ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 10ης Ιουλίου 2019 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Αγωγή περί χρηματικής ικανοποιήσεως κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – Απόφαση της Επιτροπής να θέσει τέρμα σε συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου Team Europe – Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης – Ένσταση απαραδέκτου την οποία προέβαλε η Επιτροπή – Συμβατικός ή αδικοπρακτικός χαρακτήρας της διαφοράς»

Στην υπόθεση C‑19/18 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 2018,

VG, διάδοχος του MS, εκπροσωπούμενη από την L. Levi, avocate,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις I. Martínez del Peral και C. Ehrbar, καθώς και από τον B. Mongin,

εναγομένη πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, C. Toader (εισηγήτρια), A. Rosas, L. Bay Larsen και M. Safjan, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Απριλίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτηση αναιρέσεως, η VG, διάδοχος του MS, ζητεί την αναίρεση της διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 31ης Μαΐου 2017, MS κατά Επιτροπής (T-17/16, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, EU:T:2017:379), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του MS με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του καταβάλει χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της αποφάσεως της Επιτροπής να θέσει τέρμα στη συνεργασία του στο πλαίσιο του δικτύου Team Europe.

Το νομικό πλαίσιο

2

Το άρθρο 268 ΣΛΕΕ ορίζει τα εξής:

«Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο επί των διαφορών αποζημιώσεως που προβλέπονται στο άρθρο 340, δεύτερο και τρίτο εδάφιο.»

3

Το άρθρο 340 ΣΛΕΕ έχει ως εξής:

«Η συμβατική ευθύνη της Ένωσης διέπεται από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σχετική σύμβαση.

Στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης, η Ένωση υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα θεσμικά όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

[…]»

Το ιστορικό της διαφοράς

4

Η Team Europe είναι τοπικό δίκτυο επικοινωνίας με κύριο έργο να επικουρεί τις αντιπροσωπείες της Επιτροπής όσον αφορά την εκ μέρους τους γνωστοποίηση των ευρωπαϊκών πολιτικών σε τοπικό επίπεδο, τα δε μέλη του δικτύου αυτού ασκούν δραστηριότητα ως ομιλητές, συντονιστές, παρουσιαστές εκδηλώσεων και ειδικοί επικοινωνίας.

5

Οι ομιλητές αυτοί συνδέονται με την Επιτροπή μέσω «συμφωνητικού συμμετοχής στο Team Europe». Το συμφωνητικό αυτό προβλέπει τη δυνατότητα κάθε συμβαλλόμενου μέρους να αποχωρήσει ανά πάσα στιγμή εγγράφως από τη συμφωνία αυτή, χωρίς άλλη προϋπόθεση. Τα μέλη του δικτύου Team Europe δεν αμείβονται από την Επιτροπή. Η Επιτροπή τούς παρέχει όμως, ανάλογα με τον διαθέσιμο προϋπολογισμό, δωρεάν υπηρεσία υποστήριξης, η οποία συνίσταται σε συνεδριάσεις συντονισμού, εκπαιδευτικά σεμινάρια, πλατφόρμα επικοινωνίας μέσω του Διαδικτύου και επικοινωνιακά εργαλεία, προκειμένου να τους βοηθήσει στο έργο τους ως ομιλητές. Το συμφωνητικό συμμετοχής στο Team Europe διευκρινίζει ακόμη ότι τα μέλη του δικτύου Team Europe ενεργούν σε εθελοντική βάση και ότι μπορούν να δέχονται την επιστροφή των εξόδων τους ή εύλογη αποζημίωση από τους διοργανωτές των εκδηλώσεων στις οποίες συμμετέχουν.

