ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 10ης Ιουλίου 2019 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ίση μεταχείριση – Κοινωνικά πλεονεκτήματα – Κανονισμός (ΕΕ) 492/2011 – Άρθρο 7, παράγραφος 2 – Οικονομικό βοήθημα για ανώτατες και μεταλυκειακές σπουδές – Σπουδαστές μη διαμένοντες στην ημεδαπή – Προϋπόθεση αφορώσα τη διάρκεια εργασίας των γονέων τους στο εν λόγω κράτος μέλος – Ελάχιστη διάρκεια πέντε ετών – Περίοδος αναφοράς επτά ετών – Τρόπος υπολογισμού της περιόδου αναφοράς – Ημερομηνία υποβολής της αίτησης για χορήγηση οικονομικού βοηθήματος – Έμμεση διάκριση – Δικαιολόγηση – Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση C‑410/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal administratif (πρωτοβάθμιο διοικητικό δικαστήριο, Λουξεμβούργο) με απόφαση της 20ής Ιουνίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Ιουνίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

Nicolas Aubriet

κατά

Ministre de l’Enseignement supérieur et de la Recherche,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, C. Toader, A. Rosas (εισηγητή), L. Bay Larsen και M. Safjan, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο N. Aubriet, εκπροσωπούμενος από την S. Jacquet, avocate,

η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την D. Holderer, επικουρούμενη από τον P. Kinsch, avocat,

η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Nymann-Lindegren και την M. Wolff,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Van Hoof και D. Martin,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 45 ΣΛΕΕ και του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης (ΕΕ 2011, L 141, σ. 1).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Nicolas Aubriet (στο εξής: υιός Aubriet) και του ministre de l’Enseignement supérieur et de la Recherche (Υπουργού Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας, Λουξεμβούργο) σχετικά με την άρνηση των λουξεμβουργιανών αρχών να χορηγήσουν στον πρώτο οικονομικό βοήθημα, για το ακαδημαϊκό έτος 2014-2015, για την πραγματοποίηση μεταλυκειακών σπουδών στο Στρασβούργο (Γαλλία).

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Το άρθρο 7 του κανονισμού 492/2011 προβλέπει τα εξής:

«1.   Ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους δεν δύναται στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών, να έχει, λόγω της ιθαγένειάς του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχόλησης και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος.

2.   Απολαύει των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.

[…]»

4

Το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 έχει πανομοιότυπο περιεχόμενο με εκείνο του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004 (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 229, σ. 35).

Το λουξεμβουργιανό δίκαιο

Η ισχύουσα ρύθμιση πριν από το έτος 2014

5

Το κρατικό οικονομικό βοήθημα για πραγματοποίηση ανωτάτων και μεταλυκειακών σπουδών, το οποίο χορηγείται στο Λουξεμβούργο υπό τη μορφή υποτροφίας και δανείου και μπορεί να ζητηθεί ανεξαρτήτως του κράτους στο οποίο ο αιτών σκοπεύει να πραγματοποιήσει ανώτατες και μεταλυκειακές σπουδές, ρυθμιζόταν, έως το έτος 2014, από τον νόμο της 22ας Ιουνίου 2000 σχετικά με το κρατικό οικονομικό βοήθημα για ανώτατες και μεταλυκειακές σπουδές (Mémorial A 2000, σ. 1106), ο οποίος έχει τροποποιηθεί επανειλημμένως.

6

Σύμφωνα με τον νόμο της 22ας Ιουνίου 2000, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 26ης Ιουλίου 2010 (Mémorial A 2010, σ. 2040), ο οποίος ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C-20/12, EU:C:2013:411), το οικονομικό βοήθημα για ανώτατες και μεταλυκειακές σπουδές χορηγούνταν σε κάθε σπουδαστή που γινόταν δεκτός για την πραγματοποίηση ανωτάτων και μεταλυκειακών σπουδών ο οποίος είτε ήταν υπήκοος του Λουξεμβούργου ή μέλος της οικογένειας υπηκόου του Λουξεμβούργου και διέμενε στο Λουξεμβούργο είτε ήταν υπήκοος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διέμενε στο Λουξεμβούργο υπό την ιδιότητα του μισθωτού εργαζομένου, του μη μισθωτού εργαζομένου, του προσώπου που διατηρεί το εν λόγω καθεστώς ή του μέλους της οικογένειας προσώπου που ανήκει σε μία από τις προαναφερθείσες κατηγορίες ή είχε αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής.

