα της αντιπαραθέσεως αναγόταν στον αν η επιστροφή αυτή μπορούσε να εξομοιωθεί με μη εγκεκριμένη απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, η οποία αντέβαινε στις διατάξεις της οδηγίας 2003/96. |
98. |
Στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, η ίδια η ύπαρξη επιστροφής που αφορά ειδικώς το ποσοστό του σχετικού με τον ειδικό φόρο κατανάλωσης κόστους του καυσίμου αμφισβητείται από την Ιταλική Δημοκρατία. |
99. |
Βεβαίως, συμμερίζομαι την άποψη της Επιτροπής, κατά την οποία αυτό που έχει σημασία δεν είναι ο νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους κράτους μέλους του επίμαχου μηχανισμού, αλλά η φύση, τα χαρακτηριστικά και τα αποτελέσματα του μηχανισμού αυτού. |
100. |
Τούτου δοθέντος, διαπιστώνω ότι η Ιταλική Δημοκρατία αμφισβητεί με ουσιαστικό και λεπτομερή τρόπο τα επιχειρήματα τα οποία προβάλλει η Επιτροπή προς στήριξη της προσφυγής της. Το εν λόγω κράτος μέλος μνημονεύει σαφώς ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της επιδοτήσεως για την αγορά καυσίμων προκειμένου να αμφισβητήσει την ορθότητα του ισχυρισμού της Επιτροπής κατά τον οποίο η συνεισφορά αυτή συνιστά επιστροφή των ειδικών φόρων κατανάλωσης. Συναφώς, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει κατά τεκμηριωμένο τρόπο, όπως προκύπτει από την ανάπτυξη των επιχειρημάτων της, ότι δεν υφίσταται σχέση μεταξύ των ειδικών φόρων κατανάλωσης οι οποίοι καταβάλλονται από τον υποκείμενο στον φόρο και της μείωσης της τιμής «στο πρατήριο καυσίμων» ως επακόλουθου της καταβολής της επιδοτήσεως στους τελικούς καταναλωτές. Φρονώ ότι τα στοιχεία που παρέσχε το εν λόγω κράτος μέλος δύνανται να εγείρουν αμφιβολίες ως προς τον χαρακτηρισμό της επιδοτήσεως αυτής ως μείωσης των ειδικών φόρων κατανάλωσης. |
101. |
Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των εξηγήσεων που παρέσχε η Ιταλική Δημοκρατία, φρονώ ότι η άποψη της Επιτροπής, κατά την οποία, μια επιδότηση χρηματοδοτούμενη, κατ’ ουσίαν, από δημόσιους ή περιφερειακούς πόρους, των οποίων το ποσό υπολογίζεται σε συνάρτηση με την ποσότητα ενεργειακού προϊόντος στο οποίο έχει επιβληθεί ειδικός φόρος κατανάλωσης βάσει της οδηγίας 2003/96, συνιστά μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης, δεν τεκμηριώνεται επαρκώς. |
102. |
Ειδικότερα, φρονώ, όπως και η Ιταλική Δημοκρατία, ότι η διαπίστωση κατά την οποία η επιδότηση για την αγορά καυσίμων προέρχεται από περιφερειακούς πόρους δεν αποτελεί επαρκή προϋπόθεση για να αποδειχθεί η ύπαρξη μείωσης των ειδικών φόρων κατανάλωσης. Επιπροσθέτως, επισημαίνω ότι, αντιθέτως προς το προγενέστερο καθεστώς, αυτό που θεσπίσθηκε με τον περιφερειακό νόμο 14/2010 δεν κάνει πλέον λόγο για χρηματοδότηση της επιδοτήσεως αυτής από το ποσοστό των ειδικών φόρων κατανάλωσης που μεταβιβάζεται από το Δημόσιο στην περιφέρεια Friuli Venezia Giulia. |
103. |
Η διαπίστωση ότι η επιδότηση χορηγείται στα φυσικά πρόσωπα που διαμένουν εντός της περιφέρειας Friuli Venezia Giulia ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία αυτά εφοδιάζονται με καύσιμα σε άλλες περιφέρειες συνιστά πρόσθετο στοιχείο το οποίο εγείρει αμφιβολίες ως προς το εάν η επιδότηση αυτή πρέπει, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, να εξομοιωθεί με επιστροφή του αρχικώς καταβληθέντος ειδικού φόρου κατανάλωσης. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται με βεβαιότητα σχέση μεταξύ του ειδικού φόρου κατανάλωσης ο οποίος επιστρέφεται από το Δημόσιο στον προϋπολογισμό άλλης περιφέρειας και της επιδοτήσεως που καταβάλλει η περιφέρεια Friuli Venezia Giulia στους κατοίκους της για αγορές καυσίμων σε άλλη περιφέρεια. Όπως, κατ’ ουσίαν, επισημαίνει το Βασίλειο της Ισπανίας, αν η λογική του συστήματος αυτού συνίστατο στην επιστροφή του αρχικώς καταβληθέντος ειδικού φόρου κατανάλωσης προκειμένου να αποφευχθεί η επιβάρυνση του τελικού καταναλωτή με αυτόν, κριτήριο για τη χορήγηση της επιδοτήσεως θα ήταν ο τόπος αγοράς του καυσίμου να βρίσκεται στην περιφέρεια Friuli Venezia Giulia, και όχι ο τόπος κατοικίας του εν λόγω καταναλωτή. |
