ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 26ης Μαρτίου 2020 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Εισφορά κεφαλαίου και κρατικές εγγυήσεις – Έννοια της κρατικής ενισχύσεως – Έννοια του όρου “πλεονέκτημα” – Αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία – Κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή – Υποχρέωση επιμελούς και αμερόληπτης εξετάσεως την οποία υπέχει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Δικαστικός έλεγχος – Βάρος αποδείξεως – Έννοια της “προβληματικής επιχειρήσεως” – Κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση – Ανακοίνωση περί εγγυήσεων – Προσωρινό πλαίσιο του 2011 – Ύψος των προς ανάκτηση ενισχύσεων – Υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχουν η Επιτροπή και το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης»

Στην υπόθεση C‑244/18 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 4 Απριλίου 2018,

Λάρκο Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική ΑΕ, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τους Ι. Δρυλλεράκη, Ε. Ράντο, Ν. Κορογιαννάκη, Η. Σουφλερό, Ευ. Τριανταφύλλου και Γ. Ψαρουδάκη, δικηγόρους,

αναιρεσείουσα,

όπου έτερος διάδικος είναι η:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους É. Gippini Fournier και Α. Μπουχάγιαρ,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, P. G. Xuereb και T. von Danwitz, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Οκτωβρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η Λάρκο Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική ΑΕ (στο εξής: Λάρκο) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 1ης Φεβρουαρίου 2018, Λάρκο κατά Επιτροπής (T-423/14, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2018:57), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της νυν αναιρεσείουσας με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως 2014/539/ΕΕ της Επιτροπής, της 27ης Μαρτίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.34572 (13/C) (πρώην 13/NN) που χορήγησε η Ελλάδα προς τη Λάρκο Γενική Μεταλλευτική & Μεταλλουργική Εταιρία ΑΕ (ΕΕ 2014, L 254, σ. 24, στο εξής: επίμαχη απόφαση).

Το νομικό πλαίσιο

Οι κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση

2

Τα σημεία 9 έως 11 των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, C 244, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση) προβλέπουν τα εξής:

«9.

Δεν υπάρχει κοινοτικός ορισμός της προβληματικής επιχείρησης. Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι μία επιχείρηση είναι προβληματική, κατά την έννοια των παρουσών κατευθυντηρίων γραμμών, εφόσον δεν είναι ικανή, με δικούς της οικονομικούς πόρους ή με τους πόρους που είναι ικανή να εξασφαλίσει από τους ιδιοκτήτες/μέτοχους της και τους πιστωτές της, να ανακόψει τη ζημιογόνο πορεία της, η οποία, χωρίς εξωτερική παρέμβαση από το κράτος, θα την οδηγήσει προς μία σχεδόν βέβαιη οικονομική εξαφάνιση βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα.

10.

Συγκεκριμένα, μια επιχείρηση θεωρείται καταρχήν και ανεξαρτήτως μεγέθους προβληματική, κατά την έννοια των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

εάν πρόκειται για εταιρεία περιορισμένης ευθύνης [...], εφόσον έχει απολεσθεί πάνω από το μισό του εγγεγραμμένου της κεφαλαίου και άνω του ενός τετάρτου του κεφαλαίου αυτού έχει απολεσθεί κατά τη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών, ή·

β)

εάν πρόκειται για εταιρεία στην οποία τουλάχιστον ορισμένα μέλη έχουν απεριόριστη ευθύνη για τα χρέη της εταιρείας [...], εφόσον έχει απολεσθεί πάνω από το μισό του κεφαλαίου της, όπως εμφανίζεται στους λογαριασμούς της εταιρείας, και πάνω από το ένα τέταρτο του κεφαλαίου αυτού έχει απολεσθεί κατά τη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών, ή·

γ)

ανεξάρτητα από τη μορφή της εταιρείας, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις του εθνικού δικαίου που τη διέπει όσον αφορά την υπαγωγή της σε συλλογική πτωχευτική διαδικασία.

11.

Ακόμα και στην περίπτωση που δεν συντρέχει καμία από τις περιστάσεις που αναφέρονται στο σημείο 10, μια εταιρεία μπορεί να συνεχίσει να θεωρείται προβληματική, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν οι συνήθεις ενδείξεις μιας προβληματικής επιχείρησης όπως αύξηση των ζημιών, μείωση του κύκλου εργασιών, διόγκωση των αποθεμάτων, πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, φθίνουσα ταμειακή ροή, αυξανόμενη δανειοληψία, αύξηση των οικονομικών επιβαρύνσεων καθώς και εξασθένιση ή εξαφάνιση της αξίας του καθαρού ενεργητικού. Στις σοβαρότερες περιπτώσεις, η επιχείρηση μπορεί να έχει ήδη κηρυχθεί σε πτώχευση ή να αποτελεί αντικείμενο συλλογικής πτωχευτικής διαδικασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που τη διέπει. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές ισχύουν για κάθε ενίσχυση που χορηγείται στο πλαίσιο τέτοιας διαδικασίας και η οποία επιτρέπει στην επιχείρηση να συνεχίσει τη δραστηριότητά της. Σε κάθε περίπτωση, μία προβληματική επιχείρηση είναι επιλέξιμη μόνο εφόσον αποδεδειγμένα αδυνατεί να εξασφαλίσει την ανάκαμψή της με δικούς της πόρους ή με την λήψη κεφαλαίων από τους ιδιοκτήτες/μετόχους ή από πηγές της αγοράς.»

Η ανακοίνωση περί εγγυήσεων

3

Η ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων [107] και [108 ΣΛΕΕ] στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (ΕΕ 2008, C 155, σ. 10, στο εξής: ανακοίνωση περί εγγυήσεων) προβλέπει στο σημείο της 2.1, τρίτο εδάφιο, τα ακόλουθα:

«Για να αποφευχθούν τυχόν αμφιβολίες, θα πρέπει να διευκρινιστεί η έννοια των κρατικών πόρων όσον αφορά τις κρατικές εγγυήσεις. Το πλεονέκτημα μιας κρατικής εγγύησης είναι ότι ο κίνδυνος που συνδέεται με την εγγύηση αναλαμβάνεται από το δημόσιο. Κανονικά, για την ανάληψη αυτού του κινδύνου από το κράτος θα έπρεπε να προβλέπεται η καταβολή μιας ενδεδειγμένης προμήθειας εγγύησης. Όταν το κράτος δεν απαιτεί την καταβολή αυτής της προμήθειας, τότε όχι μόνο χορηγείται ένα πλεονέκτημα στην επιχείρηση, αλλά δαπανώνται και κρατικοί πόροι. Έτσι, ακόμη και σε περίπτωση που το κράτος δεν χρειαστεί ποτέ να καταβάλει πληρωμές στο πλαίσιο της εγγύησης, μπορεί εντούτοις να υπάρχει κρατική ενίσχυση βάσει του άρθρου [107,] παράγραφος 1, [ΣΛΕΕ]. Η ενίσχυση χορηγείται όταν παρέχεται η εγγύηση, και όχι όταν η εγγύηση καταπίπτει ή όταν πραγματοποιούνται οι πληρωμές σύμφωνα με τους όρους της εγγύησης. Η εκτίμηση του κατά πόσο μία εγγύηση συνιστά κρατική ενίσχυση, και, αν ναι, ο προσδιορισμός του ποσού της κρατικής ενίσχυσης, πρέπει να πραγματοποιείται κατά τη στιγμή που παρέχεται η εγγύηση.»

4

Το σημείο 3.2, στοιχεία αʹ και δʹ, της ανακοινώσεως αυτής έχει ως ακολούθως:

«Όσον αφορά μια μεμονωμένη κρατική εγγύηση, η Επιτροπή θεωρεί ότι αρκεί να πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις προκειμένου να διασφαλίζεται η απουσία κρατικής ενίσχυσης.

α)

Ο δανειολήπτης δεν αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες.

Για να διαπιστωθεί κατά πόσον ο δανειολήπτης αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες, λαμβάνεται υπόψη ο ορισμός που περιλαμβάνεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τις ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης. Οι ΜΜΕ που έχουν συσταθεί εδώ και λιγότερο από τρία χρόνια δεν θεωρείται ότι αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες για την εν λόγω περίοδο για τους σκοπούς της παρούσας ανακοίνωσης.

[...]

δ)

καταβάλλεται για την εγγύηση τιμή που καθορίζεται βάσει κριτηρίων αγοράς.

Όπως αναφέρεται στο σημείο 2.1, η ανάληψη του κινδύνου θα πρέπει κανονικά να ανταμείβεται με μια κατάλληλη προμήθεια εγγύησης επί του ποσού για το οποίο παρέχεται εγγύηση ή αντεγγύηση. Σε περίπτωση που η τιμή που καταβλήθηκε για την εγγύηση είναι τουλάχιστον ίση με την αντίστοιχη προμήθεια αναφοράς που εφαρμόζεται στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η εγγύηση δεν περιλαμβάνει στοιχεία ενίσχυσης.

Εάν στις χρηματοπιστωτικές αγορές δεν εφαρμόζονται αντίστοιχες προμήθειες αναφοράς, το συνολικό χρηματοοικονομικό κόστος του δανείου που καλύπτεται από την εγγύηση, συμπεριλαμβανομένου του επιτοκίου του δανείου και της προμήθειας εγγύησης θα πρέπει να συγκριθεί με την αγοραία τιμή παρόμοιου μη εγγυημένου δανείου.

Και στις δύο περιπτώσεις, για να προσδιοριστεί η αντίστοιχη αγοραία τιμή, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα χαρακτηριστικά της εγγύησης και του υποκείμενου δανείου. Σε αυτά περιλαμβάνονται: το ποσό και η διάρκεια της συναλλαγής, η παρεχόμενη από τον δανειολήπτη ασφάλεια και άλλα στοιχεία του ιστορικού που διαμορφώνουν την εκτίμηση του ποσοστού ανάκτησης, η πιθανότητα αθέτησης των υποχρεώσεων του δανειολήπτη λόγω της οικονομικής του κατάστασης, ο τομέας στον οποίο δραστηριοποιείται και οι προοπτικές καθώς και άλλες οικονομικές συνθήκες. Η ανάλυση αυτή θα πρέπει ιδίως να επιτρέπει την κατάταξη του δανειολήπτη σε μια κατηγορία κινδύνου. Η κατάταξη αυτή μπορεί να παρέχεται από διεθνώς αναγνωρισμένο οργανισμό διαβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας ή, εφόσον υπάρχει, από την εσωτερική διαβάθμιση που χρησιμοποιεί η τράπεζα που παρέχει το υποκείμενο δάνειο. Εν προκειμένω, η Επιτροπή επιθυμεί να επισημάνει τη σχέση μεταξύ πιστοληπτικής διαβάθμισης και ποσοστού αθέτησης των υποχρεώσεων που αναγνωρίζεται από διεθνή πιστωτικά ιδρύματα, των οποίων οι εργασίες διατίθενται επίσης δημοσίως [...]. Για να αξιολογηθεί κατά πόσο η προμήθεια εγγύησης είναι σύμφωνη με τους όρους της αγοράς, τα κράτη μέλη μπορούν να πραγματοποιούν σύγκριση των τιμών που καταβάλλονται στην αγορά από επιχειρήσεις με παρόμοια πιστοληπτική διαβάθμιση.

Η Επιτροπή δεν θα δέχεται, συνεπώς, ότι η προμήθεια της εγγύησης μπορεί να οριστεί ως ένα ενιαίο ποσοστό που θα είχε γενικευμένη ισχύ για το σύνολο του κλάδου.»

5

Με το σημείο 3.6 της εν λόγω ανακοινώσεως διευκρινίζονται τα εξής:

«Η μη εκπλήρωση μιας από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα σημεία 3.2 έως 3.5 δεν σημαίνει ότι η εγγύηση αυτή ή το καθεστώς εγγυήσεων θεωρείται αυτόματα ότι συνιστά κρατική ενίσχυση. Εάν υπάρχουν αμφιβολίες για το κατά πόσον μια σχεδιαζόμενη εγγύηση ή ένα σχεδιαζόμενο καθεστώς εγγυήσεων έχουν χαρακτήρα κρατικής ενίσχυσης, τα εν λόγω σχέδια θα πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή.»

6

Στο σημείο 4.1, πρώτο και δεύτερο εδάφιο καθώς και τρίτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεως εκτίθενται τα ακόλουθα:

«Όταν μια μεμονωμένη εγγύηση ή καθεστώς εγγυήσεων δεν πληροί την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς, θεωρείται ότι περιλαμβάνει στοιχείο κρατικής ενίσχυσης. Το στοιχείο κρατικής ενίσχυσης πρέπει, συνεπώς, να εκφραστεί σε ποσοτικούς όρους προκειμένου να εξεταστεί κατά πόσο η ενίσχυση θα μπορούσε να είναι συμβιβάσιμη δυνάμει κάποιας συγκεκριμένης εξαίρεσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις. Κατ’ αρχήν, το στοιχείο κρατικής ενίσχυσης θεωρείται ότι είναι η διαφορά μεταξύ της ενδεδειγμένης αγοραίας τιμής για την εγγύηση που χορηγείται μεμονωμένα ή μέσω καθεστώτος εγγυήσεων και της πραγματικής τιμής που καταβάλλεται για το μέτρο αυτό.

Τα ετήσια ισοδύναμα επιχορήγησης που προκύπτουν θα πρέπει να αναχθούν στην παρούσα αξία τους με τη χρησιμοποίηση του επιτοκίου αναφοράς, και να προστεθούν για να υπολογιστεί το συνολικό ισοδύναμο επιχορήγησης.

Κατά τον υπολογισμό του στοιχείου ενίσχυσης μιας εγγύησης, η Επιτροπή θα αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή στα ακόλουθα στοιχεία:

α)

κατά πόσο σε περίπτωση μεμονωμένων εγγυήσεων αντιμετωπίζει ο δανειολήπτης οικονομικές δυσχέρειες. Κατά πόσο σε περίπτωση καθεστώτων εγγυήσεων, προβλέπεται στα κριτήρια επιλεξιμότητας του καθεστώτος η δυνατότητα αποκλεισμού τέτοιων επιχειρήσεων [βλέπε λεπτομέρειες στο σημείο 3.2, στοιχείο αʹ].

Η Επιτροπή σημειώνει ότι για επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες, ένας εγγυητής της αγοράς, εφόσον υπήρχε, θα χρέωνε κατά το χρόνο χορήγησης της εγγύησης υψηλή προμήθεια λαμβάνοντας υπόψη το αναμενόμενο ποσοστό αθέτησης των υποχρεώσεων της επιχείρησης. Στην περίπτωση που η πιθανότητα ο δανειολήπτης να μην είναι σε θέση να εξοφλήσει το δάνειο καθίσταται ιδιαίτερα υψηλή, ενδέχεται να μην υφίσταται τέτοια προμήθεια στην αγορά και μάλιστα σε εξαιρετικές περιπτώσεις το στοιχείο ενίσχυσης της εγγύησης μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι ίσο με το ποσό που καλύπτεται πραγματικά από την εν λόγω εγγύηση».

Το προσωρινό πλαίσιο του 2011

7

Στην ανακοίνωση της Επιτροπής περί προσωρινού πλαισίου της Ένωσης για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης (ΕΕ 2011, C 6, σ. 5, στο εξής: προσωρινό πλαίσιο του 2011) επισημαίνονται, στο σημείο 2.3, πρώτο εδάφιο και δεύτερο εδάφιο, στοιχεία στʹ και θʹ, τα εξής:

«Για να ενισχυθεί περαιτέρω η πρόσβαση σε χρηματοδότηση και να μειωθεί η σημερινή μεγάλη απροθυμία ανάληψης κινδύνων από μέρους των τραπεζών, οι επιδοτούμενες εγγυήσεις δανείων για περιορισμένο χρονικό διάστημα μπορούν να αποτελέσουν μια ενδεδειγμένη και στοχευμένη λύση που θα προσφέρει στις επιχειρήσεις ευκολότερη πρόσβαση σε χρηματοδότηση.

Η Επιτροπή θα θεωρήσει αυτή την κρατική ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, [ΣΛΕΕ], εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

[...]

στ)

η εγγύηση δεν υπερβαίνει το 80 % του δανείου για τη διάρκειά του·

[...]

θ)

προβληματικές επιχειρήσεις [όπως αυτές ορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση] αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του μέτρου.»

8

Το προσωρινό πλαίσιο του 2011 περιλαμβάνει, στο παράρτημά του, πίνακα σχετικά με το προσωρινό πλαίσιο των προμηθειών ασφαλείας σε μονάδες βάσης αναλόγως της πιστοληπτικής διαβαθμίσεως εκ μέρους του οργανισμού διαβαθμίσεως πιστοληπτικής ικανότητας Standard & Poor’s.

Το ιστορικό της διαφοράς

9

Το ιστορικό της διαφοράς συνοψίζεται στις σκέψεις 1 έως 14 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως ακολούθως:

«1

Η [Λάρκο] είναι μεγάλη επιχείρηση που εξειδικεύεται στην εξόρυξη και επεξεργασία μεταλλεύματος λατερίτη, την εξόρυξη λιγνίτη και την παραγωγή σιδηρονικελίου και υποπροϊόντων του.

2

Η εταιρία αυτή ιδρύθηκε το 1989, ως νέα επιχειρηματική οντότητα, κατόπιν της εκκαθαρίσεως της Ελληνικής Μεταλλευτικής και Μεταλλουργικής ΑΕ. Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, ανήκε σε τρεις μετόχους: στο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο κατείχε το 55,2 % των μετοχών της μέσω του Ταμείου Αξιοποιήσεως της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου, σε ένα ιδιωτικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, συγκεκριμένα δε την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ (στο εξής: ΕΤΕ), που κατείχε το 33,4 % των μετοχών, και στη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (που αποτελεί τον κύριο παραγωγό ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, πλειοψηφικός μέτοχος της οποίας είναι το Δημόσιο), που κατείχε το 11,4 % των μετοχών.

3

Τον Μάρτιο του 2012, το Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου γνωστοποίησε στην […] Επιτροπή την ύπαρξη σχεδίου ιδιωτικοποιήσεως της Λάρκο.

4

Τον Απρίλιο του 2012, η Επιτροπή κίνησε αυτεπαγγέλτως προκαταρκτικό έλεγχο της εν λόγω προτάσεως ιδιωτικοποιήσεως, σύμφωνα με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων.

5

Ο έλεγχος αυτός είχε ως αντικείμενο τα ακόλουθα έξι μέτρα:

το πρώτο εκ των μέτρων αυτών αφορούσε, αφενός, συμφωνία του 1998, συναφθείσα μεταξύ της Λάρκο και των βασικών πιστωτών της, περί διευθετήσεως του χρέους της πρώτης, βάσει της οποίας τα χρέη της εταιρίας αυτής προς τους πιστωτές της έπρεπε να εξοφληθούν με ετήσιο επιτόκιο 6 %, και, αφετέρου, την εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου μη είσπραξη του χρέους αυτού (στο εξής: μέτρο 1)·

το δεύτερο μέτρο αφορούσε εγγύηση για δάνειο ύψους 30 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο χορήγησε η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ (στο εξής: ΑΤΕ) στη Λάρκο, εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου το 2008 (στο εξής: μέτρο 2 […]). Η εγγύηση αυτή κάλυπτε το σύνολο του δανείου για μέγιστη χρονική διάρκεια τριών ετών και συνεπαγόταν προμήθεια εγγυήσεως ύψους 1 % σε ετήσια βάση·

το τρίτο μέτρο αφορούσε αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου κατά 134 εκατομμύρια ευρώ, η οποία προτάθηκε το 2009 από το διοικητικό συμβούλιο της Λάρκο, εγκρίθηκε από τους τρεις μετόχους της και ως προς την οποία άσκησε τα δικαιώματά του στο ακέραιο το Ελληνικό Δημόσιο και εν μέρει η ΕΤΕ (στο εξής: μέτρο 3 [...])·

το τέταρτο μέτρο αφορούσε εγγύηση αορίστου διαρκείας την οποία χορήγησε το Δημόσιο το 2010, προκειμένου να καλύψει πλήρως εγγυητική επιστολή που θα χορηγούσε η ΕΤΕ στη Λάρκο για ποσό ύψους περίπου 10,8 εκατομμυρίων ευρώ και η οποία προέβλεπε προμήθεια εγγυήσεως ποσοστού 2 % σε ετήσια βάση (στο εξής: μέτρο 4 [...]). Η επίμαχη εγγυητική επιστολή διασφάλιζε την αναστολή εκτελέσεως, εκ μέρους του Αρείου Πάγου (Ελλάδα), αποφάσεως με την οποία το Εφετείο Αθηνών (Ελλάδα) δεχόταν την ύπαρξη οφειλής της Λάρκο προς δανειστή της ύψους 10,8 εκατομμυρίων ευρώ·

το πέμπτο μέτρο αφορούσε εγγυητικές επιστολές των οποίων η κατάθεση αντικαθιστούσε, βάσει αποφάσεως ελληνικού δικαστηρίου, την υποχρέωση προκαταβολής του 25 % φορολογικού προστίμου (στο εξής: μέτρο 5)·

το έκτο μέτρο αφορούσε δύο εγγυήσεις που χορήγησε το Δημόσιο το 2011 για δύο δάνεια, ύψους 30 εκατομμυρίων ευρώ και 20 εκατομμυρίων ευρώ, αντιστοίχως, τα οποία χορήγησε η ΑΤΕ· οι εγγυήσεις αυτές παρείχαν κάλυψη για το συνολικό ποσό των επίμαχων δανείων, η δε προμήθεια για αυτές ανερχόταν σε ποσοστό 1 % σε ετήσια βάση (στο εξής: μέτρο 6 [...]).

6

Κατά τον έλεγχο αυτό, η Επιτροπή ζήτησε από τις ελληνικές αρχές συμπληρωματικά στοιχεία, τα οποία προσκομίσθηκαν από τις εν λόγω αρχές το 2012 και το 2013. Πραγματοποιήθηκαν επίσης συσκέψεις μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των εκπροσώπων των ελληνικών αρχών.

7

Με απόφαση της 6ης Μαρτίου 2013 (ΕΕ 2013, C 136, σ. 27 [...]), η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία ελέγχου, κατά το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.34572 (13/C) (πρώην 13/NN).

8

Στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ διαδικασίας, η Επιτροπή κάλεσε τις ελληνικές αρχές και τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των μέτρων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 5 ανωτέρω. Η Επιτροπή παρέλαβε τις παρατηρήσεις των ελληνικών αρχών στις 30 Απριλίου 2013, ενώ δεν υποβλήθηκαν παρατηρήσεις από τους ενδιαφερόμενους τρίτους.

9

Στις 27 Μαρτίου 2014, η Επιτροπή εξέδωσε την [επίμαχη απόφαση].

10

Με την [επίμαχη] απόφαση, η Επιτροπή έκρινε, καταρχάς, ότι, κατά τον χρόνο λήψεως των έξι επίμαχων μέτρων, η Λάρκο ήταν προβληματική επιχείρηση κατά την έννοια των [κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση].

11

Όσον αφορά την εκτίμηση περί των μέτρων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 5 ανωτέρω, η Επιτροπή θεώρησε, κατά πρώτον, ότι τα μέτρα 2 έως 4 και 6 αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εν συνεχεία, ότι τα μέτρα αυτά ελήφθησαν κατά παράβαση των υποχρεώσεων κοινοποιήσεως και απαγορεύσεως εφαρμογής του μέτρου, οι οποίες επιβάλλονται βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, και, τέλος, ότι τα εν λόγω μέτρα αποτελούσαν ενισχύσεις μη συμβατές με την εσωτερική αγορά που πρέπει να ανακτηθούν, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1).

12

Η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι [...] τα μέτρα 1 και 5 [...] δεν αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις.

13

Το διατακτικό της [επίμαχης] αποφάσεως έχει ως εξής:

“[...]

Άρθρο 2

Η κρατική ενίσχυση που ανέρχεται σε 135820824,35 ευρώ, με τη μορφή κρατικών εγγυήσεων προς τη [Λάρκο] το 2008, το 2010 και το 2011 και συμμετοχής του Δημοσίου στην αύξηση του κεφαλαίου της εταιρίας το 2009, και χορηγήθηκε παρανόμως από την Ελλάδα κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, [ΣΛΕΕ] είναι μη συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 3

1.   Η Ελλάδα ανακτά τη μη συμβιβάσιμη ενίσχυση, που ορίζεται στο άρθρο 2, από τον δικαιούχο.

2.   Τα ανακτώμενα ποσά περιλαμβάνουν τόκους παραγόμενους από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων έως την ημερομηνία της πραγματικής τους ανάκτησης.

[...]

Άρθρο 6

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ελληνική Δημοκρατία.”

14

Το παράρτημα της [επίμαχης] αποφάσεως περιέχει “πληροφορίες σχετικά με τα καταβληθέντα, τα προς ανάκτηση και τα ήδη ανακτηθέντα ποσά ενισχύσεων” που παρατίθενται κατωτέρω:

Δικαιούχος – Μέτρο

Συνολικό ποσό της καταβληθείσας ενίσχυσης

Συνολικό ποσό των ενισχύσεων προς ανάκτηση (κεφάλαιο)

Ήδη ανακτηθέν συνολικό ποσό

 

Κεφάλαιο

Τόκοι ανάκτησης

Λάρκο – μέτρο 2

30 000 000

30 000 000

0

0

Λάρκο – μέτρο 3

44 999 999,40

44 999 999,40

0

0

Λάρκο – μέτρο 4

10 820 824,95

10 820 824,95

0

0

Λάρκο – μέτρο 6

50 000 000

50 000 000

0

0

»

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

10

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Ιουνίου 2014, η Λάρκο άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως και την έντοκη επιστροφή οποιουδήποτε αμέσως ή εμμέσως ανακτηθέντος χρηματικού ποσού, το οποίο έχει επιστραφεί από τη Λάρκο κατ’ εκτέλεση της αποφάσεως αυτής.

11

Προς στήριξη της προσφυγής της, η Λάρκο προέβαλε τρεις λόγους ακυρώσεως, με τον πρώτο εκ των οποίων προβαλλόταν ότι κακώς έκρινε η Επιτροπή ότι τα μέτρα 2 έως 4 και 6 συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις μη συμβατές με την εσωτερική αγορά, με τον δεύτερο προβαλλόταν έλλειψη αιτιολογίας της επίμαχης αποφάσεως και με τον τρίτο προβαλλόταν επικουρικώς ότι η Επιτροπή είχε καθορίσει εσφαλμένα το ύψος της προς ανάκτηση ενισχύσεως όσον αφορά τα επίμαχα μέτρα και ότι είχε διατάξει την ανάκτησή της κατά παράβαση θεμελιωδών αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

12

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της και καταδίκασε τη Λάρκο στα δικαστικά έξοδα.

Αιτήματα των διαδίκων

13

Η Λάρκο ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο και να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

14

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τη Λάρκο στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

15

Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η Λάρκο προβάλλει τέσσερις λόγους αναιρέσεως, με τον πρώτο εκ των οποίων προβάλλεται εσφαλμένη εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή και έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τον δεύτερο εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας του οικονομικού πλεονεκτήματος και σε πλείονες περιπτώσεις έλλειψη αιτιολογίας της εν λόγω αποφάσεως, με τον τρίτο πλάνη περί το δίκαιο σε πλείονες περιπτώσεις κατά την εκτίμηση του συμβατού χαρακτήρα του μέτρου 6 με την εσωτερική αγορά και σε πλείονες περιπτώσεις έλλειψη αιτιολογίας της ιδίας αποφάσεως και, με τον τέταρτο, πλάνη περί το δίκαιο σε πλείονες περιπτώσεις κατά την εκτίμηση περί υπολογισμού του ύψους των προς ανάκτηση ενισχύσεων για τα μέτρα 2, 4 και 6, καθώς και σε πλείονες περιπτώσεις έλλειψη αιτιολογίας της εν λόγω αποφάσεως.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται εσφαλμένη εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή και έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

16

Πρώτον, η Λάρκο υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένως το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, κρίνοντας, στις σκέψεις 117 και 118 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η νυν αναιρεσείουσα δεν προέβαλε κανένα στοιχείο προγενέστερο του μέτρου 3 που να αποδεικνύει ότι το Ελληνικό Δημόσιο, διά του μέτρου αυτού, είχε ως σκοπό την απόκτηση πλειοψηφικής συμμετοχής στο κεφάλαιο της εταιρίας προκειμένου να δρομολογήσει την πώλησή της ή ότι η απόκτηση αυτή κατέστησε ευχερέστερη την εν λόγω πώληση. Συγκεκριμένα, κατά την αναιρεσείουσα, εξασφαλίζοντας την επιβίωση της προβληματικής επιχειρήσεώς του και, ως εκ τούτου, τη δυνατότητα πωλήσεώς της, ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής θα περιόριζε τη ζημία από την πτώχευση της επιχειρήσεως αυτής.

17

Δεύτερον, κατά τη Λάρκο, είναι εσφαλμένη η κρίση ότι η κίνηση της διαδικασίας ιδιωτικοποιήσεως αμέσως μετά τη λήψη του μέτρου 3 δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη επειδή είναι μεταγενέστερη του μέτρου αυτού. Δεδομένου ότι η πώληση της εν λόγω εταιρίας δεν θα μπορούσε να προηγείται του συγκεκριμένου μέτρου, δεν είναι κρίσιμο το γεγονός ότι η πρόθεση του Δημοσίου να προβεί σε πώληση της συμμετοχής του δεν είχε εξωτερικευθεί. Συγκεκριμένα, η άρρηκτη οικονομική σύνδεση μεταξύ του μέτρου 3 και της κινήσεως της διαδικασίας ιδιωτικοποιήσεως προκύπτει από τη στενή χρονική τους αλληλουχία.

18

Τρίτον, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, η έλλειψη επιχειρηματικού σχεδίου και η απουσία οποιουδήποτε στοιχείου αποδεικνύοντος ότι το Ελληνικό Δημόσιο είχε προβεί σε εκτίμηση περί της μακροπρόθεσμης κερδοφορίας της Λάρκο δεν αρκούν προς δικαιολόγηση της κρίσεως του Γενικού Δικαστηρίου υπό το πρίσμα της αρχής του ιδιώτη επενδυτή, δεδομένου ότι ένας τέτοιος επενδυτής θα μπορούσε ευλόγως να επενδύσει χωρίς επιχειρηματικό σχέδιο, όχι για να επιδιώξει μακροπρόθεσμο κέρδος, αλλά για να καταστήσει δυνατή την πώληση της επιχειρήσεως.

19

Τέταρτον, η Λάρκο φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως, καθόσον διακρίβωσε εάν η εκτίμηση της Επιτροπής δεν ήταν προδήλως πεπλανημένη, ενώ η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει ότι προδήλως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, κατά τη νομολογία, η απαίτηση αυτή ισχύει συγκεκριμένα για όλες τις εκφάνσεις της αρχής του ιδιώτη επενδυτή και ουδόλως περιορίζεται στην ποσοτική πτυχή του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή.

20

Εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να ελέγξει όχι μόνον την ακρίβεια, την αξιοπιστία και τη συνοχή των προβαλλόμενων αποδεικτικών στοιχείων, αλλά και το ζήτημα αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση μιας σύνθετης καταστάσεως και αν δύνανται να τεκμηριώσουν τις εξ αυτών συναγόμενες κρίσεις. Παραβλέποντας, όμως, την οικονομική σημασία της αυξήσεως του κεφαλαίου, το Γενικό Δικαστήριο αρνήθηκε να λάβει υπόψη στοιχεία ουσιώδη για την εκτίμηση των προϋποθέσεων εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή και, ως εκ τούτου, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

21

Πέμπτον, κατά την αναιρεσείουσα, οι διαπιστώσεις που παρατίθενται στη σκέψη 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, περί του ότι η ΕΤΕ συμμετείχε στην αύξηση του κεφαλαίου με μικρότερο ποσοστό από το Δημόσιο και είχε διαγράψει εντελώς τη λογιστική αξία της συμμετοχής της, δεν αναιρούν το γεγονός ότι ένας ιδιώτης επενδυτής αποφάσισε να επενδύσει, ταυτόχρονα με το Δημόσιο, ένα σημαντικό ποσό προκειμένου να διατηρήσει ισχυρή μειοψηφική συμμετοχή στη Λάρκο, ενόψει της ιδιωτικοποιήσεως της τελευταίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, όμως, δεν μπορεί, κατά την αναιρεσείουσα, να γίνει δεκτό ότι ένας ιδιώτης επενδυτής προδήλως δεν θα παρείχε παρεμφερείς διευκολύνσεις στη Λάρκο.

22

Έκτον, η Λάρκο υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε το επικουρικώς προβληθέν επιχείρημά της ότι η συμμετοχή του Δημοσίου στην αύξηση κεφαλαίου δεν συνεπαγόταν παροχή πλεονεκτήματος στη Λάρκο, τουλάχιστον κατά το ποσό που ήταν αναγκαίο προκειμένου το Δημόσιο να διατηρήσει το ίδιο ποσοστό συμμετοχής στην επιχείρηση αυτή.

23

Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Λάρκο.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

24

Με το πρώτο επιχείρημά της, η Λάρκο αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν και χωρίς να προβάλλει παραμόρφωση αποδεικτικών στοιχείων, την κυριαρχική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 117 και 118 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, περί του ότι η Λάρκο δεν απέδειξε ότι το Ελληνικό Δημόσιο απέκτησε πλειοψηφική συμμετοχή στο κεφάλαιο της Λάρκο με σκοπό να δρομολογήσει την πώληση της εταιρίας αυτής ούτε ότι η απόκτηση αυτή κατέστησε ευχερέστερη τη συγκεκριμένη πώληση.

25

Κατά πάγια, όμως, νομολογία του Δικαστηρίου, η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν συνιστά, υπό την επιφύλαξη του ενδεχομένου παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν ενώπιόν του, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον έλεγχο του Δικαστηρίου (απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Freistaat Sachsen κ.λπ. Επιτροπής, C‑57/00 P και C‑61/00 P, EU:C:2003:510, σκέψη 102 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26

Ως εκ τούτου, το πρώτο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

27

Με το δεύτερο επιχείρημά της, η Λάρκο υποστηρίζει ότι ο σκοπός του Ελληνικού Δημοσίου να καταστήσει ευχερέστερη την πώλησή της πρέπει να συναχθεί από τις μεταγενέστερες του μέτρου 3 ενέργειες των ελληνικών αρχών, ιδίως δε λόγω της στενής χρονικής αλληλουχίας τους, και ότι η έλλειψη επιχειρηματικού σχεδίου και η απουσία οποιουδήποτε στοιχείου αποδεικνύοντος ότι το Ελληνικό Δημόσιο είχε προβεί σε εκτίμηση περί της μακροπρόθεσμης κερδοφορίας της Λάρκο δεν αρκούν προς δικαιολόγηση της κρίσεως του Γενικού Δικαστηρίου ως προς την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

28

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, για να εκτιμηθεί αν ένας ιδιώτης επιχειρηματίας θα είχε λάβει το ίδιο μέτρο υπό τις κανονικές συνθήκες της αγοράς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η περίπτωση ιδιώτη επιχειρηματία ευρισκομένου σε κατάσταση όσο το δυνατόν παραπλήσια εκείνης του Δημοσίου (πρβλ. απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, Επιτροπή κατά FIH Holding και FIH Erhvervsbank, C‑579/16 P, EU:C:2018:159, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29

Στο πλαίσιο αυτό απόκειται στην Επιτροπή να προβεί σε συνολική εκτίμηση λαμβάνουσα υπόψη κάθε κρίσιμο εν προκειμένω στοιχείο το οποίο της παρέχει τη δυνατότητα να κρίνει αν ένας τέτοιος ιδιώτης επιχειρηματίας προδήλως δεν θα παρείχε παρεμφερείς διευκολύνσεις στη δικαιούχο επιχείρηση (πρβλ. απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής, C‑73/11 P, EU:C:2013:32, σκέψη 73).

30

Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι κρίσιμο κάθε στοιχείο δυνάμενο να επηρεάσει σε μη αμελητέο βαθμό τον τρόπο λήψεως αποφάσεων ενός συνήθως συνετού και επιμελούς ιδιώτη επιχειρηματία, ευρισκομένου σε κατάσταση όσο το δυνατόν παραπλήσια εκείνης του Δημοσίου (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής, C‑73/11 P, EU:C:2013:32, σκέψη 78, και της 21ης Μαρτίου 2013, Επιτροπή κατά Buczek Automotive, C‑405/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:186, σκέψη 54).

31

Κατά συνέπεια, όσον αφορά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επιχειρηματία, κρίσιμα είναι μόνον τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα και οι εξελίξεις που ήταν δυνατόν να προβλεφθούν κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως για το επίμαχο μέτρο (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF, C‑124/10 P, EU:C:2012:318, σκέψη 105).

32

Ως εκ τούτου, στοιχεία μεταγενέστερα του χρόνου λήψεως του επίμαχου μέτρου δεν επιτρέπεται να λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία (πρβλ. απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Γαλλίας και Orange, C‑486/15 P, EU:C:2016:912, σκέψη 139).

33

Το Δικαστήριο έχει, βεβαίως, κρίνει ότι, καθόσον οι κρατικές παρεμβάσεις μπορούν να λάβουν διάφορες μορφές και πρέπει να εξετάζονται βάσει των αποτελεσμάτων τους, δεν αποκλείεται πλείονες διαδοχικές κρατικές παρεμβάσεις να πρέπει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, να θεωρούνται ενιαία παρέμβαση. Τούτο μπορεί να συμβαίνει μεταξύ άλλων όταν οι διαδοχικές παρεμβάσεις παρουσιάζουν, λόγω ιδίως της χρονικής αλληλουχίας τους, του σκοπού τους και της καταστάσεως της επιχειρήσεως κατά τον χρόνο των παρεμβάσεων, τόσο στενούς δεσμούς ώστε να μην είναι δυνατόν να διαχωρισθούν (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2013, Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής κ.λπ. και Επιτροπή κατά Γαλλίας κ.λπ., C‑399/10 P και C‑401/10 P, EU:C:2013:175, σκέψεις 103 και 104).

34

Εντούτοις, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ακριβώς ότι, εν προκειμένω, δεν αποδείχθηκε ότι, λαμβάνοντας το μέτρο 3, το Ελληνικό Δημόσιο επεδίωκε την πώληση της Λάρκο, η προβαλλόμενη στενή χρονική αλληλουχία των μεταγενέστερων ενεργειών των ελληνικών αρχών δεν αρκεί, αφεαυτής, για να αποδειχθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

35

Καθόσον η Λάρκο αμφισβητεί, με το τρίτο επιχείρημά της, την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση όσον αφορά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, υποστηρίζοντας ότι ένας τέτοιος επενδυτής θα μπορούσε ευλόγως να επενδύσει χωρίς επιχειρηματικό σχέδιο, όχι για να επιδιώξει μακροπρόθεσμο κέρδος, αλλά για να καταστήσει δυνατή την πώληση της οικείας επιχειρήσεως, αρκεί να επισημανθεί ότι η Λάρκο ζητεί με τον τρόπο αυτό από το Δικαστήριο να προβεί εκ νέου σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, κάτι το οποίο, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως, δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητές του.

36

Ως εκ τούτου, το τρίτο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

37

Με το τέταρτο επιχείρημά της, η Λάρκο προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπερέβη τα όρια του εμπίπτοντος στις αρμοδιότητές του δικαστικού ελέγχου σε σχέση με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής όσον αφορά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

38

Βεβαίως, όπως ορθώς υποστήριξε η Λάρκο και όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως, απόκειται στην Επιτροπή να προβεί, κατά την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία, σε συνολική εκτίμηση λαμβάνοντας υπόψη κάθε κρίσιμο εν προκειμένω στοιχείο το οποίο της παρέχει τη δυνατότητα να κρίνει αν ιδιώτης επιχειρηματίας προδήλως δεν θα παρείχε παρεμφερείς διευκολύνσεις στη δικαιούχο επιχείρηση.

39

Ωστόσο, κατά πάγια επίσης νομολογία, η εξέταση αυτή απαιτεί σύνθετη οικονομική εκτίμηση, στο δε πλαίσιο του ελέγχου τον οποίο ασκούν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης επί των σύνθετων οικονομικών εκτιμήσεων της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων δεν απόκειται στο δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης να υποκαθιστά την Επιτροπή στην οικονομική εκτίμησή της (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice, C‑300/16 P, EU:C:2017:706, σκέψεις 62 και 63).

40

Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, περιορίζοντας τον εκ μέρους του έλεγχο των εκτιμήσεων της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή στον έλεγχο περί πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως.

41

Όσον αφορά την ορθή επισήμανση της Λάρκο ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε, πάντως, να ελέγξει όχι μόνον την ακρίβεια, την αξιοπιστία και τη συνοχή των προβαλλόμενων αποδεικτικών στοιχείων, αλλά και το ζήτημα αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση σύνθετης καταστάσεως και αν δύνανται να τεκμηριώσουν τις εξ αυτών συναγόμενες κρίσεις (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice, C‑300/16 P, EU:C:2017:706, σκέψη 64), η επιχείρηση αυτή απλώς υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβλεψε την οικονομική σημασία της πραγματοποιηθείσας αυξήσεως κεφαλαίου και, επομένως, αμφισβητεί, απαραδέκτως, την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου κυριαρχική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.

42

Το αυτό ισχύει και όσον αφορά το πέμπτο επιχείρημα της Λάρκο, με το οποίο η επιχείρηση αυτή αμφισβητεί τις εκτιμήσεις επί των πραγματικών περιστατικών στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με την οικονομική σημασία της συμμετοχής της ΕΤΕ στην αύξηση του κεφαλαίου.

43

Τέλος, όσον αφορά το έκτο επιχείρημα της Λάρκο, αρκεί η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει το Γενικό Δικαστήριο δεν του επιβάλλει να παραθέτει σκεπτικό το οποίο να ακολουθεί αναλυτικά και έναν προς έναν όλους τους λόγους που προβάλλουν οι διάδικοι και, επομένως, η αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε τα επιχειρήματά τους, στο δε Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για την άσκηση του εκ μέρους του ελέγχου (απόφαση της 9ης Μαρτίου 2017, Ελληνικός Χρυσός κατά Επιτροπής, C‑100/16 P, EU:C:2017:194, σκέψη 32).

44

Πράγματι, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, με τις σκέψεις 112 έως 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως παρέχεται η δυνατότητα στο μεν Δικαστήριο να ασκήσει τον εκ μέρους του έλεγχο, στη δε Λάρκο να λάβει γνώση των λόγων για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε σιωπηρώς το επικουρικώς προβληθέν επιχείρημά της ότι η συμμετοχή του Δημοσίου στο μέτρο 3 δεν συνεπαγόταν παροχή πλεονεκτήματος στη Λάρκο κατά το ποσό που ήταν αναγκαίο προκειμένου το Δημόσιο να διατηρήσει το ίδιο ποσοστό συμμετοχής στην επιχείρηση αυτή.

45

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας του οικονομικού πλεονεκτήματος και έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σε πλείονες περιπτώσεις

46

Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως περιλαμβάνει δύο σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο αφορά το μέτρο 2, ενώ το δεύτερο το μέτρο 4.

Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, το οποίο αφορά το μέτρο 2

– Επιχειρήματα των διαδίκων

47

Η Λάρκο υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε δις σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας ότι το μέτρο 2 συνεπάγεται την παροχή πλεονεκτήματος στην αναιρεσείουσα.

