ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 17ης Ιανουαρίου 2019 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα ληφθέντα λόγω της καταστάσεως στη Λιβύη – Διαδοχικές συμβάσεις με σκοπό τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως υπέρ οντότητας εγγεγραμμένης σε κατάλογο δεσμεύσεως κεφαλαίων – Καταβολή εξόδων δυνάμει συμβάσεων αντεγγυήσεως – Κανονισμός (ΕΕ) 204/2011 – Άρθρο 5 – Έννοια “κεφαλαίων που διατίθενται σε οντότητα διαλαμβανόμενη στο παράρτημα III του κανονισμού 204/2011” – Άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ – Έννοια “απαιτήσεως βάσει εγγυήσεως” – Έννοια “προσώπου ή οντότητας που ενεργεί εξ ονόματος προσώπου το οποίο εμπίπτει στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ ή βʹ”»

Στην υπόθεση C‑168/17,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Kúria (Ανώτατο Δικαστήριο, Ουγγαρία) με απόφαση της 23ης Μαρτίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Απριλίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

SH

κατά

TG,

παρισταμένης της:

UF,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά (εισηγητή), πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, προεδρεύοντα του τρίτου τμήματος, J. Malenovský, L. Bay Larsen, M. Safjan και D. Šváby, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: R. Schiano, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 23ης Απριλίου 2018,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η SH, εκπροσωπούμενη από τους J. Burai-Kovács και G. Stanka, ügyvédek, καθώς και από τον Á. Mohay, jogi iroda vezetője,

η TG, εκπροσωπούμενη από τους B. Kutasi και Á. Szenczy, ügyvédek, καθώς και από τον E. Rosenfeld, avocat,

η UF, εκπροσωπούμενη από τις Z. Völgyesiné Hontvári και A. Szerencsés, ügyvédek,

η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. Koós και M. Z. Fehér,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και D. Klebs,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους L. Havas και E. Paasivirta,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 3ης Οκτωβρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία, πρώτον, του άρθρου 5, του άρθρου 9 και του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 204/2011 του Συμβουλίου, της 2ας Μαρτίου 2011, σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Λιβύη (ΕΕ 2011, L 58, σ. 1), δεύτερον, του άρθρου 12, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 45/2014 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2014 (ΕΕ 2014, L 16, σ. 1), και, τρίτον, του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/44 του Συμβουλίου, της 18ης Ιανουαρίου 2016, σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Λιβύη και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 204/2011 (ΕΕ 2016, L 12, σ. 1).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ δύο ουγγρικών τραπεζών, της SH και της TG, που ήχθη ενώπιον του Kúria (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ουγγαρία) και η οποία είχε ως αντικείμενο την καταβολή από την SH στην TG, αφενός, εξόδων εγγυήσεως τα οποία πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο τραπεζικής εγγυήσεως που χορηγήθηκε από λιβυκή τράπεζα, ήτοι τη Sahara Bank, σε Λίβυο εργοδότη, το Libyan Housing and Infrastructure Board (Λιβυκό Συμβούλιο Στεγάσεως και Υποδομών, στο εξής: HIB), και, αφετέρου, εξόδων δυνάμει της αντεγγυήσεως την οποία χορήγησε η TG στη Sahara Bank.

Το νομικό πλαίσιο

Το διεθνές δίκαιο

3

Έχοντας υπόψη τις κατάφωρες και συστηματικές παραβιάσεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου που διαπράττονται στη Λιβύη, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε, στις 26 Φεβρουαρίου 2011, επί τη βάσει του άρθρου 41 του κεφαλαίου VII του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, την απόφαση 1970 (2011), που εισάγει περιοριστικά μέτρα κατά του κράτους αυτού.

4

Κατά τα σημεία 17 και 21 της αποφάσεως αυτής, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών:

«17. Αποφασίζει ότι όλα τα Κράτη Μέλη θα δεσμεύσουν, χωρίς καθυστέρηση, όλα τα κεφάλαια, λοιπά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και οικονομικούς πόρους που βρίσκονται στα εδάφη τους, τα οποία ανήκουν ή ελέγχονται, άμεσα ή έμμεσα, από τα άτομα ή τους φορείς που παρατίθενται στο Παράρτημα II της παρούσας απόφασης ή καθορίζονται από την Επιτροπή που συστήνεται δυνάμει της παραγράφου 24 κατωτέρω, ή από άτομα ή φορείς που ενεργούν εκ μέρους τους ή σύμφωνα με οδηγίες τους, ή από φορείς που ανήκουν ή ελέγχονται από αυτούς, και αποφασίζει, περαιτέρω, ότι όλα τα Κράτη Μέλη θα διασφαλίζουν ότι δεν θα καθίστανται διαθέσιμα οποιαδήποτε κεφάλαια, χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ή οικονομικοί πόροι από τους υπηκόους τους ή από οποιαδήποτε άτομα ή φορείς εντός των εδαφών τους, στα άτομα ή τους φορείς που παρατίθενται στο Παράρτημα II της παρούσας απόφασης ή στα άτομα τα οποία καθορίζονται από την Επιτροπή, ή προς όφελος αυτών·

[…]

21. Αποφασίζει ότι τα μέτρα της παραγράφου 17 ανωτέρω δεν θα εμποδίζουν καθορισμένο πρόσωπο ή φορέα από το να πραγματοποιεί πληρωμή που οφείλεται δυνάμει σύμβασης που έχει συναφθεί πριν την καταχώρηση του εν λόγω προσώπου ή φορέα, υπό την προϋπόθεση ότι τα σχετικά Κράτη έχουν κρίνει ότι η πληρωμή δεν θα εισπράττεται, άμεσα ή έμμεσα, από πρόσωπο ή φορέα που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 17 ανωτέρω, και μετά από γνωστοποίηση, από τα σχετικά Κράτη προς την Επιτροπή, της πρόθεσης να πραγματοποιήσουν ή να εισπράξουν τις εν λόγω πληρωμές ή να εγκρίνουν, όπου αρμόζει, την αποδέσμευση κεφαλαίων, λοιπών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή οικονομικών πόρων για το σκοπό αυτό, δέκα εργάσιμες ημέρες πριν από την εν λόγω έγκριση.».

Το δίκαιο της Ένωσης

Η απόφαση 2011/137/ΚΕΠΠΑ

5

Προκειμένου να εφαρμόσει την απόφαση 1970 (2011), το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε την απόφαση 2011/137/ΚΕΠΠΑ, της 28ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Λιβύη (ΕΕ 2011, L 58, σ. 53).

6

Το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως αυτής προβλέπει τα εξής:

«1.   Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια, τα λοιπά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και οι οικονομικοί πόροι που τελούν υπό κυριότητα ή τον έλεγχο, άμεσα ή έμμεσα:

α)

των προσώπων και των οντοτήτων που κατονομάζονται στο παράρτημα ΙΙ της απόφασης αριθ. 1970 (2011) […] καθώς και άλλων προσώπων και οντοτήτων που κατονομάζονται από το Συμβούλιο Ασφαλείας ή την επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 22 της απόφασης αριθ. 1970 (2011) […], ή προσώπων ή οντοτήτων που ενεργούν εξ ονόματος ή κατ’ εντολή τους, ή οντοτήτων που τελούν υπό κυριότητα ή τον έλεγχό τους, όπως κατονομάζονται στο παράρτημα III·

β)

προσώπων και οντοτήτων εκτός του παραρτήματος ΙΙΙ που εμπλέκονται ή συνεργούν στην έκδοση διαταγής, τον έλεγχο ή την καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο καθοδήγηση της διάπραξης σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Λιβύη, μεταξύ άλλων μέσω της εμπλοκής ή της συνέργειάς τους στον σχεδιασμό, την έκδοση εντολής, την έκδοση διαταγής ή τη διάπραξη επιθέσεων κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, περιλαμβανομένων των εναέριων βομβαρδισμών, κατά άμαχου πληθυσμού και εγκαταστάσεων, ή ατόμων ή οντοτήτων που ενεργούν εξ ονόματος ή κατ’ εντολή τους, ή οντοτήτων που τελούν υπό την κυριότητα ή τον έλεγχό τους, όπως κατονομάζονται στο παράρτημα IV.

2.   Κανένα κεφάλαιο, χρηματικό περιουσιακό στοιχείο ή οικονομικός πόρος δεν τίθεται, είτε άμεσα είτε έμμεσα, στη διάθεση των φυσικών ή νομικών προσώπων ή των οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ούτε και διατίθεται προς όφελος αυτών.»

7

Το άρθρο 7 της εν λόγω αποφάσεως έχει ως εξής:

«Δεν αναγνωρίζονται αξιώσεις, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος αποζημίωσης ή άλλης σχετικής αξίωσης, λ.χ. δυνάμει δικαιώματος συμψηφισμού απαιτήσεων ή εγγυήσεως, σε σχέση με σύμβαση ή άλλη συναλλαγή η εκπλήρωση της οποίας επηρεάστηκε, άμεσα ή έμμεσα, εν όλω ή εν μέρει, από τα μέτρα που αποφασίστηκαν με την απόφαση αριθ. 1970 (2011) […], περιλαμβανομένων μέτρων της Ένωσης ή οποιουδήποτε κράτους μέλους τα οποία είναι σύμφωνα με την εφαρμογή των σχετικών αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας, προβλέπονται από τις αποφάσεις αυτές ή σχετίζονται με αυτές ή με τα μέτρα που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας απόφασης, των κατονομαζόμενων προσώπων ή των οντοτήτων που κατονομάζονται στα παραρτήματα Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και IV ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου ή οντότητας της Λιβύης, περιλαμβανομένης της κυβέρνησης της Λιβύης, ή οποιουδήποτε προσώπου ή οντότητας που ενεργεί μέσω ή προς όφελος των προαναφερόμενων προσώπων ή οντοτήτων.»

Ο κανονισμός 204/2011

8

Επί τη βάσει της αποφάσεως 2011/137, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό 204/2011, που τέθηκε σε ισχύ στις 3 Μαρτίου 2011.

