ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

EVGENI TANCHEV

της 28ης Μαρτίου 2019 ( 1 )

Υπόθεση C-171/18

Safeway Ltd

κατά

Andrew Richard Newton,

Safeway Pension Trustees Ltd

[αίτηση του Court of Appeal
(εφετείου, Ηνωμένο Βασίλειο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Άρθρο 157 ΣΛΕΕ και ισότητα της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών – Εφαρμογή της αποφάσεως Barber για την ισότητα αμοιβής όσον αφορά την ηλικία συνταξιοδοτήσεως – Προσδιορισμός της ημερομηνίας του κλεισίματος του “παραθύρου” της αποφάσεως Barber – Έκταση της απαγορεύσεως, κατά το δίκαιο της Ένωσης, της αναδρομικής εξισώσεως προς τα κάτω της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως ενόσω το “παράθυρο” της αποφάσεως Barber παραμένει ανοιχτό – Έλλειψη προθεσμίας κατά το δίκαιο του κράτους μέλους όσον αφορά την κίνηση ένδικης διαδικασίας για την αποκατάσταση της άνισης μεταχειρίσεως σχετικά με την ηλικία συνταξιοδοτήσεως – Αυτονομία του εθνικού δικαίου όσον αφορά τα μέσα ένδικης προστασίας και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη»

1.

Η κύρια δίκη παρέχει στο Δικαστήριο μια σπάνια ευκαιρία να αποφανθεί επί των απαιτήσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής επιβολής της αρχής της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών, όταν στη νομοθεσία κράτους μέλους δεν προβλέπεται προθεσμία για την προσβολή προβαλλόμενης παραβιάσεως της εν λόγω αρχής, η δε επιβολή της νομοθεσίας περί της ισότητας της αμοιβής ζητείται από ιδιώτη έναντι άλλου ιδιώτη. Ειδικότερα, οι μετέχοντες στη διαδικασία διαφωνούν κατ’ ουσίαν ως προς το αν μέτρα που ελήφθησαν από συνταξιοδοτικό ταμείο το έτος 1991, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως Barber από το Δικαστήριο ( 2 ), ανταποκρίνονταν στους κανόνες που καθιερώθηκαν με την εν λόγω απόφαση σχετικά με την ισότητα της αμοιβής όσον αφορά τις συντάξεις. Κρίσιμη για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς είναι επίσης η ευρύτερη απαίτηση του δικαίου της Ένωσης να προβλέπονται αποτελεσματικά μέσα ένδικης προστασίας για τη δικαστική επιδίωξη των δικαιωμάτων.

2.

Το Court of Appeal of England and Wales (εφετείο, Αγγλία και Ουαλία, στο εξής: αιτούν δικαστήριο) ζητεί να διευκρινιστεί αν μια τροποποίηση της ιδρυτικής πράξεως εμπιστεύματος («trust deed») που διέπει το επίμαχο συνταξιοδοτικό σύστημα, η οποία πραγματοποιήθηκε το 1996 [το εμπίστευμα («trust») συνιστά τη νομική μορφή που, κατά κανόνα, περιβάλλονται στο Ηνωμένο Βασίλειο τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα] ( 3 ), αλλά αποτύπωνε τις μεταβολές που είχαν πραγματοποιηθεί στη λειτουργία του το 1991, συνάδει με την απαγόρευση που προβλέπεται στη νομολογία του Δικαστηρίου ( 4 ) όσον αφορά την αναδρομική εξίσωση προς τα κάτω ( 5 ), μέσω της εξισώσεως της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως ανδρών και γυναικών με την επιβολή στις δεύτερες της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των ανδρών, ενόσω εκκρεμεί η εφαρμογή της αποφάσεως Barber του Δικαστηρίου.

I. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

3.

Το άρθρο 157, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ έχει ως εξής:

«1.   Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει την εφαρμογή της αρχής της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως “αμοιβή” νοούνται οι συνήθεις βασικοί ή κατώτατοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη, που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο λόγω της σχέσεως εργασίας.

Η ισότητα αμοιβής, χωρίς διακρίσεις φύλου, συνεπάγεται:

α)

ότι η αμοιβή που παρέχεται για όμοια εργασία που αμείβεται κατ’ αποκοπή καθορίζεται με βάση την ίδια μονάδα μετρήσεως·

β)

ότι η αμοιβή που παρέχεται για εργασία που αμείβεται με βάση τη χρονική διάρκεια είναι η ίδια για όμοια θέση εργασίας.»

Β.   Η νομοθεσία του κράτους μέλους

4.

Η ρήτρα 19 της ιδρυτικής πράξεως που ρύθμιζε τη λειτουργία του Συνταξιοδοτικού Συστήματος Safeway (στο εξής: Σύστημα) της 1ης Απριλίου 1984 έχει ως εξής:

«Ο βασικός εταίρος του συστήματος δύναται, ανά πάσα στιγμή και περιστασιακά, κατόπιν της σύμφωνης γνώμης των εμπιστευματοδόχων, με συμπληρωματική πράξη που καταρτίζεται από αυτόν, να τροποποιεί ή να αναθέτει πρόσθετες αρμοδιότητες, πέραν των ήδη υφισταμένων, ή να τροποποιεί ή να προσθέτει νέες διατάξεις στο Σύστημα, συμπεριλαμβανομένης της παρούσας πράξεως και του καταστατικού, καθώς και να τροποποιεί γραπτώς τις πράξεις του εμπιστεύματος ή άλλες πράξεις συμπληρωματικές προς την παρούσα πράξη του εμπιστεύματος καθώς και τις πράξεις οι οποίες εξειδικεύονται στο δεύτερο παράρτημα που προσαρτάται στην παρούσα, δύναται δε να ασκεί τις εξουσίες αυτές ώστε να παράγουν έννομα αποτελέσματα από την ημερομηνία που καθορίζεται στη συμπληρωματική πράξη, η οποία ενδέχεται να είναι είτε η ημερομηνία εκδόσεως της εν λόγω πράξεως, είτε η ημερομηνία εκδόσεως οποιασδήποτε προγενέστερης ανακοινώσεως απευθυνόμενης στα μέλη με την οποία τους γνωστοποιείται η τροποποίηση ή η προσθήκη, ή από οποιαδήποτε εύλογη ημερομηνία που προηγείται ή έπεται της ημερομηνίας εκδόσεως της εν λόγω πράξεως, με συνέπεια η τροποποίηση ή προσθήκη να αναπτύσσει, κατά περίπτωση, αναδρομικά ή μελλοντικά αποτελέσματα.»

II. Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

5.

Η διαφορά της κύριας δίκης αφορά τον προσδιορισμό της ημερομηνίας κατά την οποία οι Ηλικίες Κανονικής Συνταξιοδοτήσεως (στο εξής: ΗΚΣ) που ισχύουν βάσει του επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος ως προς τους υπαλλήλους του ομίλου Safeway (πρόκειται για το προαναφερθέν Σύστημα) εξισώθηκαν στα 65 έτη τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, ενώ προηγουμένως είχαν καθορισθεί στα 60 έτη για τις γυναίκες και στα 65 έτη για τους άνδρες.

6.

Η εταιρία Safeway Limited (στο εξής: εκκαλούσα), η οποία αποτελεί τον κύριο εργοδότη στο πλαίσιο του Συστήματος, προβάλλει ότι η εξίσωση των ΗΚΣ επήλθε την 1η Δεκεμβρίου 1991, ημερομηνία κατά την οποία γνωστοποιήθηκε στα μέλη του Συστήματος με γραπτή ανακοίνωση η εξίσωση της μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, μέσω του καθορισμού της ΗΚΣ στα 65 έτη ως προς αμφότερα τα φύλα, καθώς και ημερομηνία από την οποία ορίστηκε ότι ίσχυε αναδρομικά μια μεταγενέστερη επίσημη τροποποίηση του Συστήματος.

7.

Ο πρώτος εφεσίβλητος, ο Andrew Newton, μέλος του Συστήματος, υποστηρίζει ότι η εξίσωση της ΗΚΣ στα 65 έτη επήλθε στις 2 Μαΐου 1996, ημερομηνία καταρτίσεως της πράξεως με την οποία πραγματοποιήθηκε επισήμως η τροποποίηση του Συστήματος. Αν ίσχυε αυτό, τότε για το χρονικό διάστημα μεταξύ Δεκεμβρίου 1991 και Μαΐου 1996 δεν ίσχυε η εξίσωση της ΗΚΣ ανδρών και γυναικών, και ως εκ τούτου οι άνδρες έπρεπε να έχουν, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, όμοια δικαιώματα με εκείνα της προνομιούχου κατηγορίας, ήτοι των γυναικών. Σύμφωνα με τον πρώτο εφεσίβλητο, η ΗΚΣ των γυναικών παρέμεινε στα 60 έτη μέχρι την επίσημη τροποποίηση που επήλθε στις 2 Μαΐου 1996, και ως εκ τούτου μέχρι την ημερομηνία αυτή εφαρμοζόταν και υπέρ των ανδρών η ανωτέρω ΗΚΣ.

8.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, αν αυτό ισχύει, οι συνολικές οικονομικές επιπτώσεις της σχετικής διαπιστώσεως εκτιμάται ότι ανέρχονται σε άνω των 100 εκατομμυρίων λιρών στερλίνων (GBP).

9.

Από τις γραπτές παρατηρήσεις της Safeway Pensions Trustees Ltd., της δεύτερης εφεσίβλητης, προκύπτει ότι αυτή τηρεί ουδέτερη στάση όσον αφορά την έκβαση της κύριας δίκης.

10.

Η μεταβολή στην ΗΚΣ επήλθε μετά την έκδοση της αποφάσεως της 17ης Μαΐου 1990 στην υπόθεση Barber ( 6 ), με την οποία κρίθηκε ότι βάσει του άρθρου 119 ΕΚ (νυν άρθρου 157 ΣΛΕΕ) ήταν παράνομο να γίνονται διακρίσεις κατά των ανδρών, στο πλαίσιο των συνταξιοδοτικών συστημάτων, με την πρόβλεψη διαφορετικών ΗΚΣ για τους άνδρες και για τις γυναίκες. Οι επίμαχες ΗΚΣ στην απόφαση Barber ήταν τα 65 έτη για τους άνδρες και τα 60 για τις γυναίκες.

11.

