ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
EVGENI TANCHEV
της 26ης Σεπτεμβρίου 2019 ( 1 )
Υπόθεση C‑10/18 P
Marine Harvest ASA, δικαιοδόχος της οποίας είναι η Mowi ASA
κατά
Ευρωπαϊκής Επιτροπής
«Αναίρεση – Έλεγχος των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων – Έννοια της ενιαίας πράξης συγκέντρωσης – Πραγματοποίηση συγκέντρωσης προτού κοινοποιηθεί και κηρυχθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά – Επιβολή προστίμων για παράβαση των άρθρων 4, παράγραφος 1, και 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου – Αρχή ne bis in idem – Αρχή του συνυπολογισμού – Αρχές που διέπουν τη συρροή παραβάσεων»
Περιεχόμενα
I. Το νομικό πλαίσιο |
|
II. Το ιστορικό της διαφοράς |
|
Α. Η εξαγορά της Morpol |
|
Β. Η εγκριτική απόφαση και η διαδικασία που κατέληξε στην έκδοσή της |
|
Γ. H επίδικη απόφαση και η διαδικασία που κατέληξε στην έκδοσή της |
|
III. Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση |
|
IV. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των μετεχόντων στη διαδικασία αυτή |
|
V. Ανάλυση των λόγων αναιρέσεως |
|
Α. Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, σχετικά με την εσφαλμένη παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να εφαρμόσει το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 |
|
1. Τα επιχειρήματα των διαδίκων |
|
2. Ανάλυση |
|
α) Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, σχετικά με την εσφαλμένη κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 και η ΔΠΕ δεν συνιστούν ενιαία πράξη συγκέντρωσης |
|
β) Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, σχετικά με την πλάνη του Γενικού Δικαστηρίου κατά την αυστηρή ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 |
|
Β. Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, σχετικά με την παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να εφαρμόσει την αρχή ne bis in idem, την αρχή του συνυπολογισμού, ή τις αρχές που διέπουν τη συρροή παραβάσεων |
|
1. Τα επιχειρήματα των διαδίκων |
|
2. Ανάλυση |
|
α) Επί του παραδεκτού |
|
β) Επί της ουσίας |
|
1) Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως |
|
i) Επί του ισχυρισμού περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem |
|
ii) Επί του ισχυρισμού περί παραβίασης της αρχής του συνυπολογισμού |
|
2) Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως |
|
i) Εισαγωγή |
|
ii) Επί των αρχών που διέπουν τη συρροή παραβάσεων στις έννομες τάξεις των κρατών μελών |
|
iii) Περί του αν είναι δυνατόν να αντληθούν χρήσιμες σκέψεις από τις αρχές των εννόμων τάξεων των κρατών μελών όσον αφορά το ζήτημα της παράβασης των άρθρων 4, παράγραφος 1, και 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 με την ίδια συμπεριφορά |
|
iv) Η παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 εμπεριέχει την παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού |
|
v) Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη καθόσον δέχτηκε τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η Marine Harvest παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 |
|
VI. Πρόταση |
1. |
Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η Marine Harvest ASA (στο εξής: Marine Harvest), δικαιοδόχος της οποίας είναι η Mowi ASA, ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου ( 2 ) με την οποία το τελευταίο απέρριψε την προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την επιβολή προστίμων στη Marine Harvest για πράξη συγκέντρωσης κατά παράβαση των υποχρεώσεων κοινοποίησης και αναστολής (στο εξής: επίδικη απόφαση) ( 3 ). |
2. |
Η επίδικη απόφαση εκδόθηκε κατόπιν της αποφάσεως της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2013, με την οποία η εξαγορά της Morpol ASA (στο εξής: Morpol) από την Marine Harvest κηρύχθηκε συμβατή με την εσωτερική αγορά, υπό τον όρο της τήρησης ορισμένων δεσμεύσεων (στο εξής: εγκριτική απόφαση) ( 4 ). Η εν λόγω εξαγορά πραγματοποιήθηκε σε δύο στάδια: κατά το πρώτο στάδιο, η Marine Harvest σύναψε με τον βασικό μέτοχο της Morpol σύμβαση εξαγοράς μετοχών, με την οποία απέκτησε ποσοστό συμμετοχής 48,5 % στο εταιρικό κεφάλαιο της Morpol· κατά το δεύτερο στάδιο, η Marine Harvest πραγματοποίησε δημόσια προσφορά εξαγοράς των υπολοίπων μετοχών της Morpol, μέσω της οποίας αύξησε το ποσοστό συμμετοχής της στο εταιρικό κεφάλαιο της Morpol από 48,5 % σε 87,1 %. |
3. |
Εντούτοις, το πρώτο στάδιο, ήτοι η εξαγορά ποσοστού συμμετοχής 48,5 % στη Morpol, ολοκληρώθηκε προτού κοινοποιηθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η εξαγορά του εν λόγω ποσοστού συμμετοχής επαρκούσε για την απόκτηση του ελέγχου της Morpol, και επομένως συνιστά πράξη συγκέντρωσης κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου ( 5 ). Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή έκρινε με την επίδικη απόφαση ότι, με την ολοκλήρωση της εξαγοράς ποσοστού συμμετοχής 48,5 % στη Morpol πριν από την κοινοποίησή της και πριν αυτή κηρυχθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά, η Marine Harvest παρέβη, πρώτον, την υποχρέωση κοινοποίησης που απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, και, δεύτερον, την υποχρέωση αναστολής που απορρέει από το άρθρο 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή επέβαλε δύο πρόστιμα, ποσού 10 εκατομμυρίων ευρώ έκαστο, για την παράβαση των ως άνω διατάξεων. |
4. |
Η ασκηθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου αίτηση αναιρέσεως εγείρει δύο ζητήματα. Πρώτον, το Δικαστήριο καλείται να κρίνει εάν η εξαγορά ποσοστού συμμετοχής 48,5 % στη Morpol συνιστά συγκέντρωση αφεαυτής ή εάν η εν λόγω εξαγορά, από κοινού με την επακόλουθη δημόσια προσφορά, πρέπει να θεωρηθεί ενιαία πράξη συγκέντρωσης. Δεύτερον, εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι η εξαγορά ποσοστού συμμετοχής 48,5 % συνιστά συγκέντρωση αφεαυτής, πρέπει στη συνέχεια να κρίνει εάν επιτρέπεται η επιβολή δύο προστίμων για την ολοκλήρωση της εν λόγω εξαγοράς ή εάν διά της επιβολής χωριστών προστίμων η Επιτροπή παραβίασε, ιδίως, την αρχή ne bis in idem. |
I. Το νομικό πλαίσιο
5. |
Η αιτιολογική σκέψη 20 του κανονισμού 139/2004 έχει ως εξής: «Είναι σκόπιμο να ορισθεί η έννοια της συγκέντρωσης κατά τρόπο ώστε να καλύπτονται οι πράξεις που επιφέρουν μόνιμη μεταβολή στον έλεγχο των συμμετεχουσών επιχειρήσεων και, συνεπώς, στη διάρθρωση της αγοράς. Ενδείκνυται, επομένως, να υπαχθούν, στο πεδίο του παρόντος κανονισμού, όλες οι κοινές επιχειρήσεις που εκπληρώνουν μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής οντότητας. Ενδείκνυται επιπλέον να αντιμετωπίζονται ως ενιαία συγκέντρωση οι πράξεις οι οποίες είναι στενά συναφείς υπό την έννοια ότι συνδέονται υπό όρους ή λαμβάνουν τη μορφή μιας σειράς πράξεων σε τίτλους, που πραγματοποιούνται εντός ευλόγως βραχείας προθεσμίας». |
6. |
Το άρθρο 4 του κανονισμού 139/2004, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προηγούμενη κοινοποίηση συγκεντρώσεων και προηγούμενη παραπομπή κατόπιν αιτήσεως των μερών που προβαίνουν στη κοινοποίηση», ορίζει τα εξής: «1. Οι κατά τον παρόντα κανονισμό πράξεις συγκέντρωσης με [ενωσιακή] διάσταση κοινοποιούνται στην Επιτροπή πριν από την πραγματοποίησή τους και μετά τη σύναψη της συμφωνίας, τη δημοσίευση της δημόσιας προσφοράς εξαγοράς ή την απόκτηση ελέγχουσας συμμετοχής. […]». |
7. |
Κατά το άρθρο 7 του κανονισμού 139/2004, με τίτλο «Αναστολή της συγκέντρωσης»: «1. Μια συγκέντρωση με [ενωσιακή] διάσταση, όπως ορίζεται στο άρθρο 1, ή που θα εξετασθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 5, δεν πραγματοποιείται πριν από την κοινοποίησή της ούτε πριν να κηρυχθεί συμβατή με την [εσωτερική] αγορά κατόπιν απόφασης βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο β), ή του άρθρου 8, παράγραφοι 1 ή 2, ή με βάση το τεκμήριο του άρθρου 10 παράγραφος 6. 2. Η παράγραφος 1 δεν αποκλείει την πραγματοποίηση δημόσιας προσφοράς εξαγοράς ή μια σειρά συναλλαγών σε τίτλους, συμπεριλαμβανομένων των μετατρέψιμων σε άλλους τίτλους εισηγμένους σε αγορά, όπως η χρηματιστηριακή, μέσω των οποίων αποκτάται έλεγχος κατά την έννοια του άρθρου 3 από τους διάφορους πωλητές, υπό την προϋπόθεση ότι:
[…]». |
8. |
Το άρθρο 14 του κανονισμού 139/2004, που φέρει τον τίτλο «Πρόστιμα», ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής: «Η Επιτροπή μπορεί με απόφασή της να επιβάλει στα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1, στοιχείο β) ή στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις πρόστιμα ύψους μέχρι 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών των συμμετεχουσών επιχειρήσεων, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 5, αν εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:
[…]». |
II. Το ιστορικό της διαφοράς
Α. Η εξαγορά της Morpol
9. |
Στις 14 Δεκεμβρίου 2012, η Marine Harvest σύναψε σύμβαση εξαγοράς μετοχών (Share Purchase Agreement, στο εξής: SPA) με τις Friendmall Ltd. (στο εξής: Friendmall) και Bazmonta Holding Ltd. (στο εξής: Bazmonta). Η Bazmonta είναι θυγατρική εξ ολοκλήρου ανήκουσα στη Friendmall, η οποία με τη σειρά της ελέγχεται από ένα μόνο πρόσωπο, τον M. Με την SPA, η Marine Harvest απέκτησε ποσοστό 48,5 % του εταιρικού κεφαλαίου της Morpol. Η εν λόγω εξαγορά (στο εξής: εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012) ολοκληρώθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2012. |
10. |
Κατά τις διατάξεις της νορβηγικής νομοθεσίας, ο αποκτών ποσοστό άνω του ενός τρίτου των μετοχών εισηγμένης εταιρίας ( 6 ) υποχρεούται να πραγματοποιήσει προσφορά εξαγοράς των υπολοίπων μετοχών της εταιρίας αυτής. Έτσι, στις 17 Δεκεμβρίου 2012 η Marine Harvest ανήγγειλε, με ανακοίνωση προς το Χρηματιστήριο, ότι επρόκειτο να πραγματοποιήσει δημόσια προσφορά εξαγοράς των υπολοίπων μετοχών της Morpol, οι οποίες αντιστοιχούσαν στο 51,5 % του κεφαλαίου της εταιρίας. Στις 15 Ιανουαρίου 2013 η Marine Harvest πραγματοποίησε την υποχρεωτική δημόσια προσφορά εξαγοράς των μετοχών αυτών (στο εξής: ΔΠΕ). Μετά το πέρας της περιόδου αποδοχής της ΔΠΕ στις 12 Μαρτίου 2013, η Marine Harvest κατείχε ποσοστό 87,1 % των μετοχών της Morpol. Συγκεκριμένα, χάρη στη ΔΠΕ, η Marine Harvest απέκτησε μετοχές που αντιστοιχούσαν περίπου στο 38,6 % του κεφαλαίου της Morpol, επιπλέον των μετοχών που αντιστοιχούσαν στο 48,5 % του κεφαλαίου της Morpol, τις οποίες είχε αποκτήσει κατά την εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012. |
11. |
Η απόκτηση των υπολοίπων μετοχών της Morpol πραγματοποιήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 2013. Στις 15 Νοεμβρίου 2013, η έκτακτη γενική συνέλευση αποφάσισε να ζητήσει τη διαγραφή των μετοχών από το Χρηματιστήριο, τη μείωση του αριθμού των μελών του διοικητικού συμβουλίου και την κατάργηση της επιτροπής επιλογής υποψηφίων. Στις 28 Νοεμβρίου 2013, η Morpol δεν ήταν πλέον εισηγμένη στο Χρηματιστήριο του Όσλο. |
Β. Η εγκριτική απόφαση και η διαδικασία που κατέληξε στην έκδοσή της
12. |
Στις 21 Δεκεμβρίου 2012, η Marine Harvest απέστειλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή αίτηση για τον ορισμό ομάδας αρμόδιας για την εξέταση της εκ μέρους της απόκτησης του αποκλειστικού ελέγχου της Morpol. Με την αίτηση αυτή, η Marine Harvest γνωστοποίησε στην Επιτροπή ότι η εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 είχε περατωθεί και ότι δεν θα ασκούσε τα δικαιώματα ψήφου που κατείχε πριν από την έκδοση της απόφασης της Επιτροπής. |
13. |
Κατόπιν της αποστολής αλλεπάλληλων αιτήσεων παροχής πληροφοριών εκ μέρους της Επιτροπής, καθώς και της υποβολής του πρώτου σχεδίου του εντύπου κοινοποίησης από την Marine Harvest ( 7 ), που έγινε στις 5 Μαρτίου 2013, η πράξη συγκέντρωσης κοινοποιήθηκε επισήμως στις 9 Αυγούστου 2013. |
14. |
Στις 30 Σεπτεμβρίου 2013, με την εγκριτική απόφαση, η Επιτροπή ενέκρινε τη συγκέντρωση, υπό τον όρο της πλήρους τήρησης των δεσμεύσεων που είχαν προταθεί. Όπως αναφέρεται στο σημείο 3 ανωτέρω, με την απόφαση αυτή η Επιτροπή διαπίστωσε ότι με την εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 η Marine Harvest είχε ήδη εν τοις πράγμασι τον αποκλειστικό έλεγχο της Morpol. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εκτίμησε ότι δεν μπορούσε να αποκλείσει το ενδεχόμενο να συνιστά η πραγματοποίηση της εξαγοράς του Δεκεμβρίου του 2012, με την ολοκλήρωσή της στις 18 Δεκεμβρίου 2012, πριν κοινοποιηθεί και κηρυχθεί συμβατή, παράβαση της υποχρέωσης κοινοποίησης, η οποία απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, καθώς και της υποχρέωσης αναστολής, η οποία απορρέει από το άρθρο 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. Η Επιτροπή επισήμανε ότι θα μπορούσε να εξετάσει, στο πλαίσιο χωριστής διαδικασίας, εάν έπρεπε να επιβληθεί κύρωση βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 ( 8 ). |
Γ. H επίδικη απόφαση και η διαδικασία που κατέληξε στην έκδοσή της
15. |
Με έγγραφο της 30ής Ιανουαρίου 2014, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Marine Harvest τη διενέργεια έρευνας για τυχόν παραβάσεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004. |
16. |
Στις 31 Μαρτίου 2014, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Marine Harvest ανακοίνωση αιτιάσεων, στην οποία η τελευταία απάντησε στις 30 Απριλίου 2014. |
17. |
Στις 23 Ιουλίου 2014, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία έκρινε ότι η Marine Harvest είχε παραβεί την υποχρέωση κοινοποίησης, η οποία απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, καθώς και την υποχρέωση αναστολής, η οποία απορρέει από το άρθρο 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, και επέβαλε δύο πρόστιμα, ποσού 10 εκατομμυρίων ευρώ έκαστο, για τις παραβάσεις αυτές. |
18. |
Με την επίδικη απόφαση η Επιτροπή διαπίστωσε, πρώτον, ότι η Marine Harvest είχε αποκτήσει εν τοις πράγμασι τον αποκλειστικό έλεγχο της Morpol διά της εξαγοράς του Δεκεμβρίου του 2012. Κατά συνέπεια, η συναλλαγή αυτή συνιστά συγκέντρωση κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 139/2004. Δεύτερον, η Επιτροπή έκρινε ότι η εν λόγω συγκέντρωση είχε ήδη πραγματοποιηθεί διά της ολοκλήρωσης της εξαγοράς στις 18 Δεκεμβρίου 2012, ήτοι πριν από την κοινοποίησή της, που έγινε στις 9 Αυγούστου 2013, και πριν αυτή κηρυχθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά διά της εγκριτικής αποφάσεως της 30ής Σεπτεμβρίου 2013 ( 9 ). Τρίτον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι δεν ήταν εφαρμοστέα η προβλεπόμενη από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 απαλλαγή από την υποχρέωση αναστολής. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, με την ολοκλήρωση της εξαγοράς του Δεκεμβρίου του 2012, η Marine Harvest παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, και ότι έπρεπε να επιβληθεί πρόστιμο ύψους 10 εκατομμυρίων ευρώ για την κάθε παράβαση ( 10 ). |
III. Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
19. |
Στις 3 Οκτωβρίου 2014, η Marine Harvest άσκησε προσφυγή ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως, ή, επικουρικώς, των προστίμων που της επιβλήθηκαν με την απόφαση αυτή, ή, όλως επικουρικώς, τη σημαντική μείωση των προστίμων αυτών. |
20. |
Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τους πέντε λόγους ακυρώσεως που προβλήθηκαν ενώπιόν του και την προσφυγή στο σύνολό της. |
21. |
Ειδικότερα ( 11 ), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο προβαλλόταν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομικό και πραγματικό σφάλμα καθόσον έκρινε ότι δεν ήταν εφαρμοστέο το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004. |
22. |
Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο τονίζει ότι ήταν ορθή η διαπίστωση στην οποία κατέληξε η Επιτροπή, ότι η Marine Harvest απέκτησε τον έλεγχο της Morpol διά της εξαγοράς του Δεκεμβρίου του 2012 και ότι, κατά συνέπεια, η Marine Harvest ήταν υποχρεωμένη να κοινοποιήσει τη συναλλαγή αυτή και να μην την υλοποιήσει προτού κηρυχθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά. Ήταν, επομένως, αναγκαίο να κριθεί αν ήταν εφαρμοστέα η προβλεπόμενη από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 απαλλαγή από την υποχρέωση αναστολής. |
23. |
Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η εξεταζόμενη στην υπό κρίση υπόθεση περίπτωση διαφέρει από τις δύο περιπτώσεις που καλύπτει η ως άνω απαλλαγή, ήτοι την περίπτωση της δημόσιας προσφοράς εξαγοράς και την περίπτωση της σειράς συναλλαγών σε τίτλους. Η μεν απαλλαγή της δημόσιας προσφοράς εξαγοράς δεν ήταν εφαρμοστέα, δεδομένου ότι η πραγματοποίηση της ΔΠΕ δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, αλλά παράβαση της εξαγοράς του Δεκεμβρίου του 2012. Επίσης, δεν ήταν εφαρμοστέα ούτε η απαλλαγή της σειράς συναλλαγών σε τίτλους, δεδομένου ότι η απαλλαγή αυτή αφορά μόνο τις ειδικά διαρθρωμένες συναλλαγές διά των οποίων αποκτάται ο έλεγχος με σειρά συναλλαγών από διάφορους πωλητές, ενώ εν προκειμένω ο έλεγχος της Morpol αποκτήθηκε με μία πράξη, ήτοι με την εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012, και από έναν πωλητή, ήτοι τον M. |
24. |
Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της Marine Harvest ότι η εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 και η ΔΠΕ θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν ως ενιαία πράξη συγκέντρωσης και ότι, ως εκ τούτου, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της απαλλαγής από την υποχρέωση αναστολής που προβλέπεται από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004. Από τις δύο περιπτώσεις, στις οποίες, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 20 του κανονισμού αυτού, είναι δυνατόν πλείονες συναλλαγές να αντιμετωπίζονται ως ενιαία πράξη συγκέντρωσης, ήτοι την περίπτωση πράξεων που συνδέονται υπό όρους και την περίπτωση σειράς πράξεων σε τίτλους, η Marine Harvest επικαλέστηκε μόνον την πρώτη. Κατά πρώτον, από το σημείο 44 της κωδικοποιημένης ανακοίνωσης της Επιτροπής για θέματα δικαιοδοσίας βάσει του κανονισμού αριθ. 139/2004 (στο εξής: κωδικοποιημένη ανακοίνωση περί δικαιοδοσίας) ( 12 ) προκύπτει ότι, για να θεωρηθούν δύο πράξεις ως ενιαία πράξη συγκέντρωσης, δεν αρκεί να συνδέονται με σχέση αλληλεξάρτησης. Απαιτείται επίσης να αποκτάται ο έλεγχος μέσω πλειόνων συναλλαγών. Δεδομένου ότι η Marine Harvest απέκτησε τον έλεγχο της Morpol μέσω μίας και μόνης συναλλαγής, η συναλλαγή αυτή και η ΔΠΕ δεν συνιστούν ενιαία πράξη συγκέντρωσης. Κατά δεύτερον, ο ισχυρισμός της Marine Harvest, κατά τον οποίο η πραγματική ratio του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 είναι το να συμπεριλάβει και τις «υφέρπουσες εξαγορές», ήταν αλυσιτελής, δεδομένου ότι η εξαγορά της Morpol δεν ήταν «υφέρπουσα» και δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, οι «υφέρπουσες εξαγορές» εμπίπτουν στη δεύτερη περίπτωση που προβλέπει η αιτιολογική σκέψη 20 του ως άνω κανονισμού, περίπτωση που δεν επικαλέστηκε η Marine Harvest. Τέλος, το γεγονός ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 αποσκοπεί στη διευκόλυνση των εξαγορών και στη διασφάλιση της ρευστότητας στις χρηματαγορές δεν σημαίνει ότι πρέπει να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής πέραν των ορίων που καθορίζονται από το γράμμα της, προκειμένου να διευκολύνονται περισσότερο οι εξαγορές. |
25. |
Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής ne bis in idem ή της αρχής του συνυπολογισμού, καθώς και παραβίαση των αρχών που διέπουν τη συρροή παραβάσεων. |
26. |
Ως προκαταρκτική παρατήρηση, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 συνεπάγεται ταυτόχρονα και παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, αλλά το αντίθετο δεν ισχύει. Πράγματι, επιχείρηση που πραγματοποιεί συγκέντρωση προτού την κοινοποιήσει και προτού αυτή κηρυχθεί συμβατή, παραβαίνει και τις δύο αυτές διατάξεις. Ωστόσο, επιχείρηση που πραγματοποιεί συγκέντρωση αφού την κοινοποιήσει, αλλά πριν αυτή κηρυχθεί συμβατή, παραβαίνει μόνο το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004. Σύμφωνα με το Γενικό Δικαστήριο, το γεγονός αυτό καθιστά το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο «ασυνήθιστο». |
27. |
Καταρχάς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχή ne bis in idem δεν έχει εν προκειμένω εφαρμογή. Κατά τη νομολογία, για να έχει εφαρμογή η εν λόγω αρχή, θα πρέπει είτε να έχει ήδη επιβληθεί κύρωση στην επιχείρηση είτε να έχει κριθεί ότι η επιχείρηση δεν έχει ευθύνη με προγενέστερη απόφαση που δεν υπόκειται πλέον σε προσφυγή. Επομένως, η αρχή ne bis in idem δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση κατά την οποία μια αρχή επιβάλλει δύο κυρώσεις με μία μόνον απόφαση, όπως εν προκειμένω. Όσον αφορά τη λεγόμενη αρχή του συνυπολογισμού, η οποία, σύμφωνα με τη νομολογία, επιβάλλει στην Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη, κατά τον καθορισμό του προστίμου, τις κυρώσεις που έχουν ήδη επιβληθεί από την αρμόδια για τον ανταγωνισμό αρχή κράτους μέλους για το ίδιο πραγματικό περιστατικό, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν έχει εν προκειμένω εφαρμογή, δεδομένου ότι η αρχή αυτή, όπως εξάλλου και η αρχή ne bis in idem, εφαρμόζεται μόνον σε περίπτωση ύπαρξης προηγούμενης απόφασης. |
28. |
Κατά δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της Marine Harvest ότι, κατ’ αναλογίαν προς την αρχή της «φαινόμενης συρροής» ή της «ψευδούς συρροής» του διεθνούς και του γερμανικού δικαίου, θα έπρεπε να κριθεί ότι, σε περίπτωση συρροής παραβάσεων, η σοβαρότερη παράβαση εμπεριέχει τη λιγότερο σοβαρή, επομένως αρκεί η επιβολή μίας μόνον κυρώσεως. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, αντιθέτως προς την άποψη της Marine Harvest, η παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 δεν αποτελεί ειδικότερη παράβαση σε σχέση με την παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, και ότι ως εκ τούτου η πρώτη παράβαση δεν εμπεριέχει τη δεύτερη. Τούτο διότι η παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 είναι στιγμιαία, ενώ εκείνη του άρθρου 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού είναι διαρκής. Επομένως, για την πρώτη παράβαση ισχύει τριετής παραγραφή, ενώ για τη δεύτερη πενταετής. Συνακόλουθα, εάν γινόταν δεκτό ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 είναι η μόνη εφαρμοστέα διάταξη στην περίπτωση που επιχείρηση πραγματοποιεί συγκέντρωση προτού την κοινοποιήσει και προτού αυτή κηρυχθεί συμβατή, τότε η εν λόγω επιχείρηση θα ευνοούνταν σε σχέση με επιχείρηση που πραγματοποιεί συγκέντρωση αφού την κοινοποιήσει αλλά προτού αυτή κηρυχθεί συμβατή. Κατά συνέπεια, και εφόσον καμία εκ των επίμαχων διατάξεων δεν είναι κυρίως εφαρμοστέα, δεν στοιχειοθετείται παραβίαση της αρχής της «φαινόμενης συρροής» ή της «ψευδούς συρροής». |
IV. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των μετεχόντων στη διαδικασία αυτή
29. |
Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Marine Harvest ζητεί από το Δικαστήριο:
|
30. |
Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:
|
31. |
Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 22ας Μαΐου 2019, η Marine Harvest και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους. |
V. Ανάλυση των λόγων αναιρέσεως
32. |
Η Marine Harvest προβάλλει δύο λόγους αναιρέσεως. Πρώτον, υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη καθόσον έκρινε ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 δεν έχει εφαρμογή. Δεύτερον, ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη καθόσον παρέλειψε να εφαρμόσει την αρχή ne bis in idem, την αρχή του συνυπολογισμού, ή τις αρχές που διέπουν τη συρροή παραβάσεων. |
Α. Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, σχετικά με την εσφαλμένη παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να εφαρμόσει το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004
1. Τα επιχειρήματα των διαδίκων
33. |
Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Marine Harvest υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη, στις σκέψεις 46 έως 233 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, καθόσον παρέλειψε να εφαρμόσει το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004. |
34. |
Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως έχει δύο σκέλη. |
35. |
Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Marine Harvest υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη καθόσον έκρινε ότι η εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 και η ΔΠΕ δεν συνιστούν ενιαία πράξη συγκέντρωσης. Κατά την επιχειρηματολογία της Marine Harvest, από την αιτιολογική σκέψη 20 του κανονισμού 139/2004 προκύπτει ότι πράξεις οι οποίες «συνδέονται μεταξύ τους με σχέση αλληλεξάρτησης» πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ενιαία πράξη συγκέντρωσης, ανεξαρτήτως εάν ο έλεγχος της επιχειρήσεως-στόχου αποκτάται μέσω της πρώτης ή της τελευταίας πράξης. Στην υπό κρίση υπόθεση, η εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 και η ΔΠΕ συνδέονται de jure και de facto, κατά συνέπεια θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ως ενιαία πράξη συγκέντρωσης. |
36. |
Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Marine Harvest ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη καθόσον ερμήνευσε στενά τη ratio του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004. Κατά την επιχειρηματολογία της Marine Harvest, η ratio της εν λόγω διατάξεως, η οποία έγκειται στη διευκόλυνση των δημοσίων προσφορών και των υφερπουσών εξαγορών, επιβάλλει την εφαρμογή της απαλλαγής από την υποχρέωση αναστολής σε περίπτωση ειδικά διαρθρωμένης συναλλαγής που περιλαμβάνει δημόσια προσφορά, ακόμη και αν ο έλεγχος έχει αποκτηθεί πριν από την έναρξη της διαδικασίας της δημόσιας προσφοράς, όπως εν προκειμένω. Η χορήγηση της απαλλαγής που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004 δεν αποτελεί ικανοποιητική εναλλακτική λύση στην εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού. Επιπλέον, η εφαρμογή της τελευταίας αυτής διατάξεως στην ενιαία πράξη που περιγράφεται ανωτέρω διασφαλίζει ότι η Επιτροπή αξιολογεί όλα τα αποτελέσματα της πράξεως, και όχι μόνο εκείνα της εξαγοράς του Δεκεμβρίου του 2012. |
37. |
Η Marine Harvest καταλήγει ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση. Δεδομένου ότι πληρούνται οι δύο προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται η απαλλαγή από την υποχρέωση αναστολής, εφαρμόζεται η εν λόγω απαλλαγή. |
38. |
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. |
39. |
Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή εκτιμά ότι η εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 και η ΔΠΕ δεν πρέπει να θεωρηθούν ενιαία πράξη συγκέντρωσης. Κατά την άποψη της Επιτροπής, προκειμένου δύο πράξεις να συνιστούν ενιαία πράξη συγκέντρωσης δεν αρκεί να συνδέονται μεταξύ τους με σχέση αλληλεξάρτησης, όπως ορίζει η αιτιολογική σκέψη 20 του κανονισμού 139/2004. Απαιτείται επιπλέον να αποκτάται μέσω της δεύτερης πράξης ο έλεγχος της επιχείρησης, κατά την έννοια του άρθρου 3 του εν λόγω κανονισμού. Σε περίπτωση όπως η προκείμενη, όπου ο έλεγχος αποκτάται ήδη μέσω της πρώτης πράξης, η δεύτερη πράξη δεν είναι πλέον κρίσιμη όσον αφορά την απάντηση στο ερώτημα εάν αποκτάται ο έλεγχος και εάν, κατά συνέπεια, θα πρέπει να ανασταλεί η πραγματοποίηση της συγκέντρωσης. Ως εκ περισσού, η Επιτροπή εκθέτει περαιτέρω ότι η εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 και η ΔΠΕ δεν συνδέονται ούτε de jure ούτε de facto. |
40. |
Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε τόσο το γράμμα όσο και τη ratio του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004. Κατά την επιχειρηματολογία της Επιτροπής, από τις δύο περιπτώσεις που προβλέπει η εν λόγω διάταξη, ήτοι την περίπτωση της δημόσιας προσφοράς εξαγοράς και την περίπτωση της σειράς συναλλαγών σε τίτλους, η Marine Harvest επικαλείται μόνο την πρώτη. Ωστόσο, η πρώτη αυτή περίπτωση δεν έχει εν προκειμένω εφαρμογή, δεδομένου ότι ο έλεγχος αποκτήθηκε πριν από την έναρξη της διαδικασίας της ΔΠΕ, και όχι μέσω της ΔΠΕ. Επομένως, η Marine Harvest δεν μπορεί να επωφεληθεί από την προβλεπόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 απαλλαγή από την υποχρέωση αναστολής. Κατά συνέπεια, είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι η Marine Harvest συμμορφώθηκε προς την απαίτηση της διατάξεως αυτής περί μη ασκήσεως των δικαιωμάτων ψήφου. |
2. Ανάλυση
41. |
Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Marine Harvest ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη καθόσον έκρινε ότι δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004, δεδομένου ότι, πρώτον, η εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 και η ΔΠΕ συνιστούν ενιαία πράξη συγκέντρωσης, και δεύτερον, ο σκοπός της εν λόγω διατάξεως, ο οποίος συνίσταται στη διευκόλυνση των δημόσιων προσφορών και των υφερπουσών εξαγορών, επιβάλλει την ερμηνεία της κατά τρόπο ώστε να εφαρμόζεται σε ειδικά διαρθρωμένες συναλλαγές που περιλαμβάνουν δημόσια προσφορά εξαγοράς, χωρίς να εξαντλούνται σε αυτήν. Κατά την άποψη της Marine Harvest, οι δύο προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004, πληρούνται εν προκειμένω, δεδομένου ότι η εταιρία κοινοποίησε τη συγκέντρωση «αμελλητί» και δεν άσκησε τα δικαιώματα ψήφου που κατείχε στη Morpol, κατά συνέπεια έχει εφαρμογή η απαλλαγή από την υποχρέωση αναστολής. |
α) Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, σχετικά με την εσφαλμένη κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 και η ΔΠΕ δεν συνιστούν ενιαία πράξη συγκέντρωσης
42. |
Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Marine Harvest υποστηρίζει ότι η εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 και η ΔΠΕ συνιστούν ενιαία πράξη συγκέντρωσης. |
43. |
Φρονώ ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο. |
44. |
«Συγκέντρωση» κατά την έννοια του κανονισμού 139/2004, και σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, αυτού, υπάρχει όταν προκύπτει «μόνιμη μεταβολή του ελέγχου». Ο «έλεγχος» ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού ως «[η] δυνατότητα καθοριστικού επηρεασμού της δραστηριότητας μιας επιχείρησης». Κατά τη νομολογία, ο έλεγχος μιας επιχείρησης μπορεί να αποκτηθεί μέσω μίας, δύο ή περισσοτέρων συναλλαγών ( 13 ). |
45. |
Εν προκειμένω, η εξαγορά της Morpol από τη Marine Harvest έγινε μέσω των ακόλουθων συναλλαγών: καταρχάς, με την εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012, μέσω της οποίας η Marine Harvest απέκτησε ποσοστό συμμετοχής 48,5 % στο εταιρικό κεφάλαιο της Morpol· και, εν συνεχεία, με τη ΔΠΕ, μέσω της οποίας η Marine Harvest αύξησε το ποσοστό συμμετοχής της στο κεφάλαιο της Morpol από 48,5 % σε 87,1 % ( 14 ). |
46. |
Ωστόσο, ο έλεγχος της Morpol αποκτήθηκε μέσω μόνης της εξαγοράς του Δεκεμβρίου του 2012 ( 15 ). Θα πρέπει να τονιστεί ότι το γεγονός αυτό δεν αμφισβητείται από τη Marine Harvest. Πράγματι, η Marine Harvest δεν επικαλείται, προς στήριξη του ισχυρισμού της ότι η εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 και η ΔΠΕ συνιστούν ενιαία πράξη συγκέντρωσης, ότι ο έλεγχος της Morpol αποκτήθηκε μέσω της δεύτερης συναλλαγής, ήτοι της ΔΠΕ. Ο λόγος για τον οποίο η εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 και η ΔΠΕ συνιστούν, κατά την άποψη της Marine Harvest, ενιαία πράξη συγκέντρωσης είναι ότι συνδέονται μεταξύ τους με σχέση αλληλεξάρτησης. |
47. |
Επομένως, το ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι αν –στην περίπτωση εξαγοράς μιας επιχείρησης από άλλη μέσω πλειόνων συναλλαγών, όπου όμως ο έλεγχος αποκτάται μέσω μόνο της πρώτης συναλλαγής– θα πρέπει το σύνολο των συναφών συναλλαγών να θεωρηθούν ενιαία πράξη συγκέντρωσης, ή αν μόνη η πρώτη συναλλαγή συνιστά συγκέντρωση υπό την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 139/2004. |
48. |
Πρέπει να σημειωθεί ότι, αν και σε κανένα από τα άρθρα του κανονισμού 139/2004 δεν καθορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες πλείονες συναλλαγές που αφορούν την ίδια επιχείρηση-στόχο πρέπει να θεωρούνται ενιαία πράξη συγκέντρωσης, η αιτιολογική σκέψη 20 του κανονισμού αυτού παρέχει συναφώς ορισμένες ενδείξεις. Η τελευταία περίοδος της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως ορίζει ότι «[ε]νδείκνυται […] να αντιμετωπίζονται ως ενιαία συγκέντρωση οι πράξεις οι οποίες είναι στενά συναφείς υπό την έννοια ότι συνδέονται μεταξύ τους με σχέση αλληλεξάρτησης ή λαμβάνουν τη μορφή μιας σειράς πράξεων σε τίτλους, που πραγματοποιούνται εντός ευλόγως βραχείας προθεσμίας». |
49. |
Περαιτέρω ενδείξεις παρέχονται από την κωδικοποιημένη ανακοίνωση περί δικαιοδοσίας. Όσον αφορά την πρώτη περίπτωση που προβλέπει η αιτιολογική σκέψη 20 του ως άνω κανονισμού (ήτοι τις πράξεις οι οποίες συνδέονται υπό όρους) ( 16 ), το σημείο 43 της κωδικοποιημένης ανακοίνωσης περί δικαιοδοσίας ορίζει ότι προκύπτει ενιαία πράξη συγκέντρωσης εφόσον «καμία από τις πράξεις δεν θα λάμβανε χώρα δίχως τις άλλες». Στο ίδιο σημείο της κωδικοποιημένης ανακοίνωσης περί δικαιοδοσίας διευκρινίζεται ότι η αλληλεξάρτηση αποδεικνύεται συνήθως εάν οι σχετικές πράξεις συνδέονται είτε de jure (όταν «οι ίδιες οι συμφωνίες συνδέονται με αμοιβαίους όρους») είτε de facto (όταν αξιολογείται από οικονομική άποψη ότι καθεμία από τις πράξεις εξαρτάται κατ’ ανάγκη από τη σύναψη των άλλων). |
50. |
Κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, όταν μια επιχείρηση εξαγοράζει άλλη μέσω δύο πράξεων, ο έλεγχος όμως αποκτάται μέσω μόνης της πρώτης εξ αυτών, θα πρέπει οι δύο αυτές πράξεις να θεωρούνται ενιαία πράξη συγκέντρωσης. Κατωτέρω θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους κατέληξα στο συμπέρασμα αυτό. |
51. |
Όπως εκτίθεται στο σημείο 44 ανωτέρω, για να υπάρχει συγκέντρωση απαιτείται μεταβολή του ελέγχου. Έπεται ότι, στην περίπτωση που μια επιχείρηση αποκτά το σύνολο, ή την πλειοψηφική συμμετοχή, του εταιρικού κεφαλαίου της επιχειρήσεως-στόχου μέσω πλειόνων πράξεων, αλλά αποκτά τον έλεγχο της επιχειρήσεως-στόχου μέσω μόνης της πρώτης πράξεως, τότε η πρώτη αυτή πράξη συνιστά συγκέντρωση αφεαυτής. Μεταγενέστερες πράξεις με τις οποίες η αποκτώσα επιχείρηση αυξάνει το μερίδιό της στο εταιρικό κεφάλαιο της επιχειρήσεως-στόχου δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την εξακρίβωση του κατά πόσον υπάρχει συγκέντρωση, δεδομένου ότι ο έλεγχος της επιχειρήσεως-στόχου έχει ήδη αποκτηθεί. |
52. |
Φρονώ ότι η άποψη αυτή είναι συνεπής με την απόφαση στην υπόθεση Cementbouw Handel & Industrie κατά Επιτροπής. Με την απόφαση εκείνη, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι μια πράξη συγκέντρωσης μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω πολλών τυπικά διακριτών νομικών συναλλαγών εφόσον, πρώτον, οι συναλλαγές είναι αλληλεξαρτώμενες και, δεύτερον, «το […] αποτέλεσμά τους συνίσταται στην παροχή […] του […] ελέγχου» της επιχειρήσεως-στόχου ( 17 ). Αντιστρόφως, όταν η απόκτηση του ελέγχου δεν είναι το «αποτέλεσμα» πλειόνων συναλλαγών, αλλά της πρώτης εξ αυτών, αυτή η συναλλαγή συνιστά αφεαυτής συγκέντρωση. |
53. |
Υπέρ της ως ανάλυσης συνηγορεί επίσης το άρθρο 3, παράγραφος 4, τις προτάσεως της Επιτροπής για τον μετέπειτα εκδοθέντα κανονισμό 139/2004 ( 18 ), από την οποία έλκει την προέλευσή της η τελευταία περίοδος της αιτιολογικής σκέψης 20 του κανονισμού αυτού. Η Επιτροπή πρότεινε την αντικατάσταση του άρθρου 3, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου ( 19 ) με νέα παράγραφο η οποία θα όριζε ότι «[δ]ύο ή περισσότερες πράξεις αλληλοεξαρτώμενες ή τόσο στενά συνδεόμενες μεταξύ τους ώστε οι οικονομικοί λόγοι που τις υπαγορεύουν να δικαιολογούν την αντιμετώπισή τους ως μία πράξη, θεωρούνται ότι αποτελούν μία και την αυτή συγκέντρωση, που προέκυψε κατά την ημερομηνία της τελευταίας εκ των πράξεων αυτών, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω πράξεις, ως σύνολο, πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1» ( 20 ). Οι «προϋποθέσεις της παραγράφου 1» είναι εκείνες που ορίζουν ως συγκέντρωση τη μόνιμη μεταβολή του ελέγχου. Επομένως, κατά την πρόταση της Επιτροπής, δύο ή περισσότερες πράξεις θα έπρεπε να θεωρείται ότι αποτελούν μία και την αυτή πράξη συγκέντρωσης εφόσον, ως σύνολο, συνεπάγονταν τη μεταβολή του ελέγχου, με άλλα λόγια αν η μεταβολή του ελέγχου προέκυπτε ως συνέπεια όχι της πρώτης πράξεως, αλλά του συνόλου αυτών. |
54. |
Είναι γεγονός ότι το άρθρο 3 του κανονισμού 4064/89 δεν τροποποιήθηκε όπως πρότεινε η Επιτροπή. Εντούτοις, η πρόταση της Επιτροπής για την αναθεώρηση του άρθρου 3, παράγραφος 4, μπορεί να ληφθεί υπόψη για την ερμηνεία της τελευταίας περιόδου της αιτιολογικής σκέψης 20 του κανονισμού 139/2004, διότι η περίοδος αυτή προστέθηκε όταν απορρίφθηκε η πρόταση της Επιτροπής σχετικά με το νέο άρθρο 3, παράγραφος 4 ( 21 ). |
55. |
Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν το Δικαστήριο κρίνει ότι, εφόσον ο έλεγχος αποκτάται μέσω της πρώτης εκ δύο πράξεων, οι δύο αυτές πράξεις θα πρέπει να θεωρούνται ενιαία πράξη συγκέντρωσης, και πάλι δεν έπεται εξ αυτού ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 και η ΔΠΕ πρέπει να θεωρηθούν ενιαία πράξη συγκέντρωσης. |
56. |
Πράγματι, όπως εκτίθεται στο σημείο 49 ανωτέρω, για να θεωρούνται δύο πράξεις ως ενιαία πράξη συγκέντρωσης, θα πρέπει να συνδέονται με αμοιβαίους όρους, είτε de jure είτε de facto. Ωστόσο, αυτό δεν συμβαίνει με την εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 και τη ΔΠΕ. |
57. |
Καταρχάς, η εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 και η ΔΠΕ δεν συνδέονται με αμοιβαίους όρους de jure. Είναι βεβαίως γεγονός ότι η ΔΠΕ αποτελεί αναγκαία και άμεση συνέπεια της εξαγοράς του Δεκεμβρίου του 2012. Τούτο διότι, κατά τις διατάξεις της νορβηγικής νομοθεσίας, ο αποκτών ποσοστό άνω του ενός τρίτου των μετοχών εισηγμένης εταιρίας υποχρεούται να πραγματοποιήσει προσφορά εξαγοράς των υπολοίπων μετοχών της εταιρίας αυτής. Με την εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012, η Marine Harvest απέκτησε ποσοστό συμμετοχής 48,5 % στο εταιρικό κεφάλαιο της Morpol, επομένως ήταν υποχρεωμένη να κινήσει τη διαδικασία της ΔΠΕ. Ωστόσο, το αντίστροφο δεν ισχύει. Η Marine Harvest ουδόλως ήταν υποχρεωμένη να αποκτήσει συγκεκριμένο ποσοστό συμμετοχής στο κεφάλαιο της Morpol προτού κινήσει διαδικασία δημόσιας προσφοράς εξαγοράς. |
58. |
Συναφώς θα πρέπει να τονιστεί ότι, όπως προκύπτει με ευκρίνεια από το σημείο 43 της κωδικοποιημένης ανακοίνωσης περί δικαιοδοσίας, οι όροι της σύνδεσης θα πρέπει να είναι αμοιβαίοι, δεδομένου ότι το σημείο αυτό ορίζει ότι «Η απαιτούμενη αλληλεξάρτηση σημαίνει ότι καμία από τις πράξεις δεν θα λάμβανε χώρα δίχως τις άλλες» ( 22 ). Θα ήθελα ακόμη να επισημάνω ότι η διατύπωση του ως άνω σημείου ομοιάζει ιδιαίτερα με εκείνη της σκέψης 109 της αποφάσεως στην υπόθεση Cementbouw Handel & Industrie κατά Επιτροπής ( 23 ). |
59. |
Περαιτέρω, η εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 και η ΔΠΕ δεν συνδέονται με αμοιβαίους όρους ούτε de facto. Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η Marine Harvest υπέγραψε την SPA και σύναψε την εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012, μολονότι κατά τον χρόνο εκείνο δεν γνώριζε αν η ΔΠΕ θα καθιστούσε δυνατή την απόκτηση του συνόλου των μετοχών της Morpol, ή αν θα απέμενε με ποσοστό συμμετοχής 48,5 % μόνον. Επιπλέον, η Marine Harvest θα μπορούσε να κινήσει διαδικασία δημόσιας προσφοράς εξαγοράς και χωρίς να έχει προηγουμένως συνάψει την SPA. |
60. |
Συνάγεται επομένως ότι η εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 και η ΔΠΕ δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν ενιαία πράξη συγκέντρωσης, και ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. |
61. |
Για λόγους πληρότητας θα πρέπει εξάλλου να σημειωθεί ότι, ακόμη και αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 και η ΔΠΕ συνιστούν ενιαία πράξη συγκέντρωσης, δεν έπεται ότι η απαγόρευση της πραγματοποίησης της συγκέντρωσης που προβλέπεται από το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 έχει εφαρμογή μόνο όσον αφορά τη δεύτερη πράξη, ήτοι τη ΔΠΕ, ενώ η πρώτη πράξη, ήτοι η εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012, μπορεί να πραγματοποιηθεί προτού κοινοποιηθεί και κηρυχθεί συμβατή ( 24 ). |
62. |
Πράγματι, στην υπόθεση Ernst & Young το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 απαγορεύει την εφαρμογή «κάθε πράξης η οποία συμβάλλει στη μόνιμη μεταβολή του ελέγχου επί» της επιχειρήσεως-στόχου ( 25 ). Κατά συνέπεια, ακόμη και υπό την παραδοχή της ενιαίας πράξης συγκέντρωσης, θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι η εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 συμβάλλει στη μεταβολή του ελέγχου, επομένως εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της προβλεπόμενης από το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 απαγόρευσης της πραγματοποίησης της συγκέντρωσης. |
β) Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, σχετικά με την πλάνη του Γενικού Δικαστηρίου κατά την αυστηρή ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004
63. |
Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Marine Harvest υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη καθόσον ερμήνευσε στενά τη ratio του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004. Κατά την άποψη της Marine Harvest, και λαμβανομένης υπόψη της ratio της εν λόγω διατάξεως, η οποία έγκειται στη διευκόλυνση των δημόσιων προσφορών και των υφερπουσών εξαγορών, θα πρέπει η διάταξη αυτή να ερμηνευθεί ως έχουσα εφαρμογή σε ειδικά διαρθρωμένες συναλλαγές που περιλαμβάνουν δημόσια προσφορά εξαγοράς, ακόμη και αν ο έλεγχος της επιχειρήσεως στόχου αποκτάται, όπως εν προκειμένω, όχι μέσω της δημόσιας προσφοράς εξαγοράς, αλλά μέσω προηγούμενης συναλλαγής. Επιπλέον, η Marine Harvest κοινοποίησε τη συγκέντρωση «αμελλητί» και δεν άσκησε τα δικαιώματα ψήφου που κατείχε στη Morpol, κατά τους ορισμούς των στοιχείων αʹ και βʹ της ως άνω διατάξεως. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τη Marine Harvest, η απαλλαγή από την προβλεπόμενη από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 υποχρέωση αναστολής ισχύει για την εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012. |
64. |
Φρονώ ότι το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο. |
65. |
Πράγματι, το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 προβλέπει δύο περιπτώσεις απαλλαγής από την προβλεπόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 1, υποχρέωση αναστολής. Η τελευταία αυτή διάταξη δεν αποκλείει την πραγματοποίηση «δημόσιας προσφοράς εξαγοράς» (πρώτη περίπτωση) ή «σειρά[ς] συναλλαγών σε τίτλους» (δεύτερη περίπτωση), υπό τον όρο ότι πληρούνται οι ακόλουθες δύο προϋποθέσεις: πρώτον, ότι η συγκέντρωση κοινοποιείται αμελλητί στην Επιτροπή· και δεύτερον, ότι ο αποκτών δεν ασκεί τα δικαιώματα ψήφου που απορρέουν από τους εν λόγω τίτλους ή τα ασκεί μόνο βάσει παρεκκλίσεως που παρέχει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004. |
66. |
Υπογραμμίζω ότι, εν προκειμένω, η απάντηση στο ερώτημα εάν είναι εφαρμοστέα η κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 απαλλαγή θα πρέπει να δοθεί με αναφορά στην εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 και μόνον, και όχι με αναφορά στην πράξη που συναποτελείται από την εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 και τη ΔΠΕ. Και τούτο διότι, όπως καταδείχθηκε ανωτέρω, η εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 συνιστά αφεαυτής συγκέντρωση, και επομένως η πραγματοποίηση της εν λόγω συναλλαγής (μέσω της ολοκλήρωσής της στις 18 Δεκεμβρίου 2012, προτού κηρυχθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά) συνιστά αφεαυτής παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004. |
67. |
Είναι σαφές ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 δεν έχει εφαρμογή στην εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 καθόσον, πρώτον, η εν λόγω συναλλαγή δεν αποτελεί δημόσια προσφορά εξαγοράς, και δεύτερον, πρόκειται για μία συναλλαγή και όχι για «σειρά» συναλλαγών σε τίτλους, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Κατά συνέπεια, είναι άνευ σημασίας αν η Marine Harvest πληρούσε τις δύο προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 139/2004. |
68. |
Επομένως το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη δεχόμενο, στη σκέψη 83 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 δεν έχει εφαρμογή στην εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012. |
69. |
Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν κρίνει το Δικαστήριο ότι η εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 και η ΔΠΕ συνιστούν ενιαία πράξη συγκέντρωσης και ότι, συνακόλουθα, η απάντηση στο ερώτημα αν έχει εφαρμογή η κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 απαλλαγή θα πρέπει να δοθεί με αναφορά στην ενιαία αυτή πράξη, και πάλι δεν έπεται ότι η εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω απαλλαγής. |
70. |
Θα ήθελα εξαρχής να παρατηρήσω ότι η διάταξη του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004, στο μέτρο που εισάγει εξαίρεση στην υποχρέωση αναστολής που επιβάλλει το άρθρο 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, υποχρέωση στην οποία ο νομοθέτης της Ένωσης προσδίδει πρωταρχική σημασία ( 26 ), θα πρέπει να ερμηνεύεται στενά. |
71. |
Όσον αφορά την πρώτη περίπτωση που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004, ήτοι την περίπτωση της δημόσιας προσφοράς εξαγοράς, σημειώνεται ότι η κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 απαλλαγή εφαρμόζεται μόνο σε δημόσια προσφορά εξαγοράς ή σειρά συναλλαγών σε τίτλους «μέσω των οποίων αποκτάται έλεγχος». Κατά τη γνώμη μου, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι όταν μια ειδικά διαρθρωμένη συναλλαγή περιλαμβάνει δημόσια προσφορά εξαγοράς, αλλά ο έλεγχος της επιχειρήσεως-στόχου δεν αποκτάται μέσω της προσφοράς αυτής, τότε η συγκεκριμένη δημόσια προσφορά εξαγοράς δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της απαλλαγής από την υποχρέωση αναστολής. Συναφώς θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι η ΔΠΕ δεν επάγεται μεταβολή του ελέγχου ούτε συμβάλλει σε αυτήν, δεδομένου ότι η σχετική διαδικασία κινήθηκε μετά την απόκτηση του ελέγχου της επιχειρήσεως-στόχου. Έπεται ότι, ακόμη και υπό την παραδοχή της ενιαίας πράξης συγκέντρωσης, η εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της πρώτης περίπτωσης που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004. |
72. |
Όσον αφορά τη δεύτερη περίπτωση που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004, ήτοι την περίπτωση της σειράς συναλλαγών σε τίτλους ( 27 ), δεν αντιλαμβάνομαι κατά ποια έννοια η πράξη που συναποτελείται από την εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 και τη ΔΠΕ είναι δυνατόν να θεωρηθεί «σειρά συναλλαγών σε τίτλους, […], μέσω των οποίων αποκτάται έλεγχος […] από τους διάφορους πωλητές». Πράγματι, στην υπό κρίση υπόθεση ο έλεγχος της επιχειρήσεως-στόχου αποκτήθηκε με μία συναλλαγή, και συγκεκριμένα με την εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012, όχι με «σειρά» συναλλαγών (και ανεξαρτήτως του αν είναι δυνατόν δύο συναλλαγές να θεωρηθούν «σειρά» συναλλαγών). Ο δε έλεγχος αποκτήθηκε από έναν πωλητή, και συγκεκριμένα τον M., όχι από «διάφορους πωλητές». |
73. |
Περαιτέρω, στο μέτρο που ο νομοθέτης της Ένωσης απέβλεψε –όπως υποστηρίζει η Marine Harvest–, μέσω της επέκτασης του πεδίου εφαρμογής της απαλλαγής από την υποχρέωση αναστολής έτσι ώστε να καταλαμβάνει και τη «σειρά συναλλαγών σε τίτλους» ( 28 ), στη διευκόλυνση των υφερπουσών εξαγορών ( 29 ), οφείλω να επισημάνω ότι η πράξη την οποία συναποτελούν η εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 και η ΔΠΕ ουδόλως συνιστά υφέρπουσα εξαγορά. Επαναλαμβάνεται ότι ο έλεγχος της Morpol αποκτήθηκε μέσω μίας συναλλαγής, ως εκ τούτου, όπως ορθώς διαλαμβάνει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 175 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, η εξαγορά δεν ήταν «υφέρπουσα». |
74. |
Συνάγεται λοιπόν ότι, ακόμη και αν η εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012 και η ΔΠΕ θεωρηθούν ενιαία πράξη συγκέντρωσης, και πάλι η πραγματοποίηση της πρώτης δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 απαλλαγής από την υποχρέωση αναστολής. |
75. |
Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο, και ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. |
Β. Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, σχετικά με την παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να εφαρμόσει την αρχή ne bis in idem, την αρχή του συνυπολογισμού, ή τις αρχές που διέπουν τη συρροή παραβάσεων
1. Τα επιχειρήματα των διαδίκων
76. |
Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Marine Harvest υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας –ιδίως στις σκέψεις 306, 319, 339 έως 344, και 362 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως– ότι η Επιτροπή ορθώς επέβαλε πλείονα πρόστιμα στην αναιρεσείουσα, ένα για παράβαση της υποχρέωσης κοινοποίησης που απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 και ένα για παράβαση της υποχρέωσης αναστολής που απορρέει από το άρθρο 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, παραβίασε την αρχή ne bis in idem, την αρχή του συνυπολογισμού, ή τις αρχές που διέπουν τη συρροή παραβάσεων. |
77. |
Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως έχει δύο σκέλη. |
78. |
Με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η Marine Harvest υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη καθόσον έκρινε ότι δεν έχει εφαρμογή η αρχή ne bis in idem. Κατά την άποψη της Marine Harvest, η αρχή αυτή έχει εφαρμογή ακόμη και στην περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, επιβάλλονται δύο κυρώσεις με μία μόνο απόφαση. Επικουρικώς, η Marine Harvest ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη καθόσον έκρινε ότι δεν έχει εφαρμογή η αρχή του συνυπολογισμού. Κατά τη Marine Harvest, η εν λόγω αρχή, εφαρμοστέα στις περιπτώσεις όπου δεν έχει πλήρη εφαρμογή η αρχή ne bis in idem, επιβάλλει, κατά τον καθορισμό κυρώσεως, να λαμβάνεται υπόψη τυχόν προηγούμενη κύρωση. |
79. |
Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η Marine Harvest ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη καθόσον απέρριψε, με τη σκέψη 362 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, τον λόγο ακυρώσεως που αφορούσε παραβίαση των αρχών που διέπουν τη συρροή παραβάσεων. Σύμφωνα με τις εν λόγω αρχές, οσάκις η ίδια συμπεριφορά εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο δύο νομοθετικών διατάξεων, εκ των οποίων η μία προβλέπει παράβαση ειδικότερη σε σύγκριση με την άλλη, τότε η συμπεριφορά αυτή συνιστά παράβαση της πρώτης μόνο διατάξεως, όχι της δεύτερης. Κατά την άποψη της Marine Harvest, η παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 αποτελεί ειδικότερη παράβαση σε σχέση με εκείνη του άρθρου 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. Επομένως, η Marine Harvest παρέβη μόνο την πρώτη διάταξη, και ως εκ τούτου επιτρεπόταν η επιβολή ενός μόνο προστίμου σε βάρος της. |
80. |
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. |
81. |
Κατά την άποψη της Επιτροπής, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως είναι απαράδεκτο εν μέρει και αβάσιμο στο σύνολό του. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο ισχυρισμός της Marine Harvest περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem είναι αβάσιμος, κατά κύριο λόγο διότι η αρχή αυτή δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση που δύο πρόστιμα επιβάλλονται με μία μόνο απόφαση. Περαιτέρω, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο ισχυρισμός της Marine Harvest περί παραβίασης της αρχής του συνυπολογισμού είναι απαράδεκτος και, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμος. Το απαράδεκτο του ισχυρισμού έγκειται στο γεγονός ότι στην αίτηση αναιρέσεως δεν αναφέρονται τα προβαλλόμενα νομικά επιχειρήματα ούτε προσδιορίζεται η συγκεκριμένη παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου. Ο ισχυρισμός είναι όμως και αβάσιμος, δεδομένου ότι, με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή καθόρισε τα πρόστιμα σε επίπεδο ανάλογο της φύσεως, της σοβαρότητας και της διάρκειας των παραβάσεων, όπως επιβάλλει το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004. |
82. |
Κατά την Επιτροπή, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο. Η Επιτροπή εκφέρει την άποψη ότι, πρώτον, οι αρχές που διέπουν τη συρροή παραβάσεων δεν αποκλείουν, γενικώς, το ενδεχόμενο η ίδια συμπεριφορά να συνιστά παράβαση δύο διαφορετικών νομοθετικών διατάξεων. Δεύτερον, η παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 δεν αποτελεί ειδικότερη παράβαση σε σχέση με εκείνη του άρθρου 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. |
83. |
Η Marine Harvest αντιλέγει ότι ο ισχυρισμός της περί παραβίασης της αρχής του συνυπολογισμού είναι παραδεκτός, δεδομένου ότι στην αίτηση αναιρέσεως προσδιορίζονται τα σημεία εκείνα της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως που βάλλονται, και προβάλλονται επιχειρήματα προς στήριξη του λόγου αυτού. |
2. Ανάλυση
84. |
Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως η Marine Harvest υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, με την κρίση του ότι επιτρέπεται η επιβολή πλειόνων προστίμων, ενός για την παράβαση της υποχρέωσης κοινοποίησης που απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, και ενός για την παράβαση της υποχρέωσης αναστολής που απορρέει από το άρθρο 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, παραβίασε την αρχή ne bis in idem, την αρχή του συνυπολογισμού, ή τις αρχές που διέπουν τη συρροή παραβάσεων. |
α) Επί του παραδεκτού
85. |
Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ο λόγος αναιρέσεως που αφορά παραβίαση της αρχής του συνυπολογισμού είναι απαράδεκτος, διότι δεν προβάλλονται νομικά επιχειρήματα προς στήριξή του, ούτε συγκεκριμένο σφάλμα του Γενικού Δικαστηρίου ( 30 ). |
86. |
Η ως άνω ένσταση απαραδέκτου είναι κατά την άποψή μου απορριπτέα. |
87. |
Πρώτον, η αίτηση αναιρέσεως περιέχει τα οριζόμενα στο άρθρο 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου στοιχεία, ήτοι τα προβαλλόμενα επιχειρήματα. Πράγματι, στην αίτηση αναιρέσεως εκτίθεται ότι η αρχή του συνυπολογισμού αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης (με παραπομπή στην «Anrechnungsprinzip» του γερμανικού δικαίου και σε προτάσεις δύο γενικών εισαγγελέων) ( 31 )· εκτίθεται επίσης τι επιτάσσει η αρχή αυτή (ότι η πρώτη κύρωση πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό της δεύτερης)· καθώς και το σκεπτικό βάσει του οποίου είναι εν προκειμένω εφαρμοστέα (ήτοι, ότι έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις όπου δεν έχει εφαρμογή η αρχή ne bis in idem) ( 32 ). |
88. |
Δεύτερον, όπως επιβάλλει το άρθρο 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, στην αίτηση αναιρέσεως αναφέρεται σαφώς ότι βάλλονται οι σκέψεις 339 έως 344 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. |
β) Επί της ουσίας
1) Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως
89. |
Με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η Marine Harvest επικαλείται παραβίαση της αρχής ne bis in idem ή, επικουρικώς, της αρχής του συνυπολογισμού. Θα εξετάσω διαδοχικά τους δύο αυτούς ισχυρισμούς. |
i) Επί του ισχυρισμού περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem
90. |
Η Marine Harvest υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή ne bis in idem καθόσον έκρινε ότι η ίδια συμπεριφορά, ήτοι η πραγματοποίηση της εξαγοράς του Δεκεμβρίου του 2012, είναι δυνατόν να τιμωρείται διά της επιβολής πλειόνων προστίμων, ενός για την παράβαση της υποχρέωσης κοινοποίησης της συγκέντρωσης πριν από την πραγματοποίησή της, που απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, και ενός για την παράβαση της υποχρέωσης αναστολής της πραγματοποίησης συγκέντρωσης πριν αυτή κηρυχθεί συμβατή, που απορρέει από το άρθρο 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. |
91. |
Κατά τη νομολογία, η αρχή ne bis in idem, η οποία κατοχυρώνεται από το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), πρέπει να τηρείται στις διαδικασίες επιβολής προστίμου, στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού. Ήτοι, η αρχή αυτή απαγορεύει, στον τομέα του ανταγωνισμού, την καταδίκη επιχειρήσεως ή την εκ νέου άσκηση διώξεως κατ’ αυτής για αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά της, σε σχέση με την οποία είτε της είχε ήδη επιβληθεί κύρωση είτε κρίθηκε ότι δεν έχει ευθύνη με προγενέστερη απόφαση που δεν υπόκειται πλέον σε προσφυγή ( 33 ). |
92. |
Συνάγεται ότι η αρχή ne bis in idem –την εφαρμογή της οποίας στις διαδικασίες επιβολής προστίμων για παραβάσεις των υποχρεώσεων που επιβάλλει στις επιχειρήσεις ο κανονισμός 139/2004 αναγνωρίζει η νομολογία που παρατίθεται στο προηγούμενο σημείο– έχει δύο συστατικά στοιχεία: (i) πρέπει να πρόκειται για την ίδια συμπεριφορά (το στοιχείο του «idem»)· και (ii) η προγενέστερη απόφαση πρέπει να έχει καταστεί τελεσίδικη (το στοιχείο του «bis»). |
93. |
Φρονώ ότι ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem πρέπει να απορριφθεί. Μολονότι η συμπεριφορά εκείνη, η οποία κατά την κρίση της Επιτροπής συνιστά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, είναι πράγματι η ίδια, δεν πληρούται η προϋπόθεση της ύπαρξης προγενέστερης απόφασης. |
94. |
Όπως αναφέρεται στο προηγούμενο σημείο, το στοιχείο του «idem» δεν παρουσιάζει δυσκολίες. |
95. |
Κατά τη νομολογία, σε υποθέσεις που άπτονται του δικαίου του ανταγωνισμού, η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem εξαρτάται από μια τριπλή προϋπόθεση, καθόσον πρέπει να πρόκειται για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, για τον ίδιο παραβάτη και για το ίδιο προστατευόμενο έννομο συμφέρον ( 34 ). |
96. |
Καταρχάς, τα ίδια πραγματικά περιστατικά συνιστούν παράβαση τόσο του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 όσο και του άρθρου 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. |
97. |
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι παράβαση της πρώτης διατάξεως συνιστά η παράλειψη κοινοποίησης της SPA κατόπιν της συνάψεώς της στις 14 Δεκεμβρίου 2012, ενώ παράβαση της δεύτερης η ολοκλήρωση της εξαγοράς του Δεκεμβρίου του 2012, τέσσερις ημέρες αργότερα. |
98. |
Επισημαίνω εντούτοις ότι η παράλειψη κοινοποίησης της SPA δεν συνιστά καθεαυτήν παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη επιβάλλει την κοινοποίηση των συγκεντρώσεων «πριν από την πραγματοποίησή τους». Δεν τίθεται ζήτημα παράβασης της εν λόγω διατάξεως στην περίπτωση που η επιχείρηση παραλείπει απλώς να κοινοποιήσει τη συγκέντρωση «μετά τη σύναψη της συμφωνίας». Παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 συνιστά η πραγματοποίηση της συγκέντρωσης χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση. Σε αντιδιαστολή, υπό το καθεστώς ισχύος του κανονισμού 4064/89, το άρθρο 4, παράγραφος 1, επέβαλλε την κοινοποίηση των πράξεων συγκεντρώσεως «το αργότερο μέσα σε μια εβδομάδα από τη σύναψη της συμφωνίας», με αποτέλεσμα η παράλειψη κοινοποίησης μιας τέτοιας πράξης (εντός εβδομάδος) να συνιστά καθεαυτήν παράβαση της εν λόγω διατάξεως. |
99. |
Επομένως, παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 συνιστά η ολοκλήρωση της εξαγοράς του Δεκεμβρίου του 2012, διά της οποίας πραγματοποιήθηκε η συγκέντρωση πριν από την κοινοποίησή της. Κατά συνέπεια, τα ίδια πραγματικά περιστατικά (ήτοι η ολοκλήρωση της εξαγοράς του Δεκεμβρίου του 2012) συνιστούν παράβαση τόσο του άρθρου 4, παράγραφος 1, όσο και του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, και άρα πληρούται η πρώτη προϋπόθεση περί της οποίας γίνεται μνεία στο σημείο 95 ανωτέρω, ήτοι η ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών. |
100. |
Δεύτερον, και στις δύο περιπτώσεις παραβάτης είναι η Marine Harvest. Η εταιρία αυτή όφειλε να συμμορφωθεί τόσο με την υποχρέωση κοινοποίησης της συγκέντρωσης πριν από την πραγματοποίησή της, που απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 ( 35 ), όσο και με την υποχρέωση αναστολής που απορρέει από το άρθρο 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, εφόσον αυτή απέκτησε τον αποκλειστικό έλεγχο της Morpol. |
101. |
Τρίτον, το έννομο συμφέρον που προστατεύει η θέσπιση αμφότερων των υποχρεώσεων αυτών είναι το ίδιο, ήτοι η αποτροπή της πραγματοποίησης συγκεντρώσεων πριν από την κοινοποίησή τους και την έγκρισή τους από την Επιτροπή, και συνακόλουθα η αποφυγή των επιβλαβών για τον ανταγωνισμό συνεπειών που ενδέχεται να προκύψουν από την πρόωρη πραγματοποίηση, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 5 και 6 του κανονισμού 139/2004 ( 36 ). |
102. |
Επομένως, πληρούνται και οι τρεις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο σημείο 95 ανωτέρω. |
103. |
Εντούτοις, όπως αναφέρεται ανωτέρω στο σημείο 93, δυσκολίες ανακύπτουν όσον αφορά το στοιχείο του «bis», με αποτέλεσμα η αρχή ne bis in idem να μην έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση. |
104. |
Πράγματι, για να έχει εφαρμογή η αρχή ne bis in idem, πρέπει να υπάρχει προηγούμενη απόφαση, διά της οποίας να επιβάλλεται πρόστιμο στο ίδιο πρόσωπο για την ίδια συμπεριφορά. Αυτό προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στο σημείο 91 ανωτέρω, η οποία εξαρτά την απαγόρευση των διπλών κυρώσεων από την ύπαρξη «προγενέστερη[ς] απόφαση[ς] που δεν υπόκειται πλέον σε προσφυγή». Προκύπτει επίσης από το γράμμα του άρθρου 50 του Χάρτη, το οποίο προβλέπει ότι το πρόσωπο πρέπει να «έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί αμετάκλητα». |
105. |
Αντιθέτως, σε περιπτώσεις όπως η προκείμενη, όπου δεν υπάρχει προηγούμενη απόφαση και όπου επιβάλλονται δύο πρόστιμα με μία απόφαση, η αρχή ne bis in idem δεν έχει εφαρμογή. |
106. |
Αυτό επιβεβαιώνεται και από πρόσφατη απόφαση, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχή ne bis in idem δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση, στο πλαίσιο της οποίας η αρμόδια για τον ανταγωνισμό αρχή κράτους μέλους επέβαλε δύο πρόστιμα με μία απόφαση, ένα για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, και ένα για παράβαση των εθνικών κανόνων περί ανταγωνισμού ( 37 ). Καίτοι στην υπό κρίση υπόθεση τα δύο πρόστιμα επιβλήθηκαν για παράβαση δύο διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, ήτοι των άρθρων 4, παράγραφος 1, και 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, ωστόσο –και υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων που εκτίθενται στο σημείο 104 ανωτέρω– δεν βλέπω τον λόγο για τον οποίο η λύση που δόθηκε στην υπόθεση εκείνη δεν θα έπρεπε να εφαρμοστεί και στην υπό κρίση υπόθεση. |
107. |
Εξάλλου, τούτο συνάδει και με την απόφαση στην υπόθεση LG Display και LG Display Taiwan κατά Επιτροπής. Η Επιτροπή είχε εκδώσει απόφαση με την οποία έκρινε ότι ορισμένοι παραγωγοί οθονών υγρών κρυστάλλων είχαν παραβεί το άρθρο 101 ΣΛΕΕ (στο εξής: πρώτη απόφαση). Ωστόσο, οι Ιάπωνες προμηθευτές των οθονών αυτών εξαιρέθηκαν από το πεδίο εφαρμογής της πρώτης απόφασης και η Επιτροπή κίνησε χωριστή διαδικασία εναντίον τους, η οποία ήταν ακόμη σε εξέλιξη (στο εξής: δεύτερη διαδικασία). Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν χωρούσε επίκληση της αρχής ne bis in idem προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως κατά της πρώτης αποφάσεως ( 38 ). Επίκληση της αρχής αυτής θα μπορούσε να γίνει μόνον προς στήριξη προσφυγής ακυρώσεως κατά της αποφάσεως εκείνης που θα ολοκλήρωνε τη δεύτερη διαδικασία. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, «η αρχή [ne bis in idem] δεν ασκεί καμία επιρροή επί της [πρώτης] αποφάσεως, η ύπαρξη της οποίας συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για να γίνει επίκληση της αρχής αυτής όσον αφορά τη δεύτερη διαδικασία» ( 39 ). |
108. |
Τούτο συνάδει επίσης με την απόφαση στην υπόθεση Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, στην οποία το Δικαστήριο ακύρωσε, για τυπικούς λόγους, απόφαση με την οποία η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο για παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχή ne bis in idem δεν εμποδίζει την επανάληψη των διώξεων εκ μέρους της Επιτροπής και την επιβολή νέου προστίμου. Πράγματι, στην περίπτωση εκείνη, το πρόστιμο που επιβλήθηκε με τη νέα απόφαση δεν προστίθεται σε εκείνο που επιβλήθηκε με την πρώτη απόφαση, αλλά το αντικαθιστά. Ούτως ειπείν, το προηγούμενο αυτό πρόστιμο δεν υφίσταται πλέον ( 40 ). |
109. |
Το συμπέρασμα που εκθέτω στο σημείο 105 ανωτέρω δεν αναιρείται από τις τρεις αποφάσεις που επικαλείται η Marine Harvest, ήτοι από τις αποφάσεις στις υποθέσεις Beneo-Orafti, Coop de France Bétail et Viande κ.λπ. κατά Επιτροπής, και Transcatab κατά Επιτροπής ( 41 ). |
110. |
Στις υποθέσεις εκείνες, πλείονες κυρώσεις επιβλήθηκαν με μία μόνο απόφαση. Προς αιτιολόγηση της κρίσης τους ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής ne bis in idem, τα Δικαστήρια της Ένωσης επικαλούνται τους ακόλουθους λόγους, και όχι την έλλειψη προηγούμενης απόφασης: ότι ένα από τα επίμαχα μέτρα δεν συνιστούσε κύρωση ( 42 )· ότι δεν υφίστατο ταυτότητα παραβατών ( 43 )· και ότι δεν υφίστατο ταυτότητα ούτε των πραγματικών περιστατικών ούτε των παραβατών ( 44 ), αντιστοίχως. |
111. |
Αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της Marine Harvest, το γεγονός ότι τα Δικαστήρια της Ένωσης δεν επικαλέστηκαν την έλλειψη προηγούμενης απόφασης δεν συνεπάγεται ότι θεώρησαν ότι η αρχή ne bis in idem έχει εφαρμογή σε περίπτωση που πλείονες κυρώσεις επιβάλλονται με μία απόφαση. Σημαίνει απλώς ότι παρείλκε η εξέταση του ζητήματος από τα Δικαστήρια της Ένωσης, δεδομένου ότι οι επίμαχες προϋποθέσεις –ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών, ταυτότητα του παραβάτη, ταυτότητα του προστατευόμενου εννόμου συμφέροντος και ύπαρξη προγενέστερης απόφασης που να μην μπορεί πλέον να προσβληθεί– είναι σωρευτικές. Κατά συνέπεια, εφόσον δεν πληρούται μία από τις τρεις πρώτες προϋποθέσεις, όπως συνέβαινε και στις τρεις ως άνω υποθέσεις, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν πληρούται η προϋπόθεση της ύπαρξης προηγούμενης απόφασης. |
112. |
Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας, στη σκέψη 319 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η αρχή ne bis in idem δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι τα δύο πρόστιμα επιβλήθηκαν με μία απόφαση. |
ii) Επί του ισχυρισμού περί παραβίασης της αρχής του συνυπολογισμού
113. |
Η Marine Harvest υποστηρίζει ότι, εφόσον το Δικαστήριο απορρίψει τον ισχυρισμό της περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem, θα πρέπει ωστόσο να διαπιστώσει παραβίαση της αρχής του συνυπολογισμού, η οποία επιβάλλει, κατά τον καθορισμό της δεύτερης κυρώσεως, να λαμβάνεται υπόψη η πρώτη κύρωση που επιβλήθηκε. |
114. |
Φρονώ ότι ο ισχυρισμός αυτός θα πρέπει να απορριφθεί. |
115. |
Κατά τη νομολογία, η δυνατότητα σωρεύσεως κυρώσεων, μίας σε επίπεδο ΕΕ και μίας σε εθνικό επίπεδο, λόγω της υπάρξεως δύο παραλλήλων διαδικασιών των οποίων το επιτρεπτό προκύπτει από το ιδιάζον σύστημα κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών στον τομέα των συμπράξεων, λαμβανομένης υπόψη της επιδιώξεως διαφορετικών σκοπών, εξαρτάται από την απαίτηση περί επιεικείας. Η εν λόγω απαίτηση περί επιεικείας συνεπάγεται ότι, καθορίζοντας το ύψος των προστίμων, η Επιτροπή υποχρεούται να λάβει υπόψη τις κυρώσεις οι οποίες έχουν επιβληθεί στην ίδια επιχείρηση για το ίδιο πραγματικό περιστατικό, όταν πρόκειται για κυρώσεις επιβαλλόμενες για παραβάσεις του δικαίου των συμπράξεων ενός κράτους μέλους και, κατά συνέπεια, διαπραχθείσες στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 45 ). |
116. |
Όπως σαφώς προκύπτει από την παρατιθέμενη στο προηγούμενο σημείο νομολογία, η αρχή αυτή, γνωστή ως αρχή του συνυπολογισμού ή αρχή της ευθύνης, έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες διεξάγονται παράλληλες διαδικασίες, αφενός μεν από την Επιτροπή (βάσει των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης), αφετέρου δε από την αρμόδια για τον ανταγωνισμό αρχή κράτους μέλους (βάσει των εθνικών κανόνων ανταγωνισμού). Όπως εκτίθεται ανωτέρω ( 46 ), στις περιπτώσεις αυτές δεν έχει εφαρμογή η αρχή ne bis in idem. Η απαίτηση να λαμβάνεται υπόψη το πρώτο πρόστιμο κατά τον καθορισμό του δεύτερου απαλύνει τις επιπτώσεις της μη εφαρμογής της αρχής ne bis in idem. |
117. |
Εντούτοις, η αρχή του συνυπολογισμού δεν έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις κατά τις οποίες διεξάγονται παράλληλες διαδικασίες από την Επιτροπή, αφενός, και από την αρμόδια για τον ανταγωνισμό αρχή τρίτου κράτους, αφετέρου. Στην περίπτωση αυτή, ναι μεν δεν αποκλείεται να λάβει υπόψη η Επιτροπή πρόστιμα που έχουν προηγουμένως επιβληθεί από την αρχή τρίτου κράτους, πλην όμως δεν έχει τέτοια υποχρέωση ( 47 ). Και τούτο ισχύει μολονότι στην περίπτωση αυτή η αρχή ne bis in idem δεν έχει εφαρμογή, για τον λόγο ότι δεν υπάρχει ταυτότητα του προστατευόμενου έννομου αγαθού ( 48 ). Κατά συνέπεια, διαφωνώ με τον ισχυρισμό της Marine Harvest ότι η αρχή του συνυπολογισμού ή αρχή της ευθύνης «έχει εφαρμογή σε κάθε περίπτωση όπου δεν έχει πλήρη εφαρμογή η αρχή ne bis in idem». |
118. |
Διαφωνώ επίσης και με τον ισχυρισμό της Marine Harvest ότι η αρχή του συνυπολογισμού αποτελεί «γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης». Σημειώνεται συναφώς ότι η άποψη της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston που διαλαμβάνεται στις προτάσεις της στην υπόθεση Kraaijenbrink, την οποία επικαλείται η Marine Harvest, ότι «υπάρχει μια γενική αρχή του συνυπολογισμού στο δίκαιο της ΕΕ, σύμφωνα με την οποία οι προγενέστερες ποινές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στην περίπτωση κατά την οποία ο κατηγορούμενος καταδικάζεται στο πλαίσιο μιας δεύτερης δίκης για τα ίδια πραγματικά περιστατικά» ( 49 ), δεν υιοθετήθηκε από το Δικαστήριο ( 50 ). Επιπλέον, ακόμη και αν το Δικαστήριο είχε υιοθετήσει την πρόταση της γενικής εισαγγελέα Ε. Sharpston και είχε αναγνωρίσει την αρχή του συνυπολογισμού ως γενική αρχή, αυτό δεν θα ασκούσε επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση. Πράγματι, κατά την ακριβή διατύπωση της γενικής εισαγγελέα Ε. Sharpston, η εν λόγω αρχή θα είχε εφαρμογή «στο πλαίσιο μιας δεύτερης δίκης», η οποία εν προκειμένω δεν υφίσταται. |
119. |
Εξάλλου, από τη νομολογία που παρατίθεται στο σημείο 115 ανωτέρω προκύπτει ότι, προκειμένου να έχει εφαρμογή η αρχή του συνυπολογισμού, θα πρέπει να διεξάγονται παράλληλες διαδικασίες ενώπιον της Επιτροπής, αφενός, και της αρμόδιας για τον ανταγωνισμό αρχής κράτους μέλους, αφετέρου. Στην περίπτωση που δεν διεξάγονται παράλληλες διαδικασίες διότι, όπως εν προκειμένω, ενεργεί μόνον η Επιτροπή, δεν συντρέχει λόγος εφαρμογής της ως άνω νομολογίας. |
120. |
Θα ήθελα συναφώς να τονίσω ότι η υπό κρίση υπόθεση αφορά τον έλεγχο των συγκεντρώσεων στο επίπεδο της Ένωσης, έλεγχο που διέπεται από την αρχή της ενιαίας διαδικασίας, η οποία αποκλείει το ενδεχόμενο κίνησης παράλληλων διαδικασιών ενώπιον της Επιτροπής και της αρμόδιας για τον ανταγωνισμό αρχής κράτους μέλους ( 51 ). Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει έδαφος εφαρμογής της αρχής του συνυπολογισμού, σκοπός της οποίας είναι να απαλύνει τις επιπτώσεις του καθεστώτος παράλληλης αρμοδιότητας για την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ. Επομένως, στις περιπτώσεις εκείνες όπου η ίδια συμπεριφορά εμπίπτει σε δύο διαφορετικές διατάξεις του ίδιου νομικού συστήματος ( 52 ), το ζήτημα αν επιτρέπεται η επιβολή δύο κυρώσεων θα πρέπει να εκτιμάται βάσει των αρχών που διέπουν τη συρροή παραβάσεων στο πλαίσιο του εν λόγω νομικού συστήματος, και όχι βάσει της αρχής του συνυπολογισμού. |
121. |
Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής του συνυπολογισμού πρέπει να απορριφθεί. |
122. |
Για λόγους πληρότητας, επισημαίνω ότι, απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, η Marine Harvest υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η αρχή του συνυπολογισμού αποτελεί έκφραση της αρχής της αναλογικότητας. |
123. |
Συμφωνώ με την Επιτροπή ότι ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας είναι απαράδεκτος. |
124. |
Μολονότι δέχομαι ότι η αρχή του συνυπολογισμού αποτελεί τελικά έκφραση της απαίτησης μη επιβολής δυσανάλογων προστίμων, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι η Marine Harvest δεν προβάλλει λόγο αναιρέσεως σχετικό με παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας στην ενώπιον του Δικαστηρίου αίτησή της αναιρέσεως. Δεν βάλλει κατά των σκέψεων 579 έως 631 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον λόγο προσφυγής της σχετικά με τον δυσανάλογο χαρακτήρα των προστίμων. Αυτό αντιβαίνει στο άρθρο 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, κατά το οποίο η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να περιέχει τους προβαλλόμενους λόγους. |
125. |
Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. |
2) Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως
i) Εισαγωγή
126. |
Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η Marine Harvest υποστηρίζει ότι στο διεθνές δίκαιο και στις έννομες τάξεις των κρατών μελών έχουν καθιερωθεί αρχές οι οποίες διέπουν τη συρροή παραβάσεων. Κατά τη Marine Harvest, οι αρχές αυτές επιβάλλουν, όποτε η ίδια συμπεριφορά εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο περισσότερων διατάξεων, μία εκ των οποίων είναι ειδικότερη των άλλων, να εφαρμόζεται μόνον αυτή. Η Marine Harvest ισχυρίζεται ότι η παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 αποτελεί ειδικότερη παράβαση σε σχέση με εκείνη του άρθρου 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού και ότι, επομένως, μόνον η πρώτη διάταξη θα πρέπει να έχει εφαρμογή στην περίπτωσή της. Εξ αυτού η Marine Harvest συνάγει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη καθόσον δέχτηκε τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η συμπεριφορά της Marine Harvest συνιστά παράβαση τόσο του άρθρου 4, παράγραφος 1, όσο και του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 και ότι ήταν επιτρεπτή η επιβολή χωριστών προστίμων. |
127. |
Φρονώ ότι το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτό. Κατωτέρω θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους κατέληξα στο συμπέρασμα αυτό. |
128. |
Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, όπως εκτίθεται ανωτέρω στα σημεία 98 και 99, η συμπεριφορά που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 4, παράγραφος 1, και 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 είναι μία και η αυτή, και συγκεκριμένα η ολοκλήρωση της εξαγοράς του Δεκεμβρίου του 2012. Η παράλειψη της Marine Harvest να κοινοποιήσει τη σύναψη της SPA δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, δεδομένου ότι, για να υπάρξει παράβαση της διατάξεως αυτής, δεν αρκεί η μη κοινοποίηση της συγκέντρωσης μετά τη σύναψη της σχετικής συμφωνίας. Παράβαση της εν λόγω διάταξης υφίσταται μόνον όταν πραγματοποιείται συγκέντρωση που δεν έχει κοινοποιηθεί. Επομένως, παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 συνιστά η πραγματοποίηση συγκέντρωσης χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση. Δεν αμφισβητείται ότι η ίδια συμπεριφορά συνιστά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. |
129. |
Κατά συνέπεια, το ερώτημα που ανακύπτει σε περίπτωση που η ίδια συμπεριφορά (εν προκειμένω η ολοκλήρωση της εξαγοράς του Δεκεμβρίου του 2012) εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής δύο διατάξεων του δικαίου της Ένωσης (του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004), είναι εάν μπορεί η Επιτροπή να διαπιστώσει παράβαση και των δύο αυτών διατάξεων, ή εάν οφείλει να διαπιστώσει παράβαση της μίας μόνον εξ αυτών. |
130. |
Ας σημειωθεί ότι, όπως άλλωστε διαπιστώνει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 348 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκαιο του ανταγωνισμού της Ένωσης δεν περιλαμβάνει, εξ όσων γνωρίζω, κανόνες σχετικούς με τη συρροή παραβάσεων. |
131. |
Ωστόσο, στην ποινική νομοθεσία των κρατών μελών έχουν καθιερωθεί ορισμένες αρχές που διέπουν τη συρροή αυτή. Θα πρέπει επομένως να εξεταστούν οι εν λόγω αρχές, προκειμένου να κριθεί αν μπορεί να αντληθούν εξ αυτών χρήσιμες σκέψεις ώστε να δοθεί απάντηση στο ερώτημα που εκτίθεται στο σημείο 129 ανωτέρω. |
132. |
Ως εκ τούτου, κατά πρώτον, θα εξετάσω τις αρχές που διέπουν τη συρροή παραβάσεων στις έννομες τάξεις ορισμένων κρατών μελών. Κατά δεύτερον, θα εξετάσω αν είναι δυνατόν να αντληθούν χρήσιμες σκέψεις από τις αρχές αυτές. Κατά τη γνώμη μου, όταν η ίδια συμπεριφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 4, παράγραφος 1, και 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, όπως εν προκειμένω, και η παράβαση της μίας διατάξεως εμπεριέχει την παράβαση της άλλης, θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνον η πρώτη. Κατά τρίτον, θα εξετάσω αν η παράβαση της μίας εκ των διατάξεων αυτών εμπεριέχει παράβαση και της άλλης. Κατά την άποψή μου, η παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 εμπεριέχει την παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. Κατά τέταρτον, θα συναγάγω συμπεράσματα από τη διαπίστωση αυτή και θα προτείνω να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να ακυρωθεί εν μέρει η επίδικη απόφαση. |
ii) Επί των αρχών που διέπουν τη συρροή παραβάσεων στις έννομες τάξεις των κρατών μελών
133. |
Η Marine Harvest επικαλείται τη γερμανική θεωρία της «φαινόμενης συρροής» ή «ψευδούς συρροής» (στα γερμανικά: unechte Konkurrenz). |
134. |
Κατά το γερμανικό δίκαιο, η ίδια συμπεριφορά είναι δυνατόν να συνιστά παράβαση πλειόνων νομοθετικών διατάξεων (περίπτωση «αληθούς συρροής», στα γερμανικά: echte Konkurrenz). Στην περίπτωση αυτή, επιβάλλεται μία μόνο κύρωση. Σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 2, του Strafgesetzbuch (γερμανικού ποινικού κώδικα), η ενιαία αυτή κύρωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ανώτατο όριο των μέγιστων ποινών για την παράβαση των εν λόγω διατάξεων και δεν μπορεί να υπολείπεται του ανωτάτου ορίου των ελάχιστων ποινών για την παράβαση των ίδιων διατάξεων ( 53 ). |
135. |
Εντούτοις, δεν αποκλείεται να διαπιστωθεί ότι μια συμπεριφορά που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής πλειόνων νομοθετικών διατάξεων συνιστά παράβαση μίας και μόνης διατάξεως. Τούτο διότι η εφαρμογή της διατάξεως αυτής αποκλείει τη δυνατότητα εφαρμογής των λοιπών (περίπτωση της «φαινόμενης συρροής» ή «ψευδούς συρροής», στα γερμανικά: unechte Konkurrenz). Περίπτωση «φαινόμενης συρροής» ή «ψευδούς συρροής» ανακύπτει όταν: (i) νομοθετική διάταξη εμπεριέχει όλα τα στοιχεία άλλης διάταξης, περιλαμβάνει όμως και κάποιο πρόσθετο στοιχείο (αρχή της «ειδικότητας», στα γερμανικά: Spezialität)· (ii) νομοθετική διάταξη αποκλείει την εφαρμογή άλλης διάταξης, είτε ρητά είτε εκ των πραγμάτων (αρχή της «επικουρικότητας», στα γερμανικά: Subsidiarität)· ή (iii) συμπεριφορά που εμπίπτει στο πεδίο μίας νομοθετικής διάταξης ανήκει στη λεγόμενη «συνήθη πορεία των πραγμάτων» που καταλήγει στην παράβαση άλλης διάταξης, με συνέπεια η παράβαση της πρώτης διάταξης να επέρχεται συνήθως ταυτόχρονα με την παράβαση της δεύτερης (αρχή της «απορρόφησης», στα γερμανικά: Konsumtion). Στην περίπτωση της «φαινόμενης συρροής» ή «ψευδούς συρροής» επιβάλλεται μία μόνο ποινή, δεδομένου ότι η επίμαχη συμπεριφορά συνιστά παράβαση μίας μόνο διάταξης ( 54 ). |
136. |
Μπορεί επίσης να ληφθούν υπόψη, επί παραδείγματι, οι αρχές που διέπουν την συρροή παραβάσεων κατά το γαλλικό δίκαιο, το οποίο επικαλείται –μεταξύ άλλων νομικών συστημάτων– η Marine Harvest. |
137. |
Κατά το γαλλικό δίκαιο, όταν η ίδια συμπεριφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής πλειόνων νομοθετικών διατάξεων, κατά κανόνα διαπιστώνεται παράβαση μίας μόνο διατάξεως ( 55 ). Για παράδειγμα, η ίδια συμπεριφορά ενδέχεται να συνιστά ταυτοχρόνως τα αδικήματα του βιασμού και της εκ προθέσεως πρόκλησης σωματικής βλάβης. Θα εφαρμοστεί μόνο η περί βιασμού διάταξη, αποκλειομένης της εκ προθέσεως πρόκλησης σωματικής βλάβης ( 56 ). Αυτό ισχύει στις περιπτώσεις κατά τις οποίες όλες οι εφαρμοστέες διατάξεις προστατεύουν το ίδιο κοινωνικό έννομο αγαθό. Το αδίκημα στο οποίο δίνεται προτεραιότητα και το οποίο κρίνεται ότι έχει συντελεστεί, αποκλειομένων των λοιπών αδικημάτων, είναι εκείνο που τιμωρείται με τη βαρύτερη μέγιστη ποινή (δίνεται προτεραιότητα στον βιασμό έναντι της εκ προθέσεως πρόκλησης σωματικής βλάβης)· ή εκείνο που εμπεριέχει τα λοιπά, επειδή τα τελευταία τελέστηκαν με μόνο σκοπό την τέλεση του πρώτου, ή επειδή τα τελευταία αποτελούν προπαρασκευαστικές ενέργειες του πρώτου ( 57 )· ή εκείνο το οποίο, σύμφωνα με την αρχή specialia generalibus derogant, αποτελεί ειδικότερο αδίκημα σε σχέση με τα λοιπά. Επομένως, επιβάλλεται μία μόνο κύρωση ( 58 ). |
138. |
Εντούτοις, δεν αποκλείεται να κριθεί ότι η ίδια συμπεριφορά συνιστά παράβαση πλειόνων νομοθετικών διατάξεων. Τούτο συμβαίνει ιδίως στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι επίμαχες διατάξεις προστατεύουν διαφορετικά κοινωνικά έννομα αγαθά ( 59 ). Στην περίπτωση αυτή, είναι καταρχήν εφαρμοστέο το άρθρο 132-3 του Code pénal (γαλλικός ποινικός κώδικας), το οποίο προβλέπει ότι μόνο μία ποινή του αυτού είδους, μη υπερβαίνουσα το ανώτατο νόμιμο όριο, επιτρέπεται να επιβληθεί ( 60 ) στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας ( 61 ). Ωστόσο, είναι δυνατόν σε εξαιρετικές περιπτώσεις να μην ισχύει ο περιορισμός της επιβολής μίας μόνο ποινής του αυτού είδους, με συνέπεια την επιβολή χωριστών ποινών, που πάντως δεν υπερβαίνουν το ανώτατο νόμιμο όριο ( 62 ). |
iii) Περί του αν είναι δυνατόν να αντληθούν χρήσιμες σκέψεις από τις αρχές των εννόμων τάξεων των κρατών μελών όσον αφορά το ζήτημα της παράβασης των άρθρων 4, παράγραφος 1, και 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 με την ίδια συμπεριφορά
139. |
Εν προκειμένω, η ίδια συμπεριφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 4, παράγραφος 1, και 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004. Κατ’ αναλογία προς τις αρχές των εθνικών εννόμων τάξεων που περιγράφονται ανωτέρω, φρονώ ότι το ζήτημα που τίθεται είναι εάν η μία από τις εν λόγω διατάξεις εμπεριέχει την άλλη. |
140. |
Θα προτείνω ότι, εάν έτσι έχουν τα πράγματα, μόνο η διάταξη που εμπεριέχει την άλλη θα πρέπει να εφαρμοστεί, αποκλειομένης της εφαρμογής της άλλης, και ότι, κατά συνέπεια, μόνο μία ποινή είναι δυνατόν να επιβληθεί στη Marine Harvest (περίπτωση 1) ( 63 ). Σε διαφορετική περίπτωση, θα πρέπει στην υπό κρίση υπόθεση να εφαρμοστούν και οι δύο διατάξεις. Στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, ανακύπτει ένα ακόμη ζήτημα, αν δηλαδή είναι δυνατόν να επιβληθούν χωριστές κυρώσεις. Μπορεί να υποστηριχθεί είτε ότι θα πρέπει να επιβληθούν χωριστές κυρώσεις, εφόσον η Marine Harvest βαρύνεται με χωριστές παραβάσεις (περίπτωση 2)· είτε ότι θα πρέπει να επιβληθεί μία μόνο ποινή, εφόσον οι δύο παραβάσεις προέκυψαν ως αποτέλεσμα της ίδιας συμπεριφοράς (περίπτωση 3)· είτε ότι θα πρέπει μεν να επιβληθούν δύο κυρώσεις, με την επιφύλαξη όμως ότι το συνολικό τους ύψος δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 ανώτατο όριο του 10 % ( 64 ), εφόσον, και πάλι, οι δύο παραβάσεις προέκυψαν ως αποτέλεσμα της ίδιας συμπεριφοράς ( 65 ) (περίπτωση 4). |
141. |
Οφείλω να τονίσω ότι, ενώ οι περιπτώσεις 1 και 3 καταλήγουν στην ακύρωση της επίδικης αποφάσεως, στο μέτρο που με αυτή διαπιστώνονται πλείονες παραβάσεις και επιβάλλονται πλείονα πρόστιμα, οι περιπτώσεις 2 και 4 δεν συνεπάγονται την ακύρωση, εν όλω ή εν μέρει, της ως άνω αποφάσεως. Ιδιαίτερα όσον αφορά την περίπτωση 4, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το συνολικό ποσό των προστίμων που επιβλήθηκαν στη Marine Harvest, ήτοι 20 εκατομμύρια ευρώ, αντιστοιχεί σε λιγότερο από 1 % του κύκλου εργασιών των συμμετεχουσών επιχειρήσεων ( 66 ), ποσοστό το οποίο υπολείπεται κατά πολύ του ανωτάτου ορίου του 10 % που προβλέπει το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004. |
142. |
Φρονώ ότι η συμπεριφορά που συνίσταται στην πραγματοποίηση συγκέντρωσης προτού αυτή κοινοποιηθεί και κηρυχθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά θα πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά παράβαση μίας μόνο διατάξεως, ήτοι του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004. Με άλλα λόγια, είμαι της γνώμης ότι θα πρέπει, από τις τέσσερις περιπτώσεις που εξετάζονται στα δύο προηγούμενα σημεία, να προκριθεί η περίπτωση 1. Κατωτέρω θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους κατέληξα στο συμπέρασμα αυτό. |
iv) Η παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 εμπεριέχει την παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού
143. |
Όπως προαναφέρθηκε, φρονώ ότι η ολοκλήρωση της εξαγοράς του Δεκεμβρίου του 2012 συνιστά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, και όχι του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού. |
144. |
Πρώτον, όπως επισημαίνεται στο σημείο 101 ανωτέρω, τα άρθρα 4, παράγραφος 1, και 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό. Αμφότερες οι διατάξεις αποσκοπούν στην αποτροπή της πραγματοποίησης συγκεντρώσεων προτού αυτές κοινοποιηθούν και κηρυχθούν συμβατές, ώστε να αποτρέπονται επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό συνέπειες που ενδέχεται να προκύψουν από την πρόωρη πραγματοποίησή τους. Επομένως, οι δύο αυτές διατάξεις προστατεύουν το ίδιο έννομο αγαθό, και δεν διακρίνω τον λόγο για τον οποίο θα έπρεπε να εφαρμόζονται σωρευτικά. |
145. |
Εξάλλου, φρονώ ότι οι όποιες επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό συνέπειες απορρέουν, όχι από την παράλειψη κοινοποίησης –κατά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004–, αλλά από την πραγματοποίηση συγκέντρωσης η οποία δεν έχει κηρυχθεί συμβατή, κατά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. Επομένως, επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό συνέπειες που απορρέουν από την πρόωρη πραγματοποίηση συγκέντρωσης θα πρέπει να κριθεί ότι συνιστούν παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, και όχι του άρθρου 4, παράγραφος 1. |
146. |
Δεύτερον, σημειώνω ότι η παράλειψη κοινοποίησης συγκέντρωσης αποτελεί προπαρασκευαστικό στάδιο της πραγματοποίησης αυτής. Πράγματι, για ποιον λόγο θα παρέλειπε μια επιχείρηση να κοινοποιήσει μια συγκέντρωση; Είτε προκειμένου να αποφύγει την εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση, είτε διότι δεν έχει επίγνωση ότι η σχετική πράξη συνιστά συγκέντρωση με ενωσιακή διάσταση. Και στις δύο περιπτώσεις, η επιχείρηση θα προχωρήσει στην πραγματοποίηση της συγκέντρωσης. |
147. |
Τρίτον, οφείλω να επισημάνω ότι, ενώ το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 προβλέπει ότι οι πράξεις συγκέντρωσης «κοινοποιούνται […] πριν από την πραγματοποίησή τους», το άρθρο 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού απαγορεύει την πραγματοποίηση συγκέντρωσης «πριν από την κοινοποίησή της» (πρώτο σκέλος) και «πριν να κηρυχθεί συμβατή» (δεύτερο σκέλος). Ως εκ τούτου, το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το πρώτο σκέλος του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 ορίζουν την ίδια παράβαση και αφορούν την ίδια περίπτωση, εκείνη κατά την οποία η συγκέντρωση πραγματοποιείται πριν από την κοινοποίησή της ( 67 ). |
148. |
Οφείλω συναφώς να επισημάνω ότι, όπως επεξηγείται στο σημείο 98 ανωτέρω, δεν είναι νοητή η παράβαση μόνου του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004. Κάτι τέτοιο ήταν δυνατό υπό το καθεστώς του κανονισμού 4064/89, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του οποίου προέβλεπε –κατά την αρχική του διατύπωση– ότι οι συγκεντρώσεις πρέπει να κοινοποιούνται μέσα σε μια εβδομάδα από τη σύναψη της συμφωνίας. Έτσι, σε περίπτωση που μια συγκέντρωση κοινοποιούνταν έναν μήνα μετά τη σύναψη της συμφωνίας, προτού όμως αυτή πραγματοποιηθεί, ο προς κοινοποίηση υπόχρεος παρέβαινε το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 4064/89, όχι όμως το άρθρο 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. Κάτι τέτοιο δεν είναι πλέον δυνατόν, δεδομένου ότι η προθεσμία της μίας εβδομάδας καταργήθηκε ( 68 ) με τον κανονισμό (ΕΚ) 1310/97 του Συμβουλίου (για τον λόγο ότι η προθεσμία αυτή κρίθηκε μη αναγκαία, διότι «[σ]υνήθως, τα μέρη έχουν συμφέρον να υποβάλουν κοινοποίηση το ενωρίτερο δυνατό, ούτως ώστε να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν συντομότερα την απόφαση που τα ενδιαφέρει» ( 69 ), ενώ και η εφαρμογή της στην πράξη δεν ήταν αυστηρή, καθώς η Επιτροπή επιδείκνυε ευελιξία στη χορήγηση παρατάσεων) ( 70 ). |
149. |
Θα πρέπει επίσης να σημειώσω ότι, εξ όσων γνωρίζω, η Επιτροπή στην πράξη ουδέποτε έχει επιβάλει πρόστιμο για παράβαση μόνου του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 ή του κανονισμού 4064/89. Σε όλες τις υποθέσεις στις οποίες η Επιτροπή έχει επιβάλει πρόστιμο για παράβαση της διατάξεως αυτής, με την ίδια απόφαση έχει επιβληθεί και έτερο πρόστιμο, για παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 4064/89 ή του κανονισμού 139/2004 ( 71 ). |
150. |
Αντιθέτως, είναι δυνατόν να διαπιστωθεί παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, χωρίς να υφίσταται παράβαση και του άρθρου 4, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. Στην περίπτωση που μια συγκέντρωση πραγματοποιείται μετά την κοινοποίησή της, αλλά πριν να κηρυχθεί συμβατή ( 72 ), ο προς κοινοποίηση υπόχρεος παραβαίνει το δεύτερο σκέλος του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, το οποίο απαγορεύει την πραγματοποίηση συγκέντρωσης προτού κηρυχθεί συμβατή. Ωστόσο, παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού δεν υπάρχει. Επιπλέον, σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση Ernst & Young, η εφαρμογή, πριν από την κοινοποίηση της συγκέντρωσης, κάθε πράξης η οποία συμβάλλει στη μεταβολή του ελέγχου συνιστά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 ( 73 ). Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, διότι η εν λόγω πράξη συμβάλλει μεν στη μεταβολή του ελέγχου, χωρίς όμως να την επιτυγχάνει, ως εκ τούτου δεν αποτελεί συγκέντρωση που πρέπει να κοινοποιηθεί. |
151. |
Επομένως, το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, ενώ περιέχει στο πρώτο σκέλος του όλα τα στοιχεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, στο δεύτερο σκέλος του περιέχει και ένα πρόσθετο στοιχείο. Ως εκ τούτου, κατά την άποψή μου, η παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 εμπεριέχει την παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. |
152. |
Κατά συνέπεια, φρονώ ότι η πραγματοποίηση συγκέντρωσης προτού αυτή κοινοποιηθεί και κηρυχθεί συμβατή συνιστά παράβαση μόνου του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004. Δεν συνιστά όμως ταυτόχρονα και παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, και παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού. |
v) Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη καθόσον δέχτηκε τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η Marine Harvest παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004
153. |
Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον λόγο ακυρώσεως τον σχετικό με την παραβίαση των αρχών που διέπουν τη συρροή παραβάσεων, με το αιτιολογικό ότι, πρώτον, οι παραβάσεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 υπόκεινται στο ίδιο ανώτατο όριο του 10 %, επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δίνεται προτεραιότητα στη μία εκ των δύο διατάξεων έναντι της άλλης (σκέψη 350 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως)· και, δεύτερον, η παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, δεν αποτελεί ειδικότερη παράβαση σε σχέση με εκείνη του άρθρου 7, παράγραφος 1 (σκέψεις 351 έως 362) ( 74 ). |
154. |
Καταρχάς, οφείλω να υπογραμμίσω ότι, από το γεγονός ότι αμφότερες οι παραβάσεις υπόκεινται στο ίδιο ανώτατο όριο, δεν προκύπτει αναπόδραστα το συμπέρασμα ότι σε καμία από τις δύο δεν δίνεται προτεραιότητα έναντι της άλλης. Πρόκειται για στοιχείο που θα πρέπει να συνεκτιμηθεί, πολλώ δε μάλλον διότι, υπό το καθεστώς του κανονισμού 4064/89, η παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, επέσυρε πρόστιμο κυμαινόμενο μεταξύ 1000 ευρώ και 50000 ευρώ μόνο, ενώ για την παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού εκείνου ίσχυε το ίδιο ανώτατο όριο του 10 % που ισχύει και σήμερα. Εντούτοις, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που θα πρέπει να συνεκτιμηθούν προκειμένου να κριθεί αν δίνεται προτεραιότητα στη μία παράβαση έναντι της άλλης. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, για παράδειγμα, η φύση των παραβάσεων (παράλειψη κοινοποίησης ή πρόωρη πραγματοποίηση)· το γεγονός ότι η μία παράβαση (η παράλειψη κοινοποίησης) αποτελεί συνήθη προπαρασκευαστική ενέργεια της άλλης (της πρόωρης πραγματοποίησης)· και το γεγονός ότι, ενώ η μία παράβαση καταλαμβάνει όλες τις περιπτώσεις εφαρμογής της άλλης, καταλαμβάνει ωστόσο και πρόσθετες περιπτώσεις. Ιδιαίτερα η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, που διαλαμβάνεται στις σκέψεις 294, 295 και 306 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 «συνεπάγεται ταυτόχρονα παράβαση» του άρθρου 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, αλλά το αντίθετο δεν ισχύει, θα έπρεπε να οδηγήσει το Γενικό Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι στην τελευταία αυτή διάταξη δίνεται προτεραιότητα έναντι της άλλης. Ωστόσο, ουδεμία μνεία της διαπίστωσης αυτής γίνεται από το Γενικό Δικαστήριο κατά την εκτίμηση του λόγου ακυρώσεως του σχετικού με την παραβίαση των αρχών που διέπουν τη συρροή παραβάσεων. |
155. |
Θα πρέπει εξάλλου να επισημάνω ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα αν η παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 αποτελεί ειδικότερη παράβαση σε σχέση με εκείνη του άρθρου 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. Η αντίθετη περίπτωση, να αποτελεί δηλαδή η παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 ειδικότερη παράβαση σε σχέση με εκείνη του άρθρου 4, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, δεν απασχόλησε το Δικαστήριο. |
156. |
Ο λόγος για την παράλειψη αυτή είναι ότι δεν προβλήθηκε σχετικός ισχυρισμός. Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου η Marine Harvest ισχυρίστηκε ότι η παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 αποτελεί ειδικότερη παράβαση σε σχέση με εκείνη του άρθρου 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. Δεν προέβαλε τον ισχυρισμό ότι η τελευταία παράβαση είναι ειδικότερη σε σχέση με την πρώτη ( 75 ). |
157. |
Αυτό, ωστόσο, δεν αναιρεί το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως κατέληξε στο συμπέρασμα, που διατυπώνεται στη σκέψη 373 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι «εν προκειμένω, δεν υφίσταται κυρίως εφαρμοστέα διάταξη», για μόνο τον λόγο ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 δεν είναι «κυρίως εφαρμοστέ[ο]» σε σχέση με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. Το Γενικό Δικαστήριο θα είχε ορθώς καταλήξει στο εν λόγω συμπέρασμα μόνον αν είχε διαπιστώσει, όχι μόνο ότι δεν δίνεται προτεραιότητα στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 έναντι του άρθρου 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, πράγμα το οποίο και έπραξε· αλλά και ότι ούτε στην τελευταία αυτή διάταξη δίνεται προτεραιότητα έναντι της πρώτης, πράγμα το οποίο δεν έπραξε. Η διαπίστωση ότι «δεν υφίσταται κυρίως εφαρμοστέα διάταξη» αφήνει να εννοηθεί ότι σε καμία από τις δύο επίμαχες διατάξεις δεν δίνεται προτεραιότητα έναντι της άλλης ( 76 ). Φρονώ ότι, καταλήγοντας το Γενικό Δικαστήριο στη διαπίστωση ότι «δεν υφίσταται κυρίως εφαρμοστέα διάταξη», έχοντας προηγουμένως εξετάσει μία μόνο από τις δύο ως άνω πιθανότητες, παραγνώρισε τα συμπεράσματα που συνάγονται από τις ίδιες τις δικές του διαπιστώσεις, οι οποίες εκτίθενται στις σκέψεις 294 έως 306 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. |
158. |
Κατά τη γνώμη μου, είναι αναμφισβήτητο ότι θα πρέπει να προηγηθεί η διαπίστωση της έλλειψης νομιμότητας του άρθρου 14, παράγραφος 2, του κανονισμού προκειμένου να μπορεί να διατυπωθεί η κρίση ότι η πραγματοποίηση συγκέντρωσης η οποία ούτε έχει κοινοποιηθεί ούτε έχει κηρυχθεί συμβατή συνιστά παράβαση μίας μόνο διατάξεως του κανονισμού αυτού, και όχι δύο. |
159. |
Συναφώς θα πρέπει να επισημανθεί ότι, στη σκέψη 306 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εκθέτει ότι, αν και «το ισχύον νομικό πλαίσιο είναι ασυνήθιστο», η Marine Harvest «δεν ήγειρε ένσταση έλλειψης νομιμότητας όσον αφορά ορισμένες διατάξεις του κανονισμού 139/2004». |
160. |
Ενώ πράγματι η Marine Harvest δεν ήγειρε ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, ούτε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ούτε στην αίτησή της αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, υποστήριξε, ωστόσο, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 139/2004 πάσχει έλλειψη νομιμότητας. |
161. |
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ως άνω ένσταση ελλείψεως νομιμότητας είναι απαράδεκτη, καθόσον δεν προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ( 77 ). |
162. |
Κατά την άποψή μου, ωστόσο, δεν είναι αναγκαίο να διαπιστώσει το Δικαστήριο την έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 139/2004 πριν διαπιστώσει ότι δεν επιτρέπεται η επιβολή χωριστών προστίμων, δυνάμει της διατάξεως αυτής, αφενός, και του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού, αφετέρου, για την πραγματοποίηση συγκέντρωσης κατά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, αυτού. |
163. |
Πράγματι, στο άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 δεν διευκρινίζεται αν μπορεί η Επιτροπή να επιβάλει πρόστιμα δυνάμει τόσο του στοιχείου αʹ όσο και του στοιχείου βʹ, σε περίπτωση που πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής και των δύο στοιχείων (ήτοι, σε περίπτωση που πραγματοποιείται συγκέντρωση κατά παράβαση της υποχρέωσης κοινοποίησης και της υποχρέωσης αναστολής, αντίστοιχα). Είναι γεγονός ότι το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 δεν ορίζει ούτε αν η Επιτροπή μπορεί να επιβάλλει πρόστιμο είτε δυνάμει του στοιχείου αʹ είτε δυνάμει του στοιχείου βʹ, σε περίπτωση που πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής και των δύο στοιχείων. Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 δεν επιτρέπει ρητώς στην Επιτροπή να επιβάλει πρόστιμα σωρευτικά, τόσο δυνάμει του στοιχείου αʹ όσο και δυνάμει του στοιχείου βʹ, σε περίπτωση που αμφότερα τα στοιχεία αυτά είναι εφαρμοστέα. Ως εκ τούτου, η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να επιβάλει χωριστά πρόστιμα για την παράβαση, με την ίδια συμπεριφορά, τόσο του άρθρου 4, παράγραφος 1, όσο και του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 συνάδει με το άρθρο 14, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού. |
164. |
Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη καθόσον έκρινε, με τις σκέψεις 372 έως 374, ότι η Επιτροπή μπορούσε να επιβάλει στη Marine Harvest χωριστά πρόστιμα για την παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, χωρίς αυτό να συνιστά παραβίαση των αρχών που διέπουν τη συρροή παραβάσεων. |
165. |
Επομένως, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως είναι βάσιμο. |
166. |
Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εάν η αναίρεση κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση. Θεωρώ ότι αυτό ισχύει εν προκειμένω. |
167. |
Από το σκεπτικό που αναπτύσσεται στα σημεία 143 έως 152 ανωτέρω, καθίσταται προφανές ότι η Επιτροπή έσφαλε καθόσον έκρινε ότι, με την πραγματοποίηση της εξαγοράς του Δεκεμβρίου του 2012 προτού αυτή κοινοποιηθεί και κριθεί συμβατή, η Marine Harvest παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 και καθόσον επέβαλε, εν συνεχεία, στη Marine Harvest πρόστιμο 10 εκατομμυρίων ευρώ για την παράβαση της διατάξεως αυτής. |
168. |
Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η Marine Harvest ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ο οποίος αφορά παραβίαση των αρχών που διέπουν τη συρροή παραβάσεων, και να ακυρωθεί, πρώτον, το άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως, κατά το μέτρο που διαπιστώνεται με αυτό παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 και, δεύτερον, το άρθρο 2 της ίδιας αποφάσεως, διά του οποίου επιβάλλεται στη Marine Harvest πρόστιμο 10 εκατομμυρίων ευρώ για την παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. |
VI. Πρόταση
169. |
Φρονώ συνεπώς ότι το Δικαστήριο πρέπει:
|
( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.
( 2 ) Απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, Marine Harvest κατά Επιτροπής (T‑704/14, EU:T:2017:753, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση).
( 3 ) Απόφαση σχετικά με την επιβολή προστίμου για πράξη συγκέντρωσης κατά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 (υπόθεση M.7184 – Marine Harvest/Morpol) (C(2014) 5089 τελικό).
( 4 ) Απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 (υπόθεση M.6850 – Marine Harvest/Morpol) (C(2013) 6449 τελικό).
( 5 ) Κανονισμός της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων («Κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων») (ΕΕ 2004, L 24, σ. 1).
( 6 ) Πριν από την εξαγορά της από την Marine Harvest, η Morpol ήταν εισηγμένη στο χρηματιστήριο του Όσλο (Νορβηγία). Η Marine Harvest είναι επίσης εισηγμένη στο Χρηματιστήριο του Όσλο.
( 7 ) Του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) 802/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (ΕΕ 2004, L 133, σ. 1).
( 8 ) Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 7 έως 9 της εγκριτικής αποφάσεως.
( 9 ) Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 85 έως 88 της επίδικης αποφάσεως.
( 10 ) Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 100 έως 119 της επίδικης αποφάσεως.
( 11 ) Οι πέντε λόγοι ακυρώσεως που προβλήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αφορούσαν, αντιστοίχως, πρόδηλο νομικό και πραγματικό σφάλμα λόγω της διαπίστωσης της επίδικης αποφάσεως ότι δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 (πρώτος λόγος ακυρώσεως)· πρόδηλο νομικό και πραγματικό σφάλμα το οποίο συνίσταται στη διαπίστωση της επίδικης αποφάσεως περί αμέλειας της προσφεύγουσας (δεύτερος λόγος ακυρώσεως)· παραβίαση της γενικής αρχής ne bis in idem (τρίτος λόγος ακυρώσεως)· πρόδηλο νομικό και πραγματικό σφάλμα κατά την επιβολή προστίμου στην προσφεύγουσα (τέταρτος λόγος ακυρώσεως)· και νομικό και πραγματικό σφάλμα και έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων (πέμπτος λόγος ακυρώσεως). Δεδομένου ότι, ενώπιον του Δικαστηρίου, η Marine Harvest αμφισβητεί μόνον την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση του πρώτου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκαν ενώπιον του τελευταίου αυτού δικαστηρίου, θα συνοψίσω μόνον την εκτίμηση των δύο αυτών λόγων από το Γενικό Δικαστήριο.
( 12 ) ΕΕ 2008, C 95, σ. 1.
( 13 ) Απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2006, Cementbouw Handel & Industrie κατά Επιτροπής (T‑282/02, EU:T:2006:64, σκέψη 104).
( 14 ) Για λόγους πληρότητας (δεδομένου ότι η Marine Harvest δεν το επικαλείται), θα πρέπει να σημειωθεί ότι, από 12ης Νοεμβρίου 2013, η Marine Harvest ήταν ο μοναδικός μέτοχος της Morpol (βλ. σημείο 11 ανωτέρω).
( 15 ) Όπως εκτίθεται στην επίδικη απόφαση, αν και η εξαγορά ποσοστού συμμετοχής 48,5 % στο εταιρικό κεφάλαιο της Morpol δεν παρείχε στη Marine Harvest τον de jure έλεγχο της ως άνω εταιρίας, παρείχε ωστόσο τον de facto έλεγχο. Τούτο διότι, πρώτον, το υπόλοιπο του εταιρικού κεφαλαίου παρουσίαζε μεγάλη διασπορά· και, δεύτερον, η απλή πλειοψηφία των μετόχων που παρίστανται και ψηφίζουν στις γενικές συνελεύσεις της Morpol αρκούσε για να ληφθεί απόφαση για ζητήματα όπως η εκλογή των μελών του διοικητικού συμβουλίου ή η έγκριση μερισμάτων, και, λαμβανομένου υπόψη του ποσοστού συμμετοχής των μετόχων στις τακτικές και έκτακτες γενικές συνελεύσεις, ο M. (του οποίου το ποσοστό συμμετοχής εξαγόρασε η Marine Harvest μέσω της εξαγοράς του Δεκεμβρίου του 2012) εκπροσωπούσε παγίως μια σαφή πλειοψηφία των ψήφων κατά τις γενικές συνελεύσεις (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 48 έως 84 της επίδικης αποφάσεως).
( 16 ) Δεν θα επιμείνω στη δεύτερη περίπτωση που προβλέπει η αιτιολογική σκέψη 20 του κανονισμού 139/2004 (της σειράς πράξεων σε τίτλους, που πραγματοποιούνται εντός ευλόγως βραχείας προθεσμίας), δεδομένου ότι, πρώτον, η Marine Harvest επικαλείται αποκλειστικά την πρώτη περίπτωση που προβλέπει η εν λόγω αιτιολογική σκέψη (ήτοι των πράξεων οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με σχέση αλληλεξάρτησης) και, δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπεισήλθε στη δεύτερη περίπτωση (βλ. σκέψεις 97, 98 και 149 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως).
( 17 ) Απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2006, T‑282/02, EU:T:2006:64, σκέψη 109 (η υπογράμμιση δική μου).
( 18 ) Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2002, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων («Κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων») (στο εξής: πρόταση της Επιτροπής) (ΕΕ 2003, C 20, σ. 4).
( 19 ) Κανονισμός της 21ης Δεκεμβρίου 1989 για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ 1989, L 395, σ. 1). Ο κανονισμός 4064/89 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 139/2004.
( 20 ) Η υπογράμμιση δική μου. Πρέπει να διευκρινίσω ότι, μολονότι οι λέξεις «υπό τον όρο ότι οι εν λόγω πράξεις, ως σύνολο, πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1» χρησιμοποιούνται στο αγγλικό κείμενο του άρθρου 3, παράγραφος 4, της πρότασης της Επιτροπής, δεν περιλαμβάνονται στη γαλλική απόδοση της διάταξης αυτής. Εντούτοις, περιλαμβάνονται στη γερμανική, ισπανική, ιταλική και πορτογαλική έκδοση. Το σφάλμα στη γαλλική έκδοση φαίνεται να έχει διορθωθεί από το Συμβούλιο (συγκρίνετε την αγγλική και τη γαλλική έκδοση του εγγράφου του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 2003, αριθ. 13892/03).
( 21 ) Όπως προκύπτει από έγγραφο εργασίας της Επιτροπής, το οποίο υποβλήθηκε στην Επιτροπή των Μονίμων Αντιπροσώπων (ΕΜΑ), κατά τη διάρκεια των προπαρασκευαστικών εργασιών για τον κανονισμό 139/2004, και το οποίο προσκόμισε η Επιτροπή ενώπιον του Δικαστηρίου. Από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι η Επιτροπή επέστησε την προσοχή του Συμβουλίου στο γεγονός ότι, αν το άρθρο 3, παράγραφος 4, της προτάσεώς της δεν εγκρινόταν, θα έπρεπε οι πολλαπλές συναλλαγές να αξιολογούνται όπως στο παρελθόν, δηλαδή βάσει της έννοιας της «ενιαίας πράξης συγκέντρωσης». Αυτό οδήγησε σε συμβιβασμό με την ΕΜΑ, σύμφωνα με τον οποίο ναι μεν το άρθρο 3, παράγραφος 4, της πρότασης της Επιτροπής δεν διατηρήθηκε, προστέθηκε ωστόσο η τελευταία περίοδος στην αιτιολογική σκέψη 23 του κανονισμού 4064/89, ήδη αιτιολογική σκέψη 20 του κανονισμού 139/2004. Η περίοδος αυτή παρατίθεται στο σημείο 48 ανωτέρω.
( 22 ) Η υπογράμμιση δική μου. Στην ίδια παράγραφο ορίζεται περαιτέρω ότι οι σχετικές πράξεις συνδέονται de jure εάν «οι ίδιες οι συμφωνίες συνδέονται με αμοιβαίους όρους», καθώς και ότι συνδέονται de facto εάν αποδεικνύεται κατόπιν οικονομικής αξιολόγησης ότι «καθεμία από τις πράξεις εξαρτάται κατ’ ανάγκη από τη σύναψη των άλλων» (η υπογράμμιση δική μου).
( 23 ) Απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2006 (T‑282/02, EU:T:2006:64).
( 24 ) Στην περίπτωση αυτή δεν θα ετίθετο το ζήτημα αν η προβλεπόμενη από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 απαλλαγή από την υποχρέωση αναστολής ισχύει για την εξαγορά του Δεκεμβρίου του 2012, και θα παρείλκε η εξέταση του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως.
( 25 ) Απόφαση της 31ης Μαΐου 2018 (C‑633/16, EU:C:2018:371, σκέψη 52).
( 26 ) Απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2012, Electrabel κατά Επιτροπής (T‑332/09, EU:T:2012:672, σκέψη 246).
( 27 ) Επισημαίνω ότι η Marine Harvest επικαλείται μόνο την πρώτη περίπτωση που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 (ήτοι την περίπτωση της δημόσιας προσφοράς εξαγοράς). Ωστόσο, χάριν πληρότητας, θα εξετάσω και τη δεύτερη περίπτωση που προβλέπει η διάταξη αυτή (ήτοι την περίπτωση της σειράς συναλλαγών σε τίτλους), καθόσον, αφενός, η επιχειρηματολογία της Marine Harvest που στηρίζεται στη ratio της διατάξεως αυτής αφορά στην πραγματικότητα τη δεύτερη περίπτωση και, αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τη δεύτερη περίπτωση (βλ. σκέψεις 73 έως 82 και 176 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως).
( 28 ) Πρέπει να διευκρινιστεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 4064/89 (νυν άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004) απάλλασσε μόνον τις δημόσιες προσφορές από την υποχρέωση αναστολής. Η απαλλαγή αυτή επεκτάθηκε στις σειρές συναλλαγών σε τίτλους με τον κανονισμό 139/2004.
( 29 ) Από το σημείο 188 του Πράσινου Βιβλίου προκύπτει ότι η εφαρμογή της υποχρέωσης αναστολής στις υφέρπουσες εξαγορές μπορεί να θεωρηθεί «πρακτικά αδύνατ[η]», ενώ στο σημείο 76 της περίληψης των απαντήσεων που ελήφθησαν για το Πράσινο Βιβλίο αναφέρεται ότι είναι δύσκολο να προσδιοριστεί «πότε ανακύπτει υποχρέωση κοινοποίησης σε περίπτωση υφέρπουσας εξαγοράς» (με άλλα λόγια, ποια είναι η συγκεκριμένη μετοχή, με την αγορά της οποίας αποκτάται ο έλεγχος της επιχειρήσεως-στόχου). Για τους λόγους αυτούς, ο κανονισμός 139/2004 επέκτεινε το πεδίο εφαρμογής της απαλλαγής από την υποχρέωση αναστολής στις σειρές συναλλαγών σε τίτλους. Βλ. το Πράσινο Βιβλίο σχετικά με την αναθεώρηση του κανονισμού του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89, το οποίο υποβλήθηκε από την Επιτροπή στις 11 Δεκεμβρίου 2001 [στο εξής: Πράσινο Βιβλίο, COM(2001) 745 τελικό], και την Περίληψη των Απαντήσεων που ελήφθησαν για το Πράσινο Βιβλίο, διαθέσιμα στον δικτυακό τόπο της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Επιτροπής.
( 30 ) Διευκρινίζεται ότι η Επιτροπή δεν προέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου ένσταση απαραδέκτου του ισχυρισμού περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem ούτε του ισχυρισμού περί παραβίασης των αρχών που διέπουν τη συρροή παραβάσεων.
( 31 ) Ήτοι, στις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση Kraaijenbrink (C‑367/05, EU:C:2006:760, σημεία 56, 58 και 61), και του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση Beneo-Orafti (C‑150/10, EU:C:2011:164, υποσημείωση 43).
( 32 ) Υπενθυμίζεται ότι ο περί παραβίασης της αρχής του συνυπολογισμού ισχυρισμός προβάλλεται επικουρικώς, ήτοι για την περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει παραβίαση της αρχής ne bis in idem.
( 33 ) Αποφάσεις της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, EU:C:2002:582, σκέψη 59)· της 14ης Φεβρουαρίου 2012, Toshiba Corporation κ.λπ. (C‑17/10, EU:C:2012:72, σκέψη 94), και της 3ης Απριλίου 2019, Powszechny Zakład Ubezpieczeń na Życie (C‑617/17, EU:C:2019:283, σκέψη 28).
( 34 ) Αποφάσεις της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 338), και της 14ης Φεβρουαρίου 2012, Toshiba Corporation κ.λπ. (C‑17/10, EU:C:2012:72, σκέψη 97). Για λόγους πληρότητας, διευκρινίζεται ότι η συνάφεια της τρίτης προϋποθέσεως περί της οποίας γίνεται μνεία στο σημείο 95 ανωτέρω, ήτοι της ταυτότητας του προστατευόμενου εννόμου αγαθού, έχει αμφισβητηθεί. Κατά τη νομολογία, οι κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης και οι εθνικοί κανόνες ανταγωνισμού εξυπηρετούν «διαφορετικούς σκοπούς» (βλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1969, Wilhelm κ.λπ., 14/68, EU:C:1969:4, σκέψη 11), και επομένως προστατεύουν διαφορετικά έννομα αγαθά. Συνάγεται ότι η αρχή ne bis in idem δεν αποκλείει την επιβολή χωριστών προστίμων στην ίδια επιχείρηση, για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, αφενός, και των εθνικών κανόνων ανταγωνισμού, αφετέρου. Εντούτοις, η συνάφεια της προϋποθέσεως της ταυτότητας του προστατευόμενου εννόμου αγαθού αμφισβητείται, δεδομένου ότι, πρώτον, η προϋπόθεση αυτή δεν εφαρμόζεται σε άλλους τομείς του δικαίου της Ένωσης πλην του δικαίου του ανταγωνισμού (βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Toshiba Corporation κ.λπ., C‑17/10, EU:C:2011:552, σημείο 116, και του γενικού εισαγγελέα Μ. Campos Sánchez-Bordona στην υπόθεση Menci, C‑524/15, EU:C:2017:667, σημείο 27) και, δεύτερον, προσκρούει στη συγκλίνουσα εξέλιξη των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης και των εθνικών κανόνων ανταγωνισμού, καθώς και στην αποκεντρωμένη εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης που επέφερε ο κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα [άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1) (βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Toshiba Corporation κ.λπ., C‑17/10, EU:C:2011:552, σημεία 121 έως 123· προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Wahl στην υπόθεση Powszechny Zakład Ubezpieczeń na Życie, C‑617/17, EU:C:2018:976, σημείο 48· και Μ. Veenbrink, «Bringing Back Unity: Modernizing the Application of the Non Bis in Idem Principle», World Competition, 2019, τόμος 42, τεύχος 1, σ. 67 έως 86). Το ζήτημα αυτό, ωστόσο, δεν τίθεται εν προκειμένω, για τον λόγο που εκτίθεται στο σημείο 101 κατωτέρω.
( 35 ) Βλ. το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 139/2004.
( 36 ) Βλ. απόφαση της 31ης Μαΐου 2018, Ernst & Young (C‑633/16, EU:C:2018:371, σκέψεις 41 και 42).
( 37 ) Απόφαση της 3ης Απριλίου 2019, Powszechny Zakład Ubezpieczeń na Życie (C‑617/17, EU:C:2019:283, σκέψη 35).
( 38 ) Οι προσφεύγουσες, αποδέκτριες της πρώτης αποφάσεως, υποστήριξαν ότι η δεύτερη διαδικασία μπορούσε να καταλήξει όχι μόνο σε πρόστιμα για τους Ιάπωνες προμηθευτές, αλλά και σε νέα πρόστιμα για τις ίδιες.
( 39 ) Απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, LG Display και LG Display Taiwan κατά Επιτροπής (T‑128/11, EU:T:2014:88, σκέψη 242).
( 40 ) Απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2002, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, EU:C:2002:582, σκέψη 62). Βλ. επίσης απόφαση της 1ης Ιουλίου 2009, ThyssenKrupp Stainless κατά Επιτροπής (T‑24/07, EU:T:2009:236, σκέψεις 190 και 191). Ωστόσο, η αρχή ne bis in idem θα απέκλειε πιθανόν την επανάληψη της διαδικασίας εάν η απόφαση της Επιτροπής είχε ακυρωθεί για ουσιαστικούς λόγους, καθώς αυτό θα ισοδυναμούσε με «αθώωση» (απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, C‑441/11 P, EU:C:2012:778, σκέψη 24· και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, C‑441/11 P, EU:C:2012:317, σημείο 27).
( 41 ) Αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Coop de France Bétail et Viande κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑101/07 P και C‑110/07 P, EU:C:2008:741)· της 21ης Ιουλίου 2011, Beneo-Orafti (C‑150/10, EU:C:2011:507), και της 5ης Οκτωβρίου 2011, Transcatab κατά Επιτροπής (T‑39/06, EU:T:2011:562).
( 42 ) Απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Beneo-Orafti (C‑150/10, EU:C:2011:507, σκέψεις 70 και 74).
( 43 ) Αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Coop de France Bétail et Viande κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑101/07 P και C‑110/07 P, EU:C:2008:741, σκέψεις 128 και 130), και της 13ης Δεκεμβρίου 2006, FNCBV κατά Επιτροπής (T‑217/03 και T‑245/03, EU:T:2006:391, σκέψεις 342 και 344).
( 44 ) Απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2011, Transcatab κατά Επιτροπής (T‑39/06, EU:T:2011:562, σκέψεις 254 έως 259). Η αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε (διάταξη της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Transcatab κατά Επιτροπής, C‑654/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:806).
( 45 ) Αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 1969, Wilhelm κ.λπ., 14/68 (EU:C:1969:4, σκέψη 11)· της 6ης Απριλίου 1995, Sotralentz κατά Επιτροπής (T‑149/89, EU:T:1995:69, σκέψη 29), και της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, Jungbunzlauer κατά Επιτροπής (T‑43/02, EU:T:2006:270, σκέψη 290).
( 46 ) Βλ. υποσημείωση 34.
( 47 ) Αποφάσεις της 29ης Ιουνίου 2006, Showa Denko κατά Επιτροπής (C‑289/04 P, EU:C:2006:431, σκέψεις 57 έως 60)· της 29ης Ιουνίου 2006, SGL Carbon κατά Επιτροπής (C‑308/04 P, EU:C:2006:433, σκέψεις 33 έως 36)· της 10ης Μαΐου 2007, SGL Carbon κατά Επιτροπής (C‑328/05 P, EU:C:2007:277, σκέψεις 31 έως 34), και της 9ης Ιουλίου 2015, InnoLux κατά Επιτροπής (C‑231/14 P, EU:C:2015:451, σκέψη 75).
( 48 ) Αποφάσεις της 29ης Ιουνίου 2006, Showa Denko κατά Επιτροπής (C‑289/04 P, EU:C:2006:431, σκέψεις 50 έως 56)· της 29ης Ιουνίου 2006, SGL Carbon κατά Επιτροπής (C‑308/04 P, EU:C:2006:433, σκέψεις 28 έως 32)· της 10ης Μαΐου 2007, SGL Carbon κατά Επιτροπής (C‑328/05 P, EU:C:2007:277, σκέψεις 24 έως 30), και της 9ης Ιουλίου 2015, InnoLux κατά Επιτροπής (C‑231/14 P, EU:C:2015:451, σκέψη 75).
( 49 ) C‑367/05, EU:C:2006:760, σημείο 58.
( 50 ) Απόφαση της 18ης Ιουλίου 2007, Kraaijenbrink (C‑367/05, EU:C:2007:444).
( 51 ) Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 8 και 11, καθώς και άρθρο 21, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 139/2004. Η Επιτροπή έχει αποκλειστική αρμοδιότητα για την εξέταση των συγκεντρώσεων με ενωσιακή διάσταση, η οποία πληροί τα κατώτατα όρια κύκλου εργασιών που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 3, του εν λόγω κανονισμού (εκτός εάν η Επιτροπή αποφασίσει να παραπέμψει μια συγκέντρωση στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 4, ή το άρθρο 9 του κανονισμού 139/2004).
( 52 ) Εν προκειμένω, το νομικό σύστημα της Ένωσης, και πιο συγκεκριμένα το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004.
( 53 ) Βλ. J. Brögelmann, «Methodik der Strafzumessung», Juristische Schulung, 2002, σ. 903 (βλ. σ. 905).
( 54 ) Για παράδειγμα, όταν η ίδια συμπεριφορά εμπίπτει στο άρθρο 212 του γερμανικού ποινικού κώδικα, το οποίο απαγορεύει την ανθρωποκτονία από πρόθεση, και στο άρθρο 223 του ίδιου κώδικα, το οποίο απαγορεύει την πρόκληση σωματικής βλάβης, εφαρμόζεται μόνο η πρώτη διάταξη. Βλ. «Schönke/Schröder Strafgesetzbuch», 30ή έκδοση, 2019, Vorbemerkungen zu den §§ 52 ff.
( 55 ) Βλ. M.-L. Rassat, Droit pénal général, Ellipses, 4η έκδοση, 2017, παράγραφος 242.
( 56 ) Βλ. απόφαση του Cour de cassation, chambre criminelle (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γαλλία, ποινικό τμήμα) της 6ης Ιανουαρίου 1999 (αριθ. 98-80.730).
( 57 ) Για παράδειγμα, ένα πρόσωπο δεν μπορεί να καταδικαστεί αφενός για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από απάτες που διέπραξε ο σύντροφός του και αφετέρου για την πράξη της [αποδοχής προϊόντων εγκλήματος υπό τη μορφή της] αποκρύψεως χρημάτων. Πράγματι, το γεγονός ότι τα έσοδα που προήλθαν από απάτη καταβλήθηκαν στον τραπεζικό λογαριασμό του εν λόγω προσώπου, κάτι που συνιστά αποδοχή προϊόντων εγκλήματος υπό τη μορφή της αποκρύψεως χρημάτων, αποτελεί «απλώς προπαρασκευαστική πράξη» για την αγορά, με τα έσοδα αυτά, ακινήτου, κάτι που συνιστά νομιμοποίηση εσόδων από απάτες. Συνεπώς, το πρόσωπο αυτό κρίθηκε ένοχο μόνο για τη νομιμοποίηση [βλ. απόφαση του Cour de cassation, chambre criminelle (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, ποινικό τμήμα, Γαλλία) της 26ης Οκτωβρίου 2016, αριθ. 15-84.552].
( 58 ) Βλ. E. Dreyer, Droit pénal general, LexisNexis, 4η έκδοση, 2016, παράγραφοι 632 και 633.
( 59 ) Για παράδειγμα, εφόσον τα ίδια πρόσωπα διαπράξουν αεροπειρατεία και θέσουν υπό ομηρία τον πιλότο, το πλήρωμα και τους επιβάτες του αεροσκάφους, είναι δυνατόν να κριθούν ένοχοι για δύο αδικήματα, συγκεκριμένα για διατάραξη της ασφάλειας αεροσκάφους και για αρπαγή. Πράγματι, οι σχετικές με τα αδικήματα αυτά διατάξεις προστατεύουν διαφορετικά έννομα αγαθά, την ασφάλεια των αεροπορικών μεταφορών και την προσωπική ελευθερία, αντιστοίχως [βλ. απόφαση του Cour de cassation, chambre criminelle (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, ποινικό τμήμα, Γαλλία), της 27ης Νοεμβρίου 2003, αριθ. 83-93.975).
( 60 ) Ποινές του αυτού είδους είναι όλες οι στερητικές της ελευθερίας ποινές. Ομοίως, του αυτού είδους είναι όλα τα πρόστιμα.
( 61 ) Βλ. J. Pradel, Droit pénal général, Éditions Cujas, 20ή έκδοση, 2014, παράγραφος 342(4°).
( 62 ) Βλ. απόφαση του Cour de cassation, chambre criminelle (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, ποινικό τμήμα, Γαλλία) της 9ης Δεκεμβρίου 2014 (αριθ. 13-85.937). Στην απόφαση εκείνη, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε, πρώτον, ότι η ίδια συμπεριφορά συνιστά παράβαση της διάταξης περί ανθρωποκτονίας από αμέλεια, αφενός, και των κανονισμών ασφαλείας των εργαζομένων, αφετέρου. Δεύτερον, το δικαστήριο έκρινε ότι «είναι δυνατόν να επιβληθούν χωριστές ποινές του αυτού είδους για τα αδικήματα αυτά, υπό τον όρο ότι η συνολική ποινή δεν υπερβαίνει το ανώτατο νόμιμο όριο, όπως πράγματι συμβαίνει».
( 63 ) Υπογραμμίζω ότι η πρότασή μου περιορίζεται αυστηρά στην παράβαση των άρθρων 4, παράγραφος 1, και 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 μέσω της ίδιας συμπεριφοράς. Ουδόλως επηρεάζει τη δυνατότητα της Επιτροπής να επιβάλλει στην ίδια επιχείρηση πλείονα πρόστιμα, όταν διαπιστώνει πλείονες παραβάσεις του άρθρο 101 ΣΛΕΕ εκ μέρους της ίδιας επιχειρήσεως. Πράγματι, η υπό κρίση υπόθεση αφορά περίπτωση κατά την οποία η ίδια συμπεριφορά συνιστά παράβαση πλειόνων διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης, συγκεκριμένα των άρθρων 4, παράγραφος 1, και 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004. Το ερώτημα που τίθεται, επομένως, είναι αν οι δύο αυτές διατάξεις ορίζουν την ίδια παράβαση, ή αν η μία εμπεριέχει την άλλη, οπότε δεν θα πρέπει να εφαρμοστούν και οι δύο προς αντιμετώπιση της ίδιας συμπεριφοράς. Σε αντιδιαστολή, σε περιπτώσεις που η Επιτροπή επιβάλλει πλείονα πρόστιμα στην ίδια επιχείρηση δυνάμει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, τούτο συμβαίνει επειδή η επιχείρηση παραβαίνει με διαφορετικές συμπεριφορές περισσότερες από μία φορές την ίδια διάταξη του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης, και συγκεκριμένα την απορρέουσα από το άρθρο 101 ΣΛΕΕ απαγόρευση των συμφωνιών και των εναρμονισμένων πρακτικών. Στην περίπτωση αυτή, το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν πρόκειται πράγματι για πλείονες παραβάσεις του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, οπότε είναι δυνατή η επιβολή πλειόνων προστίμων· ή αν οι επίμαχες παράνομες πράξεις συνιστούν μία και την αυτή παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, οπότε είναι δυνατή η επιβολή ενός μόνον προστίμου. Πρόκειται για ερώτημα εντελώς διαφορετικό από αυτό που μας απασχολεί εν προκειμένω.
( 64 ) Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, τα πρόστιμα δεν μπορούν να υπερβαίνουν το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών των συμμετεχουσών επιχειρήσεων.
( 65 ) Περίπτωση κατά την οποία υποθέτω ότι η συμμόρφωση με την αρχή της αναλογικότητας (εφόσον ανακύψει το ζήτημα σε μελλοντική υπόθεση) θα πρέπει να εκτιμηθεί σε σχέση με το συνολικό ποσό των προστίμων, και όχι για το κάθε πρόστιμο χωριστά.
( 66 ) Βλ. υποσημείωση 5 της επίδικης αποφάσεως.
( 67 ) Η περίπτωση αυτή μπορεί να προκύψει ιδίως όταν τα μέρη θεωρούν ότι η μεταξύ τους συναλλαγή δεν συνιστά συγκέντρωση κατά την έννοια του κανονισμού 139/2004 (για παράδειγμα, επειδή απέκτησαν μειοψηφική συμμετοχή την οποία θεωρούν ανεπαρκή για την απόκτηση του ελέγχου της επιχειρήσεως-στόχου), ή ότι η συγκέντρωση δεν έχει ενωσιακή διάσταση.
( 68 ) Κανονισμός της 30ής Ιουνίου 1997 που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89 (ΕΕ 1997, L 180, σ. 1).
( 69 ) Βλ. σημείο 182 του Πράσινου Βιβλίου, στο οποίο παραπέμπει η υποσημείωση 29 ανωτέρω.
( 70 ) Βλ. Ν. Levy και C. Cook, European Merger Control Law: A Guide to the Merger Regulation, LexisNexis, 2003, παράγραφος 17.03[3].
( 71 ) Η Επιτροπή έχει επιβάλει πρόστιμα για την πραγματοποίηση συγκέντρωσης προτού αυτή κοινοποιηθεί και κηρυχθεί συμβατή σε πέντε περιπτώσεις: (i) απόφαση της Επιτροπής της 18ης Φεβρουαρίου 1998 σχετικά με την επιβολή προστίμων λόγω μη κοινοποίησης και πραγματοποίησης συγκέντρωσης κατά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1 και του άρθρου 7, παράγραφος 1 του κανονισμού του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89 (υπόθεση αριθ. IV/M.920 –Samsung/AST)· (ii) απόφαση της Επιτροπής της 10ης Φεβρουαρίου 1999 σχετικά με την επιβολή προστίμων λόγω μη κοινοποίησης και θέσης σε εφαρμογή τριών συγκεντρώσεων κατά παράβαση του άρθρου 4 και του άρθρου 7, παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89 του Συμβουλίου (υπόθεση IV/M.969 – A.P.Møller)· (iii) απόφαση της Επιτροπής της 10ης Ιουνίου 2009 σχετικά με την επιβολή προστίμου λόγω πραγματοποίησης συγκέντρωσης κατά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1 του κανονισμού του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89 (υπόθεση COMP/M.4994 – Electrabel/Compagnie Nationale du Rhône)· (iv) απόφαση της Επιτροπής της 24ης Απριλίου 2018 σχετικά με την επιβολή προστίμου λόγω πραγματοποίησης συγκέντρωσης κατά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1 και του άρθρου 7, παράγραφος 1 του κανονισμού του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89 (υπόθεση M.7993 – ALTEC/PT Portugal)· και (v) η επίδικη απόφαση. Από τις αποφάσεις αυτές, τέσσερις αφορούν παράβαση τόσο του άρθρου 4, παράγραφος 1, όσο και του άρθρου 7, παράγραφος 1, των κανονισμών 4064/89 ή 139/2004· μία αφορά παράβαση μόνου του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 4064/89 (η απόφαση στην υπόθεση αριθ. M.4994 – Electrabel/Compagnie Nationale du Rhône)· ενώ καμία δεν αφορά παράβαση μόνου του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 4064/89 ή του κανονισμού 139/2004. Διευκρινίζεται ότι εκδόθηκε ήδη και έκτη απόφαση, στις 27 Ιουνίου 2019, με την οποία η Επιτροπή επέβαλε στην Canon πρόστιμο 28 εκατομμυρίων ευρώ για τη μερική πραγματοποίηση της εξαγοράς της Toshiba Medical Systems Corporation. Κατά τα φαινόμενα, το πρόστιμο αυτό αποτελεί κύρωση για παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, δεδομένου ότι στο ανακοινωθέν Τύπου της Επιτροπής αναφέρεται ότι «η Canon παρέβη τόσο την υποχρέωση κοινοποίησης όσο και την υποχρέωση αναστολής» (βλ. δελτίο τύπου της Επιτροπής της 27ης Ιουνίου 2019, IP/19/3429 – η απόφαση δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί).
( 72 ) Η κατάσταση αυτή μπορεί να προκύψει ιδίως όταν οι υπόχρεοι δεν γνωρίζουν σε τι συνίσταται η πραγματοποίηση κατά την έννοια του κανονισμού 139/2004, ή όταν θεωρούν εσφαλμένως ότι έχει εφαρμογή η προβλεπόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού απαλλαγή.
( 73 ) Απόφαση της 31ης Μαΐου 2018, Ernst & Young (C‑633/16, EU:C:2018:371, σκέψη 52).
( 74 ) Επισημαίνεται ότι οι σκέψεις 363 έως 371 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως αφορούν το ζήτημα αν οι αρχές που διέπουν τη συρροή παραβάσεων αποκλείουν, «εν γένει» (βλ. σκέψη 371) και κατά τη νομολογία των διεθνών δικαστηρίων, το ενδεχόμενο να συνιστά η ίδια συμπεριφορά πλείονες παραβάσεις. Ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν οι αρχές που διέπουν τη συρροή παραβάσεων αποκλείουν για τους σκοπούς εφαρμογής του κανονισμού 139/2004 το ενδεχόμενο αυτό.
( 75 ) Πρέπει να διευκρινιστεί ότι, ενώ με την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου η Marine Harvest υποστήριξε ότι στην παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 δίνεται προτεραιότητα έναντι εκείνης του άρθρου 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση υποστήριξε την αντίθετη άποψη, ήτοι ότι η τελευταία αυτή παράβαση έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής και επομένως εμπεριέχει την πρώτη, η οποία απομένει γράμμα κενό.
( 76 ) Επισημαίνω συναφώς ότι στο ίδιο το Γενικό Δικαστήριο δεν φαίνεται να επαρκεί, ως μόνο έρεισμα για την άποψη ότι δεν υφίσταται κυρίως εφαρμοστέα διάταξη, η διαπίστωση ότι δεν δίνεται προτεραιότητα στην παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 έναντι εκείνης του άρθρου 7, παράγραφος 1, του εν ίδιου κανονισμού. Ειδάλλως το Γενικό Δικαστήριο δεν θα έκρινε αναγκαίο να επικαλεστεί επιπλέον το γεγονός ότι η παράβαση και των δύο διατάξεων υπόκειται στο ίδιο ανώτατο όριο.
( 77 ) Βλ. διάταξη της 20ής Ιανουαρίου 2009, Sack κατά Επιτροπής (C‑38/08 P, EU:C:2009:21, σκέψεις 21 έως 24).