ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 31ης Ιανουαρίου 2019 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Eφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές – Κανονισμός (ΕΚ) 864/2007 (Ρώμη II) – Άρθρα 16 και 27 – Διατάξεις αμέσου εφαρμογής – Οδηγία 2009/103/ΕΚ – Ασφάλιση της αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα – Άρθρο 28»

Στην υπόθεση C‑149/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal da Relação de Lisboa (εφετείο Λισσαβώνας, Πορτογαλία) με απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Φεβρουαρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

Agostinho da Silva Martins

κατά

Dekra Claims Services Portugal SA,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. Toader, πρόεδρο τμήματος, A. Rosas και M. Safjan (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους L. Inez Fernandes, M. Figueiredo και P. Lacerda και από τις L. Medeiros και P. Barros da Costa,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Aguilera Ruiz και τη V. Ester Casas,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον M. Wilderspin και την P. Costa de Oliveira,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 16 και 27 του κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II) (ΕΕ 2007, L 199, σ. 40, στο εξής: κανονισμός Ρώμη II), καθώς και του άρθρου 28 της οδηγίας 2009/103/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής (ΕΕ 2009, L 263, σ. 11).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Agostinho da Silva Martins και της ασφαλιστικής εταιρίας Dekra Claims Services Portugal SA σχετικά με τον καθορισμό του δικαίου που διέπει υποχρέωση αποζημιώσεως που απέρρευσε από τροχαίο ατύχημα το οποίο έλαβε χώρα στην Ισπανία.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Ο κανονισμός Ρώμη II

3

Η αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού Ρώμη II έχει ως εξής:

«Το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής και οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να συνάδουν προς τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις […] (Βρυξέλλες Ι) και προς τα νομοθετήματα σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές.»

4

Το άρθρο 4 του κανονισμού Ρώμη II, που φέρει τον τίτλο «Γενικός κανόνας», έχει ως εξής:

«1.   Το εφαρμοστέο δίκαιο επί εξωσυμβατικής ενοχής η οποία απορρέει από αδικοπραξία είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός καθώς και της χώρας ή των χωρών στις οποίες το εν λόγω γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα, εκτός αν ορίζεται άλλως στον παρόντα κανονισμό.

2.   Ωστόσο, αν ο φερόμενος ως υπαίτιος και ο ζημιωθείς έχουν, κατά τον χρόνο επέλευσης της ζημίας, τη συνήθη διαμονή τους στην ίδια χώρα, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας αυτής.

3.   Εάν από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η αδικοπραξία εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό με χώρα άλλη από εκείνη που ορίζεται στις παραγράφους 1 ή 2, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας αυτής. Ο προδήλως στενότερος δεσμός με άλλη χώρα μπορεί να βασίζεται ιδίως σε προϋπάρχουσα σχέση μεταξύ των μερών, όπως σύμβαση, η οποία συνδέεται στενά με την εν λόγω αδικοπραξία.»

5

Το άρθρο 15 του ως άνω κανονισμού, που φέρει τον τίτλο «Περιεχόμενο του εφαρμοστέου δικαίου», προβλέπει τα εξής:

«Το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές δυνάμει του παρόντος κανονισμού διέπει ιδίως:

[…]

η)

τους διάφορους τρόπους απόσβεσης των ενοχών καθώς και τους κανόνες παραγραφών και αποσβεστικών προθεσμιών, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων σχετικά με την έναρξη της παραγραφής ή αποσβεστικής προθεσμίας και τη διακοπή ή την αναστολή τους.»

6

Το άρθρο 16 του εν λόγω κανονισμού, που φέρει τον τίτλο «Διατάξεις αμέσου εφαρμογής», έχει ως εξής:

«Ο παρών κανονισμός δεν περιορίζει την εφαρμογή των διατάξεων αναγκαστικού δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστή, οι οποίες εφαρμόζονται ανεξαρτήτως του δικαίου που διέπει κατά τα άλλα την εξωσυμβατική ενοχή.»

