ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 17ης Οκτωβρίου 2019 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά της αιθανόλης – Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 – Άρθρο 20, παράγραφος 4 – Απόφαση περί ελέγχου – Διεξαγωγή του ελέγχου – Απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου και πελάτη – Άρνηση αναστολής των μέτρων έρευνας – Προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτό – Προπαρασκευαστική πράξη»

Στην υπόθεση C-403/18 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 14 Ιουνίου 2018,

Alcogroup SA,

Alcodis SA,

με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενες από τους P. de Bandt, J. Dewispelaere και J. Probst, avocats,

αναιρεσείουσες,

όπου ο λοιποί διάδικοι είναι οι:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Θ. Χριστοφόρου, V. Bottka, C. Giolito και F. Jimeno Fernández,

καθής πρωτοδίκως,

Orde van Vlaamse Balies, με έδρα τις Βρυξέλλες, εκπροσωπούμενη από τους F. Wijckmans και S. De Keer, advocaten, καθώς και από τον S. Engelen, avocat,

Ordre des barreaux francophones et germanophone,

Ordre français des avocats du barreau de Bruxelles,

με έδρα τις Βρυξέλλες, εκπροσωπούμενες από τους T. Bontinck, A. Guillerme και P. Goffinet, avocats,

παρεμβαίνουσες πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. S. Rossi (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský και F. Biltgen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτησή τους αναιρέσεως, οι Alcogroup SA και Alcodis SA ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 10ης Απριλίου 2018, Alcogroup και Alcodis κατά Επιτροπής (T-274/15, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2018:179), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή τους με αίτημα την ακύρωση, αφενός, της αποφάσεως C(2015) 1769 τελικό της Επιτροπής, της 12ης Μαρτίου 2015, απευθυνθείσας στην Alcogroup, καθώς και σε κάθε επιχείρηση που ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα από αυτήν, συμπεριλαμβανομένης της Alcodis, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου (AT.40244 – Bioethanol) (στο εξής: δεύτερη απόφαση περί ελέγχου), και, αφετέρου, του εγγράφου της Επιτροπής της 8ης Μαΐου 2015 το οποίο απευθυνόταν στην Alcogroup στο πλαίσιο των ερευνών AT.40244 – Bioethanol και AT.40054 – Oil and Biofuel Markets (στο εξής: έγγραφο της 8ης Μαΐου 2015).

I. Το νομικό πλαίσιο

2

Το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), με τίτλο «Εξουσίες ελέγχου της Επιτροπής», ορίζει στις παραγράφους 1 και 4 τα εξής:

«1.   Προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή δύναται να διενεργεί κάθε αναγκαίο έλεγχο σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων.

[…]

4.   Οι επιχειρήσεις και οι ενώσεις επιχειρήσεων οφείλουν να υποβάλλονται στους ελέγχους που η Επιτροπή έχει διατάξει με απόφασή της. Στην απόφαση προσδιορίζονται το αντικείμενο και ο σκοπός του ελέγχου, καθορίζεται η ημερομηνία έναρξής του και μνημονεύονται οι κυρώσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 23 και 24, καθώς και το δικαίωμα να ζητηθεί η εξέταση της απόφασης από το Δικαστήριο. […]»

II. Ιστορικό της διαφοράς

3

Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, όπως διαπιστώθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 1 έως 27 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, έχουν ως εξής:

«1

Οι προσφεύγουσες, Alcogroup και Alcodis, θυγατρική της Alcogroup, δραστηριοποιούνται στην παραγωγή, μεταποίηση και εμπορία αιθανόλης χρησιμοποιούμενης, αφενός, ως πρόσθετου στην παραγωγή ορυκτών καυσίμων ή ως καυσίμου καθεαυτό και, αφετέρου, ως παραδοσιακού συστατικού, για παράδειγμα, στην παραγωγή ποτών και στην παρασκευή φαρμακευτικών, χημικών και καλλυντικών προϊόντων.

Πρώτη έρευνα και πρώτος έλεγχος

2

Μετά από καταγγελία που υποβλήθηκε τον Μάρτιο του 2013, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διεξήγαγε ελέγχους, τον Μάιο του 2013, στις εγκαταστάσεις της Platts (U.K.) Ltd και στις εγκαταστάσεις ορισμένων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στους τομείς του αργού πετρελαίου, των προϊόντων διύλισης πετρελαίου και των βιοκαυσίμων. Η Platts (U.K.) είναι επιχείρηση που ανέπτυξε και διαθέτει στο κοινό μέθοδο εκτιμήσεως των τιμών της αιθανόλης, η οποία ονομάζεται “market-on-close”. Οι έλεγχοι αυτοί διεξήχθησαν στο πλαίσιο έρευνας της Επιτροπής, η οποία αφορούσε τόσο τη λειτουργία της εν λόγω μεθόδου όσο και τυχόν συμπαιγνίες μεταξύ επιχειρήσεων που επιθυμούσαν να εκμεταλλευτούν τη μέθοδο προς όφελός τους (στο εξής: πρώτη έρευνα). Η υπόθεση καταχωρίσθηκε στην Επιτροπή με αριθμό πρωτοκόλλου AT.40054 – Oil and Biofuel Markets (πρώην OCTOPUS).

3

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή έλαβε την από 29 Σεπτεμβρίου 2014 απόφαση, με την οποία διέταξε την Alcogroup, καθώς και όλες τις άμεσα ή έμμεσα ελεγχόμενες από αυτήν επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων η Alcodis, να υποβληθούν σε έλεγχο δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 4, του [κανονισμού 1/2003]. Ο έλεγχος διενεργήθηκε στις κοινές εγκαταστάσεις των προσφευγουσών το διάστημα από τις 7 έως τις 10 Οκτωβρίου 2014. Η Επιτροπή έδωσε εντολή για τη διενέργεια του ελέγχου αυτού σε δεκαπέντε υπαλλήλους της, επικουρούμενους από εκπροσώπους της βελγικής αρχής ανταγωνισμού, οι δε προσφεύγουσες ζήτησαν τη συνδρομή των δικηγόρων τους.

4

Μετά τον πρώτο έλεγχο, καταρτίσθηκαν και αντηλλάγησαν μεταξύ των εν λόγω εταιριών και των δικηγόρων τους πολλά έγγραφα και μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με σκοπό την άμυνά τους. Κατά τις προσφεύγουσες, για να καταδειχθεί σαφώς ότι τα έγγραφα αυτά και τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου καλύπτονταν από το επαγγελματικό απόρρητο των δικηγόρων, κάθε έγγραφο ή μήνυμα έφερε κατ’ αρχήν στον τίτλο την ένδειξη “legally privileged” (προστατευόμενο από το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου και πελάτη) ή αρχειοθετούνταν σε φάκελο με τίτλο “Legally privileged”.

Δεύτερη έρευνα και δεύτερος έλεγχος

5

Παράλληλα με την πρώτη έρευνα, η Επιτροπή κίνησε την έρευνα AT.40244 – Bioethanol (πρώην AQUAVIT), σχετικά με ενδεχόμενες συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που αποσκοπούν στον συντονισμό της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα της εμπορίας της βιοαιθανόλης εντός του [Ε]υρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (EΟΧ), την κατανομή αγορών και πελατών καθώς και τις ανταλλαγές πληροφοριών (στο εξής: δεύτερη έρευνα).

6

Στο πλαίσιο της δεύτερης έρευνας, η Επιτροπή εξέδωσε τη [δεύτερη απόφαση περί ελέγχου].

7

Στις 16 Μαρτίου 2015, η Επιτροπή έδωσε εντολή σε οκτώ υπαλλήλους να διενεργήσουν τον δεύτερο έλεγχο στις εγκαταστάσεις των προσφευγουσών. Μεταξύ των υπαλλήλων αυτών, μόνον ένας είχε συμμετάσχει στην ομάδα των ελεγκτών στους οποίους είχε ανατεθεί η διενέργεια του πρώτου ελέγχου. Εξάλλου, δύο υπάλληλοι της βελγικής αρχής ανταγωνισμού, οι οποίοι είχαν παραστεί στον πρώτο έλεγχο, έλαβαν επίσης μέρος και στον δεύτερο. Τέλος, οι P. B. και L. B. (στο εξής, από κοινού: σύμβουλοι των προσφευγουσών) παρέστησαν στον δεύτερο έλεγχο.

8

Ο δεύτερος έλεγχος διήρκεσε τέσσερις ημέρες, δηλαδή από την Τρίτη 24 έως την Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015.