7

Δεδομένου ότι το λουξεμβουργιανό καθεστώς σχετικά με το κρατικό οικονομικό βοήθημα για ανώτατες και μεταλυκειακές σπουδές, το οποίο θεσπίστηκε με τον νόμο της 22ας Ιουνίου 2000, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 26ης Ιουλίου 2010, κρίθηκε με την απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C-20/12, EU:C:2013:411), ασυμβίβαστο με το δίκαιο της Ένωσης, οι προϋποθέσεις χορήγησης του βοηθήματος αυτού τροποποιήθηκαν με τον νόμο της 19ης Ιουλίου 2013 (Mémorial A 2013, σ. 3214). Ο νόμος της 22ας Ιουνίου 2000, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 19ης Ιουλίου 2013, εξαρτούσε τη χορήγηση οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες και μεταλυκειακές σπουδές είτε από την προϋπόθεση διαμονής του σπουδαστή στο Λουξεμβούργο είτε, για τους σπουδαστές που δεν διέμεναν σ’ αυτό, από την προϋπόθεση να είναι τέκνα εργαζομένων που έχουν απασχοληθεί ή ασκήσει την επαγγελματική τους δραστηριότητα στο Λουξεμβούργο επί τουλάχιστον πέντε έτη αδιαλείπτως κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για τη χορήγηση οικονομικού βοηθήματος.

Ο νόμος της 24ης Ιουλίου 2014

8

Ο νόμος της 24ης Ιουλίου 2014 σχετικά με το κρατικό οικονομικό βοήθημα για ανώτατες και μεταλυκειακές σπουδές (Mémorial A 2014, σ. 2188) (στο εξής: νόμος της 24ης Ιουλίου 2014) κατήργησε τον τροποποιημένο νόμο της 22ας Ιουνίου 2000.

9

Το άρθρο 3 του νόμου της 24ης Ιουλίου 2014 σχετικά με το κρατικό οικονομικό βοήθημα για ανώτατες και μεταλυκειακές σπουδές προβλέπει τα εξής:

«Δικαιούχοι του κρατικού οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες και μεταλυκειακές σπουδές είναι οι σπουδαστές και μαθητές που ορίζονται στο άρθρο 2, καλούμενοι στο εξής με τον όρο “σπουδαστής”, οι οποίοι πληρούν μια από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(1)

είναι υπήκοοι του Λουξεμβούργου ή μέλη οικογένειας υπηκόου του Λουξεμβούργου και κατοικούν στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου ή

(2)

είναι υπήκοοι άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ενός εκ των λοιπών κρατών που είναι μέρη της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και διαμένουν, σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 του τροποποιημένου νόμου της 29ης Αυγούστου 2008 περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και της μετανάστευσης, στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου υπό την ιδιότητα του μισθωτού εργαζομένου, του μη μισθωτού εργαζομένου, του προσώπου που διατηρεί το εν λόγω καθεστώς ή του μέλους της οικογένειας προσώπου που ανήκει σε μια από τις προαναφερθείσες κατηγορίες ή έχουν αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής ή

[…]

(5)

όσον αφορά τους σπουδαστές που δεν διαμένουν στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου:

a)

είναι εργαζόμενοι υπήκοοι Λουξεμβούργου ή πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης […] που απασχολούνται ή ασκούν τη δραστηριότητά τους στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου κατά το χρόνο υποβολής της αίτησής τους για το οικονομικό βοήθημα για ανώτατες και μεταλυκειακές σπουδές· ή

b)

είναι τέκνα εργαζομένου υπηκόου του Λουξεμβούργου ή πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης […] που απασχολείται ή ασκεί τη δραστηριότητά του στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου κατά τον χρόνο υποβολής από τον σπουδαστή της αίτησης για τη χορήγηση οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες και μεταλυκειακές σπουδές, υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω εργαζόμενος εξακολουθεί να συμβάλλει στη συντήρηση του σπουδαστή και ότι ο εν λόγω εργαζόμενος έχει απασχοληθεί ή ασκήσει τη δραστηριότητά του στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου επί χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών κατά τον χρόνο υποβολής από τον σπουδαστή της αίτησης για τη χορήγηση οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες και μεταλυκειακές σπουδές εντός περιόδου αναφοράς επτά ετών η οποία υπολογίζεται αναδρομικώς από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για τη χορήγηση οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες και μεταλυκειακές σπουδές ή, κατά παρέκκλιση, υπό την προϋπόθεση ότι το πρόσωπο που διατηρεί το καθεστώς εργαζομένου πληρούσε το προαναφερόμενο κριτήριο της πενταετούς απασχόλησης εντός των επτά ετών αναφοράς κατά τον χρόνο παύσης της δραστηριότητάς του.

[…]»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

10

O υιός Aubriet, Γάλλος υπήκοος γεννημένος το έτος 1995, διαμένει στη Γαλλία στην οικία του πατέρα του, Bruno Aubriet (στο εξής: πατέρας Aubriet).

11

Κατά την έναρξη του ακαδημαϊκού έτους 2014-2015, ο υιός Aubriet εγγράφηκε, σε λύκειο στο Στρασβούργο, σε πρόγραμμα εκπαίδευσης για την απόκτηση διπλώματος ανώτερου τεχνικού (BTS).

12

Στις 29 Σεπτεμβρίου 2014, ο υιός Aubriet αιτήθηκε, από την υπηρεσία οικονομικών βοηθημάτων του Υπουργείου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας του Λουξεμβούργου, τη χορήγηση, για το ακαδημαϊκό έτος 2014-2015, κρατικού οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες και μεταλυκειακές σπουδές, όπως προβλέπεται στον νόμο της 24ης Ιουλίου 2014.