9

Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 του ως άνω κανονισμού έχουν ως εξής:

«(1)

Σύμφωνα με την απόφαση 1970 (2011) […], η απόφαση 2011/137 […] προβλέπει απαγόρευση πώλησης όπλων, απαγόρευση σε σχέση με εξοπλισμό εσωτερικής καταστολής, καθώς και περιορισμούς όσον αφορά την είσοδο και δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που ενέχονται σε σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά προσώπων στη Λιβύη, περιλαμβανομένης της συμμετοχής σε επιθέσεις εναντίον του άμαχου πληθυσμού και μη στρατιωτικών εγκαταστάσεων κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου. Τα εν λόγω φυσικά ή νομικά πρόσωπα και οντότητες αναφέρονται στα παραρτήματα της απόφασης.

(2)

Ορισμένα από τα μέτρα αυτά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επομένως απαιτείται κανονιστική πράξη στο επίπεδο της Ένωσης για την εφαρμογή τους για να διασφαλιστεί ιδίως η ομοιόμορφη εφαρμογή τους από τους οικονομικούς φορείς όλων των κρατών μελών.»

10

Το άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

ως “κεφάλαια” νοούνται τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και τα οικονομικά οφέλη κάθε είδους, στα οποία ενδεικτικώς περιλαμβάνονται:

[…]

v)

οι πιστώσεις, τα δικαιώματα συμψηφισμών απαιτήσεων, οι εγγυήσεις, οι εγγυητικές επιστολές ή άλλες χρηματοοικονομικές δεσμεύσεις,

vi)

οι πιστωτικές επιστολές, οι φορτωτικές, τα πωλητήρια συμβόλαια,

[…]

β)

ως “δέσμευση κεφαλαίων” νοείται η παρεμπόδιση οποιασδήποτε κίνησης, μεταβίβασης, μεταβολής, χρήσης, πρόσβασης σε ή οποιασδήποτε διαπραγμάτευσης κεφαλαίων δυνάμενης να οδηγήσει σε μεταβολή ως προς τον όγκο, το ποσό, τον τόπο διατήρησής τους, την ιδιοκτησία, την κατοχή, τον χαρακτήρα, τον προορισμό ή άλλη μεταβολή η οποία θα καθιστούσε δυνατή τη χρήση των συγκεκριμένων κεφαλαίων, περιλαμβανομένης και της διαχείρισης χαρτοφυλακίων,

γ)

ως “οικονομικοί πόροι” νοούνται τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, υλικά ή άυλα, κινητά ή ακίνητα, που δεν είναι κεφάλαια αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την απόκτηση κεφαλαίων, αγαθών ή υπηρεσιών,

δ)

ως “δέσμευση οικονομικών πόρων” νοείται η παρεμπόδιση της χρήσης τους για την απόκτηση κεφαλαίων, αγαθών ή υπηρεσιών με κάθε τρόπο, στους οποίους ενδεικτικώς περιλαμβάνεται η πώληση, η εκμίσθωση ή η υποθήκευση,

[…]».

11

Το άρθρο 5 του ίδιου κανονισμού έχει ως εξής:

«1.   Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και οικονομικοί πόροι που ανήκουν στην κυριότητα ή κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο των φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή οργανισμών που απαριθμούνται στο Παράρτημα II και III.

2.   Απαγορεύεται η διάθεση, άμεσα ή έμμεσα, κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οντότητες ή οργανισμούς που απαριθμούνται στο Παράρτημα ΙΙ και III [ή προς όφελός τους].

3.   Απαγορεύεται η εσκεμμένη και εκ προθέσεως συμμετοχή σε δραστηριότητες που έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα, άμεσα ή έμμεσα, την καταστρατήγηση των μέτρων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.»

12

Το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 204/2011 έχει ως εξής:

«Το άρθρο 5 παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται στην πίστωση των λογαριασμών που έχουν δεσμευθεί με:

[…]

β)

πληρωμές που οφείλονται βάσει συμβάσεων, συμφωνιών ή υποχρεώσεων που είχαν συναφθεί ή εγερθεί πριν από την ημερομηνία κατά την οποία το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η οντότητα ή ο οργανισμός που αναφέρεται στο άρθρο 5 καθορίστηκε από την επιτροπή κυρώσεων, το Συμβούλιο Ασφαλείας ή το Συμβούλιο,

εφόσον […] οι πληρωμές [αυτές] τελούν υπό δέσμευση σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1.»

13

Το άρθρο 12 του ως άνω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Δεν αναγνωρίζονται αξιώσεις, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος αποζημίωσης ή άλλης σχετικής αξίωσης, λ.χ. δυνάμει δικαιώματος συμψηφισμού απαιτήσεων ή εγγυήσεως, σε σχέση με σύμβαση ή άλλη συναλλαγή η εκπλήρωση της οποίας επηρεάστηκε, άμεσα ή έμμεσα, εν όλω ή εν μέρει, από τα μέτρα που αποφασίστηκαν σύμφωνα με την απόφαση αριθ. 1970 (2011) […], περιλαμβανομένων μέτρων της Ένωσης ή οποιουδήποτε κράτους μέλους τα οποία είναι σύμφωνα με την εφαρμογή των σχετικών αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας, προβλέπονται από τις αποφάσεις αυτές ή σχετίζονται με αυτές ή με τα μέτρα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, της κυβέρνησης της Λιβύης, ή οποιουδήποτε προσώπου ή οντότητας που ενεργεί τις αξιώσεις αυτές μέσω της κυβέρνησης αυτής ή εξ ονόματός της.»

Ο κανονισμός 45/2014

14

Το άρθρο 1 του κανονισμού 45/2014 τροποποίησε το άρθρο 12 του κανονισμού 204/2011 ως εξής:

«1.   Δεν ικανοποιούνται απαιτήσεις σχετικά με οποιαδήποτε σύμβαση ή συναλλαγή της οποίας η εκτέλεση έχει επηρεασθεί, άμεσα ή έμμεσα, εν όλω ή εν μέρει, από τα μέτρα που επιβάλλει ο παρών κανονισμός, περιλαμβανομένων των απαιτήσεων για αποζημίωση ή άλλων παρόμοιων απαιτήσεων, όπως απαίτηση συμψηφισμού ή απαίτηση βάσει εγγυήσεως, ιδίως απαίτηση για παράταση ισχύος ή πληρωμή ομολόγου, εγγύησης ή αποζημίωσης, και ειδικότερα χρηματοπιστωτικής εγγύησης ή αποζημίωσης, υπό οποιαδήποτε μορφή, εφόσον προβάλλονται από:

α)

κατονομαζόμενα πρόσωπα, οντότητες ή φορείς που απαριθμούνται στα παραρτήματα II και ΙΙΙ·

β)

οποιοδήποτε άλλο λιβυκό πρόσωπο, οντότητα ή φορέα, συμπεριλαμβανομένης της λιβυκής κυβέρνησης·

γ)

οποιοδήποτε πρόσωπο, οντότητα ή φορέα που ενεργεί μέσω ή εξ ονόματος ενός από τα πρόσωπα, τις οντότητες ή τους φορείς των στοιχείων α) ή β).

[…]»

15

Το τροποποιηθέν άρθρο 12 του κανονισμού 204/2011 άρχισε να ισχύει στις 22 Ιανουαρίου 2014.

Ο κανονισμός 2016/44

16

Το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/44, που τέθηκε σε ισχύ στις 20 Ιανουαρίου 2016, έχει ως εξής:

«Δεν ικανοποιούνται απαιτήσεις σχετικά με οποιαδήποτε σύμβαση ή συναλλαγή της οποίας η εκτέλεση έχει επηρεασθεί, άμεσα ή έμμεσα, εν όλω ή εν μέρει, από τα μέτρα που επιβάλλει ο παρών κανονισμός, περιλαμβανομένων των απαιτήσεων για αποζημίωση ή άλλων παρόμοιων απαιτήσεων, όπως απαίτηση συμψηφισμού ή απαίτηση βάσει εγγυήσεως, ιδίως απαίτηση για παράταση ισχύος ή πληρωμή ομολόγου, εγγύησης ή αποζημίωσης, και ειδικότερα χρηματοπιστωτικής εγγύησης ή αποζημίωσης, υπό οποιαδήποτε μορφή, εφόσον προβάλλονται από:

α)

κατονομαζόμενα πρόσωπα, οντότητες ή φορείς που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ ή ΙΙΙ·

β)

οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, οντότητα ή φορέα της Λιβύης, συμπεριλαμβανομένης της λιβυκής κυβέρνησης·

γ)

οποιοδήποτε πρόσωπο, οντότητα ή φορέα που ενεργεί μέσω ή εξ ονόματος ενός από τα πρόσωπα, τις οντότητες ή τους φορείς των στοιχείων α) ή β).»

Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17

Στις 7 Ιουλίου 2009, το HIB και η UF, ουγγρική κατασκευαστική εταιρία, συνήψαν σύμβαση για την κατασκευή από τη δεύτερη δημοσίων υποδομών στην περιοχή της Ζαβίγια (Λιβύη). Το HIB ζήτησε την εκ μέρους της UF σύσταση τραπεζικών εγγυήσεων, τις οποίες θα χορηγούσε λιβυκή τράπεζα, προς εξασφάλιση, αφενός, της εκπληρώσεως των υποχρεώσεών της σε αντάλλαγμα της προκαταβολής που είχε εισπράξει (εγγύηση προκαταβολής) και, αφετέρου, της εκτελέσεως των κατασκευαστικών εργασιών (εγγύηση καλής εκτέλεσης).

18

Η Sahara Bank δέχθηκε να χορηγήσει τις εγγυήσεις που ζητούσε το HIB αλλά ζήτησε από την UF να της παράσχει αντεγγύηση την οποία θα χορηγούσε ουγγρική τράπεζα.

19

Στις 16 Οκτωβρίου 2009, η UF και μια ουγγρική τράπεζα, η SH, συνήψαν σύμβαση αντεγγύησης προκαταβολής και σύμβαση αντεγγύησης καλής εκτέλεσης, στο πλαίσιο των οποίων η SH δεσμευόταν να συστήσει αντεγγυήσεις υπέρ μιας άλλης ουγγρικής τράπεζας, της TG, στην οποία η SH είχε δώσει εντολή να χορηγήσει στη Sahara Bank την αντεγγύηση και την εγγυητική επιστολή που ζητούσε. Κατά συνέπεια, στις 20 Νοεμβρίου και στις 16 Δεκεμβρίου 2009, η SH συνέστησε υπέρ της TG, αντιστοίχως, αντεγγύηση προκαταβολής ύψους 69499610 δηναρίων Λιβύης (LYD) (περίπου 49251000 ευρώ), λήγουσα στις 14 Σεπτεμβρίου 2013, και αντεγγύηση καλής εκτέλεσης ύψους 9266615 LYD (περίπου 6567000 ευρώ), λήγουσα στις 15 Ιουλίου 2014.