104. |
Εξάλλου, όπως υποστηρίζουν η Ιταλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Ισπανίας, στον βαθμό που η συνιστώσα «κόστος παραγωγής» της τιμής του καυσίμου είναι υψηλότερη από την επιδότηση που προβλέπεται από τον περιφερειακό νόμο 14/2010, ουδόλως αποκλείεται, από μαθηματικής απόψεως, να υποστηριχθεί ότι η επιδότηση αυτή σκοπεί να μειώσει τη συγκεκριμένη συνιστώσα. Αντιστρόφως, τίποτα δεν αποδεικνύει ότι η εν λόγω επιδότηση αποσκοπούσε στη μείωση της συνιστώσας «ειδικός φόρος κατανάλωσης» της τιμής του καυσίμου, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή. Πάντως, μόνον η μείωση της εν λόγω συνιστώσας, η οποία δεν έχει εγκριθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2003/96, συνιστά παράβαση της. |
105. |
Στο μέτρο που τόσο η συνιστώσα «κόστος παραγωγής» της τιμής του καυσίμου όσο και η συνιστώσα «ειδικός φόρος κατανάλωσης» αυτής είναι υψηλότερες από το ποσό της επιδοτήσεως για την αγορά καυσίμων, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η επιδότηση αυτή επηρεάζει τόσο τη μία όσο και την άλλη συνιστώσα. Φρονώ ότι από τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή στο Δικαστήριο προς στήριξη της προσφυγής της δεν μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα ότι η επίμαχη επιδότηση επηρεάζει τη φορολογική συνιστώσα της τιμής πώλησης του καυσίμου. |
106. |
Επίσης, παρατηρώ ότι η Επιτροπή συμφωνεί με το επιχείρημα του Βασιλείου της Ισπανίας ότι η οδηγία 2003/96 ουδόλως απαιτεί να είναι η τιμή πώλησης στον τελικό καταναλωτή ίδια σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια. Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος καθιερώνει διαφορετική λιανική τιμή πώλησης στην εθνική επικράτεια για συγκεκριμένο ενεργειακό προϊόν δεν συνιστά αυτό καθαυτό πρόβλημα υπό το πρίσμα της οδηγίας 2003/96, έστω και αν η συνιστώσα που αφορά τη φορολογία του προϊόντος αποτελεί μία από τις συνιστώσες της τιμής αυτής. |
107. |
Συναφώς, επισημαίνω ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 13 της οδηγίας 2003/96, «[η] φορολογία καθορίζει εν μέρει την τιμή των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας». Φρονώ ότι, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η επίμαχη επιδότηση επηρεάζει ακριβώς την εν λόγω φορολογική συνιστώσα της τιμής του καυσίμου. |
108. |
Εντούτοις, προκειμένου το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 4 και 19 της οδηγίας 2003/96, δεν μπορεί να αρκεστεί στην αιτίαση ότι, βάσει μαθηματικών υπολογισμών, η επιδότηση για την αγορά καυσίμων έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του ποσοστού της τιμής το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό του ειδικού φόρου κατανάλωσης. Η εκ μέρους της Επιτροπής διαπίστωση ότι η επιδότηση συνεπάγεται τη μείωση της επιβάρυνσης του τελικού καταναλωτή όταν αυτός προμηθεύεται καύσιμα δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι πρόκειται για μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης του καταναλωτή αυτού. Ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να εξομοιωθεί με τεκμήριο εάν δεν ενισχυθεί με σαφή και τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία. |
109. |
Επομένως, όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε στο Δικαστήριο η Επιτροπή, φρονώ ότι είναι δυνατή η διαπίστωση ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά μείωση της τιμής του καυσίμου «στο πρατήριο» για τους κατοίκους της περιφέρειας Friuli Venezia Giulia, πλην όμως δεν μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα το συμπέρασμα ότι η μείωση αυτή συνιστά, στην πράξη, μείωση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης. |
110. |
Πρέπει, όμως, να υπομνησθεί, συναφώς, ότι, εάν δεν αποδειχθεί ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά μείωση του επιπέδου φορολογίας, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Ιταλική Δημοκρατία όφειλε να ζητήσει έγκριση για την καθιέρωση απαλλαγής ή μείωσης του ποσού του ειδικού φόρου κατανάλωσης βάσει του άρθρου 19 της οδηγίας 2003/96. |