7

Το άρθρο 27 του ως άνω κανονισμού, που φέρει τον τίτλο «Σχέση με άλλες διατάξεις κοινοτικού δικαίου», ορίζει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή διατάξεων του κοινοτικού δικαίου οι οποίες, σε ειδικά θέματα, θεσπίζουν κανόνες περί σύγκρουσης δικαίων στον τομέα των εξωσυμβατικών ενοχών.»

Η σύμβαση της Ρώμης

8

Υπό τον τίτλο «Κανόνες αναγκαστικού δικαίου», το άρθρο 7 της Συμβάσεως για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, η οποία άνοιξε προς υπογραφή στη Ρώμη στις 19 Ιουνίου 1980 (ΕΕ 1984, L 146, σ. 1, στο εξής: σύμβαση της Ρώμης), προβλέπει τα εξής:

«1.   Κατά την εφαρμογή του δικαίου μιας συγκεκριμένης χώρας σύμφωνα με την παρούσα σύμβαση, είναι δυνατό να δοθεί ισχύς στις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις άλλης χώρας με την οποία η περίπτωση παρουσιάζει στενό σύνδεσμο, αν και στο μέτρο που, σύμφωνα με το δίκαιο της τελευταίας αυτής χώρας, οι διατάξεις αυτές είναι εφαρμοστέες οποιοδήποτε δίκαιο κι αν διέπει τη σύμβαση. Για να αποφασισθεί αν θα δοθεί ισχύς σ’ αυτές τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις, θα ληφθεί υπόψη η φύση και ο σκοπός τους καθώς και οι συνέπειες της εφαρμογής ή μη εφαρμογής τους.

2.   Οι διατάξεις της παρούσας σύμβασης δεν μπορούν να θίξουν την εφαρμογή των κανόνων δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστή που ρυθμίζουν αναγκαστικά την περίπτωση ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο.»

O κανονισμός Ρώμη I

9

O κανονισμός (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I) (ΕΕ 2008, L 177, σ. 6, στο εξής: κανονισμός Ρώμη I), αντικατέστησε τη σύμβαση της Ρώμης. Το άρθρο 9 του κανονισμού αυτού, που φέρει τον τίτλο «Υπερισχύουσες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου», προβλέπει στις παραγράφους του 1 και 2 τα εξής:

«1.   Οι υπερισχύουσες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου είναι κανόνες η τήρηση των οποίων κρίνεται πρωταρχικής σημασίας από μια χώρα για τη διασφάλιση των δημοσίων συμφερόντων της, όπως π.χ. της πολιτικής, κοινωνικής ή οικονομικής οργάνωσής της, σε τέτοιο βαθμό ώστε να επιβάλλεται η εφαρμογή τους σε κάθε περίπτωση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τους, ανεξάρτητα από το δίκαιο που κατά τα άλλα είναι εφαρμοστέο στη σύμβαση σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν μπορούν να περιορίσουν την εφαρμογή των υπερισχυουσών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου του δικαίου του δικάζοντος δικαστή.»

Η οδηγία 2009/103

10

Το άρθρο 28 της οδηγίας 2009/103, που φέρει τον τίτλο «Εθνικές διατάξεις», προβλέπει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη μπορούν, σύμφωνα με τη συνθήκη, να διατηρούν ή να θέτουν σε ισχύ διατάξεις οι οποίες είναι ευνοϊκότερες για το ζημιωθέντα από τις διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία.

2.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των κύριων διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.»

Το πορτογαλικό δίκαιο

11

Το άρθρο 11 του Decreto-Lei 291/2007 (νομοθετικού διατάγματος 291/2007), της 21ης Αυγούστου 2007, ορίζει τα εξής:

«1.   Η ασφάλιση αστικής ευθύνης που προβλέπεται στο άρθρο 4 καλύπτει:

a)

όσον αφορά τα ατυχήματα που λαμβάνουν χώρα στο πορτογαλικό έδαφος, την κατά το αστικό δίκαιο υποχρέωση αποζημιώσεως·

b)