Πρώτη ημέρα του δευτέρου ελέγχου (24 Μαρτίου 2015)

9

Οι σύμβουλοι των προσφευγουσών υπέβαλαν, από την πρώτη ημέρα του δευτέρου ελέγχου, αίτημα επί της αρχής στην Επιτροπή, ζητώντας να τηρηθεί το απόρρητο των εγγράφων άμυνας που κατήρτισαν κατόπιν του πρώτου ελέγχου.

10

Οι διάδικοι διαφωνούν ως προς τους τρόπους διασφάλισης του απορρήτου που ζήτησαν οι προσφεύγουσες και δέχθηκε κατ’ αρχήν η Επιτροπή, καθώς και ως προς τον συγκεκριμένο τρόπο διεξαγωγής του ελέγχου αυτού κατά την πρώτη ημέρα.

11

Εν πάση περιπτώσει, δεν αμφισβητείται ότι οι ελεγκτές της Επιτροπής πραγματοποίησαν ηλεκτρονικές αναζητήσεις για τον εντοπισμό των δυνητικώς ενδιαφερόντων εγγράφων όσον αφορά τη δεύτερη έρευνα. Εξέτασαν τους διακομιστές, τους σκληρούς δίσκους και τα ηλεκτρονικά εργαλεία ορισμένων προσώπων που είχαν σημαντικό ρόλο στις προσφεύγουσες. Πριν από την εξέταση των κατ’ ιδίαν εγγράφων, οι ελεγκτές αντέγραψαν επιτόπου, σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές της Επιτροπής, τα έγγραφα που είχαν εντοπίσει χρησιμοποιώντας το λογισμικό έρευνας με την ονομασία “Nuix”, το οποίο επιτρέπει την ευρετηρίαση και την αναζήτηση με συγκεκριμένες λέξεις.

Δεύτερη ημέρα του δευτέρου ελέγχου (25 Μαρτίου 2015)

12

Στις 25 Μαρτίου 2015, οι ελεγκτές άρχισαν την κατ’ ιδίαν ανάλυση των εγγράφων που είχαν αντιγράψει στους υπολογιστές της Επιτροπής.

13

Στο τέλος της ημέρας αυτής, οι ελεγκτές της Επιτροπής καταχώρισαν σε φορητή συσκευή USB έναν κατάλογο 59 σειρών εγγράφων “προς εξαγωγή”.

14

Διαπιστώθηκε ότι πέντε επιστολές ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ των 59 σειρών εγγράφων έφεραν, στο αντικείμενο ή στον τίτλο τους, την ένδειξη “legally privileged”.

15

Κατά την ανάγνωση του καταλόγου των εγγράφων “προς εξαγωγή” στη φορητή συσκευή USB, οι σύμβουλοι των προσφευγουσών αντιτάχθηκαν στην κατάσχεση αυτών των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και των συνημμένων τους, πράγμα που έγινε δεκτό από την Επιτροπή. Ως εκ τούτου, τα έγγραφα αυτά δεν προστέθηκαν στον φάκελο της Επιτροπής.

Τρίτη ημέρα του δευτέρου ελέγχου (26 Μαρτίου 2015)

16

Την τρίτη ημέρα του ελέγχου, η Επιτροπή επισήμανε στις προσφεύγουσες ότι, όταν έστω και ένα μόνον έγγραφο φέρει την ένδειξη “προς εξαγωγή”, το λογισμικό Nuix λαμβάνει κατά προεπιλογή το σύνολο των σχετικών εγγράφων, το οποίο χαρακτηρίζεται ως “ολόκληρο οικογενειακό δέντρο”, και όχι μόνον το μεμονωμένο στοιχείο που χαρακτηρίστηκε ως στοιχείο προς εξαγωγή. Αυτό εξηγεί γιατί τα πέντε ηλεκτρονικά μηνύματα, “δυνητικά προστατευόμενα” από το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του, τα οποία περιγράφονται στη σκέψη 14 ανωτέρω, εμφανίστηκαν στον κατάλογο των εγγράφων “προς εξαγωγή”, δίνοντας την εντύπωση ότι όλα τα έγγραφα είχαν χαρακτηριστεί προς εξαγωγή.

17

Εξάλλου, οι ελεγκτές εξαίρεσαν από τα δεδομένα που αντιγράφηκαν στους υπολογιστές της Επιτροπής και στα οποία έγινε αναζήτηση με λέξεις‑κλειδιά τα έγγραφα που έφεραν την ένδειξη “legally privileged”. Τα αρχειοθέτησαν απευθείας σε άλλο ηλεκτρονικό φάκελο, προκειμένου να εξεταστούν χωριστά από ελεγκτή παρουσία ενός συμβούλου των προσφευγουσών. Έτσι διαχωρίστηκαν 22000 έγγραφα, τα οποία έφεραν την ένδειξη “legally privileged”. Κατά την εν λόγω κατ’ ιδίαν εξέταση, οι σύμβουλοι των προσφευγουσών φρόντισαν να μην εμφανίζεται το πεδίο εκτέλεσης του λογισμικού Nuix.

18

Όπως προκύπτει από τα πρακτικά του ελέγχου σχετικά με τα έγγραφα για τα οποία έγινε επίκληση του απορρήτου τους, ένα έγγραφο σφραγίστηκε στις 26 Μαρτίου 2015. Πρόκειται για τη σύμβαση που συνήφθη μεταξύ της L., εταιρίας συσταθείσας από τον δικηγόρο L. B., και της Alcogroup. Η Επιτροπή ήθελε να εξακριβώσει αν ο L. B. είχε την ιδιότητα του ανεξάρτητου δικηγόρου κατά την έννοια της νομολογίας των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αν οι προσφεύγουσες προέβαλαν ότι η σύμβαση αυτή καθεαυτήν προστατευόταν από το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του.

Τέταρτη και τελευταία ημέρα του δευτέρου ελέγχου (27 Μαρτίου 2015)

19

Δεδομένου ότι η μέθοδος που περιγράφεται στη σκέψη 17 ανωτέρω κρίθηκε υπερβολικά επαχθής από την Επιτροπή, εγκαταλείφθηκε στο τέλος του πρωινού της τέταρτης ημέρας ελέγχου.

20

Τέλος, επετράπη στην Επιτροπή να εξετάσει εν τάχει τα έγγραφα που περιείχαν την ένδειξη “legally privileged”, αφού εξαιρέθηκαν τα έγγραφα που ήταν μεταγενέστερα της 7ης Οκτωβρίου 2014, ημερομηνίας ενάρξεως του πρώτου ελέγχου. Στο πλαίσιο της προσαρμογής αυτής, η Επιτροπή δέχθηκε να μην εξετάσει, ούτε καν συνοπτικά, ορισμένα έγγραφα κατόπιν των εξηγήσεων που έδωσαν οι σύμβουλοι των προσφευγουσών.

21

Παρά το γεγονός ότι από τον κατάλογο των προς εξέταση εγγράφων είχαν αφαιρεθεί τα έγγραφα που έφεραν την ένδειξη “legally privileged”, οι προσφεύγουσες εντόπισαν, στον κατάλογο των “προς εξαγωγή” εγγράφων που κατήρτισαν οι ελεγκτές στις 27 Μαρτίου 2015, έγγραφο το οποίο θεώρησαν προστατευόμενο από το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του.

22

Κατόπιν της αντιθέσεως των προσφευγουσών στην ένταξη του εν λόγω εγγράφου στον κατάλογο των “προς εξαγωγή” εγγράφων, οι ελεγκτές δέχθηκαν να το αφαιρέσουν από τον κατάλογο.

Εξελίξεις μετά τον δεύτερο έλεγχο

23

Με έγγραφο της 16ης Απριλίου 2015, η Επιτροπή επέστρεψε εντός του σφραγισμένου φακέλου της τη σύμβαση μεταξύ της L., συσταθείσας από τον δικηγόρο L. B., και της Alcogroup, υποστηρίζοντας ότι το έγγραφο δεν είχε σημασία για την έρευνα.

24

Με επιστολή της 21ης Απριλίου 2015 προς την Επιτροπή, οι προσφεύγουσες υποστήριξαν ότι η εξέταση κατά τον δεύτερο έλεγχο μεγάλου αριθμού εγγράφων που είχαν καταρτιστεί με σκοπό την άμυνά τους στο πλαίσιο του πρώτου ελέγχου συνιστούσε προσβολή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και του θεμελιώδους δικαιώματος του απαραβίαστου της κατοικίας, καθώς και παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Οι εν λόγω προσβολές και παραβιάσεις βάρυναν τόσο την πρώτη όσο και τη δεύτερη έρευνα και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή όφειλε να αποφασίσει “την άμεση αναστολή κάθε πράξης έρευνας ή άλλης πράξης των υπηρεσιών της Επιτροπής σε βάρος [τους] […] στο πλαίσιο των διαδικασιών AT.40244 (AQUAVIT) και AT.40054 (OCTOPUS)”.

