ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 11ης Μαρτίου 2020 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Τελωνειακή ένωση και κοινό δασμολόγιο – Κανονισμός (ΕΚ) 1234/2007 – Κανονισμός (ΕΚ) 1484/95 – Εισαγωγή κατεψυγμένου κρέατος πουλερικών καταγωγής Βραζιλίας – Εκ των υστέρων είσπραξη των συμπληρωματικών εισαγωγικών δασμών – Μηχανισμός ελέγχου – Μέθοδος υπολογισμού των συμπληρωματικών δασμών»

Στην υπόθεση C‑160/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) με απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Φεβρουαρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

X BV

κατά

Staatssecretaris van Financiën,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του τετάρτου τμήματος, D. Šváby, K. Jürimäe (εισηγήτρια) και N. Piçarra, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: M. Ferreira, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Μαρτίου 2019,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η X BV, εκπροσωπούμενη από τους A. Baert και P. Heeren, advocaten, από τους R. Ramautarsing και K. Winters, καθώς και από την L. Gilhuijs,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Κ. Bulterman και C. S. Schillemans,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους W. Roels και B. Hofstötter,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 13ης Ιουνίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφοι 2, 4 και 5, του κανονισμού (ΕΚ) 1484/95 της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 1995, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του συστήματος συμπληρωματικών δασμών κατά την εισαγωγή και με τον καθορισμό αντιπροσωπευτικών τιμών στους τομείς του κρέατος πουλερικών και των αυγών και της αυγοαλβουμίνης καθώς και με την κατάργηση του κανονισμού αριθ. 163/67/ΕΟΚ (ΕΕ 1995, L 145, σ. 47), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 248/2010 της Επιτροπής, της 24ης Μαρτίου 2010 (ΕΕ 2010, L 79, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 1484/95).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της X BV και του Staatssecretaris van Financiën (Υφυπουργού Οικονομικών, Κάτω Χώρες) σχετικά με πράξη επιβολής συμπληρωματικών δασμών κατά την εισαγωγή κατεψυγμένου κρέατος πουλερικών καταγωγής Βραζιλίας.

Το νομικό πλαίσιο

Ο ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ

3

Το άρθρο 141 του κανονισμού (ΕΚ) 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (ΕΕ 2007, L 299, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 491/2009 του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 2009 (ΕΕ 2009, L 154, σ. 1) (στο εξής: ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ), είχε ως εξής:

«1.   Επιβάλλεται πρόσθετος εισαγωγικός δασμός στις εισαγωγές που πραγματοποιούνται με τον δασμολογικό συντελεστή που προβλέπεται στα άρθρα 135 έως 140α, ενός ή περισσοτέρων προϊόντων των τομέων των σιτηρών, του ρυζιού, της ζάχαρης, των οπωροκηπευτικών, των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών, του βοείου κρέατος, του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, του χοίρειου κρέατος, του αιγοπρόβειου κρέατος, των αυγών, των πουλερικών και της μπανάνας, καθώς και χυμού σταφυλιών και γλεύκους σταφυλιών, με στόχο την πρόληψη ή την εξουδετέρωση των δυσμενών επιπτώσεων στην [εσωτερική] αγορά, οι οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν από τις εισαγωγές αυτές, εάν:

α)

οι εισαγωγές πραγματοποιούνται σε τιμή κατώτερη από το επίπεδο που κοινοποιείται από την [Ένωση] στον [Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου] (“τιμή ενεργοποίησης”), ή

β)

ο όγκος των εισαγωγών για κάθε έτος υπερβαίνει ορισμένο επίπεδο (“όγκος ενεργοποίησης”).

Ο όγκος ενεργοποίησης βασίζεται στις δυνατότητες πρόσβασης στην αγορά, οι οποίες ορίζονται, κατά περίπτωση, ως ποσοστό εισαγωγών επί της αντίστοιχης εγχώριας κατανάλωσης κατά τα τρία προηγούμενα έτη.

2.   Δεν επιβάλλεται πρόσθετος εισαγωγικός δασμός εάν δεν θεωρείται πιθανόν ότι οι εισαγωγές θα διαταράξουν την [εσωτερική αγορά] ή εάν οι επιπτώσεις θα ήσαν δυσανάλογες προς τον επιδιωκόμενο στόχο.

3.   Για την εφαρμογή της παραγράφου 1 στοιχείο α), οι τιμές εισαγωγής καθορίζονται με βάση τις τιμές εισαγωγής cif του συγκεκριμένου φορτίου.

Οι τιμές εισαγωγής cif επαληθεύονται βάσει των αντιπροσωπευτικών τιμών για το συγκεκριμένο προϊόν στη διεθνή αγορά ή στην [εσωτερική] αγορά εισαγωγής του εν λόγω προϊόντος.»

Ο κανονισμός 1484/95

4

Κατά την τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1484/95:

«[εκτιμώντας] ότι οι τιμές κατά την εισαγωγή, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για την επιβολή ενός συμπληρωματικού εισαγωγικού δασμού, θα πρέπει να ελέγχονται με βάση τις αντιπροσωπευτικές τιμές για το εν λόγω προϊόν στη διεθνή αγορά ή την κοινοτική αγορά εισαγωγής για το προϊόν αυτό· ότι απαιτείται να προβλεφθεί η διαβίβαση των τιμών κατά τα διάφορα στάδια εμπορίας από τα κράτη μέλη σε τακτά χρονικά διαστήματα, προκειμένου να καταστεί δυνατός ο καθορισμός των αντιστοίχων συμπληρωματικών δασμών και των αντιπροσωπευτικών τιμών».

5

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής:

«Οι αντιπροσωπευτικές τιμές που αναφέρονται στο άρθρο 141 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου και στο άρθρο 3 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2783/75 [του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινού συστήματος εμπορίας για την ωοαλβουμίνη και τη γαλακτοαλβουμίνη (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/014, σ. 94 έως 97)], καθορίζονται τακτικά βάσει των στοιχείων τα οποία συγκεντρώνονται στο πλαίσιο της κοινοτικής επιτήρησης που διέπεται από το άρθρο 308δ του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 [της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1993, L 253, σ. 1)].»

6

Το άρθρο 3 του κανονισμού 1484/95 ορίζει τα εξής:

«1.   Ο συμπληρωματικός δασμός καθορίζεται βάσει της τιμής cif κατά την εισαγωγή της εν λόγω αποστολής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4.

2.   Όταν η τιμή cif κατά την εισαγωγή ανά 100 kg μιας αποστολής είναι υψηλότερη από την εφαρμοστέα αντιπροσωπευτική τιμή που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1, ο εισαγωγέας προσκομίζει στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών εισαγωγής τα ακόλουθα τουλάχιστον δικαιολογητικά έγγραφα:

τη σύμβαση αγοράς ή οποιοδήποτε ισοδύναμο έγγραφο,

την ασφαλιστική σύμβαση,

το τιμολόγιο,

το πιστοποιητικό προέλευσης (ενδεχομένως),

τη σύμβαση μεταφοράς

και, σε περίπτωση θαλάσσιας μεταφοράς, τη φορτωτική.