όσον αφορά τα ατυχήματα που λαμβάνουν χώρα στο έδαφος των λοιπών χωρών των οποίων τα εθνικά γραφεία ασφαλίσεως έχουν προσχωρήσει στη συμφωνία μεταξύ των εθνικών γραφείων ασφαλίσεως, την υποχρέωση αποζημιώσεως που προβλέπει το εφαρμοστέο στο ατύχημα δίκαιο, το οποίο, στην περίπτωση των ατυχημάτων που λαμβάνουν χώρα σε έδαφος στο οποίο εφαρμόζεται η Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο [της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3)], αντικαθίσταται από το πορτογαλικό δίκαιο, εφόσον αυτό προβλέπει καλύτερη κάλυψη·

c)

όσον αφορά τα ατυχήματα που λαμβάνουν χώρα σε διαδρομή κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο b, μόνον τις ζημίες τις οποίες υφίστανται κάτοικοι κρατών μελών καθώς και χωρών των οποίων τα εθνικά γραφεία ασφαλίσεως έχουν προσχωρήσει στη συμφωνία μεταξύ των εθνικών γραφείων ασφαλίσεως και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από την πορτογαλική νομοθεσία.

2.   Η κατά το άρθρο 4 ασφάλιση αστικής ευθύνης καλύπτει τις ζημίες τις οποίες υφίστανται πεζοί, ποδηλάτες και άλλοι μη μηχανοκίνητοι χρήστες των δρόμων εφόσον το εφαρμοστέο στην αστική ευθύνη από το τροχαίο ατύχημα δίκαιο επιβάλλει υποχρέωση ανορθώσεως των ζημιών αυτών.»

12

Το άρθρο 498 του Código Civil (Αστικού Κώδικα), που φέρει τον τίτλο «Παραγραφή», προβλέπει τα εξής:

«1.   Το δικαίωμα αποζημιώσεως παραγράφεται μετά την πάροδο τριετίας από το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της αξιώσεώς του, ακόμη κι αν αγνοεί ποιος ευθύνεται ή ποια είναι η συνολική έκταση των ζημιών, με την επιφύλαξη της συνήθους παραγραφής στην περίπτωση που έχει παρέλθει η σχετική προθεσμία που αρχίζει να τρέχει από το ζημιογόνο γεγονός.

2.   Το δικαίωμα αναγωγής μεταξύ των υπόχρεων παραγράφεται επίσης μετά την πάροδο τριετίας από την εκπλήρωση της υποχρεώσεως.

3.   Αν η αδικοπραξία αποτελεί αξιόποινη πράξη η οποία κατά νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, εφαρμόζεται η εν λόγω μακρότερη παραγραφή.

4.   Η παραγραφή του δικαιώματος αποζημιώσεως δεν συνεπιφέρει την παραγραφή ενδεχόμενης διεκδικητικής αγωγής ή ενδεχόμενης αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

13

Στις 20 Αυγούστου 2015 έλαβε χώρα στην Ισπανία τροχαίο ατύχημα μεταξύ δύο οχημάτων, εκ των οποίων το πρώτο ήταν ταξινομημένο στην Πορτογαλία και το οδηγούσε ο ιδιοκτήτης του A. da Silva Martins και το δεύτερο ήταν ταξινομημένο στην Ισπανία και ασφαλισμένο στην ασφαλιστική εταιρία Segur Caixa, την οποία εκπροσωπούσε στην Πορτογαλία η Dekra Claims Services Portugal.

14

Στο οπίσθιο τμήμα του οχήματος του A. da Silva Martins προσέκρουσε το εμπρόσθιο τμήμα του ταξινομημένου στην Ισπανία οχήματος, το δε όχημα του A. da Silva Martins λόγω των ζημιών που υπέστη δεν μπορούσε πλέον να κυκλοφορήσει. Ως εκ τούτου, το όχημα αυτό χρειάστηκε να ρυμουλκηθεί μέχρι την Πορτογαλία, όπου και πραγματοποιήθηκε η επισκευή του.

15

Το κόστος επισκευής του οχήματος του A. da Silva Martins αναλήφθηκε αρχικώς από την ασφαλιστική εταιρία Axa Portugal, νυν Ageas Portugal, βάσει της ασφαλιστικής κάλυψης των ίδιων ζημιών του οχήματος. Επειδή αποκλειστική υπαιτιότητα για το ατύχημα είχε ο οδηγός του ταξινομημένου στην Ισπανία οχήματος, ο ασφαλιστής του, η Segur Caixa, απέδωσε στην Axa Portugal το εν λόγω κόστος.

16

Στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο A. da Silva Martins ζητεί την ανόρθωση των εμμέσων ζημιών που προήλθαν από το ατύχημα.

17

Δηλώνει ότι εφαρμοστέο στη διαφορά της κύριας δίκης δίκαιο είναι το πορτογαλικό, ειδικότερα το άρθρο 498, παράγραφος 1, του Αστικού Κώδικα, το οποίο προβλέπει τριετή προθεσμία παραγραφής της αγωγής αποζημιώσεως για τις ζημίες που προήλθαν από ατύχημα. Επομένως, δεδομένου ότι το ατύχημα έλαβε χώρα στις 20 Αυγούστου 2015, η κίνηση της διαδικασίας στις 11 Νοεμβρίου 2016 έλαβε χώρα εμπροθέσμως.

18

Αντιθέτως, η Segur Caixa υποστηρίζει ότι εφαρμοστέο στο αίτημα αποζημιώσεως του εκκαλούντος της κύριας δίκης είναι το ισπανικό δίκαιο, το οποίο προβλέπει μονοετή προθεσμία παραγραφής της αγωγής αποζημιώσεως για τις ζημίες που προήλθαν από ατύχημα. Επομένως, το αίτημα αυτό υποβλήθηκε εκπροθέσμως.

19

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την ένσταση παραγραφής που προέβαλε η Segur Caixa.

20

Ο A. da Silva Martins άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ζητώντας την εξαφάνισή της και την εφαρμογή της προθεσμίας παραγραφής την οποία προβλέπει η πορτογαλική νομοθεσία.

21

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, βάσει του κανονισμού Ρώμη II, εφαρμογή έχει η ισπανική νομοθεσία, η οποία προβλέπει μονοετή προθεσμία παραγραφής. Επειδή όμως δεν αποκλείεται και η εφαρμογή της οδηγίας 2009/103 και του ισχύοντος στην Πορτογαλία καθεστώτος υποχρεωτικής ασφαλίσεως της αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα, το οποίο προβλέπει τριετή προθεσμία παραγραφής, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, μεταξύ άλλων, μήπως η πορτογαλική νομοθεσία που μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο την ως άνω οδηγία και προβλέπει ότι η νομοθεσία του κράτους μέρους της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο στο οποίο έλαβε χώρα το ατύχημα αντικαθίσταται από το πορτογαλικό δίκαιο «εφόσον αυτό προβλέπει καλύτερη κάλυψη» είναι αναγκαστικού δικαίου κατά την έννοια του άρθρου 16 του κανονισμού Ρώμη II.

22

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal da Relação de Lisboa (εφετείο Λισσαβώνας, Πορτογαλία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Υπερισχύει το ισχύον στην Πορτογαλία καθεστώς ως διάταξη αμέσου εφαρμογής, κατά την έννοια του άρθρου 16 του κανονισμού Ρώμη II;

2)

Συνιστά το εν λόγω καθεστώς διάταξη του κοινοτικού δικαίου η οποία θεσπίζει κανόνες περί συγκρούσεως δικαίων, κατά την έννοια του άρθρου 27 του κανονισμού Ρώμη II;

3)

Πρέπει να θεωρηθεί ότι σε Πορτογάλο υπήκοο ο οποίος υπέστη τροχαίο ατύχημα στην Ισπανία έχει εφαρμογή το καθεστώς παραγραφής του άρθρου 498, παράγραφος 3, του Αστικού Κώδικα, βάσει του άρθρου 28 της οδηγίας 2009/103;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

23

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 16 του κανονισμού Ρώμη II πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εθνική διάταξη όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει τριετή προθεσμία παραγραφής της αγωγής αποζημιώσεως για τις ζημίες που προήλθαν από ατύχημα, μπορεί να θεωρηθεί διάταξη αμέσου εφαρμογής κατά την έννοια του άρθρου αυτού.

24

Συναφώς, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη II προκύπτει ότι εφαρμοστέο δίκαιο επί εξωσυμβατικής ενοχής η οποία απορρέει από αδικοπραξία είναι το δίκαιο του κράτους στο οποίο επέρχεται η ζημία, ανεξαρτήτως του κράτους στο οποίο έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός καθώς και του κράτους ή των κρατών στα οποία το εν λόγω γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα.

25

Αφετέρου, το άρθρο 15, στοιχείο ηʹ, του ως άνω κανονισμού ορίζει ότι το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές δυνάμει του εν λόγω κανονισμού διέπει μεταξύ άλλων τους κανόνες παραγραφών και αποσβεστικών προθεσμιών.

26

Το άρθρο 16 του κανονισμού Ρώμη II επιτρέπει όμως την εφαρμογή των διατάξεων αναγκαστικού δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστή, οι οποίες εφαρμόζονται ανεξαρτήτως του δικαίου που διέπει κατά τα άλλα την εξωσυμβατική ενοχή.

27

Ενώ η διαλαμβανόμενη στη διάταξη αυτή έννοια των «διατάξεων αμέσου εφαρμογής» δεν ορίζεται στο πλαίσιο του εν λόγω κανονισμού, επισημαίνεται ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη I ορίζει τις υπερισχύουσες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου ως κανόνες η τήρηση των οποίων κρίνεται πρωταρχικής σημασίας από ένα κράτος για τη διασφάλιση των δημοσίων συμφερόντων του, όπως παραδείγματος χάριν της πολιτικής, κοινωνικής ή οικονομικής οργάνωσής του, σε τέτοιο βαθμό ώστε να επιβάλλεται η εφαρμογή τους σε κάθε περίπτωση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τους, ανεξάρτητα από το δίκαιο που κατά τα άλλα είναι εφαρμοστέο στη σύμβαση σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό.

28

Επειδή η ανάγκη συνεκτικής εφαρμογής των κανονισμών Ρώμη I και Ρώμη II (απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, ERGO Insurance και Gjensidige Baltic, C‑359/14 και C‑475/14, EU:C:2016:40, σκέψη 43) συνηγορεί υπέρ της κατά το δυνατόν εναρμονισμένης ερμηνείας των λειτουργικώς πανομοιότυπων όρων που χρησιμοποιούν οι δύο αυτοί κανονισμοί, πρέπει να κριθεί ότι, παρά το γεγονός ότι ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις του κανονισμού Ρώμη II χρησιμοποιούν ορολογία διαφορετική από εκείνη του κανονισμού Ρώμη I, οι κατά το άρθρο 16 του κανονισμού Ρώμη II «διατάξεις αμέσου εφαρμογής» ανταποκρίνονται στον ορισμό των κατά το άρθρο 9 του κανονισμού Ρώμη I «υπερισχυουσών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου», με αποτέλεσμα η ερμηνεία της δεύτερης έννοιας από το Δικαστήριο να ισχύει και για τις κατά το άρθρο 16 του κανονισμού Ρώμη II «διατάξεις αμέσου εφαρμογής».

29

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο τόνισε, στο πλαίσιο της συμβάσεως της Ρώμης, ότι η εξαίρεση που αντλείται από την ύπαρξη «κανόνα αναγκαστικού δικαίου» κατά τη νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους πρέπει να ερμηνεύεται στενά (απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2013, Unamar, C‑184/12, EU:C:2013:663, σκέψη 49).

30

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, στο εθνικό δικαστήριο απόκειται συναφώς, στο πλαίσιο της εξετάσεως του ζητήματος αν ο εθνικός νόμος με τον οποίο προτίθεται να αντικαταστήσει το δίκαιο που ρητώς επέλεξαν οι συμβαλλόμενοι αποτελεί «κανόνα αναγκαστικού δικαίου», να λάβει υπόψη όχι μόνον το ακριβές γράμμα του νόμου αυτού αλλά και την όλη οικονομία του και το σύνολο των περιστάσεων υπό τις οποίες θεσπίστηκε ο νόμος αυτός, έτσι ώστε να έχει τη δυνατότητα να συναγάγει εξ αυτών ότι ο νόμος έχει χαρακτήρα αναγκαστικού δικαίου, καθόσον ο εθνικός νομοθέτης τον θέσπισε με σκοπό την προστασία συμφέροντος το οποίο θεωρείται ουσιώδες από το οικείο κράτος μέλος (απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2013, Unamar, C‑184/12, EU:C:2013:663, σκέψη 50).

31

Κατ’ αναλογίαν πρέπει να κριθεί ότι, για την τυχόν αναγνώριση μιας «διατάξεως αμέσου εφαρμογής» κατά την έννοια του άρθρου 16 του κανονισμού Ρώμη II, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να διαπιστώσει, βάσει λεπτομερούς αναλύσεως του γράμματος, της όλης οικονομίας, των σκοπών καθώς και του πλαισίου θεσπίσεως της εν λόγω διατάξεως, ότι αυτή έχει τέτοια σημασία για την εθνική έννομη τάξη ώστε να δικαιολογεί παρέκκλιση από το βάσει του άρθρου 4 του ως άνω κανονισμού εφαρμοστέο δίκαιο.

32

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο b, του νομοθετικού διατάγματος 291/2007 ορίζει ότι, όσον αφορά τα ατυχήματα που λαμβάνουν χώρα στο έδαφος των κρατών μερών της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η υποχρέωση αποζημιώσεως την οποία προβλέπει το εφαρμοστέο στο ατύχημα δίκαιο αντικαθίσταται από το πορτογαλικό δίκαιο, εφόσον αυτό προβλέπει καλύτερη κάλυψη. Το άρθρο 498, παράγραφος 1, του Αστικού Κώδικα προβλέπει τριετή προθεσμία παραγραφής της αγωγής αποζημιώσεως για τις ζημίες που προήλθαν από ατύχημα, ενώ το ισπανικό δίκαιο, το οποίο το αιτούν δικαστήριο κρίνει εφαρμοστέο εν προκειμένω δυνάμει του άρθρου 4 του κανονισμού Ρώμη II, προβλέπει μονοετή προθεσμία.

33

Μολονότι δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να εκτιμήσει τις διαλαμβανόμενες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις υπό το φως των κριτηρίων που παρατίθενται στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως, υπογραμμίζεται ότι, παρά την ποικιλομορφία των εθνικών κανόνων περί παραγραφής, το άρθρο 15, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού Ρώμη II υπάγει ρητώς τους κανόνες αυτούς στον γενικό κανόνα ο οποίος καθορίζει το εφαρμοστέο δίκαιο και ότι κανένα νομοθέτημα της Ένωσης δεν θέτει ειδικές απαιτήσεις για την παραγραφή αγωγής όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

34

Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η εφαρμογή, στην αγωγή αποζημιώσεως για τις ζημίες που προήλθαν από ατύχημα, προθεσμίας παραγραφής διαφορετικής από εκείνη την οποία προβλέπει το δίκαιο που καθορίζεται ως εφαρμοστέο προϋποθέτει την παράθεση ιδιαιτέρως σοβαρών λόγων, όπως είναι η πρόδηλη προσβολή του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας συνεπεία της εφαρμογής του δικαίου που καθορίζεται ως εφαρμοστέο βάσει του άρθρου 4 του κανονισμού Ρώμη II.

35

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 16 του κανονισμού Ρώμη II πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εθνική διάταξη όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει τριετή προθεσμία παραγραφής της αγωγής αποζημιώσεως για τις ζημίες που προήλθαν από ατύχημα, δεν μπορεί να θεωρηθεί διάταξη αμέσου εφαρμογής κατά την έννοια του άρθρου αυτού, εκτός εάν το επιληφθέν δικαστήριο διαπιστώσει, βάσει λεπτομερούς αναλύσεως του γράμματος, της όλης οικονομίας, των σκοπών καθώς και του πλαισίου θεσπίσεως της εν λόγω διατάξεως, ότι αυτή έχει τέτοια σημασία για την εθνική έννομη τάξη ώστε να δικαιολογεί παρέκκλιση από το βάσει του άρθρου 4 του ως άνω κανονισμού εφαρμοστέο δίκαιο.