25

Με [έγγραφο] της 8ης Μαΐου 2015, η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα αναστολής κάθε πράξης έρευνας σε βάρος των προσφευγουσών στις δύο συγκεκριμένες διαδικασίες […]. Με το έγγραφο της 8ης Μαΐου 2015, η Επιτροπή αμφισβήτησε οποιαδήποτε προσβολή των δικαιωμάτων των προσφευγουσών σε κάθε μία από τις δύο διαδικασίες, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι η σήμανση των εγγράφων δεν σήμαινε κατ’ ανάγκην γνώση του περιεχομένου των εγγράφων αυτών εκ μέρους των ελεγκτών και ότι ήταν απολύτως αβάσιμοι οι ισχυρισμοί των προσφευγουσών κατά τους οποίους η ομάδα των ελεγκτών είχε σκοπίμως επιλέξει και αναλύσει έγγραφα που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο. Κατά την Επιτροπή, δεν υπήρχε επομένως κανένας λόγος να ανασταλούν οι δύο εν εξελίξει έρευνες.

26

[…]

27

Η δεύτερη έρευνα, για την οποία διενεργήθηκε ο δεύτερος έλεγχος, περατώθηκε στις 7 Απριλίου 2017.»

4

Το περιεχόμενο του σχετικού τμήματος του εγγράφου της 8ης Μαΐου 2015 ήταν το ακόλουθο:

«Όσον αφορά τις ενέργειες στις οποίες προέβη η Επιτροπή στο πλαίσιο του φακέλου AT.40244AT.40244 – Bioethanol, σας υπενθυμίζω ότι ουδόλως ισχυρίζεστε ότι η Επιτροπή έχει στην κατοχή της έγγραφα που καλύπτονται από το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του. Τα αιτήματά σας περιορίζονται στο γεγονός ότι οι ελεγκτές “επισήμαναν” (“tagged”) και θα μπορούσαν να έχουν αναγνώσει έγγραφα καλυπτόμενα από το απόρρητο.

Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της κατάσχεσης, οι ομάδες της Επιτροπής σάς εξήγησαν, όπως και στον πελάτη σας και σε τρίτο πρόσωπο της επιλογής σας (τον Coene), τη διαδικασία συλλογής πληροφοριών από τους ελεγκτές της Επιτροπής, καθώς και τη λειτουργία του λογισμικού αναζήτησης που χρησιμοποίησε η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, σας διευκρινίστηκε ότι η επισήμανση ενός εγγράφου (όπως για παράδειγμα ενός συνημμένου) δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι οι ελεγκτές ανέγνωσαν όλα τα σχετικά με αυτό έγγραφα (όπως ένα ηλεκτρονικό μήνυμα στο οποίο περιλαμβάνονται πολλά συνημμένα, τα οποία πιθανώς καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο […]). Ως εκ τούτου, οι ισχυρισμοί σας ότι η ομάδα των ελεγκτών επέλεξε σκοπίμως και ανέλυσε έγγραφα που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο είναι απολύτως αβάσιμοι.»

III. Η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

5

Με την προσφυγή τους, οι αναιρεσείουσες ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει τη δεύτερη απόφαση περί ελέγχου και το έγγραφο της 8ης Μαΐου 2015. Προς στήριξη της προσφυγής αυτής προέβαλαν έναν μόνο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος είχε δύο σκέλη.

6

Με το πρώτο σκέλος προβλήθηκε προσβολή του δικαιώματος των αναιρεσειουσών σε δίκαιη δίκη, το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), καθώς και από το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), και, ειδικότερα, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της αναλογικότητας, καθώς και παράβαση του καθήκοντος αμερόληπτης έρευνας.

7

Το δεύτερο σκέλος αφορούσε προσβολή του δικαιώματος του απαραβίαστου της κατοικίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη και στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.

8

Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε την προσφυγή απαράδεκτη.

9

Σε πρώτο στάδιο, το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 57 έως 65 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, απέρριψε τα δύο επιχειρήματα που προέβαλαν οι νυν αναιρεσείουσες προς απόδειξη του παραδεκτού της προσφυγής τους όσον αφορά τη δεύτερη απόφαση περί ελέγχου.

10

Προς τούτο, το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, υπενθύμισε, με τις σκέψεις 61 έως 63 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, κατά τη νομολογία, η νομιμότητα μιας πράξεως πρέπει να κρίνεται σε συνάρτηση με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίσταντο κατά τον χρόνο εκδόσεώς της και ότι, επομένως, εν προκειμένω, οι αιτιάσεις που προβάλλονται σε σχέση με τη διεξαγωγή του ελέγχου που διατάχθηκε με τη δεύτερη απόφαση περί ελέγχου δεν ασκούν επιρροή επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως αυτής, πράγμα που επιβεβαιώνεται και από την απόφαση της 18ης Ιουνίου 2015, Deutsche Bahn κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑583/13 P, EU:C:2015:404). Συγκεκριμένα, από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι η μη σύννομη διεξαγωγή ενός ελέγχου είναι ικανή να κλονίσει μόνον το κύρος των μεταγενέστερων αποφάσεων περί ελέγχου, οι οποίες ελήφθησαν βάσει παρανόμως συλλεγεισών κατά τον προηγούμενο έλεγχο πληροφοριών.

11

Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα των αναιρεσειουσών που έβαλλε κατά της δεύτερης απόφασης περί ελέγχου, καθόσον αυτή δεν είχε προβλέψει μέτρα προφύλαξης προκειμένου να αποφευχθεί να λάβει η Επιτροπή γνώση των εγγράφων που είχαν καταρτίσει προς διασφάλιση της άμυνάς τους στο πλαίσιο της πρώτης έρευνας (στο εξής: μέτρα προφύλαξης). Τα μέτρα αυτά όμως ήταν επιβεβλημένα λόγω του κινδύνου να εντοπίσουν οι ελεγκτές, στο πλαίσιο του δευτέρου ελέγχου, τα έγγραφα άμυνας σχετικά με την πρώτη έρευνα, της οποίας το αντικείμενο συνδεόταν στενά με το αντικείμενο της δεύτερης έρευνας. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι προβαλλόμενες από τις αναιρεσείουσες προσβολές των δικαιωμάτων άμυνας δεν απέρρεαν άμεσα από την έλλειψη μέτρων προφύλαξης, αλλά από τη διεξαγωγή του ελέγχου, η οποία δεν ασκεί επιρροή επί του αιτήματος ακυρώσεως της δεύτερης απόφασης περί ελέγχου. Εν πάση περιπτώσει, κατά το Γενικό Δικαστήριο, σε κάθε έλεγχο επιβάλλονται περιορισμοί στην Επιτροπή, ούτως ώστε ο σεβασμός των δικαιωμάτων που προβάλλουν οι αναιρεσείουσες να πρέπει σε κάθε περίπτωση να διασφαλίζεται, χωρίς να χρειάζεται να ληφθούν προς τούτο μέτρα προφύλαξης. Επιπλέον, οι αναιρεσείουσες δεν προσδιόρισαν ποιος συγκεκριμένος κανόνας θεσπίζει τη νομική υποχρέωση της Επιτροπής να περιλάβει, σε απόφαση περί ελέγχου, ειδικά μέτρα προφύλαξης σχετικά με την προστασία των αφορώντων άλλη έρευνα εγγράφων που καλύπτονται από το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του. Το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε εντεύθεν στο συμπέρασμα, στη σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η δεύτερη απόφαση περί ελέγχου δεν είχε παραγάγει τα έννομα αποτελέσματα που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες στο πλαίσιο της προσφυγής τους και ότι, κατά συνέπεια, το αίτημα που αφορούσε την απόφαση αυτή ήταν απαράδεκτο.

12

Σε δεύτερο στάδιο, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το παραδεκτό της προσφυγής στο μέτρο που αφορούσε την ακύρωση του εγγράφου της 8ης Μαΐου 2015.

13

Προς τούτο, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ αρχάς, στις σκέψεις 79 έως 82 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το έγγραφο αυτό έπρεπε να ερμηνευθεί ως άρνηση οριστικής διακοπής των πράξεων έρευνας σε βάρος των αναιρεσειουσών και ότι, ως τέτοιο, το εν λόγω έγγραφο είχε χαρακτήρα προπαρασκευαστικής πράξης. Στηριζόμενο, μεταξύ άλλων, στην απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής (60/81, EU:C:1981:264), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, ως εκ τούτου, απαράδεκτη την προσφυγή κατά το μέρος της που αφορούσε την άρνηση αναστολής των εν εξελίξει ερευνών, η οποία περιλαμβανόταν στο ίδιο έγγραφο.