6

Ο MS ήταν μέλος του δικτύου Team Europe μεταξύ 20ής Ιουλίου 2011 και 10ης Απριλίου 2013 δυνάμει του υφιστάμενου μεταξύ των διαδίκων συμφωνητικού συμμετοχής στο Team Europe (στο εξής: συμφωνητικό συμμετοχής), που υπεγράφη στο Παρίσι (Γαλλία) στις 8 Ιουλίου 2011 από τον επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στη Γαλλία και στο Μονπελιέ (Γαλλία) στις 20 Ιουλίου 2011 από τον MS. Κατά το συμφωνητικό αυτό, η συμμετοχή του MS θα έληγε στις 30 Ιουνίου 2014. Στις 10 Απριλίου 2013, ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στη Γαλλία ενημέρωσε τηλεφωνικώς τον ενδιαφερόμενο ότι ετίθετο τέρμα στη συνεργασία του με το δίκτυο αυτό, η δε απόφαση αυτή επιβεβαιώθηκε εν συνεχεία μέσω επιστολής με το αιτιολογικό ότι, στο πλαίσιο της δραστηριότητάς του, είχε επιδείξει ανάρμοστη συμπεριφορά σε συμμετέχοντες.

7

Ο λόγος τον οποίο προέβαλε ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στη Γαλλία ήταν ότι είχε λάβει καταγγελία σχετικά με τη συμπεριφορά του MS, προερχόμενη από γυναίκες που είχαν συμμετάσχει σε διάλεξη ή εργαστήριο του δικτύου Team Europe.

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

8

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Ιανουαρίου 2016, ο MS ζήτησε να του χορηγηθεί δικαστική αρωγή προκειμένου να ασκήσει αγωγή περί ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης.

9

Με διάταξη της 3ης Μαΐου 2016, MS κατά Επιτροπής (T-17/16 AJ, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:446), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου χορήγησε στον MS δικαστική αρωγή.

10

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Ιουλίου 2016, ο MS άσκησε αγωγή περί ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

11

Ο MS ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο:

να αναγνωρίσει την εξωσυμβατική ευθύνη της Επιτροπής·

να υποχρεώσει την Επιτροπή σε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υποστήριζε ότι είχε υποστεί λόγω επιλήψιμης συμπεριφοράς του ως άνω θεσμικού οργάνου, την οποία αποτιμούσε σε 20000 ευρώ·

να διατάξει την Επιτροπή να δημοσιεύσει επιστολή συγγνώμης προς τον ίδιο και να τον επανεντάξει στο δίκτυο Team Europe·

να ζητήσει την προσκόμιση των εγγράφων που χαρακτηρίστηκαν ως εμπιστευτικά από την Επιτροπή και επί των οποίων αυτή στήριξε την απόφασή της που έθετε τέρμα στη συνεργασία του με το δίκτυο Team Europe και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

12

Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στις 6 Οκτωβρίου 2016, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 130 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου και ζήτησε να καταδικαστεί ο ενάγων στα δικαστικά έξοδα.

13

Με τις παρατηρήσεις του επί της ενστάσεως απαραδέκτου, τις οποίες κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Νοεμβρίου 2016, ο MS ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την ένσταση αυτή.

14

Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, την οποία εξέδωσε βάσει του άρθρου 126 του Κανονισμού Διαδικασίας του, το Γενικό Δικαστήριο δέχτηκε την ένσταση απαραδέκτου. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι αντικείμενο της αγωγής ήταν στην πραγματικότητα ένα αίτημα χρηματικής ικανοποιήσεως συμβατικού χαρακτήρα. Δεδομένου ότι το συμφωνητικό συμμετοχής δεν περιείχε ρήτρα διαιτησίας, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εαυτόν αναρμόδιο.

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

15

Με διάταξη της 30ής Νοεμβρίου 2017, το Δικαστήριο δέχθηκε την αίτηση δικαστικής αρωγής του αναιρεσείοντος.

16

Με την αίτηση αναιρέσεως, ο αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη·

συνακολούθως, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας της ασκηθείσας ενώπιόν του αγωγής ή, εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι η υπόθεση είναι ώριμη προς εκδίκαση, να δεχθεί τα αιτήματα που ο νυν αναιρεσείων προέβαλε πρωτοδίκως·

ως εκ τούτου, να αναγνωρίσει την εξωσυμβατική ευθύνη της Επιτροπής επί τη βάσει του άρθρου 268 και του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ·

να διατάξει την προσκόμιση των εγγράφων που χαρακτηρίστηκαν από την Επιτροπή ως εμπιστευτικά και τα οποία συνιστούσαν το αναγκαίο έρεισμα της αποφάσεως που έθετε τέρμα στη συνεργασία του με το δίκτυο Team Europe·

να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση για την απορρέουσα από την επιλήψιμη συμπεριφορά της Επιτροπής ηθική βλάβη, η οποία αποτιμάται κατά δίκαιη και εύλογη κρίση σε 20000 ευρώ·

να διατάξει την Επιτροπή να δημοσιεύσει επιστολή συγγνώμης και να επανεντάξει τον αναιρεσείοντα στο Team Europe, και

να καταδικάσει την εναγομένη πρωτοδίκως στο σύνολο των εξόδων αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας.

17

Με επιστολή της 21ης Φεβρουαρίου 2018, το Δικαστήριο ενημερώθηκε για τον επελθόντα στις 16 Φεβρουαρίου 2018 θάνατο του MS καθώς και για την απόφαση της VG να συνεχίσει τη διαδικασία.

18

Με το υπόμνημά της απαντήσεως της 28ης Μαΐου 2018, η VG απέσυρε το αίτημα περί επανένταξης στο δίκτυο Team Europe.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

19

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η VG προβάλλει δύο λόγους που αντλούνται, αφενός, από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό της αγωγής περί χρηματικής ικανοποιήσεως καθώς και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και, αφετέρου, από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό του συμφωνητικού συμμετοχής, από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως καθώς και από παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως στο σύνολό του και, από κοινού, επί του πρώτου και του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, που αντλούνται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της αγωγής και από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

20

Πρώτον, όσον αφορά την προβαλλόμενη παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο καταρχάς δεν εξήγησε τον λόγο για τον οποίο το αίτημα χρηματικής ικανοποιήσεως συνδέεται κατ’ ανάγκην με την ερμηνεία του συμφωνητικού συμμετοχής, μολονότι η προσαπτόμενη με το αίτημα αυτό συμπεριφορά δεν είναι η καταγγελία της υποτιθέμενης συμβάσεως αλλά η προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του MS κατά την εξέταση της εις βάρος του καταγγελίας και κατά συνέπεια η ερμηνεία του συμφωνητικού αυτού δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε απαραίτητη για την εξέταση του εν λόγω αιτήματος, κατά την έννοια της σκέψεως 80 της αποφάσεως της 18ης Απριλίου 2013, Επιτροπή κατά Systran και Systran Luxembourg (C-103/11 P, EU:C:2013:245).

21

Έπειτα, η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η εξέταση από την Επιτροπή της εις βάρος του MS καταγγελίας συνδέεται κατ’ ανάγκην με την ερμηνεία του συμφωνητικού συμμετοχής. Το συμφωνητικό αυτό δεν περιέχει διατάξεις σχετικά με την εξέταση πιθανών καταγγελιών ούτε υποχρέωση της Επιτροπής να αιτιολογήσει τον τερματισμό της συνεργασίας ενός ομιλητή με το δίκτυο Team Europe. Οι κανόνες δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των θεμελιωδών δικαιωμάτων, των οποίων προβάλλεται παράβαση, εφαρμόζονται ανεξαρτήτως των διατάξεων του συμφωνητικού συμμετοχής.

22

Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει σε ορισμένα στοιχεία του κατατεθέντος ενώπιόν του δικογράφου της αγωγής, καθόσον δεν εξέτασε βάσει αντικειμενικής και σφαιρικής εκτιμήσεως, λαμβάνοντας υπόψη τα διάφορα στοιχεία της δικογραφίας, κατά πόσον υπήρχε πραγματικό συμβατικό πλαίσιο, σύμφωνα με τα απαιτούμενα ωστόσο από την απόφαση της 18ης Απριλίου 2013, Επιτροπή κατά Systran και Systran Luxembourg (C-103/11 P, EU:C:2013:245).

23

Η VG υποστηρίζει επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του συμφωνητικού συμμετοχής.

24

Δεύτερον, όσον αφορά την πλάνη περί το δίκαιο στην οποία το Γενικό Δικαστήριο φέρεται ότι υπέπεσε χαρακτηρίζοντας την ασκηθείσα αγωγή ως «έχουσα συμβατικό χαρακτήρα», η VG προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς χαρακτήρισε το συμφωνητικό συμμετοχής ως «σύμβαση» ενώ πρόκειται μάλλον για μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες καθορίζονται μονομερώς από την Επιτροπή και διέπουν τη λειτουργία του δικτύου Team Europe. Η Επιτροπή ουδέποτε υποστήριξε ότι η σχέση είχε συμβατικό χαρακτήρα, όπως καταδεικνύουν το σημείο 21 των παρατηρήσεών της ενώπιον της Ευρωπαίας Διαμεσολαβήτριας καθώς και η σκέψη 15 της διατάξεως της 3ης Μαΐου 2016, MS κατά Επιτροπής (T-17/16 AJ, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:446), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της αιτήσεως δικαστικής αρωγής του MS. Το συμφωνητικό συμμετοχής περιορίζεται στο να συνοψίσει τα δικαιώματα και τα καθήκοντα στο πλαίσιο του δικτύου Team Europe και δεν αφορά τα δικαιώματα και τα καθήκοντα στο πλαίσιο των ειδικών σχέσεων μεταξύ Επιτροπής και MS. Δεν προβλέπει κυρώσεις σε περίπτωση παραβάσεως των διατάξεών του ούτε περιέχει αναφορά στο εφαρμοστέο δίκαιο ή στα αρμόδια δικαστήρια, κατά συνέπεια δε το συμφωνητικό συμμετοχής αναφέρεται μάλλον σε απλούς κανόνες συμπεριφοράς και όχι σε πραγματικούς νομικούς δεσμούς μεταξύ των προσώπων. Η Επιτροπή καθυστερημένα μετέβαλε τη θέση της και επικαλέστηκε τη συμβατική φύση του συμφωνητικού συμμετοχής. Η κοινή πρόθεση των μερών ουδέποτε ήταν να δεσμευτούν αμοιβαία βάσει συμβάσεως. Η πρόθεση των μερών συνιστά όμως καθοριστικό στοιχείο για τον χαρακτηρισμό πράξεως ως έχουσας συμβατικό χαρακτήρα. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο χαρακτήρισε ιδίως εσφαλμένως το συμφωνητικό συμμετοχής ως «σύμβαση» και παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως.

25

Η Επιτροπή προτείνει την απόρριψη του πρώτου λόγου αναιρέσεως και του πρώτου και του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

26

Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά αγωγές κατά της Ένωσης με αίτημα να αναγνωριστεί η ευθύνη της για ορισμένη ζημία, η Συνθήκη ΛΕΕ προβλέπει κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των δικαστηρίων της Ένωσης και των εθνικών δικαστηρίων.

27

Όσον αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, από το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 268 ΣΛΕΕ, προκύπτει ότι οι διαφορές σχετικά με την ευθύνη αυτή εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Ένωσης.

28

Προκειμένου να προσδιοριστεί ποιο δικαστήριο είναι αρμόδιο να επιληφθεί συγκεκριμένης αγωγής κατά της Ένωσης με αίτημα την καταβολή αποζημιώσεως, πρέπει να εξεταστεί αν αντικείμενο της αγωγής αυτής είναι η συμβατική ή η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης (απόφαση της 18ης Απριλίου 2013, Επιτροπή κατά Systran και Systran Luxembourg, C-103/11 P, EU:C:2013:245, σκέψη 61 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29

Η ως άνω εξέταση εκ μέρους των δικαστηρίων της Ένωσης δεν πρέπει να στηρίζεται απλώς και μόνο στους κανόνες τους οποίους επικαλούνται οι διάδικοι. Συνεπώς, το γεγονός και μόνον ότι γίνεται επίκληση νομικών κανόνων που, χωρίς να απορρέουν από την επίμαχη εν προκειμένω σύμβαση, είναι δεσμευτικοί για τα συμβαλλόμενα μέρη δεν σημαίνει ότι μεταβάλλεται η συμβατική φύση της διαφοράς, με συνέπεια να μην μπορεί πλέον το αρμόδιο δικαστήριο να επιληφθεί αυτής. Σε διαφορετική περίπτωση, η φύση της διαφοράς και, κατ’ επέκταση, το αρμόδιο δικαστήριο θα μεταβάλλονταν αναλόγως των διατάξεων που επικαλούνται τα μέρη, πράγμα που θα αντέβαινε στους κανόνες της καθ’ ύλην αρμοδιότητας των διαφόρων δικαστηρίων (πρβλ. απόφαση της 18ης Απριλίου 2013, Επιτροπή κατά Systran και Systran Luxembourg, C‑103/11 P, EU:C:2013:245, σκέψεις 64 και 65 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30

Στο πλαίσιο αυτό, τα δικαστήρια της Ένωσης οφείλουν να ελέγχουν αν το αίτημα χρηματικής ικανοποιήσεως που αποτελεί το αντικείμενο της σχετικής αγωγής η οποία έχει ασκηθεί ενώπιόν τους στηρίζεται, βάσει αντικειμενικής και σφαιρικής εκτιμήσεως, σε δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από σύμβαση ή όχι. Προς τούτο, τα δικαστήρια αυτά υποχρεούνται να ελέγχουν, αναλύοντας τα διάφορα στοιχεία της δικογραφίας και ιδίως τον κανόνα δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκε, τη φύση της προβαλλομένης ζημίας, την προσαπτόμενη συμπεριφορά καθώς και τις τυχόν έννομες σχέσεις των διαδίκων, αν υφίσταται μεταξύ των διαδίκων ένα πραγματικό συμβατικό πλαίσιο το οποίο να συνδέεται με το αντικείμενο της διαφοράς και να πρέπει οπωσδήποτε να εξεταστεί σε βάθος προκειμένου να καταστεί δυνατή η επίλυσή της (απόφαση της 18ης Απριλίου 2013, Επιτροπή κατά Systran και Systran Luxembourg, C‑103/11 P, EU:C:2013:245, σκέψη 66).

31

Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων την οποία υπέχει το Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 36 και του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν συνεπάγεται ότι οφείλει να παραθέσει αιτιολογία που να ακολουθεί σε όλη τους την έκταση και ένα προς ένα όλα τα επιχειρήματα που διατύπωσαν οι διάδικοι. Συνεπώς, η αιτιολογία, εφόσον εκθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, μπορεί να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει τη δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθησαν τα επίμαχα μέτρα, στο δε Δικαστήριο να έχει στη διάθεσή του επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον εκ μέρους του δικαστικό έλεγχο (πρβλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2018, L’Oréal κατά EUIPO, C‑519/17 P και C‑522/17 P έως C‑525/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:348, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο καταρχάς διαπίστωσε, στη σκέψη 34 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι το συμφωνητικό συμμετοχής καθορίζει τις αντίστοιχες υποχρεώσεις των μερών, τη διάρκεια της συνεργασίας καθώς και τον τρόπο τερματισμού της. Ειδικότερα, παρατήρησε ότι το σημείο 5 του συμφωνητικού αυτού αναφέρεται σε προϋποθέσεις «καταγγελίας». Έπειτα, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 35 της διατάξεως αυτής, ότι το αίτημα χρηματικής ικανοποιήσεως συνδεόταν με την ερμηνεία του συμφωνητικού συμμετοχής διότι η αναιρεσείουσα δεν επικαλέστηκε άλλες πράξεις εκδοθείσες από την Επιτροπή. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 36 της εν λόγω διατάξεως, ότι η προσαπτόμενη συμπεριφορά συνδεόταν άμεσα με υφιστάμενη συμβατική σχέση, τούτο δε το οδήγησε στο να συμπεράνει, στη σκέψη 37 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι το περί χρηματικής ικανοποιήσεως αίτημα του ενάγοντος συνδεόταν με την ερμηνεία του συμφωνητικού συμμετοχής, στη δε σκέψη 38 της διατάξεως αυτής, ότι το συμφωνητικό αυτό προσέδιδε στη διαφορά συμβατικό χαρακτήρα. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 40 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι το συμφωνητικό συμμετοχής δεν περιείχε ρήτρα διαιτησίας, με αποτέλεσμα η διαφορά να εκφεύγει της αρμοδιότητας των δικαστηρίων της Ένωσης.

33

Διαπιστώνεται, ως εκ τούτου, ότι το Γενικό Δικαστήριο αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμον το συμπέρασμα ότι το αντικείμενο της διαφοράς είχε συμβατικό χαρακτήρα και ότι οι προϋποθέσεις ώστε να στοιχειοθετείται αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Ένωσης δεν πληρούνταν.

34

Πρέπει επιπλέον να κριθεί ότι κανένα από τα επιχειρήματα της VG δεν είναι ικανό να αποδείξει ότι οι ως άνω εκτιμήσεις πάσχουν πλάνη περί το δίκαιο.

35

Ειδικότερα, η πραγματοποιηθείσα από το Γενικό Δικαστήριο ανάλυση δεν αντικρούεται από το ότι η αναιρεσείουσα στηρίχθηκε σε απόσπασμα των παρατηρήσεων που είχε προηγουμένως διατυπώσει η Επιτροπή ενώπιον της Διαμεσολαβήτριας, το οποίο παρατίθεται στη σκέψη 23 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως και το οποίο αφορά τη δήλωση της Επιτροπής ότι «τα μέλη του Team Europe δεν είχαν συμβατική σχέση με [την ίδια]».

36

Πράγματι, η θέση την οποία είχε προηγουμένως εκφράσει η Επιτροπή ενώπιον της Διαμεσολαβήτριας δεν αντιφάσκει κατ’ ανάγκην προς τη θέση που προκύπτει από την ένσταση απαραδέκτου την οποία το ως άνω θεσμικό όργανο προέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

37

Συναφώς, επισημαίνεται ότι το απόσπασμα αυτό δεν είναι πλήρες στο βαθμό που η περίοδος αυτή, συνολικώς θεωρούμενη, διευκρινίζει ότι «[τ]α μέλη του Team Europe δεν έχουν συμβατική σχέση με την Επιτροπή και δεν λαμβάνουν από αυτήν καμία αμοιβή ή επιχορήγηση».

38

Έστω και αν υποτεθεί ότι το εν λόγω απόσπασμα μπορεί να νοηθεί υπό την έννοια ότι αποκλείει την ύπαρξη συμβάσεως εργασίας δεδομένου ότι το συμφωνητικό συμμετοχής απέκλειε οποιαδήποτε αμοιβή και δεν προέβλεπε καμία νομική σχέση εξαρτήσεως, η απουσία τέτοιας συμβάσεως μεταξύ της Επιτροπής και των μελών του δικτύου Team Europe δεν αποκλείει την ύπαρξη άλλων συνομολογηθεισών μεταξύ τους υποχρεώσεων, κατά τρόπον ώστε να υφίσταται μεταξύ τους σχέση η οποία μπορεί παρ’ όλ’ αυτά να χαρακτηριστεί ως «συμβατική» (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Ιουλίου 2016, Granarolo, C‑196/15, EU:C:2016:559, σκέψη 25).

39

Εξάλλου, από τις εκτιμήσεις που διατυπώνονται στην από 19ης Νοεμβρίου 2015 απόφαση της Διαμεσολαβήτριας προκύπτει ότι αυτή επισήμανε ότι, «αν η Επιτροπή αποφασίσει να μη συνεχίσει τη συμβατική σχέση της με εμπειρογνώμονα ή μέλος των δικτύων της, πρέπει καταρχάς, πριν υιοθετήσει την οριστική θέση της, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο την ευκαιρία να εκφράσει τις απόψεις του σχετικά με το σχεδιαζόμενο μέτρο».

40

Συνεπώς, το αντικείμενο της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων συνίσταται πράγματι στην αμφισβήτηση των περιστάσεων υπό τις οποίες επήλθε η ρήξη και ειδικότερα των συνθηκών υπό τις οποίες εκδόθηκε η απόφαση της Επιτροπής που έθετε τέρμα στη συνεργασία του MS με το δίκτυο Team Europe.

41

Το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων επίσης δεν είναι ικανό να μεταβάλει τη φύση της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων.

42

Ειδικότερα, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως και όπως έκρινε επίσης το Δικαστήριο στη σκέψη 43 της αποφάσεως της 20ής Μαΐου 2009, Guigard κατά Επιτροπής (C‑214/08 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:330), το γεγονός και μόνον ότι γίνεται επίκληση νομικών κανόνων που, χωρίς να απορρέουν από τη σύμβαση, είναι δεσμευτικοί για τα συμβαλλόμενα μέρη δεν σημαίνει ότι μεταβάλλεται η συμβατική φύση της διαφοράς, με συνέπεια να μην μπορεί πλέον το αρμόδιο δικαστήριο να επιληφθεί αυτής. Σε διαφορετική περίπτωση, η φύση της διαφοράς και, κατά συνέπεια, το αρμόδιο δικαστήριο θα μεταβάλλονταν αναλόγως των διατάξεων που επικαλούνταν τα μέρη, πράγμα που θα αντέβαινε στους κανόνες της καθ’ ύλην αρμοδιότητας των δικαστηρίων.

43

Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι τα δικαστήρια της Ένωσης δεν ήταν αρμόδια, εξέθεσε δε επαρκώς τους λόγους για τους οποίους είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υφίστατο πραγματικό συμβατικό πλαίσιο συνδεόμενο με το αντικείμενο της διαφοράς.

44

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο πρώτος λόγος στο σύνολό του και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, ως προς το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του λαμβανόμενα από κοινού, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Επί του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών

Επιχειρήματα των διαδίκων

45

Με το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, κρίνοντας ότι το συμφωνητικό συμμετοχής συνιστά σύμβαση χωρίς να καθορίσει το εφαρμοστέο επί του συμφωνητικού αυτού δίκαιο, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του εν λόγω συμφωνητικού.

46

Η Επιτροπή θεωρεί ότι το τρίτο αυτό σκέλος είναι απαράδεκτο ή, επικουρικώς, αβάσιμο.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

47

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από το άρθρο 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα και ότι, ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να προβαίνει στη διαπίστωση και εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών καθώς και των αποδεικτικών στοιχείων. Η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων δεν αποτελεί, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως των εν λόγω πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων, νομικό ζήτημα υποκείμενο, αυτό καθαυτό, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου. Μια τέτοια παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να απαιτείται εκ νέου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (απόφαση της 15ης Μαΐου 2019, CJ κατά ECDC, C‑170/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:410, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48

Ο αναιρεσείων, σε περίπτωση που προβάλλει παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, οφείλει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 256 ΣΛΕΕ, του άρθρου 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, να προσδιορίζει επακριβώς ποια στοιχεία παραμόρφωσε το Γενικό Δικαστήριο και να καταδεικνύει τα σφάλματα αναλύσεως στα οποία υπέπεσε, κατά την εκτίμησή του, το Γενικό Δικαστήριο με αποτέλεσμα την παραμόρφωση αυτή (απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Klein κατά Επιτροπής, C-346/17 P, EU:C:2018:679, σκέψη 126 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49

Εν προκειμένω, η αναιρεσείουσα περιορίζεται στο να επικρίνει εν συντομία το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου χωρίς πάντως να αποδεικνύει ότι το σκεπτικό αυτό βασίζεται σε παραμόρφωση των ενώπιόν του πραγματικών στοιχείων προκύπτουσα προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας.

50

Επιπλέον, η αναιρεσείουσα προβάλλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου το επιχείρημα περί μη καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου.

51

Ένα τέτοιο επιχείρημα πρέπει όμως να κριθεί απαράδεκτο. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 170, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης. Πράγματι, στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομικής λύσης που δόθηκε βάσει των λόγων που προβλήθηκαν και εξετάστηκαν πρωτοδίκως. Ο διάδικος δεν μπορεί συνεπώς να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου λόγο τον οποίο δεν είχε προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι τούτο θα ισοδυναμούσε με δυνατότητα υποβολής στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα στις αναιρετικές διαδικασίες είναι περιορισμένη, διαφοράς με αντικείμενο ευρύτερο εκείνου της διαφοράς που εκδίκασε το Γενικό Δικαστήριο [διάταξη του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 10ης Ιανουαρίου 2018, Επιτροπή κατά RW, C-442/17 P(R), μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:6, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

52

Κατά συνέπεια, το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

53

Βάσει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

54

Το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι, οσάκις η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή είχε ζητήσει την καταδίκη της VG στα δικαστικά έξοδα και ότι η VG ηττήθηκε, η δεύτερη πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Καταδικάζει τη VG στα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.