Ωστόσο, τα διαχρονικά αποτελέσματα της αποφάσεως ανεστάλησαν και το Δικαστήριο έκρινε στην απόφαση Barber ότι δεν μπορούσε να γίνει επίκληση του άμεσου αποτελέσματος του άρθρου 119 ΕΚ, νυν άρθρου 157 ΣΛΕΕ, για τη θεμελίωση δικαιώματος συντάξεως λόγω της διακρίσεως αυτής σε χρόνο προγενέστερο της εκδόσεως της αποφάσεως Barber στις 17 Μαΐου 1990. Επομένως, η απόφαση ανέπτυσσε αποτελέσματα μόνον για το μέλλον ( 7 ). Μολονότι τα συνταξιοδοτικά ταμεία ήταν ελεύθερα, στο μέλλον, να ανταποκριθούν στις διαπιστώσεις της αποφάσεως Barber μέσω της «εξισώσεως προς τα κάτω», όπερ σήμαινε αύξηση της ΗΚΣ των γυναικών ώστε να φτάσει αυτή που ίσχυε για τους άνδρες (και στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα 65 έτη) ( 8 ), εντούτοις πριν από τη θέσπιση των εν λόγω μέτρων η μη προνομιούχος κατηγορία, ήτοι οι άνδρες, έπρεπε να τύχει όμοιας μεταχειρίσεως με εκείνη της προνομιούχου κατηγορίας, ήτοι των γυναικών. Ως εκ τούτου, από τις 17 Μαΐου 1990, την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως Barber, έως τη θέσπιση μέτρων από συνταξιοδοτικό ταμείο για την εξασφάλιση της ισότητας της αμοιβής για όμοια εργασία μεταξύ ανδρών και γυναικών με την εφαρμογή της ίδιας ΗΚΣ σε αμφότερα τα φύλα, οι άνδρες έπρεπε να τυγχάνουν ευνοϊκής μεταχειρίσεως όμοιας με εκείνη των γυναικών ( 9 ). Η πρακτική αυτή ονομάστηκε «εξίσωση προς τα πάνω» και η χρονική περίοδος έγινε γνωστή, τουλάχιστον στο Ηνωμένο Βασίλειο, ως το «παράθυρο της αποφάσεως Barber» ( 10 ).

12.

Την 1η Σεπτεμβρίου 1991 γνωστοποιήθηκε σε όλα τα μέλη του Συστήματος η προαναφερθείσα ανακοίνωση (στο εξής: ανακοίνωση του 1991) σύμφωνα με την οποία ο εμπιστευματοδόχος («Trustee») είχε λάβει απόφαση να προβεί σε τροποποίηση του Συστήματος καθορίζοντας ενιαία ΗΚΣ τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες τα 65 έτη, προκειμένου να συμμορφωθεί με την απόφαση Barber, για διαστήματα παροχής εργασίας από τις 17 Μαΐου 1990. Με επιστολή της 1ης Δεκεμβρίου 1991 προς τους υπαλλήλους της οι οποίοι ήταν μέλη ή μπορούσαν να γίνουν μέλη του Συστήματος, η εκκαλούσα επιβεβαίωσε ότι οι αναφερόμενες στην ανακοίνωση του 1991 μεταβολές στις συνταξιοδοτικές παροχές θα άρχιζαν να ισχύουν από την 1η Δεκεμβρίου 1991.

13.

Ακολουθούν αποσπάσματα από την ανακοίνωση του 1991:

«Μεταβολές στις παροχές σας από το Σύστημα

Με την παρούσα ανακοίνωση ενημερώνεστε σχετικά με […] σημαντικές μεταβολές που η Εταιρία και ο Εμπιστευματοδόχος σκοπεύουν να εισαγάγουν στο Σύστημα Συνταξιοδοτικών και Οικογενειακών Παροχών Safeway οι οποίες θα ισχύσουν από την 1η Δεκεμβρίου 1991[…] Πρόκειται για τον καθορισμό κοινής για άνδρες και γυναίκες Ηλικίας Κανονικής Συνταξιοδοτήσεως στα 65 έτη – Η διαφορετική αντιμετώπιση ανδρών και γυναικών στο πλαίσιο των πρακτικών απασχολήσεως εδώ και καιρό απαγορεύεται. Παραδόξως, στον τομέα των συντάξεων, υπήρχε δυνατότητα διαφορετικής μεταχειρίσεως, ιδίως όσον αφορά τις ηλικίες συνταξιοδοτήσεως. Η πρακτική αυτή αλλάζει εντελώς μετά από πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου […]

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο χαράσσει νέο δρόμο όσον αφορά τις συντάξεις

Ενδεχομένως να έχετε μάθει για μια πρόσφατη υπόθεση που αφορούσε την Guardian Royal Exchange (GRE) και έναν πρώην υπάλληλό της, τον κ. Barber. Ο κ. Barber υποστήριξε ότι είχε υποστεί διάκριση λόγω φύλου επειδή η GRE απέρριψε αίτημά του για χορήγηση συντάξεως μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία σε ηλικία στην οποία το εν λόγω αίτημα θα είχε γίνει δεκτό αν επρόκειτο για γυναίκα.

Ύστερα από μακροχρόνια αντιδικία, η οποία κατέληξε ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η απόφαση που εκδόθηκε δικαίωσε τον κ. Barber. Πρόκειται για σημαντική απόφαση καθώς έχει την έννοια ότι στο εξής είναι αναπόφευκτο να επέλθουν μεταβολές σε πολλά συνταξιοδοτικά συστήματα εταιριών όσον αφορά τις διαφορετικές ηλικίες συνταξιοδοτήσεως ανδρών και γυναικών. Οι πρακτικές συνέπειες της δικαστικής αυτής αποφάσεως είναι επί του παρόντος κατά κάποιον τρόπο αβέβαιες. Ωστόσο, η Εταιρία και ο Εμπιστευματοδόχος αποφάσισαν ότι είναι σκόπιμο να προβούν ήδη στην εξίσωση της Ηλικίας Κανονικής Συνταξιοδοτήσεως. Παρακολουθούν την κατάσταση και θα προβούν σε οποιεσδήποτε περαιτέρω αλλαγές απαιτηθούν μετά από τη διευκρίνιση των συνεπειών της αποφάσεως.»

14.

Η ανακοίνωση του 1991 περιείχε την ακόλουθη υποσημείωση:

«Τονίζεται ότι η Ιδρυτική Πράξη και το Καταστατικό του Εμπιστεύματος συνιστούν τη νομική βάση του [Συστήματος], καθώς και ότι η παρούσα ανακοίνωση έχει ως αποκλειστικό σκοπό τη γενική καθοδήγηση και την ενημέρωση. Σημειώνεται ότι οι μεταβολές που αναφέρονται στο παρόν φυλλάδιο αποτελούν μεταβολή των Όρων Εργασίας και Απασχόλησής σας.»

15.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, από τις αρχές Δεκεμβρίου του 1991 το Σύστημα λειτουργούσε επί τη βάσει του ότι με τη θέσπιση της κοινής ΗΚΣ στα 65 έτη είχε επέλθει πράγματι εξίσωση των διαφορετικών ΗΚΣ που ίσχυαν προηγουμένως για τους άνδρες και για τις γυναίκες. Ως εκ τούτου οι παροχές των μελών υπολογίζονταν επ’ αυτής της βάσεως. Οι καταβολές προς τα μέλη που αποχωρούσαν από την υπηρεσία στο εξής πραγματοποιούνταν βάσει ΗΚΣ 65 ετών τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, όπως και οι μεταβιβαστικές πληρωμές και οι καταβολές που αφορούσαν θάνατο μέλους κατά την υπηρεσία.

16.

Εντούτοις, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η αντίστοιχη τροποποίηση πραγματοποιήθηκε επισήμως στις 2 Μαΐου 1996, όταν η εκκαλούσα και ο εμπιστευματοδόχος κατάρτισαν συμπληρωματική πράξη και καταστατικό του εμπιστεύματος, όσον αφορά το Σύστημα (στο εξής: πράξη του 1996). Το καταστατικό, το οποίο αποτέλεσε το δεύτερο παράρτημα της πράξεως του 1996, προέβλεπε ΗΚΣ στα 65 έτη για άνδρες και γυναίκες. Η εξίσωση των ΗΚΣ θα είχε αναδρομική ισχύ από την 1η Δεκεμβρίου 1991, ημερομηνία η οποία καθορίστηκε στην ανακοίνωση του 1991 ως η ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της εξισώσεως των ΗΚΣ.

17.

Τον Ιανουάριο του 2009, διατυπώθηκαν ορισμένες αμφιβολίες προς τους εμπιστευματοδόχους από ανεξάρτητο σύμβουλο, όσον αφορά την πενταετή καθυστέρηση μεταξύ της ανακοινώσεως του 1991 και της θέσεως σε ισχύ της πράξεως του 1996. Η υπόθεση ήχθη ενώπιον του High Court (πρωτοδικείου, Ηνωμένο Βασίλειο), καθώς η νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους δεν προέβλεπε προθεσμία για τη δικαστική επιδίωξη της απαιτήσεως για τη χορήγηση παροχής από εμπίστευμα όταν το εμπίστευμα διαθέτει ακόμη περιουσιακά στοιχεία ( 11 ), στο πλαίσιο της οποίας ο πρώτος εφεσίβλητος της κύριας δίκης επικαλέστηκε παραβίαση της βάσει του άρθρου 157 ΣΛΕΕ αρχής της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία, όπως αυτή αναπτύχθηκε με την απόφαση Barber του Δικαστηρίου ( 12 ). Στις 29 Φεβρουαρίου 2016, το High Court (πρωτοδικείο) αποφάνθηκε υπέρ των ήδη εφεσιβλήτων. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε έφεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

18.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν υφίσταται διαφωνία μεταξύ των αντιδίκων ότι δεν ελήφθησαν μέτρα για το κλείσιμο του «παραθύρου της αποφάσεως Barber» πριν από τις 2 Μαΐου 1996, ήτοι την ημερομηνία καταρτίσεως της πράξεως του 1996, παρά μόνον την 1η Δεκεμβρίου 1991, ήτοι την ημερομηνία εκδόσεως της ανακοινώσεως του 1991 ( 13 ). Όπως διευκρινίζεται ανωτέρω (στο σημείο 11), σύμφωνα με την απόφαση Barber, μέχρι τη θέσπιση μέτρων για την εφαρμογή της αρχής της ισότητας της αμοιβής στο πλαίσιο των ΗΚΣ (όσον αφορά τα διαστήματα παροχής εργασίας που έπονται της ημερομηνίας εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως, ήτοι της 17ης Μαΐου 1990), η μη προνομιούχος κατηγορία (οι άνδρες) πρέπει να τυγχάνει κατά τη διάρκεια ισχύος του εν λόγω «παραθύρου» μεταχειρίσεως όμοιας με την προνομοιούχο κατηγορία (τις γυναίκες), ώστε να επέρχεται εξίσωση της εν λόγω μεταχειρίσεως προς τα πάνω. Εντούτοις, μετά το κλείσιμο του «παραθύρου της αποφάσεως Barber» η εξίσωση μπορεί να περιλαμβάνει τον καθορισμό της ΗΚΣ στα 65 έτη τόσο για άνδρες όσο και για γυναίκες. Εν ολίγοις, η εξίσωση προς τα κάτω είναι επιτρεπτή σύμφωνα με την απόφαση Barber κατά την περίοδο αυτή και μόνον.