20

Στις 24 Νοεμβρίου και στις 17 Δεκεμβρίου 2009, η TG προέβη υπέρ της Sahara Bank, αντιστοίχως, σε σύσταση αντεγγυήσεως προκαταβολής, λήγουσας στις 30 Αυγούστου 2013, και σε έκδοση ανέκκλητης εγγυητικής επιστολής, λήγουσας στις 30 Ιουνίου 2014, κατόπιν δε τούτου η Sahara Bank συνέστησε τις τραπεζικές εγγυήσεις τις οποίες ζητούσε το HIB.

21

Σε αντάλλαγμα της υπηρεσίας την οποία παρέσχε η TG για τη σύσταση των εγγυήσεων αυτών, η SH ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλλει στην TG προκαταβολικώς ανά τρίμηνο αμοιβή ύψους 1,30 % ετησίως και να της αποδίδει τα ανακύπτοντα για την Sahara Bank έξοδα και κόστος, καθώς και το χρηματοδοτικό της κόστος και τους τόκους υπερημερίας που ενδεχομένως θα προέκυπταν.

22

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 233/2011 του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2011, για την εφαρμογή του άρθρου 16 παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 204/2011 (ΕΕ 2011, L 64, σ. 13), συμπεριέλαβε το όνομα του HIB στον κατάλογο του παραρτήματος III του ως άνω κανονισμού 204/2011 από τις 11 Μαρτίου 2011.

23

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 272/2011 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 2011, για την εφαρμογή του άρθρου 16 παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 204/2011 (ΕΕ 2011, L 76, σ. 32), συμπεριέλαβε την επωνυμία της Sahara Bank στον κατάλογο του παραρτήματος III του ως άνω κανονισμού 204/2011 από τις 22 Μαρτίου 2011. Η επωνυμία αυτή διαγράφηκε από τον εν λόγω κατάλογο στις 2 Σεπτεμβρίου 2011, κατ’ εφαρμογήν του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 872/2011 του Συμβουλίου, της 1ης Σεπτεμβρίου 2011, για την εφαρμογή του άρθρου 16 παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 204/2011 (ΕΕ 2011, L 227, σ. 3).

24

Από τις 2 Σεπτεμβρίου 2011 έως τις 16 Ιουλίου 2013, η TG κατέβαλλε στη Sahara Bank τα έξοδα τα οποία οφείλονταν δυνάμει της συμβάσεως αντεγγυήσεως που είχε συναφθεί με τη Sahara Bank.

25

Στις 29 Νοεμβρίου 2012, η Sahara Bank αποπειράθηκε, κατόπιν αιτήματος του HIB, να προκαλέσει την κατάπτωση της αντεγγυήσεως προκαταβολής που είχε συστήσει η TG. Πλην όμως η TG αρνήθηκε να συμμορφωθεί, επικαλούμενη παράνομο του αιτήματος. Συναφώς, με οριστική διάταξη της 22ας Απριλίου 2013, το Fővárosi Ítélőtábla (εφετείο Βουδαπέστης, Ουγγαρία) απαγόρευσε μια τέτοια καταβολή για όσο χρόνο το όνομα του HIB θα ήταν εγγεγραμμένο στον κατάλογο του παραρτήματος III του κανονισμού 204/2011.

26

Στις 20 Δεκεμβρίου 2012, η SH και η TG υπέγραψαν μνημόνιο συμφωνίας, με το οποίο διαπίστωναν ότι δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί αξίωση καταβολής της εγγυήσεως προκαταβολής για όσο χρόνο το HIB θα υπέκειτο σε περιοριστικά μέτρα. Στο μνημόνιο αυτό, η SH δήλωνε ότι δεν προτίθετο να καταβάλει τα έξοδα αντεγγύησης προκαταβολής και αντεγγύησης καλής εκτέλεσης τα οποία μπορούσαν να αξιώσουν η TG και, μέσω της TG, η Sahara Bank παρά μόνον υπό την προϋπόθεση ότι το HIB θα έπαυε να υπόκειται σε τέτοια μέτρα πριν από τα χρονικά σημεία λήξεως των δύο αυτών αντεγγυήσεων. Η SH ανελάμβανε την υποχρέωση να καταβάλει σε λογαριασμό μεσεγγυήσεως τα έξοδα που δεν είχαν καταβληθεί μέχρι την ως άνω ημερομηνία και τα μεταγενέστερα έξοδα, ενώ η αποδέσμευση του ως άνω καταβαλλόμενου ποσού θα χωρούσε σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που θα προέβλεπε σύμβαση μεσεγγυήσεως την οποία θα συνήπταν τα μέρη με μεσεγγυούχο τράπεζα (στο εξής: σύμβαση μεσεγγυήσεως).

27

Επίσης στις 20 Δεκεμβρίου 2012, η SH, η TG και η ως άνω μεσεγγυούχος τράπεζα συνήψαν τη σύμβαση μεσεγγυήσεως, δυνάμει της οποίας ετίθεντο υπό μεσεγγύηση και παρακρατούνταν τα ποσά που συνδέονταν με τις αντεγγυήσεις τις οποίες είχε χορηγήσει η SH στην TG, καθώς και οι τόκοι τους οποίους παρήγαν τα ποσά αυτά.

28

Τα συμβαλλόμενα μέρη της συμβάσεως μεσεγγυήσεως προέβλεψαν ότι τα υπό μεσεγγύηση ποσά θα περιέρχονταν στην SH στην περίπτωση που το όνομα του HIB δεν θα διαγραφόταν από τον κατάλογο του παραρτήματος III του κανονισμού 204/2011 πριν από τις ημερομηνίες λήξεως των αντεγγυήσεων τις οποίες είχε συστήσει η SH. Άλλως, τα εν λόγω μέρη προέβλεψαν ότι, σε περίπτωση διαγραφής του ονόματος του HIB από τον κατάλογο του παραρτήματος III του κανονισμού 204/2011 πριν από τις ημερομηνίες αυτές, τα υπό μεσεγγύηση ποσά θα αποδίδονταν στην TG.

29

Μετά τις 20 Δεκεμβρίου 2012, η SH κατέβαλε στον εν λόγω λογαριασμό μεσεγγυήσεως τα έξοδα που οφείλονταν στην TG για τις αντεγγυήσεις που είχε συστήσει.

30

Η συσταθείσα από την SH αντεγγύηση προκαταβολής έληξε στις 14 Σεπτεμβρίου 2013 χωρίς το όνομα του HIB να έχει διαγραφεί από τον κατάλογο του παραρτήματος III του κανονισμού 204/2011.

31

Κατόπιν της τροποποιήσεως την οποία επέφερε ο κανονισμός 45/2014 και η οποία άρχισε να ισχύει στις 22 Ιανουαρίου 2014, το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 204/2011 απαγορεύει να ικανοποιούνται απαιτήσεις σχετικά με σύμβαση ή συναλλαγή της οποίας η εκτέλεση έχει επηρεασθεί από τα μέτρα που επιβάλλει ο ως άνω κανονισμός εφόσον αυτές προβάλλονται, μεταξύ άλλων, από οποιοδήποτε λιβυκό πρόσωπο, οντότητα ή άλλο φορέα.

32

Με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 74/2014 του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2014, για την εφαρμογή του άρθρου 16 παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 204/2011 (ΕΕ 2014, L 26, σ. 1), το όνομα του HIB διαγράφηκε από τον κατάλογο του παραρτήματος III του ως άνω κανονισμού 204/2011 με ισχύ από τις 29 Ιανουαρίου 2014.

33

Στις 31 Ιανουαρίου 2014, η SH ζήτησε από τη μεσεγγυούχο τράπεζα να αποδεσμεύσει υπέρ της το υπό μεσεγγύηση ποσό για τον λόγο ότι η συσταθείσα από την SH αντεγγύηση προκαταβολής είχε λήξει κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία το όνομα του HIB ήταν εγγεγραμμένο στον κατάλογο του παραρτήματος III του κανονισμού 204/2011. Η TG αρνήθηκε να πραγματοποιήσει τη δήλωση που ήταν απαραίτητη βάσει της συμβάσεως μεσεγγυήσεως για την αποδέσμευση του εν λόγω ποσού, για τον λόγο ότι δεν πληρούντο οι προϋποθέσεις της εν λόγω αποδεσμεύσεως.

34

Κατά συνέπεια, η SH προσέφυγε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ζητώντας την αποδέσμευση του υπό μεσεγγύηση ποσού. Η δε TG άσκησε ανταγωγή ζητώντας την καταβολή ποσού ύψους 2072321,18 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στα έξοδα που εκτιμούσε ότι της οφείλονταν στο πλαίσιο της εκτελέσεως των συμβάσεών της με την SH και στα έξοδα αντεγγυήσεως τα οποία η ίδια είχε καταβάλει στη Sahara Bank.

35

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε το αίτημα της SH αλλά την υποχρέωσε να καταβάλει στην TG το ποσό των 1352713,04 ευρώ. Έκρινε ειδικότερα ότι τα έξοδα τα οποία οφείλονταν δυνάμει των συμβάσεων αντεγγυήσεως που είχαν συναφθεί μεταξύ της SH και της TG δεν ενέπιπταν στον κανονισμό 204/2011 διότι επρόκειτο για το αντίτιμο μιας πραγματοποιηθείσας από νομικό πρόσωπο ουγγρικού δικαίου παροχής. Αντιθέτως, εκτίμησε ότι τα έξοδα εγγυήσεως τα οποία είχε καταβάλει η TG στη Sahara Bank ενέπιπταν στον κανονισμό 204/2011 και ότι ως εκ τούτου η TG δεν μπορούσε να αξιώσει την απόδοσή τους από την SH.

36

Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μεταρρύθμισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε εξ ολοκλήρου την ανταγωγή, στηριζόμενο στο γεγονός ότι οι διάδικοι είχαν τροποποιήσει, με τη σύμβαση μεσεγγυήσεως, τις ρήτρες των συμβάσεων αντεγγυήσεως όσον αφορά το δικαίωμα εισπράξεως των σχετικών με τις συμβάσεις αυτές εξόδων και τη λήξη ισχύος του δικαιώματος αυτού. Κατά συνέπεια, εφόσον το όνομα του HIB δεν είχε διαγραφεί από τον κατάλογο του παραρτήματος III του κανονισμού 204/2011 πριν από τη λήξη ισχύος των αντεγγυήσεων, η TG δεν είχε δικαίωμα να της καταβληθούν τα διάφορα έξοδα. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο πρόσθεσε ότι, έστω και αν δεν είχε γίνει τροποποίηση των συμβάσεων, η TG δεν θα είχε δικαίωμα στην ως άνω πληρωμή διότι τα επιβαλλόμενα από την ενωσιακή νομοθεσία περιοριστικά μέτρα είχαν δεσμευτικό χαρακτήρα, οπότε η TG δεν μπορούσε να παράσχει εγγύηση σε οντότητα την οποία έπλητταν τα μέτρα αυτά και επομένως δεν μπορούσε να έχει δικαίωμα στην κάλυψη των εξόδων που συνδέονταν με μια τέτοια εγγύηση. Τα έξοδα εγγυήσεως τα οποία είχε καταβάλει η TG στη Sahara Bank χρησίμευσαν εμμέσως για την εκπλήρωση υποχρεώσεως προς όφελος του HIB, η οποία ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 204/2011.

37

Η TG προσέβαλε την απόφαση που απέρριπτε την ανταγωγή της με αναίρεση ενώπιον του Kúria (Ανωτάτου Δικαστηρίου). Η TG υποστηρίζει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως τα άρθρα 5 και 12 του κανονισμού 204/2011 διότι το πεδίο εφαρμογής του ως άνω άρθρου 5 κάλυπτε μόνον τις οντότητες που περιλαμβάνονταν στον κατάλογο των κυρώσεων, στον οποίο δεν αναγραφόταν πλέον η επωνυμία της Sahara Bank, και διότι, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, το εν λόγω άρθρο 12 αφορούσε μόνον τις λιβυκές αρχές. Η TG επισημαίνει ότι τα έξοδα εγγυήσεως που της οφείλονται καθώς και τα έξοδα που καταβλήθηκαν στη Sahara Bank είναι τραπεζικά έξοδα, δεν συνιστούν εγγύηση και ότι η καταβολή τους δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα του HIB.

38

Τόσο η SH όσο και η UF, παρεμβαίνουσα στην κύρια δίκη υπέρ της SH, ζητούν από το αιτούν δικαστήριο να επικυρώσει την κατ’ έφεση εκδοθείσα απόφαση διότι, κατά τη γνώμη τους, σημασία έχει μόνον το γεγονός ότι, μεταξύ των οικονομικών φορέων στο πλαίσιο των διαδοχικών συμβάσεων που συνήφθησαν μεταξύ των μερών, το όνομα ενός εξ αυτών, ήτοι το όνομα του HIB, ανεγράφη στον κατάλογο του παραρτήματος III του κανονισμού 204/2011.

39

Το αιτούν δικαστήριο διακρίνει μεταξύ της εγγυήσεως, που συστήθηκε προκειμένου να εξασφαλιστεί η εκπλήρωση μιας υποχρεώσεως, και των εξόδων εγγυήσεως, που αντιπροσωπεύουν το αντίτιμο της παροχής που συνίσταται στην υποχρέωση εγγυήσεως. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η αποδέσμευση της τραπεζικής εγγυήσεως υπέρ του HIB, εφόσον είχε λάβει χώρα, θα είχε αποτελέσει πληρωμή την οποία απαγορεύει ο κανονισμός 204/2011.

40

Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι η ανταγωγή της TG διαιρείται σε δύο σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο ανάγεται σε αίτημα επιστροφής των εξόδων εγγυήσεως που η TG κατέβαλε στη Sahara Bank και το δεύτερο αφορά τα έξοδα που η TG δικαιούτο να ζητήσει από την SH βάσει των μεταξύ τους συμβάσεων αντεγγυήσεως.

41

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, για την εκφορά κρίσεως επί της ανταγωγής, πρέπει να καθοριστεί αν η καταβολή εξόδων εγγυήσεως μπορεί να θεωρηθεί ως έμμεση καταβολή κεφαλαίων που συνδέεται, καθ’οιονδήποτε τρόπο, με την τραπεζική εγγύηση. Εξάλλου, πρέπει να κριθεί αν, καθόσον ζητεί την καταβολή αυτή, η TG μπορεί να θεωρηθεί ως πρόσωπο το οποίο ενεργεί εξ ονόματος προσώπου, οντότητας ή οργανισμού που υπόκειται στα περιοριστικά μέτρα του κανονισμού 204/2011. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης σχετικά με το αν ενδεχομένως έχει εφαρμογή το άρθρο 9 του ως άνω κανονισμού, που προβλέπει εξαιρέσεις από τα μέτρα δεσμεύσεως κεφαλαίων και οικονομικών πόρων.

42

Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι πρέπει να κριθεί βάσει του εθνικού δικαίου μήπως το αίτημα της TG περί καταβολής των διαφόρων εξόδων εγγυήσεως εμπίπτει, εν όλω ή εν μέρει, στον κανονισμό 204/2011. Αν η καταβολή των εξόδων αυτών πρέπει να χαρακτηρισθεί ως έμμεση πληρωμή, κατά την έννοια του ως άνω κανονισμού, και δεν έχει εφαρμογή ο εισάγων εξαίρεση κανόνας του άρθρου 9, τότε η ανταγωγή θα πρέπει να απορριφθεί.

43

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι διάφορες επίμαχες συμβάσεις συνδέονται στενά μεταξύ τους διότι συνήφθησαν με αποκλειστικό σκοπό τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως υπέρ του HIB και ότι δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν ως παράγουσες αυτοτελείς υποχρεώσεις, μη εξαρτώμενες μεταξύ τους.

44

Το αιτούν δικαστήριο σημειώνει ότι, εάν η καταβολή των εξόδων εγγυήσεως εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής κανονισμού ο οποίος εισάγει περιοριστικά μέτρα, θα πρέπει να κριθεί ποιος κανονισμός είναι εφαρμοστέος, ήτοι ο κανονισμός 204/2011, ο οποίος ίσχυε κατά την ημερομηνία λήξεως ισχύος των αντεγγυήσεων, ή ο κανονισμός 2016/44, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ ενώ η διαφορά εκκρεμούσε ενώπιον των ουγγρικών δικαστηρίων και δεν είχε γίνει ακόμη οριστική εκκαθάριση των εξόδων αυτών.

45

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Kúria (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 204/2011 ή, ενδεχομένως, του κανονισμού 2016/44 οι ακόλουθες υποχρεώσεις καταβολής των εξόδων εγγυήσεως, οι οποίες απορρέουν από συμβάσεις αντεγγυήσεως συναφθείσες, στο πλαίσιο διαδοχικών συμβάσεων, για τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως προς όφελος του [HIB]:

α)

όταν, δυνάμει συμβάσεως αντεγγυήσεως, τράπεζα εγκαταστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση υποχρεούται να καταβάλει τα έξοδα σε λιβυκή τράπεζα, η οποία περιλαμβάνεται στον κατάλογο […] του παραρτήματος III του κανονισμού 204/2011;

β)

όταν, δυνάμει συμβάσεως αντεγγυήσεως, τράπεζα εγκαταστημένη στην […] Ένωση, υποχρεούται να καταβάλει τα έξοδα σε λιβυκή τράπεζα, η οποία δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο […] του παραρτήματος III του κανονισμού 204/2011, αλλά η τραπεζική εγγύηση έχει συσταθεί προς όφελος του HIB, το οποίο περιλαμβάνεται στον εν λόγω κατάλογο;

γ)

όταν, κατά το χρονικό διάστημα μετά την τροποποίηση του κανονισμού 204/2011 με τον κανονισμό 45/2014, ο κανονισμός 204/2011 απαγορεύει τις άμεσες ή έμμεσες πληρωμές σε οποιαδήποτε λιβυκή οντότητα;

δ)

όταν η υποχρέωση καταβολής των εξόδων εγγυήσεως απορρέει από σύμβαση αντεγγυήσεως συναφθείσα, στο πλαίσιο της σχέσεως μεταξύ δύο τραπεζών εγκαταστημένων στην […] Ένωση, στο πλαίσιο διαδοχικών συμβάσεων, για τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως προς όφελος του HIB;

ε)

όταν η εκκαθάριση των εξόδων εγγυήσεως λαμβάνει χώρα μετά τη λήξη του χρόνου ισχύος της εγγυήσεως, στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας, μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού 2016/44;

2)

Στην περίπτωση που η προμνησθείσα [στο πρώτο ερώτημα, υπό αʹ και βʹ,] υποχρέωση καταβολής των εξόδων εγγυήσεως εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού [204/2011], πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστούν κεφάλαια που χρησιμοποιούνται άμεσα ή έμμεσα προς όφελος των νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων που απαριθμούνται στο παράρτημα III του κανονισμού 204/2011 τα έξοδα εγγυήσεως που καταβάλλονται σε λιβυκή τράπεζα –η οποία περιλήφθηκε επίσης για κάποιο χρονικό διάστημα στον κατάλογο […] του παραρτήματος III– για τη σύσταση εγγυήσεως επιστροφής της προκαταβολής και εγγυήσεως καλής εκτελέσεως προς όφελος του HIB;

3)

Έχει το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 204/2011, κατά το χρονικό διάστημα μετά την τροποποίηση του εν λόγω κανονισμού με τον κανονισμό 45/2014 ([πρώτο ερώτημα, υπό γʹ]), την έννοια ότι πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστούν άμεσα ή έμμεσα απαιτήσεις βάσει εγγυήσεως τα έξοδα και οι δαπάνες που αξιώνει λιβυκή τράπεζα και που καταβάλλονται, δυνάμει συμβάσεως αντεγγυήσεως, από τράπεζα εγκαταστημένη στην […] Ένωση;

4)

Πρέπει να θεωρηθεί πρόσωπο ή οντότητα κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 204/2011, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 45/2014 –πρόσωπο ή οντότητα που ενεργεί μέσω ή εξ ονόματος ή προς όφελος ενός εκ των προσώπων, οντοτήτων ή φορέων που μνημονεύονται στα στοιχεία αʹ και βʹ του εν λόγω άρθρου 12, παράγραφος 1– τράπεζα εγκαταστημένη στην […] Ένωση η οποία, δυνάμει συμβάσεως αντεγγυήσεως συναφθείσας, στο πλαίσιο διαδοχικών συμβάσεων, για τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως προς όφελος του HIB, υποχρεούται να καταβάλει τα έξοδα εγγυήσεως σε λιβυκή οντότητα ([πρώτο ερώτημα, υπό δʹ]); Πρέπει να θεωρηθεί ότι τα έξοδα εγγυήσεως που αξιώνει η εν λόγω τράπεζα από άλλη τράπεζα εγκαταστημένη στην […] Ένωση συνιστούν άμεσα ή έμμεσα απαιτήσεις βάσει εγγυήσεως;

5)

Αφορά η κατά το άρθρο 9 του κανονισμού 204/2011 εξαίρεση οποιαδήποτε πληρωμή;

6)

Στο μέτρο που η εκκαθάριση των εξόδων εγγυήσεως πραγματοποιείται μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού 2016/44 […], ο οποίος κατάργησε τον κανονισμό 204/2011 αλλά περιέχει, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυπες διατάξεις ([πρώτο ερώτημα, υπό εʹ]), εφαρμόζεται ο κανονισμός 2016/44 για την επίλυση της ανακύψασας διαφοράς μεταξύ των διαδίκων και έχει το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ως άνω κανονισμού την έννοια ότι πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστούν άμεσα ή έμμεσα απαιτήσεις βάσει εγγυήσεως τα έξοδα και οι δαπάνες που αξιώνει λιβυκή τράπεζα και που καταβάλλονται, δυνάμει συμβάσεως αντεγγυήσεως, από τράπεζα εγκαταστημένη στην […] Ένωση; Πρέπει να θεωρηθεί ως πρόσωπο ή οντότητα κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του εν λόγω κανονισμού –πρόσωπο ή οντότητα που ενεργεί μέσω ή εξ ονόματος ή προς όφελος ενός εκ των προσώπων, οντοτήτων ή φορέων που μνημονεύονται στα στοιχεία αʹ και βʹ του ως άνω άρθρου 17, παράγραφος 1– τράπεζα εγκαταστημένη στην […] Ένωση η οποία, δυνάμει συμβάσεως αντεγγυήσεως συναφθείσας, στο πλαίσιο διαδοχικών συμβάσεων, για τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως προς όφελος του HIB, υποχρεούται να καταβάλει τα έξοδα εγγυήσεως σε λιβυκή οντότητα; Πρέπει να θεωρηθεί ότι τα έξοδα εγγυήσεως που αξιώνει η εν λόγω τράπεζα από άλλη τράπεζα εγκαταστημένη στην […] Ένωση συνιστούν άμεσα ή έμμεσα απαιτήσεις βάσει εγγυήσεως;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

46

Κατά το αιτούν δικαστήριο, η επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης εξαρτάται, ιδίως, από το ζήτημα αν ο κανονισμός 204/2011 εφαρμόζεται στα έξοδα τα οποία οφείλονται δυνάμει συμβάσεων που καταρτίζονται με σκοπό την παροχή αντεγγυήσεως σε σχέση με σύμβαση τραπεζικής εγγυήσεως καταρτισθείσας υπέρ δικαιούχου ο οποίος έχει υποβληθεί σε περιοριστικά μέτρα δυνάμει του ως άνω κανονισμού.

47

Δεδομένου όμως ότι τα διάφορα προδικαστικά ερωτήματα αλληλεπικαλύπτονται από πολλές απόψεις, τα ερωτήματα αυτά πρέπει να ομαδοποιηθούν και να αναδιατυπωθούν προκειμένου να παρασχεθούν στο αιτούν δικαστήριο οι ακριβέστερες δυνατές απαντήσεις.

48

Κατά συνέπεια, πρέπει να κριθεί ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, σχετικά με την εφαρμογή σε μια περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, πρώτον, του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 204/2011, που απαγορεύει τη διάθεση, άμεσα ή έμμεσα, κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων σε πρόσωπα το όνομα των οποίων αναγράφεται στον κατάλογο του παραρτήματος III του ως άνω κανονισμού, δεύτερον, του άρθρου 12 του εν λόγω κανονισμού, που απαγορεύει την ικανοποίηση απαιτήσεων σχετικά με οποιαδήποτε σύμβαση ή συναλλαγή που έχει επηρεασθεί από μέτρα που επιβάλλει ο κανονισμός αυτός, τρίτον, του άρθρου 9 του κανονισμού 204/2011, που προβλέπει εξαιρέσεις από το άρθρο 5, παράγραφος 2, και, τέταρτον, του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/44, που αντικατέστησε το άρθρο 12 του κανονισμού 204/2011.

Επί του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 204/2011

49

Το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 204/2011 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι έχει εφαρμογή σε μια περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στην οποία έξοδα τα οποία οφείλονται δυνάμει συμβάσεων αντεγγυήσεως πρέπει να καταβληθούν, πρώτον, από τράπεζα της Ένωσης προς λιβυκή τράπεζα το όνομα της οποίας αναγράφεται στον κατάλογο του παραρτήματος III του ως άνω κανονισμού, δεύτερον, από τράπεζα της Ένωσης προς λιβυκή τράπεζα το όνομα της οποίας έχει παύσει να αναγράφεται στον κατάλογο αυτό, όταν δικαιούχος της τραπεζικής εγγυήσεως που έχει χορηγηθεί από τη λιβυκή τράπεζα είναι οντότητα που περιλαμβάνεται στον εν λόγω κατάλογο, και, τρίτον, από μια τράπεζα της Ένωσης προς άλλη τράπεζα της Ένωσης.

50

Δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 204/2011, απαγορεύεται η διάθεση, άμεσα ή έμμεσα, κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οντότητες ή οργανισμούς που απαριθμούνται στα παραρτήματα ΙΙ και III του ως άνω κανονισμού ή προς όφελός τους.

51

Επισημαίνεται ότι η προβλεπόμενη στην εν λόγω διάταξη απαγόρευση διαθέσεως κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων σε πρόσωπο εγγεγραμμένο σε κατάλογο προσώπων εις βάρος των οποίων ισχύουν περιοριστικά μέτρα έχει ιδιαιτέρως ευρεία διατύπωση, πράγμα που αποδεικνύεται από τη χρήση των όρων «άμεσα ή έμμεσα», και κατά συνέπεια περιλαμβάνει κάθε πράξη της οποίας η τέλεση είναι αναγκαία, βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, για να καταστεί δυνατό στο πρόσωπο αυτό να αποκτήσει πράγματι πλήρη εξουσία διαθέσεως των οικείων κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Οκτωβρίου 2007, Möllendorf και Möllendorf-Niehuus, C‑117/06, EU:C:2007:596, σκέψεις 50 και 51, της 29ης Ιουνίου 2010, E και F, C‑550/09, EU:C:2010:382, σκέψεις 66 και 74, καθώς και της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Afrasiabi κ.λπ., C‑72/11, EU:C:2011:874, σκέψεις 39 και 40).

52

Η ευρεία και αναμφίλεκτη αυτή διατύπωση καλύπτει συνεπώς κάθε είδους διάθεση οικονομικών πόρων και ως εκ τούτου και πράξη η οποία ανάγεται στην εκτέλεση αμφοτεροβαρούς συμβάσεως και συνομολογήθηκε έναντι καταβολής οικονομικού ανταλλάγματος (απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2007, Möllendorf και Möllendorf-Niehuus, C‑117/06, EU:C:2007:596, σκέψη 56).

53

Εξάλλου, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο όρος «κεφάλαια και οικονομικοί πόροι» επίσης έχει ευρεία έννοια, η οποία καλύπτει τα οποιασδήποτε φύσεως περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκτηθεί με οποιονδήποτε τρόπο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, E και F, C‑550/09, EU:C:2010:382, σκέψη 69).

54

Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο πραγματεύεται την περίπτωση στην οποία τράπεζα της Ένωσης θα πρέπει να καταβάλει σε λιβυκή τράπεζα, το όνομα της οποίας αναγράφεται στον κατάλογο του παραρτήματος III του κανονισμού 204/2011, έξοδα τα οποία οφείλονται δυνάμει συμβάσεως αντεγγυήσεως.

55

Μολονότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά την καταβολή των εξόδων τα οποία οφείλονται δυνάμει συμβάσεως αντεγγυήσεως συναφθείσας μεταξύ δύο ευρωπαϊκών τραπεζών, η περίπτωση για την οποία γίνεται λόγος στην προηγούμενη σκέψη θα μπορούσε πάντως να έχει σημασία για την επίλυση της διαφοράς αυτής στο μέτρο που δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο η καταβολή των εξόδων αντεγγυήσεως, την οποία ζητεί η TG, να αφορά και τα έξοδα εγγυήσεως στα οποία υποβλήθηκε η Sahara Bank όσον αφορά το διάστημα κατά το οποίο το όνομά της αναγραφόταν στον κατάλογο του παραρτήματος III του ως άνω κανονισμού.

56

Εν προκειμένω, η επίμαχη στην κύρια δίκη λιβυκή τράπεζα, ήτοι η Sahara Bank, ήταν εγγεγραμμένη στον εν λόγω κατάλογο από τις 22 Μαρτίου έως τις 2 Σεπτεμβρίου 2011, οπότε εφαρμοστέος συναφώς είναι μόνον ο κανονισμός 204/2011.

57

Το γεγονός και μόνον ότι χρηματικά ποσά πρέπει, για οποιονδήποτε λόγο, να καταβληθούν σε μια τέτοια τράπεζα συνεπάγεται την υπαγωγή της συναλλαγής αυτής στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, δεδομένου ότι, υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, μια τέτοια συναλλαγή συνίσταται στην άμεση διάθεση κεφαλαίων σε πρόσωπο το όνομα του οποίου αναγράφεται στον κατάλογο του παραρτήματος III του κανονισμού 204/2011.

58

Εξάλλου, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 34 των προτάσεών του, η περίσταση ότι οι πληρωμές αυτές εντάσσονται στο πλαίσιο συναλλαγής που χαρακτηρίζεται από οικονομική ισορροπία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και συνιστούν πράξεις εκτελέσεως συμβάσεως συναφθείσας πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 204/2011 δεν παρέχει αφ’ εαυτής τη δυνατότητα εξαιρέσεως των εν λόγω πληρωμών από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 204/2011 και των απαγορεύσεων που αυτός θεσπίζει (πρβλ. απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2007, Möllendorf και Möllendorf-Niehuus, C‑117/06, EU:C:2007:596, σκέψεις 49 καθώς και 62).

59

Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού 204/2011 σε πληρωμές σχετικά με έξοδα τα οποία οφείλονται δυνάμει συμβάσεως αντεγγυήσεως, τις οποίες πραγματοποιεί τράπεζα της Ένωσης προς λιβυκή τράπεζα, μετά τη διαγραφή του ονόματος της δεύτερης από τον κατάλογο του παραρτήματος III του ως άνω κανονισμού.

60

Τέτοιες πληρωμές δεν μπορούν να αποτελέσουν άμεση διάθεση κεφαλαίων κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού διότι το όνομα του λήπτη των κεφαλαίων αυτών δεν αναγράφεται στον κατάλογο του εν λόγω παραρτήματος III ούτε άλλωστε στον κατάλογο του παραρτήματος II του ίδιου κανονισμού, τον οποίον επίσης αφορά η απαγόρευση που διατυπώνεται στη διάταξη αυτή.

61

Πλην όμως οι εν λόγω πληρωμές θα μπορούσαν να αποτελέσουν έμμεση διάθεση κεφαλαίων υπέρ προσώπου το όνομα του οποίου αναγράφεται στον κατάλογο του παραρτήματος III του κανονισμού 204/2011 όπως, εν προκειμένω, του HIB, το οποίο είναι ο δικαιούχος των τραπεζικών εγγυήσεων που έδωσαν λαβή για τη σύναψη των επίμαχων στην κύρια δίκη συμβάσεων αντεγγυήσεως και του οποίου το όνομα αναγραφόταν στον κατάλογο αυτό από τις 11 Μαρτίου 2011 έως τις 29 Ιανουαρίου 2014, ήτοι και μετά τη διαγραφή της επωνυμίας της Sahara Bank από τον εν λόγω κατάλογο.

62

Εντούτοις, για να μπορούν κεφάλαια να θεωρηθούν ως εμμέσως διατεθέντα σε πρόσωπο το όνομα του οποίου αναγράφεται στον κατάλογο του παραρτήματος III του ως άνω κανονισμού, είναι απαραίτητο να μπορούν τα κεφάλαια αυτά να καταβληθούν περαιτέρω στο πρόσωπο αυτό ή να έχει το εν λόγω πρόσωπο την εξουσία διαθέσεως των κεφαλαίων αυτών, ιδίως λόγω υπάρξεως νομικών ή οικονομικών δεσμών μεταξύ του λήπτη των κεφαλαίων και ενός τέτοιου προσώπου.

63

Εν προκειμένω, τα έξοδα τα οποία οφείλονται στη Sahara Bank από την TG αντιπροσωπεύουν το αντίτιμο των τραπεζικών εγγυήσεων που συστήθηκαν υπέρ του HIB, σε ένα πλαίσιο στο οποίο αυτές θα έπρεπε να βαρύνουν ουγγρική τράπεζα, ήτοι την SH. Επομένως, λόγω της φύσεώς τους, τα έξοδα αυτά δεν προορίζονται να καταβληθούν περαιτέρω στο HIB. Εξάλλου, από τα στοιχεία της ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφίας ουδόλως προκύπτει ότι το HIB συνδέεται με τη Sahara Bank με δεσμούς όπως οι περιγραφόμενοι στην προηγούμενη σκέψη. Εναπόκειται πάντως στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν τούτο πράγματι ισχύει.

64

Τέλος, οι πληρωμές από τράπεζα της Ένωσης των εξόδων που οφείλονται σε λιβυκή τράπεζα, δυνάμει συμβάσεως αντεγγυήσεως, δεν μπορούν να θεωρούνται, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 204/2011, ως χρησιμοποιούμενες προς όφελος προσώπου το όνομα του οποίου αναγράφεται στον κατάλογο του παραρτήματος III του ως άνω κανονισμού παρά μόνον εάν, βάσει της συμβάσεως τραπεζικής εγγυήσεως και των συμβάσεων αντεγγυήσεως, οι πληρωμές αυτές παρέχουν, αμέσως ή εμμέσως, στον δικαιούχο της τραπεζικής εγγυήσεως, ο οποίος είναι εγγεγραμμένος σε κάποιον από τους καταλόγους αυτούς, τη δυνατότητα να εξασφαλίσει την κατάπτωση της εν λόγω τραπεζικής εγγυήσεως.

65

Τούτο θα ίσχυε ιδίως σε περίπτωση που το δικαίωμα του δικαιούχου της τραπεζικής εγγυήσεως να ζητήσει την κατάπτωσή της εξαρτιόταν εν όλω ή εν μέρει από την καταβολή των εξόδων τα οποία θα οφείλονταν δυνάμει κάποιας από τις συμβάσεις αντεγγυήσεως. Κατά το μέτρο αυτό, οι πληρωμές που θα αφορούσαν τα έξοδα αυτά θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως χρησιμοποιούμενες προς όφελος προσώπου το όνομα του οποίου αναγράφεται στον κατάλογο του παραρτήματος III του εν λόγω κανονισμού.

66

Εναπόκειται πάντως στο αιτούν δικαστήριο να προβεί στις αναγκαίες εξακριβώσεις ώστε να αποκλείσει το ενδεχόμενο οι πληρωμές τις οποίες πραγματοποιεί τράπεζα της Ένωσης, ήτοι η TG, προς λιβυκή τράπεζα, εν προκειμένω προς τη Sahara Bank, σχετικά με έξοδα τα οποία οφείλονται δυνάμει συμβάσεως αντεγγυήσεως, να χρησιμοποιηθούν, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων απαντήσεως που παρεσχέθησαν στις σκέψεις 64 και 65 της παρούσας αποφάσεως, προς όφελος του HIB.

67

Τρίτον, οι πληρωμές τις οποίες πραγματοποιεί τράπεζα της Ένωσης προς άλλη τράπεζα της Ένωσης σχετικά με έξοδα τα οποία οφείλονται δυνάμει συμβάσεως αντεγγυήσεως, μέρος των οποίων συνίσταται στην επιστροφή των εξόδων που κατέβαλε η άλλη αυτή τράπεζα της Ένωσης προς λιβυκή τράπεζα στο πλαίσιο άλλης συμβάσεως αντεγγυήσεως, δεν μπορούν καταρχήν να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 204/2011, ως κεφάλαια που διατίθενται άμεσα σε πρόσωπο το όνομα του οποίου αναγράφεται στον κατάλογο του παραρτήματος III του ως άνω κανονισμού.

68

Όσον αφορά την έμμεση διάθεση κεφαλαίων σε ένα τέτοιο πρόσωπο ή τη χρήση από το πρόσωπο αυτό των ως άνω κεφαλαίων, εφαρμογή έχουν τα όσα εκτέθηκαν στις σκέψεις 61 έως 66 της παρούσας αποφάσεως.

69

Βάσει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 204/2011 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια:

ότι εφαρμόζεται σε μια περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στην οποία έξοδα τα οποία οφείλονται δυνάμει συμβάσεως αντεγγυήσεως πρέπει να καταβληθούν από τράπεζα της Ένωσης προς λιβυκή τράπεζα το όνομα της οποίας αναγράφεται στον κατάλογο του παραρτήματος III του ως άνω κανονισμού, και

ότι καταρχήν δεν εφαρμόζεται σε μια περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στην οποία έξοδα τα οποία οφείλονται δυνάμει συμβάσεως αντεγγυήσεως πρέπει να καταβληθούν από τράπεζα της Ένωσης προς λιβυκή τράπεζα το όνομα της οποίας έχει παύσει να αναγράφεται στον κατάλογο του παραρτήματος III του εν λόγω κανονισμού ή από μια τράπεζα της Ένωσης προς άλλη τράπεζα της Ένωσης, όταν δικαιούχος της τραπεζικής εγγυήσεως που έχει χορηγηθεί από τη λιβυκή τράπεζα είναι οντότητα η οποία περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυτό, εκτός αν μια τέτοια πληρωμή συνεπάγεται, λόγω των νομικών ή οικονομικών δεσμών που υφίστανται μεταξύ της τράπεζας προς την οποία πραγματοποιείται η πληρωμή αυτή και της οντότητας που περιλαμβάνεται στον εν λόγω κατάλογο, έμμεση διάθεση των επίμαχων εξόδων στην οντότητα αυτή.

Επί του άρθρου 12 του κανονισμού 204/2011

70

Το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, το άρθρο 12 του κανονισμού 204/2011 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, τόσο υπό την αρχική του μορφή όσο και υπό τη μορφή που έλαβε με τον κανονισμό 45/2014, εφαρμόζεται σε περίπτωση που έξοδα τα οποία οφείλονται δυνάμει συμβάσεων αντεγγυήσεως πρέπει να καταβληθούν, πρώτον, από τράπεζα της Ένωσης προς λιβυκή τράπεζα εγγεγραμμένη στον κατάλογο του παραρτήματος III του ως άνω κανονισμού, δεύτερον, από τράπεζα της Ένωσης προς λιβυκή τράπεζα που δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυτό όταν δικαιούχος της τραπεζικής εγγυήσεως που έχει χορηγηθεί από τη λιβυκή τράπεζα είναι οντότητα που περιλαμβάνεται στον εν λόγω κατάλογο, και, τρίτον, από μια τράπεζα της Ένωσης προς άλλη τράπεζα της Ένωσης.

71

Κατ’ ουσίαν, το άρθρο 12 του κανονισμού 204/2011, τόσο υπό την αρχική του μορφή όσο και υπό τη μορφή που έλαβε με τον κανονισμό 45/2014, απαγορεύει την ικανοποίηση απαιτήσεων σχετικά με οποιαδήποτε σύμβαση ή συναλλαγή που έχει επηρεαστεί από μέτρα τα οποία επιβάλλει ο ως άνω κανονισμός.

72

Υπογραμμίζεται ότι ο μηχανισμός απαγορεύσεως τον οποίο προβλέπει το εν λόγω άρθρο 12 βασίζεται σε τρία στοιχεία.

