ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PRIIT PIKAMÄE

της 2ας Απριλίου 2020 ( 1 )

Υπόθεση C‑12/19 P

Mylène Troszczynski

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Αίτηση αναιρέσεως – Θεσμικό δίκαιο – Μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Προνόμια και ασυλίες – Πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών – Άρθρα 8 και 9 – Απόφαση περί άρσεως της βουλευτικής ασυλίας – Δραστηριότητα μη συνδεόμενη με τα κοινοβουλευτικά καθήκοντα – Δημοσίευση στον λογαριασμό Twitter του βουλευτή»

I. Εισαγωγή

1.

Με την αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 8ης Νοεμβρίου 2018, Troszczynski κατά Κοινοβουλίου (T‑550/17, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2018:754), με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, περί άρσεως της βουλευτικής ασυλίας της (στο εξής: επίμαχη απόφαση).

2.

Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί της εκτάσεως της ασυλίας της οποίας απολαύουν οι ευρωβουλευτές βάσει του πρωτοκόλλου αριθ. 7 περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που προσαρτάται στις Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ (στο εξής: πρωτόκολλο) ( 2 ). Το Δικαστήριο θα έχει την ευκαιρία να επιβεβαιώσει τη σχετική με το ζήτημα αυτό νομολογία του, και ιδίως τις αρχές που καθιερώθηκαν με την απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2011, Patriciello ( 3 ), παρέχοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο χρήσιμες ενδείξεις και κατευθύνσεις για τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των δικαστικών αρχών των κρατών μελών.

II. Το νομικό πλαίσιο

3.

Το άρθρο 8 του πρωτοκόλλου ορίζει τα εξής:

«Τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν υπόκεινται σε έρευνα, κράτηση ή δίωξη για γνώμη ή ψήφο δοθείσα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.»

4.

Το άρθρο 9 του εν λόγω πρωτοκόλλου ορίζει τα εξής:

«Κατά τη διάρκεια των συνόδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τα μέλη του απολαύουν:

α)

εντός της επικρατείας των κρατών τους, των ασυλιών που αναγνωρίζονται στα μέλη του Κοινοβουλίου της χώρας τους,

β)

εντός της επικρατείας άλλων κρατών μελών της εξαιρέσεως από κάθε μέτρο κρατήσεως και κάθε δικαστική δίωξη.

Η ασυλία τούς καλύπτει επίσης όταν μεταβαίνουν στον τόπο συνεδριάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή όταν επιστρέφουν από αυτόν.

Επίκληση της ασυλίας δεν δύναται να γίνει στην περίπτωση αυτοφώρου εγκλήματος και ούτε δύναται να εμποδίσει την άσκηση του δικαιώματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να άρει την ασυλία ενός από τα μέλη του.»

5.

Το άρθρο 5, παράγραφος 2, του εσωτερικού κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (8η κοινοβουλευτική περίοδος – Ιούλιος 2014) (στο εξής: εσωτερικός κανονισμός) ορίζει τα εξής:

«Η βουλευτική ασυλία δεν αποτελεί προσωπικό προνόμιο των βουλευτών, αλλά εγγύηση της ανεξαρτησίας του Κοινοβουλίου στο σύνολό του και των βουλευτών.»

III. Το ιστορικό της διαφοράς

6.

Η αναιρεσείουσα Mylène Troszczynski (στο εξής: αναιρεσείουσα) εξελέγη βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου την 1η Ιουλίου 2014.

7.

Στις 23 Σεπτεμβρίου 2015 δημοσιεύθηκε στον λογαριασμό Twitter της αναιρεσείουσας φωτογραφία που απεικόνιζε ομάδα γυναικών οι οποίες έφεραν ένδυμα που κάλυπτε ολόκληρο το πρόσωπό τους εκτός από τα μάτια και οι οποίες, κατά τα φαινόμενα, περίμεναν μπροστά από κατάστημα της caisse d’allocations familiales [ταμείο οικογενειακών επιδομάτων] (CAF). Η φωτογραφία συνοδευόταν από το εξής σχόλιο: «CAF του Rosny-sous-Bois, 9 Δεκεμβρίου 2014. Υποτίθεται ότι ο νόμος απαγορεύει το πέπλο που καλύπτει εξ ολοκλήρου το πρόσωπο…» (στο εξής: επίμαχο tweet).

8.

Στις 27 Νοεμβρίου 2015 ο γενικός διευθυντής της CAF του Seine-Saint-Denis (Γαλλία) υπέβαλε έγκληση με δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής για δημόσια δυσφήμηση σε βάρος διοικητικής αρχής.

9.

Στις 19 Ιανουαρίου 2016 ο εισαγγελέας του Bobigny (Γαλλία) κίνησε διαδικασία προκαταρκτικής εξετάσεως για υποκίνηση μίσους ή βίας σε βάρος προσώπου ή ομάδας προσώπων λόγω της καταγωγής τους ή λόγω του ότι αυτά ανήκουν ή δεν ανήκουν σε ορισμένη εθνοτική ομάδα, έθνος, φυλή ή θρησκεία, καθώς και για δημόσια δυσφήμηση.

10.

Η αναιρεσείουσα κλήθηκε να παρουσιαστεί ενώπιον ανακριτή δικαστή το πρώτον στις 20 Σεπτεμβρίου 2016. Κατόπιν της αρνήσεώς της να συμμορφωθεί προς την κλήση αυτή, κατ’ επίκληση της ευρωβουλευτικής ασυλίας της, ο ανακριτής δικαστής, με αίτηση της 23ης Σεπτεμβρίου 2016, υπέβαλε αίτηση προς το Κοινοβούλιο για την άρση της εν λόγω ασυλίας.

11.

Με επιστολή της 1ης Δεκεμβρίου 2016, ο γενικός εισαγγελέας του cour d’appel de Paris [εφετείου Παρισίων, Γαλλία] διαβίβασε την αίτηση του ανακριτή δικαστή, διατυπώνοντας συναφώς θετική γνώμη, στον Υπουργό Δικαιοσύνης της Γαλλίας, προκειμένου αυτός να διαβιβάσει την εν λόγω αίτηση στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου. Την ίδια ημέρα ο Γάλλος Υπουργός Δικαιοσύνης διαβίβασε στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου την αίτηση άρσεως της βουλευτικής ασυλίας της αναιρεσείουσας, την οποία είχε εκδώσει ο ανακριτής δικαστής του tribunal de grande instance de Bobigny [πρωτοδικείου Bobigny] (Γαλλία).

12.

Στις 16 Ιανουαρίου 2017 ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου ανακοίνωσε στην Ολομέλεια ότι η εν λόγω αίτηση θα διαβιβαζόταν στην επιτροπή νομικών θεμάτων.

13.

Στις 11 Απριλίου 2017 διεξήχθη ακρόαση της αναιρεσείουσας ενώπιον της επιτροπής νομικών θεμάτων. Η επιτροπή αυτή εξέδωσε την έκθεσή της στις 12 Ιουνίου 2017.

14.

Με απόφαση της 14ης Ιουνίου 2017, το Κοινοβούλιο ήρε την ασυλία της αναιρεσείουσας.

15.

Μετά την άσκηση της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ο αρμόδιος για την ανάκριση αντιπρόεδρος του tribunal de grande instance de Bobigny (πρωτοδικείου Bobigny), με διάταξη της 26ης Απριλίου 2018, παρέπεμψε την αναιρεσείουσα ενώπιον του tribunal correctionnel (πλημμελειοδικείου) (Γαλλία).

IV. Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

16.

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Αυγούστου 2017, η νυν αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως και την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης την οποία ισχυριζόταν ότι υπέστη εξαιτίας της αποφάσεως αυτής.

17.

Προς στήριξη των αιτημάτων της προσφυγής, η νυν αναιρεσείουσα προέβαλε τέσσερις λόγους ακυρώσεως: ο πρώτος στηριζόταν σε παράβαση του άρθρου 8 του πρωτοκόλλου, ο δεύτερος σε παράβαση του άρθρου 9 του πρωτοκόλλου, ο τρίτος σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της χρηστής διοικήσεως και ο τέταρτος σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 9, παράγραφος 9, και του άρθρου 150, παράγραφος 2, του εσωτερικού κανονισμού.

18.

Το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε από κοινού τους δύο πρώτους λόγους ακυρώσεως, υπενθυμίζοντας, προκαταρκτικώς, νομολογία κατά την οποία το Κοινοβούλιο, όταν διαπιστώνει ότι τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η αίτηση άρσεως της βουλευτικής ασυλίας δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 του πρωτοκόλλου, οφείλει να εξακριβώσει αν ο βουλευτής απολαύει, σε σχέση με τα περιστατικά αυτά, της ασυλίας που προβλέπεται στο άρθρο 9 του πρωτοκόλλου και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, να αποφασίσει αν πρέπει να άρει την εν λόγω ασυλία.

19.

Όσον αφορά την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η νυν αναιρεσείουσα προς στήριξη αυτών των δύο λόγων ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο τη διαίρεσε, για τους σκοπούς της αναλύσεώς του, σε πέντε αιτιάσεις: η πρώτη στηριζόταν στο γεγονός ότι το άρθρο 26 του γαλλικού Συντάγματος είχε εφαρμογή στο επίμαχο tweet· η δεύτερη στο γεγονός ότι το εν λόγω tweet αποτελούσε γνώμη εκφρασθείσα κατά την άσκηση των κοινοβουλευτικών καθηκόντων της νυν αναιρεσείουσας κατά την έννοια του άρθρου 8 του πρωτοκόλλου· η τρίτη σε προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος ελεύθερης έκφρασης, στην οποία φερόταν ότι υπέπεσε το Κοινοβούλιο, καθόσον ήρε παρανόμως την κοινοβουλευτική ασυλία της νυν αναιρεσείουσας· η τέταρτη στο γεγονός ότι η νυν αναιρεσείουσα δεν ήταν ο συντάκτης του επίμαχου tweet· η πέμπτη σε προσβολή της ανεξαρτησίας της νυν αναιρεσείουσας, καθώς και της ανεξαρτησίας του Κοινοβουλίου.

20.

Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, το Γενικό Δικαστήριο την απέρριψε ως αλυσιτελή. Διαπίστωσε, στη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο λόγος για τον οποίον το Κοινοβούλιο έκρινε ότι το άρθρο 26 του γαλλικού Συντάγματος δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής υπέρ της νυν αναιρεσείουσας δεν ήταν το γεγονός ότι η επίμαχη δήλωση έγινε μέσω Twitter, αλλά το γεγονός ότι το επίμαχο tweet δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως γνώμη ή ψήφος δοθείσα κατά την άσκηση των κοινοβουλευτικών καθηκόντων της νυν αναιρεσείουσας, κατά την έννοια του άρθρου 8 του πρωτοκόλλου.

21.

Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, το Γενικό Δικαστήριο την απέρριψε ως αβάσιμη με τη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Διαπίστωσε ότι σκοπός του επίμαχου tweet ήταν κατ’ ουσίαν να στηλιτεύσει τη μη τήρηση ενός γαλλικού νόμου ο οποίος απαγορεύει την απόκρυψη του προσώπου στον δημόσιο χώρο. Δεδομένου ότι το εν λόγω tweet αναφερόταν σε συγκεκριμένο περιστατικό το οποίο εικαζόταν ότι είχε λάβει χώρα, κατά παράβαση της γαλλικής νομοθεσίας, μπροστά σε κατάστημα φορέα επιφορτισμένου με αποστολή δημόσιας υπηρεσίας στο γαλλικό έδαφος και δεν μπορούσε να εξομοιωθεί με γενικότερη τοποθέτηση επί θεμάτων της τρέχουσας επικαιρότητας ή επί θεμάτων εξεταζόμενων από το Κοινοβούλιο, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το Κοινοβούλιο δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι οι κατηγορίες που διατυπώθηκαν σε βάρος της νυν αναιρεσείουσας δεν αφορούσαν γνώμες ή ψήφους δοθείσες κατά την άσκηση των καθηκόντων της ως ευρωβουλευτή, κατά την έννοια του άρθρου 8 του πρωτοκόλλου.

22.

Όσον αφορά την τρίτη αιτίαση, το Γενικό Δικαστήριο την απέρριψε επίσης ως αβάσιμη με τη σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπενθυμίζοντας ότι το άρθρο 8 του πρωτοκόλλου αποσκοπεί στην προστασία της ελεύθερης έκφρασης και της ανεξαρτησίας των βουλευτών και ότι, συνεπώς, «συνδέεται στενά με την ελευθερία της έκφρασης». Δεδομένου ότι τα προσαπτόμενα στη νυν αναιρεσείουσα πραγματικά περιστατικά δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού ότι το Κοινοβούλιο δεν προσέβαλε την ανωτέρω ελευθερία.

23.

Όσον αφορά την τέταρτη αιτίαση, το Γενικό Δικαστήριο την απέρριψε ως αλυσιτελή. Επισήμανε, στις σκέψεις 61 και 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αφενός, ότι «το ζήτημα αν οι προϋποθέσεις άρσεως της ασυλίας συνέτρεχαν κατά τον χρόνο υποβολής της σχετικής αιτήσεως είναι διακριτό από το ζήτημα αν τα προσαπτόμενα στον οικείο βουλευτή πραγματικά περιστατικά έχουν αποδειχθεί» και, αφετέρου, ότι το Κοινοβούλιο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί του ζητήματος αν τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά ήταν καταλογιστέα στη νυν αναιρεσείουσα ούτε να εξακριβώσει αν αυτή ήταν ο συντάκτης του επίμαχου tweet.

24.

Τέλος, η πέμπτη αιτίαση που εντόπισε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο του πρώτου και του δεύτερου λόγου ακυρώσεως απορρίφθηκε ως αβάσιμη. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 66 και 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το άρθρο 9 του πρωτοκόλλου προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα άρσεως της ασυλίας της οποίας απολαύουν οι βουλευτές βάσει της διατάξεως αυτής και ότι «[δ]εν μπορεί, συνεπώς, να προσαφθεί στο Κοινοβούλιο το γεγονός ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως και κατόπιν της αιτήσεως που διαβιβάστηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης της Γαλλίας, έκρινε σκόπιμο να άρει την απορρέουσα από το [πρωτόκολλο] ασυλία της προσφεύγουσας προκειμένου να καταστεί δυνατή η συνέχιση της ανακρίσεως την οποία διενεργούσαν οι γαλλικές δικαστικές αρχές». Εν πάση περιπτώσει, κατά το Γενικό Δικαστήριο, η νυν αναιρεσείουσα δεν επικαλέστηκε καμιά περίσταση που θα μπορούσε να οδηγήσει στη διαπίστωση ότι το Κοινοβούλιο έθιξε, εν προκειμένω, την ανεξαρτησία της οποίας απολαύει η ίδια λόγω της βουλευτικής ιδιότητάς της.

25.

Όσον αφορά τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, με το πρώτο σκέλος του οποίου προβαλλόταν παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, ενώ με το δεύτερο σκέλος προβαλλόταν παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, το Γενικό Δικαστήριο τον απέρριψε στο σύνολό του στη σκέψη 102 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

26.

Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, η νυν αναιρεσείουσα υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, ότι στην περίπτωσή της έπρεπε να εφαρμοστεί η αρχή 2 της ανακοινώσεως προς τα μέλη αριθ. 11/2003 της αρμόδιας για νομικά θέματα και για την εσωτερική αγορά επιτροπής του Κοινοβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2003, σχετικά με την «Άρση ασυλίας σύμφωνα με το άρθρο [9] του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών. Αρχές που έχουν καθιερωθεί βάσει των υποθέσεων που αφορούν την έκφραση γνώμης» (στο εξής: ανακοίνωση 11/2003), κατά την οποία «είναι θεμελιώδης αρχή το ότι, στις περιπτώσεις στις οποίες οι πράξεις που προσάπτονται σε βουλευτή εμπίπτουν στο πλαίσιο της πολιτικής δράσης του ή συνδέονται άμεσα με αυτή, δεν χωρεί άρση της ασυλίας».

27.

Προκειμένου να απορρίψει τον ισχυρισμό αυτό, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε σε νομολογία κατά την οποία η ανακοίνωση 11/2003 δεν δύναται να το δεσμεύσει, διότι δεν αποτελεί πράξη του Κοινοβουλίου κατά την έννοια του άρθρου 288 ΣΛΕΕ ( 4 ). Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, αφενός, ότι η νυν αναιρεσείουσα, στο μέτρο που δεν διευκρίνισε τις πράξεις ή τις δηλώσεις που προσάπτονταν στους βουλευτές υπέρ των οποίων εκδόθηκε, κατά την ίδια, η εν λόγω ανακοίνωση ούτε τις περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβαν χώρα τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά, δεν απέδειξε ότι η κατάσταση των βουλευτών αυτών ήταν συγκρίσιμη με τη δική της. Αφετέρου, δεδομένου ότι, εν προκειμένω, δεν υφίστατο άμεσος σύνδεσμος μεταξύ του επίμαχου tweet και των κοινοβουλευτικών καθηκόντων της, η νυν αναιρεσείουσα δεν απέδειξε ούτε ότι το Κοινοβούλιο παρεξέκλινε από την αρχή 2 (σκέψη 81 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

28.

Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η νυν αναιρεσείουσα υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, ότι το Κοινοβούλιο παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως, καθόσον παρέλειψε να διαπιστώσει, στην προκειμένη περίπτωση, την ύπαρξη fumus persecutionis, όπως αυτός ορίζεται στην ανακοίνωση 11/2003, δηλαδή περιπτώσεως στην οποία έπρεπε να γίνει δεκτό ότι οι δικαστικές διώξεις σε βάρος της νυν αναιρεσείουσας είχαν κινηθεί με σκοπό την παρεμπόδιση των πολιτικών δραστηριοτήτων της. Κατά τη νυν αναιρεσείουσα, οι διώξεις αυτές ασκήθηκαν από τον τότε Υπουργό Δικαιοσύνης της Γαλλίας, ο οποίος ήταν δηλωμένος πολέμιος του Front national, πολιτικού κόμματος το οποίο αυτή εκπροσωπεί. Επιπλέον, οι διώξεις αυτές ασκήθηκαν την παραμονή προεκλογικής εκστρατείας.

29.

Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως επισημαίνοντας, πρώτον, ότι η νυν αναιρεσείουσα δεν προσκόμισε «κανένα συγκεκριμένο στοιχείο, πέραν της διαφοράς ως προς την πολιτική ιδεολογία, ικανό να τεκμηριώσει ότι η Γαλλική Κυβέρνηση, και ιδίως ο υπουργός Δικαιοσύνης της Γαλλίας, προέβη σε δίωξη του Front national» ούτε ότι «η κίνηση διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως οφειλόταν εν προκειμένω αποκλειστικά, ή έστω εν μέρει, στο γεγονός ότι η ίδια ανήκε στο Front national» ( 5 ).

30.

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι από κανένα στοιχείο δεν μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η αίτηση άρσεως της βουλευτικής ασυλίας της νυν αναιρεσείουσας είχε υποβληθεί στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας που διεξήχθη κατά τρόπο παράτυπο, ιδίως όσον αφορά τις προθεσμίες.

31.

Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο, αφού επανέλαβε ότι το ζήτημα αν οι προϋποθέσεις άρσεως της βουλευτικής ασυλίας συνέτρεχαν κατά τον χρόνο υποβολής της σχετικής αιτήσεως είναι διακριτό από το ζήτημα αν τα προσαπτόμενα στον οικείο βουλευτή πραγματικά περιστατικά έχουν αποδειχθεί, έκρινε ότι κανένα από τα στοιχεία που επικαλέστηκε συναφώς η νυν αναιρεσείουσα –δηλαδή, primo, ότι το επίμαχο tweet το είχε συντάξει ο βοηθός της εν αγνοία της, secundo, ότι η επίμαχη εικόνα ήταν προϊόν φωτομοντάζ με βάση μια φωτογραφία σε ελεύθερη πρόσβαση και είχε ήδη διαρρεύσει και κοινοποιηθεί στο διαδίκτυο χωρίς να κινηθεί καμία ένδικη διαδικασία, ιδίως εκ μέρους της CAF του Seine-Saint-Denis, tertio, ότι η νυν αναιρεσείουσα διέγραψε το tweet μόλις έλαβε γνώση του και, quater, ότι, σε περίπτωση καταδίκης, διέτρεχε τον κίνδυνο να της επιβληθεί, ως παρεπόμενη ποινή, κώλυμα εκλογιμότητας και έκπτωση από το αξίωμά της ως ευρωβουλευτή, καθώς και από όλα τα αιρετά αξιώματά της– δεν περιλαμβάνεται «μεταξύ των περιστάσεων τις οποίες το Κοινοβούλιο όφειλε να λάβει υπόψη προκειμένου να κρίνει αν συνέτρεχαν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις άρσεως της βουλευτικής ασυλίας» ( 6 ).

32.

Ως εκ περισσού, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η διάταξη περί παραπομπής ενώπιον του tribunal correctionnel (πλημμελειοδικείου), η οποία εκδόθηκε από τον αντιπρόεδρο του tribunal de grande instance de Bobigny (πρωτοδικείου Bobigny) μετά την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως και προσκομίστηκε στο ακροατήριο, μάλλον αντέκρουε την επιχειρηματολογία της νυν αναιρεσείουσας σχετικά με την ύπαρξη fumus persecutionis εκ μέρους των γαλλικών δικαστικών αρχών. Το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε συναφώς ότι, κατά την εν λόγω διάταξη, το γεγονός ότι η νυν αναιρεσείουσα δεν ήταν ο συντάκτης του επίμαχου tweet δεν εμποδίζει τη δίωξή της βάσει του γαλλικού νόμου της 29ης Ιουλίου 1881, περί της ελευθερίας του Τύπου (στο εξής: νόμος της 29ης Ιουλίου 1881).

33.

Τέλος, στις σκέψεις 105 έως 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε και απέρριψε τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίον προβαλλόταν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 9, παράγραφος 9, και του άρθρου 150, παράγραφος 2, του εσωτερικού κανονισμού.

V. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

34.

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να ακυρώσει την επίμαχη απόφαση·

να επιδικάσει στην αναιρεσείουσα το εκ του νόμου προβλεπόμενο ποσό όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα στα οποία αυτή υποβλήθηκε·

να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

35.

Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της·

να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

VI. Νομική ανάλυση

Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

1.   Ο ρόλος και το καθεστώς των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

36.

Οι ευρωβουλευτές είναι εκπρόσωποι των πολιτών της Ένωσης. Αφουγκράζονται τα προβλήματα των πολιτών, των ομάδων συμφερόντων και των επιχειρήσεων. Εκλέγονται με άμεση, ελεύθερη και μυστική καθολική ψηφοφορία για πενταετή θητεία και αποτελούν, ως εκ τούτου, τον σύνδεσμο μεταξύ των πολιτών και των διαφόρων θεσμικών οργάνων. Ως μέλη του Κοινοβουλίου, προσδίδουν δημοκρατική νομιμοποίηση στη διαδικασία ολοκλήρωσης συνολικά. Οι ευρωβουλευτές διαδραματίζουν κομβικό ρόλο στη νομοθετική διαδικασία, καθώς έχουν την εξουσία, μεταξύ άλλων, να προτείνουν τροποποιήσεις επί των σχεδίων νομικών κειμένων που άγονται προς ψήφιση ενώπιόν τους, αλλά, επιπροσθέτως, μπορούν να προτείνουν ψηφίσματα σε όλους τους τομείς των αρμοδιοτήτων τους. Επίσης, ασκούν επιρροή στις δραστηριότητες του Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθώς μπορούν να παρακινήσουν τα εν λόγω θεσμικά όργανα να ενεργήσουν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, συμβάλλουν στη λήψη αποφάσεων επί των σημαντικών σύγχρονων ζητημάτων, όπως η κλιματική αλλαγή, η μετανάστευση, τα ανθρώπινα δικαιώματα ανά τον κόσμο, οι συμφωνίες με τρίτες χώρες ή με διεθνείς οργανισμούς και η ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών. Επιπλέον, οι ευρωβουλευτές ασκούν σημαντική εξουσία ελέγχου, στο μέτρο που ψηφίζουν τον προϋπολογισμό της Ένωσης, εγκρίνουν τη σύνθεση της Επιτροπής, μπορούν να συστήσουν εξεταστικές επιτροπές και ακόμη και να καταθέσουν πρόταση μομφής εις βάρος μελών της Επιτροπής, τα οποία τότε εξαναγκάζονται σε παραίτηση.

37.

Προκειμένου να διασφαλιστεί η εν πλήρει ανεξαρτησία και χωρίς παρεμβάσεις άσκηση των καθηκόντων τους, οι ευρωβουλευτές υπόκεινται σε ειδικό καθεστώς. Όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην απόφαση που εκδόθηκε επί των συνεκδικασθεισών υποθέσεων C‑200/07 και C‑201/07, Marra ( 7 ), η κοινοβουλευτική ασυλία των ευρωβουλευτών, όπως προβλέπεται από τα άρθρα 8 και 9 του πρωτοκόλλου, περιλαμβάνει τις δύο μορφές προστασίας που ισχύουν κατά κανόνα και για τα μέλη των εθνικών κοινοβουλίων των κρατών μελών, δηλαδή την ασυλία για τις γνώμες και τις ψήφους που έχουν δώσει κατά την άσκηση των κοινοβουλευτικών καθηκόντων τους και το ακαταδίωκτο των βουλευτών, το οποίο περιλαμβάνει καταρχήν την προστασία από δικαστική δίωξη ( 8 ). Επιβάλλεται η επισήμανση ότι η ασυλία που παρέχεται στους ευρωβουλευτές βάσει του πρωτοκόλλου δεν αποσκοπεί στη χορήγηση προσωπικού οφέλους σε αυτούς αλλά στην προστασία του Κοινοβουλίου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, έναντι των εμποδίων ή των κινδύνων υπονομεύσεως της προσήκουσας λειτουργίας του, όπως υπενθύμισε πρόσφατα το Δικαστήριο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Junqueras Vies ( 9 ).

38.

Επομένως, είναι συνεπές να παρέχεται στο Κοινοβούλιο η εξουσία να κρίνει το ίδιο αν η δικαστική δίωξη που ασκείται σε βάρος κάποιου μέλους του αποσκοπεί στην υπονόμευση της δικής του λειτουργίας. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το άρθρο 9, τρίτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου, το εν λόγω ειδικό καθεστώς δεν δύναται να εμποδίσει την άσκηση του δικαιώματος του Κοινοβουλίου να άρει την ασυλία κάποιου μέλους του. Βάσει ακριβώς της διατάξεως αυτής, το Κοινοβούλιο ήρε την ασυλία της αναιρεσείουσας κατόπιν αιτήσεως των γαλλικών αρχών. Στο πλαίσιο της διαφοράς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η νυν αναιρεσείουσα προσήψε στο Κοινοβούλιο, πέραν της παραβιάσεως διαφόρων διαδικαστικών εγγυήσεων, ότι εφάρμοσε εσφαλμένως τις διατάξεις του πρωτοκόλλου παραγνωρίζοντας την έκταση της βουλευτικής ασυλίας της οποίας η ίδια απολαύει. Αντιθέτως, στην υπό κρίση υπόθεση, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο «πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως», η οποία επιβάλλει ορισμένες διευκρινίσεις διαδικαστικού χαρακτήρα προκειμένου να καταστεί δυνατή η προσήκουσα εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως.

2.   Διαδικαστικά ζητήματα τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως

39.

Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει δύο λόγους, οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται σε ενιαίο τμήμα με τίτλο «Παραβίαση του δικαίου της Ένωσης από το Γενικό Δικαστήριο – πλάνη περί το δίκαιο και εσφαλμένος χαρακτηρισμός της νομικής φύσεως των πραγματικών περιστατικών – πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως». Η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε «πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως» κατά την εξέταση τόσο του δεύτερου όσο και του τρίτου λόγου της προσφυγής ακυρώσεως την οποία άσκησε η ίδια κατά της επίμαχης αποφάσεως βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Κατά την αναιρεσείουσα, αμφότερες οι προβαλλόμενες πεπλανημένες εκτιμήσεις έχουν «συνέπειες όσον αφορά τον χαρακτηρισμό, από το Γενικό Δικαστήριο, τόσο των σχολίων για τα οποία είχε ασκηθεί δίωξη όσο και του πλαισίου τους, καθώς και ως προς την μη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 8 και 9 του πρωτοκόλλου [υπέρ της αναιρεσείουσας]».

40.

Πριν εξεταστούν οι δύο λόγοι αναιρέσεως, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η αναιρεσείουσα χρησιμοποιεί ασαφή ορολογία προκειμένου να περιγράψει τις πεπλανημένες εκτιμήσεις στις οποίες φέρεται να υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο. Επιπλέον, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, δεν γίνεται σαφώς αντιληπτό κατά πόσον οι εικαζόμενες πεπλανημένες εκτιμήσεις τις οποίες καταγγέλλει η αναιρεσείουσα είναι ικανές να θέσουν εν αμφιβόλω το νομικό κύρος ορισμένων εκ των κρίσεων τις οποίες διατύπωσε το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Τούτων λεχθέντων, θεωρώ απαραίτητο να υπενθυμίσω τις αρχές οι οποίες διέπουν τη διαδικασία της αναιρέσεως και στις οποίες θα στηριχθεί η ανάλυση που ακολουθεί.

41.

Κατά το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα και πρέπει να στηρίζεται σε λόγους που αφορούν αναρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, πλημμέλειες κατά την ενώπιόν του διαδικασία που θίγουν τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος ή παραβίαση του δικαίου της Ένωσης από το Γενικό Δικαστήριο. Η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων δεν συνιστά, υπό την επιφύλαξη της ενδεχόμενης παραμορφώσεώς τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου ( 10 ). Συντρέχει δε παραμόρφωση όταν, χωρίς να εξεταστούν νέα στοιχεία, προκύπτει ότι η εκτίμηση των υφιστάμενων στοιχείων είναι προδήλως εσφαλμένη ή προδήλως αντίθετη προς το περιεχόμενό τους ( 11 ). Αντιθέτως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκήσει έλεγχο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που συνήγαγε εξ αυτών το Γενικό Δικαστήριο ( 12 ). Οι προβαλλόμενοι από την αναιρεσείουσα λόγοι αναιρέσεως θα εξεταστούν εφεξής βάσει των ανωτέρω αρχών.

Β. Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

1.   Επιχειρήματα των διαδίκων

42.

Όσον αφορά, καταρχάς, την προβαλλόμενη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εξέταση του δεύτερου λόγου της προσφυγής ακυρώσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι διαπίστωσε, πρώτον, ότι το περιστατικό που σχολιάστηκε με το επίμαχο tweet, λόγω του ότι εντοπίζεται γεωγραφικά στη Γαλλία, δεν συγκαταλέγεται στα θέματα που ενδιαφέρουν τους ευρωβουλευτές, δεύτερον, ότι μια γνώμη αποτελεί κατ’ ανάγκην γενικού χαρακτήρα τοποθέτηση και δεν μπορεί να αναφέρεται σε συγκεκριμένο περιστατικό και, τρίτον, ότι «η στηλίτευση, εκ μέρους ευρωβουλευτή, ορισμένης συμπεριφοράς αντίθετης προς τη γαλλική νομοθεσία δεν συνιστά θέμα της τρέχουσας επικαιρότητας».

43.

Η αναιρεσείουσα προβάλλει κατά της πρώτης φερόμενης ως εσφαλμένης διαπιστώσεως του Γενικού Δικαστηρίου ότι κάθε βουλευτής εκλέγεται στη χώρα του, εκπροσωπεί τους εκλογείς του και οφείλει, κατά τη διάρκεια της θητείας του, να διατηρεί τον αναγκαίο σύνδεσμο με αυτούς, «αναδεικνύοντας, ιδίως, γεγονότα που τους ενδιαφέρουν ή τους αφορούν».

44.

Κατά της δεύτερης φερόμενης ως εσφαλμένης διαπιστώσεως του Γενικού Δικαστηρίου η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι η διαπίστωση αυτή αντιβαίνει προς την ανακοίνωση 11/2003 και ιδίως προς την αρχή αριθ. 2, δεύτερον, ότι, βάσει του νόμου της 29ης Ιουλίου 1881, το επίμαχο tweet θεωρείται ως γνώμη και, τρίτον, ότι, κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως αυτό αποφάνθηκε με την απόφασή του της 8ης Οκτωβρίου 2009, Brunet‑Lecomte και Tanant κατά Γαλλίας ( 13 ), «o υβριστικός, δυσφημιστικός ή άλλου ανάλογου είδους λόγος μπορεί να αποτελέσει στοιχείο του πολιτικού διαλόγου και να προστατευθεί στο πλαίσιο της ασκήσεως του θεμελιώδους δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης, εφόσον ο διάλογος αφορά ζήτημα γενικού συμφέροντος».

45.

Η αναιρεσείουσα αμφισβητεί την τρίτη φερόμενη ως εσφαλμένη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, υποστηρίζοντας, αφενός, ότι η χρήση στον δημόσιο χώρο πέπλου που καλύπτει εξ ολοκλήρου το πρόσωπο, ως εξωτερική εκδήλωση πίστης στο Ισλάμ, συνιστά «ζήτημα γενικού συμφέροντος που αφορά τον δημόσιο βίο καθώς και τα δικαιώματα των γυναικών» και, αφετέρου, ότι το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να εφαρμόσει τη νομολογία που καθιερώθηκε με την απόφαση Patriciello, στην οποία, για την απόρριψη της άρσεως της ασυλίας ορισμένου βουλευτή, γίνεται επίκληση «του γενικού συμφέροντος των εκλογέων του στο πλαίσιο της πολιτικής του δραστηριότητας».

46.

Το Κοινοβούλιο ισχυρίζεται ότι οι τρεις ανωτέρω αιτιάσεις στηρίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επισημαίνει, πρώτον, παραπέμποντας στη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε ότι το σχολιασθέν περιστατικό, λόγω του ότι εντοπίζεται γεωγραφικά στη Γαλλία, δεν συγκαταλέγεται στα θέματα που ενδιαφέρουν τους ευρωβουλευτές, αλλά ότι το επίμαχο tweet αναφερόταν σε συγκεκριμένο περιστατικό και δεν μπορούσε να εξομοιωθεί με γενικότερου χαρακτήρα τοποθέτηση επί θεμάτων της τρέχουσας επικαιρότητας ή επί θεμάτων εξεταζόμενων από το Κοινοβούλιο.

47.

Δεύτερον, κατά το Κοινοβούλιο, το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε ότι η γνώμη πρέπει να αποτελεί γενικού χαρακτήρα τοποθέτηση μη δυνάμενη να αναφέρεται σε συγκεκριμένο περιστατικό, αλλά ότι η συγκεκριμένη επίμαχη γνώμη δεν τελούσε σε πρόδηλη και άμεση σχέση με τα κοινοβουλευτικά καθήκοντα της αναιρεσείουσας.

48.

Τρίτον, κατά το Κοινοβούλιο, το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε ότι η στηλίτευση, εκ μέρους βουλευτή, ορισμένης συμπεριφοράς αντίθετης προς την εθνική νομοθεσία δεν συνιστά θέμα της τρέχουσας επικαιρότητας, αλλά μόνον ότι το επίμαχο tweet δεν μπορούσε να εξομοιωθεί με γενικότερου χαρακτήρα τοποθέτηση επί θεμάτων της τρέχουσας επικαιρότητας.

49.

Επιπλέον, όσον αφορά την παραπομπή στην απόφαση Patriciello, το Κοινοβούλιο υπογραμμίζει ότι το οικείο χωρίο προέρχεται από τη σκέψη 12 της εν λόγω αποφάσεως, η οποία αποτελεί μέρος της εκθέσεως των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο και όχι μέρος της συλλογιστικής του Δικαστηρίου.

2.   Εκτίμηση

α)   Η έλλειψη πρόδηλου και άμεσου συνδέσμου μεταξύ της επίμαχης δραστηριότητας και των συνήθων καθηκόντων των ευρωβουλευτών

50.

Τονίζω ευθύς εξαρχής ότι από το άρθρο 8 του πρωτοκόλλου προκύπτει σαφώς ότι τα μέλη του Κοινοβουλίου «δεν υπόκεινται σε έρευνα, κράτηση ή δίωξη για γνώμη ή ψήφο δοθείσα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους» ( 14 ). Από τη γραμματική ανάλυση της διατάξεως αυτής συνάγεται ότι ο ευρωβουλευτής δύναται να επικαλεστεί την κοινοβουλευτική ασυλία του εφόσον υφίσταται αρκούντως στενός σύνδεσμος μεταξύ της γνώμης ή της ψήφου του και των συνήθων καθηκόντων του. Το ίδιο συμπέρασμα μπορεί επίσης να συναχθεί αν η εν λόγω διάταξη αναλυθεί και υπό το πρίσμα του σκοπού της, τον οποίο υπενθύμισα στις προκαταρκτικές παρατηρήσεις μου ( 15 ) και ο οποίος συνίσταται στην προστασία της προσήκουσας λειτουργίας του Κοινοβουλίου έναντι οποιασδήποτε παρεμβάσεως.

51.

Η ως άνω ερμηνεία επιβεβαιώνεται από την απόφαση Patriciello, στην οποία το Δικαστήριο ερμήνευσε την εν λόγω διάταξη υπό την έννοια ότι «ο σύνδεσμος μεταξύ της εκφρασθείσας γνώμης και των βουλευτικών καθηκόντων πρέπει να είναι άμεσος και πρόδηλος» ( 16 ). Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο προέκρινε μια μάλλον συσταλτική ερμηνεία της έννοιας της «ασυλίας» ( 17 ), κατ’ εμέ ευλόγως. Υπογράμμισε ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 8 του πρωτοκόλλου ασυλία «ενδέχεται να περιαγάγει τις δικαστικές αρχές και τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα σε οριστική αδυναμία να ασκήσουν τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους για την κίνηση ποινικής διώξεως και την επιβολή ποινών για τα τελεσθέντα εγκλήματα προκειμένου να διασφαλίσουν την τήρηση της δημοσίας τάξεως στην επικράτειά τους και, περαιτέρω, να αφαιρέσει εντελώς το δικαίωμα δικαστικής προστασίας από τα πρόσωπα που εθίγησαν από τις δηλώσεις αυτές, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του δικαιώματος να ζητήσουν αποζημίωση από τα πολιτικά δικαστήρια για την προκληθείσα ζημία» ( 18 ). Ως εκ τούτου, η συνδρομή των προϋποθέσεων για την έγκυρη επίκληση της ευρωβουλευτικής ασυλίας πρέπει κατ’ ανάγκην να εκτιμάται κατά περίπτωση ( 19 ).

52.

Τούτων λεχθέντων, διαπιστώνω μεταξύ των περιστάσεων της υπό κρίση διαφοράς και εκείνων της υποθέσεως Patriciello ορισμένες αντιστοιχίες, οι οποίες επιβάλλεται να επισημανθούν στο πλαίσιο της παρούσας αναλύσεως, προκειμένου να διευκολυνθεί η κατανόηση της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου. Σε αμφότερες τις υποθέσεις, οι εμπλεκόμενοι βουλευτές εκφράζονται –είτε οι ίδιοι είτε μέσω τρίτων– επί πραγματικών περιστατικών τα οποία γίνεται δεκτό ότι έλαβαν χώρα εκτός του Κοινοβουλίου και τα οποία δεν εμφανίζουν πρόδηλο σύνδεσμο με τα καθήκοντα των ευρωβουλευτών.

53.

Ειδικότερα, στην υπόθεση Patriciello, ο εμπλεκόμενος βουλευτής είχε διατυπώσει απόψεις σχετικά με τη φερόμενη ως παράνομη συμπεριφορά αστυνομικού υπαλλήλου στο κράτος μέλος καταγωγής του, περιστάσεις για τις οποίες το Δικαστήριο έκρινε ότι «προφανώς δεν έχουν τον απαιτούμενο βαθμό εγγύτητας με τα καθήκοντα των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και, κατά συνέπεια, δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν ως άμεσα συνδεόμενες με ζήτημα γενικού συμφέροντος το οποίο αφορά τους πολίτες». Επομένως, και δεδομένου ότι επρόκειτο για αίτηση προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο έκρινε, υπό την επιφύλαξη των εκτιμήσεων του αιτούντος δικαστηρίου, ότι, «ακόμη και εάν αποδεικνυόταν η ύπαρξη άμεσου συνδέσμου, ο σύνδεσμος αυτός δεν θα ήταν πρόδηλος» ( 20 ).

54.

Στην υπό κρίση υπόθεση, οι γαλλικές δικαστικές αρχές προσάπτουν στην αναιρεσείουσα ότι δημοσίευσε στον λογαριασμό της στο Twitter φωτογραφία η οποία φέρεται να συνδέεται με περιστατικό που υποτίθεται ότι έλαβε χώρα στο κτίριο δημόσιας αρχής το οποίο βρίσκεται σε οικισμό του κράτους μέλους καταγωγής της αναιρεσείουσας. Ειδικότερα, από τη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι σκοπός του επίμαχου tweet ήταν να «στηλιτεύσει τη μη τήρηση γαλλικού νόμου […] ο οποίος απαγορεύει την απόκρυψη του προσώπου στον δημόσιο χώρο από ομάδα γυναικών που έφεραν ένδυμα το οποίο κάλυπτε εξ ολοκλήρου το πρόσωπό τους εκτός από τα μάτια και που υποτίθεται ότι βρίσκονταν μπροστά από την CAF του Rosny-sous-Bois». Φρονώ ότι η σχέση μεταξύ της δραστηριότητας αυτής και των συνήθων καθηκόντων των ευρωβουλευτών, όπως αυτά περιγράφονται στις προκαταρκτικές παρατηρήσεις μου ( 21 ), δεν είναι πρόδηλη. Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι περισσότερο πρόδηλη απ’ ό,τι στις περιστάσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση Patriciello. Δεν διαφαίνεται καμία σχέση με τους σκοπούς ή τις πολιτικές της Ένωσης επί των οποίων το Κοινοβούλιο καλείται να ασκήσει επιρροή στο πλαίσιο του ρόλου του ως αποφασίζοντος οργάνου. Επιπλέον, οι επίμαχες δραστηριότητες φαίνεται να είχαν αμιγώς τοπική εμβέλεια. Κατά συνέπεια, οι περιστάσεις των δύο υποθέσεων πρέπει να τύχουν της ίδιας νομικής εκτιμήσεως.

55.

Επομένως, συμμερίζομαι την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου που διατυπώνεται στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με την έλλειψη άμεσου και πρόδηλου συνδέσμου μεταξύ, αφενός, των πραγματικών περιστατικών που καταλογίζονται στην αναιρεσείουσα και στους συνεργάτες της και, αφετέρου, των καθηκόντων της ως βουλευτή. Ως εκ τούτου, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον επιβεβαίωσε ότι οι εικαζόμενες δραστηριότητες δεν αφορούσαν γνώμη ή ψήφο δοθείσα από την αναιρεσείουσα κατά την άσκηση των καθηκόντων της ως μέλους του Κοινοβουλίου κατά την έννοια του άρθρου 8 του πρωτοκόλλου.

56.

Πριν ολοκληρώσω την ανάλυση του παρόντος σημείου, θα παραθέσω ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με τη σκέψη 12 της αποφάσεως Patriciello, στην οποία η αναιρεσείουσα φαίνεται να αποδίδει ιδιαίτερη σημασία για την ερμηνεία του πρωτοκόλλου. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει με τις παρατηρήσεις της ότι το μνημονευόμενο χωρίο περιέχει «αρχές» δικαίου τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εφαρμόσει στην περίπτωσή της. Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το εν λόγω χωρίο δεν αποτελεί μέρος του σκεπτικού της αποφάσεως, αλλά μέρος της περιλήψεως του πραγματικού πλαισίου. Επομένως, δεν μπορεί να συναχθεί από αυτό κάποια δικαιική αρχή ικανή να δεσμεύσει το Γενικό Δικαστήριο. Επιπλέον, στο μέτρο που γίνεται αναφορά στους λόγους για τους οποίους το Κοινοβούλιο αποφάσισε τότε να υπερασπιστεί την ασυλία του εμπλεκόμενου ευρωβουλευτή, δηλαδή στο γεγονός ότι ο τελευταίος είχε ενεργήσει «χάριν του γενικού συμφέροντος των εκλογέων του στο πλαίσιο της πολιτικής του δραστηριότητας», αρκεί η επισήμανση ότι η εκτίμηση στην οποία στηρίζεται η εν λόγω απόφαση, η οποία βασίστηκε σε σύσταση της επιτροπής νομικών θεμάτων του Κοινοβουλίου, ουδεμία επιρροή άσκησε στην ερμηνεία την οποία έδωσε το Δικαστήριο στο άρθρο 8 του πρωτοκόλλου. Αντιθέτως, από το διατακτικό της αποφάσεως Patriciello προκύπτει σαφώς ότι δραστηριότητες όπως η προπεριγραφείσα δεν καλύπτονται από την ασυλία που παρέχει η εν λόγω διάταξη. Επομένως, η αναιρεσείουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς τις αμιγώς πραγματικού χαρακτήρα διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στη σκέψη 12 της αποφάσεως Patriciello.

57.

Δεδομένου ότι δεν πληρούται ένα από τα ουσιώδη κριτήρια του άρθρου 8 του πρωτοκόλλου, παρέλκει, κατ’ αρχήν, η εξέταση του αν η επίμαχη δραστηριότητα συνιστά έκφραση «γνώμης» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Πράγματι, στην απόφαση Patriciello, το Δικαστήριο αρκέστηκε στην υπόμνηση ότι η έννοια αυτή «πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά και να καλύπτει κάθε άποψη ή δήλωση η οποία αντιστοιχεί, με βάση το περιεχόμενό της, στην έκφραση υποκειμενικών εκτιμήσεων» ( 22 ), χωρίς ωστόσο να δώσει στο αιτούν δικαστήριο περαιτέρω κατευθύνσεις προκειμένου αυτό να εξακριβώσει αν οι επίμαχες δηλώσεις του βουλευτή ενέπιπταν στην έννοια αυτή. Επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς το ενδεχόμενο να συνιστά τέτοια γνώμη οποιαδήποτε δήλωση η οποία αναφέρεται σε συγκεκριμένο θέμα που βρίσκεται στο επίκεντρο του δημοσίου διαλόγου σε ευρωπαϊκή κλίμακα, όπως τα θέματα που μνημονεύονται στις προκαταρκτικές παρατηρήσεις μου ( 23 ), και η οποία εκφράζει προσωπική πεποίθηση του βουλευτή.

58.

Εναπόκειται στους φορείς που είναι αρμόδιοι να εφαρμόζουν το πρωτόκολλο και να μεριμνούν για την ορθή εφαρμογή του, δηλαδή καταρχάς και πρωτίστως το Κοινοβούλιο όταν επιλαμβάνεται αιτήσεων άρσεως ασυλίας, να εξετάζουν το ζήτημα αυτό κατά περίπτωση ( 24 ). Εν προκειμένω, επισημαίνω ότι, στην επίμαχη απόφαση, το Κοινοβούλιο απέχει από τον ρητό χαρακτηρισμό της επίμαχης δραστηριότητας ως έκφρασης «γνώμης», πράγμα που μπορεί να ερμηνευθεί ως έκφραση της βούλησής του να αναγνωρίσει στην αναιρεσείουσα το τεκμήριο της αμφιβολίας. Η προσέγγιση αυτή μπορεί να υποστηριχθεί λαμβανομένου υπόψη του ευρύτατου περιεχομένου της εν λόγω έννοιας ( 25 ). Εξάλλου, παρατηρώ ότι το ζήτημα αυτό δεν τέθηκε ρητώς ούτε κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

59.

Εν πάση περιπτώσει, φρονώ ότι δεν είναι σκόπιμο να εγκύψω στο ζήτημα αυτό στην παρούσα αναιρετική διαδικασία, λαμβανομένου υπόψη ότι οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας αφορούν αποκλειστικά την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση του κριτηρίου του «άμεσου και πρόδηλου συνδέσμου» με τα καθήκοντα των ευρωβουλευτών. Η εξέταση του ζητήματος αν ένα προϊόν φωτομοντάζ που σχετίζεται με περιστατικό το οποίο ενδέχεται να μη συνέβη ποτέ συνιστά έκφραση «γνώμης» κατά την έννοια του άρθρου 8 του πρωτοκόλλου θα ισοδυναμούσε με υπέρβαση της εκτάσεως του δικαστικού ελέγχου που προσιδιάζει στην αναιρετική διαδικασία.

β)   Εξέταση των αιτιάσεων που προβάλλει η αναιρεσείουσα

60.

Οι ανωτέρω σκέψεις αποτελούν τη βάση στην οποία θα στηριχθεί εφεξής η εξέταση των αιτιάσεων της αναιρεσείουσας. Όπως θα εξηγήσω στο πλαίσιο της αναλύσεως αυτής, οι εν λόγω αιτιάσεις φανερώνουν εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δημιουργώντας αμφιβολίες σχετικά με το βάσιμο ( 26 ) του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

1) Επί της πρώτης αιτιάσεως

61.

Αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν έκρινε ότι το εικαζόμενο περιστατικό που σχολιάστηκε με το επίμαχο tweet, λόγω του ότι συνέβη στη Γαλλία, δεν συγκαταλέγεται στα θέματα που ενδιαφέρουν τους ευρωβουλευτές. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο δεν απέκλεισε εκ προοιμίου το ενδεχόμενο περιστατικά που συνδέονται με προβληματισμούς σχετικά με τον ισλαμισμό και την προσβολή των δικαιωμάτων των γυναικών –τα οποία αφορούν πολλές χώρες ανά τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας– να συνιστούν πράγματι θέματα γενικού συμφέροντος.

62.

Διευκρινίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, στην προαναφερθείσα σκέψη 53, εξήγησε συγκεκριμένα ότι «η επίμαχη φωτογραφία και το επίμαχο tweet εκφράζουν μάλλον τη βούληση να αναδειχθεί μια συμπεριφορά αντίθετη προς τη γαλλική νομοθεσία παρά τη μέριμνα για την προάσπιση των δικαιωμάτων των γυναικών». Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού ότι «το γεγονός ότι η προσφεύγουσα είναι αναπληρωματικό μέλος της επιτροπής του Κοινοβουλίου για τα δικαιώματα των γυναικών και την ισότητα των φύλων δεν καθιστά δυνατό τον συσχετισμό του επίμαχου tweet με τα καθήκοντα που αυτή ασκεί ως βουλευτής». Η εν λόγω εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, δεδομένου ότι υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, πολλώ μάλλον διότι η αναιρεσείουσα δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει το ενδεχόμενο πλάνης περί το δίκαιο.

63.

Επομένως, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

2) Επί της δεύτερης αιτιάσεως

64.

Αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε ούτε ότι, καταρχήν, μια γνώμη αποτελεί κατ’ ανάγκην γενικού χαρακτήρα τοποθέτηση και δεν μπορεί να αναφέρεται σε συγκεκριμένο περιστατικό. Ειδικότερα, από τη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου να εξετάσει αν το επίμαχο tweet συνιστούσε γνώμη εκφρασθείσα από την αναιρεσείουσα κατά την άσκηση των κοινοβουλευτικών καθηκόντων της, δεν περιόρισε την έννοια αυτή στις γενικού χαρακτήρα τοποθετήσεις κατ’ αποκλεισμό οποιασδήποτε αναφοράς σε συγκεκριμένο περιστατικό. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε στην έννοια της «γνώμης» όπως αυτή προσδιορίστηκε από το Δικαστήριο και μνημονεύθηκε ανωτέρω ( 27 ), σύμφωνα με την οποία η εν λόγω έννοια πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως, χωρίς συνεπώς να αποκλείεται καμία από τις δύο ως άνω περιπτώσεις.

65.

Παρά ταύτα, μολονότι μια γνώμη μπορεί βεβαίως να αναφέρεται σε συγκεκριμένο περιστατικό, στην υπό κρίση υπόθεση δεν αμφισβητείται ότι το επίμαχο tweet αφορά συγκεκριμένο περιστατικό που εικάζεται ότι έλαβε χώρα σε περιοχή της Γαλλίας, με συνέπεια να μην μπορεί να εξομοιωθεί με γενικότερου χαρακτήρα τοποθέτηση επί θεμάτων της τρέχουσας επικαιρότητας ή επί θεμάτων που συνήθως εξετάζονται από το Κοινοβούλιο κατά τις συζητήσεις ή τις εργασίες στις διάφορες επιτροπές ( 28 ), όπως αυτά που μνημόνευσα στις προκαταρκτικές παρατηρήσεις μου ( 29 ). Δεν πρέπει να λησμονείται ότι, όπως προανέφερα, το θέμα αυτό δεν εμφανίζει άμεσο και πρόδηλο σύνδεσμο με τα κοινοβουλευτικά καθήκοντα της αναιρεσείουσας όπως απαιτεί το άρθρο 8 του πρωτοκόλλου.

66.

Στο μέτρο που η αιτίαση αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προτείνω την απόρριψή της.

3) Επί της τρίτης αιτιάσεως

67.

Φρονώ ότι ο νόμος της 29ης Ιουλίου 1881, τον οποίον επικαλείται η αναιρεσείουσα και κατά τον οποίον το επίμαχο tweet θεωρείται «γνώμη», δεν ασκεί επιρροή στο υπό κρίση πλαίσιο, πολλώ μάλλον διότι η έκταση της προβλεπόμενης στο άρθρο 8 του πρωτοκόλλου ασυλίας πρέπει να καθορίζεται αποκλειστικώς με βάση το δίκαιο της Ένωσης. Πράγματι, όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο στη νομολογία του, σε αντίθεση με το προβλεπόμενο στο άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του πρωτοκόλλου ακαταδίωκτο του βουλευτή, το οποίο ρυθμίζεται κατά το εθνικό δίκαιο, η έκταση της προβλεπόμενης στο άρθρο 8 του πρωτοκόλλου ασυλίας πρέπει, ελλείψει παραπομπής στα εθνικά δίκαια, να καθορίζεται αποκλειστικώς με βάση το δίκαιο της Ένωσης ( 30 ).

68.

Κατά συνέπεια, προτείνω να απορριφθεί και αυτή η αιτίαση, καθόσον παραγνωρίζει την αυτοτέλεια του δικαίου της Ένωσης.

γ)   Ενδιάμεσο συμπέρασμα

69.

Με βάση τις προηγηθείσες σκέψεις, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμος.

Γ. Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

1.   Επιχειρήματα των διαδίκων

70.

Όσον αφορά την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στην οποία φέρεται να υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την εξέταση του τρίτου λόγου της προσφυγής ακυρώσεως, η αναιρεσείουσα διατυπώνει τρεις αιτιάσεις.

71.

Η πρώτη αιτίαση αντλείται από το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε «ότι δεν απόκειται στο Κοινοβούλιο να γνωρίζει αν τα προσαπτόμενα στον οικείο βουλευτή πραγματικά περιστατικά έχουν αποδειχθεί», ενώ το Κοινοβούλιο εξέτασε τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά, «αναγνωρίζοντας στην απόφασή του ότι [η αναιρεσείουσα] δεν είναι ο συντάκτης του tweet».

72.

Με τη δεύτερη αιτίασή της, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν συνήγαγε τις ορθές έννομες συνέπειες από ορισμένα έγγραφα της δικογραφίας, και ιδίως από το άρθρο 42 του νόμου της 29ης Ιουλίου 1881, το οποίο, καθιερώνοντας «διαδοχική» ευθύνη, επιτρέπει στις αρμόδιες εθνικές αρχές να ασκήσουν χωριστή δίωξη κατά του βοηθού της αναιρεσείουσας ο οποίος συνέταξε το tweet, ανεξάρτητα από την ίδια.

73.

Τέλος, με την τρίτη αιτίασή της, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι από την σε βάρος της διάταξη περί παραπομπής ενώπιον του tribunal correctionnel (πλημμελειοδικείου) συνήγαγε την «αντίστροφη έννομη συνέπεια από εκείνη που επιβάλλει [η διάταξη αυτή]», δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα δεν ήταν ο συντάκτης του επίμαχου tweet και το διέγραψε αμέσως μόλις έλαβε γνώση της υπάρξεώς του, πράγμα που αποδεικνύει ότι δεν είχε καμία πρόθεση να διαπράξει ποινικό αδίκημα. Εξάλλου, το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα ήταν η μόνη που παραπέμφθηκε ενώπιον του tribunal correctionnel (πλημμελειοδικείου), ενώ το αξιόποινο της πράξεως του συντάκτη του επίμαχου tweet παραγράφηκε, καταδεικνύει το «μένος ενός δικαστικού λειτουργού» εναντίον της και φανερώνει «πρόθεση προκλήσεως βλάβης σε βάρος της σε πολιτικό επίπεδο, συμπεριφορά χαρακτηριστική fumus persecutionis».

74.

Το Κοινοβούλιο εκτιμά ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος. Καταρχάς, ισχυρίζεται ότι η αναιρεσείουσα δεν διευκρίνισε για ποιον λόγο είναι εσφαλμένη η υιοθετηθείσα από το Γενικό Δικαστήριο ερμηνεία του άρθρου 9 του πρωτοκόλλου, κατά την οποία δεν απόκειται στο Κοινοβούλιο να διαπιστώσει αν έχουν αποδειχθεί τα προσαπτόμενα στον οικείο βουλευτή πραγματικά περιστατικά, και, ως εκ τούτου, σε τι συνίσταται η πλάνη στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο. Η αναιρεσείουσα δεν αναφέρει κατά τρόπο αρκούντως σαφή ούτε τα νομικά επιχειρήματα στα οποία στηρίζονται οι αιτιάσεις της ούτε τη νομική βάση η οποία θα έπρεπε να οδηγήσει το Γενικό Δικαστήριο σε διαφορετική κρίση. Το ίδιο ισχύει και για την επίκριση που στρέφεται κατά της σκέψεως 100 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στο Κοινοβούλιο ότι δεν συνήγαγε καμία συνέπεια από το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα δεν ήταν ο συντάκτης του επίμαχου tweet και το διέγραψε μόλις έλαβε γνώση αυτού.

75.

Εν συνεχεία, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι αδυνατεί να προσδιορίσει τις έννομες συνέπειες τις οποίες, κατά την αναιρεσείουσα, όφειλε να συναγάγει το Γενικό Δικαστήριο από το άρθρο 42 του νόμου της 29ης Ιουλίου 1881, και τούτο ελλείψει νομικών επιχειρημάτων προς στήριξη της σχετικής επικρίσεως της αναιρεσείουσας και ελλείψει μνείας της νομικής βάσεως που θα έπρεπε να οδηγήσει το Γενικό Δικαστήριο σε διαφορετική κρίση.

76.

Τέλος, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η αναιρεσείουσα δεν μπορεί να αμφισβητήσει την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση της διατάξεως που την παρέπεμψε ενώπιον του tribunal correctionnel (πλημμελειοδικείου), στο μέτρο που αυτή αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο. Η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου, εκτός αν συντρέχει παραμόρφωση των εν λόγω πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων, πράγμα που δεν προβλήθηκε από την αναιρεσείουσα και δεν προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας.

2.   Εκτίμηση

α)   Επί της πρώτης αιτιάσεως

77.

Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και από το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και από το άρθρο 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι στην αίτηση αναιρέσεως πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς τα αμφισβητούμενα στοιχεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο την εν λόγω αίτηση, ειδάλλως η αίτηση αναιρέσεως ή ο οικείος λόγος απορρίπτονται ως απαράδεκτα ( 31 ). Αιτίαση που αρκείται στον σχολιασμό ορισμένης σκέψεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως χωρίς να περιλαμβάνει συνεκτική νομική επιχειρηματολογία ούτως ώστε να προσδιορίζεται ειδικώς η πλάνη περί το δίκαιο από την οποία πάσχει η εν λόγω σκέψη δεν ανταποκρίνεται στην ανωτέρω απαίτηση και, κατά συνέπεια, είναι απορριπτέα ως προδήλως απαράδεκτη ( 32 ).

78.

Τούτων λεχθέντων, παρατηρώ ότι η αναιρεσείουσα δεν εξηγεί σε τι ακριβώς συνίσταται η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο. Δεν αναφέρει κατά τρόπο αρκούντως διεξοδικό ούτε τα νομικά επιχειρήματα στα οποία στηρίζεται η επίκρισή της ούτε τη νομική βάση η οποία θα έπρεπε να οδηγήσει το Γενικό Δικαστήριο σε διαφορετική κρίση. Επομένως, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η αιτίαση αυτή δεν πληροί τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις παραδεκτού.

79.

Ωστόσο, για λόγους σύνεσης, επιβάλλεται να εξεταστούν τα χωρία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κατά των οποίων στρέφεται η αναιρεσείουσα, προκειμένου να εξακριβωθεί αν υφίστανται πρόδηλες πλημμέλειες αιτιολογίας, ιδίως όσον αφορά τη νομική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, ικανές να στοιχειοθετήσουν πλάνη περί το δίκαιο.

80.

Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι από την ανάλυση των σκέψεων 60 έως 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες φαίνεται να αναφέρεται η αναιρεσείουσα, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο αρκείται στην ορθή υπόμνηση ότι το ζήτημα του καταλογισμού στον βουλευτή των προσαπτόμενων σε αυτόν πραγματικών περιστατικών υπάγεται στην αρμοδιότητα των αρχών του κράτους μέλους που υποβάλλει την αίτηση άρσεως της ασυλίας.

81.

Επιπροσθέτως, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν προσάπτει στο Κοινοβούλιο ότι υποκαταστάθηκε στις αρμοδιότητες των εν λόγω αρχών. Πράγματι, στην επίμαχη απόφαση, το Κοινοβούλιο δεν προβαίνει σε οριστική νομική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών υπό το πρίσμα του γαλλικού ποινικού δικαίου, αλλά απλώς επαναλαμβάνει τις ποινικές κατηγορίες που απήγγειλαν οι γαλλικές δικαστικές αρχές σε βάρος της αναιρεσείουσας. Επιπλέον, το Κοινοβούλιο, καθόσον αναφέρει ότι η εικόνα που δημοσιοποιήθηκε στο Twitter ήταν στην πραγματικότητα προϊόν φωτομοντάζ που δημοσιεύθηκε από τον βοηθό της αναιρεσείουσας και αργότερα αποσύρθηκε, περιορίζεται σε σύνοψη των πραγματικών περιστατικών που προκάλεσαν την αίτηση άρσεως της ασυλίας. Το Κοινοβούλιο δεν αποφαίνεται επί της ευθύνης της αναιρεσείουσας για την ενδεχόμενη χρήση του λογαριασμού της στο Twitter από τον βοηθό της. Επομένως, αντιθέτως προς τα όσα φαίνεται να υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, με τα επίμαχα χωρία της επίμαχης αποφάσεως καταδεικνύεται απλώς ότι το Κοινοβούλιο έλαβε γνώση των πραγματικών περιστατικών. Εξάλλου, από κανένα στοιχείο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν συνάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο παρερμήνευσε το περιεχόμενο και το νομικό κύρος των παρατηρήσεων του Κοινοβουλίου.

82.

Συνεπώς, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως ικανή να στοιχειοθετήσει παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, προτείνω την απόρριψη της αιτιάσεως αυτής.

β)   Επί της δεύτερης αιτιάσεως

83.

Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, συμμερίζομαι την κριτική του Κοινοβουλίου σχετικά με την ασάφεια του επιχειρήματος της αναιρεσείουσας κατά το οποίο το Γενικό Δικαστήριο όφειλε «να συναγάγει τις έννομες συνέπειες του άρθρου 42 του νόμου της 29ης Ιουλίου 1881». Λαμβανομένης υπόψη της ανεπάρκειας της επιχειρηματολογίας, φρονώ ότι ούτε αυτή η αιτίαση πληροί τις προϋποθέσεις παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως, όπως αυτές έχουν καθοριστεί από τη νομολογία και μνημονευθεί ανωτέρω ( 33 ).

84.

Εντούτοις, για λόγους πληρότητας, θα εξετάσω την αιτίαση αυτή υπό το πρίσμα των σκέψεων 100 και 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες, κατά την αναιρεσείουσα, περιέχουν πλάνη εκτιμήσεως εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, παρά το γεγονός ότι αυτή δεν εξηγεί σε τι συνίσταται η εν λόγω πλάνη και ποιες είναι οι έννομες συνέπειές της.

85.

Προκαταρκτικώς, επισημαίνω ότι το άρθρο 42 του νόμου της 29ης Ιουλίου 1881, το οποίο επικαλείται η αναιρεσείουσα, καθορίζει τις κατηγορίες των προσώπων τα οποία ευθύνονται για αξιόποινες πράξεις που τελούνται διά του Τύπου. Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εν λόγω γαλλική διάταξη ανήκει στο εθνικό ποινικό δίκαιο. Μολονότι δεν γίνεται σαφώς αντιληπτό τι ακριβώς προσδοκούσε η αναιρεσείουσα από το Γενικό Δικαστήριο, φρονώ ότι αιτείται, κατ’ ουσίαν, την εφαρμογή του εθνικού δικαίου στην υπό κρίση υπόθεση. Αν αυτή η ερμηνεία της αιτιάσεως είναι ορθή, τότε προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα στήριξε το αίτημά της στην άποψη ότι η εν λόγω εθνική διάταξη μπορεί να της παράσχει πλεονέκτημα, επιτρέποντάς της να αποφύγει τις ποινικές διώξεις. Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν τεκμηριώνεται με αποδείξεις ή με πραγματικά στοιχεία. Επιπλέον, αμφιβάλλω για το κατά πόσον αυτό το επιμέρους ζήτημα είναι κρίσιμο για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας.

86.

Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν εναπόκειται στο Κοινοβούλιο να αποφανθεί επί του ζητήματος του καταλογισμού στον εμπλεκόμενο βουλευτή των προσαπτόμενων σε αυτόν πραγματικών περιστατικών, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα αυτή ανήκει στις αρχές του κράτους μέλους που υποβάλλει την αίτηση άρσεως της ασυλίας. Πράγματι, οι αρχές είναι αποκλειστικώς αρμόδιες να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν το ποινικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους, ενεργώντας κατ’ ενάσκηση της κρατικής κυριαρχίας (ius puniendi) ( 34 ). Οι ανωτέρω εκτιμήσεις ισχύουν a fortiori και για το Γενικό Δικαστήριο, η δικαιοδοτική αρμοδιότητα του οποίου περιορίζεται στην εξέταση της προσφυγής ακυρώσεως που ασκήθηκε κατά της επίμαχης αποφάσεως. Επομένως, αντιθέτως προς τα όσα φρονεί η αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο δεν είχε την εξουσία να εφαρμόσει το άρθρο 42 του νόμου της 29ης Ιουλίου 1881 στην προκειμένη περίπτωση.

87.

Κατά συνέπεια, ελλείψει πλάνης περί το δίκαιο, πρέπει να απορριφθεί και αυτή η αιτίαση.

γ)   Επί της τρίτης αιτιάσεως

88.

Όσον αφορά την τρίτη αιτίαση, συμμερίζομαι την άποψη του Κοινοβουλίου ότι ο απλός ισχυρισμός περί πρόδηλης πλάνης στην οποία φέρεται να υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την εκτίμηση αποδεικτικού στοιχείου –δηλαδή της διατάξεως της 26ης Απριλίου 2018, με την οποία ο αρμόδιος για την ανάκριση αντιπρόεδρος του tribunal de grande instance de Bobigny (πρωτοδικείου Bobigny) παρέπεμψε την αναιρεσείουσα ενώπιον του tribunal correctionnel (πλημμελειοδικείου)– δεν πληροί τα προαναφερθέντα κριτήρια όσον αφορά την ακρίβεια των λόγων αναιρέσεως. Μεταξύ άλλων, δεν γίνεται αντιληπτό ποια είναι η πλάνη που φέρεται να εμφιλοχώρησε ούτε ποιες είναι οι «έννομες συνέπειες» που το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να συναγάγει από την εκτίμηση του εν λόγω αποδεικτικού στοιχείου.

89.

Ωστόσο, για λόγους πληρότητας, θα εξετάσω αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στη σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία αναφέρεται με τις παρατηρήσεις της η αναιρεσείουσα.

90.

Όπως επισήμανα στις προκαταρκτικές παρατηρήσεις μου, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αναιρετικής διαδικασίας περιορίζεται στα νομικά ζητήματα, πράγμα που συνεπάγεται, όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, μεταξύ άλλων, ότι το Δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει αν το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε τα σωστά κριτήρια, αν προέβη στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των εν λόγω πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων και αν συνήγαγε εξ αυτών νομικώς βάσιμα συμπεράσματα ( 35 ).

91.

Φρονώ ότι η αναιρεσείουσα χρησιμοποιεί τις πληροφορίες που περιέχονται στην προαναφερθείσα διάταξη της 26ης Απριλίου 2018 ως αποδεικτικό στοιχείο, προκειμένου να τεκμηριώσει τη θέση ότι δεν έπρεπε να ασκηθεί εναντίον της δικαστική δίωξη, δεδομένου ότι το επίμαχο tweet το δημοσίευσε ο βοηθός της. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα διαμαρτύρεται με τα δικόγραφά της για το γεγονός ότι ήταν «η μόνη που παραπέμφθηκε ενώπιον του tribunal correctionnel [(πλημμελειοδικείου)], ενώ το αξιόποινο της πράξεως του βοηθού της παραγράφηκε». Αν υποτεθεί ότι αυτή η ερμηνεία της θέσης της αναιρεσείουσας είναι ορθή, προκύπτει ότι η τελευταία προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν συνήγαγε εκ των ανωτέρω τις «έννομες συνέπειες», ότι δηλαδή δεν ακύρωσε την επίμαχη απόφαση για τον λόγο ότι αυτή στηριζόταν σε καθ’ υπόθεση εσφαλμένη παραδοχή, δηλαδή στην ποινική ευθύνη της αναιρεσείουσας.

92.

Στο επιχείρημα αυτό πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, όπως προαναφέρθηκε, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί του ζητήματος του καταλογισμού στον εμπλεκόμενο βουλευτή των προσαπτόμενων σε αυτόν πραγματικών περιστατικών, δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό άπτεται αποκλειστικώς του εθνικού δικαίου ( 36 ). Κατά συνέπεια, ανεξάρτητα από την έκβαση των εν εξελίξει ποινικών διώξεων, οι οποίες σκοπούν ακριβώς στη διαλεύκανση του ζητήματος αυτού και είναι δυνατόν να καταλήξουν είτε στην καταδίκη είτε στην αθώωση της αναιρεσείουσας, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να υποκαταστήσει τις εθνικές δικαστικές αρχές ακυρώνοντας την επίμαχη απόφαση, επειδή δεν συνέτρεχε ενδεχομένως ποινική ευθύνη. Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο απείχε από την κρίση επί της ποινικής ευθύνης της αναιρεσείουσας και περιορίστηκε σε απλή μνεία της εν λόγω διατάξεως, από την οποία προκύπτει ότι ο ανακριτής δικαστής διαθέτει επαρκή στοιχεία που δικαιολογούν την παραπομπή της αναιρεσείουσας ενώπιον του tribunal correctionnel (πλημμελειοδικείου).

93.

Η επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας, στο μέτρο που στηρίζεται σε πρόδηλη παραγνώριση της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστικών αρχών και του δικαστή της Ένωσης, πρέπει να απορριφθεί.

94.

Περαιτέρω, η αναιρεσείουσα φαίνεται να αμφισβητεί το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο περιέχεται στη σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με την καθ’ υπόθεση έλλειψη fumus persecutionis. Κατά την άποψή της, η προαναφερθείσα διάταξη «καταδεικνύει το μένος δικαστικού λειτουργού εναντίον εκλεγμένου προσώπου, το οποίο σύρεται με κάθε τίμημα ενώπιον του [tribunal correctionnel (πλημμελειοδικείου)]» με την «πρόθεση προκλήσεως βλάβης σε βάρος του σε πολιτικό επίπεδο». Εξ αυτού συνάγεται ότι η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν εκτίμησε ορθώς τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως και ότι δεν ακύρωσε, κατά συνέπεια, την επίμαχη απόφαση.

95.

Συναφώς, επισημαίνω εξαρχής ότι από την επίμαχη απόφαση προκύπτει σαφώς ότι το Κοινοβούλιο, κατόπιν εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε υπόνοια fumus persecutionis. Ειδικότερα, η έκθεση επί της αιτήσεως άρσεως της ασυλίας την οποία συνέταξε η επιτροπή νομικών θεμάτων του Κοινοβουλίου αναφέρει ρητώς ότι «δεν υφίσταται αρκούντως σοβαρή ένδειξη ότι η προκαταρκτική εξέταση που κινήθηκε κατόπιν της εγκλήσεως της CAF για δυσφήμηση σε βάρος διοικητικής αρχής ασκήθηκε με σκοπό να θιγεί η κοινοβουλευτική δραστηριότητα της [νυν αναιρεσείουσας]». Επομένως, δεν συνέτρεχε κανένας αντικειμενικός λόγος ώστε η ειλικρίνεια ή το κύρος της εκτιμήσεως αυτής να τεθεί εν αμφιβόλω από το Γενικό Δικαστήριο. Αντιθέτως, η εκτίμηση αυτή μάλλον επιβεβαιώθηκε, για το Γενικό Δικαστήριο, από τις πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στη διάταξη της 26ης Απριλίου 2018, από τις οποίες προέκυπτε η ύπαρξη επαρκών στοιχείων που δικαιολογούσαν την παραπομπή της αναιρεσείουσας ενώπιον του tribunal correctionnel (πλημμελειοδικείου). Συνεπώς, η αναιρεσείουσα εσφαλμένως θεώρησε ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον αρνήθηκε να αναγνωρίσει ότι συνέτρεχε κίνδυνος ασκήσεως διώξεων με μοναδικό σκοπό την πρόκληση βλάβης σε βάρος της.

96.

Ως εκ περισσού, τονίζω ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 83 έως 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προέβη σε εμπεριστατωμένη ανάλυση των επιχειρημάτων που προέβαλε η νυν αναιρεσείουσα προς στήριξη της υπάρξεως fumus persecutionis και, κατόπιν της αναλύσεως αυτής, απέρριψε τα επιχειρήματα αυτά στο σύνολό τους. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου και ότι η αναιρεσείουσα δεν προέβαλε κανένα συνεκτικό και επαρκώς τεκμηριωμένο επιχείρημα, ικανό να θέσει εν αμφιβόλω τη συμφωνία της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου προς τις δικονομικές αρχές που διέπουν την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, οι κρίσεις του Γενικού Δικαστηρίου ως προς την έλλειψη ενδείξεων fumus persecutionis στην υπό κρίση υπόθεση πρέπει να επικυρωθούν.

97.

Επομένως, ελλείψει πλάνης κατά την εκτίμηση της διατάξεως της 26ης Απριλίου 2018 ως αποδεικτικού στοιχείου, το επιχείρημα που προβάλλει η αναιρεσείουσα πρέπει να θεωρηθεί αβάσιμο.

98.

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η εν λόγω αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

δ)   Ενδιάμεσο συμπέρασμα

99.

Κατόπιν της ανωτέρω αναλύσεως, φρονώ ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Προτείνω να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτος ή, εν πάση περιπτώσει, ως προδήλως αβάσιμος.

VII. Πρόταση

100.

Βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) ΕΕ 2016, C 202, σ. 266.

( 3 ) Απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2011, Patriciello (C‑163/10, στο εξής: απόφαση Patriciello, EU:C:2011:543).

( 4 ) Απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2013, Gollnisch κατά Κοινοβουλίου (T‑346/11 και T‑347/11, EU:T:2013:23, σκέψη 107).

( 5 ) Σκέψεις 88 και 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 6 ) Σκέψη 96 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 7 ) Απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2008, Marra (C‑200/07 και C‑201/07, EU:C:2008:579).

( 8 ) Απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2008, Marra (C‑200/07 και C‑201/07, EU:C:2008:579, σκέψη 24).

( 9 ) Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019 (C‑502/19, EU:C:2019:1115, σκέψεις 82 έως 84).

( 10 ) Διατάξεις της 16ης Σεπτεμβρίου 2010, Dominio de la Vega κατά ΓΕΕΑ (C‑459/09 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:533, σκέψη 44), και της 21ης Μαρτίου 2019, Gollnisch κατά Κοινοβουλίου (C‑330/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:240, σκέψη 109).

( 11 ) Διάταξη της 21ης Μαρτίου 2019, Gollnisch κατά Κοινοβουλίου (C‑330/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:240, σκέψη 110).

( 12 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Jääskinen στην υπόθεση Βέλγιο κατά Deutsche Post και DHL International (C‑148/09 P, EU:C:2010:726, σημείο 76).

( 13 ) ΕΔΔΑ της 8ης Οκτωβρίου 2009 (CE:ECHR:2009:1008JUD001266206).

( 14 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 15 ) Βλ. σημείο 38 των παρουσών προτάσεων.

( 16 ) Απόφαση Patriciello, σκέψη 35. Η υπογράμμιση δική μου.

( 17 ) Πρβλ. Mehta, R., «Sir Thomas’s blushes: protecting parliamentary immunity in modern parliamentary democracies», European Human Rights Law Review, 2012, αριθ. 3, σ. 309. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι δεν είναι ευχερής ο ακριβής ορισμός των καθηκόντων των βουλευτών, δεδομένου ότι ο ρόλος τους εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου και προσαρμόζεται στις εκάστοτε περιστάσεις. Κατά τον συγγραφέα, η επιφυλακτικότητα ως προς την αποδοχή της δυνατότητας των βουλευτών να εκφράζονται επί τοπικών θεμάτων είναι κατανοητή, καθώς η Ένωση αποτελεί, σε τελική ανάλυση, «μόρφωμα περιορισμένων αρμοδιοτήτων». Από την άλλη πλευρά, μια προσέγγιση που αποδέχεται μόνο δραστηριότητες σχετικές με υπερεθνικά ζητήματα θα ήταν υπέρμετρα περιοριστική, δεδομένου ιδίως ότι ορισμένα επιμέρους τοπικά και περιφερειακά ζητήματα είναι κρίσιμα για τις πολιτικές της Ένωσης, όπως για παράδειγμα στον τομέα των αγροτικών ενισχύσεων, της περιφερειακής ανάπτυξης και των κανόνων του μεταναστευτικού δικαίου.

( 18 ) Απόφαση Patriciello, σκέψη 34.

( 19 ) Απόφαση Patriciello, σκέψεις 37 και 38.

( 20 ) Απόφαση Patriciello, σκέψη 36. Η υπογράμμιση δική μου.

( 21 ) Βλ. σημείο 36 των παρουσών προτάσεων.

( 22 ) Απόφαση Patriciello, σκέψη 32.

( 23 ) Βλ. σημείο 36 των παρουσών προτάσεων.

( 24 ) Όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2008, Marra (C‑200/07 και C‑201/07, EU:C:2008:579, σκέψεις 32 έως 42), η εκτίμηση σχετικά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής της ασυλίας ευρωβουλευτή εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων. Αν τα εν λόγω δικαστήρια έχουν, κατά την εφαρμογή του άρθρου 8 του πρωτοκόλλου, αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία του άρθρου αυτού, έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ερώτημα ως προς την ερμηνεία του εν λόγω άρθρου του πρωτοκόλλου, ενώ τα τελευταίου βαθμού δικαστήρια έχουν την υποχρέωση, στην περίπτωση αυτή, να υποβάλουν στο Δικαστήριο αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης. Ωστόσο, το Δικαστήριο τόνισε ότι το Κοινοβούλιο και οι εθνικές δικαστικές αρχές υπέχουν υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας, ώστε να αποφεύγεται κάθε διαμάχη ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων του πρωτοκόλλου, πράγμα που σημαίνει στην πράξη ότι, εφόσον έχει ασκηθεί αγωγή κατά ευρωβουλευτή ενώπιον εθνικού δικαστηρίου και το δικαστήριο αυτό έχει πληροφορηθεί ότι έχει κινηθεί η διαδικασία για την υπεράσπιση των προνομίων και ασυλιών του ευρωβουλευτή αυτού, το εν λόγω δικαστήριο πρέπει να αναστείλει τη δίκη και να ζητήσει από το Κοινοβούλιο να διατυπώσει τη γνώμη του όσο το δυνατόν συντομότερα.

( 25 ) Όπως επισημαίνει ο γενικός εισαγγελέας Ν. Jääskinen στις προτάσεις του στην υπόθεση Patriciello (C‑163/10, EU:C:2011:379, σημεία 80 έως 87), από εννοιολογικής απόψεως, είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να γίνει σαφής διάκριση μεταξύ «αξιολογικών κρίσεων» και «πραγματικών προτάσεων» στο πεδίο του δικαίου. Επιπλέον, τονίζει ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν διαχωρίζει εντελώς τις δυο έννοιες, ήτοι δεν διακρίνει μεταξύ «καθαρής γνώμης» και «πραγματικών ισχυρισμών», αλλά μεταξύ «αμιγώς πραγματικών ισχυρισμών» και «μικτών δηλώσεων» που περιλαμβάνουν τόσο πραγματικά στοιχεία όσο και έκφραση γνώμης. Ο γενικός εισαγγελέας υποστηρίζει την άποψη ότι τα μέλη του Κοινοβουλίου πρέπει να είναι σε θέση να μεταφέρουν τις ανησυχίες και να υπερασπίζουν τα συμφέροντα των εκλογέων. Για τον λόγο αυτόν, επιβάλλεται να μπορούν, υπό την προστασία που τους παρέχει το ανεύθυνο, να διατυπώσουν ελεύθερα πραγματικές προτάσεις οι οποίες δεν έχουν επαληθευτεί ή ενδέχεται να αποδειχτούν αναληθείς. Στις περισσότερες περιπτώσεις, πρόκειται για μικτές δηλώσεις υπό την έννοια της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Συνεπώς, στα μέλη του Κοινοβουλίου πρέπει να παρέχεται το «τεκμήριο της αμφιβολίας».

( 26 ) Βλ. διατάξεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2012, Total και Elf Aquitaine κατά Επιτροπής (C‑495/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:571, σκέψη 21), της 19ης Ιουνίου 2019, Linak κατά EUIPO (C‑820/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:514, σκέψεις 15 και 18), καθώς και της 2ας Ιουλίου 2019, Seven κατά Shenzhen Jiayz Photo Industrial (C‑31/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:554, σκέψεις 9 και 13).

( 27 ) Βλ. σημείο 57 των παρουσών προτάσεων.

( 28 ) Πρβλ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Jääskinen στην υπόθεση Patriciello (C‑163/10, EU:C:2011:379, σημείο 97), ο οποίος προτείνει να ενταχθούν στον πυρήνα της έννοιας της ασυλίας οι πράξεις που συνίστανται στην κατ’ εξοχήν άσκηση των καθηκόντων των μελών του Κοινοβουλίου. Οι πράξεις αυτές περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, κάθε γνώμη ή ψήφο δοθείσα εντός του Κοινοβουλίου, στις επιτροπές, στις αντιπροσωπείες και στα πολιτικά όργανα του Κοινοβουλίου, καθώς και στις πολιτικές ομάδες. Ο γενικός εισαγγελέας προτείνει να συμπεριληφθούν πράξεις όπως η συμμετοχή σε διασκέψεις, αποστολές και πολιτικές συναντήσεις εκτός Κοινοβουλίου, υπό την ιδιότητα του μέλους του Κοινοβουλίου.

( 29 ) Βλ. σημείο 36 των παρουσών προτάσεων.

( 30 ) Αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 2008, Marra (C‑200/07 και C‑201/07, EU:C:2008:579, σκέψη 26), καθώς και Patriciello, σκέψη 25.

( 31 ) Αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 2018, mobile.de κατά EUIPO (C‑418/16 P, EU:C:2018:128, σκέψη 35), της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Mallis κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑105/15 P έως C‑109/15 P, EU:C:2016:702, σκέψεις 33 και 34), της 24ης Μαρτίου 2011, ISD Polska κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑369/09 P, EU:C:2011:175), καθώς και της 22ας Νοεμβρίου 2007, Cofradía de pescadores San Pedro de Bermeo κ.λπ. κατά Συμβουλίου (C‑6/06 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2007:702, σκέψη 34).

( 32 ) Διάταξη της 21ης Μαρτίου 2012, Fidelio κατά ΓΕΕΑ (C‑87/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:154, σκέψη 62).

( 33 ) Βλ. σημείο 77 των παρουσών προτάσεων.

( 34 ) Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer στην υπόθεση Van Straaten (C‑150/05, EU:C:2006:381, σημείο 63), ο οποίος υποστηρίζει ότι κάθε δικαστική απόφαση, είτε καταδικαστική είτε αθωωτική, αποτελεί «έκφραση του jus puniendi».

( 35 ) Πρβλ. Wathelet, M., Contentieux européen, Larcier, 2η έκδοση, Βρυξέλλες 2014, σ. 479.

( 36 ) Βλ. σημείο 86 των παρουσών προτάσεων.