19.

Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι «το κριτήριο [για την εξακρίβωση των δικαιωμάτων της προνομιούχου κατηγορίας], κατά το χρονικό διάστημα που το παράθυρο της αποφάσεως Barber παρέμεινε ανοικτό […], πρέπει να αναζητηθεί με βάση την ιδρυτική πράξη του εμπιστεύματος και τους κανόνες που διέπουν το οικείο σύστημα, διότι αυτοί αποτελούν το μοναδικό και αποκλειστικό σύστημα ή πλαίσιο ή σημείο αναφοράς για τους σκοπούς επιτεύξεως της ίσης μεταχειρίσεως» ( 14 ).

20.

Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς το αν το High Court (πρωτοδικείο) εφάρμοσε ορθώς τη νομολογία του Δικαστηρίου βάσει της οποίας απαγορεύεται η αναδρομική εξίσωση προς τα κάτω των δικαιωμάτων της προνομιούχου κατηγορίας με εκείνα της μη προνομιούχου κατηγορίας, όσο εκκρεμεί η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση με την απόφαση Barber ( 15 ) και το κλείσιμο του παραθύρου. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, βάσει του δικαίου του Ηνωμένου Βασιλείου, το δικαίωμα των γυναικών σε ΗΚΣ 60 ετών τελούσε «υπό διαλυτική αίρεση» (ήταν δυνατόν να τροποποιηθεί αναδρομικά) ( 16 ), καθότι καθ’ όλη τη χρονική περίοδο από την 1η Δεκεμβρίου 1991 έως τις 2 Μαΐου 1996 ίσχυε η ανακοίνωση του 1991 σχετικά με την αύξηση της ΗΚΣ των γυναικών στα 65 έτη, η οποία ίσχυε ως εφαρμοστικό μέτρο βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους. Πράγματι, το Σύστημα λειτούργησε κατά την εν λόγω περίοδο επ’ αυτής της βάσεως.

21.

Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η αναδρομική πρόβλεψη, στην πράξη του εμπιστεύματος της 2ας Μαΐου 1996, της μεταβολής που είχε πρακτικώς εισαχθεί με την ανακοίνωση του 1991, καθώς και η θέση σε ισχύ κοινής ΗΚΣ για άνδρες και γυναίκες καθορισθείσας στα 65 έτη είναι πράγματι επιτρεπτές σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, για τον λόγο ότι η απαγόρευση της αναδρομικής εξισώσεως προς τα κάτω κατά τη διάρκεια της ισχύος του «παραθύρου της αποφάσεως Barber» εφαρμόζεται μόνο σε δικαιώματα που είναι «ανεπίδεκτα παρεκκλίσεως» (αμετάκλητα).

22.

Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά τη διάρκεια του παραθύρου της αποφάσεως Barber, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει την παροχή στη μη προνομιούχο κατηγορία δικαιωμάτων ανώτερων από εκείνα που διαθέτει η προνομιούχος κατηγορία. Η παροχή στους άνδρες δικαιώματος ανεπίδεκτου παρεκκλίσεως, κατά την περίοδο μεταξύ 1991 και 1996, να τύχουν ΗΚΣ καθορισθείσας στα 60 έτη θα αποτελούσε δικαίωμα ανώτερο εκείνων που διέθεταν οι γυναίκες κατά την εν λόγω χρονική περίοδο, δεδομένου ότι εκείνες δεν διέθεταν παρά ένα δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως στην ηλικία των 60 ετών το οποίο τελούσε υπό διαλυτική αίρεση.

23.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το αιτούν δικαστήριο ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Εάν οι κανόνες που διέπουν ένα συνταξιοδοτικό σύστημα παρέχουν, δυνάμει του εθνικού δικαίου, την εξουσία τροποποιήσεως της σχετικής με το εν λόγω σύστημα ιδρυτικής πράξεως του εμπιστεύματος («trust deed»), με σκοπό την αναδρομική μείωση του ύψους των θεμελιωμένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών για το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της ημερομηνίας εκδόσεως γραπτής ανακοινώσεως περί των σκοπούμενων τροποποιήσεων του εν λόγω συστήματος και της ημερομηνίας κατά την οποία τροποποιήθηκε πράγματι η ιδρυτική πράξη του εμπιστεύματος, έχει το άρθρο 157 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ήτοι το πρώην, και κατά τον κρίσιμο για την επίμαχη διαφορά χρόνο, άρθρο 119 της Συνθήκης της Ρώμης) την έννοια ότι απαιτεί τα θεμελιωμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών να αντιμετωπίζονται ως δικαιώματα επί των οποίων δεν χωρεί παρέκκλιση κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου, υπό την έννοια ότι τα συνταξιοδοτικά αυτά δικαιώματα προστατεύονται από την αναδρομική μείωσή τους μέσω της εξουσίας τροποποιήσεως που προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο;»

24.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν στο Δικαστήριο η εκκαλούσα, αμφότεροι οι εφεσίβλητοι, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Άπαντες μετείχαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία διεξήχθη στις 4 Φεβρουαρίου 2019.

III. Ανάλυση

Α.   Εισαγωγή

25.

Η διαφορά της κύριας δίκης φαίνεται ότι ανέκυψε από δύο στοιχεία που χαρακτηρίζουν το νομικό σύστημα του κράτους μέλους. Το πρώτο στοιχείο είναι η μη πρόβλεψη προθεσμίας για τη δικαστική επιδίωξη του δικαιώματος σε παροχή από εμπίστευμα ( 17 ). Το δεύτερο είναι η έλλειψη σαφήνειας που προκύπτει από τη νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους όσον αφορά τη νομική φύση και τις έννομες συνέπειες της ανακοινώσεως του 1991.

26.

Θα ξεκινήσω αναλύοντας τα δύο αυτά στοιχεία της υποθέσεως, πριν εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους το κλειδί για την επίλυση της διαφοράς βρίσκεται στον προσδιορισμό της ημερομηνίας κατά την οποία επήλθε το κλείσιμο του παραθύρου της αποφάσεως Barber· πρόκειται για ζήτημα που απόκειται στην εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου, αλλά σε συνάρτηση με όλες τις κρίσιμες αρχές του δικαίου της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, εισηγούμαι στο Δικαστήριο να αναδιατυπώσει το προδικαστικό ερώτημα σύμφωνα με την πρόταση που περιλαμβάνεται στην ενότητα ΣΤ των παρουσών προτάσεων. Στην εν λόγω αναδιατύπωση οδηγούν τα ακόλουθα στοιχεία.

Β.   Μη πρόβλεψη προθεσμίας για την προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου

27.

Υπενθυμίζεται ότι, όταν το δίκαιο της Ένωσης απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες τα οποία τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν να προστατεύουν σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που προβλέπει το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, τούτο δεν σημαίνει ότι, από απόψεως δικαίου της Ένωσης, είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη των εν λόγω δικαιωμάτων επ’ αόριστον. Αντιθέτως, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ελλείψει κανόνων του δικαίου της Ένωσης σχετικών με τις διαδικαστικές λεπτομέρειες, καθορίζονται από τη νομοθεσία των κρατών μελών εύλογες αποκλειστικές προθεσμίες για την προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου, υπό την προϋπόθεση ότι οι ίδιες αποκλειστικές προθεσμίες ισχύουν για ανάλογες απαιτήσεις αμιγώς εσωτερικού χαρακτήρα (αρχή της ισοδυναμίας) και ότι η επίμαχη προθεσμία παραγραφής δεν καθιστά πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή τη δικαστική επιδίωξη των εν λόγω δικαιωμάτων (αρχή της αποτελεσματικότητας). Προς το συμφέρον της ασφάλειας δικαίου, ο καθορισμός μιας εύλογης αποκλειστικής προθεσμίας είναι συμβατός με το δίκαιο της Ένωσης ( 18 ).

28.

Πράγματι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι εθνικοί κανόνες που τάσσουν προθεσμίες ασκήσεως προσφυγών του εσωτερικού δικαίου είναι αντιτάξιμοι στους εργαζομένους που προβάλλουν δικαίωμα υπαγωγής σε επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα, προκειμένου να εξασφαλίσουν ισότητα αμοιβής για όμοια εργασία σύμφωνα με το άρθρο 157 ΣΛΕΕ, υπό την προϋπόθεση των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας ( 19 ).

29.

Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δέχεται ομοίως την επιβολή χρονικών περιορισμών στη δικαστική επιδίωξη απαιτήσεων. Το εν λόγω δικαστήριο έχει κρίνει ότι «το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη ενώπιον αμερόληπτου δικαστηρίου, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, [της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών], πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του προοιμίου της Συμβάσεως, στο οποίο δηλώνεται, μεταξύ άλλων, ότι το κράτος δικαίου αποτελεί τμήμα της κοινής κληρονομιάς των συμβαλλομένων κρατών. Μία από τις θεμελιώδεις πτυχές του κράτους δικαίου είναι η αρχή της ασφάλειας δικαίου» ( 20 ). Η πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επιβεβαιώνει ότι η πρόβλεψη προθεσμιών για την κίνηση ένδικων διαδικασιών σκοπεί στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης ( 21 ), και επομένως η πρόβλεψη ανακόλουθων ή ασαφών προθεσμιών όσον αφορά διαδικασίες ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων δεν ανταποκρίνεται στα κριτήρια της δίκαιης δίκης που κατοχυρώνει το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΕΣΔΑ ( 22 ).

30.

Περαιτέρω, η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ορίζει ότι οι προθεσμίες για την κίνηση ένδικων διαδικασιών προστατεύουν τα δικαιώματα άμυνας και αντιμετωπίζουν τις δυσχέρειες που ανακύπτουν σχετικά με την απόδειξη. Επίσης, αποτρέπουν την δικαστική επιδίωξη οψιγενών απαιτήσεων, καθώς και αδικίες που ενδέχεται να ανακύψουν όταν ζητείται από τα δικαστήρια να επιληφθούν επί γεγονότων που συνέβησαν στο απώτερο παρελθόν, ενδεχομένως σε σχέση με παρωχημένα πλέον αποδεικτικά στοιχεία ( 23 ). Μολονότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει αναγνωρίσει ότι η δίωξη των σοβαρών προσβολών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως είναι τα εγκλήματα πολέμου, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας ( 24 ), οι απαγωγές και οι παράνομες εκτελέσεις, δεν πρέπει να αποτρέπεται από την υπέρμετρα περιοριστική εφαρμογή προθεσμιών ( 25 ), εντούτοις οι διαδικασίες ενώπιον πολιτικών δικαστηρίων που αφορούν εργατικές διαφορές δεν εμπίπτουν στην ανωτέρω κατηγορία ( 26 ).

31.

Σύμφωνα με τις παραμέτρους που θέτει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, απαιτείται συνολική εκτίμηση της διεξαγωγής της δίκης ( 27 ), λαμβανομένου δεόντως υπόψη του γεγονότος ότι το υπέρτερο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη αποτελεί βασική δημοκρατική αρχή στην οποία στηρίζεται το κράτος δικαίου ( 28 ), προκειμένου να διαπιστωθεί αν η απουσία προβλέψεως προθεσμίας προσφυγής ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου στο πλαίσιο των περιστάσεων συγκεκριμένης υποθέσεως είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις της δίκαιης δίκης που προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, ΕΣΔΑ.

32.

Στο πλαίσιο της κύριας δίκης δεν ανακύπτει τέτοιο ζήτημα. Ωστόσο, η απουσία προβλέψεως στη νομοθεσία του κράτους μέλους προθεσμίας προσφυγής για τη δικαστική επιδίωξη της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τις ΗΚΣ καθιστά ακόμη πιο σημαντικό τον ακριβή προσδιορισμό της ημερομηνίας κατά την οποία έκλεισε το παράθυρο της αποφάσεως Barber. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, το ζήτημα αυτό απαιτεί τη δέουσα εκτίμηση όλων των κρίσιμων αρχών του δικαίου της Ένωσης.

Γ.   Οι έννομες συνέπειες της ανακοινώσεως του 1991

1. Η διαφωνία μεταξύ των μετεχόντων στη διαδικασία όσον αφορά τις συνέπειες της ανακοινώσεως του 1991

33.

Η διάσταση απόψεων μεταξύ των μετεχόντων στη διαδικασία επί του ζητήματος αυτού συνιστά κεντρικό παράγοντα για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Φρονώ ότι, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, η ημερομηνία κατά την οποία κλείνει το παράθυρο της αποφάσεως Barber είναι εκείνη κατά την οποία θεσπίζονται πλήρως αγώγιμα μέτρα για την εξίσωση των ΗΚΣ ανδρών και γυναικών. Τα εν λόγω μέτρα πρέπει να εντάσσονται σε νομικό καθεστώς που συνάδει με το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής κατά το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ. Πρέπει επίσης να είναι σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που σχετίζονται με το εν λόγω δικαίωμα (βλ. παρακάτω ενότητες Δ έως ΣΤ).

34.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η εκκαλούσα αναφέρθηκε στη σκέψη 20 της διατάξεως περί παραπομπής και προέβαλε ότι, δυνάμει της ανακοινώσεως του 1991, η οποία ίσχυσε από την 1η Δεκεμβρίου 1991, η εργοδότρια εταιρία και οι εμπιστευματοδόχοι είχαν νόμιμο δικαίωμα να τροποποιήσουν το συνταξιοδοτικό σύστημα και να καθορίσουν την ΗΚΣ τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες στα 65 έτη από την 1η Δεκεμβρίου 1991, καθώς και ότι σύμφωνα με τη νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους το εν λόγω έγγραφο ανέπτυσσε έννομες συνέπειες και ήταν νομικώς ισχυρό. Προ της 2ας Μαΐου 1996, κανένας υπάλληλος, άνδρας ή γυναίκα, δεν μπορούσε να απαιτήσει την εφαρμογή ΗΚΣ 60 ετών. Κάτι τέτοιο, όπως δήλωσε ο εκπρόσωπος της εκκαλούσας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, θα προσέκρουε στην τροποποίηση που είχε επέλθει στο συνταξιοδοτικό σύστημα.

35.

Ωστόσο, ο πρώτος εφεσίβλητος υποστήριξε ότι οι εμπιστευματοδόχοι έπρεπε να καταρτίσουν πράξη προκειμένου να είναι η μεταβολή των ΗΚΣ νομικά δεσμευτική, καθώς και ότι αυτό συνέβη στις 2 Μαΐου 1996. Το καταστατικό του Συστήματος εξακολουθούσε να εφαρμόζει ΗΚΣ 60 ετών για τις γυναίκες και 65 ετών για τους άνδρες μέχρι την έκδοση της εν λόγω πράξεως, στις 2 Μαΐου 1996. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ο πρώτος εφεσίβλητος αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 21, 24 και 30 της αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου ( 29 ).

2. Το αιτούν δικαστήριο και η ανακοίνωση του 1991

36.

Ταυτόχρονα, όπως προαναφέρθηκε (σημείο 19 των παρουσών προτάσεων), το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι «το κριτήριο [για την εξακρίβωση των δικαιωμάτων της προνομιούχου κατηγορίας], κατά το χρονικό διάστημα που το παράθυρο της αποφάσεως Barber παρέμεινε ανοικτό […], πρέπει να αναζητηθεί με βάση την ιδρυτική πράξη του εμπιστεύματος και τους κανόνες που διέπουν το οικείο σύστημα, διότι αυτοί αποτελούν το μοναδικό και αποκλειστικό σύστημα ή πλαίσιο ή σημείο αναφοράς για τους σκοπούς επιτεύξεως της ίσης μεταχειρίσεως» ( 30 ). Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης (βλ. σημείο 18 ανωτέρω) ότι δεν υπήρξε διαφωνία μεταξύ των μερών ότι το παράθυρο της αποφάσεως Barber έκλεισε στις 2 Μαΐου 1996 ( 31 ). Πάντως, όταν τον Σεπτέμβριο του 1991 εκδόθηκε η ανακοίνωση του 1991, ενημέρωνε τους εργαζομένους ότι «οι μεταβολές που αναφέρονται στο παρόν φυλλάδιο αποτελούν μεταβολή των Όρων Εργασίας και Απασχόλησής σας» (βλ. σημείο 14 ανωτέρω).

37.

Δεδομένου ότι το όριο μεταξύ της (υποχρεωτικής) εξισώσεως προς τα πάνω και της (προαιρετικής) εξισώσεως προς τα κάτω προκύπτει από την ερμηνεία που δίδει το Δικαστήριο στο περιεχόμενο της κατά το άρθρο 157 ΣΛΕΕ ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία, ο καθορισμός της ημερομηνίας της πραγματικής επιβολής στους εργοδότες της υποχρεώσεως να παρέχουν την ίδια ΗΚΣ σε άνδρες και γυναίκες, όσον αφορά τα διαστήματα παροχής εργασίας μετά τις 17 Μαΐου 1990 (ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως Barber), δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου στις οποίες στηρίχθηκε το αιτούν δικαστήριο για τον καθορισμό της ημερομηνίας κλεισίματος του παραθύρου της αποφάσεως Barber δεν αποτυπώνουν το πλήρες φάσμα των νομικών αρχών της Ένωσης που είναι κρίσιμες για το εν λόγω ζήτημα.

38.

Η απόφαση Razzouk και Beydoun κατά Επιτροπής ( 32 ) αφορούσε την απόρριψη αιτήσεων χορηγήσεως συντάξεων χηρείας που είχαν υποβληθεί από δύο χήρους όσον αφορά τις εισφορές που είχαν καταβάλει οι αποβιώσασες σύζυγοί τους ως υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της εν λόγω υποθέσεως οι προϋποθέσεις για την καταβολή συντάξεως χηρείας σε χήρους ήταν διαφορετικές από εκείνες που ίσχυαν για τις χήρες. Το Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να αναγνωρισθεί ίση μεταχείριση στους χήρους και στις χήρες όσον αφορά τις συντάξεις χηρείας, δεδομένου ότι η ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών αποτελούσε θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης.

39.

Στην απόφαση Federatie Nederlandse Vakbeweging ( 33 ) το Δικαστήριο έκρινε ότι οι έγγαμες γυναίκες που αποκλείονταν βάσει της εθνικής νομοθεσίας από ορισμένο επίδομα δικαιούνταν το εν λόγω επίδομα υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ίσχυαν για τους άνδρες, τούτο δε λόγω του άμεσου αποτελέσματος του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως ( 34 ).

40.

Τέλος, η απόφαση Nimz ( 35 ) αφορούσε έμμεση διάκριση λόγω φύλου και δυσμενή μεταχείριση εργαζομένων υπό μερική απασχόληση σε σχέση με τους εργαζομένους υπό πλήρη απασχόληση και με τους εργαζομένους υπό σχεδόν πλήρη απασχόληση, καθώς και την υποχρέωση των δικαστηρίων του κράτους μέλους να μην εφαρμόζουν νόμους από τους οποίους προκαλείται η επίμαχη έμμεση διάκριση.

41.

Εντούτοις, όπως προαναφέρθηκε (σημείο 37 των παρουσών προτάσεων), οι εν λόγω τρεις υποθέσεις δεν εξαντλούν όλο το φάσμα των κρίσιμων νομικών αρχών για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας κατά την οποία έκλεισε το παράθυρο της αποφάσεως Barber.

Δ.   Οι κρίσιμες αρχές του δικαίου της Ένωσης για τον προσδιορισμό του κλεισίματος του παραθύρου της αποφάσεως Barber

1. Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου επί του άρθρου 157 ΣΛΕΕ και των ΗΚΣ

42.

Μολονότι αναγνωρίζω ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 157 ΣΛΕΕ επιβάλλει απλώς στους εργοδότες υποχρέωση επιτεύξεως ορισμένου αποτελέσματος, υπό την έννοια ότι «ούτε […] το άρθρο αυτό ούτε κάποια άλλη κοινοτική διάταξη ρυθμίζει τον τρόπο εκπληρώσεως της υποχρεώσεως αυτής από τους εργοδότες ή, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων τους, από τους trustees επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος» ( 36 ), το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η αποτελεσματικότητα του άρθρου 157 ΣΛΕΕ δεν πρέπει να θίγεται, καθώς και ότι «η νομική προστασία που απαιτεί η πραγματική ισότητα» δεν πρέπει να υπονομεύεται ( 37 ). Ως εκ τούτου, οι εμπιστευματοδόχοι είναι υποχρεωμένοι να πράξουν ό,τι εμπίπτει στις αρμοδιότητές τους προκειμένου να εξασφαλίσουν την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ( 38 ), συμπεριλαμβανομένης της προσφυγής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων εφόσον αυτό «απαιτείται για να γίνουν τροποποιήσεις των διατάξεων του συνταξιοδοτικού συστήματος ή της ιδρυτικής πράξεως του trust» ( 39 ). Η εκ μέρους των εργοδοτών εφαρμογή του άρθρου 157 ΣΛΕΕ «πρέπει να είναι άμεση και πλήρης» ( 40 ), τα δε εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν «καμία διάταξη της εθνικής νομοθεσίας που οδηγεί σε διακρίσεις, χωρίς να χρειάζεται να [ζητήσουν] ή να [αναμείνουν] την προηγούμενη εξαφάνισή της» ( 41 ).

2. Ο ρόλος του Χάρτη

43.

Η διαδικασία της κύριας δίκης αφορά την οριζόντια επιβολή των απαιτήσεων της ισότητας της αμοιβής που προβλέπονται στο άρθρο 157 ΣΛΕΕ από έναν ιδιώτη έναντι άλλου, το δε Δικαστήριο προσφάτως έκρινε ότι το άρθρο 47 του Χάρτη εφαρμόζεται πλήρως σε τέτοιες περιπτώσεις, ακόμη και όταν η νομοθεσία του κράτους μέλους συγκρούεται ευθέως με το εν λόγω άρθρο ( 42 ).

44.

Ως εκ τούτου, το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη τυγχάνει εφαρμογής, επειδή, όπως επισημαίνεται στις επεξηγήσεις σχετικά με το άρθρο 47 του Χάρτη, το πρώτο εδάφιο αντιστοιχεί στο άρθρο 13 της ΕΣΔΑ ( 43 ). Κατά το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, υπό αυτές τις περιστάσεις «η έννοια και η εμβέλεια [των εν λόγω δικαιωμάτων] είναι οι ίδιες», και επομένως η σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι το δίκαιο της Ένωσης πληροί τα ελάχιστα πρότυπα προστασίας που προβλέπονται από την εν λόγω νομολογία ( 44 ).

45.

Επισημαίνω ότι, μολονότι το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη ορίζει ότι οι «διατάξεις του παρόντος Χάρτη απευθύνονται […] στα κράτη μέλη, μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης», το Δικαστήριο ακολούθησε διαφορετική προσέγγιση από την πρόταση γενικού εισαγγελέα σύμφωνα με την οποία οι ιδιώτες «δεν φέρουν άμεσα υποχρεώσεις» από τον Χάρτη λόγω του γράμματος του άρθρου 51, παράγραφος 1 ( 45 ). Το Δικαστήριο δέχεται πλέον ότι με τον Χάρτη υποχρεούται να συμμορφώνεται ένα ευρύτερο σύνολο νομικών προσώπων και έχει κρίνει ότι ο χάρτης τυγχάνει εφαρμογής σε «τομέα που διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης» ( 46 ), συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες οι εν λόγω «τομείς» αφορούν και την οριζόντια επιβολή υποχρεώσεων ( 47 ). Η κατά το άρθρο 157 ΣΛΕΕ αρχή της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών αναπτύσσει εδώ και πολλά χρόνια οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα μεταξύ ιδιωτών ( 48 ), και κατ’ επέκταση αποτελεί, αναμφισβήτητα, «τομέα που διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης».

46.

Όπως προαναφέρθηκε (σημείο 33 των παρουσών προτάσεων), το άρθρο 47 του Χάρτη πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ. Κατά την εν λόγω διάταξη, τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν να διαθέτουν ένα πλήρες σύστημα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας ( 49 ).

3. Το περιεχόμενο των συναφών ουσιαστικών κανόνων

47.

Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη αποτελείται από διάφορες συνιστώσες· μεταξύ άλλων από την αρχή της ισότητας των όπλων και το δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήριο ( 50 ). Για τους σκοπούς της παρούσας αναλύσεως, το ουσιώδες περιεχόμενο του άρθρου 47 του Χάρτη, όπως διαπιστώνεται στη νομολογία του Δικαστηρίου, αφορά την εγγύηση ότι υφίστανται μέσα ένδικης προστασίας που διασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων της Ένωσης ( 51 ).

48.

Ομοίως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι το άρθρο 13 ΕΣΔΑ απαιτεί να προβλέπεται σε εθνικό επίπεδο δικαίωμα προσφυγής προκειμένου να ελέγχεται η ουσία του προβαλλόμενου ισχυρισμού και να παρέχεται κατάλληλη προστασία, η προσφυγή δε αυτή θα πρέπει να είναι αποτελεσματική τόσο de facto όσο και de jure ( 52 ).

49.

Εξάλλου, γίνεται παγίως δεκτό στη νομολογία του Δικαστηρίου ότι «για τη διασφάλιση της ορθής μεταφοράς της οδηγίας δεν αρκεί μια απλή πρακτική ή μια διοικητική εγκύκλιος, δεδομένου ότι, αντίθετα με τις τυπικές πηγές των κανόνων δικαίου, τα μέσα αυτά δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της σταθερότητας, της δεσμευτικότητας και της δημοσιότητας» ( 53 ).

50.

Επιπλέον, τυγχάνουν επίσης εφαρμογής οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης που επιβάλλουν τη θέσπιση αποτελεσματικών μέσων ένδικης προστασίας για την εξασφάλιση της εφαρμογής των δικαιωμάτων της Ένωσης.

51.

Όπως προαναφέρθηκε (σημείο 27 των παρουσών προτάσεων), στο πλαίσιο των εθνικών προθεσμιών για την προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου, τα προβλεπόμενα από τη νομοθεσία κράτους μέλους μέσα ένδικης προστασίας και οι οικείες διαδικασίες δεν πρέπει να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων τα οποία απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης. Τα μέσα ένδικης προστασίας που προβλέπονται για την εφαρμογή των δικαιωμάτων που απονέμονται από την έννομη τάξη της Ένωσης πρέπει να είναι όμοια με εκείνα που προβλέπονται για την επιδίωξη ανάλογων απαιτήσεων που απορρέουν αποκλειστικά από το εθνικό δίκαιο ( 54 ).

Ε.   Η προσέγγιση για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης

52.

Επομένως, κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το κλειδί για την επίλυση της διαφοράς που ανέκυψε στο πλαίσιο της κύριας δίκης βρίσκεται στην υιοθέτηση της προσεγγίσεως που πρότεινε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Ήτοι, πρέπει κατ’ αρχάς να διαπιστωθεί αν τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά δικαιολογούν ή όχι περίπτωση αναδρομικής ισχύος.

53.

Η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα θα είναι αρνητική αν η ανακοίνωση του 1991 είχε πλήρη δεσμευτική νομική ισχύ ( 55 ), οπότε, κατά το χρονικό αυτό σημείο, είχε θεσπιστεί μέσο ένδικης προστασίας για την εξασφάλιση της κοινής ΗΚΣ στα 65 έτη, το οποίο ήταν αποτελεσματικό τόσο de facto όσο και de jure, σύμφωνα με τις νομικές υποχρεώσεις που αποτυπώνονται στο άρθρο 47 του Χάρτη και στο άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ. Σύμφωνα με τη νομολογία που αναλύθηκε ανωτέρω, η εξίσωση προς τα κάτω ώστε να καθορίζεται κοινή ΗΚΣ για άνδρες και γυναίκες στα 65 έτη είναι πλήρως σύννομη μετά το κλείσιμο του παραθύρου της αποφάσεως Barber, οπότε η προσφυγή του πρώτου εφεσιβλήτου θα είναι απορριπτέα διότι δεν συντρέχει περίπτωση αναδρομικής ισχύος.

54.

Αντιθέτως, αν δεν θεσπίστηκε κανένα αποτελεσματικό μέσο ένδικης προστασίας πριν από τις 2 Μαΐου 1996, την ημερομηνία της κρίσιμης πράξεως του εμπιστεύματος, τότε το παράθυρο της αποφάσεως Barber παρέμεινε ανοιχτό μέχρι το χρονικό αυτό σημείο, οπότε, σύμφωνα με την απαγόρευση από το Δικαστήριο της αναδρομικής εξισώσεως προς τα κάτω, οι άνδρες (μη προνομιούχος κατηγορία) έπρεπε να τυγχάνουν της ίδιας μεταχειρίσεως με τις γυναίκες (προνομιούχος κατηγορία) και να ισχύει για αυτούς ΗΚΣ 60 ετών μέχρι τις 2 Μαΐου 1996.Στην περίπτωση αυτή η προσφυγή του πρώτου εφεσιβλήτου θα ευδοκιμούσε.

55.

Όπως αναφέρθηκε ήδη, αυτά είναι τα ερωτήματα επί των οποίων καλείται να αποφανθεί το αιτούν δικαστήριο, εντός των ορίων που θέτει η συναφής νομολογία του Δικαστηρίου.

ΣΤ.   Αναδιατύπωση του προδικαστικού ερωτήματος και προτεινόμενη απάντηση

56.

Στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, το δεύτερο οφείλει να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση η οποία να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα προδικαστικά ερωτήματα ( 56 ).

57.

Δεδομένου ότι το χρονικό σημείο κατά το οποίο έκλεισε το παράθυρο της αποφάσεως Barber είναι κεντρικής σημασίας για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, προτείνω στο Δικαστήριο να αναδιατυπώσει το προδικαστικό ερώτημα ως ακολούθως.

58.

«Ποιοι παράγοντες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας κατά την οποία συνταξιοδοτικό ταμείο έλαβε μέτρα που αναπτύσσουν τις συνέπειές τους στο μέλλον για διαστήματα παροχής εργασίας που έπονται της εκδόσεως της αποφάσεως της 17ης Μαΐου 1990, Barber (C‑262/88, EU:C:1990:209), προκειμένου να εφαρμόσει την κατ’ άρθρο 157 ΣΛΕΕ αρχή της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά την ηλικία κανονικής συνταξιοδοτήσεως; Κατά την προ της επελεύσεως του εν λόγω γεγονότος χρονική περίοδο, κατά την οποία το παράθυρο της αποφάσεως Barber παραμένει ανοιχτό, ισχύει βάσει του δικαίου της Ένωσης η απαγόρευση της αναδρομικής εξισώσεως προς τα κάτω, βάσει της οποίας αποκλείεται η επιβολή ηλικίας συνταξιοδοτήσεως στις γυναίκες (προνομιούχος κατηγορία) όμοιας με αυτή που ισχύει για τους άνδρες (μη προνομιούχος κατηγορία), όταν οι κανόνες που διέπουν τη λειτουργία συνταξιοδοτικού συστήματος παρέχουν, δυνάμει του εθνικού δικαίου, την εξουσία τροποποιήσεως της σχετικής ιδρυτικής πράξεως του εμπιστεύματος (“trust deed”) με σκοπό την αναδρομική μείωση του ύψους των θεμελιωμένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών, για το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της ημερομηνίας εκδόσεως γραπτής ανακοινώσεως περί των σκοπούμενων τροποποιήσεων του εν λόγω συστήματος και της ημερομηνίας κατά την οποία τροποποιήθηκε πράγματι η ιδρυτική πράξη του εμπιστεύματος;»

59.

Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του ως άνω ερωτήματος, πρέπει να ληφθεί δεόντως υπόψη ο συνδυασμός των άρθρων 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και 47 του Χάρτη, δυνάμει των οποίων οι νομοθεσίες των κρατών μελών πρέπει να διασφαλίζουν ότι η ίση μεταχείριση όσον αφορά τις ΗΚΣ αποτελεί δεσμευτική υποχρέωση πλήρως εφαρμοστέα τόσο de facto όσο και de jure (βλ. σημεία 47 έως 49 των παρουσών προτάσεων). Η ενάσκηση του κατά το άρθρο 157 ΣΛΕΕ δικαιώματος της ισότητας της αμοιβής όσον αφορά τις ΗΚΣ πρέπει να μην καθίσταται πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερής. Ταυτόχρονα, το σύστημα των παρεχόμενων προσφυγών για τη διασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τις ΗΚΣ πρέπει να είναι όμοιο με εκείνο που εφαρμόζεται για την επιδίωξη ανάλογων αξιώσεων που απορρέουν αποκλειστικά από το εθνικό δίκαιο (βλ. σημείο 51 των παρουσών προτάσεων).

60.

Όσον αφορά την απάντηση στο δεύτερο σκέλος του ανωτέρω ερωτήματος, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο δεκτικός παρεκκλίσεως (υπό την έννοια ότι χωρεί αναδρομική τροποποίηση) ή μη δεκτικός παρεκκλίσεως (αμετάκλητα δικαιώματα) χαρακτήρας του δικαιώματος των γυναικών για συνταξιοδότηση στην ηλικία των 60 ετών δεν ασκεί επιρροή στην εφαρμογή της απορρέουσας από τη νομολογία του Δικαστηρίου απαγορεύσεως της εξισώσεως προς τα κάτω, η οποία διαρκεί όσο παραμένει ανοιχτό το παράθυρο της αποφάσεως Barber. Καταλήγω στο συμπέρασμα αυτό για τους ακόλουθους λόγους.

61.

Απορρίπτω τα επιχειρήματα που διαλαμβάνονται στις γραπτές παρατηρήσεις της εκκαλούσας ότι η εφαρμογή της απαγορεύσεως της εξισώσεως προς τα κάτω στην υπόθεση της κύριας δίκης θίγει τη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών να προσδιορίζουν στη νομοθεσία τους τις παροχές της προνομιούχου τάξεως ( 57 ). Η νομολογία του Δικαστηρίου ορίζει σαφώς ότι, για την εξασφάλιση της συμμορφώσεως με τις προβλέψεις του άρθρου 157 ΣΛΕΕ, άνδρες και γυναίκες πρέπει να έχουν την ίδια ηλικία συνταξιοδοτήσεως. Πρόκειται για απαίτηση η οποία δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση λόγω των αποκλίσεων που εμφανίζουν οι νομοθεσίες των κρατών μελών, εφόσον το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι «η αρχή της ίσης αμοιβής αποτελεί μια από τις βάσεις της Κοινότητας» ( 58 ).

62.

Η εν λόγω προσέγγιση δεν συνιστά ερμηνεία της νομοθεσίας του κράτους μέλους ούτε και εκτίμηση των αποτελεσμάτων της. Είναι πρωταρχικής σημασίας να μην υπονομευθεί η υπεροχή ενός προ πολλού θεσμοθετημένου άρθρου των Συνθηκών το οποίο παράγει άμεσο αποτέλεσμα, όπως είναι το άρθρο 157 ΣΛΕΕ. Όπως σημειώνεται στις γραπτές παρατηρήσεις του πρώτου εφεσιβλήτου, το Δικαστήριο στην απόφαση Coloroll επισημαίνει ότι «οι εργοδότες και οι trustees [δεν] δικαιούνται να επικαλεστούν τους κανόνες του συνταξιοδοτικού συστήματος ή αυτούς της ιδρυτικής πράξεως του trust, προκειμένου να απαλλαγούν της υποχρεώσεώς τους να εξασφαλίσουν ίση μεταχείριση στον τομέα των αμοιβών» ( 59 ).

63.

Επίσης, δεν συμφωνώ με το ότι, όπως προβάλλεται στις γραπτές παρατηρήσεις της εκκαλούσας, η εφαρμογή της απαγορεύσεως της εξισώσεως προς τα κάτω ενόσω παραμένει ανοιχτό το παράθυρο της αποφάσεως Barber οδηγεί, όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, στην παροχή στους άνδρες ανεπίδεκτου παρεκκλίσεως δικαιώματος για συνταξιοδότηση στην ηλικία των 60 ετών, όταν στις γυναίκες παρέχεται μόνο υπό διαλυτική αίρεση δικαίωμα για συνταξιοδότηση στην ηλικία των 60 ετών, σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο, και επομένως στην παροχή στους άνδρες ευρύτερων δικαιωμάτων σε σχέση με τις γυναίκες. Υπενθυμίζω ότι η νομολογία του Δικαστηρίου απαγορεύει την πρόβλεψη ευνοϊκότερης μεταχειρίσεως για τη μη προνομιούχο κατηγορία από εκείνη που προβλέπεται για την προνομιούχο κατηγορία ( 60 ).

64.

Δεν αμφισβητείται πάντως ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως Barber, η ΗΚΣ των γυναικών που ήταν μέλη του Συνταξιοδοτικού Συστήματος Safeway καθοριζόταν στα 60 έτη. Δεδομένου του θεμελιώδους χαρακτήρα της αρχής της ισότητας της αμοιβής για το δίκαιο της Ένωσης, στη νομολογία του Δικαστηρίου γίνεται δεκτό ότι «η έννοια και το περιεχόμενό της δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν βάσει ενός τυπικού κριτηρίου που εξαρτάται και αυτό από τους κανόνες και τις πρακτικές που ισχύουν στα κράτη μέλη. Η ανάγκη της ομοιόμορφης εφαρμογής της Συνθήκης σε ολόκληρη την Κοινότητα επιβάλλει να ερμηνεύεται το άρθρο [157 ΣΛΕΕ] αυτοτελώς χωρίς να εξαρτάται από τέτοιους κανόνες ή πρακτικές» ( 61 ).

65.

Όπως σημειώνεται περαιτέρω στις γραπτές παρατηρήσεις του πρώτου εφεσιβλήτου, δεν νοείται στενή ερμηνεία της θεμελιώδους αποφάσεως του Δικαστηρίου περί της απαγορεύσεως της αναδρομικής εξισώσεως προς τα κάτω ( 62 ) υπό την έννοια ότι απλώς δεν ήταν, βάσει του δικαίου της Ένωσης, επιτρεπτή η αναδρομική μείωση των παροχών αν αυτό ήταν ήδη ανεπίτρεπτο και βάσει του δικαίου του κράτους μέλους, λόγω της ελλείψεως προβλέψεως στις διατάξεις περί του εμπιστεύματος σχετικά με μια τέτοια δυνατότητα. Ορθώς διατείνεται ο εφεσίβλητος ότι, αν το Δικαστήριο έκανε δεκτό το εν λόγω επιχείρημα, τότε η νομολογία βάσει της οποίας απαγορεύεται η εξίσωση προς τα κάτω ενόσω παραμένει ανοιχτό το παράθυρο της αποφάσεως Barber θα στερείτο παντός αποτελέσματος ( 63 ). Η απαγόρευση θα εφαρμοζόταν μόνον σε περιπτώσεις που δεν θα υπήρχε ανάγκη, εφόσον η αναδρομική εξίσωση προς τα κάτω θα απαγορευόταν ήδη σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους.

IV. Πρόταση

66.

Κατά συνέπεια, προτείνω να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο η ακόλουθη απάντηση.

Για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας κατά την οποία συνταξιοδοτικό ταμείο έλαβε μέτρα που αναπτύσσουν τις συνέπειές τους στο μέλλον για διαστήματα παροχής εργασίας που έπονται της εκδόσεως της αποφάσεως της 17ης Μαΐου 1990, Barber (C‑262/88, EU:C:1990:209), προκειμένου να εφαρμόσει την κατ’ άρθρο 157 ΣΛΕΕ αρχή της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά την ηλικία κανονικής συνταξιοδοτήσεως, ζήτημα το οποίο εναπόκειται στην κρίση του αιτούντος δικαστηρίου, πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη το γεγονός ότι, δυνάμει του συνδυασμού των άρθρων 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι νομοθεσίες των κρατών μελών πρέπει να διασφαλίζουν ότι η ίση μεταχείριση όσον αφορά τις ηλικίες κανονικής συνταξιοδοτήσεως αποτελεί δεσμευτική υποχρέωση πλήρως εφαρμοστέα τόσο de facto όσο και de jure, καθώς και ότι τα παρεχόμενα από τη νομοθεσία του κράτους μέλους μέσα ένδικης προστασίας για τη διασφάλιση της κατ’ άρθρο 157 ΣΛΕΕ ισότητας της αμοιβής όσον αφορά την ηλικία κανονικής συνταξιοδοτήσεως δεν καθιστούν την ενάσκηση του εν λόγω δικαιώματος πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή. Ταυτόχρονα, το σύστημα των παρεχόμενων προσφυγών για τη διασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τις ηλικίες κανονικής συνταξιοδοτήσεως πρέπει να είναι όμοιο με εκείνο που εφαρμόζεται για την επιδίωξη ανάλογων αξιώσεων που απορρέουν αποκλειστικά από το εθνικό δίκαιο.

Κατά την προ της επελεύσεως του εν λόγω γεγονότος χρονική περίοδο, κατά την οποία το παράθυρο της αποφάσεως Barber παραμένει ανοιχτό, η δυνάμει του δικαίου της Ένωσης απαγόρευση της αναδρομικής εξισώσεως προς τα κάτω, βάσει της οποίας αποκλείεται η επιβολή ηλικίας συνταξιοδοτήσεως στις γυναίκες (προνομιούχος κατηγορία) όμοιας με αυτή που ισχύει για τους άνδρες (μη προνομιούχος κατηγορία), ισχύει ακόμη και όταν οι κανόνες που διέπουν τη λειτουργία συνταξιοδοτικού συστήματος παρέχουν, δυνάμει του εθνικού δικαίου, την εξουσία τροποποιήσεως της σχετικής ιδρυτικής πράξεως του εμπιστεύματος («trust deed») με σκοπό την αναδρομική μείωση του ύψους των θεμελιωμένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών για το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της ημερομηνίας εκδόσεως γραπτής ανακοινώσεως περί των σκοπούμενων τροποποιήσεων του εν λόγω συστήματος και της ημερομηνίας κατά την οποία τροποποιήθηκε πράγματι η ιδρυτική πράξη του εμπιστεύματος.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) Απόφαση της 17ης Μαΐου 1990, Barber (C-262/88, EU:C:1990:209).

( 3 ) Απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, Coloroll Pension Trustees (C-200/91, EU:C:1994:348, σκέψη 3).

( 4 ) Πρβλ. αποφάσεις της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, Coloroll Pension Trustees (C-200/91, EU:C:1994:348), Avdel Systems (C-408/92, EU:C:1994:349), Fisscher (C-128/93, EU:C:1994:353), και Vroege (C-57/93, EU:C:1994:352).

( 5 ) Η έννοια του εν λόγω όρου διευκρινίζεται στο σημείο 11 των παρουσών προτάσεων.

( 6 ) C-262/88, EU:C:1990:209.

( 7 ) Όπ.π. (σκέψη 45), στην οποία διαπιστώνεται ότι «το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 119 της Συνθήκης δεν μπορεί να προβληθεί για να στηρίξει το αίτημα θεμελιώσεως δικαιώματος συντάξεως, αναδρομικώς, σε χρόνο προγενέστερο της εκδόσεως της παρούσας απόφασης, με εξαίρεση την περίπτωση που οι εργαζόμενοι ή οι εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα, πριν από την ημερομηνία αυτή, άσκησαν ένδικη προσφυγή ή υπέβαλαν ισοδύναμη κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ένσταση». Ακολούθησε το Πρωτόκολλο (αριθ. 2), σχετικά με το άρθρο 119 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που προσαρτήθηκε στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση της 7ης Φεβρουαρίου 1992, το κείμενο του οποίου είναι το ακόλουθο: «Για την εφαρμογή του άρθρου 119 της συνθήκης, οι δυνάμει επαγγελματικού συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων παροχές δεν θεωρούνται ως αποδοχές εφόσον αντιστοιχούν σε περιόδους απασχόλησης πριν από τις 17 Μαΐου 1990, με εξαίρεση τους εργαζόμενους ή τους έλκοντες δικαιώματα οι οποίοι πριν από αυτή την ημερομηνία είχαν ασκήσει δικαστική προσφυγή ή καταθέσει αντίστοιχη ένσταση σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο».

( 8 ) Διάταξη περί παραπομπής, σημείο 24. Βλ., επίσης, απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, Avdel Systems (C-408/92, EU:C:1994:349, σκέψη 21).

( 9 ) Διάταξη περί παραπομπής, όπ.π. Βλ., επίσης, αποφάσεις της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, Coloroll Pension Trustees (C-200/91, EU:C:1994:348, σκέψη 32), και Avdel Systems (C-408/92, EU:C:1994:349, σκέψη 17).

( 10 ) Διάταξη περί παραπομπής, όπ.π. και σημείο 38.

( 11 ) Τούτο δηλώθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση από την εκκαλούσα, χωρίς να αμφισβητηθεί από τους εφεσιβλήτους, ότι προκύπτει από το άρθρο 21 του νόμου περί παραγραφής του 1980. Η διάταξη έχει ως ακολούθως:

«Προθεσμία για την άσκηση αγωγών που αφορούν την περιουσία εμπιστεύματος.

1) Καμία από τις προθεσμίες παραγραφής που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο δεν εφαρμόζεται όσον αφορά αγωγή που ασκείται από δικαιούχο εμπιστεύματος, είτε πρόκειται για αγωγή που αφορά

(a) οποιουδήποτε είδους απάτη ή απατηλή παραβίαση του εμπιστεύματος του οποίου ο εμπιστευματοδόχος ήταν μέλος ή δικαιούχος· είτε

(b) την ανάκτηση περιουσίας του εμπιστεύματος από τον εμπιστευματοδόχο ή προϊόντων της περιουσίας του εμπιστεύματος τα οποία ευρίσκονται στην κατοχή του εμπιστευματοδόχου, ή τα οποία είχαν περιέλθει στην κατοχή του εμπιστευματοδόχου και υπεξαιρέθηκαν από αυτόν.

2) Όταν εμπιστευματοδόχος ο οποίος είναι συγχρόνως και δικαιούχος του εμπιστεύματος λαμβάνει ή παρακρατεί περιουσία του εμπιστεύματος ή προϊόντα αυτής ως μερίδιό του επί διανομής της περιουσίας του εμπιστεύματος βάσει των κανόνων που το διέπουν, η ευθύνη του, στο πλαίσιο οποιασδήποτε αγωγής ασκηθεί βάσει της ανωτέρω παραγράφου 1, στοιχείο b, όσον αφορά την ανάκτηση της εν λόγω περιουσίας ή του προϊόντος της μετά τη λήξη της προθεσμίας παραγραφής που προβλέπεται από το παρόν άρθρο για την άσκηση αγωγής με σκοπό την ανάκτηση της περιουσίας του εμπιστεύματος, περιορίζεται στο ποσό που υπερβαίνει το μερίδιό του.

Η παρούσα παράγραφος ισχύει μόνον αν ο εμπιστευματοδόχος ενήργησε έντιμα και δικαιολογημένα κατά την πραγματοποίηση της διανομής.

3) Με την επιφύλαξη των προηγούμενων διατάξεων του παρόντος άρθρου, αγωγή δικαιούχου για την ανάκτηση της περιουσίας εμπιστεύματος ή όσον αφορά οποιαδήποτε παραβίαση του εμπιστεύματος, ως προς την οποία δεν προβλέπεται προθεσμία παραγραφής από οποιαδήποτε άλλη διάταξη του παρόντος νόμου, ασκείται εντός προθεσμίας έξι ετών από την ημερομηνία κατά την οποία γεννήθηκε το δικαίωμα της αγωγής.

Σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, τυχόν δικαιούχος μελλοντικών περιουσιακών στοιχείων του εμπιστεύματος δεν νομιμοποιείται να ασκήσει αγωγή πριν τα εν λόγω στοιχεία αποτελέσουν μέρος της περιουσίας.

4) Δικαιούχος έναντι του οποίου παρέχονται δυνάμει του παρόντος νόμου επαρκή μέσα άμυνας, δεν επωφελείται από τυχόν πιο ευνοϊκές ή διαφορετικές παραδοχές δικαστικής αποφάσεως ή διατάξεως εκδοθείσας υπέρ άλλου δικαιούχου, όταν έχει γίνει επίκληση των διατάξεων του παρόντος νόμου προς αντίκρουση της αγωγής που ενδεχομένως έχει ασκήσει.»

( 12 ) Απόφαση της 17ης Μαΐου 1990, Barber (C-262/88, EU:C:1990:209).

( 13 ) Βλ. Safeway Limited v Andrew Newton and Safeway Pension Trustees Limited [2017] EWCA Civ 1482, σκέψη 41.

( 14 ) Όπ.π., σκέψη 39, όπου γίνεται παραπομπή στις αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 1984, Razzouk και Beydoun κατά Επιτροπής (75/82 και 117/82, EU:C:1984:116), της 4ης Δεκεμβρίου 1986, Federatie Nederlandse Vakbeweging (71/85, EU:C:1986:465), και της 7ης Φεβρουαρίου 1991, Nimz (C-184/89, EU:C:1991:50). Βλ. ανάλυση των εν λόγω αποφάσεων στα σημεία 38 έως 40 των παρουσών προτάσεων.

( 15 ) Απόφαση της 17ης Μαΐου 1990, Barber (C-262/88, EU:C:1990:209).

( 16 ) Ο εκπρόσωπος του πρώτου εφεσιβλήτου τόνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι αυτή ήταν η έννοια του «δικαιώματος υπό διαλυτική αίρεση» σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο. Επί του σημείου αυτού δεν διατυπώθηκαν αντιρρήσεις

( 17 ) Υποσημείωση 11 των παρουσών προτάσεων.

( 18 ) Επί παραδείγματι, βλ. πρόσφατη απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2018, INEOS Köln (C‑572/16, EU:C:2018:100, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ. επίσης, όσον αφορά τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, σκέψεις 42 έως 46 της ίδιας αποφάσεως και εκεί μνημονευόμενη νομολογία. Τούτο υπόκειται σε ορισμένες εξαιρέσεις οι οποίες δεν φαίνεται να αφορούν την υπόθεση της κύριας δίκης, βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 1998, Levez (C-326/96, EU:C:1998:577, σκέψη 34), με την οποία κρίθηκε ότι απαγορευόταν η εφαρμογή κανόνα του εθνικού δικαίου ο οποίος περιόριζε χρονικώς τη δυνατότητα του εργαζομένου να απαιτήσει την αναδρομική καταβολή αμοιβών, διότι η καθυστέρηση της ασκήσεως της σχετικής αγωγής οφειλόταν «στο γεγονός ότι ο εργοδότης παρέσχε εσκεμμένως στον ενδιαφερόμενο ανακριβείς πληροφορίες ως προς το ύψος της αμοιβής που εισπράττουν οι εργαζόμενοι του ετέρου φύλου που εκτελούν εργασία ανάλογη με τη δική του».