73

Πρώτον, η εκτέλεση συμβάσεως ή συναλλαγής πρέπει να έχει επηρεαστεί, αμέσως ή εμμέσως, εν όλω ή εν μέρει, από τα μέτρα που επιβάλλει ο κανονισμός 204/2011. Επομένως, για να μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 12 του κανονισμού 204/2011 πρέπει μια σύμβαση ή συναλλαγή να έχει υποβληθεί σε περιοριστικά μέτρα δυνάμει του κανονισμού αυτού.

74

Δεύτερον, το εν λόγω άρθρο 12 απαγορεύει την ικανοποίηση απαιτήσεων σχετικά με μια τέτοια σύμβαση ή συναλλαγή, όπως παραδείγματος χάριν απαιτήσεως αποζημιώσεως, απαιτήσεως συμψηφισμού ή απαιτήσεως βάσει εγγυήσεως. Λόγω της γενικότητάς του και του ενδεικτικού χαρακτήρα του καταλόγου των απαιτήσεων που παραθέτει, του οποίου προτάσσεται ο όρος «περιλαμβανομένων», το ως άνω άρθρο 12 καλύπτει οποιοδήποτε είδος απαιτήσεως σχετικά με σύμβαση ή συναλλαγή.

75

Τρίτον, οι απαιτήσεις των οποίων απαγορεύεται η ικανοποίηση πρέπει, σύμφωνα με την αρχική μορφή του κειμένου του άρθρου 12 του κανονισμού 204/2011, να προβάλλονται από τη Λιβυκή Κυβέρνηση ή από οποιοδήποτε πρόσωπο ή οντότητα που ενεργεί μέσω της Κυβερνήσεως αυτής ή εξ ονόματός της, και, σύμφωνα με τη μορφή που το κείμενο αυτό έλαβε με τον κανονισμό 45/2014, να προβάλλονται, μεταξύ άλλων, από οποιοδήποτε λιβυκό πρόσωπο, οντότητα ή άλλο φορέα που δεν απαριθμείται στο παράρτημα II ή στο παράρτημα III του κανονισμού 204/2011.

76

Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται ότι η καταβολή εξόδων τα οποία οφείλονται δυνάμει συμβάσεων αντεγγυήσεως από τον πρώτο αντεγγυητή προς τον εγγυητή ή από τον δεύτερο αντεγγυητή προς τον πρώτο αντεγγυητή δεν μπορεί, καταρχήν, να αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12 του κανονισμού 204/2011.

77

Ειδικότερα, αφενός, η εκτέλεση συμβάσεως αντεγγυήσεως μπορεί να επηρεάζεται από τα μέτρα που επιβάλλει ο κανονισμός 204/2011 αν το όνομα του δικαιούχου της αντεγγυήσεως αυτής αναγράφεται στον κατάλογο του παραρτήματος III του εν λόγω κανονισμού, όπως, εν προκειμένω, συνέβη στην περίπτωση της Sahara Bank όσον αφορά το διάστημα από 22 Μαρτίου έως 2 Σεπτεμβρίου 2011, ή αν το όνομα του δικαιούχου της εγγυήσεως, η οποία καλύπτεται με τη σειρά της από την αντεγγύηση, αναγράφεται στον κατάλογο αυτό, όπως, εν προκειμένω, συνέβη στην περίπτωση του HIB όσον αφορά το διάστημα από 11 Μαρτίου 2011 έως 29 Ιανουαρίου 2014.

78

Αφετέρου, απαίτηση καταβολής εξόδων τα οποία οφείλονται δυνάμει συμβάσεως αντεγγυήσεως συνιστά αξίωση «σε σχέση με σύμβαση» ή απαίτηση «σχετικά με οποιαδήποτε σύμβαση», κατά την έννοια του άρθρου 12 του κανονισμού 204/2011, αντιστοίχως υπό την αρχική του μορφή και υπό τη μορφή που έλαβε με τον κανονισμό 45/2014.

79

Πλην όμως για να απαγορεύεται μια τέτοια απαίτηση από το άρθρο 12 του κανονισμού 204/2011 πρέπει υποχρεωτικώς να προβάλλεται από κάποιο από τα πρόσωπα που απαριθμούνται στο άρθρο αυτό.

80

Απαίτηση πληρωμής, εφόσον αφορά έξοδα τα οποία οφείλονται δυνάμει συμβάσεως με την οποία τράπεζα της Ένωσης παρέχει αντεγγύηση σε λιβυκή τράπεζα, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12 του ως άνω κανονισμού υπό την αρχική του μορφή υπό την προϋπόθεση ότι η λιβυκή τράπεζα μπορεί να θεωρηθεί ως οντότητα που ενεργεί εξ ονόματος της Λιβυκής Κυβερνήσεως, μοναδική κατηγορία του άρθρου αυτού στην οποία μπορεί εν προκειμένω να υπαχθεί μια τέτοια τράπεζα.

81

Συναφώς, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να προβεί στις αναγκαίες εξακριβώσεις ώστε να κρίνει αν η Sahara Bank μπορεί να θεωρηθεί ως ενεργούσα εξ ονόματος της Λιβυκής Κυβερνήσεως.

82

Η δε διάταξη του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 204/2011, που εισήχθη με τον κανονισμό 45/2014, έχει εφαρμογή σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, διότι η λιβυκή τράπεζα υπέρ της οποίας έχει χορηγηθεί αντεγγύηση από την τράπεζα της Ένωσης είναι πράγματι λιβυκό πρόσωπο, οντότητα ή άλλος φορέας που δεν απαριθμείται στο παράρτημα II ή III του ως άνω κανονισμού, τους οποίους αναφέρει η διάταξη αυτή.

83

Πλην όμως, επισημαίνεται ότι από τα στοιχεία της ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφίας προκύπτει ότι οι τελευταίες πληρωμές της TG προς τη Sahara Bank δυνάμει της μεταξύ τους συμβάσεως αντεγγυήσεως πραγματοποιήθηκαν στις 16 Ιουλίου 2013, οπότε το ζήτημα αν το άρθρο 12 του κανονισμού 204/2011 εφαρμόζεται στις πληρωμές αυτές θα πρέπει να εκτιμηθεί με βάση την αρχική μορφή του άρθρου αυτού.

84

Αντιθέτως, καθόσον το αίτημα καταβολής αφορά έξοδα τα οποία οφείλονται δυνάμει συμβάσεως με την οποία τράπεζα της Ένωσης χορηγεί αντεγγύηση υπέρ άλλης τράπεζας της Ένωσης, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, βάσει του γράμματος του άρθρου 12 του ως άνω κανονισμού υπό την αρχική του μορφή, η άλλη αυτή τράπεζα της Ένωσης μπορεί να θεωρηθεί ως ενεργούσα εξ ονόματος της Λιβυκής Κυβερνήσεως. Ειδικότερα, η τράπεζα αυτή εισπράττει τα ως άνω έξοδα επί τη βάσει των ρητρών συμβάσεως σκοπός της οποίας είναι αποκλειστικώς η παροχή αντεγγυήσεως για μια χορηγηθείσα υπέρ λιβυκής τράπεζας τραπεζική εγγύηση.

85

Η εφαρμογή του άρθρου 12 του εν λόγω κανονισμού, υπό τη μορφή που έλαβε με τον κανονισμό 45/2014, είναι δυνατή μόνον αν η τράπεζα της Ένωσης η οποία ζητεί από άλλη τράπεζα της Ένωσης την καταβολή εξόδων τα οποία οφείλονται δυνάμει συμβάσεως αντεγγυήσεως είναι πρόσωπο εμπίπτον στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 204/2011, διάταξη η οποία αφορά πρόσωπο, οντότητα ή φορέα που ενεργεί εξ ονόματος ενός από τα πρόσωπα, τις οντότητες ή τους φορείς των στοιχείων αʹ ή βʹ της ίδιας παραγράφου 1. Είναι επομένως απαραίτητο η ως άνω τράπεζα της Ένωσης να ενεργεί είτε εξ ονόματος προσώπου το όνομα του οποίου αναγράφεται στον κατάλογο του παραρτήματος III του ως άνω κανονισμού, όπως είναι το HIB στην υπόθεση της κύριας δίκης, είτε εξ ονόματος λιβυκού προσώπου, οντότητας ή οργανισμού, είτε εξ ονόματος της Λιβυκής Κυβερνήσεως.

86

Στο πλαίσιο όμως αλυσίδας διαδοχικών συμβάσεων που αποτελείται από μια τραπεζική εγγύηση και δύο αντεγγυήσεις δεν μπορεί καταρχήν να θεωρηθεί ότι, στην περίπτωση που τράπεζα της Ένωσης εισπράττει έξοδα τα οποία οφείλονται δυνάμει συμβάσεως αντεγγυήσεως μεταξύ της ίδιας και μιας άλλης τράπεζας της Ένωσης, ενεργεί εξ ονόματος του εγγυητή ή του δικαιούχου της τραπεζικής εγγυήσεως. Ειδικότερα, σύμβαση αντεγγυήσεως, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, είναι σύμβαση η οποία συνάπτεται μεταξύ εντολέα και αντεγγυητή, με την οποία ο δεύτερος αναλαμβάνει τη μονομερή και αμετάκλητη υποχρέωση να καταβάλει σε δικαιούχο ορισμένο ποσό, σε πρώτη ζήτηση από τον εν λόγω δικαιούχο, χωρίς εξέταση της έννομης σχέσεως που αποτελεί το θεμέλιο της συμβάσεως αυτής. Η καταβολή από τον εντολέα στον αντεγγυητή των οφειλόμενων δυνάμει συμβάσεως αντεγγυήσεως εξόδων σκοπεί, επομένως, αποκλειστικώς στο να ανταμείψει τον δεύτερο για την υπηρεσία που παρέσχε στον εντολέα συστήνοντας την αντεγγύηση. Κατά συνέπεια, λαμβάνοντας την πληρωμή αυτή, ο αντεγγυητής δεν μπορεί να θεωρείται ότι ενεργεί εξ ονόματος του εγγυητή ή του δικαιούχου της τραπεζικής εγγυήσεως για την οποία έχει συσταθεί μια τέτοια αντεγγύηση.