3.   Στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 ο εισαγωγέας πρέπει να συστήσει την εγγύηση που προβλέπεται στο άρθρο 248 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93, η οποία ισούται με τη διαφορά μεταξύ του ποσού του πρόσθετου δασμού εισαγωγής υπολογιζόμενου με βάση την ισχύουσα για το εν λόγω προϊόν αντιπροσωπευτική τιμή και του ποσού του πρόσθετου δασμού εισαγωγής υπολογιζόμενου με βάση την τιμή εισαγωγής cif της εν λόγω αποστολής.

4.   Ο εισαγωγέας έχει στη διάθεσή του δύο μήνες από την πώληση των εν λόγω προϊόντων, εντός προθεσμίας εννέα μηνών από την ημερομηνία αποδοχής της διασάφησης θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία, για να αποδείξει ότι η αποστολή διατέθηκε με όρους που επιβεβαιώνουν την ορθότητα των τιμών που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Η μη τήρηση κάποιας από τις προαναφερθείσες προθεσμίες συνεπάγεται την κατάπτωση της συσταθείσας εγγύησης. Εντούτοις, η προθεσμία των εννέα μηνών μπορεί να παραταθεί από τις αρμόδιες αρχές κατά τρεις μήνες κατ’ ανώτατο όριο, μετά από δεόντως αιτιολογημένη αίτηση του εισαγωγέα.

Η συσταθείσα εγγύηση αποδεσμεύεται στο βαθμό που προσκομίζονται αποδείξεις σχετικά με τους όρους διάθεσης κατά τρόπο ικανοποιητικό για τις τελωνειακές αρχές. Ειδάλλως, η εγγύηση καταπίπτει για να πληρωθούν οι πρόσθετοι δασμοί.

5.   Αν με την ευκαιρία ενός ελέγχου, οι αρμόδιες αρχές διαπιστώσουν ότι οι όροι του παρόντος άρθρου δεν έχουν τηρηθεί, προβαίνουν στην εξόφληση των οφειλόμενων δασμών σύμφωνα με το άρθρο 220 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 [του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1992, L 302, σ. 1)]. Το ποσό του δασμού που πρέπει να εξοφληθεί ή που υπολείπεται να εξοφληθεί περιλαμβάνει τόκο από την ημερομηνία που τα προϊόντα ετέθησαν σε ελεύθερη κυκλοφορία μέχρι την ημερομηνία της εξόφλησης. Το επιτόκιο που πρέπει να εφαρμοστεί είναι αυτό που ισχύει για τις πράξεις εξόφλησης δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας.»

7

Το άρθρο 4 του κανονισμού 1484/95 προβλέπει τα εξής:

«1.   Αν η διαφορά μεταξύ της εν λόγω τιμής ενεργοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και της τιμής cif κατά την [εισαγωγή] της εν λόγω αποστολής:

α)

είναι κατώτερη ή ίση με 10 % της τιμής ενεργοποίησης, ο συμπληρωματικός δασμός είναι μηδενικός·

β)

είναι ανώτερη από 10 % αλλά κατώτερη ή ίση με 40 % της τιμής ενεργοποίησης, ο συμπληρωματικός δασμός είναι ίσος με 30 % του ποσού άνω των 10 %·

γ)

είναι ανώτερη από 40 % αλλά κατώτερη ή ίση με 60 % της τιμής ενεργοποίησης, ο συμπληρωματικός δασμός είναι ίσος με 50 % του ποσού άνω των 40 % στο οποίο προστίθεται ο συμπληρωματικός δασμός που αναφέρεται στο στοιχείο β)·

δ)

είναι ανώτερη από 60 % αλλά κατώτερη ή ίση από 75 % της τιμής ενεργοποίησης, ο συμπληρωματικός δασμός είναι ίσος με 70 % του ποσού άνω των 60 % στα οποία προστίθενται οι συμπληρωματικοί δασμοί που αναφέρονται στα στοιχεία β) και γ)·

ε)

είναι ανώτερη από 75 % της τιμής ενεργοποίησης, ο συμπληρωματικός δασμός είναι ίσος με 90 % του ποσού άνω των 75 %, στα οποία προστίθενται οι συμπληρωματικοί δασμοί που αναφέρονται στα στοιχεία β), γ) και δ).»

Ο τελωνειακός κώδικας

8

Το άρθρο 4 του κανονισμού 2913/92, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 82/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 17, σ. 1) (στο εξής: τελωνειακός κώδικας), προέβλεπε τα εξής:

«Κατά την έννοια του παρόντος κώδικα, νοούνται ως:

[…]

9)

Τελωνειακή οφειλή: η υποχρέωση προσώπου να καταβάλει τους εισαγωγικούς δασμούς (τελωνειακή οφειλή κατά την εισαγωγή) ή τους εξαγωγικούς δασμούς (τελωνειακή οφειλή κατά την εξαγωγή) που επιβάλλονται σε συγκεκριμένα εμπορεύματα σύμφωνα με τις ισχύουσες κοινοτικές διατάξεις·

10)

εισαγωγικοί δασμοί:

οι δασμοί και οι φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδύναμου αποτελέσματος που καταβάλλονται κατά την εισαγωγή των εμπορευμάτων,

οι επιβαρύνσεις κατά την εισαγωγή, που θεσπίζονται στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής ή των ειδικών καθεστώτων που εφαρμόζονται σε ορισμένα εμπορεύματα που προκύπτουν από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων.

[…]

16)

Τελωνειακό καθεστώς:

α)

η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία·

[…]

[…]»

9

Το άρθρο 29, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα προέβλεπε τα εξής:

«Η δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων είναι η συναλλακτική αξία, δηλαδή η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή, όταν πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της [Ένωσης], ενδεχομένως κατόπιν προσαρμογής που πραγματοποιείται σύμφωνα με τα άρθρα 32 και 33, εφόσον:

α)

δεν υφίστανται περιορισμοί όσον αφορά τη μεταβίβαση ή τη χρησιμοποίηση των εμπορευμάτων από τον αγοραστή, εκτός από τους περιορισμούς, οι οποίοι:

επιβάλλονται ή απαιτούνται από το νόμο ή τις δημόσιες αρχές εντός της [Ένωσης],

περιορίζουν τη γεωγραφική ζώνη στην οποία δύνανται να μεταπωληθούν τα εμπορεύματα,

ή

δεν επηρεάζουν ουσιωδώς την αξία των εμπορευμάτων·

β)

η πώληση ή η τιμή δεν εξαρτάται από προϋποθέσεις ή παροχές των οποίων η αξία δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί όσον αφορά τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα·

γ)

κανένα μέρος του προϊόντος κάθε μεταγενέστερης μεταπώλησης, μεταβίβασης ή χρησιμοποίησης των εμπορευμάτων από τον αγοραστή δεν περιέρχεται αμέσως ή εμμέσως στον πωλητή, εκτός αν είναι δυνατό να γίνει κατάλληλη προσαρμογή βάσει του άρθρου 32,

και

δ)

ο αγοραστής και ο πωλητής δεν συνδέονται μεταξύ τους, ή εάν συνδέονται, η συναλλακτική αξία είναι αποδεκτή για δασμολογικούς σκοπούς δυνάμει της παραγράφου 2.»

10

Κατά το άρθρο 30, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κώδικα:

«1.   Όταν η δασμολογητέα αξία δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 29, εφαρμόζονται διαδοχικά οι διατάξεις της παραγράφου 2, στοιχεία α), β), γ) και δ) […].

2.   Οι δασμολογητέες αξίες που καθορίζονται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου είναι οι ακόλουθες:

α)

η συναλλακτική αξία πανομοιοτύπων εμπορευμάτων τα οποία πωλούνται για εξαγωγή με προορισμό την [Ένωση] και εξάγονται κατά την ίδια ή περίπου κατά την ίδια χρονική στιγμή με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα·

β)

η συναλλακτική αξία ομοειδών εμπορευμάτων τα οποία πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό την [Ένωση] και τα οποία εξάγονται κατά την ίδια ή περίπου κατά την ίδια χρονική στιγμή με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα·

γ)

η αξία που βασίζεται επί της τιμής μονάδος που αντιστοιχεί στις πωλήσεις μέσα στην [Ένωση] εισαγομένων εμπορευμάτων ή πανομοιοτύπων ή ομοειδών εισαγομένων εμπορευμάτων οι οποίες αντιπροσωπεύουν συνολικά τη μεγαλύτερη ποσότητα και γίνονται, μέσα στην [Ένωση], προς πρόσωπα που δεν συνδέονται με τους πωλητές·

δ)

η υπολογιζόμενη αξία, που ισούται προς το άθροισμα:

του κόστους ή της αξίας των υλικών και των εργασιών κατασκευής ή άλλων εργασιών, που υπεισέρχονται στην παραγωγή των εισαγόμενων εμπορευμάτων,

ποσού που αντιπροσωπεύει τα κέρδη και τα γενικά έξοδα, ίσου προς το ποσό που υπεισέρχεται γενικά στις πωλήσεις εμπορευμάτων της ίδιας φύσεως ή του ίδιου είδους με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα, οι οποίες γίνονται από παραγωγούς της χώρας εξαγωγής προς εξαγωγή με προορισμό την [Ένωση],

του κόστους [ή] της αξίας των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο ε).»

11

Το άρθρο 31 του εν λόγω κώδικα προέβλεπε τα εξής:

«1.   Αν η δασμολογητέα αξία εισαγομένων εμπορευμάτων δεν μπορεί να καθορισθεί κατ’ εφαρμογή των άρθρων 29 και 30, καθορίζεται, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία εντός της [Ένωσης], με εύλογο τρόπο συμβιβαζόμενο με τις αρχές και τις γενικές διατάξεις:

της συμφωνίας περί θέσεως σε εφαρμογή του άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994,

του άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994,

και

των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου.

[…]»

12

Το άρθρο 220, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα προέβλεπε τα ακόλουθα:

«Όταν το ποσό των δασμών που προκύπτουν από τελωνειακή οφειλή δεν έχει καταλογισθεί σύμφωνα με τα άρθρα 218 και 219 ή έχει καταλογισθεί σε ύψος χαμηλότερο εκείνου που νομίμως οφειλόταν, ο καταλογισμός του ποσού των δασμών που έχει ή που απομένει να εισπραχθεί, πρέπει να γίνει σε διάστημα δύο ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία η τελωνειακή αρχή αντιλήφθηκε την κατάσταση αυτή και είναι σε θέση να υπολογίσει το νομίμως οφειλόμενο ποσό και να ορίσει τον οφειλέτη (καταλογισμός εκ των υστέρων). Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί σύμφωνα με το άρθρο 219.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

13

Η X είναι εταιρία η οποία εμπορεύεται προϊόντα από κρέας πουλερικών. Αποτελεί μέρος διεθνούς ομίλου στον οποίο ανήκει και η E SA (στο εξής: Ε), επίσης παραγωγός προϊόντων από κρέας πουλερικών, η οποία είναι εγκατεστημένη στη Βραζιλία. Οι συνδεόμενες με τον εν λόγω παραγωγό επιχειρήσεις, όπως η X, αγοράζουν και πωλούν τα εν λόγω προϊόντα και οργανώνουν τη διανομή τους προς την αγορά της Ένωσης.

14

Η X αγόρασε κατεψυγμένο κρέας πουλερικών από την F Ltd, με την οποία συνδέεται. Στη συνέχεια, το κρέας αυτό πωλήθηκε στην αγορά της Ένωσης τόσο σε συνδεόμενες με τη Χ επιχειρήσεις όσο και σε ανεξάρτητους τρίτους.

15

Το κατεψυγμένο κρέας πουλερικών, που κατατάσσεται στη διάκριση 02071410 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΟΚ) 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (ΕΕ 1987, L 256, σ. 1), υπόκειται σε ειδικό δασμό 102,40 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα. Επιπλέον, το κρέας αυτό υπόκειται στο σύστημα των συμπληρωματικών δασμών που προβλέπουν ο κανονισμός 1484/95 και ο ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ. Επομένως, είναι δυνατό να οφείλονται συμπληρωματικοί δασμοί κατά την εισαγωγή του εν λόγω κρέατος, όταν η τιμή εισαγωγής cif του κρέατος πουλερικών είναι χαμηλότερη από την τιμή ενεργοποίησης που προβλέπει το άρθρο 141, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ.

16

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, εν προκειμένω, οι ολλανδικές τελωνειακές αρχές συνήψαν με τη X συμφωνίες σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού της δασμολογητέας αξίας του πωλούμενου από την E. κατεψυγμένου κρέατος πουλερικών καταγωγής Βραζιλίας. Συμφωνήθηκε να ληφθεί ως βάση η τιμή την οποία χρέωνε η E στις εγκατεστημένες στην Ένωση επιχειρήσεις οι οποίες συνδέονται με αυτήν, προσαυξημένη κατά 15 %, προκειμένου να καλυφθούν οι άμεσες και έμμεσες δαπάνες, πλην της παραγωγής, καθώς και ορισμένο κέρδος.

17

Οι ολλανδικές τελωνειακές αρχές έκριναν ότι η μέθοδος αυτή ήταν αποδεκτή για τον υπολογισμό της τιμής εισαγωγής cif. Επισήμαναν, ωστόσο, ότι επιφυλάσσονταν του δικαιώματός τους να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για τον ακριβή καθορισμό της δασμολογητέας αξίας, εφόσον προέκυπτε ότι ο υπολογισμός της εν λόγω αξίας είχε στηριχθεί σε ανακριβή στοιχεία.

18

Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2009 και 30ής Ιουνίου 2010, η Χ υπέβαλε 709 διασαφήσεις θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία κρέατος πουλερικών, σύμφωνα με τις συμφωνίες που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 16 της παρούσας απόφασης. Η τιμή εισαγωγής cif που αναγραφόταν στις διασαφήσεις αυτές ήταν πάντοτε υψηλότερη από την τιμή ενεργοποίησης. Κατά συνέπεια, οι ολλανδικές τελωνειακές αρχές ενέκριναν, κάθε φορά, τη θέση του κρέατος αυτού σε ελεύθερη κυκλοφορία, χωρίς να εισπράξουν συμπληρωματικούς εισαγωγικούς δασμούς. Επιπλέον, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 1484/95, οι εν λόγω αρχές δεν απαίτησαν από τη Χ ούτε να συστήσει εγγύηση για τη θέση του κρέατος αυτού σε ελεύθερη κυκλοφορία ούτε να αποδείξει, μετά την εν λόγω θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία, ότι η αποστολή του κρέατος πουλερικών είχε διατεθεί υπό όρους που επιβεβαίωναν την ορθότητα της δηλωθείσας τιμής εισαγωγής cif.

19

Τον Νοέμβριο του 2011 ένας επιθεωρητής των ολλανδικών τελωνειακών αρχών (στο εξής: επιθεωρητής) προέβη σε εκ των υστέρων έλεγχο προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η τιμή εισαγωγής cif που είχε αναγράψει η Χ στις εν λόγω διασαφήσεις ήταν ακριβής. Συναφώς, διαπίστωσε, αφενός, ότι η Χ είχε πωλήσει το εν λόγω κρέας πουλερικών στην ίδια τιμή τόσο στις συνδεόμενες με αυτήν εταιρίες όσο και στους ανεξάρτητους τρίτους. Αφετέρου, ο επιθεωρητής διαπίστωσε ότι η τιμή πώλησης που εφάρμοζε η Χ ήταν σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις χαμηλότερη τόσο από την τιμή εισαγωγής cif που αναγραφόταν στις ίδιες διασαφήσεις, προσαυξημένη κατά τους ειδικούς εισαγωγικούς δασμούς, όσο και από την τιμή ενεργοποίησης.

20

Κατά συνέπεια, ο επιθεωρητής έκρινε ότι, για 705 από τις πραγματοποιηθείσες διασαφήσεις, το κρέας πουλερικών δεν είχε μεταπωληθεί από τη Χ υπό κανονικές συνθήκες εμπορίου και ότι, κατά συνέπεια, οι αναγραφόμενες τιμές εισαγωγής cif δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές, με αποτέλεσμα να οφείλονται συμπληρωματικοί δασμοί.

21

Εφαρμόζοντας «κατ’ αναλογία» το άρθρο 4 του κανονισμού 1484/95, ο επιθεωρητής υπολόγισε το ποσό των οφειλόμενων συμπληρωματικών δασμών βάσει της διαφοράς μεταξύ της τιμής ενεργοποίησης και της αντιπροσωπευτικής τιμής, όπως καθορίζεται στο άρθρο 141, παράγραφος 3, του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1484/95. Συναφώς, ο επιθεωρητής διαβίβασε στη X πράξη επιβολής συμπληρωματικών δασμών ύψους 2163793,55 ευρώ.

22

Η X προσέβαλε την εν λόγω πράξη επιβολής δασμών ενώπιον του rechtbank Noord-Holland (πρωτοδικείου της επαρχίας της Βόρειας Ολλανδίας, Κάτω Χώρες). Κατόπιν απόρριψης της προσφυγής της ως αβάσιμης, η X άσκησε έφεση κατά της απόφασης του δικαστηρίου αυτού ενώπιον του Gerechtshof Amsterdam (εφετείου Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες), εν συνεχεία δε, κατόπιν απόρριψης της έφεσής της από το δικαστήριο αυτό, άσκησε αναίρεση ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden (Ανωτάτου Δικαστηρίου των Κάτω Χωρών).

23

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι λόγοι αναιρέσεως που προβλήθηκαν ενώπιόν του στηρίζονται, αφενός, σε εσφαλμένη εφαρμογή των άρθρων 3 και 4 του κανονισμού 1484/95, καθόσον το Gerechtshof Amsterdam (εφετείο Άμστερνταμ) έκρινε ότι η ανακρίβεια των τιμών εισαγωγής cif που αναγράφονταν στις οικείες τελωνειακές διασαφήσεις μπορούσε να συναχθεί από το γεγονός ότι οι τιμές πώλησης ήταν χαμηλότερες από τις αναγραφόμενες τιμές εισαγωγής cif και από τις εφαρμοστέες αντιπροσωπευτικές τιμές. Αφετέρου, κατά το αιτούν δικαστήριο, ο επιθεωρητής υπέπεσε σε πλάνη δεχόμενος, με τις επίμαχες συμφωνίες, ότι η Χ μπορούσε να υπολογίσει την τιμή εισαγωγής cif, χωρίς να απαιτήσει να είναι κερδοφόρος η πώληση των οικείων προϊόντων.

24

Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι λόγοι αυτοί εγείρουν ζητήματα σχετικά με τα κριτήρια που πρέπει να χρησιμοποιούνται όταν η ακρίβεια μιας τιμής εισαγωγής cif αποτελεί αντικείμενο επαλήθευσης ή εκ των υστέρων ελέγχου, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού 1484/95, καθώς και σχετικά με τις συνέπειες που οι οικείες αρχές πρέπει να αντλήσουν από την αδυναμία καθορισμού της τιμής αυτής βάσει των εν λόγω κριτηρίων.

25

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η πώληση ενός προϊόντος σε τιμή χαμηλότερη από την αναγραφόμενη τιμή εισαγωγής cif ή από την ισχύουσα αντιπροσωπευτική τιμή αρκεί για να διαπιστωθεί ότι οφείλονται συμπληρωματικοί δασμοί. Συναφώς, διερωτάται, ειδικότερα, ως προς τη σημασία της έννοιας των «όρων» του άρθρου 3, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού 1484/95. Διερωτάται επίσης αν, για την ερμηνεία της έννοιας αυτής, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα εισαγόμενα προϊόντα αγοράστηκαν και μεταπωλήθηκαν σε επιχείρηση συνδεόμενη με την οικεία επιχείρηση.

26

Κατά το αιτούν δικαστήριο, αφενός, καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι η πώληση προϊόντων σε τιμή χαμηλότερη από την αντιπροσωπευτική τιμή διαταράσσει την αγορά της Ένωσης και, ως εκ τούτου, δικαιολογεί την επιβολή συμπληρωματικών δασμών. Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, την οποία δέχθηκε το Gerechtshof Amsterdam (εφετείο Άμστερνταμ), παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν η δηλωθείσα από τον εισαγωγέα τιμή εισαγωγής cif είναι ορθή. Επομένως, οι συμπληρωματικοί εισαγωγικοί δασμοί μπορούν να επιβληθούν βάσει της αντιπροσωπευτικής τιμής και μόνον. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η προσέγγιση αυτή συμβαδίζει με το άρθρο 141, παράγραφος 3, του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2001, Kloosterboer Rotterdam (C‑317/99, EU:C:2001:681), κατά την οποία η αντιπροσωπευτική τιμή του επίμαχου προϊόντος λαμβάνεται υπόψη μόνο για τον έλεγχο της ακρίβειας της τιμής εισαγωγής cif.

27

Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο δεν αποκλείει την ύπαρξη καταστάσεων στις οποίες η τιμή πώλησης ενδέχεται να είναι χαμηλότερη από την τιμή εισαγωγής cif, ακόμη δε και από την αντιπροσωπευτική τιμή. Συγκεκριμένα, για να διατηρήσει ένας επιχειρηματίας τη θέση του στην οικεία αγορά, θα μπορούσε να εξαναγκαστεί, υπό δυσμενείς συνθήκες της αγοράς και για περιορισμένο χρονικό διάστημα, να πωλεί προϊόντα με ζημία. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, ιδίως στην περίπτωση συνδεόμενων επιχειρήσεων, είναι δυνατή η διενέργεια εικονικών συναλλαγών με σκοπό να παρακαμφθεί η υποχρέωση καταβολής συμπληρωματικών δασμών ή να αποφευχθεί η καταβολή αυτή. Επομένως, πρέπει να εξεταστούν οι συναλλαγές που διενεργήθηκαν πριν και μετά την οικεία εισαγωγή, καθώς και η οικονομική και εμπορική δικαιολόγηση των συναλλαγών αυτών.

28

Συναφώς, το άρθρο 3, παράγραφοι 2, 4 και 5, του κανονισμού 1484/95 θα μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο μηχανισμός ελέγχου που προβλέπει έχει ως σκοπό να διασφαλίσει ότι οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν γνώση των συναλλαγών που ενδέχεται να εγείρουν αμφιβολίες ως προς την ακρίβεια των αναγραφόμενων τιμών εισαγωγής cif. Απόκειται, επομένως, στις αρμόδιες αρχές να προβούν σε συμπληρωματικό έλεγχο, όπως συνέβη στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2017, A (C‑522/16, EU:C:2017:778), προκειμένου να ελέγξουν την ακρίβεια της τιμής εισαγωγής cif, η οποία, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο με την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2001, Kloosterboer Rotterdam (C‑317/99, EU:C:2001:681), είναι η μόνη τιμή βάσει της οποίας είναι δυνατόν να καθορισθούν οι συμπληρωματικοί δασμοί.

29

Εάν δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί, κατόπιν τέτοιου συμπληρωματικού ελέγχου, η ανακρίβεια της τιμής εισαγωγής cif που δήλωσε η οικεία επιχείρηση, η τιμή αυτή πρέπει να γίνεται αποδεκτή όπως αναγράφηκε από τον εισαγωγέα. Η λύση αυτή είναι σύμφωνη με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, καθόσον παρέχει στον εισαγωγέα τη δυνατότητα να υπολογίσει, κατά την εισαγωγή, το ποσό των οφειλομένων συμπληρωματικών δασμών.

30

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Πρέπει οι παράγραφοι 2, 4 και 5 του άρθρου 3 του κανονισμού 1484/95, σε συνδυασμό με το άρθρο 141 του [ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ], να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι ο περιγραφόμενος σε αυτές μηχανισμός ελέγχου, περιλαμβανομένου του εκ των υστέρων ελέγχου, έχει ως μοναδικό σκοπό τη διασφάλιση της δυνατότητας των αρμοδίων αρχών να λαμβάνουν εγκαίρως γνώση των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων αναφορικά με διαδοχικές συναλλαγές που μπορούν να θέσουν εν αμφιβόλω την ορθότητα της δηλωθείσας τιμής εισαγωγής CIF και να αποτελέσουν λόγο για τη διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας;

Ή είναι ορθή η αντίθετη άποψη, και πρέπει ο προβλεπόμενος στις παραγράφους 2, 4 και 5 του άρθρου 3 του κανονισμού 1484/95 μηχανισμός ελέγχου, περιλαμβανομένου του εκ των υστέρων ελέγχου, να νοηθεί υπό την έννοια ότι μία ή περισσότερες μεταπωλήσεις από τον εισαγωγέα στην [αγορά της Ένωσης] σε τιμή κατώτερη της δηλωθείσας τιμής εισαγωγής CIF της αποστολής, προσαυξημένης κατά το οφειλόμενο ποσό εισαγωγικών δασμών, δεν πληρούν τους απαιτούμενους όρους διαθέσεως στην [αγορά της Ένωσης], οπότε ήδη γι’ αυτόν τον λόγο και μόνον οφείλονται [συμπληρωματικοί] δασμοί; Έχει για την απάντηση στο τελευταίο ερώτημα σημασία αν η προαναφερθείσα μία ή περισσότερες μεταπωλήσεις από τον εισαγωγέα πραγματοποιήθηκαν σε τιμή κατώτερη της ισχύουσας αντιπροσωπευτικής τιμής; Έχει συναφώς σημασία το ότι η αντιπροσωπευτική τιμή κατά τη διάρκεια της περιόδου πριν από τις 11 Σεπτεμβρίου 2009 υπολογιζόταν με άλλον τρόπο από ό,τι κατά τη διάρκεια της περιόδου μετά την ημερομηνία αυτή; Έχει περαιτέρω σημασία για την απάντηση στα ερωτήματα αυτά το αν οι αγοραστές στην Ένωση είναι επιχειρήσεις συνδεδεμένες με τον εισαγωγέα;

2)

Αν από την απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα 1 προκύψει ότι η μεταπώληση με ζημία αποτελεί επαρκή ένδειξη για την απόρριψη της δηλωθείσας τιμής εισαγωγής CIF, πώς πρέπει τότε να καθοριστεί το ύψος των οφειλόμενων [συμπληρωματικών] δασμών; Πρέπει η βάση αυτή να καθοριστεί σύμφωνα με τις μεθόδους που προβλέπονται για τον προσδιορισμό της τελωνειακής αξίας στα άρθρα 29 έως 31 του [τελωνειακού κώδικα]; Ή πρέπει η βάση αυτή να καθοριστεί αποκλειστικά βάσει της ισχύουσας αντιπροσωπευτικής τιμής; Εμποδίζει το άρθρο 141, παράγραφος 3, του [ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ] κατά τη διάρκεια της περιόδου πριν από τις 11 Σεπτεμβρίου 2009 τη χρήση της καθορισθείσας κατά την περίοδο αυτή αντιπροσωπευτικής τιμής;

3)

Αν από την απάντηση στα ερωτήματα 1 και 2 προκύψει ότι για την οφειλή [συμπληρωματικών] δασμών είναι καθοριστικό το ότι τα εισαχθέντα προϊόντα μεταπωλήθηκαν με ζημία στην [αγορά της Ένωσης] και συνεπώς για τον υπολογισμό του ύψους των οφειλόμενων [συμπληρωματικών] δασμών πρέπει να ληφθεί ως βάση η αντιπροσωπευτική τιμή, είναι τότε οι παράγραφοι 2, 4 και 5 του άρθρου 3 του κανονισμού 1484/95 συμβατές με το άρθρο 141 του [ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ], και τούτο υπό το πρίσμα της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 2001, Kloosterboer Rotterdam (C‑317/99, EU:C:2001:681);»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

31

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 4, του κανονισμού 1484/95 έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι ορισμένα εισαχθέντα στην Ένωση εμπορεύματα πωλήθηκαν με ζημία, ήτοι σε τιμή χαμηλότερη από την τιμή εισαγωγής cif που αναγράφεται στην τελωνειακή διασάφηση, αρκεί, αφ’ εαυτού, για να διαπιστωθεί ότι δεν επαληθεύεται η ορθότητα της τιμής αυτής.

32

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει, σε πρώτο στάδιο, να προσδιοριστεί το περιεχόμενο της απαίτησης του άρθρου 3, παράγραφος 4, του κανονισμού 1484/95, κατά την οποία πρέπει να αποδειχθεί ότι «η αποστολή διατέθηκε με όρους που επιβεβαιώνουν την ορθότητα των τιμών [εισαγωγής cif]».

33

Επισημαίνεται, συναφώς, ότι ο κανονισμός αυτός δεν ορίζει την έννοια των «όρων διάθεσης», η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 4.

34

Από τις επιταγές τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας προκύπτει ότι οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που δεν περιέχουν ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου τους πρέπει κατά κανόνα να ερμηνεύονται αυτοτελώς και ομοιόμορφα σε ολόκληρη την Ένωση (απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2019, Planet49, C‑673/17, EU:C:2019:801, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όταν ερμηνεύεται διάταξη του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνο το γράμμα της και οι σκοποί που επιδιώκει, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται καθώς και το σύνολο των ρυθμίσεων του δικαίου της Ένωσης [πρβλ. αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2019, Baltic Media Alliance, C‑622/17, EU:C:2019:566, σκέψη 63, και της 8ης Ιουλίου 2019, Επιτροπή κατά Βελγίου (άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ – Υψίρρυθμα δίκτυα), C‑543/17, EU:C:2019:573, σκέψη 49].

35

Όσον αφορά, πρώτον, τη γραμματική ερμηνεία της έννοιας «όροι διάθεσης», που χρησιμοποιείται στις περισσότερες γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 3, παράγραφος 4, του κανονισμού 1484/95, το γεγονός ότι η λέξη «όροι» χρησιμοποιείται στον πληθυντικό αριθμό υποδηλώνει τη βούληση του νομοθέτη να περιλάβει ένα σύνολο όρων και όχι απλώς έναν συγκεκριμένο όρο. Επιπλέον, ο όρος «διάθεση» παραπέμπει, κατ’ αρχήν, στη διαδικασία πώλησης μιας αποστολής εμπορευμάτων στην αγορά της Ένωσης, μετά την εισαγωγή τους.

36

Εξάλλου, το άρθρο 3, παράγραφος 4, του κανονισμού 1484/95 διευκρινίζει ότι οι εν λόγω «όροι διάθεσης» δύνανται να επιβεβαιώσουν την ορθότητα της τιμής εισαγωγής cif που αναγράφεται στην τελωνειακή διασάφηση. Η χρήση του όρου «επιβεβαιώνουν» καταδεικνύει, συναφώς, ότι τα σχετικά με τους όρους αυτούς στοιχεία μπορούν να αποτελέσουν δέσμη ενδείξεων που επιβεβαιώνουν την ορθότητα της τιμής εισαγωγής cif η οποία αναγράφεται στην τελωνειακή διασάφηση.

37

Επομένως, από το γράμμα της διάταξης αυτής προκύπτει ότι η έννοια των «όρων διάθεσης» προσδιορίζει το σύνολο των περιστάσεων που είναι μεταγενέστερες της θέσης εμπορευμάτων σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Ένωσης και οι οποίες είναι ικανές να επιβεβαιώσουν ή να αναιρέσουν την ορθότητα της τιμής εισαγωγής cif που αναγράφεται στην τελωνειακή διασάφηση.

38

Δεύτερον, επισημαίνεται ότι αυτή η δυνατότητα επιβεβαίωσης της ορθότητας της τιμής εισαγωγής cif, υπό το πρίσμα του συνόλου των περιστάσεων που αφορούν τη διαδικασία αποστολής των εμπορευμάτων, ανταποκρίνεται στον σκοπό που επιδιώκει ο κανονισμός 1484/95 και ο οποίος συνίσταται, όπως προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της τρίτης αιτιολογικής του σκέψης, στη θέσπιση διαδικασίας επαλήθευσης της ορθότητας της τιμής εισαγωγής cif που αναγράφεται στην τελωνειακή διασάφηση. Η διαδικασία επαλήθευσης κινείται όταν η αναγραφόμενη σε τελωνειακή διασάφηση τιμή εισαγωγής cif είναι υψηλότερη από την αντιπροσωπευτική τιμή που ισχύει για το εν λόγω προϊόν, η οποία κατ’ ουσίαν αντιστοιχεί, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, στη μέση τιμή της αγοράς του οικείου προϊόντος σε δεδομένη χρονική στιγμή.

39

Συγκεκριμένα, στο μέτρο που οι συμπληρωματικοί δασμοί υπολογίζονται βάσει της τιμής εισαγωγής cif που αναγράφεται στην τελωνειακή διασάφηση, ο εισαγωγέας θα μπορούσε να έχει συμφέρον, προκειμένου να αποφύγει την καταβολή των οφειλόμενων δασμών ή να μειώσει το ποσό τους, να δηλώσει υψηλότερη τιμή εισαγωγής cif. Όπως προκύπτει από το άρθρο 4 του κανονισμού 1484/95, όσο υψηλότερη είναι η τιμή εισαγωγής cif τόσο χαμηλότερο είναι το ποσό των συμπληρωματικών δασμών που πρέπει να καταβάλει ο εισαγωγέας.

40

Ως εκ τούτου, στην περίπτωση που η τιμή εισαγωγής cif είναι υψηλότερη από την ισχύουσα αντιπροσωπευτική τιμή, το άρθρο 3, παράγραφος 4, του κανονισμού 1484/95 επιτρέπει στις τελωνειακές αρχές να ελέγχουν, μετά τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, την ορθότητα της τιμής εισαγωγής cif, εξακριβώνοντας αν η τιμή αυτή επιβεβαιώνεται υπό το πρίσμα των «όρων διάθεσης» της αποστολής των εμπορευμάτων αυτών.

41

Τρίτον, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η έννοια αυτή, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 3 του κανονισμού 1484/95, οι τελωνειακές αρχές έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν εκ των υστέρων, δηλαδή, μετά τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των οικείων εμπορευμάτων, την ορθότητα της τιμής εισαγωγής cif που αναγράφεται στην τελωνειακή διασάφηση, προκειμένου να επιβληθούν, ενδεχομένως, συμπληρωματικοί δασμοί που δεν επιβλήθηκαν αρχικώς λόγω του ότι στην τελωνειακή διασάφηση δηλώθηκε τιμή εισαγωγής cif μη ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα.

42

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η έννοια των «όρων διάθεσης» του άρθρου 3, παράγραφος 4, του κανονισμού 1484/95 καλύπτει το σύνολο των όρων που σχετίζονται με τη διαδικασία πώλησης εμπορευμάτων εντός της Ένωσης, οι οποίοι μπορούν να αποτελέσουν δέσμη συγκλινουσών ενδείξεων δυνάμενων να επιβεβαιώσουν την ορθότητα της τιμής εισαγωγής cif που αναγράφεται στην τελωνειακή διασάφηση, προκειμένου να διαπιστωθεί αν πρέπει ή υπολείπεται να εισπραχθούν συμπληρωματικοί δασμοί.

43

Βάσει της ερμηνείας αυτής, πρέπει, σε δεύτερο στάδιο, να καθοριστεί αν το γεγονός ότι ένας εισαγωγέας πώλησε με ζημία τα εμπορεύματά του εντός της Ένωσης, ήτοι σε τιμή χαμηλότερη από την τιμή εισαγωγής cif που αναγράφεται στην τελωνειακή διασάφηση, μπορεί, αφ’ εαυτού, να παράσχει στις τελωνειακές αρχές τη δυνατότητα να διαπιστώσουν ότι δεν έχει επαληθευτεί η ορθότητα της τιμής αυτής και να επιβάλουν συμπληρωματικούς δασμούς.

44

Συναφώς, επισημαίνεται ότι μια τέτοια πώληση με ζημία η οποία δεν αποτελεί, ως εκ της φύσεώς της, οικονομικά αποδοτική εμπορική πρακτική μπορεί, βεβαίως, να αποτελέσει ισχυρή ένδειξη περί του ότι η τιμή εισαγωγής cif που αναγράφεται στην τελωνειακή διασάφηση αυξήθηκε τεχνητά από τον εισαγωγέα, προκειμένου να αποφευχθεί η καταβολή των οφειλόμενων εισαγωγικών δασμών ή να μειωθεί το ποσό τους, ιδίως όταν πρόκειται για επαναλαμβανόμενες πωλήσεις με ζημία ή πωλήσεις πραγματοποιούμενες επί μακρό χρονικό διάστημα.

45

Εντούτοις, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 43 των προτάσεών του, μόνη η διαπίστωση ότι ένας εισαγωγέας μεταπώλησε με ζημία ορισμένα εμπορεύματα εντός της Ένωσης δεν παρέχει στις τελωνειακές αρχές τη δυνατότητα να συναγάγουν αυτομάτως ότι η τιμή εισαγωγής cif που αναγράφεται στην τελωνειακή διασάφηση δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

46

Όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 42 της παρούσας απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 4, του κανονισμού 1484/95, η επαλήθευση της ορθότητας της τιμής εισαγωγής cif που αναγράφεται στην τελωνειακή διασάφηση πρέπει να πραγματοποιείται με βάση το σύνολο των όρων διάθεσης μιας αποστολής εμπορευμάτων. Πράγματι, μόνον όταν από τα στοιχεία που αποτελούν μέρος δέσμης συγκλινουσών ενδείξεων σχετικών με το σύνολο των όρων αυτών δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθεί η ορθότητα της τιμής εισαγωγής cif που αναγράφεται στην τελωνειακή αυτή διασάφηση μπορούν οι τελωνειακές αρχές να θεωρήσουν ότι η τιμή αυτή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και να καθορίσουν το ποσό των συμπληρωματικών δασμών που πρέπει ή υπολείπεται να εισπραχθεί. Επομένως, οι τελωνειακές αρχές δεν μπορούν να περιοριστούν σε εξακρίβωση της τιμής πώλησης των οικείων εμπορευμάτων προκειμένου να μη δεχτούν την τιμή εισαγωγής cif και να επιβάλουν συμπληρωματικούς δασμούς.

47

Όπως υποστήριξαν η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις τους, στην περίπτωση κατά την οποία ορισμένα εμπορεύματα εισήχθησαν στην Ένωση και στη συνέχεια πωλήθηκαν με ζημία, η αναγραφόμενη στην τελωνειακή διασάφηση τιμή εισαγωγής cif να μπορεί να δικαιολογηθεί υπό το πρίσμα άλλων όρων που αφορούν τη διάθεση της αποστολής των εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών στοιχείων που αφορούν την αποστολή αυτή. Επομένως, δεν αποκλείεται μια δυσμενής εξέλιξη της τιμής των επίμαχων εμπορευμάτων στην αγορά να μπορεί, υπό ορισμένες περιστάσεις, να υποχρεώσει τον εισαγωγέα να πωλεί τα εμπορεύματα αυτά, επί ορισμένο χρονικό διάστημα, σε τιμές χαμηλότερες από εκείνες τις οποίες πράγματι κατέβαλε στο πλαίσιο της συναλλαγής για την οποία πραγματοποιήθηκαν οι τελωνειακές διασαφήσεις, προκειμένου να διατηρήσει τη θέση του στην οικεία αγορά.

48

Εντούτοις, όπως προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 4, του κανονισμού 1484/95, στον εισαγωγέα εναπόκειται να αποδείξει στις τελωνειακές αρχές ότι τα εμπορεύματα διατέθηκαν υπό συνθήκες οι οποίες επιβεβαιώνουν την ορθότητα της τιμής εισαγωγής cif που αναγράφεται στην τελωνειακή διασάφηση.

49

Επομένως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 43 και 45 των προτάσεών του, στην περίπτωση κατά την οποία η τιμή εισαγωγής cif είναι χαμηλότερη από την ισχύουσα αντιπροσωπευτική τιμή, ο εισαγωγέας φέρει το βάρος να αποδείξει ότι οι όροι διάθεσης της οικείας αποστολής επιβεβαιώνουν την ορθότητα της δηλωθείσας τιμής εισαγωγής cif, παρέχοντας κάθε πληροφορία και κάθε αναγκαία προς τούτο διευκρίνιση όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις περιστάσεις υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε τυχόν πώληση των οικείων εμπορευμάτων με ζημία αλλά και τις ενδεχόμενες σχέσεις μεταξύ του εισαγωγέα και των αγοραστών των εν λόγω εμπορευμάτων στην αγορά της Ένωσης.

50

Αν ο εισαγωγέας, αφού του δόθηκε η δυνατότητα να αποδείξει ότι οι εν λόγω όροι διάθεσης επιβεβαιώνουν την ορθότητα της τιμής εισαγωγής cif που αναγράφεται στην τελωνειακή διασάφηση, δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία ή πληροφορίες που να αποδεικνύουν την ορθότητα της τιμής αυτής, από το άρθρο 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 1484/95 προκύπτει ότι οι τελωνειακές αρχές προβαίνουν στην είσπραξη των οφειλομένων συμπληρωματικών δασμών, σύμφωνα με το άρθρο 220 του τελωνειακού κώδικα.

51

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 4, του κανονισμού 1484/95 έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι ορισμένα εισαχθέντα στην Ένωση εμπορεύματα πωλήθηκαν με ζημία, ήτοι σε τιμή χαμηλότερη από την τιμή εισαγωγής cif που αναγράφεται στην τελωνειακή διασάφηση, δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, για να διαπιστωθεί ότι δεν επαληθεύεται η ορθότητα της τιμής αυτής, εφόσον ο εισαγωγέας αποδεικνύει ότι το σύνολο των όρων διάθεσης της αποστολής των εν λόγω εμπορευμάτων επιβεβαιώνουν την ορθότητα της συγκεκριμένης τιμής.

Επί του δεύτερου ερωτήματος

52

Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της μεθόδου που πρέπει να χρησιμοποιούν οι τελωνειακές αρχές προκειμένου να καθορίζουν τυχόν οφειλόμενους συμπληρωματικούς δασμούς, όταν ο εισαγωγέας δεν αποδεικνύει, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 48 έως 50 της παρούσας απόφασης, την ορθότητα της τιμής εισαγωγής cif που αναγράφεται στην τελωνειακή διασάφηση.

53

Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 5, και το άρθρο 4 του κανονισμού 1484/95 έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση που ο εισαγωγέας δεν μπόρεσε να αποδείξει την ορθότητα της τιμής εισαγωγής cif που αναγράφεται στην τελωνειακή διασάφηση, οι συμπληρωματικοί δασμοί πρέπει να υπολογιστούν βάσει της αντιπροσωπευτικής τιμής.

54

Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, με την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2001, Kloosterboer Rotterdam (C‑317/99, EU:C:2001:681, σκέψη 30), στην οποία παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, εφόσον υπάρχει τιμή εισαγωγής cif, η τελευταία αυτή τιμή πρέπει πάντοτε να χρησιμεύει ως βάση για τον καθορισμό συμπληρωματικού δασμού, πλην όμως η απόφαση αυτή αφορούσε το κύρος του προϊσχύσαντος κειμένου του άρθρου 3 του κανονισμού 1484/95, το οποίο προέβλεπε ότι ο δασμός καθοριζόταν βάσει της τιμής εισαγωγής cif μόνον κατόπιν αίτησης του εισαγωγέα. Αντιθέτως, με την ως άνω απόφαση, το Δικαστήριο δεν εξέτασε το ζήτημα του τρόπου με τον οποίο πρέπει να υπολογίζονται οι συμπληρωματικοί εισαγωγικοί δασμοί όταν η ορθότητα τιμή εισαγωγής cif δεν έχει αποδειχθεί.

55

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι οι συμπληρωματικοί εισαγωγικοί δασμοί που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού 1484/95 πρέπει να θεωρούνται «επιβαρύνσεις κατά την εισαγωγή, που θεσπίζονται στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής», κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 10, του τελωνειακού κώδικα, και ότι εμπίπτουν στην έννοια της τελωνειακής οφειλής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2017, A, C‑522/16, EU:C:2017:778, σκέψεις 39 και 57).

56

Στο πλαίσιο αυτό, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σκοπός της νομοθεσίας της Ένωσης σχετικά με την τελωνειακή εκτίμηση είναι η διαμόρφωση ενός δίκαιου, ομοιόμορφου και ουδέτερου συστήματος, το οποίο να αποκλείει τη χρησιμοποίηση αυθαιρέτων ή πλασματικών δασμολογητέων αξιών (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2010, Gaston Schul, C‑354/09, EU:C:2010:439, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, οι τελωνειακές αρχές δεν μπορούν, για να υπολογίσουν συμπληρωματικούς εισαγωγικούς δασμούς, να στηριχθούν σε τιμή της οποίας η ορθότητα δεν έχει αποδειχθεί.

57

Συνεπώς, σε περίπτωση κατά την οποία δεν έχει αποδειχθεί η ορθότητα της δηλωθείσας από τον εισαγωγέα τιμής εισαγωγής cif, οι τελωνειακές αρχές οφείλουν να μη λάβουν υπόψη την τιμή αυτή. Σε μια τέτοια περίπτωση, για τον υπολογισμό του ποσού των οφειλόμενων συμπληρωματικών δασμών πρέπει να χρησιμοποιηθούν οι γενικές διατάξεις του τελωνειακού κώδικα σχετικά με τις μεθόδους καθορισμού της δασμολογητέας αξίας εμπορευμάτων και, ιδίως, οι προβλεπόμενες στο άρθρο 29 του κώδικα αυτού.

58

Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 51 έως 53 των προτάσεών του, όταν δεν είναι δυνατός ο καθορισμός της δασμολογητέας αξίας κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω άρθρου 29, οι τελωνειακές αρχές μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις δευτερεύουσες μεθόδους καθορισμού της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων αυτών, όπως είναι οι προβλεπόμενες στα άρθρα 30 και 31 του τελωνειακού κώδικα, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη την τιμή πώλησης πανομοιότυπων εμπορευμάτων πωλούμενων προς εξαγωγή με προορισμό την Ένωση και εξαγόμενων κατά την ίδια ή περίπου κατά την ίδια χρονική στιγμή με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2016, EURO 2004. Hungary, C‑291/15, EU:C:2016:455, σκέψεις 33 και 35).

59

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 5, και το άρθρο 4 του κανονισμού 1484/95 έχουν την έννοια ότι, στην περίπτωση κατά την οποία ένας εισαγωγέας δεν μπόρεσε να αποδείξει την ορθότητα της τιμής εισαγωγής cif που αναγράφεται στην τελωνειακή διασάφηση, οι τελωνειακές αρχές οφείλουν, προκειμένου να επιβάλουν συμπληρωματικούς δασμούς, να μη λάβουν υπόψη την τιμή αυτή και να χρησιμοποιήσουν τις μεθόδους καθορισμού της δασμολογητέας αξίας των εισαγομένων εμπορευμάτων οι οποίες προβλέπονται στα άρθρα 29 έως 31 του τελωνειακού κώδικα.

Επί του τρίτου ερωτήματος

60

Λαμβανομένης υπόψη της απάντησης που δόθηκε στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο ερώτημα.

Επί των δικαστικών εξόδων

61

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 3, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1484/95 της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 1995, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του συστήματος συμπληρωματικών δασμών κατά την εισαγωγή και με τον καθορισμό αντιπροσωπευτικών τιμών στους τομείς του κρέατος πουλερικών και των αυγών και της αυγοαλβουμίνης καθώς και με την κατάργηση του κανονισμού αριθ. 163/67/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 248/2010 της Επιτροπής, της 24ης Μαρτίου 2010, έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι ορισμένα εισαχθέντα στην Ένωση εμπορεύματα πωλήθηκαν με ζημία, ήτοι σε τιμή χαμηλότερη από την τιμή εισαγωγής cif που αναγράφεται στην τελωνειακή διασάφηση, δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, για να διαπιστωθεί ότι δεν επαληθεύεται η ορθότητα της τιμής αυτής, εφόσον ο εισαγωγέας αποδεικνύει ότι το σύνολο των όρων διάθεσης της αποστολής των εν λόγω εμπορευμάτων επιβεβαιώνουν την ορθότητα της συγκεκριμένης τιμής.

 

2)

Το άρθρο 3, παράγραφος 5, και το άρθρο 4 του κανονισμού 1484/95, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 248/2010, έχουν την έννοια ότι, στην περίπτωση κατά την οποία ένας εισαγωγέας δεν μπόρεσε να αποδείξει την ορθότητα της τιμής εισαγωγής cif που αναγράφεται στην τελωνειακή διασάφηση, οι τελωνειακές αρχές οφείλουν, προκειμένου να επιβάλουν συμπληρωματικούς δασμούς, να μη λάβουν υπόψη την τιμή αυτή και να χρησιμοποιήσουν τις μεθόδους καθορισμού της δασμολογητέας αξίας των εισαγομένων εμπορευμάτων οι οποίες προβλέπονται στα άρθρα 29 έως 31 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 82/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.