( 19 ) Απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, Fisscher (C-128/93, EU:C:1994:353, σκέψη 40).

( 20 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 24ης Ιουλίου 2003, Ryabykh κατά Ρωσίας (CE:ECHR:2003:0724JUD005285499, § 51).

( 21 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 20ής Απριλίου 1999, Valin κατά Ισπανίας (CE:ECHR:2001:1011JUD004779299, § 22).

( 22 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 16ης Δεκεμβρίου 1992, de la Pradelle κατά Γαλλίας (CE:ECHR:1992:1216JUD001296487, § 35).

( 23 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 22ας Δεκεμβρίου 1996, Stubbings κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:2009:0707JUD000106207, § 51).

( 24 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 24ης Απριλίου 2011, Association «21 December 1989» κατά Ρουμανίας (CE:ECHR:2011:0524JUD003381007, § 144). Βλ., επίσης, Σύμβαση για το απαράγραπτο των εγκλημάτων πολέμου και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, η οποία υιοθετήθηκε με απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωμένων Εθνών της 26ης Νοεμβρίου 1968, A/RES/2391 (XXIII). Ομοίως, Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το απαράγραπτο των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και των εγκλημάτων πολέμου, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 2003, ETS No. 082.

( 25 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 18ης Δεκεμβρίου 2012, Aslakhanova κ.λπ. κατά Ρωσίας (CE:ECHR:2012:1218JUD000294406).

( 26 ) Επισημαίνω ότι κατά το Συνταγματικό Δικαστήριο της Βουλγαρίας, η αρχή της προβλέψεως προθεσμιών παραγραφής στηρίζεται σε διάφορους λόγους. Πρώτον, στο ότι η παρέλευση σημαντικού χρονικού διαστήματος προκαλεί σημαντικές δυσχέρειες στη διαδικασία. Δεύτερον, στο ότι η πρόβλεψη προθεσμιών παραγραφής δημιουργεί κίνητρο στον ενδιαφερόμενο για έγκαιρη ανάληψη δράσης. Τρίτον, εξαίρεση από την εν λόγω αρχή είναι αποδεκτή μόνον σε ακραίες περιστάσεις που προβλέπονται ρητώς στο Σύνταγμα της χώρας, όπως είναι τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας (Απόφαση υπ’ αριθ. 12, της 13ης Οκτωβρίου 2016, υπόθεση 13/2015· Решение №12 от 13 октомври 2016 по конституционно дело 13/2015).

( 27 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 7ης Ιουνίου 2012, Centro Europa 7 και Di Stefano κατά Ιταλίας (CE:ECHR:2012:0607JUD003843309, § 197).

( 28 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 21ης Φεβρουαρίου 1975, Golder κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:1975:0221JUD000445170, § 34).

( 29 ) Βλ. Safeway Limited κατά Andrew Newton και Safeway Pension Trustees Limited [2017] EWCA Civ 1482. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η δεύτερη εφεσίβλητη δήλωσε ότι δεν θεώρησε σκόπιμο να υποβάλει παρατηρήσεις επί του σημείου αυτού, διότι η διαφωνία αφορούσε την εκκαλούσα και τον πρώτο εφεσίβλητο.

( 30 ) Όπ.π., σκέψη 39, όπου γίνεται αναφορά στις αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 1984, Razzouk και Beydoun κατά Επιτροπής (75/82 και 117/82, EU:C:1984:116), της 4ης Δεκεμβρίου 1986, Federatie Nederlandse Vakbeweging (71/85, EU:C:1986:465), και της 7ης Φεβρουαρίου 1991, Nimz (C-184/89, EU:C:1991:50).

( 31 ) Τα όσα υποστηρίχθηκαν από την εκκαλούσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και εκτίθενται στα σημεία 6 και 34 των παρουσών προτάσεων δεν συνάδουν με την εν λόγω διαπίστωση.

( 32 ) Απόφαση της 20ής Μαρτίου 1984 (75/82 και 117/82, EU:C:1984:116).

( 33 ) Απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 1986 (71/85, EU:C:1986:465).

( 34 ) ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160.

( 35 ) Απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1991 (C-184/89, EU:C:1991:50).

( 36 ) Απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, Coloroll Pension Trustees (C-200/91, EU:C:1994:348, σκέψη 38).

( 37 ) Όπ.π. (σκέψη 23).

( 38 ) Όπ.π. (σκέψη 22).

( 39 ) Όπ.π. (σκέψη 28).

( 40 ) Απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, Avdel Systems (C-408/92, EU:C:1994:349, σκέψη 25).

( 41 ) Όπ.π. (σκέψη 16).

( 42 ) Απόφαση της 17ης Απριλίου 2018, Egenberger (C-414/16, EU:C:2018:257). Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Cresco Investigation (C-193/17, EU:C:2018:614). Το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του στις 22 Ιανουαρίου 2019 (C‑193/17, EU:C:2019:43).

( 43 ) Απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Toma και Biroul Executorului Judecătoresc Horațiu-Vasile Cruduleci (C-205/15, EU:C:2016:499, σκέψη 40).

( 44 ) Όπ.π. (σκέψη 41).

( 45 ) Βλ., ιδίως, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Dominguez (C‑282/10, EU:C:2011:559, σημείο 83).

( 46 ) Απόφαση της 17ης Απριλίου 2018, Egenberger (C-414/16, EU:C:2018:257, σκέψη 76). Βλ., επίσης, απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Bauer και Willmeroth (C-569/16 και C-570/16, EU:C:2018:871, σκέψη 85).

( 47 ) Όπ.π.

( 48 ) Απόφαση της 8ης Απριλίου 1976, Defrenne (43/75, EU:C:1976:56, σκέψη 39).

( 49 ) Απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C-64/16, EU:C:2018:117, σκέψεις 33 έως 36).

( 50 ) Απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Toma και Biroul Executorului Judecătoresc Horațiu-Vasile Cruduleci (C-205/15, EU:C:2016:499, σκέψη 42).

( 51 ) Απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, Unibet (C-432/05, EU:C:2007:163).

( 52 ) Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα Ε. Sharpston στην υπόθεση Ghezelbash (C-63/15, EU:C:2016:186, σημείο 83). Η γενική εισαγγελέας παραπέμπει στην απόφαση του ΕΔΔΑ της 6ης Ιουνίου 2013, Mohammed κατά Αυστρίας (CE:ECHR:2013:0606JUD000228312, §§ 69 και 70). Βλ., επίσης, προτάσεις μου στην υπόθεση National Iranian Tanker Company κατά Συμβουλίου (C-600/16 P, EU:C:2018:227, σημεία 118 και 119).

( 53 ) Η υπογράμμιση δική μου. Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Tizzano στην υπόθεση Επιτροπή κατά Γαλλίας (C-292/99, EU:C:2001:384, σημείο 52). Ο γενικός εισαγγελέας παραπέμπει στις αποφάσεις της 2ας Δεκεμβρίου 1986, Επιτροπή κατά Βελγίου (239/85, EU:C:1986:457, σκέψη 7), της 17ης Οκτωβρίου 1991, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑58/89, EU:C:1991:391, σκέψη 13), της 10ης Δεκεμβρίου 1991, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑306/89, EU:C:1991:463, σκέψη 19), και της 20ής Μαρτίου 1997, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑96/95, EU:C:1997:165, σκέψη 38).

( 54 ) Π.χ., βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Orizzonte Salute (C-61/14, EU:C:2015:655). Ο Krommendijk, J. «Is there light on the horizon? The distinction between “Rewe effectiveness” and the principle of effective judicial protection in Article 47 of the Charter after Orizzonte» 53 (2016) Common Market Law Review, σ. 1395, ιδίως σ. 1408 επ., επικρίνει μιαν ορισμένη, κατ’ αυτόν, ασυνέπεια του Δικαστηρίου όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής κατά το άρθρο 47 του Χάρτη και των αρχών της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας.

( 55 ) Βλ. σημεία 47 έως 49 των παρουσών προτάσεων. Επισημαίνω ότι ο γενικός εισαγγελέας W. van Gerven, στο σημείο 15 των προτάσεών του στην υπόθεση Avdel Systems (C-408/92 και C‑28/93, EU:C:1994:183), αναφέρει την προϋπόθεση να τηρείται «πλήρως η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως», ενώ στο σημείο 24 κάνει λόγο για «απευθείας (και, καταρχήν, χρονικά άμεση) εφαρμογή του άρθρου 119 στα “οριζόντια” συστήματα».

( 56 ) Π.χ. απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Toma και Biroul Executorului Judecătoresc Horațiu-Vasile Cruduleci (C-205/15, EU:C:2016:499, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 57 ) Συναφώς, η εκκαλούσα επικαλείται τις αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 1984, Razzouk και Beydoun κατά Επιτροπής (75/82 και 117/82, EU:C:1984:116), της 4ης Δεκεμβρίου 1986, Federatie Nederlandse Vakbeweging (71/85, EU:C:1986:465), της 7ης Φεβρουαρίου 1991, Nimz (C-184/89, EU:C:1991:50), και της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, Fisscher (C-128/93, EU:C:1994:353).

( 58 ) Απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, Coloroll Pension Trustees (C-200/91, EU:C:1994:348, σκέψη 26).

( 59 ) Απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, Coloroll Pension Trustees (C-200/91, EU:C:1994:348, σκέψη 27).

( 60 ) Απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, Fisscher (C-128/93, EU:C:1994:353, σκέψεις 35 και 36).

( 61 ) Απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, Beune (C-7/93, EU:C:1994:350, σκέψη 28).

( 62 ) Απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, Avdel Systems (C-408/92, EU:C:1994:349).

( 63 ) Συναφώς, ο πρώτος εφεσίβλητος επικαλείται τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα W. Van Gerven στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Ten Oever (C-109/91, C-110/91, C-152/91 και C‑200/91, EU:C:1993:158, σημείο 19, υποσημείωση 4 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).