13

Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε από τον υιό Aubriet υπό την ιδιότητά του ως τέκνου μισθωτού εργαζομένου στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου.

14

Συγκεκριμένα, ο πατέρας Aubriet, διαμένων στη Γαλλία, είναι μεθοριακός εργαζόμενος ο οποίος άσκησε έμμισθη δραστηριότητα στο Λουξεμβούργο από την 1η Οκτωβρίου 1991 με μικρότερες ή μεγαλύτερες περιόδους διακοπής εργασίας. Άσκησε, ειδικότερα, επαγγελματική δραστηριότητα ως μισθωτός εργαζόμενος στο Λουξεμβούργο επί δέκα έτη μεταξύ της 1ης Οκτωβρίου 1991 και της 30ής Σεπτεμβρίου 2001. Αφού παρέμεινε άνεργος έως την 5η Φεβρουαρίου 2002, ο πατέρας Aubriet απασχολήθηκε εκ νέου στο Λουξεμβούργο επί έξι έτη, ήτοι από την 6η Φεβρουαρίου 2002 έως τη 14η Ιανουαρίου 2008. Μεταξύ της 15ης Ιανουαρίου 2008 και της 16ης Δεκεμβρίου 2012 άσκησε επαγγελματική δραστηριότητα στη Γαλλία. Αφού άσκησε και πάλι επαγγελματική δραστηριότητα στο Λουξεμβούργο μεταξύ της 17ης Δεκεμβρίου 2012 και της 30ής Σεπτεμβρίου 2014, κατέστη εκ νέου άνεργος, κατόπιν απολύσεώς του για οικονομικούς λόγους.

15

Στις 5 Νοεμβρίου 2014, οι λουξεμβουργιανές αρχές απέρριψαν την αίτηση του υιού Aubriet για χορήγηση οικονομικού βοηθήματος για την πραγματοποίηση μεταλυκειακών σπουδών στο Στρασβούργο, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 5, στοιχείο b, του νόμου της 24ης Ιουλίου 2014, με το σκεπτικό ότι ο πατέρας Aubriet δεν είχε ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα στο Λουξεμβούργο επί πέντε τουλάχιστον έτη εντός περιόδου αναφοράς επτά ετών υπολογιζόμενης αναδρομικώς από την 29η Σεπτεμβρίου 2014, ημερομηνία υποβολής της αίτησης για χορήγηση οικονομικού βοηθήματος.

16

Στις 6 Μαΐου 2015, ο υιός Aubriet άσκησε προσφυγή κατά της εν λόγω άρνησης χορήγησης του βοηθήματος ενώπιον του Tribunal administratif (πρωτοβάθμιου διοικητικού δικαστηρίου, Λουξεμβούργο). Η σχετική με την εν λόγω προσφυγή διαδικασία ανεστάλη κατόπιν της προδικαστικής παραπομπής που έλαβε χώρα στο πλαίσιο της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2016, Bragança Linares Verruga κ.λπ. (C-238/15, EU:C:2016:949).

17

Την 1η Ιουλίου 2016, ο υιός Aubriet προσλήφθηκε από λουξεμβουργιανό εργοδότη, στον οποίο είχε απασχοληθεί ως ασκούμενος στη διάρκεια των σπουδών του. Εξακολουθεί να διαμένει στη Γαλλία.

18

Όσον αφορά τον πατέρα Aubriet, αυτός απασχολήθηκε εκ νέου σε θέση εργασίας στο Λουξεμβούργο. Ήταν ασφαλισμένος στο Centre commun luxembourgeois de la Sécurité sociale (Κοινό Κέντρο Κοινωνικής Ασφάλισης του Λουξεμβούργου) από τη 14η Σεπτεμβρίου 2017 έως την 29η Σεπτεμβρίου 2017 και από τη 16η Οκτωβρίου 2017 έως τη 15η Οκτωβρίου 2018.

19

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal administratif (πρωτοβάθμιο διοικητικό δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Είναι αναγκαία, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός τον οποίον επιδιώκει ο νομοθέτης του Λουξεμβούργου, δηλαδή η προσπάθεια αύξησης του ποσοστού των προσώπων που είναι πτυχιούχοι ανώτατης και μεταλυκειακής εκπαίδευσης, η προϋπόθεση η οποία επιβάλλεται στους σπουδαστές που δεν διαμένουν στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου με το άρθρο 3, [παράγραφος] 5, [στοιχείο] b, του νόμου της 24ης Ιουλίου 2014, δηλαδή το να είναι οι ενδιαφερόμενοι τέκνα εργαζομένων που έχουν απασχοληθεί ή ασκήσει τη δραστηριότητά τους στο Λουξεμβούργο επί χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών εντός περιόδου αναφοράς επτά ετών κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης για χορήγηση οικονομικού βοηθήματος, αποκλειομένης της συνεκτιμήσεως κάθε άλλου κριτηρίου συνδέσεως;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

