ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 16ης Ιουλίου 2020 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 – Αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού σημείου tigha ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ανακοπή ασκηθείσα από τον δικαιούχο του προγενέστερου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης TAIGA – Μερική απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ – Εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως – Εκτίμηση της ομοιότητας από εννοιολογικής απόψεως των αντιπαρατιθεμένων σημείων – Άρθρο 42, παράγραφος 2 – Απόδειξη της ουσιαστικής χρήσης του προγενέστερου σήματος – Απόδειξη της χρήσης “για μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών” – Καθορισμός αυτοτελούς υποκατηγορίας προϊόντων»

Στην υπόθεση C‑714/18 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 14 Νοεμβρίου 2018,

ACTC GmbH, με έδρα την Erkrath (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τη V. Hoene, την S. Gantenbrink και τον D. Eickemeier, Rechtsanwälte,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενο από τον D. Gája,

καθού πρωτοδίκως,

η Taiga AB, με έδρα τη Varberg (Σουηδία), εκπροσωπούμενη από τον C. Eckhartt, τον A. von Mühlendahl, την K. Thanbichler-Brandl και την C. Fluhme, Rechtsanwälte,

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, T. von Danwitz και A. Kumin (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτησή της αναιρέσεως, η ACTC GmbH ζητεί την αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, ACTC κατά EUIPO – Taiga (tigha) (T-94/17, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2018:539), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της απόφασης του τετάρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) της 9ης Δεκεμβρίου 2016 (υπόθεση R 693/2015-4), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Taiga AB και της ACTC (στο εξής: επίδικη απόφαση).

Το νομικό πλαίσιο

2

Ο κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2424 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015 (ΕΕ 2015, L 341, σ. 21), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 23 Μαρτίου 2016. Ο κανονισμός 207/2009, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2015/2424, καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε, από 1ης Οκτωβρίου 2017, από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1). Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας υποβολής της επίμαχης αίτησης καταχώρισης, δηλαδή της 28ης Δεκεμβρίου 2012, η οποία είναι κρίσιμη για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης διέπονται από τις ουσιαστικές διατάξεις του κανονισμού 207/2009, όπως είχε αρχικώς (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2019, FTI Touristik κατά EUIPO, C‑99/18 P, EU:C:2019:565, σκέψη 2).

3

Το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 ορίζει τα εξής:

«1.   Κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση:

[…]

β)

εάν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα· ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα.»

4

Το άρθρο 15, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής:

«Εάν, εντός προθεσμίας πέντε ετών από την καταχώριση, ο δικαιούχος δεν έχει κάνει ουσιαστική χρήση του [σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης] μέσα στην [Ευρωπαϊκή Ένωση] για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες αυτό έχει καταχωρισθεί, ή εάν έχει αναστείλει τη χρήση του επί μια συνεχή πενταετία, το [σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης] υπόκειται στις κυρώσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, εκτός εάν υπάρχει εύλογος αιτία για τη μη χρήση.»

5

Κατά το άρθρο 42, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού:

«Μετά από αίτηση του καταθέτη, ο ανακόπτων δικαιούχος προγενέστερου [σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης] οφείλει να αποδείξει ότι, κατά τη διάρκεια των πέντε ετών που προηγήθηκαν της δημοσίευσης της αίτησης [σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης], είχε γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου [σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης] στην [Ευρωπαϊκή Ένωση] για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία καταχωρίσθηκε και επί των οποίων βασίζεται η ανακοπή του ή ότι υπάρχει εύλογη αιτία για τη μη χρήση, εφόσον, κατά την ημερομηνία αυτή, το προγενέστερο σήμα ήταν από πενταετίας τουλάχιστον καταχωρισμένο. Αν δεν αποδειχθούν τα ανωτέρω, η ανακοπή απορρίπτεται. Αν το προγενέστερο [σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης] χρησιμοποιήθηκε για μέρος μόνο των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία καταχωρίσθηκε, τότε, για τους σκοπούς της εξέτασης της ανακοπής, θεωρείται καταχωρισμένο μόνο για το μέρος αυτό των προϊόντων ή υπηρεσιών.»

6

Το άρθρο 43, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού προβλέπει τα ακόλουθα:

«Ο καταθέτης μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανακαλέσει την αίτηση [σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης] ή να περιορίσει τον κατάλογο προϊόντων ή υπηρεσιών που περιλαμβάνει. Αν η αίτηση έχει ήδη δημοσιευθεί, η ανάκληση ή ο περιορισμός δημοσιεύονται επίσης.»

Το ιστορικό της διαφοράς και η επίδικη απόφαση

7

Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 10 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας το ιστορικό συνοψίζεται ως ακολούθως.

8

Στις 28 Δεκεμβρίου 2012, η αναιρεσείουσα υπέβαλε στο EUIPO αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει του κανονισμού 207/2009. Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το λεκτικό σημείο tigha (στο εξής: σήμα του οποίου ζητήθηκε καταχώριση).

9

Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν, μεταξύ άλλων, στην κλάση 25, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί (στο εξής: Διακανονισμός της Νίκαιας), και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή:

«Ενδύματα, υποδήματα, είδη πιλοποιίας· κοστούμια· ενδύματα από απομιμήσεις δέρματος· αυτοκινητιστές (ένδυση για-)· ενδύματα· φορέματα· καμπαρντίνες [ενδύματα]· ζώνες [ένδυση]· μποτίνια· γάντια [είδη ένδυσης]· βάτες για πουκάμισα· πουκάμισα· πλαστρόν· τσόκαρα [είδη υπόδησης]· παντελόνια· καπέλα· σακάκια· ζέρσεϊ [ενδύματα]· μπουφάν με επένδυση· σκουφάκια· κουκούλες [ενδύματα]· έτοιμα ενδύματα· είδη πιλοποιίας· γυναικεία φανελάκια· κοντομάνικα πουκάμισα· ενδύματα από δέρμα· κολάν [παντελόνια]· εσώρουχα· παλτά· γούνες· μπαρέτες [καλύματα κεφαλής]· γείσα για τον ήλιο [είδη πιλοποιίας]· εξωτερικά ενδύματα· καλύμματα αυτιών [είδη ένδυσης]· ολόσωμα εσώρουχα [ενδύματα]· παρκά [επανωφόρι χοντρό αδιάβροχο]· κάπες τύπου μεξικάνικου πόντσο· πουλόβερ· αδιάβροχα· φούστες· σανδάλια· εσάρπες· παπούτσια· σόλες υποδημάτων· κορμοί για υποδήματα· μύτες υποδημάτων· υποδήματα· ολόσωμες φόρμες· γάντια χιονοδρομίας (σκι)· κιλότες· κάλτσες· μπότες· πανωδέρματα για μπότες· περίδεμα κεφαλιού [είδη ένδυσης]· καλσόν· κάλτσες αντιιδρωτικές· κολάν· πουλόβερ [σουέτερ]· κοντομάνικες μπλούζες· μπλουζοφορέματα· πλεκτά [ενδύματα]· ανδρικές φανέλες· πανωφόρια· στολές· αντιιδρωτικά εσώρουχα· σώβρακα· στολές θαλάσσιου σκι· γιλέκα· πλεκτά είδη· καπέλα ημίψηλα».

10

Η αίτηση καταχώρισης σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθ. 2013/011 Δελτίο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 16ης Ιανουαρίου 2013.

11

Στις 12 Απριλίου 2015, η Taiga, παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως, άσκησε ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος, μεταξύ άλλων, για τα προϊόντα που αναφέρονται στη σκέψη 9 της παρούσας απόφασης.

12

Η ανακοπή στηριζόταν στο προγενέστερο λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης TAIGA, το οποίο αφορούσε, μεταξύ άλλων, τα προϊόντα της κλάσης 25, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, τα οποία αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή:

«Ενδύματα· εξωτερικά ενδύματα· εσώρουχα· είδη υπόδησης· είδη πιλοποιίας και πιλοποιία· υποδήματα και μπότες εργασίας· ολόσωμες φόρμες εργασίας· γάντια· ζώνες και κάλτσες κοντές».

13

Ο λόγος που προβλήθηκε προς στήριξη της ανακοπής ήταν ο προβλεπόμενος στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009.

14

Με απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2015, το τμήμα ανακοπών του EUIPO απέρριψε την ανακοπή της Taiga.

15

Στις 28 Σεπτεμβρίου 2015, η Taiga άσκησε προσφυγή ενώπιον του EUIPO κατά της εν λόγω απόφασης του τμήματος ανακοπών.

16

Με την επίδικη απόφαση, το τέταρτο τμήμα προσφυγών του EUIPO (στο εξής: τμήμα προσφυγών) ακύρωσε εν μέρει την εν λόγω απόφαση του τμήματος ανακοπών, δηλαδή, για το σύνολο των επίμαχων προϊόντων της κλάσης 25, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, και απέρριψε, συνακόλουθα, την αίτηση καταχωρίσεως ως προς τα προϊόντα αυτά. Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι είχε αποδειχθεί η χρήση του προγενέστερου σήματος για ορισμένα προϊόντα της κλάσης 25 τα οποία ήταν πανομοιότυπα ή παρόμοια με τα προϊόντα που αφορούσε το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία εμφάνιζαν μεγάλη ομοιότητα από οπτικής απόψεως, ήταν πανομοιότυπα από φωνητικής απόψεως, τουλάχιστον για τους αγγλόφωνους καταναλωτές, και ότι τα σημεία αυτά δεν μπορούσαν να συσχετισθούν, για την πλειονότητα του ενδιαφερόμενου κοινού, με κανένα εννοιολογικό περιεχόμενο. Υπό τις συνθήκες αυτές, το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως του κοινού αυτού, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, όσον αφορά τα προϊόντα της εν λόγω κλάσης 25.

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

17

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Φεβρουαρίου 2017, η νυν αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης απόφασης.

18

Προς στήριξη της προσφυγής της, η νυν αναιρεσείουσα προέβαλε δύο λόγους ακυρώσεως, αντλούμενους, ο πρώτος, από παράβαση του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 και, ο δεύτερος, από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού.

19

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της.

Αιτήματα των διαδίκων

20

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να ακυρώσει την επίδικη απόφαση·

επικουρικώς, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, και

να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

21

Το EUIPO ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

22

Η Taiga ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα συμπεριλαμβανομένων και των δικών της δικαστικών εξόδων.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

23

Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει δύο λόγους αναιρέσεως, που αντλούνται, ο πρώτος, από παράβαση του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, και, ο δεύτερος, από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

24

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε, στη σκέψη 34 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι τα προϊόντα ένδυσης στα οποία αναφέρονταν τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Taiga για να αποδείξει τη χρήση του προγενέστερου σήματος είχαν όλα τον ίδιο προορισμό. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι τα προϊόντα αυτά δεν αποτελούσαν αυτοτελή υποκατηγορία προϊόντων της κλάσης 25, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας.

25

Με το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έπρεπε να στηρίξει την εκτίμησή του στα προϊόντα στα οποία αναφέρονταν τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία, αλλά σε εκείνα για τα οποία είχε καταχωρισθεί το προγενέστερο σήμα. Επομένως, το ερώτημα στο οποίο όφειλε να απαντήσει το Γενικό Δικαστήριο ήταν εάν το προγενέστερο σήμα είχε καταχωρισθεί για μια κατηγορία προϊόντων αρκετά ευρεία ώστε να μπορούν να διακρίνονται εντός αυτής περισσότερες αυτοτελείς υποκατηγορίες, με αποτέλεσμα η χρήση να αφορά συγκεκριμένα μόνον προϊόντα αυτής της «ευρείας κατηγορίας».

26

Με το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι τα προϊόντα ένδυσης στα οποία αναφέρονται τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία και εκείνα στα οποία αναφέρεται το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση προορίζονταν, πρώτον, για πολλαπλές χρήσεις, δηλαδή για να καλύπτουν, να σκεπάζουν, να στολίζουν ή να προστατεύουν το ανθρώπινο σώμα, και, δεύτερον, ότι απευθύνονταν σε διαφορετικό κοινό και πωλούνταν σε διαφορετικά καταστήματα, οπότε τα πρώτα διέφεραν από τα δεύτερα.

27

Το EUIPO εκτιμά ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος στο μέτρο που η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η Taiga ενώπιον του τμήματος προσφυγών προς απόδειξη της ουσιαστικής χρήσης του προγενέστερου σήματος. Επομένως, κατά το EUIPO, η αναιρεσείουσα βάλλει κατά της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών, χωρίς να προβάλλει παραμόρφωση των πραγματικών αυτών περιστατικών ή να επικαλείται πλάνη περί το δίκαιο που θα μπορούσε να ανατρέψει τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

28

Η Taiga υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

29

Εισαγωγικά, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία του EUIPO με την οποία προβάλλεται απαράδεκτο του πρώτου λόγου αναιρέσεως. Συγκεκριμένα, η αναιρεσείουσα δεν βάλλει κατά της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών, αλλά κατά της μεθόδου και των κριτηρίων που εφάρμοσε το Γενικό Δικαστήριο για τον ορισμό της έννοιας της χρήσης «για μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών», κατά το άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009. Επομένως, στο μέτρο που αυτός ο λόγος αναιρέσεως αφορά τα κριτήρια βάσει των οποίων το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να εκτιμήσει την ύπαρξη ουσιαστικής χρήσης του προγενέστερου σήματος για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία αυτό έχει καταχωρισθεί, ή για μέρος αυτών των προϊόντων ή υπηρεσιών, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ο λόγος αυτός εγείρει νομικό ζήτημα το οποίο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ελέγχου εκ μέρους του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως (πρβλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Der Grüne Punkt κατά EUIPO, C-143/19 P, EU:C:2019:1076, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30

Με την επιχειρηματολογία της, η αναιρεσείουσα προσάπτει, κατ’ αρχάς, στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε ότι έπρεπε να καθοριστεί αν μόνον τα προϊόντα τα οποία αφορούσαν τα προσκομισθέντα από την παρεμβαίνουσα αποδεικτικά στοιχεία χρήσεως συνιστούσαν αυτοτελή υποκατηγορία σε σχέση με τα προϊόντα της κλάσης 25, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, στη συνέχεια, ότι δεν εφάρμοσε ορθώς το κριτήριο του σκοπού και του προορισμού των επίμαχων προϊόντων προκειμένου να καθορίσει μια τέτοια αυτοτελή υποκατηγορία και, τέλος, ότι δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι τα επίμαχα προϊόντα απευθύνονταν σε διαφορετικό κοινό και ότι πωλούνταν σε διαφορετικά καταστήματα.

31

Συναφώς, υπενθυμίζεται εισαγωγικά, ότι το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στις σκέψεις 29 έως 32 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τα εξής:

«29

Δεδομένου ότι, βάσει των διατάξεων του άρθρου 42 του κανονισμού 207/2009, μπορεί να θεωρηθεί ότι το προγενέστερο σήμα έχει καταχωριστεί μόνο για εκείνο το μέρος των προϊόντων και υπηρεσιών για το οποίο αποδείχθηκε η ουσιαστική χρήση του σήματος, οι εν λόγω διατάξεις, αφενός, περιορίζουν τα δικαιώματα που αντλεί ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος από την καταχώρισή του, με συνέπεια να μην είναι δυνατό να ερμηνευθούν κατά τρόπο που να οδηγεί σε αδικαιολόγητο περιορισμό της εκτάσεως της προστασίας του προγενέστερου σήματος, ιδίως στην περίπτωση που τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες για τα οποία καταχωρίστηκε το σήμα συνιστούν επαρκώς οριοθετημένη κατηγορία, και, αφετέρου, πρέπει να συμβιβάζονται με το θεμιτό συμφέρον που έχει αυτός ο δικαιούχος να μπορεί, στο μέλλον, να διευρύνει το φάσμα των προϊόντων ή των υπηρεσιών του, εντός των ορίων της διατυπώσεως που έχει χρησιμοποιηθεί για την περιγραφή των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία καταχωρίστηκε το σήμα, απολαύοντας της προστασίας που του παρέχει η καταχώριση του σήματός του [πρβλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 2005, Reckitt Benckiser (España) κατά ΓΕΕΑ – Aladin (ALADIN), T‑126/03, EU:T:2005:288, σκέψεις 51 και 53].

30

Αν ένα σήμα έχει καταχωριστεί για μια κατηγορία προϊόντων ή υπηρεσιών αρκετά ευρεία ώστε να διακρίνονται εντός αυτής πλείονες υποκατηγορίες που μπορούν να θεωρηθούν αυτοτελείς, η απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως του σήματος για μέρος αυτών των προϊόντων ή υπηρεσιών συνεπάγεται προστασία, στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής, μόνο για την ή τις υποκατηγορίες στις οποίες ανήκουν τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες για τις οποίες πράγματι χρησιμοποιήθηκε το σήμα. Αντιθέτως, αν ένα σήμα έχει καταχωριστεί για προϊόντα ή υπηρεσίες που οριοθετούνται κατά τρόπο τόσο σαφή και συγκεκριμένο ώστε δεν είναι δυνατό να υπάρξουν σημαντικές υποδιαιρέσεις εντός της οικείας κατηγορίας, στην περίπτωση αυτή, η απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως του σήματος όσον αφορά τα εν λόγω προϊόντα ή υπηρεσίες καλύπτει κατ’ ανάγκην όλη αυτή την κατηγορία στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής [αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 2005, Reckitt Benckiser (España) κατά ΓΕΕΑ – Aladin (ALADIN), T-126/03, EU:T:2005:288, σκέψη 45, και της 13ης Φεβρουαρίου 2007, Mundipharma κατά ΓΕΕΑ – Altana Pharma (RESPICUR), T-256/04, EU:T:2007:46, σκέψη 23].

31

Ωστόσο, μολονότι με την έννοια της μερικής χρήσης επιτυγχάνεται τα σήματα που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί για ορισμένη κατηγορία προϊόντων να εξακολουθούν να είναι διαθέσιμα, το αποτέλεσμα δεν θα πρέπει να είναι να στερείται ο δικαιούχος του εν λόγω σήματος κάθε προστασίας για προϊόντα που, χωρίς να είναι εντελώς πανομοιότυπα με τα προϊόντα για τα οποία μπόρεσε να αποδείξει την ουσιαστική χρήση, δεν διαφέρουν ουσιωδώς από εκείνα και εμπίπτουν στην ίδια ομάδα η οποία μόνον αυθαίρετα θα μπορούσε να διαιρεθεί διαφορετικά. Επιβάλλεται, συναφώς, η παρατήρηση ότι είναι στην πράξη αδύνατο για τον δικαιούχο ενός σήματος να αποδείξει τη χρήση του για όλες τις πιθανές παραλλαγές των προϊόντων τα οποία αφορά η καταχώριση. Κατά συνέπεια, η έννοια «μέρος προϊόντων ή υπηρεσιών» δεν μπορεί να αναφέρεται σε όλες τις εμπορικές εκφάνσεις ανάλογων προϊόντων ή υπηρεσιών, αλλά μόνον στα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που είναι επαρκώς διαφοροποιημένα ώστε να αποτελούν συνεκτικές κατηγορίες ή υποκατηγορίες [αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 2005, Reckitt Benckiser (España) κατά ΓΕΕΑ – Aladin (ALADIN), T-126/03, EU:T:2005:288, σκέψη 46, και της 6ης Μαρτίου 2014, Anapurna κατά ΓΕΕΑ – Annapurna (ANNAPURNA), T-71/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:105, σκέψη 63].

32

Όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον τα προϊόντα συνιστούν συνεκτική υποκατηγορία που θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτοτελής, προκύπτει από τη νομολογία ότι, στον βαθμό που ο καταναλωτής αναζητεί κατ’ αρχήν ένα προϊόν ή μια υπηρεσία δυνάμενη να ανταποκριθεί στις ειδικές ανάγκες του, ο σκοπός ή ο προορισμός του προϊόντος ή της υπηρεσίας έχει ουσιώδη χαρακτήρα για την επιλογή του. Συνεπώς, το κριτήριο του σκοπού ή του προορισμού, στο μέτρο που λαμβάνεται υπόψη από τους καταναλωτές πριν από κάθε αγορά, είναι πρωταρχικό για τον καθορισμό υποκατηγορίας προϊόντων ή υπηρεσιών. Αντιθέτως, η φύση των σχετικών προϊόντων καθώς και τα χαρακτηριστικά τους δεν είναι καθεαυτά κρίσιμα για τον καθορισμό υποκατηγοριών προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2016, August Storck κατά EUIPO – Chiquita Brands (Fruitfuls), T-367/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:615, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].»

32

Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω κανόνων δικαίου και νομολογιακών αρχών, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στις σκέψεις 33 έως 36 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αν τα προϊόντα τα οποία αφορούσαν τα προσκομισθέντα από την Taiga αποδεικτικά στοιχεία αποτελούσαν αυτοτελή υποκατηγορία προϊόντων, σε σχέση με τα καλυπτόμενα από το προγενέστερο σήμα προϊόντα της κλάσης 25, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, περιλαμβάνοντας μόνον εξωτερικά ενδύματα προστασίας από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες. Κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τα προϊόντα αυτά είχαν «τον ίδιο προορισμό, διότι σκοπός τους [ήταν] να καλύπτουν το ανθρώπινο σώμα, να το σκεπάζουν, να το στολίζουν και να το προστατεύουν από τα στοιχεία της φύσης» και ότι δεν μπορούσαν «εν πάση περιπτώσει, να θεωρηθούν ότι “διαφέρουν ουσιωδώς”», κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 31 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εν λόγω προϊόντων, ιδίως εκείνα που συνίστανται στην προστασία από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, δεν ασκούσαν, κατ’ αρχήν, επιρροή, καθόσον, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, «τα χαρακτηριστικά των προϊόντων δεν είναι, καθεαυτά, κρίσιμα για τον καθορισμό υποκατηγοριών προϊόντων ή υπηρεσιών». Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον πρώτο λόγο ακυρώσεως.

33

Δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 207/2009, ο αιτών την καταχώριση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τον δικαιούχο του προγενέστερου σήματος να αποδείξει ότι έγινε «ουσιαστική χρήση» του εν λόγω προγενέστερου σήματος εντός της Ένωσης, κατά τη διάρκεια των πέντε ετών που προηγήθηκαν της δημοσίευσης της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος κατά της οποίας έχει ασκηθεί ανακοπή.

34

Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η έννοια της «ουσιαστικής χρήσεως» είναι αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 11ης Μαρτίου 2003, Ansul, C-40/01, EU:C:2003:145, σκέψεις 25 έως 31).

35

Συναφώς, για να μπορεί να θεωρηθεί ότι έγινε «ουσιαστική χρήση» ενός σήματος, κατά την έννοια του άρθρου 42, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 207/2009, πρέπει το σήμα αυτό να χρησιμοποιήθηκε σύμφωνα με τη βασική του λειτουργία, η οποία συνίσταται στο να εγγυάται στον καταναλωτή ή στον τελικό χρήστη την ταυτότητα προελεύσεως του προϊόντος ή της υπηρεσίας που προσδιορίζεται από το εν λόγω σήμα, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να διακρίνει, χωρίς πιθανότητα συγχύσεως, το εν λόγω προϊόν ή την εν λόγω υπηρεσία από εκείνα άλλης προελεύσεως (πρβλ. απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2019, Landeskammer für Land- und Forstwirtschaft in Steiermark κατά Schmid, C-514/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:878, σκέψεις 36 και 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συγκεκριμένα, σήμα που δεν χρησιμοποιείται παρακωλύει όχι μόνον την ανάπτυξη του ανταγωνισμού, στον βαθμό που περιορίζει το φάσμα των σημείων των οποίων την καταχώριση ως σημάτων μπορούν να ζητήσουν τρίτοι και στερεί τους ανταγωνιστές από τη δυνατότητα χρήσεως του σήματος αυτού ή παρόμοιου κατά την εντός της εσωτερικής αγοράς παροχή υπηρεσιών ή διάθεση προϊόντων πανομοιότυπων ή παρόμοιων με αυτά που προστατεύονται με το επίμαχο σήμα, αλλά και την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Leno Merken, C-149/11, EU:C:2012:816, σκέψη 32).

36

Προκειμένου το σήμα να μπορεί να επιτελεί την εν λόγω βασική λειτουργία, ο κανονισμός 207/2009 παρέχει στον δικαιούχο του ένα σύνολο δικαιωμάτων, περιορίζοντάς τα παράλληλα σε ό,τι είναι απολύτως αναγκαίο για την διασφάλιση της ως άνω λειτουργίας, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 40 των προτάσεών της.

37

Συνακόλουθα, το άρθρο 15 του κανονισμού 207/2009 ορίζει ότι η προστασία προγενέστερου σήματος δικαιολογείται μόνο στο μέτρο που γίνεται «ουσιαστική χρήση του [σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης] μέσα στην [Ένωση] για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες αυτό έχει καταχωρισθεί».

38

Το άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού εφαρμόζει τον εν λόγω κανόνα δικαίου στο ειδικό πλαίσιο των διαδικασιών ανακοπής. Το άρθρο 42, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι, αν το προγενέστερο σήμα χρησιμοποιήθηκε για μέρος μόνο των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία καταχωρίσθηκε, τότε, για τους σκοπούς της εξέτασης της ανακοπής, θεωρείται καταχωρισμένο μόνο για το μέρος αυτό των προϊόντων ή υπηρεσιών.

39

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να τονιστεί, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 47 των προτάσεών της, ότι το εύρος των κατηγοριών προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες έχει καταχωρισθεί το προγενέστερο σήμα αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της ισορροπίας μεταξύ, αφενός, της διαφύλαξης και της προστασίας των αποκλειστικών δικαιωμάτων που έχουν χορηγηθεί στον δικαιούχο του προγενέστερου σήματος και, αφετέρου, του περιορισμού τους προκειμένου να αποφεύγεται το ενδεχόμενο να τυγχάνει ένα μερικώς χρησιμοποιούμενο σήμα εκτεταμένης προστασίας για τον λόγο και μόνον ότι έχει καταχωρισθεί για ευρύ φάσμα προϊόντων ή υπηρεσιών, πράγμα το οποίο το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έλαβε υπόψη στις σκέψεις 29 έως 31 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

40

Όσον αφορά την έννοια του «μέρους των προϊόντων ή υπηρεσιών» του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 43, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, ότι η υποκατηγορία των προϊόντων τα οποία αφορά η αίτηση καταχωρίσεως ενός σημείου ως σήματος της Ένωσης πρέπει να προσδιορίζεται βάσει κριτηρίου το οποίο καθιστά δυνατή την οριοθέτηση με επαρκή ακρίβεια της υποκατηγορίας αυτής (πρβλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, ΓΕΕΑ κατά Kessel medintim, C-31/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2436, σκέψη 37).

41

Όπως, όμως, επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 58 των προτάσεών της, η ανάλυση στην οποία προέβη το Δικαστήριο με την απόφαση αυτή μπορεί κάλλιστα να ισχύει κατ’ αναλογίαν και στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, δεδομένου ότι ο καθορισμός μιας αυτοτελούς υποκατηγορίας προϊόντων ή υπηρεσιών πρέπει να βασίζεται στα ίδια κριτήρια, είτε στο πλαίσιο αίτησης περιορισμού του καταλόγου των προϊόντων ή των υπηρεσιών τα οποία αφορά η αίτηση καταχωρίσεως είτε στο πλαίσιο ανακοπής, ώστε να είναι δυνατόν να συγκριθούν τα επίμαχα προϊόντα ή οι επίμαχες υπηρεσίες, όπως έχουν καθορισθεί βάσει των ίδιων κριτηρίων, στο πλαίσιο της εκτίμησης του κινδύνου συγχύσεως.

42

Εξ αυτού συνάγεται, αφενός, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 50 των προτάσεών της, ότι ο καταναλωτής που επιθυμεί να αποκτήσει προϊόν ή υπηρεσία που εμπίπτει σε κατηγορία η οποία έχει καθορισθεί κατά τρόπο πολύ σαφή και συγκεκριμένο, αλλά εντός της οποίας δεν είναι δυνατόν να γίνουν σημαντικές υποδιαιρέσεις, θα συσχετίσει με το προγενέστερο σήμα το σύνολο των προϊόντων ή των υπηρεσιών της κατηγορίας αυτής, οπότε το εν λόγω σήμα θα επιτελεί την ουσιώδη λειτουργία του που είναι η εγγύηση της προέλευσης των σχετικών προϊόντων ή υπηρεσιών. Υπό τις συνθήκες αυτές, αρκεί να απαιτείται από τον δικαιούχο του προγενέστερου σήματος να αποδείξει την ουσιαστική χρήση του σήματος αυτού για μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών αυτής της ομοιογενούς κατηγορίας.

43

Αφετέρου, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 52 των προτάσεών της, όσον αφορά προϊόντα ή υπηρεσίες που περιλαμβάνονται σε μια ευρεία κατηγορία, η οποία μπορεί να υποδιαιρεθεί σε περισσότερες αυτοτελείς υποκατηγορίες, είναι αναγκαίο να απαιτείται από τον δικαιούχο του προγενέστερου σήματος να αποδείξει ότι έχει γίνει ουσιαστική χρήση του σήματος αυτού για καθεμία από τις ως άνω αυτοτελείς υποκατηγορίες. Συγκεκριμένα, αν ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος καταχώρισε το σήμα του για ένα ευρύ φάσμα προϊόντων ή υπηρεσιών που θα μπορούσε ενδεχομένως να εμπορευθεί, αλλά δεν το έπραξε κατά τη διάρκεια των πέντε ετών που προηγήθηκαν της δημοσιεύσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος κατά της οποίας άσκησε ανακοπή, το συμφέρον του να τύχει της προστασίας του προγενέστερου σήματος για τα εν λόγω προϊόντα ή υπηρεσίες δεν μπορεί να υπερισχύσει του συμφέροντος των ανταγωνιστών να καταχωρίσουν το σήμα τους για τα εν λόγω προϊόντα ή υπηρεσίες.

44

Όσον αφορά το κρίσιμο ή τα κρίσιμα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό μιας συνεκτικής υποκατηγορίας προϊόντων ή υπηρεσιών που θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτοτελής, το Δικαστήριο έχει κρίνει, κατ’ ουσίαν, ότι το κριτήριο του σκοπού και του προορισμού των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών συνιστά ουσιώδες κριτήριο για τον καθορισμό μιας αυτοτελούς υποκατηγορίας προϊόντων (πρβλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, ΓΕΕΑ κατά Kessel medintim, C-31/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2436, σκέψη 39).

45

Με γνώμονα αυτές τις αρχές πρέπει να εξεταστεί, κατ’ αρχάς, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, κατά το οποίο το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να στηριχθεί, στο πλαίσιο της αναλύσεώς του σχετικά με το αν υφίστατο συνεκτική υποκατηγορία που θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτοτελής, στα προϊόντα για τα οποία καταχωρίσθηκε το προγενέστερο σήμα.

46

Συναφώς, επισημαίνεται ότι τόσο από το γράμμα του άρθρου 42, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του κανονισμού 207/2009 όσο και από τις σκέψεις 39 έως 42 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι πρέπει να εκτιμηθεί συγκεκριμένα, κυρίως σε σχέση με τα προϊόντα για τα οποία ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος απέδειξε τη χρήση του προγενέστερου σήματος, αν τα προϊόντα αυτά αποτελούν αυτοτελή υποκατηγορία σε σχέση με τα προϊόντα της οικείας κλάσης προϊόντων, ώστε να συσχετιστούν τα προϊόντα για τα οποία αποδείχθηκε η ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος με την κατηγορία των προϊόντων που καλύπτονται από την αίτηση καταχωρίσεως του σήματος αυτού.

47

Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στη σκέψη 33 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, εάν τα προϊόντα στα οποία αναφέρονταν τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Taiga συνιστούσαν αυτοτελή υποκατηγορία σε σχέση με τα προϊόντα της κλάσης 25, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, δηλαδή σε σχέση με τη γενικότερη κατηγορία για την οποία καταχωρίστηκε το προγενέστερο σήμα. Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς συσχέτισε τα προϊόντα αυτά με τη γενικότερη αυτή κατηγορία, πριν καταλήξει, στη σκέψη 34 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι δεν μπορούσε να γίνει δεκτό ότι τα εν λόγω προϊόντα διαφέρουν ουσιωδώς.

48

Επομένως, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

49

Ακολούθως, όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο, με την πρώτη αιτίαση του εν λόγω σκέλους, ότι δεν εφάρμοσε ορθώς το κριτήριο του σκοπού και του προορισμού των επίμαχων προϊόντων προκειμένου να καθορίσει μια αυτοτελή υποκατηγορία προϊόντων. Η αιτίαση αυτή πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμη.

50

Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, ΓΕΕΑ κατά Kessel medintim (C-31/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2436, σκέψεις 37 και 39 έως 41), το κριτήριο του σκοπού και του προορισμού των επίμαχων προϊόντων δεν αποσκοπεί στον αφηρημένο ή τεχνητό καθορισμό των υποκατηγοριών προϊόντων, αλλά πρέπει να εφαρμόζεται κατά τρόπο συνεπή και συγκεκριμένο, όπως άλλωστε επισήμανε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 70 και 71 των προτάσεών της.

51

Επομένως, μολονότι, όπως εν προκειμένω, τα συγκεκριμένα προϊόντα έχουν, όπως συμβαίνει συχνά, περισσότερους σκοπούς και προορισμούς, δεν είναι δυνατόν, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, να καθορισθεί η ύπαρξη χωριστής υποκατηγορίας προϊόντων λαμβανομένου υπόψη, μεμονωμένα, ενός εκάστου από τους σκοπούς που μπορούν να έχουν τα προϊόντα αυτά. Συγκεκριμένα, μια τέτοια προσέγγιση δεν θα παρείχε τη δυνατότητα να προσδιοριστούν συνεκτικά οι αυτοτελείς υποκατηγορίες και θα είχε ως συνέπεια, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 71 των προτάσεών της, τον υπέρμετρο περιορισμό των δικαιωμάτων του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος, ιδίως επειδή δεν θα λαμβανόταν επαρκώς υπόψη το έννομο συμφέρον του να διευρύνει το φάσμα των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία καταχωρίστηκε το σήμα του.

52

Ορθώς επομένως το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη μεμονωμένα καθεμία από τις χρήσεις των επίμαχων προϊόντων, δηλαδή το να καλύπτουν, να σκεπάζουν, να στολίζουν και να προστατεύουν το ανθρώπινο σώμα, δεδομένου ότι οι διαφορετικές αυτές χρήσεις συνδυάζονται για τη διάθεση των προϊόντων αυτών στην αγορά, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 72 των προτάσεών της.

53

Τέλος, η δεύτερη αιτίαση του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, με την οποία η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι τα επίμαχα προϊόντα απευθύνονταν σε διαφορετικό κοινό και ότι πωλούνταν σε διαφορετικά καταστήματα, πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμη, στον βαθμό που τα κριτήρια αυτά δεν έχουν αποφασιστική σημασία για τον προσδιορισμό μιας αυτοτελούς υποκατηγορίας προϊόντων, αλλά για την εκτίμηση του ενδιαφερόμενου κοινού (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, ΓΕΕΑ κατά Kessel medintim, C-31/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2436, σκέψεις 37 και 41).

54

Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

55

Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως διαιρείται σε τρία σκέλη.

Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

56

Με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι, στον βαθμό που το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή των προϋποθέσεων σχετικά με την ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε εσφαλμένως στο συμπέρασμα ότι τα προϊόντα «ενδύματα» και «είδη πιλοποιίας» τα οποία αφορούσε το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ήταν πανομοιότυπα με τα προϊόντα που κάλυπτε το προγενέστερο σήμα.

57

Το EUIPO και η Taiga υποστηρίζουν ότι το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

58

Δεδομένου ότι το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως στηρίζεται αποκλειστικά σε εσφαλμένη εφαρμογή των προϋποθέσεων σχετικά με την ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος και δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 47, 52 και 53 της παρούσας απόφασης, δεν υπέπεσε σε πλάνη ως προς το ζήτημα αυτό, το σκέλος αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

59

Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, το οποίο διαιρείται σε τρεις αιτιάσεις, η αναιρεσείουσα βάλλει κατά της εκτίμησης του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων από οπτικής, φωνητικής και εννοιολογικής απόψεως.

60

Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, η αναιρεσείουσα εκτιμά ότι, αν το Γενικό Δικαστήριο είχε λάβει υπόψη την ασυνήθιστη σύνθεση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, η οποία συνίστατο στην ύπαρξη «ασύμμετρων συμφώνων» και στην ασυνήθιστη ορθογραφία του σήματος αυτού λαμβανομένης υπόψη της ομάδας γραμμάτων «igh», δεν θα είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία ήταν παρόμοια από οπτικής απόψεως.

61

Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως «υπέθεσε», χωρίς να στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο, ότι η ομάδα γραμμάτων «ti» προφερόταν πάντοτε «tai». Είναι, όμως, πρόδηλο ότι τούτο δεν ισχύει και, ως εκ τούτου, δεν εναπέκειτο σ’ αυτήν να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ως προς το ζήτημα αυτό.

62

Όσον αφορά την τρίτη αιτίαση, η αναιρεσείουσα επικρίνει την ανάλυση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο βάσει της οποίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εννοιολογικές διαφορές μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων δεν είχαν αποδειχθεί ως προς το σύνολο του εδάφους της Ένωσης, οπότε δεν μπορούσαν να εξουδετερώσουν τις υφιστάμενες μεταξύ των σημείων αυτών οπτικές και ηχητικές ομοιότητες. Πρώτον, αντιθέτως προς όσα επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η λέξη «taïga» έχει «συγκεκριμένη και αμέσως αντιληπτή σημασία», όχι μόνο για τον μέσο καταναλωτή της βόρειας και ανατολικής «ευρωπαϊκής ηπείρου», αλλά και για τους καταναλωτές στον ευρωπαϊκό Νότο και για τους αγγλόφωνους καταναλωτές. Συγκεκριμένα, λόγω του αναμφισβήτητου μεγέθους των βόρειων αρκτικών δασών, που αποκαλούνται «taïga», καθώς και της σημασίας της «taïga» σε ολόκληρο τον κόσμο, η λέξη αυτή εμπίπτει στη γενική εκπαίδευση στην «ευρωπαϊκή ήπειρο» και πέραν αυτής.

63

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως δεν εφάρμοσε τη νομολογία του κατά την οποία αρκεί μια λέξη να γίνεται κατανοητή σε ένα μόνο μέρος της Ένωσης για να γίνει δεκτή η ύπαρξη εννοιολογικών διαφορών μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων.

64

Το EUIPO υποστηρίζει ότι η πρώτη, δεύτερη και τρίτη αιτίαση που προβάλλονται προς στήριξη του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες και, επιπλέον, ότι η πρώτη και τρίτη αιτίαση πρέπει εν πάση περιπτώσει, να απορριφθούν ως αβάσιμες.

65

Η Taiga εκτιμά ότι το σκέλος αυτό του δεύτερου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

66

Επισημαίνεται ότι, με την πρώτη και τη δεύτερη αιτίαση του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα επιδιώκει να επανεκτιμηθεί από το Δικαστήριο η φωνητική και οπτική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων, χωρίς ωστόσο να επικαλείται οποιαδήποτε παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών ή των αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου συναφώς.

67

Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται στα νομικά ζητήματα. Το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να προβαίνει στη διαπίστωση και εκτίμηση των σχετικών πραγματικών περιστατικών και να εκτιμά τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν υποβληθεί ενώπιόν του. Η εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων δεν συνιστά συνεπώς, υπό την επιφύλαξη της ενδεχόμενης παραμορφώσεώς τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο, αυτό καθ’ εαυτό, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου. Η εκτίμηση όμως της φωνητικής και οπτικής ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων σημείων συνιστά εκτίμηση πραγματικών περιστατικών (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2015, MEGA Brands International κατά ΓΕΕΑ, C-182/14 P, EU:C:2015:187, σκέψεις 47 και 48 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68

Ως εκ τούτου, η πρώτη και η δεύτερη αιτίαση του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες στον βαθμό που αποσκοπούν σε νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.

69

Εξάλλου, εφόσον γίνει δεκτό ότι, στο πλαίσιο της δεύτερης αιτιάσεως, η αναιρεσείουσα επικρίνει την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εφαρμογή των κανόνων περί του βάρους αποδείξεως, προσάπτοντας σε αυτό ότι «υπέθεσε», χωρίς να στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο, ότι η ομάδα γραμμάτων «ti» προφερόταν πάντοτε «tai» και ότι απαίτησε από την αναιρεσείουσα να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που να αποδεικνύουν το αντίθετο, υπενθυμίζεται ότι, στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι το τμήμα προσφυγών είχε εκτιμήσει, στη σκέψη 40 της επίδικης απόφασης, ότι, τουλάχιστον για τους αγγλόφωνους καταναλωτές, η προφορά των συλλαβών «ti» και «tai» των αντιπαρατιθέμενων σημάτων ήταν πανομοιότυπη. Περαιτέρω, στις σκέψεις 60 έως 62 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών, κατά το οποίο τα αντιπαρατιθέμενα σημεία ήταν πανομοιότυπα από φωνητικής απόψεως, τουλάχιστον για τους αγγλόφωνους καταναλωτές, αφού υπογράμμισε ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε προσκομίσει κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί ότι ο ήχος των πρώτων συλλαβών «ti» και «tai» των αντιπαρατιθέμενων σημείων δεν είναι πανομοιότυπος για το αγγλόφωνο κοινό.

70

Το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε πάντως σε πλάνη περί το δίκαιο λαμβάνοντας υπόψη, για να επιβεβαιώσει την εν λόγω εκτίμηση, το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία ικανά να κλονίσουν την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών κατά την οποία οι πρώτες συλλαβές «ti» και «tai» προφέρονται κατά τον ίδιο τρόπο για το αγγλόφωνο κοινό. Συγκεκριμένα, αφενός, για την εν λόγω εκτίμηση παρατέθηκε παράδειγμα από το Oxford English Dictionary, όπως προκύπτει από τη σκέψη 40 της επίδικης απόφασης. Αφετέρου, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στον προσφεύγοντα εναπόκειται να αποδείξει τα προβαλλόμενα σφάλματα τα οποία ενέχει, κατά την άποψή του, η επίδικη απόφαση.

71

Κατά συνέπεια, η δεύτερη αιτίαση του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο μέτρο που προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέβη τους κανόνες περί του βάρους αποδείξεως.

72

Με την τρίτη αιτίαση, πρώτον, η αναιρεσείουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε, στη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, πως από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν μπορούσε να αποδειχθεί ότι η λέξη «taïga» είχε «συγκεκριμένη και αμέσως αντιληπτή σημασία» για τον μέσο αγγλόφωνο καταναλωτή και για τον καταναλωτή του ευρωπαϊκού Νότου.

73

Με την επιχειρηματολογία αυτή, η αναιρεσείουσα, χωρίς να αναπτύσσει νομική επιχειρηματολογία που να προσδιορίζει ειδικώς την πλάνη περί το δίκαιο την οποία ενέχει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, επιδιώκει να εκτιμηθούν εκ νέου από το Δικαστήριο τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία. Στο μέτρο που δεν επικαλείται καμία παραμόρφωση των περιστατικών και των στοιχείων αυτών, η εν λόγω επιχειρηματολογία πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ως απαράδεκτη (πρβλ. απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2019, Outsource Professional Services κατά EUIPO, C-528/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:961, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

74

Δεύτερον, καθόσον η αναιρεσείουσα βάλλει κατά της μεθόδου και των κριτηρίων που εφάρμοσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της εννοιολογικής ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων σημείων στην οποία προέβη, προσάπτει, στην πραγματικότητα, στο Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, πράγμα που συνιστά νομικό ζήτημα δυνάμενο να αποτελέσει αντικείμενο ελέγχου εκ μέρους του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως (πρβλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Der Grüne Punkt κατά EUIPO, C-143/19 P, EU:C:2019:1076, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

75

Η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε, στις σκέψεις 67 και 71 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, πως η ίδια δεν απέδειξε ότι η λέξη «taïga» είχε «συγκεκριμένη και αμέσως αντιληπτή σημασία» για το ενδιαφερόμενο κοινό που αποτελείται από τους καταναλωτές της Ένωσης στο σύνολό τους, ενώ από τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου δεν προκύπτει ότι η εν λόγω λέξη έπρεπε να είναι αντιληπτή από το σύνολο του ενδιαφερόμενου κοινού. Συγκεκριμένα, αρκεί ένα μόνο μέρος του ενδιαφερόμενου κοινού να συσχετίζει την επίμαχη λέξη με ένα ιδιαίτερο εννοιολογικό περιεχόμενο για να συναχθεί η ύπαρξη εννοιολογικών διαφορών ικανών να εξουδετερώσουν τις οπτικές και φωνητικές ομοιότητες μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων για το σύνολο του ενδιαφερόμενου κοινού.

76

Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όταν δικαιούχος σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ασκεί ανακοπή, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, κατά της καταχωρίσεως παρόμοιου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα δημιουργούσε κίνδυνο συγχύσεως, η ανακοπή αυτή πρέπει να γίνεται δεκτή εφόσον αποδεικνύεται η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως σε τμήμα της Ένωσης (απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2016, combit Software, C‑223/15, EU:C:2016:719, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

77

Επομένως, εάν υπάρχουν οπτικές ή φωνητικές ομοιότητες μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων για σημαντικό μέρος του ενδιαφερόμενου κοινού, για το οποίο δεν αποδείχθηκαν εννοιολογικές διαφορές μεταξύ των σημείων αυτών ικανές να εξουδετερώσουν τις εν λόγω οπτικές και φωνητικές ομοιότητες, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να προβεί σε σφαιρική ανάλυση του κινδύνου συγχύσεως (πρβλ. απόφαση της 4ης Μαρτίου 2020, EUIPO κατά Equivalenza Manufactory, C-328/18 P, EU:C:2020:156, σκέψεις 74 έως 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

78

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε ότι, για σημαντικό τμήμα του ενδιαφερόμενου κοινού, η λέξη «taïga» είχε «συγκεκριμένη και αμέσως αντιληπτή σημασία».

79

Ως εκ τούτου, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτο και ως εν μέρει αβάσιμο.

Επί του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

80

Με το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως του ενδιαφερόμενου κοινού, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, δεδομένου ότι, όσον αφορά τη συνολική εκτίμηση του εν λόγω σήματος, πρώτον, τα αντιπαρατιθέμενα σημεία διατίθενται στο εμπόριο σε διαφορετικά καταστήματα, δεύτερον, οι διαφορές από οπτικής απόψεως μεταξύ των λέξεων «taiga» και «tigha» είναι πιο σημαντικές από όλες τις εικαζόμενες ομοιότητες από φωνητικής απόψεως και, τρίτον, τα επίμαχα προϊόντα εμφανίζουν μικρή ομοιότητα.

81

Το EUIPO εκτιμά ότι το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμο.

82

Η Taiga υποστηρίζει ότι το σκέλος αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

83

Το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο καθόσον η αναιρεσείουσα δεν προσδιορίζει καμία σκέψη της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης κατά της οποίας βάλλει και δεν προβάλλει καμία πλάνη περί το δίκαιο εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, αλλά περιορίζεται στην επανάληψη της επιχειρηματολογίας της την οποία έχει αναπτύξει στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής που κατέθεσε πρωτοδίκως (πρβλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Basic Net κατά EUIPO, C-547/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:682, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

84

Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

85

Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη.

Επί των δικαστικών εξόδων

86

Κατά το άρθρο 137 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, το Δικαστήριο αποφασίζει για τα έξοδα με την απόφαση ή τη διάταξη που περατώνει τη δίκη. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο επίσης εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου του 184, παράγραφος 1, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

87

Δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του EUIPO και της Taiga.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Καταδικάζει την ACTC GmbH στα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.