111. |
Προσθέτω ότι η παραδοχή στην οποία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό η προσφυγή της Επιτροπής, δηλαδή αυτή της ταύτισης του συστήματος που προβλέπεται με τον περιφερειακό νόμο 47/96, για το οποίο χορηγήθηκε έγκριση παρέκκλισης σε επίπεδο Ένωσης, και του συστήματος που καθιερώθηκε με τον περιφερειακό νόμο 14/2010, αμφισβητήθηκε με πειστικό τρόπο από τις διευκρινίσεις της Ιταλικής Δημοκρατίας όσον αφορά τα χαρακτηριστικά και τους σκοπούς του εν λόγω συστήματος. |
112. |
Επιπλέον, το επιχείρημα ότι τόσο οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης όσο και η επιδότηση υπολογίζονται βάσει της ποσότητας του καυσίμου δεν καθιστά δυνατό, αφ’ εαυτού, να αποδειχθεί η μείωση του φορολογικού κόστους του καυσίμου κατά τη χορήγηση της επιδοτήσεως. |
113. |
Τέλος, επισημαίνω ότι η μερική εναρμόνιση των επιπέδων φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας στην οποία προβαίνει η οδηγία 2003/96 πρέπει, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 9 αυτής, να συμβιβάζεται με την αναγκαιότητα τα κράτη μέλη «να διαθέτουν την αναγκαία ευελιξία χάραξης και εφαρμογής των ενδεδειγμένων για τις εθνικές συνθήκες τους πολιτικών». Φρονώ ότι η ευρεία ερμηνεία του άρθρου 6, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής, την οποία υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν διασφαλίζει την ισορροπία που απαιτείται βάσει της εν λόγω οδηγίας μεταξύ της μερικής εναρμόνισης των επιπέδων φορολογίας και της επιδίωξης σκοπών γενικού συμφέροντος από τα κράτη μέλη. Συγκεκριμένα, η ερμηνεία αυτή περιορίζει υπέρμετρα, κατά τη γνώμη μου, τις ενέργειες των κρατών μελών, ιδίως δε αυτές που επιδιώκουν κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς σκοπούς, δεδομένου ότι οι ενέργειες αυτές αφορούν προϊόντα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. |
114. |
Από τα ανωτέρω στοιχεία συνάγεται ότι, ενώ η Ιταλική Δημοκρατία προσκόμισε σαφή και τεκμηριωμένα στοιχεία στο Δικαστήριο προκειμένου να αποδείξει ότι η επιδότηση για την αγορά καυσίμων έχει αποσυνδεθεί πλήρως από την αρχική φορολογική σχέση, η Επιτροπή δεν αποδεικνύει, κατά τη γνώμη μου, την ύπαρξη σχέσης μεταξύ του ειδικού φόρου κατανάλωσης ο οποίος καταβάλλεται αρχικώς στο Δημόσιο από τους προμηθευτές καυσίμων και της επιδοτήσεως αυτής. Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή απέδειξε, επαρκώς κατά νόμον, ότι η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τα άρθρα 4 και 19 της οδηγίας 2003/96. |
115. |
Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν εκπλήρωσε το βάρος αποδείξεως που φέρει στο πλαίσιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως, φρονώ ότι το Δικαστήριο πρέπει να απορρίψει την υπό κρίση προσφυγή. |
VII. Δικαστικά έξοδα
116. |
Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Καθότι φρονώ ότι το Δικαστήριο πρέπει να δεχθεί τα αιτήματα της Ιταλικής Δημοκρατίας, η Επιτροπή πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα. |
117. |
Σύμφωνα με το άρθρο 140, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, το Βασίλειο της Ισπανίας, ως παρεμβαίνον, φέρει τα δικαστικά έξοδά του. |
VIII. Πρόταση
118. |
Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:
|
( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.
( 2 ) ΕΕ 2003, L 283, σ. 51.
( 3 ) GURI αριθ. 29, της 1ης Φεβρουαρίου 1963, σ. 554.
( 4 ) Bollettino ufficiale della Regione, αριθ. 19, της 13ης Αυγούστου 2010.
( 5 ) ΕΕ ειδ. έκδ. 3/12, σ. 102.
( 6 ) Στο εξής: εμπορικό επιμελητήριο.
( 7 ) GURI αριθ. 302, της 29ης Δεκεμβρίου 1995, σ. 5.
( 8 ) Bollettino ufficiale della Regione, αριθ. 33, της 11ης Νοεμβρίου 1996, στο εξής: περιφερειακός νόμος 47/96.
( 9 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή (ΕΕ 1992, L 316, σ. 12).