48

Αφενός, κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο κακώς χαρακτήρισε τη Λάρκο ως προβληματική επιχείρηση, δεδομένου ότι τα πραγματικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η εκτίμηση αυτή είναι μεταγενέστερα της χορηγήσεως της εγγυήσεως που αποτέλεσε αντικείμενο του εν λόγω μέτρου. Συγκεκριμένα, καταρχάς, έγινε αναφορά σε οικονομικά αποτελέσματα μέχρι και το 2012, ειδικότερα δε στα αρνητικά αποτελέσματα του 2009. Εν συνεχεία, τα οικονομικά αποτελέσματα του 2008 ήταν και αυτά μεταγενέστερα της λήψεως του μέτρου αυτού και δεν ήταν γνωστά στο Ελληνικό Δημόσιο κατά το χρονικό σημείο της λήψεως του μέτρου, δεδομένου ότι δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί το λογιστικό έτος. Τέλος, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι τα στοιχεία του έτους 2008 δεν ήταν μελλοντικά, ήταν πάντως, κατά το χρονικό σημείο εκείνο, βραχυπρόθεσμα.

49

Ως εκ τούτου, η Λάρκο φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε βάσει του χρονικού πλαισίου εντός του οποίου ελήφθησαν τα μέτρα, όπως επιτάσσει η νομολογία του Δικαστηρίου. Επιπλέον, από τα σημεία 9 έως 11 των κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προκύπτει ότι η ανάλυση της περιουσιακής καταστάσεως της επιχειρήσεως πρέπει να βασίζεται σε στοιχεία με ικανή χρονική διάρκεια και όχι στην αποτύπωση μιας χρονικής στιγμής.

50

Αφετέρου, κατά τη Λάρκο, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα το κριτήριο της αμοιβής όσον αφορά το μέτρο 2. Η Λάρκο επισημαίνει συναφώς ότι το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε τη συνδρομή κανενός από τα στοιχεία του κριτηρίου που προκύπτει από το σημείο 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοινώσεων περί εγγυήσεων. Όπως, όμως, υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, με την ανακοίνωση αυτή, στην οποία δεν προβλέπεται καμία εξαίρεση για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι «πρόδηλο», κατά την Επιτροπή, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως αυτής, το θεσμικό αυτό όργανο αυτοδεσμεύτηκε και δημιούργησε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά την ίση μεταχείριση.

51

Επομένως, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας, παρά ταύτα, ότι η επίμαχη απόφαση δεν ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε η Λάρκο και λόγω του ότι δεν προσκομίσθηκαν, κατά τη διοικητική διαδικασία, στοιχεία δυνάμενα να καταδείξουν ότι η προβλεπόμενη στο πλαίσιο του μέτρου 2 προμήθεια για την παροχή εγγυήσεως ήταν η προσήκουσα, αντικατέστησε το σύστημα κριτηρίων του σημείου 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων και, ταυτόχρονα, επέρριψε στη Λάρκο και το Ελληνικό Δημόσιο το βάρος να αποδείξουν τον προσήκοντα χαρακτήρα του ύψους της προμήθειας αυτής, απαλλάσσοντας, επομένως, την Επιτροπή από την υποχρέωσή της να αποδείξει ότι το ύψος της προμήθειας δεν ήταν προσήκον.

52

Η Επιτροπή φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, βάσει πραγματικών περιστατικών που είχαν λάβει χώρα έως την 22α Δεκεμβρίου 2008, ότι η Λάρκο ήταν προβληματική επιχείρηση, δεδομένου ότι κατά το έτος 2008 η Λάρκο εμφάνιζε αρνητικά ίδια κεφάλαια, μείωση του κύκλου εργασιών της σχεδόν κατά το ήμισυ έναντι του προηγουμένου έτους και σημαντικές ζημίες. Το γεγονός ότι τα στοιχεία αυτά επισημοποιήθηκαν μεταγενέστερα, διά των οικονομικών καταστάσεων της Λάρκο, δεν αναιρεί τη διαπίστωση αυτή. Επιπροσθέτως, κατά τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, τα πραγματικά περιστατικά που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια δεδομένης χρονικής περιόδου μπορούν επίσης να αποδεικνύονται, κατά την Επιτροπή, και από μεταγενέστερα έγγραφα τα οποία βασίζονται στα προγενέστερα αυτά περιστατικά. Εν πάση περιπτώσει, ένας ιδιώτης επενδυτής ο οποίος θα βρισκόταν, στις 22 Δεκεμβρίου 2008, στη θέση του Ελληνικού Δημοσίου θα μεριμνούσε ώστε να ενημερωθεί για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση της Λάρκο πριν της χορηγήσει εγγύηση όπως αυτή του μέτρου 2.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

53

Όπως ορθώς επισημαίνει η Λάρκο με τα επιχειρήματά της που συνοψίσθηκαν στις σκέψεις 48 και 49 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο στήριξε την ανάλυσή του καταρχάς, στις σκέψεις 78 έως 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καταρχάς σε στοιχεία μεταγενέστερα της λήψεως του μέτρου 2, συγκεκριμένα δε στα οικονομικά αποτελέσματα της Λάρκο για το έτος 2008, προκειμένου να διαπιστώσει πραγματικά περιστατικά προγενέστερα της λήψεως του μέτρου αυτού, και συγκεκριμένα ότι, κατά τον χρόνο παροχής της υπέρ της Λάρκο εγγυήσεως που αποτέλεσε το αντικείμενο του μέτρου 2, η Λάρκο ήταν προβληματική επιχείρηση, κατά την έννοια των σημείων 9 έως 11 των κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση.

54

Κατά δεύτερον, στις σκέψεις 83 και 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ήλεγξε εάν οι ελληνικές αρχές γνώριζαν, κατά τον χρόνο λήψεως του μέτρου 2, τις δυσχέρειες αυτές και έκρινε, με τη σκέψη 85 της ιδίας αποφάσεως, ότι από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται «με βεβαιότητα» ότι οι οικείες αρχές γνώριζαν την κατάσταση αυτή κατά το εν λόγω χρονικό σημείο.

55

Κατά τρίτον, με τις σκέψεις 85 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε τεκμήριο κατά το οποίο το Ελληνικό Δημόσιο όφειλε να γνωρίζει την προβληματική κατάσταση της Λάρκο κατά τον χρόνο λήψεως του μέτρου 2.

56

Στο πλαίσιο αυτό, καταρχάς, το Γενικό Δικαστήριο μνημόνευσε, στη σκέψη 86 της εν λόγω αποφάσεως, τις σκέψεις 82 έως 84 της αποφάσεως της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF (C‑124/10 P, EU:C:2012:318), από τις οποίες προκύπτει ιδίως ότι, οσάκις ένα κράτος μέλος επικαλείται, κατά τη διοικητική διαδικασία, το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, οφείλει, σε περίπτωση αμφιβολίας, να αποδείξει αδιαμφισβήτητα και βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων ότι το μέτρο που εφάρμοσε συναρτάται με την ιδιότητα του μετόχου που έχει το κράτος αυτό.

57

Εν συνεχεία, στη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε ότι, όπως είχε διαπιστώσει η Επιτροπή στην από 6 Μαρτίου 2013 απόφασή της περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας ελέγχου, από τα οικονομικά αποτελέσματα της Λάρκο για το έτος 2008 και από τις οικονομικές καταστάσεις της προέκυπτε ότι η επιχείρηση αυτή είχε καταστεί προβληματική από το 2008.

58

Τέλος, στη σκέψη 88 της ιδίας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι οι ελληνικές αρχές δεν απέδειξαν, κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι ήταν ενήμερες για την οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση της Λάρκο κατά τον χρόνο λήψεως του μέτρου 2 ούτε ότι δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζουν την κατάσταση αυτή.

59

Βάσει των ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 89 και 90 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ένας συνετός μέτοχος τουλάχιστον θα ενημερωνόταν για την τρέχουσα οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση της επιχειρήσεως πριν να της χορηγήσει εγγύηση όπως αυτή του μέτρου 2 και ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως χαρακτηρίζοντας τη Λάρκο ως προβληματική επιχείρηση κατά τον χρόνο λήψεως του μέτρου αυτού.

60

Ως εκ τούτου, ενώ, κατ’ ουσίαν, διαπίστωσε ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο σχετικό με την προγενέστερη ή τη σύγχρονη της λήψεως του μέτρου 2 κατάσταση το οποίο θα αποδείκνυε ότι οι ελληνικές αρχές γνώριζαν, κατά τον χρόνο λήψεως του μέτρου αυτού, τις δυσχέρειες της Λάρκο, το Γενικό Δικαστήριο συμπέρανε ότι ένας ιδιώτης επιχειρηματίας ευρισκόμενος στη θέση των ελληνικών αρχών θα έπρεπε να γνωρίζει, κατά το δεδομένο χρονικό σημείο, την ύπαρξη των δυσχερειών αυτών.

61

Υιοθετώντας, όμως, το σκεπτικό αυτό, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλείονες περιπτώσεις σε πλάνη περί το δίκαιο, όπως ορθώς υποστηρίζει η Λάρκο.

62

Πράγματι, κατά το μέτρο που η Λάρκο προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έκρινε βάσει του χρονικού πλαισίου εντός του οποίου ελήφθη το μέτρο 2 και ότι εφήρμοσε το τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο το Ελληνικό Δημόσιο όφειλε να γνωρίζει ότι η επιχείρηση αυτή είχε καταστεί προβληματική κατά τον χρόνο λήψεως του επίμαχου μέτρου, υπενθυμίζεται ευθύς εξαρχής ότι η εξέταση του ζητήματος της δυνατότητας εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία πρέπει να διακρίνεται από εκείνη του ζητήματος της εφαρμογής της αρχής αυτής (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 2013, Land Burgenland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑214/12 P, C‑215/12 P και C‑223/12 P, EU:C:2013:682, σκέψη 51, και της 6ης Μαρτίου 2018, Επιτροπή κατά FIH Holding και FIH Erhvervsbank, C‑579/16 P, EU:C:2018:159, σκέψεις 65 και 72).

63

Πράγματι, οσάκις υφίστανται αμφιβολίες ως προς το αν πρέπει να τύχει εφαρμογής η εν λόγω αρχή, ιδίως λόγω του ότι το οικείο κράτος μέλος έκανε χρήση, κατά τη λήψη του επίμαχου μέτρου, των προνομίων του δημόσιας εξουσίας, το κράτος μέλος οφείλει να αποδείξει αδιαμφισβήτητα και βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων ότι το μέτρο που εφήρμοσε συναρτάται με την ιδιότητά του ως ιδιώτη επιχειρηματία (αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF, C‑124/10 P, EU:C:2012:318, σκέψη 82, και της 24ης Οκτωβρίου 2013, Land Burgenland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑214/12 P, C‑215/12 P και C‑223/12 P, EU:C:2013:682, σκέψη 57).

64

Αντιθέτως, οσάκις δύναται να τύχει εφαρμογής, η αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία καταλέγεται μεταξύ των στοιχείων τα οποία οφείλει να λάβει υπόψη η Επιτροπή για να αποδείξει την ύπαρξη ενισχύσεως και, ως εκ τούτου, δεν συνιστά εξαίρεση η οποία τυγχάνει εφαρμογής μόνον κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους, εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχουν όλα τα συστατικά στοιχεία της έννοιας της «κρατικής ενισχύσεως», κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, Επιτροπή κατά FIH Holding και FIH Erhvervsbank, C‑579/16 P, EU:C:2018:159, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

65

Επομένως, η Επιτροπή φέρει το βάρος να αποδείξει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία (πρβλ. απόφαση της 21ης Μαρτίου 2013, Επιτροπή κατά Buczek Automotive, C‑405/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:186, σκέψη 34).

66

Συναφώς, ήδη υπομνήσθηκε, στις σκέψεις 29 και 31 της παρούσας αποφάσεως, ότι απόκειται, ως εκ τούτου, στην Επιτροπή να προβεί σε συνολική εκτίμηση λαμβάνοντας υπόψη κάθε κρίσιμο εν προκειμένω στοιχείο το οποίο της παρέχει τη δυνατότητα να κρίνει αν ένας τέτοιος ιδιώτης επιχειρηματίας προδήλως δεν θα παρείχε παρεμφερείς διευκολύνσεις στη δικαιούχο επιχείρηση και ότι, στο πλαίσιο αυτό, κρίσιμα είναι μόνο τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα και οι εξελίξεις που ήταν δυνατόν να προβλεφθούν κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως για το επίμαχο μέτρο.

67

H Επιτροπή, όμως, οφείλει, χάριν της ορθής εφαρμογής των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης ΛΕΕ που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις, να προβαίνει σε επιμελή και αμερόληπτη εξέταση των επίμαχων μέτρων, ώστε να έχει στη διάθεσή της, κατά την έκδοση της τελικής αποφάσεως, τα κατά το δυνατόν πληρέστερα και πλέον αξιόπιστα στοιχεία για τον σκοπό αυτόν (απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Scott, C‑290/07 P, EU:C:2010:480, σκέψη 90).

68

Κατά συνέπεια, οσάκις συνάγεται ότι το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή δύναται να τύχει εφαρμογής, απόκειται στην Επιτροπή να ζητήσει από το οικείο κράτος μέλος την παροχή όλων των κρίσιμων στοιχείων τα οποία της παρέχουν τη δυνατότητα να διακριβώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κριτηρίου αυτού (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice, C‑300/16 P, EU:C:2017:706, σκέψη 24.)

69

Ακόμη, όμως, και σε περίπτωση κατά την οποία το θεσμικό όργανο αυτό έρχεται σε αντιπαράθεση με κράτος μέλος το οποίο, παραβαίνοντας το καθήκον του συνεργασίας, παρέλειψε να παράσχει στην Επιτροπή τα στοιχεία που αυτή του είχε ζητήσει να της κοινοποιήσει, η Επιτροπή οφείλει να στηρίξει τις αποφάσεις της σε στοιχεία ορισμένης αξιοπιστίας και συνέπειας, τα οποία είναι επαρκώς βάσιμα ώστε να αποφανθεί ότι μια επιχείρηση έτυχε πλεονεκτήματος που συνιστά κρατική ενίσχυση και τα οποία δύνανται, ως εκ τούτου, να τεκμηριώσουν τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η Επιτροπή (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά MTU Friedrichshafen, C‑520/07 P, EU:C:2009:557, σκέψεις 54 έως 56).

70

Πράγματι, δεδομένου ότι η ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως της οποίας έτυχε ο δικαιούχος αυτής αποσκοπεί στην εξάλειψη της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που προκλήθηκε από συγκεκριμένο σχετικό πλεονέκτημα και στην αποκατάσταση της προτέρας της χορηγήσεως της ενισχύσεως αυτής καταστάσεως, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποθέσει ότι μια επιχείρηση έτυχε πλεονεκτήματος που συνιστά κρατική ενίσχυση βασιζόμενη απλώς σε αρνητικό τεκμήριο, το οποίο στηρίζεται στην απουσία στοιχείων που καθιστούν δυνατόν να συναχθεί το αντίθετο συμπέρασμα, χωρίς να διαθέτει άλλα στοιχεία δυνάμενα να καταδείξουν καταφατικώς την ύπαρξη τέτοιου πλεονεκτήματος (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά MTU Friedrichshafen, C‑520/07 P, EU:C:2009:557, σκέψεις 57 και 58).

71

Τεκμαίροντας, όμως, μολονότι είχε κρίνει, κατ’ ουσίαν, ότι δεν υφίσταται κανένα στοιχείο σχετικό με την προγενέστερη ή σύγχρονη της λήψεως του μέτρου 2 κατάσταση το οποίο να καταδεικνύει ότι οι ελληνικές αρχές γνώριζαν, κατά τον χρόνο λήψεως του μέτρου αυτού, τις δυσχέρειες που αντιμετώπιζε η Λάρκο, ότι ένας ιδιώτης επιχειρηματίας ευρισκόμενος στην κατάσταση των ελληνικών αρχών όφειλε να γνωρίζει, κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο, τις δυσχέρειες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη νομολογία που μνημονεύθηκε στην προηγούμενη σκέψη και δεν έκρινε βάσει του χρονικού πλαισίου εντός του οποίου ελήφθη το εν λόγω μέτρο, όπως υποστηρίζει η Λάρκο.

72

Κατά συνέπεια, χωρίς να απαιτείται να εξετασθούν τα επιχειρήματα της Λάρκο που συνοψίσθηκαν στις σκέψεις 50 και 51 της παρούσας αποφάσεως, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτό.

Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, το οποίο αφορά το μέτρο 4

– Επιχειρήματα των διαδίκων

73

Η Λάρκο υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ενέχει σε τέσσερις περιπτώσεις έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά το μέτρο 4. Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει, στη σκέψη 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το επιχείρημα ότι η χορήγηση εγγυήσεως εκ μέρους ενός εκ των βασικών μετόχων προκειμένου να ικανοποιηθεί όρος που έχει τεθεί από δικαστήριο στο πλαίσιο αποφάσεως περί ασφαλιστικών μέτρων αποτελεί συνήθη πρακτική, στη σκέψη 128 της ιδίας αποφάσεως παρέλειψε να εξετάσει το επιχείρημα ότι, αν δεν είχε χορηγηθεί η εγγύηση που αποτέλεσε το αντικείμενο του μέτρου 4, τότε η Λάρκο θα είχε υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη λόγω της κατασχέσεως των περιουσιακών της στοιχείων, ενδεχόμενο το οποίο θα έθετε σε κίνδυνο την ιδιωτικοποίησή της, στη σκέψη 130 της εν λόγω αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει το επιχείρημα ότι η κάλυψη, η χρονική διάρκεια και η προμήθεια της εγγυήσεως που προβλέπονταν με το μέτρο 4 ήταν αντίστοιχες των συνθηκών που επικρατούσαν στην αγορά και, στη σκέψη 131 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παρέλειψε να εξετάσει το επιχείρημα ότι το μέτρο αυτό ήταν σύμφωνο με το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, λόγω της ιδιαίτερης θέσεως της ΕΤΕ.

74

Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Λάρκο.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

75

Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι με τις σκέψεις 125 έως 132 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως παρέχεται η δυνατότητα στη μεν Λάρκο να λάβει γνώση των λόγων για τους οποίους απορρίφθηκαν, ρητώς ή σιωπηρώς, τα επιχειρήματα που συνοψίσθηκαν στη σκέψη 73 της παρούσας αποφάσεως, στο δε Δικαστήριο να έχει στη διάθεσή του επαρκή στοιχεία προκειμένου να ασκήσει σχετικώς τον εκ μέρους του δικαστικό έλεγχο.

76

Καθόσον τα επιχειρήματα της Λάρκο έχουν επίσης ως σκοπό να θέσουν εν αμφιβόλω την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η προμήθεια εγγυήσεως ύψους 2 % δεν ανταποκρινόταν στον κίνδυνο να αθετήσει η Λάρκο τις υποχρεώσεις της, η επιχείρηση αυτή βάλλει, απαραδέκτως, κατά της κυριαρχικής εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο.

77

Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η Λάρκο, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν ενέχει ούτε έλλειψη αιτιολογίας ούτε την προβαλλόμενη από την επιχείρηση αυτή πλάνη περί το δίκαιο.

78

Ως εκ τούτου, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο σε πλείονες περιπτώσεις κατά την εκτίμηση του συμβατού χαρακτήρα του μέτρου 6 με την εσωτερική αγορά και έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σε πλείονες περιπτώσεις

79

Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως περιλαμβάνει δύο σκέλη, με το πρώτο εκ των οποίων προβάλλεται παράβαση του προσωρινού πλαισίου του 2011 και έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σε πλείονες περιπτώσεις, ενώ με το δεύτερο προβάλλεται παράβαση των κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, καθώς και έλλειψη αιτιολογίας της εν λόγω αποφάσεως σε πλείονες περιπτώσεις.

Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του προσωρινού πλαισίου του 2011 και έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σε πλείονες περιπτώσεις

– Επιχειρήματα των διαδίκων

80

Η Λάρκο επισημαίνει ότι, στις σκέψεις 170 και 171 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το μέτρο 6 δεν ήταν σύμφωνο με το προσωρινό πλαίσιο του 2011, διότι η προβλεπόμενη από το μέτρο αυτό προμήθεια εγγυήσεως ήταν ανεπαρκής, το ύψος των δανείων που κάλυπτε η εγγύηση αυτή υπερέβαινε το μισθολογικό κόστος της Λάρκο για το 2010, η εν λόγω εγγύηση κάλυπτε το 100 % των δανείων αυτών, οι προβληματικές επιχειρήσεις κατά τον χρόνο χορηγήσεως της εγγυήσεως την οποία προβλέπει το προσωρινό πλαίσιο του 2011 αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του πλαισίου αυτού και οι ελληνικές αρχές δεν απέδειξαν ότι το μέτρο 6 ήταν απαραίτητο, κατάλληλο και αναλογικό προκειμένου να αρθεί σοβαρή διατάραξη της οικονομίας του οικείου κράτους μέλους.

81

Ωστόσο, κατά τη Λάρκο, δεδομένου ότι η επίμαχη απόφαση δεν αναφέρει τις προμήθειες που διαλαμβάνονται στο παράρτημα του προσωρινού πλαισίου του 2011 και το Γενικό Δικαστήριο δεν εξήγησε πώς η Επιτροπή εκπλήρωσε, παρά ταύτα, την υποχρέωσή της να διατυπώσει εκτίμηση περί της προμήθειας αυτής, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ενέχει έλλειψη αιτιολογίας. Επιπλέον, καθόσον το συνολικό ποσό των εγγυημένων δανείων του έτους 2011 δεν υπερέβαινε το μισθολογικό κόστος της Λάρκο για το έτος 2010, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη, κατά την αναιρεσείουσα, την υποχρέωσή του να προβεί σε ουσιαστικό έλεγχο της επίμαχης αποφάσεως. Εξάλλου, κρίνοντας ότι κρίσιμος για τον χαρακτηρισμό επιχειρήσεως ως προβληματικής ήταν ο χρόνος χορηγήσεως της ενισχύσεως και όχι η ημερομηνία της 1ης Ιουλίου 2008, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το σημείο 2.3, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο θʹ, του προσωρινού πλαισίου του 2011.

82

Τέλος, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ενέχει έλλειψη αιτιολογίας καθόσον το Γενικό Δικαστήριο απλώς επισήμανε την έλλειψη σχετικής αποδείξεως εκ μέρους των ελληνικών αρχών όσον αφορά το ζήτημα αν το μέτρο 6 ήταν απαραίτητο για την άρση σοβαρής διαταράξεως της οικονομίας του οικείου κράτους μέλους.

83

Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Λάρκο.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

84

Όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, οι κατά το σημείο 2.3 του προσωρινού πλαισίου του 2011 προϋποθέσεις είναι σωρευτικές, η δε Λάρκο δεν αμφισβητεί ότι το μέτρο 6 κάλυπτε το 100 % των επίμαχων δανείων. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι η Λάρκο δεν αμφισβητεί την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι δεν πληρούται η προϋπόθεση του δευτέρου εδαφίου, στοιχείο στʹ, της διατάξεως αυτής, τα επί της ουσίας επιχειρήματά της είναι αλυσιτελή.

85

Όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διαπιστώνεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως, με τις σκέψεις 168 έως 171 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στη μεν Λάρκο παρέχεται η δυνατότητα να λάβει γνώση των λόγων για τους οποίους απορρίφθηκαν, ρητώς ή σιωπηρώς, τα επιχειρήματα που συνοψίσθηκαν στις σκέψεις 81 και 82 της παρούσας αποφάσεως, στο δε Δικαστήριο παρέχονται επαρκή στοιχεία προκειμένου να ασκήσει σχετικώς τον εκ μέρους του δικαστικό έλεγχο.

86

Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

Επί του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση των κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, καθώς και έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

87

Η Λάρκο διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, παραλείποντας να λάβει υπόψη τα επιχειρήματά της περί του ότι το μέτρο 6 είχε κοινοποιηθεί στην Επιτροπή, η οποία συνεργαζόταν με τις ελληνικές αρχές για την εκπόνηση σχεδίου αναδιαρθρώσεως της εταιρίας αυτής, ερμήνευσε εσφαλμένα τις κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, δεν έλαβε υπόψη τις υποχρεώσεις που υπέχει η Επιτροπή βάσει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας και στέρησε την απόφασή του από πλήρη αιτιολογία.

88

Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Λάρκο.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

89

Όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, η Λάρκο αμφισβητεί απαραδέκτως τα πραγματικά περιστατικά που κυριαρχικώς διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο, συγκεκριμένα δε ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, οι ελληνικές αρχές δεν επικαλέσθηκαν τις κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, δεν κοινοποίησαν σχέδιο αναδιαρθρώσεως ή εκκαθαρίσεως και δεν απέδειξαν ότι το μέτρο 6 περιοριζόταν στο ελάχιστο αναγκαίο.

90

Όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διαπιστώνεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως, με τις σκέψεις 172 έως 174 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως παρέχεται η δυνατότητα στη μεν Λάρκο να λάβει γνώση των λόγων για τους οποίους απορρίφθηκαν, ρητώς ή σιωπηρώς, τα επιχειρήματα που συνοψίσθηκαν στις σκέψη 87 της παρούσας αποφάσεως, στο δε Δικαστήριο να έχει στη διάθεσή του επαρκή στοιχεία προκειμένου να ασκήσει σχετικώς τον εκ μέρους του δικαστικό έλεγχο.

91

Ως εκ τούτου, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί εν μέρει ως απαράδεκτο και εν μέρει ως αβάσιμο, όπως και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως στο σύνολό του.

Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο σε πλείονες περιπτώσεις κατά τον υπολογισμό του προς ανάκτηση ποσού των ενισχύσεων για τα μέτρα 2, 4 και 6 και έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σε πλείονες περιπτώσεις

Επιχειρήματα των διαδίκων

92

Η Λάρκο υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας, στις σκέψεις 180 έως 194 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η κατά την επίμαχη απόφαση ποσοτικοποίηση του προς ανάκτηση ποσού της ενισχύσεως ως προς τα μέτρα 2, 4 και 6 ήταν σύμφωνη με το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 και με το σημείο 4.1, τρίτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, η δε απόφασή του ενέχει έλλειψη αιτιολογίας.

93

Πρώτον, κατά τη Λάρκο, στη σκέψη 193 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υποκατέστησε την ελλείπουσα αιτιολογία της επίμαχης αποφάσεως και επέρριψε στη Λάρκο το βάρος αποδείξεως ως προς το ζήτημα της συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων κατά την έννοια του σημείου 4.1, τρίτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων.

94

Δεύτερον, μολονότι ήταν σαφές κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίμαχης αποφάσεως ότι δεν είχε καταπέσει καμία από τις εγγυήσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε, κατά τη Λάρκο, την προσέγγιση της Επιτροπής, η οποία, χωρίς να απευθυνθεί στις ελληνικές αρχές, απλώς διαπίστωσε ότι δεν διέθετε στοιχεία εκ των οποίων να προκύπτει ότι οι εν λόγω εγγυήσεις είχαν καταπέσει. Επομένως, κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο παρέβλεψε τις υποχρεώσεις περί διενέργειας επιμελούς και αμερόληπτου ελέγχου τις οποίες υπέχει η Επιτροπή.

95

Συγκεκριμένα, καταρχάς, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι από τη δανειακή σύμβαση του 2008, την οποία είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή, προκύπτει ότι η εξόφληση των δανείων που προέβλεπε η σύμβαση αυτή θα ολοκληρωνόταν την 31η Μαρτίου 2012, δηλαδή πολύ πριν από την έκδοση, στις 27 Μαρτίου 2014, της επίμαχης αποφάσεως. Επομένως, κατά την αναιρεσείουσα, η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της όλα τα στοιχεία βάσει των οποίων μπορούσε να συναγάγει ότι το δάνειο αυτό θα έπρεπε ήδη να έχει εξοφληθεί. Εν συνεχεία, η εξόφληση του δανείου το οποίο χορηγήθηκε το 2010 έπρεπε να ολοκληρωθεί 45 ημέρες μετά την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως. Τέλος, την ημερομηνία εκείνη, η Επιτροπή μπορούσε, κατά τη Λάρκο, να διαπιστώσει ότι το δάνειο που αποτέλεσε το αντικείμενο του μέτρου 6 είχε ήδη εν μέρει εξοφληθεί

96

Τρίτον, κατά τη Λάρκο, η υποχρέωση εξοφλήσεως τόσο του δανειστή όσο και του Δημοσίου ως εγγυητή του συνολικού ποσού του χορηγηθέντος δανείου οδηγεί στο παράδοξο αποτέλεσμα μια επιχείρηση που εξοφλεί το δάνειό της να περιέρχεται σε δυσμενέστερη θέση από μια επιχείρηση ως προς την οποία κατέπεσε η εγγύηση του Δημοσίου. Δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν συναφώς, η απόφασή του ενέχει, κατά την αναιρεσείουσα, έλλειψη αιτιολογίας.

97

Τέταρτον, η Λάρκο επισημαίνει ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίμαχης αποφάσεως, δεν υπήρχε ούτε στη νομολογία ούτε στην πρακτική της Επιτροπής προηγούμενο περί ανακτήσεως βάσει εγγυήσεως, της συνολικής αξίας του εγγυημένου δανείου, σε περίπτωση κατά την οποία η εγγύηση δεν έχει καταπέσει. Συγκεκριμένα, κατά την αναιρεσείουσα, οι υποθέσεις στις οποίες παραπέμπει η Επιτροπή αφορούν διαφορετικές περιστάσεις, στο πλαίσιο των οποίων οι εγγυήσεις κατέπεσαν. Αντιθέτως, κατά την αναιρεσείουσα, σε παρόμοια υπόθεση, στην οποία τα δάνεια εξοφλήθηκαν στη συνέχεια, η Επιτροπή έλαβε υπόψη των γεγονός αυτό και δεν επέβαλε την ανάκτηση του ποσού των δανείων, αλλά εφήρμοσε προσαυξημένο συντελεστή αναφοράς. Κατά την αναιρεσείουσα, η Επιτροπή θα έπρεπε να πράξει το ίδιο και εν προκειμένω.

98

Πέμπτον, οι συνέπειες της υποχρεώσεως ανακτήσεως του ποσού των επίμαχων δανείων βρίσκονται, κατά την αναιρεσείουσα, σε αντίθεση προς την πάγια νομολογία, κατά την οποία οι αποφάσεις της Επιτροπής με τις οποίες διατάσσεται η ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων αποσκοπούν στην επαναφορά της προτέρας καταστάσεως και δεν έχουν χαρακτήρα κυρώσεως βαίνουσας πέραν του πλεονεκτήματος που πράγματι παρασχέθηκε.

99

Έκτον, κατά την αναιρεσείουσα, ο χαρακτήρας παράνομης κυρώσεως που έχει η επίμαχη απόφαση είναι απόρροια της εσφαλμένης ερμηνείας του σημείου 4.1, τρίτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, το οποίο επιτρέπει τέτοια ενέργεια μόνον εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις. Η εκτίμηση αυτή, όμως, πρέπει, κατά τη Λάρκο, να αιτιολογείται επακριβώς και δεν μπορεί να στηρίζεται ούτε σε «αμφιβολίες» της Επιτροπής ως προς τη δυνατότητα της Λάρκο να τύχει της χορηγήσεως δανείου, όπως αυτές εκφράσθηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 77 και 104 της επίμαχης αποφάσεως, ούτε στην έλλειψη στοιχείων σχετικά με το αν κατέπεσε η εγγύηση, όπως μνημονεύεται στις αιτιολογικές σκέψεις 78, 95 και 105 της εν λόγω αποφάσεως.

100

Ως εκ τούτου, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι η επίμαχη απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη ως προς το ζήτημα αυτό, υπέπεσε καταρχάς σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον απαιτούμενο βαθμό αποδείξεως. Εν συνεχεία, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την εκτίμηση περί συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων. Τέλος, κατά τη Λάρκο, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει αντιφάσεις και είναι, ως εκ τούτου, ανεπαρκώς αιτιολογημένη.

101

Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Λάρκο. Ειδικότερα, κατά το θεσμικό όργανο, η Λάρκο δεν αμφισβητεί το νομικό κριτήριο που εφήρμοσε το Γενικό Δικαστήριο, αλλά αμφισβητεί, απαραδέκτως, διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων το Γενικό Δικαστήριο εφήρμοσε το κριτήριο αυτό. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, κατά την Επιτροπή, τη συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων, διότι, κατά τον χρόνο λήψεως των μέτρων 2, 4 και 6, η Λάρκο βρισκόταν σε «ιδιαιτέρως επισφαλή θέση» η οποία συνεπαγόταν «αδυναμία της Λάρκο να εξοφλήσει με ίδια μέσα το συνολικό ποσό που είχε δανεισθεί».

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

102

Υπενθυμίζεται ευθύς εξαρχής ότι η ερμηνεία αποφάσεως περί κρατικών εγγυήσεων την οποία εξέδωσε η Επιτροπή ασκώντας τις εξουσίες της αποτελεί νομική εκτίμηση και ότι οι λόγοι που στρέφονται κατά της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνείας αυτής είναι, ως εκ τούτου, παραδεκτοί στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Επιτροπή κατά Andersen, C‑303/13 P, EU:C:2015:647, σκέψη 74).

103

Πρέπει, επομένως, να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Επιτροπής με τα οποία επιδιώκεται να αμφισβητηθεί το παραδεκτό της επιχειρηματολογίας της Λάρκο, καθόσον στρέφονται κατά του μέρους της επιχειρηματολογίας αυτής που σχετίζεται με την ερμηνεία της επίμαχης αποφάσεως.

104

Πρώτον, κατά το μέτρο που η Λάρκο προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπερέβη τα όρια του εκ μέρους του ελέγχου, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο του κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ ελέγχου νομιμότητας, το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδια να αποφαίνονται επί των προσφυγών λόγω αναρμοδιότητας, παραβάσεως ουσιώδους τύπου, παραβάσεως της Συνθήκης ΛΕΕ ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της, ή καταχρήσεως εξουσίας. Το άρθρο 264 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι, αν η προσφυγή είναι βάσιμη, η προσβαλλόμενη πράξη κηρύσσεται άκυρη. Επομένως, το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο δεν δύνανται, εν πάση περιπτώσει, να υποκαταστήσουν την αιτιολογία του εκδότη της προσβαλλομένης πράξεως με τη δική τους αιτιολογία (αποφάσεις της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής, C‑73/11 P, EU:C:2013:32, σκέψη 89 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑246/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:118, σκέψη 85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

105

Εντούτοις, όπως προκύπτει από την υπομνησθείσα στη σκέψη 102 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, η ερμηνεία της προσβαλλομένης πράξεως εμπίπτει στον έλεγχο αυτόν.

106

Εν προκειμένω, από τις σκέψεις 184 έως 194 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει άνευ αμφισημίας ότι το Γενικό Δικαστήριο περιορίσθηκε σε τέτοια ερμηνεία και ότι ουδόλως προέβη σε υποκατάσταση αιτιολογίας.

107

Ως εκ τούτου, το πρώτο επιχείρημα της Λάρκο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

108

Δεύτερον, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η Λάρκο, το Γενικό Δικαστήριο δεν αντέστρεψε, στις ως άνω σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το βάρος αποδείξεως όσον αφορά τη συνδρομή των εξαιρετικών περιστάσεων κατά το σημείο 4.1, τρίτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, αλλά εξέτασε αν η εκτίμηση της Επιτροπής ενείχε πλάνη περί το δίκαιο ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 39 και 41 της παρούσας αποφάσεως.

109

Τρίτον, κατά το μέτρο που η Λάρκο προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένη ερμηνεία του εν λόγω σημείου 4.1, τρίτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, και της έννοιας αυτής, πρέπει να επισημανθεί ότι, στις σκέψεις 189 έως 191 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τη συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων μόνο σε περίπτωση κατά την οποία αποκλείεται το ενδεχόμενο να μπορεί ο δανειολήπτης να εξοφλήσει με ίδια μέσα το δάνειο που καλύπτει η επίμαχη εγγύηση.

110

Αντιθέτως, όμως, προς ό,τι διατείνεται η Λάρκο, σε μια τέτοια περίπτωση η συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, μπορεί να διαπιστώνεται χωρίς να απαιτείται άλλη απόδειξη, πέραν της στοιχειοθετήσεως της εν λόγω περιπτώσεως.

111

Συναφώς, αφενός, ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 186 έως 188 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, από συνδυαστική ερμηνεία των αιτιολογικών σκέψεων 55 έως 66, 77, 94 και 104 της επίμαχης αποφάσεως προκύπτει ότι, με τη χρήση του μη προσήκοντος όρου «αμφίβολο», η Επιτροπή εξέφρασε, κατ’ ουσίαν, την εκτίμηση ότι, χωρίς τα μέτρα 2 και 6, η Λάρκο δεν θα μπορούσε να τύχει των αντίστοιχων χρηματοδοτήσεων.

112

Αφετέρου, στις σκέψεις 181, 182, 192 και 193 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμον, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως, την απόρριψη των επιχειρημάτων της Λάρκο περί μη συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων, κατά την έννοια του σημείου 4.1, τρίτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, δεδομένου ότι οι κρίσεις που εκτίθενται στις σκέψεις αυτές της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως παρέχουν στη μεν Λάρκο τη δυνατότητα να λάβει γνώση των λόγων για τους οποίους απορρίφθηκαν τα επιχειρήματα αυτά, στο δε Δικαστήριο επαρκή στοιχεία προκειμένου να ασκήσει σχετικώς τον εκ μέρους του δικαστικό έλεγχο.

113

Τέταρτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα τα οποία συνοψίσθηκαν στις σκέψεις 94 έως 96 της παρούσας αποφάσεως και με τα οποία η Λάρκο αμφισβητεί το βάσιμο της εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τον υπολογισμό των προς ανάκτηση ενισχύσεων, αρκεί να επισημανθεί ότι τα επιχειρήματα αυτά αντλούνται από γεγονότα μεταγενέστερα της λήψεως των μέτρων 4 και 6, οπότε, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι είναι παραδεκτά, πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθούν ως αλυσιτελή, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 28 έως 32 της παρούσας αποφάσεως.

114

Πέμπτον, κατά το μέτρο που η Λάρκο επικαλείται προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής ως προς τη λήψη αποφάσεων, αρκεί η επισήμανση ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο χαρακτήρας ορισμένου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικώς στο πλαίσιο του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και όχι σε σχέση με προβαλλόμενη προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής ως προς τη λήψη αποφάσεων (απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή και Ισπανία κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου, C‑106/09 P και C‑107/09 P, EU:C:2011:732, σκέψη 136).

115

Έκτον, όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη νομολογίας επιβάλλουσας την ανάκτηση της συνολικής αξίας του εγγυημένου δανείου, ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή ότι το Δικαστήριο έχει εξετάσει την περίπτωση εγγυήσεων τις οποίες χορηγεί το Δημόσιο σε προβληματικές επιχειρήσεις και έχει κρίνει ότι οι εγγυήσεις αυτές πρέπει να θεωρούνται ενισχύσεις ποσού ίσου προς το δάνειο για το οποίο χορηγήθηκε η εγγύηση (αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑288/96, EU:C:2000:537, σκέψη 31, και της 28ης Ιανουαρίου 2003, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑334/99, EU:C:2003:55, σκέψη 138).

116

Έβδομον, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, σε τέτοια περίπτωση, η ανάκτηση ενισχύσεως ποσού ίσου προς το δάνειο για το οποίο χορηγήθηκε η εγγύηση έχει ακριβώς ως σκοπό την αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως και όχι την επιβολή κυρώσεως στη δικαιούχο της ενισχύσεως επιχείρηση, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η Λάρκο. Ειδικότερα, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η αποπληρωμή του δανείου στην τράπεζα δεν συνιστά επιστροφή της ενισχύσεως στο Δημόσιο.

117

Όγδοον, όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σε πλείονες περιπτώσεις, αρκεί η διαπίστωση ότι, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως, οι σκέψεις 180 έως 194 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως παρέχουν τη δυνατότητα στη μεν Λάρκο να λάβει γνώση των λόγων για τους οποίους απορρίφθηκαν, ρητώς ή σιωπηρώς, τα επιχειρήματά της, στο δε Δικαστήριο να έχει στη διάθεσή του επαρκή στοιχεία προκειμένου να ασκήσει σχετικώς τον εκ μέρους του δικαστικό έλεγχο.

118

Ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

119

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, αφενός, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί κατά το μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφαση αυτή, απέρριψε το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που είχε προβληθεί με την πρωτοδίκως ασκηθείσα προσφυγή καθόσον αφορά το μέτρο 2 και, αφετέρου, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

Επί της διαφοράς της πρωτοβάθμιας δίκης

120

Σύμφωνα με το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση.

121

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να αποφανθεί οριστικά επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που είχε προβληθεί με την πρωτοδίκως ασκηθείσα προσφυγή καθόσον αυτό αφορά το μέτρο 2 και καθόσον με αυτό προβάλλεται παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, λόγω εσφαλμένης εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία.

122

Πράγματι, όπως προκύπτει ιδίως από τις σκέψεις 53 έως 71 της παρούσας αποφάσεως, αφενός, στην επίμαχη απόφαση, η Επιτροπή στηρίζει τη διαπίστωση ότι η Λάρκο ήταν, κατά τον χρόνο λήψεως του μέτρου 2, προβληματική επιχείρηση στα οικονομικά αποτελέσματα της Λάρκο, ως προς τα οποία δεν αμφισβητείται ότι δεν ήταν διαθέσιμα κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο απλώς διαπίστωσε ότι από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται «με βεβαιότητα» ότι οι ελληνικές αρχές γνώριζαν, κατά το εν λόγω χρονικό σημείο, τις δυσχέρειες αυτές.

123

Λαμβανομένης, όμως, υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 69 της παρούσας αποφάσεως, στο Γενικό Δικαστήριο απόκειται να διακριβώσει αν ο διοικητικός φάκελος της υποθέσεως περιέχει στοιχεία ορισμένης αξιοπιστίας και συνέπειας, τα οποία είναι επαρκώς βάσιμα ώστε να αποφανθεί, αφενός, ότι οι ελληνικές αρχές γνώριζαν ή θα έπρεπε να γνωρίζουν κατά τον χρόνο λήψεως του μέτρου 2 τις προβαλλόμενες δυσχέρειες που αντιμετώπιζε η Λάρκο και, αφετέρου, ότι το ζήτημα αυτό δεν αποτελούσε, κατά τη διοικητική διαδικασία, αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ της Επιτροπής και των ελληνικών αρχών.

124

Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, οσάκις η έκδοση πράξεως εκ μέρους της Επιτροπής εντάσσεται σε πλαίσιο το οποίο γνωρίζουν καλώς οι ενδιαφερόμενοι, η εν λόγω πράξη μπορεί να αιτιολογείται συνοπτικώς (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑156/98, EU:C:2000:467, σκέψη 105, και της 26ης Ιουνίου 2012, Πολωνία κατά Επιτροπής, C‑335/09 P, EU:C:2012:385, σκέψη 152).

125

Κατά συνέπεια, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Επί των δικαστικών εξόδων

126

Δεδομένου ότι η υπόθεση αναπέμπεται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 1ης Φεβρουαρίου 2018, Λάρκο κατά Επιτροπής (T-423/14, EU:T:2018:57), κατά το μέτρο που, με την απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε με την πρωτοδίκως ασκηθείσα προσφυγή, καθόσον το εν λόγω σκέλος αφορά εγγύηση την οποία χορήγησε το 2008 το Ελληνικό Δημόσιο στη Λάρκο Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική ΑΕ για δάνειο ύψους 30 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο είχε χορηγήσει η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος στην εταιρία αυτή.

 

2)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά.

 

3)

Αναπέμπει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

4)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

Arabadjiev

Xuereb

von Danwitz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 26 Μαρτίου 2020.

Ο Γραμματέας

A. Calot Escobar

Ο Πρόεδρος του δευτέρου τμήματος

A. Arabadjiev


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.