20

Προκαταρκτικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, μολονότι, τυπικώς, με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο δεν ζητεί από το Δικαστήριο διευκρινίσεις ως προς την ερμηνεία συγκεκριμένης διάταξης του δικαίου της Ένωσης αλλά ζητεί από αυτό να αποφανθεί επί του «αναγκαίου» χαρακτήρα προϋπόθεσης που επιβάλλεται από την εθνική νομοθεσία στους σπουδαστές που δεν διαμένουν στο Λουξεμβούργο προκειμένου να λάβουν κρατικό οικονομικό βοήθημα για ανώτατες και μεταλυκειακές σπουδές, προϋπόθεσης η οποία τέθηκε για να καταστεί δυνατή η επίτευξη επιδιωκόμενου από την εν λόγω νομοθεσία σκοπού, πράγμα που παραπέμπει στην ισχύουσα στο δίκαιο της Ένωσης αρχή της αναλογικότητας, εντούτοις το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να παράσχει στο εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο όλα τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που μπορούν να του είναι χρήσιμα κατά την κρίση της υπόθεσης της οποίας έχει επιληφθεί, ανεξαρτήτως του αν το εθνικό δικαστήριο έχει αναφερθεί σε αυτά κατά τη διατύπωση των ερωτημάτων του.

21

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, στο Δικαστήριο απόκειται να εντοπίσει, από το σύνολο των στοιχείων που του παρέσχε το αιτούν δικαστήριο και ιδίως από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς της κύριας δίκης (απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, EN.SA., C-712/17, EU:C:2019:374, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

22

Συναφώς, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει σαφώς ότι το προδικαστικό ερώτημα αποτελεί συνέχεια των αποφάσεων της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C-20/12, EU:C:2013:411), καθώς και της 14ης Δεκεμβρίου 2016, Bragança Linares Verruga κ.λπ. (C-238/15, EU:C:2016:949), που εκδόθηκαν επί αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το ίδιο εθνικό δικαστήριο. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται ρητώς, όχι στη διατύπωση του προδικαστικού ερωτήματος, αλλά στο ίδιο το κείμενο της απόφασης περί παραπομπής, στους κανόνες σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και των μελών της οικογένειάς τους στο εσωτερικό της Ένωσης, εν προκειμένω στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 45 ΣΛΕΕ. Τέλος, το εν λόγω δικαστήριο εκθέτει επαρκώς τους λόγους που το οδήγησαν να αμφιβάλλει ως προς την ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, καθώς και την κατά την κρίση του σχέση μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας.

23

Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι με το υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα ζητείται, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αποκλείουν νομοθεσία κράτους μέλους η οποία εξαρτά τη χορήγηση οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες και μεταλυκειακές σπουδές στους σπουδαστές που δεν διαμένουν στο οικείο κράτος μέλος από την προϋπόθεση, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για τη χορήγηση οικονομικού βοηθήματος, ο ένας εκ των γονέων του σπουδαστή να έχει απασχοληθεί ή ασκήσει δραστηριότητα στο εν λόγω κράτος μέλος επί χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών εντός περιόδου αναφοράς επτά ετών υπολογιζόμενης αναδρομικώς από την ημερομηνία υποβολής της εν λόγω αίτησης για χορήγηση οικονομικού βοηθήματος, αποκλειομένης της συνεκτιμήσεως κάθε άλλου κριτηρίου συνδέσεως, παρά το ότι μια τέτοια προϋπόθεση δεν προβλέπεται όσον αφορά του σπουδαστές που διαμένουν στο εν λόγω κράτος μέλος.

24

Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011, ο εργαζόμενος που είναι υπήκοος κράτους μέλους απολαύει, εντός των άλλων κρατών μελών, των ίδιων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους. Η διάταξη αυτή ευνοεί αδιακρίτως τόσο τους διακινούμενους εργαζομένους που διαμένουν σε κράτος μέλος υποδοχής όσο και τους μεθοριακούς εργαζομένους οι οποίοι, μολονότι ασκούν την έμμισθη δραστηριότητά τους σ’ αυτό το κράτος μέλος, διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος (πρβλ. αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 1997, Meints, C-57/96, EU:C:1997:564, σκέψη 50, της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ., C-20/12, EU:C:2013:411, σκέψη 37, καθώς και της 14ης Δεκεμβρίου 2016, Bragança Linares Verruga κ.λπ., C‑238/15, EU:C:2016:949, σκέψη 39).

25

Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι βοήθημα που χορηγείται για τη διαβίωση και την εκπαίδευση, με σκοπό την πραγματοποίηση πανεπιστημιακών σπουδών για την απόκτηση επαγγελματικών προσόντων, αποτελεί για τον διακινούμενο εργαζόμενο κοινωνικό πλεονέκτημα, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011, το οποίο δύναται να αξιώσει το ίδιο το τέκνο του διακινούμενου εργαζομένου εάν το βοήθημα αυτό, δυνάμει του εθνικού δικαίου, χορηγείται απευθείας στον σπουδαστή (αποφάσεις της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ., C-20/12, EU:C:2013:411, σκέψεις 38 και 40, καθώς και της 14ης Δεκεμβρίου 2016, Bragança Linares Verruga κ.λπ., C-238/15, EU:C:2016:949, σκέψη 40).

26

Η αρχή της ίσης μεταχείρισης, η οποία κατοχυρώνεται τόσο στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ όσο και στο άρθρο 7 του κανονισμού 492/2011, απαγορεύει όχι μόνον τις άμεσες διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, αλλά και κάθε μορφή έμμεσης διάκρισης, η οποία, κατ’ εφαρμογήν άλλων διαχωριστικών κριτηρίων, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (βλ. αποφάσεις της 13ης Απριλίου 2010, Bressol κ.λπ., C-73/08, EU:C:2010:181, σκέψη 40, καθώς και της 14ης Δεκεμβρίου 2016, Bragança Linares Verruga κ.λπ., C-238/15, EU:C:2016:949, σκέψη 41).

27

Η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία εξαρτά τη χορήγηση οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες και μεταλυκειακές σπουδές είτε από την προϋπόθεση διαμονής του σπουδαστή στο Λουξεμβούργο είτε, για τους σπουδαστές που δεν διαμένουν σ’ αυτό, από την προϋπόθεση να είναι τέκνα εργαζομένων που έχουν απασχοληθεί ή ασκήσει την επαγγελματική δραστηριότητά τους στο Λουξεμβούργο επί χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών εντός περιόδου αναφοράς επτά ετών που προηγείται της αίτησης για χορήγηση του οικονομικού βοηθήματος. Μολονότι ισχύει αδιακρίτως για τους υπηκόους του Λουξεμβούργου και τους υπηκόους άλλων κρατών μελών, η προϋπόθεση αυτή ελάχιστης διάρκειας εργασίας δεν προβλέπεται εντούτοις για τους σπουδαστές που διαμένουν στο Λουξεμβούργο.

28

Μια τέτοια διάκριση λόγω τόπου διαμονής, δυνάμενη να αποβεί περισσότερο εις βάρος των υπηκόων άλλων κρατών μελών, δεδομένου ότι εκείνοι οι οποίοι δεν διαμένουν στην ημεδαπή είναι συνήθως αλλοδαποί (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C-542/09, EU:C:2012:346, σκέψη 38, της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ., C-20/12, EU:C:2013:411, σκέψη 44, καθώς και της 14ης Δεκεμβρίου 2016, Bragança Linares Verruga κ.λπ., C-238/15, EU:C:2016:949, σκέψη 43), συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας, η οποία δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή παρά μόνον υπό την προϋπόθεση ότι δικαιολογείται αντικειμενικώς.

29

Προκειμένου να δικαιολογείται, πρέπει να είναι κατάλληλη να διασφαλίσει την επίτευξη ενός θεμιτού σκοπού και να μη βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρου.

30

Πρέπει, συναφώς, να υπομνησθεί, πρώτον, ότι, όπως επισημαίνει η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση, ο νόμος της 24ης Ιουλίου 2014 επιδιώκει, όπως και ο νόμος της 22ας Ιουνίου 2000, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 26ης Ιουλίου 2010, να αυξήσει, σε σημαντικό βαθμό, στο Λουξεμβούργο το ποσοστό των προσώπων που διαμένουν σε αυτό και είναι πτυχιούχοι ανώτατης και μεταλυκειακής εκπαίδευσης.

31

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο σκοπός προώθησης της πραγματοποίησης ανωτάτων και μεταλυκειακών σπουδών αποτελεί σκοπό γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζεται σε επίπεδο Ένωσης και ότι η δράση που αναλαμβάνεται από κράτος μέλος για να εξασφαλιστεί υψηλό επίπεδο κατάρτισης του πληθυσμού που διαμένει σε αυτό επιδιώκει θεμιτό σκοπό ικανό να δικαιολογήσει έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας (αποφάσεις της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ., C‑20/12, EU:C:2013:411, σκέψεις 53 και 56, καθώς και της 14ης Δεκεμβρίου 2016, Bragança Linares Verruga κ.λπ., C-238/15, EU:C:2016:949, σκέψη 46).

32

Όσον αφορά, δεύτερον, το ζήτημα του αν προϋπόθεση ελάχιστης διάρκειας εργασίας πέντε ετών κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υποτροφίας σπουδών, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, είναι κατάλληλη για την επίτευξη ενός τέτοιου σκοπού, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, όσον αφορά τους διακινούμενους και μεθοριακούς εργαζομένους, το γεγονός ότι έχουν εισέλθει στην αγορά εργασίας κράτους μέλους δημιουργεί, καταρχήν, επαρκή δεσμό ένταξης στην κοινωνία του εν λόγω κράτους μέλους, ο οποίος καθιστά δυνατή την εφαρμογή υπέρ αυτών της αρχής της ίσης μεταχείρισης σε σχέση με τους ημεδαπούς εργαζομένους ως προς τα κοινωνικά πλεονεκτήματα (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C-542/09, EU:C:2012:346, σκέψη 65, καθώς και της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ., C-20/12, EU:C:2013:411, σκέψη 63).

33

Ο δεσμός ένταξης προκύπτει ιδίως από το γεγονός ότι οι διακινούμενοι εργαζόμενοι συμβάλλουν στη χρηματοδότηση των κοινωνικών πολιτικών του κράτους μέλους υποδοχής με τις φορολογικές και ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλουν στο εν λόγω κράτος στο πλαίσιο της έμμισθης δραστηριότητας που ασκούν σ’ αυτό. Πρέπει, συνεπώς, να μπορούν και να αντλήσουν οφέλη από τις πολιτικές αυτές, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες που ισχύουν για τους ημεδαπούς εργαζομένους (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C-542/09, EU:C:2012:346, σκέψη 66, καθώς και της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ., C‑20/12, EU:C:2013:411, σκέψη 63).

34

Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει δεχτεί ότι εθνική ρύθμιση που εισάγει έμμεση δυσμενή διάκριση και περιορίζει τη χορήγηση στους μεθοριακούς εργαζομένους κοινωνικών πλεονεκτημάτων, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011, λόγω της έλλειψης επαρκούς δεσμού με την κοινωνία στην οποία αυτοί ασκούν δραστηριότητα χωρίς να διαμένουν σ’ αυτή, μπορεί να δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ. αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2007, Geven, C‑213/05, EU:C:2007:438, σκέψη 26, καθώς και της 14ης Δεκεμβρίου 2016, Bragança Linares Verruga κ.λπ., C-238/15, EU:C:2016:949, σκέψη 51).

35

Όσον αφορά, ειδικότερα, τη χορήγηση κρατικού οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες και μεταλυκειακές σπουδές σε τέκνα διακινούμενων και μεθοριακών εργαζομένων τα οποία δεν διαμένουν στο εν λόγω κράτος μέλος, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι το γεγονός ότι οι γονείς του ενδιαφερόμενου σπουδαστή κατείχαν επί μακρό χρονικό διάστημα θέση εργασίας στο κράτος μέλος που χορηγούσε το ζητούμενο βοήθημα ήταν πρόσφορο για να αποδείξει τον πραγματικό βαθμό συνδέσεως με την κοινωνία ή την αγορά εργασίας του κράτους αυτού (αποφάσεις της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ., C-20/12, EU:C:2013:411, σκέψη 78, καθώς και της 14ης Δεκεμβρίου 2016, Bragança Linares Verruga κ.λπ., C-238/15, EU:C:2016:949, σκέψη 55).

36

Στη σκέψη 58 της απόφασης της 14ης Δεκεμβρίου 2016, Bragança Linares Verruga κ.λπ. (C-238/15, EU:C:2016:949), το Δικαστήριο δέχθηκε, στο πλαίσιο αυτό, ότι η απαίτηση σύμφωνα με την οποία, προκειμένου τα τέκνα μεθοριακού εργαζομένου να δικαιούνται να λάβουν κρατικό οικονομικό βοήθημα για ανώτατες και μεταλυκειακές σπουδές, ο μεθοριακός εργαζόμενος γονέας πρέπει να έχει εργαστεί επί τουλάχιστον πέντε έτη στο κράτος μέλος που χορηγεί το βοήθημα είναι ικανή να αποδείξει την ύπαρξη ενός τέτοιου είδους δεσμού των εργαζομένων αυτών με την κοινωνία του εν λόγω κράτους μέλους, καθώς και την εύλογη πιθανότητα επιστροφής του σπουδαστή στο κράτος μέλος που χορηγεί το βοήθημα μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του.

37

Εάν κριθεί ότι προϋπόθεση αφορώσα την ελάχιστη διάρκεια εργασίας κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για χορήγηση οικονομικού βοηθήματος, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, είναι, επομένως, κατάλληλη για την επίτευξη του σκοπού που συνίσταται στην προώθηση πραγματοποίησης ανωτάτων και μεταλυκειακών σπουδών και στην αύξηση, σε σημαντικό βαθμό, του ποσοστού των προσώπων που διαμένουν στο Λουξεμβούργο και είναι πτυχιούχοι ανώτατης και μεταλυκειακής εκπαίδευσης, πρέπει, τρίτον, να εξεταστεί μήπως η θέσπιση, με το άρθρο 3, παράγραφος 5, στοιχείο b, του νόμου της 24ης Ιουλίου 2014, περιόδου αναφοράς επτά ετών που προηγείται της αίτησης χορήγησης οικονομικού βοηθήματος για τον υπολογισμό της ελάχιστης διάρκειας εργασίας πέντε ετών βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρου.

38

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2016, Bragança Linares Verruga κ.λπ. (C-238/15, EU:C:2016:949), η υπό κρίση νομοθεσία εξαρτούσε τη χορήγηση οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες και μεταλυκειακές σπουδές στους μη διαμένοντες στο οικείο κράτος μέλος σπουδαστές από την προϋπόθεση ο ένας γονέας να έχει εργαστεί στο Λουξεμβούργο αδιαλείπτως επί χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για χορήγηση οικονομικού βοηθήματος.

39

Το Δικαστήριο έκρινε ότι μια τέτοια ρύθμιση συνιστά περιορισμό ο οποίος βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του θεμιτού σκοπού που συνίσταται στην αύξηση του αριθμού των πτυχιούχων ανώτατης και μεταλυκειακής εκπαίδευσης μεταξύ των κατοίκων του οικείου κράτους μέλους, στο μέτρο που δεν παρέχει στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα να χορηγήσουν το εν λόγω βοήθημα όταν οι γονείς έχουν εργαστεί στο Λουξεμβούργο, πλην ορισμένων σύντομων περιόδων διακοπής, επί μακρό χρονικό διάστημα και δη επί σχεδόν οκτώ έτη, πριν από την υποβολή της αίτησης αυτής για τη χορήγηση οικονομικού βοηθήματος, καθόσον τέτοιου είδους περίοδοι διακοπής δεν είναι ικανές να διαρρήξουν τον δεσμό που συνδέει τον αιτούντα το οικονομικό βοήθημα με το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου (απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2016, Bragança Linares Verruga κ.λπ., C-238/15, EU:C:2016:949, σκέψη 69).

40

Στην υπό κρίση υπόθεση, η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η θέσπιση, με το άρθρο 3, παράγραφος 5, στοιχείο b, του νόμου της 24ης Ιουλίου 2014, περιόδου αναφοράς επτά ετών για τον υπολογισμό της ελάχιστης διάρκειας εργασίας των πέντε ετών καθιστά ακριβώς δυνατή τη λήψη υπόψη των σύντομων περιόδων διακοπής εργασίας των μεθοριακών εργαζόμενων γονέων, δεδομένου ότι καλύπτει τις καταστάσεις κατά τις οποίες ο μεθοριακός εργαζόμενος γονέας δεν άσκησε δραστηριότητα στο Λουξεμβούργο επί δύο έτη εντός συνολικής περιόδου επτά ετών. Από την άλλη πλευρά, ο εθνικός νομοθέτης δικαιολογημένα εκτιμά ότι, σε αντίθεση με μικρότερης διάρκειας περιόδους διακοπής εργασίας, μεγαλύτερης διάρκειας περίοδοι διακοπής εργασίας διαρρηγνύουν τον δεσμό που συνδέει τους μεθοριακούς εργαζομένους και τα τέκνα τους που σπουδάζουν με το Λουξεμβούργο και αίρουν το ενδιαφέρον του εν λόγω κράτους μέλους για τη χορήγηση βοηθήματος στους σπουδαστές αυτούς. Ειδικότερα, διακοπή εργασίας διάρκειας σχεδόν πέντε ετών, όπως αυτή στην περίπτωση του πατέρα Aubriet, θα μπορούσε ευλόγως να θεωρηθεί ότι είχε τέτοια επίδραση.

41

Επιπλέον, η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση εκτιμά ότι είναι απαραίτητο, προκειμένου να καταστεί δυνατή η επεξεργασία των αιτήσεων για χορήγηση οικονομικού βοηθήματος από μια διοίκηση η οποία είναι επιφορτισμένη με μια τυποποιημένη μαζική διαδικασία, να υιοθετηθεί ένα αντικειμενικό και ουδέτερο κριτήριο όπως μια ελάχιστη διάρκεια εργασίας εντός συγκεκριμένης περιόδου αναφοράς, αποκλειομένης της συνεκτιμήσεως κάθε άλλου κριτηρίου συνδέσεως βάσει του οποίου θα μπορoύσε να αποδειχθεί ότι ο μεθοριακός εργαζόμενος έχει επαρκή δεσμό με την κοινωνία του Λουξεμβούργου.

42

Μια τέτοια δυνατότητα θα προϋπέθετε, πράγματι, τη συνεκτίμηση, από την επιφορτισμένη με την επεξεργασία των αιτήσεων για χορήγηση οικονομικού βοηθήματος διοικητική αρχή, των ιδιαίτερων περιστάσεων που αφορούν κάθε αίτηση και την κατά περίπτωση εκτίμηση της υπάρξεως ενός υποκειμενικού στοιχείου, δηλαδή των «επαρκών δεσμών με τη λουξεμβουργιανή κοινωνία» των μεθοριακών εργαζομένων που απασχολούνται στο Λουξεμβούργο επί λιγότερο από πέντε έτη εντός περιόδου αναφοράς επτά ετών. Ωστόσο, η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων και η αρχή της αναλογικότητας δεν μπορούν να ερμηνευθούν ως επιβάλλουσες τέτοια κατά περίπτωση εκτίμηση από δημόσια διοίκηση που είναι επιφορτισμένη με τυποποιημένη μαζική διαδικασία.

43

Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το κρατικό οικονομικό βοήθημα για ανώτατες και μεταλυκειακές σπουδές δεν χορηγήθηκε στον υιό Aubriet, παρά το γεγονός ότι ο πατέρας του διατηρούσε σταθερά, κατά τα έτη που προηγούνταν της αίτησης του υιού του, έμμισθη θέση εργασίας στο Λουξεμβούργο για σημαντικό χρονικό διάστημα, υπερβαίνον κατά πολύ την ελάχιστη περίοδο των πέντε ετών. Ειδικότερα, ο πατέρας Aubriet ήταν φορολογούμενος στο Λουξεμβούργο και κατέβαλλε εισφορές στο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης του κράτους αυτού για περισσότερο από 17 έτη κατά τη διάρκεια των τα 23 ετών που προηγήθηκαν της αίτησης του υιού του για χορήγηση οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες και μεταλυκειακές σπουδές, ήτοι από το 1991 έως το 2014.

44

Ωστόσο, ο πατέρας Aubriet δεν πληροί την προϋπόθεση της ελάχιστης διάρκειας εργασίας εντός της περιόδου αναφοράς που προβλέπεται στον νόμο της 24ης Ιουλίου 2014, διότι αναγκάστηκε να διακόψει τη δραστηριότητά του στο Λουξεμβούργο κατά την περίοδο από τη 15η Ιανουαρίου 2008 έως τη 16η Δεκεμβρίου 2012, προκειμένου να βρει εργασία στο κράτος διαμονής του.

45

Όπως προκύπτει από την περίπτωση του πατέρα Aubriet, η λήψη υπόψη μόνης της δραστηριότητας που έχει ασκήσει ο μεθοριακός εργαζόμενος στο Λουξεμβούργο εντός περιόδου αναφοράς επτά ετών που προηγείται της αίτησης για χορήγηση οικονομικού βοηθήματος δεν επαρκεί για να εκτιμηθεί πλήρως η σημασία των δεσμών του εν λόγω μεθοριακού εργαζομένου με την αγορά εργασίας του Λουξεμβούργου, ιδίως όταν αυτός έχει ήδη απασχοληθεί στο Λουξεμβούργο για σημαντικό χρονικό διάστημα πριν από την περίοδο αναφοράς.

46

Συνεπώς, ένας κανόνας όπως ο προβλεπόμενος στην επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία, ο οποίος εξαρτά τη χορήγηση οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες και μεταλυκειακές σπουδές στους σπουδαστές που δεν διαμένουν στο οικείο κράτος μέλος από την προϋπόθεση ο ένας εκ των γονέων τους να έχει εργαστεί στο Λουξεμβούργο επί χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών εντός περιόδου αναφοράς επτά ετών που προηγείται της αίτησης για χορήγηση οικονομικού βοηθήματος, συνιστά περιορισμό ο οποίος βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του θεμιτού σκοπού που συνίσταται στην αύξηση του αριθμού των πτυχιούχων ανωτάτης και μεταλυκειακής εκπαιδεύσεως μεταξύ των κατοίκων του κράτους αυτού.

47

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αποκλείουν νομοθεσία κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία εξαρτά τη χορήγηση οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες και μεταλυκειακές σπουδές στους σπουδαστές που δεν διαμένουν στο οικείο κράτος μέλος από την προϋπόθεση, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για τη χορήγηση οικονομικού βοηθήματος, ο ένας εκ των γονέων του σπουδαστή να έχει απασχοληθεί ή ασκήσει δραστηριότητα στο εν λόγω κράτος μέλος επί χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών εντός περιόδου αναφοράς επτά ετών υπολογιζόμενης αναδρομικώς από την ημερομηνία υποβολής της εν λόγω αίτησης για χορήγηση οικονομικού βοηθήματος, στον βαθμό που η νομοθεσία αυτή δεν παρέχει τη δυνατότητα να εκτιμηθεί κατά τρόπο αρκούντως ευρύ η ύπαρξη τυχόν επαρκούς δεσμού με την αγορά εργασίας του εν λόγω κράτους μέλους.

Επί των δικαστικών εξόδων

48

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αποκλείουν νομοθεσία κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία εξαρτά τη χορήγηση οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες και μεταλυκειακές σπουδές στους σπουδαστές που δεν διαμένουν στο οικείο κράτος μέλος από την προϋπόθεση, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για τη χορήγηση οικονομικού βοηθήματος, ο ένας εκ των γονέων του σπουδαστή να έχει απασχοληθεί ή ασκήσει δραστηριότητα στο εν λόγω κράτος μέλος επί χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών εντός περιόδου αναφοράς επτά ετών υπολογιζόμενης αναδρομικώς από την ημερομηνία υποβολής της εν λόγω αίτησης για χορήγηση οικονομικού βοηθήματος, στον βαθμό που η νομοθεσία αυτή δεν παρέχει τη δυνατότητα να εκτιμηθεί κατά τρόπο αρκούντως ευρύ η ύπαρξη τυχόν επαρκούς δεσμού με την αγορά εργασίας του εν λόγω κράτους μέλους.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.