( 10 ) Απόφαση του Συμβουλίου, της 22ας Απριλίου 1996, με την οποία επιτρέπεται σε ορισμένα κράτη μέλη να εφαρμόσουν ή να συνεχίσουν να εφαρμόζουν σε ορισμένα πετρελαιοειδή, όταν χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένους σκοπούς, μειώσεις από ειδικούς φόρους κατανάλωσης ή απαλλαγές από ειδικούς φόρους κατανάλωσης, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 4 της οδηγίας 92/81/ΕΟΚ (ΕΕ 1996, L 102, σ. 40).
( 11 ) Bollettino ufficiale della Regione, αριθ. 50, της 10ης Δεκεμβρίου 2008.
( 12 ) C‑55/12 (μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:274).
( 13 ) Η Επιτροπή μνημονεύει τις εκτελεστικές αποφάσεις 2011/776/ΕΕ και (ΕΕ) 2017/1767 του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2011 και της 25ης Σεπτεμβρίου 2017, βάσει των οποίων επιτρέπεται στο Ηνωμένο Βασίλειο να εφαρμόσει μειωμένα επίπεδα φορολογίας για τα καύσιμα που παρέχονται στις νήσους των Εσωτερικών και Εξωτερικών Εβρίδων, τις Βόρειες Νήσους, τις νήσους στο Clyde και τις νήσους Scilly, σύμφωνα με το άρθρο 19 της οδηγίας 2003/96/ΕΚ (ΕΕ 2011, L 317, σ. 34, και ΕΕ 2017, L 250, σ. 69) και την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2015/356 του Συμβουλίου, της 2ας Μαρτίου 2015, με την οποία επιτρέπεται στο Ηνωμένο Βασίλειο να εφαρμόζει διαφοροποιημένα επίπεδα φορολογίας στα καύσιμα κίνησης σε ορισμένες γεωγραφικές περιοχές σύμφωνα με το άρθρο 19 της οδηγίας 2003/96/ΕΚ (ΕΕ 2015, L 61, σ. 24). Στις περιπτώσεις αυτές, το Συμβούλιο συνεκτίμησε το γεγονός ότι, στις περιοχές αυτές, η μέση τιμή της βενζίνης και του πετρελαίου κίνησης ήταν υψηλότερη από την υπόλοιπη επικράτεια του Ηνωμένου Βασιλείου. Λαμβανομένου υπόψη, αφενός, του νησιωτικού χαρακτήρα ορισμένων περιφερειών και, αφετέρου, της ιδιαίτερης φύσης των συγκεκριμένων περιοχών (περιλαμβανομένου του μικρού αριθμού κατοίκων και την προμήθεια ελάχιστων ποσοτήτων καυσίμων), το Συμβούλιο αποφάσισε να εγκρίνει την παρέκκλιση αυτή. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο μηχανισμός που καθιέρωσε το Ηνωμένο Βασίλειο για τα καύσιμα που καταναλώνονται στις Εβρίδες και στις νήσους Clyde και Scilly, τον οποίο ενέκρινε το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 19 της οδηγίας 2003/96, είναι, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυπος με τον μηχανισμό που χρησιμοποιείται σήμερα από την περιφέρεια Friuli Venezia Giulia.
( 14 ) C‑55/12 (μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:274).
( 15 ) C‑55/12 (μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:274).
( 16 ) C‑55/12 (μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:274).
( 17 ) C‑55/12 (μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:274.
( 18 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 5ης Μαρτίου 2020, Επιτροπή κατά Κύπρου (Συλλογή και επεξεργασία αστικών λυμάτων) (C‑248/19, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:171, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
( 19 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Βακτήριο Xylella fastidiosa) (C‑443/18, EU:C:2019:676, σκέψη 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
( 20 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 7ης Μαρτίου 2018, Cristal Union (C‑31/17, EU:C:2018:168, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
( 21 ) Βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Autoservizi Giordano (C‑513/18, EU:C:2020:59, σκέψη 26).
( 22 ) Βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Autoservizi Giordano (C‑513/18, EU:C:2020:59, σκέψη 26).
( 23 ) Βλ. απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C‑55/12, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:274, σκέψη 37).
( 24 ) Βλ. απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C‑55/12, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:274, σκέψη 38).
( 25 ) Βλ. απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C‑55/12, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:274, σκέψη 39).
( 26 ) Βλ. απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C‑55/12, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:274, σκέψη 40).
( 27 ) Βλ. απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C‑55/12, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:274, σκέψη 41).
( 28 ) C‑55/12 (μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:274).
( 29 ) C‑55/12 (μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:274).
( 30 ) Βλ. απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C‑55/12, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:274, σκέψη 32).
( 31 ) Βλ. απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C‑55/12, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:274, σκέψη 33).