87

Κατά συνέπεια, το άρθρο 12 του κανονισμού 204/2011 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι:

υπό την αρχική του μορφή, εφαρμόζεται σε περίπτωση που έξοδα τα οποία οφείλονται δυνάμει συμβάσεων αντεγγυήσεως πρέπει να καταβληθούν από τράπεζα της Ένωσης προς λιβυκή τράπεζα εγγεγραμμένη στον κατάλογο του παραρτήματος III του ως άνω κανονισμού καθώς και από τράπεζα της Ένωσης προς λιβυκή τράπεζα που δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυτό, όταν δικαιούχος της τραπεζικής εγγυήσεως που έχει χορηγηθεί από τη λιβυκή τράπεζα είναι οντότητα που περιλαμβάνεται στον εν λόγω κατάλογο, υπό την προϋπόθεση ότι η λιβυκή τράπεζα θεωρείται ως οντότητα που ενεργεί εξ ονόματος της Λιβυκής Κυβερνήσεως, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει·

υπό τη μορφή που έλαβε με τον κανονισμό 45/2014, δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που έξοδα τα οποία οφείλονται δυνάμει συμβάσεων αντεγγυήσεως πρέπει να καταβληθούν από τράπεζα της Ένωσης προς λιβυκή τράπεζα εγγεγραμμένη στον κατάλογο του παραρτήματος III του ως άνω κανονισμού καθώς και από τράπεζα της Ένωσης προς λιβυκή τράπεζα που δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυτό, όταν δικαιούχος της τραπεζικής εγγυήσεως που έχει χορηγηθεί από τη λιβυκή τράπεζα είναι οντότητα που περιλαμβάνεται στον εν λόγω κατάλογο, εφόσον τα ως άνω έξοδα καταβλήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του εν λόγω κανονισμού, και

τόσο υπό την αρχική του μορφή όσο και υπό τη μορφή που έλαβε με τον κανονισμό 45/2014, δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που έξοδα τα οποία οφείλονται δυνάμει συμβάσεων αντεγγυήσεως πρέπει να καταβληθούν από μια τράπεζα της Ένωσης προς άλλη τράπεζα της Ένωσης.

Επί του άρθρου 9 του κανονισμού 204/2011

88

Το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν το άρθρο 9 του κανονισμού 204/2011 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μπορεί να εφαρμοστεί στις πληρωμές εξόδων όπως αυτά που οφείλονται δυνάμει των διαφόρων επίμαχων στην κύρια δίκη συμβάσεων.

89

Κατά το ως άνω άρθρο 9, το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 204/2011 δεν εφαρμόζεται στην πίστωση των δεσμευθέντων λογαριασμών με πληρωμές που οφείλονται βάσει συμβάσεων, συμφωνιών ή υποχρεώσεων που είχαν συναφθεί ή εγερθεί πριν από την ημερομηνία κατά την οποία φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμός που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο 5 καθορίστηκε από την επιτροπή κυρώσεων, το Συμβούλιο Ασφαλείας ή το Συμβούλιο, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι οι πληρωμές αυτές τελούν υπό δέσμευση σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

90

Επομένως, οι διατάξεις του άρθρου 9 του κανονισμού 204/2011 αφορούν μόνον τις πληρωμές που πραγματοποιούνται προς πρόσωπα το όνομα των οποίων αναγράφεται στον κατάλογο του παραρτήματος II ή στον κατάλογο του παραρτήματος III του ως άνω κανονισμού.

91

Εν προκειμένω, ο δικαιούχος της τραπεζικής εγγυήσεως, ήτοι το HIB, δεν έλαβε καμία πληρωμή δυνάμει της συναφθείσας υπέρ αυτού συμβάσεως τραπεζικής εγγυήσεως από τότε που το όνομά του ανεγράφη στον κατάλογο του παραρτήματος III του κανονισμού 204/2011. Εξάλλου, η αντεγγυήτρια τράπεζα, ήτοι η TG, δεν εξόφλησε στην εγγυήτρια τράπεζα, ήτοι στη Sahara Bank, τα έξοδα συστάσεως της εγγυήσεως αυτής παρά μόνον κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία το όνομά της δεν αναγραφόταν στον κατάλογο του παραρτήματος αυτού.

92

Ως εκ τούτου, υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 9 του ως άνω κανονισμού δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής.

93

Κατά συνέπεια, το άρθρο 9 του κανονισμού 204/2011 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στις πληρωμές εξόδων όπως αυτά τα οποία οφείλονται δυνάμει των διάφορων επίμαχων στην κύρια δίκη συμβάσεων.

Επί του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/44

94

Το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/44 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι έχει εφαρμογή σε μια περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στην οποία η οριστική εκκαθάριση των εξόδων αντεγγυήσεως τα οποία οφείλονται από μια τράπεζα της Ένωσης προς άλλη τράπεζα της Ένωσης λαμβάνει χώρα μετά την έναρξη ισχύος του ως άνω κανονισμού.

95

Κατά το άρθρο του 26, ο κανονισμός 2016/44 άρχισε να ισχύει την επομένη της δημοσιεύσεώς του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι στις 20 Ιανουαρίου 2016.

96

Επισημαίνεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 17, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού ταυτίζονται, κατ’ ουσίαν, προς τις διατάξεις του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 204/2011, υπό τη μορφή που έλαβε με τον κανονισμό 45/2014.

97

Εν προκειμένω, οι πληρωμές της TG προς τη Sahara Bank πραγματοποιήθηκαν όλες υπό το κράτος του κανονισμού 204/2011 και δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής επ’ αυτών οι διατάξεις του κανονισμού 2016/44.

98

Αντιθέτως, οι πληρωμές σχετικά με τα έξοδα τα οποία οφείλονται δυνάμει της συμβάσεως αντεγγυήσεως μεταξύ SH και TG υπάγονται στον ως άνω κανονισμό 2016/44, δεδομένου ότι η οριστική εκκαθάριση και η συνακόλουθη καταβολή των εξόδων αυτών δεν είχαν ακόμη λάβει χώρα κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του εν λόγω κανονισμού.

99

Κατά συνέπεια, το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/44 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται στα έξοδα αντεγγυήσεως τα οποία οφείλονται από μια τράπεζα της Ένωσης προς άλλη τράπεζα της Ένωσης σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στην οποία η οριστική εκκαθάριση λαμβάνει χώρα μετά την έναρξη ισχύος του ως άνω κανονισμού.

Επί των δικαστικών εξόδων

100

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 204/2011 του Συμβουλίου, της 2ας Μαρτίου 2011, σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Λιβύη, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια:

ότι εφαρμόζεται σε μια περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στην οποία έξοδα τα οποία οφείλονται δυνάμει συμβάσεως αντεγγυήσεως πρέπει να καταβληθούν από τράπεζα της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς λιβυκή τράπεζα το όνομα της οποίας αναγράφεται στον κατάλογο του παραρτήματος III του ως άνω κανονισμού, και

ότι, καταρχήν, δεν εφαρμόζεται σε μια περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στην οποία έξοδα τα οποία οφείλονται δυνάμει συμβάσεως αντεγγυήσεως πρέπει να καταβληθούν από τράπεζα της Ένωσης προς λιβυκή τράπεζα το όνομα της οποίας έχει παύσει να αναγράφεται στον κατάλογο του παραρτήματος III του εν λόγω κανονισμού ή από μια τράπεζα της Ένωσης προς άλλη τράπεζα της Ένωσης, όταν δικαιούχος της τραπεζικής εγγυήσεως που έχει χορηγηθεί από τη λιβυκή τράπεζα είναι οντότητα η οποία περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυτό, εκτός αν μια τέτοια πληρωμή συνεπάγεται, λόγω των νομικών ή οικονομικών δεσμών που υφίστανται μεταξύ της τράπεζας προς την οποία πραγματοποιείται η πληρωμή αυτή και της οντότητας που περιλαμβάνεται στον εν λόγω κατάλογο, έμμεση διάθεση των επίμαχων εξόδων στην οντότητα αυτή.

 

2)

Το άρθρο 12 του κανονισμού 204/2011 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι:

υπό την αρχική του μορφή, εφαρμόζεται σε περίπτωση που έξοδα τα οποία οφείλονται δυνάμει συμβάσεων αντεγγυήσεως πρέπει να καταβληθούν από τράπεζα της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς λιβυκή τράπεζα εγγεγραμμένη στον κατάλογο του παραρτήματος III του ως άνω κανονισμού καθώς και από τράπεζα της Ένωσης προς λιβυκή τράπεζα που δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυτό, όταν δικαιούχος της τραπεζικής εγγυήσεως που έχει χορηγηθεί από τη λιβυκή τράπεζα είναι οντότητα που περιλαμβάνεται στον εν λόγω κατάλογο, υπό την προϋπόθεση ότι η λιβυκή τράπεζα θεωρείται ως οντότητα που ενεργεί εξ ονόματος της Λιβυκής Κυβερνήσεως, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει·

υπό τη μορφή που έλαβε με τον κανονισμό (ΕΕ) 45/2014 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2014, δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που έξοδα τα οποία οφείλονται δυνάμει συμβάσεων αντεγγυήσεως πρέπει να καταβληθούν από τράπεζα της Ένωσης προς λιβυκή τράπεζα εγγεγραμμένη στον κατάλογο του παραρτήματος III του ως άνω κανονισμού καθώς και από τράπεζα της Ένωσης προς λιβυκή τράπεζα που δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυτό, όταν δικαιούχος της τραπεζικής εγγυήσεως που έχει χορηγηθεί από τη λιβυκή τράπεζα είναι οντότητα που περιλαμβάνεται στον εν λόγω κατάλογο, εφόσον τα ως άνω έξοδα καταβλήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του εν λόγω κανονισμού, και

τόσο υπό την αρχική του μορφή όσο και υπό τη μορφή που έλαβε με τον κανονισμό 45/2014, δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που έξοδα τα οποία οφείλονται δυνάμει συμβάσεων αντεγγυήσεως πρέπει να καταβληθούν από μια τράπεζα της Ένωσης προς άλλη τράπεζα της Ένωσης.

 

3)

Το άρθρο 9 του κανονισμού 204/2011 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στις πληρωμές εξόδων όπως αυτά τα οποία οφείλονται δυνάμει των διάφορων επίμαχων στην κύρια δίκη συμβάσεων.

 

4)

Το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/44 του Συμβουλίου, της 18ης Ιανουαρίου 2016, σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Λιβύη και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 204/2011, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται στα έξοδα αντεγγυήσεως τα οποία οφείλονται από μια τράπεζα της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς άλλη τράπεζα της Ένωσης σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στην οποία η οριστική εκκαθάριση λαμβάνει χώρα μετά την έναρξη ισχύος του ως άνω κανονισμού.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική.