ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 28ης Φεβρουαρίου 2019 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Μεταφορές – Οδηγία 2006/126/ΕΚ – Αμοιβαία αναγνώριση των αδειών οδήγησης – Άρνηση αναγνωρίσεως άδειας οδήγησης χορηγηθείσας σε άλλο κράτος μέλος – Δικαίωμα οδήγησης που στηρίζεται σε άδεια οδήγησης»

Στην υπόθεση C‑9/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Oberlandesgericht Karlsruhe (εφετείο Καρλσρούης, Γερμανία) με απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Ιανουαρίου 2018, στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατά του

Detlef Meyn,

παρισταμένης της:

Generalstaatsanwaltschaft Karlsruhe,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, E. Levits (εισηγητή) και P. G. Xuereb, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο D. Meyn, εκπροσωπούμενος από τον W. Säftel, Rechtsanwalt,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον G. Braun καθώς και την N. Yerrell,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 1, και του άρθρου 11, παράγραφος 6, της οδηγίας 2006/126/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, για την άδεια οδήγησης (ΕΕ 2006, L 403, σ. 18).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε κατά του Detlef Meyn για οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς άδεια οδήγησης.

Το νομικό πλαίσιο

Η οδηγία 2006/126

3

Η αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2006/126 έχει ως εξής:

«Για λόγους οδικής ασφάλειας, θα πρέπει να καθορισθούν οι ελάχιστες απαιτήσεις για την έκδοση άδειας οδήγησης. Θα πρέπει να εναρμονισθούν οι κανόνες οι σχετικοί με τις εξετάσεις στις οποίες πρέπει να υποβάλλονται οι οδηγοί. Προς τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να προσδιορισθούν οι γνώσεις, τα προσόντα και η συμπεριφορά που συνδέονται με την οδήγηση μηχανοκίνητων οχημάτων, επίσης δε να καταρτισθούν οι εξετάσεις οδήγησης με βάση τις έννοιες αυτές και να επανακαθορισθούν οι ελάχιστες απαιτήσεις σωματικής και διανοητικής ικανότητας κατά την οδήγηση των οχημάτων αυτών.»

4

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτή προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη εκδίδουν τις εθνικές άδειες οδήγησης που βασίζονται στο κοινοτικό υπόδειγμα του Παραρτήματος I, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Το διακριτικό σήμα του εκδώσαντος την άδεια κράτους μέλους τίθεται εντός του εμβλήματος που απεικονίζεται στη σελίδα 1 του κοινοτικού υποδείγματος άδειας οδήγησης.»

5

Το άρθρο 2, με τίτλο «Αμοιβαία αναγνώριση», της εν λόγω οδηγίας ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν αμοιβαία τις άδειες οδήγησης που εκδίδουν.»

6

Το άρθρο 7 παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας καθορίζει τις προϋποθέσεις χορηγήσεως της άδειας οδήγησης και διευκρινίζει στο στοιχείο εʹ, μεταξύ άλλων, ότι η άδεια οδήγησης χορηγείται μόνο σε όσους υποψηφίους διαμένουν κανονικά στην επικράτεια του κράτους μέλους που χορηγεί την άδεια οδήγησης.

7

Το άρθρο 11 της οδηγίας 2006/126 προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.   Σε περίπτωση που ο κάτοχος άδειας οδήγησης, της οποίας η ισχύς δεν έχει λήξει και η οποία έχει εκδοθεί από ένα κράτος μέλος, έχει πλέον την κανονική του διαμονή σε άλλο κράτος μέλος, μπορεί να ζητήσει την ανταλλαγή της άδειάς του με νέα ισοδύναμη. Το κράτος μέλος που ανταλλάσσει την άδεια ελέγχει την κατηγορία για την οποία όντως ισχύει η υποβαλλόμενη άδεια.

[…]

6.   Όταν ένα κράτος μέλος ανταλλάσσει μια άδεια οδήγησης που έχει εκδοθεί από τρίτη χώρα με το κοινοτικό υπόδειγμα άδειας οδήγησης, η ανταλλαγή αυτή καταγράφεται στο κοινοτικό υπόδειγμα άδειας οδήγησης, καθώς και κάθε μετέπειτα ανανέωση ή αντικατάσταση.

Η αντικατάσταση μπορεί να γίνεται μόνον αν η εκδοθείσα από τρίτη χώρα άδεια παραδοθεί στις αρμόδιες αρχές του αντικαθιστούντος κράτους μέλους. Αν ο κάτοχος της αδείας αυτής μεταφέρει την συνήθη διαμονή του σε άλλο κράτος μέλος, το τελευταίο αυτό δύναται να μην εφαρμόσει την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης όπως ορίζεται στο άρθρο 2.»

Το γερμανικό δίκαιο

8

Το άρθρο 28, παράγραφος 1, της Verordnung über die Zulassung von Personen zum Straßenverkehr (κανονιστικής αποφάσεως για την πρόσβαση των ιδιωτών στην οδική κυκλοφορία), όπως ίσχυε στη διαφορά της κύριας δίκης, προβλέπει τα εξής:

«1.   Επιτρέπεται στους κατόχους ισχύουσας άδειας οδηγήσεως της Ένωσης ή του [Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ)] που έχουν τη συνήθη […] διαμονή τους στη [Γερμανία], υπό την επιφύλαξη των περιορισμών που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 4, να οδηγούν μηχανοκίνητα οχήματα στην ημεδαπή εντός των ορίων των δικαιωμάτων που τους παρέχει η άδειά τους. […]»

9

Το άρθρο 28, παράγραφος 4, της κανονιστικής αυτής αποφάσεως διευκρινίζει, μεταξύ άλλων, ότι δεν έχουν το δικαίωμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 οι κάτοχοι άδειας οδήγησης της Ένωσης ή του ΕΟΧ η οποία χορηγήθηκε βάσει πλαστογραφημένης άδειας οδήγησης εκδοθείσας σε τρίτο κράτος.

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

10

Έπειτα από τροχαίο ατύχημα που συνέβη την 1η Σεπτεμβρίου 2015, διαπιστώθηκε ότι ο D. Meyn, Γερμανός υπήκοος που κατοικεί στη γερμανική επικράτεια, δεν διέθετε πλέον, κατόπιν της αφαιρέσεως της άδειας οδήγησής του το 2006, γερμανική άδεια οδήγησης.

11

Ο D. Meyn ήταν, ωστόσο, κάτοχος πολωνικής άδειας οδήγησης, χορηγηθείσας την 1η Αυγούστου 2011 βάσει ουγγρικής άδειας οδήγησης με ημερομηνία εκδόσεως την 3η Νοεμβρίου 2010. Η τελευταία αυτή άδεια είχε χορηγηθεί σε ανταλλαγή με ρωσική άδεια οδήγησης με ημερομηνία εκδόσεως το 1986, η οποία αποδείχθηκε ότι ήταν πλαστογραφημένη. Για το αδίκημα της χρήσεως πλαστών εγγράφων, ο D. Meyn καταδικάστηκε το 2012 από γερμανικό δικαστήριο.

12

Με απόφαση της 24ης Απριλίου 2017, το Amtsgericht Bad Säckingen (ειρηνοδικείο Bad Säckingen, Γερμανία) καταδίκασε τον D. Meyn για εκ προθέσεως οδήγηση χωρίς άδεια οδήγησης κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 21, παράγραφος 1, σημείο 1, του Straßenverkehrsgesetz (νόμου περί οδικής κυκλοφορίας).

13

Το αιτούν δικαστήριο, επιληφθέν αιτήσεως αναθεωρήσεως της αποφάσεως αυτής, διερωτάται αν η άρνηση, βάσει του άρθρου 28, παράγραφος 4, της κανονιστικής αποφάσεως για την πρόσβαση των ιδιωτών στην οδική κυκλοφορία, να αναγνωριστεί άδεια οδήγησης που εκδόθηκε σε ένα κράτος μέλος και η οποία με τη σειρά της στηρίζεται σε αντικατάσταση άδειας οδήγησης που χορηγήθηκε σε άλλο κράτος μέλος, η οποία με τη σειρά της στηρίζεται σε πλαστογραφημένη άδεια εκδοθείσα σε τρίτο κράτος, είναι συμβατή με τις διατάξεις της οδηγίας 2006/126.

14

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Oberlandesgericht Karlsruhe (εφετείο Καρλσρούης, Γερμανία) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Υφίσταται υποχρέωση αναγνωρίσεως βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/126 ακόμη και στην περίπτωση που κράτος μέλος έχει προβεί σε ανταλλαγή άδειας οδηγήσεως χωρίς να προηγηθεί εξέταση προς εξακρίβωση της ικανότητας οδηγήσεως, εάν η προηγούμενη άδεια οδηγήσεως δεν υπόκειται σε υποχρέωση αναγνωρίσεως (η εν λόγω προηγούμενη άδεια οδήγησης που είχε εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος της Ένωσης, στηριζόταν στην ανταλλαγή άδειας οδηγήσεως τρίτης χώρας [σύμφωνα με το] άρθρο 11, παράγραφος 6, τρίτη περίοδος, της οδηγίας 2006/126);»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

15

Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν οι διατάξεις της οδηγίας 2006/126 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην άρνηση κράτους μέλους να αναγνωρίσει άδεια οδήγησης της οποίας ο κάτοχος έχει τη συνήθη διαμονή του στη επικράτειά του και η οποία έχει χορηγηθεί από άλλο κράτος μέλος, χωρίς εξέταση της ικανότητας οδήγησης, βάσει άδειας οδήγησης χορηγηθείσας σε άλλο κράτος μέλος και εκδοθείσας σε ανταλλαγή άδειας οδήγησης χορηγηθείσας σε τρίτο κράτος.

16

Εκ προοιμίου, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/126 προβλέπει την αμοιβαία αναγνώριση, χωρίς καμία διατύπωση, των αδειών οδήγησης οι οποίες εκδίδονται από τα κράτη μέλη (πρβλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, C-195/16, EU:C:2017:815, σκέψη 34).

17

Προς τούτο, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας καθορίζει τις προϋποθέσεις χορηγήσεως αδειών οδήγησης, διευκρινίζοντας, στο στοιχείο εʹ, ότι ο αιτών την άδεια οδήγησης πρέπει να έχει τη συνήθη διαμονή του στην επικράτεια του κράτους μέλους που χορηγεί την εν λόγω άδεια.

18

Το άρθρο 11, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προσθέτει ότι σε περίπτωση που ο κάτοχος άδειας οδήγησης της οποίας η ισχύς δεν έχει λήξει, και η οποία έχει χορηγηθεί σε ένα κράτος μέλος, έχει πλέον την συνήθη διαμονή του σε άλλο κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει την ανταλλαγή της άδειάς του οδήγησης με νέα ισοδύναμη.

19

Όσον αφορά τη χορήγηση κοινοτικής αδείας οδήγησης (στο εξής: κοινοτική άδεια οδήγησης) διά της ανταλλαγής άδειας οδήγησης χορηγηθείσας σε τρίτο κράτος, μολονότι η οδηγία 2006/126 δεν καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να προβούν σε τέτοια ανταλλαγή, προβλέπει εντούτοις ότι η ανταλλαγή αυτή ενέχει συνέπειες ως προς την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως που κατοχυρώνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

20

Πράγματι, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, σε περίπτωση μεταφοράς της συνήθους διαμονής του κατόχου άδειας οδήγησης, που έχει χορηγηθεί σε ανταλλαγή άδειας οδήγησης εκδοθείσας σε τρίτο κράτος, σε άλλο κράτος μέλος, το τελευταίο αυτό δύναται να μην εφαρμόσει την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως.

21

Εξάλλου, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126, όταν η χορήγηση κοινοτικής άδειας οδήγησης απορρέει από την ανταλλαγή άδειας οδήγησης εκδοθείσας σε τρίτο κράτος, πρέπει η εν λόγω ανταλλαγή να καταγράφεται στην κοινοτική άδεια οδήγησης.

22

Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2006/126, η υποχρέωση αμοιβαίας αναγνωρίσεως που καθιερώνει το άρθρο 2, παράγραφος 1, περιορίζεται στις άδειες οδήγησης που εκδίδονται από τα κράτη μέλη και δεν αφορά τις άδειες οδήγησης που εκδίδονται από τρίτα κράτη.

23

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, ο D. Meyn κατοικούσε στη Γερμανία. Ως εκ τούτου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν ήταν υποχρεωμένη να αναγνωρίσει άδεια οδήγησης που χορηγήθηκε στον D. Meyn σε άλλο κράτος μέλος και που εκδόθηκε σε ανταλλαγή άδειας οδήγησης χορηγηθείσας σε τρίτο κράτος.

24

Το αιτούν δικαστήριο ερωτά, εντούτοις, αν το συμπέρασμα αυτό ισχύει και σε περίπτωση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στην οποία η άδεια οδήγησης χορηγήθηκε σε ανταλλαγή άδειας χορηγηθείσας σε άλλο κράτος μέλος, η οποία με τη σειρά της εκδόθηκε σε ανταλλαγή άδειας που χορηγήθηκε σε τρίτο κράτος.

25

Συναφώς, διαπιστώνεται ότι το γράμμα και μόνον του άρθρου 11, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126 δεν δίδει απάντηση στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου. Πράγματι, από το γράμμα της ως άνω διατάξεως προκύπτει ότι αυτή αφορά τη χορήγηση άδειας οδήγησης σε ένα κράτος μέλος σε ανταλλαγή άδειας οδήγησης που χορηγήθηκε σε τρίτο κράτος, και όχι την περίπτωση χορηγήσεως άδειας οδήγησης σε ένα κράτος μέλος σε ανταλλαγή άδειας οδήγησης που χορηγήθηκε σε άλλο κράτος μέλος η οποία με τη σειρά της εκδόθηκε σε ανταλλαγή άδειας χορηγηθείσας σε τρίτο κράτος.

26

Ωστόσο, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, προκειμένου να ερμηνευθεί διάταξη του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Baumgartner, C-513/17, EU:C:2018:772, σκέψη 23).

27

Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 8, η οδηγία 2006/126 σκοπεί στον καθορισμό των ελάχιστων απαιτήσεων για τη χορήγηση κοινοτικής άδειας οδήγησης, με σκοπό να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις οδικής ασφάλειας.

28

Η επιβολή, βάσει της οδηγίας 2006/126, υποχρεώσεως αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αδειών οδήγησης που χορηγούνται από τα κράτη μέλη είναι η συνέπεια του καθορισμού, από την οδηγία αυτή, των ελάχιστων απαιτήσεων για τη χορήγηση κοινοτικής άδειας οδήγησης.

29

Ως εκ τούτου, απόκειται στο κράτος μέλος χορηγήσεως της άδειας οδήγησης να εξακριβώσει αν πληρούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις που επιβάλλει το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως οι σχετικές με τη διαμονή και την ικανότητα οδήγησης που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/126, και επομένως αν η χορήγηση άδειας οδήγησης είναι δικαιολογημένη (απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, I, C‑195/16, EU:C:2017:815, σκέψη 46).

30

Για τον λόγο αυτό, εφόσον οι αρχές ενός κράτους μέλους έχουν χορηγήσει άδεια οδήγησης, τα άλλα κράτη μέλη δεν είναι πλέον δυνατό να εξακριβώσουν αν έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις χορηγήσεως που προβλέπει η οδηγία αυτή, δεδομένου ότι η κατοχή άδειας οδήγησης χορηγηθείσας σε κράτος μέλος θεωρείται ως απόδειξη ότι ο κάτοχος της άδειας αυτής πληρούσε, κατά τον χρόνο της χορηγήσεώς της, τις προϋποθέσεις αυτές (απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, I, C-195/16, EU:C:2017:815, σκέψη 47).

31

Ωστόσο, η οδηγία 2006/126 δεν καθορίζει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την ανταλλαγή των αδειών οδήγησης που έχουν εκδοθεί σε τρίτα κράτη, καθόσον ένα τέτοιο προνόμιο εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών και, ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να δεσμεύονται από τις εκτιμήσεις άλλων κρατών μελών στο πλαίσιο αυτό.

32

Κατά συνέπεια, προκειμένου να μην υπονομεύονται οι απαιτήσεις οδικής ασφάλειας που προβλέπει η οδηγία 2006/126, δεν μπορεί να επιβάλλεται σε κράτος μέλος στο οποίο ο κάτοχος της άδειας έχει τη συνήθη διαμονή του η υποχρέωση αναγνωρίσεως της άδειας που χορηγήθηκε σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς εξέταση της ικανότητας οδήγησης, σε ανταλλαγή άδειας οδήγησης που εκδόθηκε σε τρίτο κράτος για τον λόγο και μόνον ότι η άδεια αυτή οδήγησης αποτελεί αντικείμενο προγενέστερης ανταλλαγής με άδεια οδήγησης που χορηγήθηκε σε τρίτο κράτος.

33

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2006/126 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην άρνηση κράτους μέλους να αναγνωρίσει άδεια οδήγησης της οποίας ο κάτοχος έχει τη συνήθη διαμονή του στη επικράτειά του και η οποία έχει χορηγηθεί από άλλο κράτος μέλος, χωρίς εξέταση της ικανότητας οδήγησης, βάσει άδειας οδήγησης χορηγηθείσας σε άλλο κράτος μέλος και εκδοθείσας σε ανταλλαγή άδειας οδήγησης χορηγηθείσας σε τρίτο κράτος.

Επί των δικαστικών εξόδων

34

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Οι διατάξεις της οδηγίας 2006/126/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, για την άδεια οδήγησης, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην άρνηση κράτους μέλους να αναγνωρίσει άδεια οδήγησης της οποίας ο κάτοχος έχει τη συνήθη διαμονή του στη επικράτειά του και η οποία έχει χορηγηθεί από άλλο κράτος μέλος, χωρίς εξέταση της ικανότητας οδήγησης, βάσει άδειας οδήγησης χορηγηθείσας σε άλλο κράτος μέλος και εκδοθείσας σε ανταλλαγή άδειας οδήγησης χορηγηθείσας σε τρίτο κράτος.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.