14

Ακολούθως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα των αναιρεσειουσών, κατά το οποίο το έγγραφο της 8ης Μαΐου 2015 συνιστούσε πράξη δεκτική προσβολής, καθόσον αποτελούσε τυπική απόφαση η οποία περάτωνε αυτοτελή ειδική διαδικασία σχετικά με την προστασία των εγγράφων που καλύπτονται από το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του και η οποία επηρέαζε, κατά συνέπεια, άμεσα και κατά τρόπο μη αναστρέψιμο τη νομική τους κατάσταση. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στις σκέψεις 87 έως 89 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το έγγραφο αυτό δεν συνιστούσε τυπική, ούτε καν σιωπηρή, απόφαση απορριπτική αιτήσεως προστασίας του απορρήτου, δεδομένου ότι, με το εν λόγω έγγραφο, η Επιτροπή δεν είχε αποφανθεί επί του ζητήματος αν τα επίμαχα έγγραφα καλύπτονταν ή όχι από το επαγγελματικό απόρρητο. Στην καλύτερη περίπτωση, το έγγραφο της 8ης Μαΐου 2015 επιβεβαίωνε στις αναιρεσείουσες ότι τα έγγραφα δεν αναγνώσθηκαν από την Επιτροπή και ότι, ως εκ τούτου, δεν υπήρξε παράβαση του δικαίου της Ένωσης. Το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, εξάλλου, ότι η Επιτροπή δεν είχε κατασχέσει υλικώς τα έγγραφα αυτά και δεν τα είχε προσθέσει στον φάκελό της, με εξαίρεση ένα μόνον έγγραφο το οποίο, αν και είχε κατασχεθεί υλικώς και σφραγιστεί, επιστράφηκε στη συνέχεια στις αναιρεσείουσες.

15

Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, με τις σκέψεις 91 και 92 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αφενός, ότι, καταρχήν, ο δικαστικός έλεγχος επί των συνθηκών υπό τις οποίες έχει διεξαχθεί ο έλεγχος πραγματοποιείται στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως που ασκείται, ενδεχομένως, κατά της τελικής αποφάσεως την οποία εκδίδει η Επιτροπή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται, εξάλλου, η ύπαρξη αποτελεσματικού ένδικου βοηθήματος κατά των μέτρων ελέγχου που λαμβάνουν οι αρχές ανταγωνισμού, όπως απαιτεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αφετέρου, σε περίπτωση όπως η επίμαχη, λαμβανομένης υπόψη της περατώσεως της δεύτερης έρευνας, και με την επιφύλαξη της δυνατότητας ασκήσεως, ενδεχομένως, προσφυγής με αίτημα την ακύρωση της τελικής απόφασης που έχει τυχόν εκδοθεί στο πλαίσιο της πρώτης έρευνας, εάν οι αναιρεσείουσες εκτιμούσαν ότι οι πράξεις με τις οποίες η Επιτροπή έλαβε γνώση εγγράφων που καλύπτονταν από το απόρρητο ήταν παράνομες και ότι τους είχαν προκαλέσει ζημία ικανή να στοιχειοθετήσει την ευθύνη της Ένωσης, εναπέκειτο σε αυτές να ασκήσουν αγωγή αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης. Η δυνατότητα αυτή υφίσταται επίσης και στην περίπτωση που ο έλεγχος δεν καταλήξει σε τελική απόφαση δεκτική προσφυγής ακυρώσεως. Μια τέτοια αγωγή αποζημιώσεως δεν εμπίπτει στο σύστημα ελέγχου του κύρους των πράξεων της Ένωσης που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του ενάγοντος, αλλά μπορεί να ασκηθεί όταν ο διάδικος υπέστη ζημία λόγω παράνομης συμπεριφοράς θεσμικού οργάνου.

IV. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

16

Με την αίτησή τους αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να κηρύξει παραδεκτή την προσφυγή ακυρώσεως, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για να αποφανθεί επί της ουσίας και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

17

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

18

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 62 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, οι διάδικοι κλήθηκαν, στις 21 Ιανουαρίου 2019, να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του κατά πόσον οι αναιρεσείουσες εξακολουθούν να έχουν έννομο συμφέρον στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως. Ειδικότερα, τους ζητήθηκε να απαντήσουν στην ερώτηση ποιο όφελος θα μπορούσαν να αντλήσουν οι αναιρεσείουσες από την ενδεχόμενη αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, λαμβανομένης υπόψη της περατώσεως της δεύτερης έρευνας με απόφαση την οποία έλαβε η Επιτροπή στις 7 Απριλίου 2017,.

19

Οι διάδικοι απάντησαν στο ερώτημα αυτό με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 20 Φεβρουαρίου 2019.

V. Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

Α. Επί του παραδεκτού

1.   Επιχειρήματα των διαδίκων

20

Απαντώντας στην ερώτηση που τους έθεσε το Δικαστήριο, οι αναιρεσείουσες υποστήριξαν ότι η αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθώς και η ενδεχόμενη συνεπακόλουθη ακύρωση της δεύτερης απόφασης περί ελέγχου και του εγγράφου της 8ης Μαΐου 2015, θα έχει ως αποτέλεσμα την παύση οποιασδήποτε διαδικασίας στο πλαίσιο της πρώτης έρευνας, θα καταστήσει παράνομη την έκδοση κάθε πράξεως έρευνας ή ελέγχου εκ μέρους της Επιτροπής τόσο στο πλαίσιο της πρώτης όσο και στο πλαίσιο της δεύτερης έρευνας και θα τους παράσχει τη δυνατότητα να απαιτήσουν την αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας.

21

Συγκεκριμένα, αφενός, η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας λόγω της εξέτασης από την Επιτροπή των σχετικών με την πρώτη έρευνα εγγράφων, εξέταση η οποία κατέστη δυνατή λόγω της ελλείψεως μέτρων προφύλαξης στη δεύτερη απόφαση περί ελέγχου, καθιστά de facto αδύνατη την οργάνωση της άμυνας των αναιρεσειουσών στην ίδια αυτή έρευνα. Περαιτέρω, η διαπίστωση της ελλείψεως νομιμότητας και η ακύρωση της δεύτερης απόφασης περί ελέγχου, κατά το μέρος που η εν λόγω απόφαση κατέστησε δυνατή την εκ μέρους της Επιτροπής γνώση των εν λόγω εγγράφων, πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση του εγγράφου της 8ης Μαΐου 2015, καθόσον, δεδομένου ότι η πρώτη διαδικασία έρευνας δεν μπορεί πλέον να συνεχιστεί κατά τρόπο αμερόληπτο, η Επιτροπή όφειλε να την περατώσει οριστικώς. Εξάλλου, η Επιτροπή, αρνούμενη, με το έγγραφο της 8ης Μαΐου 2015, να αναγνωρίσει τον απόρρητο χαρακτήρα των εγγράφων άμυνας που καταρτίσθηκαν στο πλαίσιο της πρώτης έρευνας, στέρησε από τις αναιρεσείουσες το δικαίωμα να αμυνθούν πλήρως στο πλαίσιο της έρευνας αυτής. Αφετέρου, η διοικητική περάτωση της δεύτερης έρευνας δεν εμποδίζει ενδεχόμενη εκ νέου κίνηση της διαδικασίας αυτής.

22

Η Επιτροπή, αντιθέτως, θεωρεί ότι, λόγω της διοικητικής περάτωσης της δεύτερης έρευνας, η αίτηση αναιρέσεως κατέστη άνευ αντικειμένου κατά το μέτρο που αφορά το σχετικό με την έρευνα αυτή μέρος της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

23

Ειδικότερα, η εν λόγω περάτωση παρέσχε στις αναιρεσείουσες τη δυνατότητα να επιτύχουν το αποτέλεσμα που επιδίωκαν με την προσφυγή τους, καθόσον η εν λόγω προσφυγή αποσκοπούσε στην ακύρωση της δεύτερης απόφασης περί ελέγχου, καθώς και στην ακύρωση του εγγράφου της 8ης Μαΐου 2015, τουλάχιστον όσον αφορά την άρνηση της Επιτροπής να διακόψει τη δεύτερη έρευνα. Συγκεκριμένα, μολονότι η έρευνα αυτή περατώθηκε μόνο διοικητικά, δεδομένου ότι δεν κινήθηκε καμία επίσημη διαδικασία, η περάτωση αυτή είχε οιονεί οριστικό χαρακτήρα. Η Επιτροπή διευκρινίζει, συναφώς, ότι δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να κινηθεί εκ νέου η έρευνα, εκτός από την περίπτωση που θα περιέλθουν σε γνώση της νέες σημαντικές εξελίξεις. Εξάλλου, μια τέτοια εκ νέου κίνηση της έρευνας εξαρτάται από ορισμένες προϋποθέσεις, ιδίως όσον αφορά την αιτιολογία, και θα οδηγούσε πιθανώς σε νέα έρευνα, στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα έγγραφα που εξετάσθηκαν κατά τη δεύτερη περατωθείσα έρευνα.

2.   Εκτίμηση του Δικαστηρίου

24

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της προσφυγής, να υφίσταται κατά τον χρόνο ασκήσεώς της, άλλως η προσφυγή κρίνεται απαράδεκτη. Το αντικείμενο αυτό της διαφοράς πρέπει να εξακολουθεί να υφίσταται, όπως και το έννομο συμφέρον, μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως παρέλκει η έκδοση αποφάσεως, πράγμα που προϋποθέτει ότι η προσφυγή πρέπει να μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Bank Mellat κατά Συμβουλίου, C-430/16 P, EU:C:2018:668, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25

Εν προκειμένω, όπως αναγνωρίζει και η ίδια η Επιτροπή, η διοικητική περάτωση της δεύτερης έρευνας, η οποία επήλθε κατά τη διάρκεια της δίκης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεν έχει οριστικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι η έρευνα αυτή μπορεί να κινηθεί εκ νέου στην περίπτωση κατά την οποία θα περιέλθουν σε γνώση της Επιτροπής νέες σημαντικές εξελίξεις.

26

Πάντως, απλώς και μόνον η νομική δυνατότητα της εκ νέου κινήσεως της εν λόγω έρευνας αρκεί για να αποδειχθεί το έννομο συμφέρον των αναιρεσειουσών. Πράγματι, η αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και η ενδεχόμενη ακύρωση από το Γενικό Δικαστήριο της δεύτερης απόφασης περί ελέγχου, καθώς και η ενδεχόμενη συνεπακόλουθη ακύρωση του εγγράφου της 8ης Μαΐου 2015, θα έχουν τουλάχιστον ως συνέπεια να καταστούν άνευ νομικής βάσης οι φερόμενες ως παράνομες πράξεις έρευνας που διενήργησε η Επιτροπή στο πλαίσιο της δεύτερης έρευνας και, επομένως, να υποχρεωθεί η Επιτροπή, ενδεχομένως, να κινήσει νέα έρευνα στο πλαίσιο της οποίας δεν θα μπορεί να χρησιμοποιήσει τα φερόμενα ως απόρρητα έγγραφα που εξέτασε κατά την προηγούμενη έρευνα (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Οκτωβρίου 2002, Roquette Frères, C-94/00, EU:C:2002:603, σκέψη 49, καθώς και της 18ης Ιουνίου 2015, Deutsche Bahn κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-583/13 P, EU:C:2015:404, σκέψη 45).

27

Επομένως, οι αναιρεσείουσες διατηρούν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και η αίτηση αναιρέσεώς τους είναι παραδεκτή.

Β. Επί της ουσίας

1.   Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

28

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες επικαλούνται σειρά νομικών σφαλμάτων, καθώς και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που υπέχει το Γενικό Δικαστήριο κατά την εκτίμηση του παραδεκτού της προσφυγής της οποίας έχει επιληφθεί. Ο λόγος αυτός αποτελείται από δύο σκέλη.

α)   Ως προς το πρώτο σκέλος, το οποίο αφορά την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τη δεύτερη απόφαση περί ελέγχου

1) Επιχειρήματα των διαδίκων

29

Το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, προς στήριξη του οποίου οι αναιρεσείουσες προβάλλουν τέσσερα επιχειρήματα, αφορά την εκτίμηση από το Γενικό Δικαστήριο του παραδεκτού της προσφυγής, στον βαθμό που η προσφυγή αυτή είχε ως αντικείμενο την ακύρωση της δεύτερης απόφασης περί ελέγχου.

30

Στο πλαίσιο του πρώτου επιχειρήματος, οι αναιρεσείουσες εκκινούν από την παραδοχή ότι, αν η δεύτερη απόφαση περί ελέγχου είχε αιτιολογηθεί προσηκόντως, δηλαδή αν είχε προβλέψει μέτρα προφύλαξης, οι ελεγκτές δεν θα είχαν θεωρήσει ότι τους επέτρεπε να εξετάσουν τα έγγραφα που οι αναιρεσείουσες θεωρούν ως απόρρητα.

31

Συναφώς, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει, στο μέτρο που δεν απάντησε στα επιχειρήματα με τα οποία προβλήθηκε ότι η παράλειψη, με τη δεύτερη απόφαση περί ελέγχου, πρόβλεψης μέτρων προφύλαξης συνιστούσε επίσης παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, κατά το άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, το άρθρο 47 του Χάρτη και το άρθρου6 της ΕΣΔΑ. Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε, στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το αίτημα των αναιρεσειουσών, κρίνοντας ότι αυτές δεν είχαν επικαλεσθεί κανένα συγκεκριμένο κανόνα που να θεσπίζει την προβαλλόμενη υποχρέωση να συμπεριληφθούν μέτρα προφύλαξης στη δεύτερη απόφαση περί ελέγχου, ενώ οι αναιρεσείουσες επικαλέστηκαν προς τούτο τις ίδιες αυτές διατάξεις. Τρίτον, εσφαλμένως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο ότι οι αναιρεσείουσες είχαν προβάλει ένα πρώτο επιχείρημα, κατά το οποίο η παράνομη διεξαγωγή ενός ελέγχου μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση το κύρος της απόφασης βάσει της οποίας διεξήχθη ο έλεγχος αυτός. Στην πραγματικότητα, αναφέρθηκαν στον τρόπο εκτέλεσης της δεύτερης απόφασης περί ελέγχου μόνον ως εκ περισσού και προκειμένου να διαφωτιστεί η ανάλυση σχετικά με τη νομιμότητα της ίδιας της απόφασης, κατά την έννοια της απόφασης της 18ης Ιουνίου 2015, Deutsche Bahn κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-583/13 P, EU:C:2015:404).

32

Με το δεύτερο επιχείρημά τους, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας, με τη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι προβαλλόμενες προσβολές των δικαιωμάτων άμυνας δεν απέρρεαν άμεσα από την απουσία μέτρων προφύλαξης, αλλά από τη διεξαγωγή του ελέγχου και ότι, εν πάση περιπτώσει, επιβάλλονται περιορισμοί στην Επιτροπή σε κάθε έλεγχο, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως εκτίμησε επί της ουσίας την προσφυγή στο πλαίσιο της εξετάσεως του παραδεκτού της.

33

Με το τρίτο επιχείρημά τους, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τις σκέψεις 62, 64 και 65 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η έλλειψη αιτιολογίας, η οποία συνίστατο στην έλλειψη μέτρων προφύλαξης στη δεύτερη απόφαση περί ελέγχου, δεν ασκούσε επιρροή σε σχέση με το αίτημα ακυρώσεως, ότι οι προβαλλόμενες παραβιάσεις δεν απέρρεαν άμεσα από την εν λόγω έλλειψη και ότι η δεύτερη απόφαση περί ελέγχου δεν είχε παραγάγει τα έννομα αποτελέσματα που είχαν επικαλεστεί.

34

Στην πραγματικότητα, κατά τις αναιρεσείουσες, ο πρώτος και ο δεύτερος έλεγχος συνδέονταν στενά λόγω του αντικειμένου τους και, επομένως, κατά την έκδοση της δεύτερης απόφασης περί ελέγχου, υπήρχε, κατά τη διεξαγωγή του ελέγχου, αυξημένος αντικειμενικός κίνδυνος προσβολής εκ μέρους της Επιτροπής των δικαιωμάτων τους άμυνας. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη τον κίνδυνο αυτό, προβλέποντας, μεταξύ άλλων, μέτρα προφύλαξης, προκειμένου να οριοθετήσει τις εξουσίες των ελεγκτών. Επομένως, η έλλειψη των μέτρων αυτών προκάλεσε τις προβαλλόμενες παρατυπίες στις οποίες φέρονται ότι υπέπεσαν οι ελεγκτές.

35

Οι αναιρεσείουσες προσάπτουν, εξάλλου, στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν τήρησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει, αφενός, επειδή δεν εξέθεσε κανένα λόγο ικανό να δικαιολογήσει την έλλειψη άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ελλείψεως αιτιολογίας και της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας και, αφετέρου, επειδή δεν απάντησε στο επιχείρημά τους με το οποίο προβάλλεται η ύπαρξη σχέσης μεταξύ των αντικειμένων των δύο ελέγχων, πράγμα που δικαιολογεί την ανάγκη ειδικής αιτιολογήσεως εκ μέρους της Επιτροπής.

36

Στο πλαίσιο του τέταρτου επιχειρήματος που προέβαλαν, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, με τη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας είχε διασφαλιστεί, εν πάση περιπτώσει, με τους περιορισμούς που επιβάλλονται στην Επιτροπή σε κάθε έλεγχο. Στην πραγματικότητα, η ύπαρξη των περιορισμών αυτών δεν απαλλάσσει την Επιτροπή από την υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεών της. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο, αναφερόμενο απλώς και μόνον αορίστως στους εν λόγω περιορισμούς, παρέλειψε εσφαλμένως να ελέγξει τον εκ μέρους της Επιτροπής σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας.

37

Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

2) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

38

Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και τα τέσσερα επιχειρήματα που προβλήθηκαν προς στήριξη του σκέλους αυτού, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε διάφορα νομικά σφάλματα και παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει, καθώς και ότι προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας, κρίνοντας απαράδεκτο τον λόγο ακυρώσεως με τον οποίο προβλήθηκε έλλειψη αιτιολογίας της δεύτερης απόφασης περί ελέγχου, καθόσον αυτή θα έπρεπε να συνοδεύεται από μέτρα προφύλαξης.

39

Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε, καταρχάς, να απαντήσει στον λόγο ακυρώσεως των αναιρεσειουσών με τον οποίο προέβαλαν έλλειψη αιτιολογίας της δεύτερης απόφασης περί ελέγχου, καθόσον στην απόφαση αυτή δεν προβλέπονταν μέτρα προφύλαξης.

40

Επισημαίνεται, συναφώς, ότι η επιχειρηματολογία αυτή απορρέει από σύγχυση μεταξύ της εξετάσεως στην οποία οφείλει να προβεί το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του παραδεκτού της προσφυγής και της επί της ουσίας εξετάσεώς της.

41

Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο περιόρισε την εξέταση της προσφυγής στα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών που προβλήθηκαν προς απόδειξη του παραδεκτού της. Στο πλαίσιο της εξέτασης αυτής όμως, το Γενικό Δικαστήριο έλεγξε, μεταξύ άλλων, αν τα επιχειρήματα επί των οποίων στηριζόταν η προσφυγή αυτή ήταν ικανά να κλονίσουν τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων πράξεων.

42

Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε το βάσιμο των επιχειρημάτων κατά τα οποία η έλλειψη μέτρου προφύλαξης στη δεύτερη απόφαση περί ελέγχου συνιστούσε παράβαση της υποχρεώσεως του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, του άρθρου 47 του Χάρτη και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.

43

Όσον αφορά, στη συνέχεια, το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι εσφαλμένως το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε την προσφυγή επί της ουσίας κρίνοντας, με τη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι προβαλλόμενες προσβολές των δικαιωμάτων άμυνας δεν απέρρεαν άμεσα από την παράλειψη λήψεως μέτρων προφύλαξης, αλλά από τη διεξαγωγή του ελέγχου, το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της εν λόγω σκέψης.

44

Πράγματι, στη σκέψη αυτή, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε το βάσιμο των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν προς απόδειξη των εν λόγω παραβιάσεων, αλλά περιορίστηκε, στο πλαίσιο της εκ μέρους του εκτιμήσεως του παραδεκτού της προσφυγής, στο να κρίνει ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν υφίστατο καμία αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των παραβιάσεων αυτών, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αποδείχθηκαν, και της νομιμότητας της δεύτερης απόφασης περί ελέγχου.

45

Όπως, όμως, ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η νομιμότητα πράξεως της Ένωσης πρέπει να εκτιμάται βάσει των πραγματικών και νομικών στοιχείων που υφίστανται κατά τον χρόνο εκδόσεώς της (απόφαση της 11ης Μαΐου 2017, Σουηδία κατά Επιτροπής, C-562/14 P, EU:C:2017:356, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και, ως εκ τούτου, πράξεις μεταγενέστερες της εκδόσεως μιας αποφάσεως δεν μπορούν να θίξουν το κύρος της [αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 1983, IAZ International Belgium κ.λπ. κατά Επιτροπής, 96/82 έως 102/82, 104/82, 105/82, 108/82 και 110/82, EU:C:1983:310, σκέψη 16, και της 17ης Οκτωβρίου 1989, Dow Benelux κατά Επιτροπής, 85/87, EU:C:1989:379, σκέψη 49, καθώς και διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2004, Επιτροπή κατά Akzo και Akcros, C-7/04 P(R), EU:C:2004:566, σκέψη 46].

46

Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι οι προβαλλόμενες εν προκειμένω παραβιάσεις μπορούσαν ενδεχομένως να διαπραχθούν από τους ελεγκτές της Επιτροπής μόνον κατά τη διάρκεια του δευτέρου ελέγχου και, επομένως, μετά την έκδοση της δεύτερης απόφασης περί ελέγχου, δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να πλήξουν τη νομιμότητά της.

47

Περαιτέρω, οι αναιρεσείουσες θεωρούν ότι, εν προκειμένω, έπρεπε να προβλεφθούν μέτρα προφύλαξης σε σχέση με τον αυξημένο κίνδυνο να λάβουν γνώση οι ελεγκτές, κατά τη διάρκεια του δευτέρου ελέγχου, απόρρητων εγγράφων που αφορούσαν τον πρώτο έλεγχο, λόγω των παρόμοιων αντικειμένων των ερευνών στο πλαίσιο των οποίων διεξήχθησαν οι έλεγχοι αυτοί.

48

Επισημαίνεται, όμως, ότι το επιχείρημα αυτό στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, στην παραδοχή ότι μια δεύτερη απόφαση περί ελέγχου πρέπει να προβλέπει, για τη διεξαγωγή του ελέγχου, ειδικά μέτρα προφύλαξης όσον αφορά την προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του, στην περίπτωση που έχει προηγηθεί ένας πρώτος έλεγχος και οι δύο αυτοί έλεγχοι έχουν διενεργηθεί στο πλαίσιο ερευνών με παρόμοια αντικείμενα. Συγκεκριμένα, υπό τις συνθήκες αυτές, μόνον τα εν λόγω μέτρα προφύλαξης εξασφαλίζουν ότι οι ελεγκτές της Επιτροπής δεν θα θεωρήσουν ότι η εν λόγω απόφαση τους επιτρέπει να λάβουν γνώση των εγγράφων που καλύπτονται από το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του.

49

Η παραδοχή αυτή είναι προδήλως εσφαλμένη.

50

Πράγματι, το δικαίωμα προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του συγκαταλέγεται στα δικαιώματα άμυνας που πρέπει να προστατεύονται ήδη από το στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Μαΐου 1982, AM & S Europe κατά Επιτροπής, 155/79, EU:C:1982:157, σκέψεις 18 έως 23, της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, Hoechst κατά Επιτροπής, 46/87 και 227/88, EU:C:1989:337, σκέψη 16, καθώς και της 14ης Σεπτεμβρίου 2010, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής κ.λπ., C-550/07 P, EU:C:2010:512, σκέψεις 40 και 41). Επομένως, ο σεβασμός του δικαιώματος αυτού επιβάλλεται, καταρχήν, στην Επιτροπή και στους ελεγκτές της ανεξαρτήτως του περιεχομένου της εντολής που τους έχει δοθεί με την απόφαση περί ελέγχου.

51

Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς των αναιρεσειουσών, οι ελεγκτές δεν μπορούσαν, εν πάση περιπτώσει, να συναγάγουν από το γεγονός ότι, στη δεύτερη απόφαση περί ελέγχου, δεν υπήρχε κανένα ειδικό μέτρο προφύλαξης σχετικά με τα φερόμενα ως απόρρητα έγγραφα που καταρτίσθηκαν μετά τον πρώτο έλεγχο ότι τους επιτρεπόταν να παραβιάσουν το απόρρητο των εγγράφων αυτών.

52

Τέλος, όσον αφορά τα επιχειρήματα που βάλλουν κατά των εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά τις οποίες, εν πάση περιπτώσει, αφενός, σε κάθε έλεγχο επιβάλλονται περιορισμοί στην Επιτροπή, ούτως ώστε ο σεβασμός των δικαιωμάτων που προβάλλουν οι αναιρεσείουσες να πρέπει να διασφαλίζεται σε κάθε περίπτωση, και, αφετέρου, οι αναιρεσείουσες δεν προσδιόρισαν ποιος συγκεκριμένος κανόνας θεσπίζει τη νομική υποχρέωση της Επιτροπής να συμπεριλάβει στη δεύτερη απόφαση περί ελέγχου ειδικά μέτρα προφύλαξης, αρκεί η διαπίστωση ότι οι εκτιμήσεις αυτές έχουν επάλληλο χαρακτήρα και ότι, κατά συνέπεια, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα εν λόγω επιχειρήματα είναι βάσιμα, δεν μπορούν να επιφέρουν την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή.

53

Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, εφόσον μία από τις αιτιολογίες που εξέθεσε το Γενικό Δικαστήριο αρκεί για να δικαιολογήσει το διατακτικό της αποφάσεως, οι πλημμέλειες που πλήττουν ενδεχομένως μια άλλη αιτιολογία, η οποία επίσης παρατίθεται στη συγκεκριμένη απόφαση, δεν ασκούν, εν πάση περιπτώσει, επιρροή στο εν λόγω διατακτικό, οπότε ο λόγος αναιρέσεως στο πλαίσιο του οποίου προβάλλονται είναι αλυσιτελής και πρέπει να απορριφθεί (βλ., ιδίως, αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Επιτροπή κατά CAS Succhi di Frutta, C‑496/99 P, EU:C:2004:236, σκέψη 68, και της 15ης Μαΐου 2019, CJ κατά ECDC, C‑170/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:410, σκέψη 56).

54

Κατόπιν των προεκτεθέντων, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών δεν μπορούν να κλονίσουν τη νομιμότητα της δεύτερης απόφασης περί ελέγχου και ορθώς έκρινε, στη σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, την προσφυγή απαράδεκτη κατά το μέρος της που ζητούσε την ακύρωση της απόφασης αυτής.

55

Επομένως, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

β)   Ως προς το δεύτερο σκέλος, το οποίο αφορά την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου επί του παραδεκτού της προσφυγής, κατά το μέρος της με το οποίο ζητήθηκε η ακύρωση του εγγράφου της 8ης Μαΐου 2015

1) Επιχειρήματα των διαδίκων

56

Το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, προς στήριξη του οποίου προβάλλονται δύο επιχειρήματα, αφορά την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου επί του παραδεκτού της προσφυγής, κατά το μέρος της με το οποίο ζητήθηκε η ακύρωση του εγγράφου της 8ης Μαΐου 2015.

57

Με το πρώτο επιχείρημά τους, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού. Συγκεκριμένα, ενώ, κατά τη σκέψη 80 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το έγγραφο αυτό αποτελεί απλώς προπαρασκευαστική πράξη για την έκδοση οριστικής απόφασης της Επιτροπής περατώνουσας την έρευνα, εντούτοις το εν λόγω έγγραφο περιλαμβάνει, στην πραγματικότητα, την οριστική θέση της Επιτροπής όσον αφορά τον μη απόρρητο χαρακτήρα των επίμαχων εγγράφων. Επομένως, το έγγραφο αυτό συνιστά απόφαση παράγουσα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα έναντι των αναιρεσειουσών. Επιπλέον, κατά τις αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 87 της εν λόγω αποφάσεως, παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά, κρίνοντας ότι, με το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή «δεν αποφ[άνθηκε] επί του κατά πόσον τα επίμαχα έγγραφα καλύπτοντ[αν] ή όχι από το επαγγελματικό απόρρητο [και ότι,] στην καλύτερη περίπτωση, το έγγραφο της 8ης Μαΐου 2015 επιβε[βαίωνε] στις αναιρεσείουσες ότι τα έγγραφα δεν [είχαν] αναγνωσθεί από την Επιτροπή». Στην πραγματικότητα, κατά τις αναιρεσείουσες, από το εν λόγω έγγραφο προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι εξετάσθηκαν τα επισημανθέντα έγγραφα.

58

Εξάλλου, το έγγραφο της 8ης Μαΐου 2015 προκάλεσε στις αναιρεσείουσες ανεπανόρθωτη ζημία. Συγκεκριμένα, αφενός, το γεγονός ότι η Επιτροπή έλαβε γνώση των επίμαχων εγγράφων μπορούσε ασφαλώς να επηρεάσει με κάποιο τρόπο την πρώτη έρευνα και, αφετέρου, μόνον η διακοπή της έρευνας αυτής θα μπορούσε να αποτρέψει την επιδείνωση της εν λόγω ζημίας, δεδομένου ότι, στο όλως ιδιαίτερο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κατά τον δεύτερο έλεγχο είναι ακριβώς αυτό που θα μπορούσε να υπονομεύσει τη δυνατότητα αποτελεσματικής άμυνας που έπρεπε να διαθέτουν οι αναιρεσείουσες.

59

Με το δεύτερο επιχείρημά τους, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο προέβη, με τις σκέψεις 86 έως 89 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σε διάκριση μεταξύ της υπό κρίση καταστάσεως και εκείνης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής (T-125/03 και T-253/03, EU:T:2007:287), και έκρινε ότι, ελλείψει υλικής πράξεως κατασχέσεως των φερόμενων ως απορρήτων εγγράφων και προσθήκης των εγγράφων αυτών στον φάκελο, η Επιτροπή δεν έλαβε σιωπηρή απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεως προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του.

60

Στην πραγματικότητα, κατά τις προσφεύγουσες, πρώτον, η διάκριση που στηρίζεται στην κατάσχεση ή στη μη κατάσχεση εγγράφων είναι τεχνητή και έχει ως συνέπεια να παρέχεται η δυνατότητα στην Επιτροπή να εμποδίζει την προσβολή της απόφασής της, αποφεύγοντας να αντιγράφει έγγραφα άμυνας που έχουν όμως εξεταστεί από τους ελεγκτές της. Ακολούθως, το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά διαπιστώνοντας ότι το έγγραφο της 8ης Μαΐου 2015 επιβεβαίωνε ότι τα έγγραφα άμυνας των αναιρεσειουσών δεν είχαν αναγνωσθεί από τους εν λόγω ελεγκτές. Με το υπόμνημα αντικρούσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή δέχθηκε όμως ότι οι ελεγκτές της ήταν σε θέση να αναγνώσουν έγγραφα άμυνας των αναιρεσειουσών τα οποία αυτή θεωρούσε ως μη προστατευόμενα από το επαγγελματικό απόρρητο και εκτίμησε ότι οι ελεγκτές της ήταν σε θέση να προβούν σε συνοπτική εξέταση ενδεχομένως προστατευόμενων εγγράφων. Τέλος, το εν λόγω έγγραφο αποτελεί σιωπηρή απόφαση περατώνουσα αυτοτελή ειδική διαδικασία σχετική με την προστασία των δικαιωμάτων άμυνας. Συναφώς, το ζήτημα αν η Επιτροπή αντέγραψε επίσης και/ή περιέλαβε τα έγγραφα στον φάκελό της δεν ασκεί επιρροή. Εν προκειμένω, η σιωπηρή απόφαση της Επιτροπής απέκτησε υπόσταση, εν πάση περιπτώσει, με τη προσθήκη των εγγράφων άμυνας στη δεξαμενή αναζήτησης, με την εξέτασή τους και με την επιλογή ορισμένων από αυτά ως κρίσιμων για την έρευνα, μολονότι, στη συνέχεια, αποσύρθηκαν από τον κατάλογο των προς εξαγωγή εγγράφων.

61

Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

2) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

62

Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, παραμόρφωση του εγγράφου της 8ης Μαΐου 2015, καθώς και πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως χαρακτήρισε το έγγραφο αυτό ως προπαρασκευαστική πράξη και όχι ως οριστική απόφαση της Επιτροπής περί απορρίψεως αιτήσεως για την προστασία του απόρρητου χαρακτήρα της επικοινωνίας μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του.

63

Πρέπει, καταρχάς, να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, εφόσον το Γενικό Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο μόνο να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 256 ΣΛΕΕ, έλεγχο επί του νομικού χαρακτηρισμού των περιστατικών αυτών και επί των εννόμων συνεπειών τις οποίες συνήγαγε εντεύθεν το Γενικό Δικαστήριο. Συνεπώς, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν συνιστά, υπό την επιφύλαξη της περίπτωσης παραμόρφωσης των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως εκ της φύσεώς του, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Ισπανία κατά Επιτροπής, C-114/17 P, EU:C:2018:753, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

64

Αν η παραμόρφωση αυτή συνίσταται σε ερμηνεία εγγράφου αντίθετη προς το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Γαλλία κατά Επιτροπής, C-601/11 P, EU:C:2013:465, σκέψη 106), τούτο πρέπει να προκύπτει προδήλως από τη δικογραφία και προϋποθέτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη προδήλως τα όρια της εύλογης εκτιμήσεως των αποδεικτικών αυτών στοιχείων. Συναφώς, δεν αρκεί να αποδειχθεί ότι ένα έγγραφο μπορεί να τύχει διαφορετικής ερμηνείας από εκείνη που δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο (απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 2015, Επιτροπή κατά ANKO, C-78/14 P, EU:C:2015:732, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

65

Εν προκειμένω, όμως, από το έγγραφο της 8ης Μαΐου 2015 προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι «η επισήμανση ενός εγγράφου (όπως για παράδειγμα ενός συνημμένου) δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι οι ελεγκτές ανέγνωσαν όλα τα σχετικά με αυτό έγγραφα», μεταξύ των οποίων τα έγγραφα «τα οποία πιθανώς καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο». Επομένως, μολονότι η Επιτροπή δεν απέκλεισε ρητώς ότι οι ελεγκτές της μπορεί να ανέγνωσαν έγγραφα που φέρονται ως απόρρητα, δεν δέχθηκε, εντούτοις, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς των αναιρεσειουσών, ότι τα έγγραφα αυτά όντως αναγνώσθηκαν, έστω και εν τάχει. Αντιθέτως, η Επιτροπή αρνήθηκε ρητώς ότι η επισήμανση ενός εγγράφου ισοδυναμεί κατ’ ανάγκην με εξέτασή του.

66

Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο, συμπεραίνοντας, στη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι «με το έγγραφο της 8ης Μαΐου 2015, η Επιτροπή δεν αποφ[άνθηκε] επί του κατά πόσον τα επίμαχα έγγραφα καλύπτοντ[αν] από το επαγγελματικό απόρρητο» και ότι, στην καλύτερη περίπτωση, το έγγραφο αυτό «επιβε[βαίωνε] στις αναιρεσείουσες ότι τα έγγραφα δεν [είχαν] αναγνωσθεί από την Επιτροπή», δεν ερμήνευσε το εν λόγω έγγραφο προδήλως αντίθετα προς το περιεχόμενό του και, ως εκ τούτου, δεν παραμόρφωσε το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού.

67

Κατά συνέπεια ορθώς το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε διάκριση, στη σκέψη 90 της προσβαλλόμενης απόφασης, μεταξύ της υπό κρίση υποθέσεως και εκείνης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής (T-125/03 και T‑253/03, EU:T:2007:287), στην οποία η Επιτροπή είχε αποφανθεί επί του απόρρητου χαρακτήρα εγγράφων με σιωπηρή απόφαση, η οποία συγκεκριμενοποιήθηκε με την κατάσχεση των εν λόγω εγγράφων, απορρίπτοντας επισήμως αίτημα περί προστασίας του απορρήτου τους.

68

Εν προκειμένω, όμως, στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ορθώς ότι το έγγραφο της 8ης Μαΐου 2015 δεν ελάμβανε θέση επί του απορρήτου των επίμαχων εγγράφων ούτε επιβεβαίωνε ότι οι ελεγκτές της Επιτροπής ανέγνωσαν, κατά τον δεύτερο έλεγχο, τα φερόμενα ως απόρρητα έγγραφα, το έγγραφο αυτό δεν μπορεί να συνιστά ούτε τυπική απόφαση περί απορρίψεως αιτήσεως προστασίας του απορρήτου ούτε, κατά μείζονα λόγο, απόφαση επιβεβαιωτική μιας σιωπηρής απόφασης περί απορρίψεως της αιτήσεως αυτής.

69

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τις σκέψεις 80 και 81 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το έγγραφο της 8ης Μαΐου 2015 έπρεπε να ερμηνευθεί ως άρνηση οριστικής διακοπής των σε βάρος των αναιρεσειουσών πράξεων έρευνας, οι οποίες είχαν τον χαρακτήρα προπαρασκευαστικών πράξεων.

70

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και, κατά συνέπεια, να απορριφθεί ο πρώτος λόγος αναιρέσεως στο σύνολό του.

2.   Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

α)   Επιχειρήματα των διαδίκων

71

Στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 91 και 92 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, περιόρισε τον δικαστικό έλεγχο των φερόμενων ως παράνομων συμπεριφορών της Επιτροπής, κατά τη διεξαγωγή του ελέγχου, μόνο στις προσφυγές με αίτημα την ακύρωση ενδεχόμενης οριστικής απόφασης εκδοθείσας σε μεταγενέστερο χρόνο από το θεσμικό αυτό όργανο και στη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης. Κατ’ αυτό τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο προσέβαλε το δικαίωμα των αναιρεσειουσών σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, όπως αυτό κατοχυρώνεται με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 47 του Χάρτη, δεδομένου ότι οι δύο αυτές προσφυγές δεν ήταν ικανές να διασφαλίσουν επαρκή δικαστική προστασία στις αναιρεσείουσες.

72

Αφενός, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, παραπέμποντας στην απόφαση του ΕΔΔΑ της 21ης Δεκεμβρίου 2010, Société Canal Plus κ.λπ. κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2010:1221JUD002940808), ότι, όσον αφορά την προσφυγή ακυρώσεως, στην περίπτωση που η Επιτροπή δεν εξέδιδε οριστική απόφαση, θα εξακολουθούσαν να στερούνται κάθε ενδίκου βοηθήματος κατά των εν λόγω συμπεριφορών, ενώ μάλιστα πλημμέλειες που διαπράχθηκαν σε συγκεκριμένο στάδιο της διαδικασίας δεν μπορούν πάντοτε να θεραπευθούν σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας αυτής. Αντιθέτως, στην περίπτωση που εκδιδόταν οριστική απόφαση, η προσφυγή ακυρώσεως κατά της απόφασης αυτής δεν θα καθιστούσε δυνατή την αποφυγή των μη αναστρέψιμων συνεπειών από τη χρήση απόρρητων πληροφοριών περιλαμβανόμενων στα έγγραφα των οποίων έλαβαν γνώση οι ελεγκτές της Επιτροπής. Αφετέρου, η αγωγή λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης, η οποία δεν επιτρέπει την αναδρομική άρση της νομικής βάσης των φερόμενων ως παράνομων συμπεριφορών της Επιτροπής, θα ήταν επίσης αναποτελεσματική για την εξασφάλιση της προστασίας των δικαιωμάτων των αναιρεσειουσών.

73

Κατά τις αναιρεσείουσες, το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο, δεδομένου ότι, δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 4, και του άρθρου 53 του Χάρτη, η διασφαλιζόμενη από το δίκαιο της Ένωσης δικαστική προστασία πρέπει να είναι τουλάχιστον ισοδύναμη με εκείνη που κατοχυρώνουν οι εθνικές συνταγματικές παραδόσεις. Το Cour constitutionnelle (Συνταγματικό Δικαστήριο, Βέλγιο), στηριζόμενο στην ίδια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έκρινε ότι ο δικαστικός έλεγχος των μέτρων ελέγχου πρέπει να καθιστά δυνατή, σε περίπτωση διαπιστώσεως πλημμέλειας, είτε την αποτροπή της διενέργειας της πράξεως είτε, αν έχει ήδη διενεργηθεί, την παροχή στους ενδιαφερομένους «προσήκουσας επανόρθωσης».

74

Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

β)   Εκτίμηση του Δικαστηρίου

75

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος των αναιρεσειουσών σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, όπως το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται από το άρθρο 47 του Χάρτη και από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι περιόρισε τον δικαστικό έλεγχο των φερόμενων ως παράνομων συμπεριφορών της Επιτροπής, κατά τη διάρκεια ελέγχου, μόνο στις προσφυγές με τις οποίες ζητείται η θεμελίωση εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης και η ακύρωση ενδεχόμενης οριστικής απόφασης που εκδόθηκε μεταγενέστερα από την Επιτροπή και με την οποία διαπιστώθηκε παραβίαση των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης.

76

Εν προκειμένω, όμως, αφενός, οι εκτιμήσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 91 και 92 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τις οποίες αμφισβήτησαν οι αναιρεσείουσες, εισάγονται με τη φράση «Πρέπει να προστεθεί ότι». Αφετέρου, στις σκέψεις 82 και 90 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ολοκλήρωσε την ανάλυση των επιχειρημάτων που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες, όπως αυτά επαναλαμβάνονται, αντιστοίχως, στις σκέψεις 68 και 69, καθώς και στη σκέψη 83 της αποφάσεως αυτής.

77

Κατά συνέπεια, οι σκέψεις 91 και 92 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης περιέχουν αιτιολογίες που παρατίθενται επαλλήλως.

78

Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως, να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

79

Κατόπιν των προεκτεθέντων, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

80

Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

81

Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστούν οι αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα και αυτές ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι άσκησαν από κοινού την αίτηση αναιρέσεως, ευθύνονται εις ολόκληρον για την καταβολή των εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Καταδικάζει τις Alcogroup SA και Alcodis SA στα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.