Επί του δευτέρου και του τρίτου ερωτήματος

36

Με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να συνεξεταστούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 27 του κανονισμού Ρώμη II πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το άρθρο 28 της οδηγίας 2009/103, όπως έχει μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο, συνιστά διάταξη του δικαίου της Ένωσης που θεσπίζει κανόνες περί σύγκρουσης δικαίων στον τομέα των εξωσυμβατικών ενοχών, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 27.

37

Κατά το εν λόγω άρθρο 27, ο κανονισμός Ρώμη II δεν θίγει την εφαρμογή διατάξεων του δικαίου της Ένωσης οι οποίες, σε ειδικά θέματα, θεσπίζουν κανόνες περί σύγκρουσης δικαίων στον τομέα των εξωσυμβατικών ενοχών.

38

Συναφώς, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι δεν προκύπτει ούτε από το γράμμα ούτε από τον σκοπό της οδηγίας 2009/103 ότι αυτή αποσκοπεί στη θέσπιση κανόνων συγκρούσεως (απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, ERGO Insurance και Gjensidige Baltic, C‑359/14 και C‑475/14, EU:C:2016:40, σκέψη 40).

39

Ειδικότερα, η εν λόγω οδηγία απλώς υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτρα ώστε να διασφαλίζεται η προστασία του θύματος του τροχαίου ατυχήματος και του κατόχου του υπαίτιου για το ατύχημα αυτό οχήματος (απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, ERGO Insurance και Gjensidige Baltic, C‑359/14 και C‑475/14, EU:C:2016:40, σκέψη 39).

40

Αφετέρου, επισημαίνεται ότι, ναι μεν το άρθρο 28 της οδηγίας 2009/103 όντως επιτρέπει, σύμφωνα με τον σκοπό του που ανάγεται στην προστασία των θυμάτων ατυχημάτων που προξενούνται από αυτοκίνητα οχήματα, τη θέσπιση κανόνων που είναι ευνοϊκότεροι για τα εν λόγω θύματα από τους κανόνες που απαιτεί η οδηγία αυτή, πλην όμως η διάταξη αυτή παραπέμπει μόνο στη νομοθεσία κράτους μέλους για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο και δεν αφορά το ζήτημα αν, σε συγκεκριμένη περίπτωση, εφαρμόζονται οι ευνοϊκότεροι αυτοί κανόνες και όχι οι κανόνες άλλων κρατών μελών.

41

Συνεπώς, σε μια τέτοια περίπτωση, η εκτίμηση της εθνικής νομοθεσίας μεταφοράς πραγματοποιείται μόνον αφού έχει αρχικώς καθοριστεί το εφαρμοστέο δίκαιο σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού Ρώμη II.

42

Επομένως, στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 27 του κανονισμού Ρώμη II πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το άρθρο 28 της οδηγίας 2009/103, όπως έχει μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο, δεν συνιστά διάταξη του δικαίου της Ένωσης που θεσπίζει κανόνες περί σύγκρουσης δικαίων στον τομέα των εξωσυμβατικών ενοχών, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 27.

Επί των δικαστικών εξόδων

43

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II), πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εθνική διάταξη όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει τριετή προθεσμία παραγραφής της αγωγής αποζημιώσεως για τις ζημίες που προήλθαν από ατύχημα, δεν μπορεί να θεωρηθεί διάταξη αμέσου εφαρμογής κατά την έννοια του άρθρου αυτού, εκτός εάν το επιληφθέν δικαστήριο διαπιστώσει, βάσει λεπτομερούς αναλύσεως του γράμματος, της όλης οικονομίας, των σκοπών καθώς και του πλαισίου θεσπίσεως της εν λόγω διατάξεως, ότι αυτή έχει τέτοια σημασία για την εθνική έννομη τάξη ώστε να δικαιολογεί παρέκκλιση από το βάσει του άρθρου 4 του ως άνω κανονισμού εφαρμοστέο δίκαιο.

 

2)

Το άρθρο 27 του κανονισμού 864/2007 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το άρθρο 28 της οδηγίας 2009/103/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής, όπως έχει μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο, δεν συνιστά διάταξη του δικαίου της Ένωσης που θεσπίζει κανόνες περί σύγκρουσης δικαίων στον τομέα των εξωσυμβατικών ενοχών, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 27.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική.