ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 14ης Φεβρουαρίου 2019 ( 1 )

Υπόθεση C‑58/18

Michel Schyns

κατά

Belfius Banque SA

[αίτηση του Justice de Paix du canton de Visé
(πρωτοδικείου καντονίου του Visé, Βέλγιο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 2008/48/ΕΚ – Προσυμβατικές υποχρεώσεις – Υποχρέωση του πιστωτικού φορέα να αναζητεί το καταλληλότερο είδος και ύψος πιστώσεως, λαμβανομένων υπόψη της οικονομικής καταστάσεως του καταναλωτή κατά τη σύναψη της συμβάσεως και του σκοπού της πιστώσεως – Υποχρέωση του πιστωτικού φορέα να συνάπτει σύμβαση πιστώσεως μόνον εάν εκτιμά εύλογα ότι ο καταναλωτής θα είναι σε θέση να τηρήσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση»

I. Εισαγωγή

1.

Στην προκειμένη διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, το Δικαστήριο πρέπει να ερμηνεύσει την οδηγία 2008/48 για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως ( 2 ). Κατ’ ουσίαν, καλείται να διευκρινίσει τη σχέση μεταξύ των διαφόρων προσυμβατικών υποχρεώσεων του πιστωτικού φορέα. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται, αφενός, για το εύρος της υποχρεώσεως παροχής εξηγήσεων πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48, και, αφετέρου, για την ενδεχόμενη σημασία της εκτιμήσεως της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή για τη σύναψη της συμβάσεως όπως προβλέπει το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/48.

2.

Τα σχετικά ερμηνευτικά ερωτήματα που υπέβαλε βελγικό πρωτοδικείο πρέπει να εξετασθούν υπό το πρίσμα της «πλήρους εναρμονίσεως» ( 3 ) που επιδιώκει η οδηγία 2008/48. Συναφώς, τίθεται εν τέλει το ζήτημα κατά πόσον τέτοια εναρμόνιση αποκλείει κανόνες του εθνικού δικαίου με ευρύτερο ρυθμιστικό περιεχόμενο, ακόμη και αν οι κανόνες αυτοί εξασφαλίζουν ενδεχομένως αποτελεσματική προστασία του καταναλωτή έναντι του δανεισμού που πραγματοποιείται πρόωρα ή χωρίς επαρκή ενημέρωση και, ως εκ τούτου, συνάδουν με έναν από τους κύριους σκοπούς της οδηγίας 2008/48. Το εν λόγω ζήτημα υπογραμμίζει εκ νέου ( 4 ) τη σχέση τριβής μεταξύ, αφενός, του υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών που επιδιώκει, κατ’ αρχήν, η οδηγία 2008/48 ( 5 ) και, αφετέρου, της επίσης επιδιωκόμενης ολοκληρώσεως της ενιαίας αγοράς διά της μειώσεως του κατακερματισμού της νομοθεσίας ( 6 ).

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

3.

Όπως προκύπτει από το άρθρο της 1, η οδηγία 2008/48 έχει ως σκοπό την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν τις συμβάσεις πιστώσεως με τους καταναλωτές.

4.

Το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/48 αφορά την παροχή πληροφοριών πριν από τη σύναψη της συμβάσεως. Η παράγραφος 6 του άρθρου αυτού ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι πιστωτικοί φορείς και, κατά περίπτωση, οι μεσίτες πιστώσεων παρέχουν επαρκείς εξηγήσεις στον καταναλωτή, ούτως ώστε να μπορεί ο καταναλωτής να αξιολογήσει εάν η προτεινόμενη σύμβαση πίστωσης προσαρμόζεται στις ανάγκες του και στην οικονομική κατάστασή του, με επεξήγηση, όπου απαιτείται, των πληροφοριών που παρέχονται πριν από τη σύναψη της σύμβασης σύμφωνα με την παράγραφο 1 και με επισήμανση των βασικών χαρακτηριστικών των προτεινόμενων προϊόντων και των συγκεκριμένων επιπτώσεων που μπορεί να έχουν για τον καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένων των συνεπειών της μη καταβολής από τον καταναλωτή. Τα κράτη μέλη μπορούν να προσαρμόζουν τον τρόπο και την έκταση παροχής αυτής της βοήθειας καθώς επίσης και από ποιον παρέχεται, στις συγκεκριμένες περιστάσεις της κατάστασης στο πλαίσιο της οποίας προσφέρεται η σύμβαση πίστωσης, στο πρόσωπο στο οποίο προσφέρεται και το είδος της παρεχόμενης πίστωσης.»

5.

Το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 επιβάλλει στον πιστωτικό φορέα την υποχρέωση να εκτιμά την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή πριν από τη σύναψη της συμβάσεως και έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας εκτιμά την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή, βάσει επαρκών στοιχείων που λαμβάνονται κατά περίπτωση από τον καταναλωτή και, εν ανάγκη, κατόπιν έρευνας στην κατάλληλη βάση δεδομένων. Τα κράτη μέλη η νομοθεσία των οποίων απαιτεί από τους πιστωτικούς φορείς να αξιολογούν την πιστοληπτική ικανότητα των καταναλωτών, κατόπιν έρευνας στην κατάλληλη βάση δεδομένων, μπορούν να διατηρήσουν την απαίτηση αυτή.»

6.

Όσον αφορά την επιδιωκόμενη εναρμόνιση, το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 προβλέπει τα ακόλουθα:

«Καθόσον η παρούσα οδηγία περιέχει εναρμονισμένες διατάξεις, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να διατηρούν ή να εισάγουν στο εθνικό τους δίκαιο διατάξεις που παρεκκλίνουν από αυτές που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.»

7.

Τέλος, το άρθρο 23 της οδηγίας 2008/48 ορίζει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίσουν κανόνες για τις κυρώσεις που επισύρουν οι παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας και να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Οι κυρώσεις που προβλέπονται στο πλαίσιο αυτό πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Β.   Το εθνικό δίκαιο

8.

Η οδηγία 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 1986 για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη ( 7 ) μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο του Βελγίου με τον νόμο περί καταναλωτικής πίστεως και τις εκτελεστικές του διατάξεις ( 8 ). Η οδηγία 2008/48 μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη διά της τροποποιήσεως του εν λόγω νόμου ( 9 ). Τέλος, με τον νόμο της 19ης Απριλίου 2014 (Moniteur belge της 28ης Μαΐου 2014, σ. 41686· η γερμανική απόδοση δημοσιεύθηκε στη Moniteur belge της 10ης Ιανουαρίου 2017) καταργήθηκε ο νόμος περί καταναλωτικής πίστεως και οι διατάξεις του ενσωματώθηκαν στον βελγικό Κώδικα Οικονομικού Δικαίου [στο εξής: ΚΟΔ] με ισχύ από την 1η Απριλίου 2015.

9.

Το άρθρο 10 του νόμου περί καταναλωτικής πίστεως αφορούσε, σε σχέση με την εκτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή, «τις ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες [που ζητούνται από τον καταναλωτή] τις οποίες ο πιστωτικός φορέας κρίνει αναγκαίες για να εκτιμήσει την οικονομική κατάσταση και τη δυνατότητα αποπληρωμής του καταναλωτή και σε κάθε περίπτωση τις τρέχουσες οικονομικές του υποχρεώσεις» ( 10 ).

10.

Το άρθρο 11, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του νόμου περί καταναλωτικής πίστεως, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο των πραγματικών περιστατικών ( 11 ), είχε ως εξής:

«Οι πιστωτικοί φορείς και, κατά περίπτωση, οι μεσίτες πιστώσεων παρέχουν επαρκείς εξηγήσεις στον καταναλωτή, ούτως ώστε αυτός να μπορεί να αξιολογήσει εάν η προτεινόμενη σύμβαση πιστώσεως προσαρμόζεται στις ανάγκες του και στην οικονομική κατάστασή του, με επεξήγηση, όπου απαιτείται, των πληροφοριών που παρέχονται πριν από τη σύναψη της συμβάσεως σύμφωνα με την παράγραφο 1 και με επισήμανση των βασικών χαρακτηριστικών των προτεινόμενων προϊόντων και των συγκεκριμένων επιπτώσεων που μπορεί να έχουν για τον καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένων των συνεπειών της μη καταβολής από τον καταναλωτή.»

11.

Το άρθρο 15, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου περί καταναλωτικής πίστεως, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο των πραγματικών περιστατικών ( 12 ), όριζε τα εξής:

«1.   Ο πιστωτικός φορέας και ο μεσίτης πιστώσεων οφείλουν να αναζητούν, στο πλαίσιο των συμβάσεων πιστώσεως που προσφέρουν συνήθως ή στις οποίες παρεμβαίνουν συνήθως, το καταλληλότερο είδος και ύψος πιστώσεως, λαμβανομένων υπόψη της οικονομικής καταστάσεως του καταναλωτή κατά τη σύναψη της συμβάσεως και του σκοπού της πιστώσεως.

2.   Ο πιστωτικός φορέας δύναται να συνάψει σύμβαση πιστώσεως μόνον εάν, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που διαθέτει ή θα έπρεπε να διαθέτει, ιδίως βάσει της έρευνας στο μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 9 του νόμου της 10ης Αυγούστου 2001 περί μητρώου πιστώσεων προς ιδιώτες, και βάσει των πληροφοριών που προβλέπονται στο άρθρο 10, εκτιμά εύλογα ότι ο καταναλωτής θα είναι σε θέση να τηρήσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση.»

12.

Το άρθρο 19, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου περί καταναλωτικής πίστεως ( 13 ) προέβλεπε τα εξής:

«Εάν η σύμβαση πιστώσεως περιλαμβάνει μνεία του χρηματοδοτούμενου αγαθού ή υπηρεσίας ή εάν ο πιστωτικός φορέας καταβάλλει το ποσό της πιστώσεως απευθείας στον πωλητή ή τον παρέχοντα την υπηρεσία, οι υποχρεώσεις του καταναλωτή ισχύουν από τον χρόνο παραδόσεως του προϊόντος ή παροχής της υπηρεσίας· σε περίπτωση πωλήσεως ή παροχής υπηρεσίας που επαναλαμβάνεται, οι υποχρεώσεις του καταναλωτή ισχύουν από την αρχική παράδοση αγαθού ή παροχή υπηρεσίας και παύουν με τη διακοπή των παραδόσεων ή της παροχής υπηρεσίας, εκτός εάν ο καταναλωτής λαμβάνει ο ίδιος το ποσό της πιστώσεως και ο πιστωτικός φορέας δεν γνωρίζει την ταυτότητα του πωλητή ή του παρέχοντος την υπηρεσία.

Το ποσό της πιστώσεως μπορεί να παραδοθεί στον πωλητή ή στον παρέχοντα την υπηρεσία αφού ενημερωθεί ο πιστωτικός φορέας για την παράδοση του προϊόντος ή την παροχή της υπηρεσίας.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά και η κύρια δίκη

13.

Στις 8 Μαΐου 2012 η SPRL HOME VISION (στο εξής: Home Vision) συνήψε σύμβαση με τον Μichel Schyns και ανέλαβε να τοποθετήσει φωτοβολταϊκή εγκατάσταση αξίας 40002 ευρώ ( 14 ). Στο πλαίσιο τούτο, η Home Vision ανέλαβε επίσης την υποχρέωση αποπληρωμής μηνιαίων δόσεων δανείου ύψους 622,41 ευρώ έκαστη έναντι της παραχωρήσεως εκ μέρους του Μ. Schyns των πράσινων πιστοποιητικών που θα εκδίδονταν για την εγκατάσταση για περίοδο 10 ετών. Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν προκύπτουν περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τη συγκεκριμένη πίστωση.

14.

Στις 10 Μαΐου 2012 εκδόθηκε τιμολόγιο για τη συμφωνηθείσα τιμή. Στις 22 Μαΐου 2012 η S.A. DEXIA BANQUE BELGIQUE, ως δικαιοπάροχος της BELFIUS BANQUE (στο εξής: Belfius Banque) χορήγησε στον Μ. Schyns δάνειο που χαρακτηρίζεται ως «Eco‑Crédit Habitation» ύψους 40002 ευρώ, διάρκειας 120 μηνών, αποπληρωτέο με μηνιαίες δόσεις ύψους 427,72 ευρώ έκαστη. Το ποσό του δανείου καταβλήθηκε στον Μ. Schyns και εκείνος το κατέβαλε στη Home Vision.

15.

Ωστόσο, η συμφωνηθείσα εγκατάσταση φωτοβολταϊκών ουδέποτε τοποθετήθηκε και, ως εκ τούτου, η χρηματοδότηση που συμφωνήθηκε με τη σύμβαση της 8ης Μαΐου 2012 δεν χρησιμοποιήθηκε. Στις 5 Δεκεμβρίου 2013 η Home Vision κηρύχθηκε σε πτώχευση.

16.

Ο Μ. Schyns κατέβαλλε τις μηνιαίες δόσεις που αντιστοιχούσαν στη σύμβαση πιστώσεως της 22ας Μαΐου 2012 για διάστημα ανώτερο των 4 ετών, έως ότου άσκησε αγωγή, στις 21 Δεκεμβρίου 2016, κατά του πιστωτικού φορέα ζητώντας τη λύση της συμβάσεως λόγω υπαιτιότητας της Belfius Banque, καθώς και την απαλλαγή του από κάθε υποχρέωση αποπληρωμής. Στις 15 Μαΐου 2017 ο Μ. Schyns ζήτησε, εκτός από τα δικαστικά έξοδα, να αναγνωρισθεί ότι η σύμβαση πιστώσεως της 22ας Μαΐου 2012 είναι ανίσχυρη και ότι ο ίδιος απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση αποπληρωμής από τον Δεκέμβριο του 2016. Η Belfius Banque αντέκρουσε τα αιτήματα της αγωγής και πρότεινε, επικουρικώς, να υποβληθεί προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

IV. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

17.

Με διάταξη της 22ας Ιανουαρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Ιανουαρίου 2018, το Justice de Paix du canton de Visé (πρωτοδικείο καντονίου του Visé, Βέλγιο) υπέβαλε στο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

α)

Αντιβαίνει στο άρθρο 5, παράγραφος 6, της οδηγίας [2008/48], καθόσον σκοπός του άρθρου αυτού είναι να μπορεί ο καταναλωτής να αξιολογήσει αν η προτεινόμενη σύμβαση πιστώσεως προσαρμόζεται στις ανάγκες του και στην οικονομική κατάστασή του, το γράμμα του άρθρου 15, πρώτο εδάφιο, του loi sur le crédit à la consommation [νόμου περί καταναλωτικής πίστεως] (το οποίο καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε πλέον από το άρθρο VII.75 του Code de droit économique [Κώδικα Οικονομικού Δικαίου]), καθόσον προβλέπει ότι ο πιστωτικός φορέας και ο μεσίτης πιστώσεων οφείλουν να αναζητούν, στο πλαίσιο των συμβάσεων πιστώσεων που προσφέρουν συνήθως ή στις οποίες παρεμβαίνουν συνήθως, το καταλληλότερο είδος και ύψος πιστώσεως, λαμβανομένων υπόψη της οικονομικής καταστάσεως του καταναλωτή κατά τη σύναψη της συμβάσεως και του σκοπού της πιστώσεως, στο μέτρο που η διάταξη αυτή θεσπίζει, για τον πιστωτικό φορέα ή τον μεσίτη πιστώσεως, γενική υποχρέωση αναζητήσεως της καταλληλότερης για τον καταναλωτή πιστώσεως η οποία δεν περιέχεται στο γράμμα της προαναφερθείσας οδηγίας;

β)

Αντιβαίνει στο άρθρο 5, παράγραφος 6, της οδηγίας [2008/48], καθόσον σκοπός του άρθρου αυτού είναι να μπορεί ο καταναλωτής να αξιολογήσει αν η προτεινόμενη σύμβαση πιστώσεως προσαρμόζεται στις ανάγκες του και στην οικονομική κατάστασή του, το γράμμα του άρθρου 15, δεύτερο εδάφιο, του loi sur le crédit à la consommation [νόμου περί καταναλωτικής πίστεως] (το οποίο καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε πλέον από το άρθρο VII.77, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Code de droit économique [Κώδικα Οικονομικού Δικαίου]), καθόσον προβλέπει ότι ο πιστωτικός φορέας δύναται να συνάψει σύμβαση πιστώσεως μόνον εάν, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που διαθέτει ή θα έπρεπε να διαθέτει, ιδίως βάσει της έρευνας στο μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 9 του loi du 10 août 2001 relative à la Centrale des crédits aux particuliers [νόμου της 10ης Αυγούστου 2001 περί μητρώου πιστώσεων προς ιδιώτες], και βάσει των πληροφοριών που προβλέπονται στο άρθρο 10, εκτιμά εύλογα ότι ο καταναλωτής θα είναι σε θέση να τηρήσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση, στο μέτρο που η διάταξη αυτή έχει ως συνέπεια να πρέπει ο ίδιος ο πιστωτικός φορέας να αποφαίνεται για τη σκοπιμότητα της ενδεχόμενης συνάψεως της συμβάσεως πιστώσεως αντί του καταναλωτή;

2)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, έχει η οδηγία [2008/48] την έννοια ότι επιβάλλει πάντοτε στον πιστωτικό φορέα και στον μεσίτη πιστώσεων να εκτιμούν, αντί του καταναλωτή, τη σκοπιμότητα της ενδεχόμενης συνάψεως της συμβάσεως πιστώσεως;»

18.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, η Belfius Banque, ως εναγομένη της κύριας δίκης, το Βασίλειο του Βελγίου και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις. Οι ίδιοι μετέχοντες στη διαδικασία εκπροσωπήθηκαν και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Νοεμβρίου 2018.

V. Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

19.

Το πολύ συνοπτικό σκεπτικό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως δημιουργεί αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της εν λόγω αιτήσεως, λαμβανομένων υπόψη των ουσιαστικών απαιτήσεων που απορρέουν από το άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

20.

Κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που υπέβαλε εθνικό δικαστήριο, όταν δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί ( 15 ). Η ανάγκη να δοθεί χρήσιμη για το αιτούν δικαστήριο ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης επιτάσσει ο εθνικός δικαστής να ορίσει το πραγματικό και νομικό πλαίσιο των προδικαστικών ερωτημάτων ή, τουλάχιστον, να εκθέσει τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζονται τα ερωτήματα αυτά ( 16 ).

21.

Επίσης, κατά πάγια νομολογία, τα πληροφοριακά στοιχεία που περιέχονται στις αποφάσεις περί παραπομπής πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα στο μεν Δικαστήριο να δίδει χρήσιμες απαντήσεις, στις δε κυβερνήσεις των κρατών μελών και στα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλλουν παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο οφείλει να μεριμνά για τη διασφάλιση της δυνατότητας αυτής, λαμβανομένου υπόψη ότι, βάσει του προαναφερθέντος άρθρου, στα ενδιαφερόμενα μέρη κοινοποιούνται μόνον οι αποφάσεις περί παραπομπής, συνοδευόμενες από μετάφραση στην επίσημη γλώσσα του κάθε κράτους μέλους, και όχι η εθνική δικογραφία που τυχόν διαβιβάστηκε στο Δικαστήριο από το αιτούν δικαστήριο ( 17 ).

22.

Στην προκειμένη περίπτωση όμως επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το αιτούν δικαστήριο περιγράφει πολύ συνοπτικά τα πραγματικά περιστατικά ( 18 ) και παραθέτει μόνο λίγους κανόνες του εθνικού δικαίου. Η απόφαση περί παραπομπής περιέχει μόνον τις δύο πρώτες παραγράφους του άρθρου 15, καθώς και –αποσπασματικά– το άρθρο 10 του νόμου περί καταναλωτικής πίστεως. Οι υποχρεώσεις του πιστωτικού φορέα που απορρέουν από τις διατάξεις αυτές θεμελιώνουν τις ερμηνευτικές αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου όσον αφορά το άρθρο 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48.

23.

Συναφώς, δεν διευκρινίσθηκε αν το άρθρο 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48 μεταφέρθηκε κατά γράμμα στο βελγικό δίκαιο και μάλιστα, κατά την επισήμανση της Βελγικής Κυβερνήσεως, στο άρθρο 11, παράγραφος 4, του νόμου περί καταναλωτικής πίστεως. Οι διατάξεις του εθνικού δικαίου για τις συνδεδεμένες συμβάσεις πιστώσεως, προφανώς το άρθρο 19 του εν λόγω νόμου, δεν παρατέθηκαν, μολονότι το κύριο αίτημα του ενάγοντος της κύριας δίκης στηρίζεται σε αυτό. Επιπλέον, δεν γνωστοποιούνται οι έννομες συνέπειες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο σε περίπτωση παραβιάσεως των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 15, παράγραφοι 1 και 2 ( 19 ). Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως καθίσταται αδύνατη η κατανόηση της σχέσης μεταξύ της ενδεχόμενης παραβιάσεως υποχρεώσεων του πιστωτικού φορέα και των αιτημάτων του ενάγοντος της κύριας δίκης.

24.

Υπό τις συνθήκες αυτές, θα μπορούσε να τεθεί το ζήτημα αν το Δικαστήριο έχει στη διάθεσή του επαρκή στοιχεία σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν.

25.

Βεβαίως, για τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως που αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ισχύει, κατά πάγια νομολογία, τεκμήριο λυσιτέλειας ( 20 ). Επιπλέον, στην προκειμένη περίπτωση, η Βελγική Κυβέρνηση μπόρεσε να ολοκληρώσει την παράθεση των σχετικών διατάξεων του εθνικού δικαίου με τις γραπτές παρατηρήσεις της.

26.

Τούτο όμως δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι η ελλιπής παράθεση των κανόνων του εθνικού δικαίου και οι συνοπτικές διαπιστώσεις επί των πραγματικών περιστατικών περιόρισαν αδικαιολόγητα τη δυνατότητα που παρέχει το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου στα κράτη μέλη να υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις. Στο πλαίσιο αυτό δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη το κατά πόσον τα παραλειφθέντα στοιχεία μπορούν να αναπληρωθούν μέσω της έρευνας των μετεχόντων στη διαδικασία ή του Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται να σημειωθεί ότι τα ελλιπή πληροφοριακά στοιχεία για τα πραγματικά περιστατικά και το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο δυσχεραίνουν σημαντικά τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να δώσει χρήσιμες απαντήσεις στα προδικαστικά ερωτήματα.

27.

Με βάση τις ανωτέρω σκέψεις, εκτιμώ ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν πληροί συνολικά τις απαιτήσεις του άρθρου 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

VI. Ουσιαστική εκτίμηση των προδικαστικών ερωτημάτων

28.

Προτού εξετάσω επικουρικώς την ουσία των προδικαστικών ερωτημάτων, επισημαίνω ότι οι αναλύσεις της Βελγικής Κυβερνήσεως, στις γραπτές παρατηρήσεις της, σχετικά με την έννοια της «συνδεδεμένης συμβάσεως πιστώσεως» δίνουν αφορμή να εξετασθεί η πρόταση του εν λόγω κράτους μέλους η οποία συνίσταται στην περαιτέρω εξέταση των προδικαστικών ερωτημάτων υπό το φως άλλων σχετικών διατάξεων της οδηγίας.

Α.   Επί της προτάσεως της Βελγικής Κυβερνήσεως να συνεκτιμηθούν οι διατάξεις της οδηγίας περί συνδεδεμένων συμβάσεων πιστώσεως

29.

Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι ο ενάγων της κύριας δίκης στήριξε το κύριο αίτημά του στο ότι το ποσό της πιστώσεως καταβλήθηκε πριν από την ενημέρωση σχετικά με την παροχή της συμφωνημένης υπηρεσίας –και, ως εκ τούτου, κατά παράβαση του προστατευτικού κανόνα του άρθρου 19 του νόμου περί καταναλωτικής πίστεως. Η εν λόγω διάταξη του εθνικού δικαίου, η οποία δεν παρατίθεται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ( 21 ), εφαρμόζεται για τις συνδεδεμένες συμβάσεις πιστώσεως και έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει ότι οι υποχρεώσεις του καταναλωτή που απορρέουν από τη σύμβαση πιστώσεως ισχύουν μόνον από τον χρόνο της παραδόσεως του χρηματοδοτούμενου αγαθού ή της παροχής της υπηρεσίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η συγκεκριμένη διάταξη μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη τις επιταγές του άρθρου 11 της οδηγίας 87/102 και πλέον του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/48.

30.

Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ο προστατευτικός κανόνας του άρθρου 19 του νόμου περί καταναλωτικής πίστεως δεν μπορεί να εφαρμοσθεί. Ασφαλώς, υπάρχει στενή σχέση μεταξύ της συμβάσεως που συνήψε ο καταναλωτής με τη Home Vision και της συμβάσεως πιστώσεως. Ωστόσο, οι προϋποθέσεις εφαρμογής της σχετικής διατάξεως δεν πληρούνται, διότι, αφενός, στη σύμβαση πιστώσεως δεν περιλαμβάνεται μνεία του χρηματοδοτούμενου αγαθού ή υπηρεσίας και, αφετέρου, το ποσό της πιστώσεως δεν καταβλήθηκε απευθείας από τον πιστωτικό φορέα στον πωλητή ή στον παρέχοντα την υπηρεσία.

31.

Στο πλαίσιο αυτό, η Βελγική Κυβέρνηση ορθώς τονίζει ότι, στην περίπτωση των συνδεδεμένων συμβάσεων πιστώσεως, η υποχρέωση του πιστωτικού φορέα να δηλώνει τη χρηματοδοτούμενη συναλλαγή στη σύμβαση πιστώσεως προκύπτει από το άρθρο 10, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2008/48 και συνεπάγεται, ιδίως, την εφαρμογή των προστατευτικών διατάξεων του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/48 ( 22 ). Εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω υποχρεώσεως, στην οποία στηρίζεται σιωπηρώς το εθνικό δικαστήριο, στερεί τη σχετική προστασία από τους ενδιαφερόμενους καταναλωτές, διότι, σύμφωνα με αυτήν, η μνεία της χρηματοδοτούμενης συναλλαγής απόκειται εν τέλει στη διακριτική ευχέρεια του πιστωτικού φορέα ( 23 ). Είναι τουλάχιστον αμφίβολο εάν τούτο το ερμηνευτικό αποτέλεσμα συνάδει με τον επιδιωκόμενο σκοπό της οδηγίας 2008/48, λαμβανομένης υπόψη της υποχρεώσεως που υπέχει ένα εθνικό δικαστήριο να προβαίνει σε ερμηνείες σύμφωνες προς την οδηγία ( 24 ).

32.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η Βελγική Κυβέρνηση προτείνει στο Δικαστήριο να εξετάσει την υποχρέωση του πιστωτικού φορέα περί μνείας της χρηματοδοτούμενης συναλλαγής με βάση το άρθρο 10, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2008/48, προκειμένου να αποσαφηνίσει το εύρος της σε περιπτώσεις όπως αυτή της κύριας δίκης.

33.

Ερμηνευτικό ζήτημα ανακύπτει πράγματι από το γεγονός ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2008/48 σχετικά με τις λεγόμενες «συνδεδεμένες συμβάσεις πιστώσεως» χαρακτηρίζονται από μια μάλλον ατυχή αμοιβαία παραπομπή: πιο συγκεκριμένα, ενώ το άρθρο 3, στοιχείο ιδʹ, της οδηγίας 2008/48 ορίζει, μεταξύ άλλων, καθεαυτές τις συνδεδεμένες συμβάσεις πιστώσεως ως συμβάσεις που περιέχουν ρητή μνεία των συγκεκριμένων αγαθών ή την παροχή συγκεκριμένης υπηρεσίας, το άρθρο 10, στοιχείο εʹ, προβλέπει ότι η υποχρέωση που εισάγει η εν λόγω διάταξη περί μνείας του (χρηματοδοτούμενου) αγαθού ή υπηρεσίας ισχύει (μόνο) σε περίπτωση συνδεδεμένων συμβάσεων πιστώσεως.

34.

Ωστόσο, η παρούσα υπόθεση δεν ενδείκνυται για να εξαλειφθεί η εμφανής ερμηνευτική δυσχέρεια. Ασφαλώς, το Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη κανόνες του δικαίου της Ένωσης στους οποίους δεν αναφέρθηκε το εθνικό δικαστήριο με τα προδικαστικά ερωτήματα, προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στο εν λόγω δικαστήριο ( 25 ). Στην προκειμένη αίτηση προδικαστικής αποφάσεως όμως το αιτούν δικαστήριο έχει καταστήσει σαφές ότι οι διατάξεις σχετικά με τις συνδεδεμένες συμβάσεις πιστώσεως δεν είναι κρίσιμες. Υπό το πρίσμα της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποσαφηνίσει τις σχετικές εθνικές διατάξεις που έχουν εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης ( 26 ). Ακόμη και αν το Δικαστήριο διέθετε τα πραγματικά και νομικά στοιχεία για να εξετάσει δεόντως τούτο το ερμηνευτικό ζήτημα, η απάντησή του θα είχε υποθετικό χαρακτήρα. Επομένως, επιβάλλεται να απορριφθεί η επέκταση της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως στο εν λόγω ζήτημα, επί του οποίου, άλλωστε, δεν έχουν λάβει θέση οι λοιποί μετέχοντες στη διαδικασία.

Β.   Επί του πρώτου ερωτήματος, υπό αʹ

35.

Το πρώτο ερώτημα, υπό αʹ, αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν ο σκοπός της προβλεπόμενης στην ανωτέρω διάταξη υποχρεώσεως παροχής εξηγήσεων πριν από τη σύναψη συμβάσεως, ήτοι του να μπορεί ο καταναλωτής «να αξιολογήσει αν η προτεινόμενη σύμβαση πιστώσεως προσαρμόζεται στις ανάγκες του και στην οικονομική κατάστασή του», αποκλείει εθνικό καθεστώς κατά το οποίο ο πιστωτικός φορέας και, κατά περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων οφείλουν να αναζητούν, στο πλαίσιο των συμβάσεων πιστώσεων που προσφέρουν συνήθως ή στις οποίες παρεμβαίνουν συνήθως, το καταλληλότερο είδος και ύψος πιστώσεως, λαμβανομένων υπόψη της οικονομικής καταστάσεως του καταναλωτή κατά τη σύναψη της συμβάσεως και του σκοπού της πιστώσεως. Συνεπώς, τίθεται το ζήτημα αν και κατά πόσον η υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48 σχετικά με την παροχή εξηγήσεων πριν από τη σύναψη συμβάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, μπορεί να διευρυνθεί με διατάξεις του εθνικού δικαίου και να περιλαμβάνει την υποχρέωση του πιστωτικού φορέα να συμβουλεύει προσωπικά τον καταναλωτή συνεκτιμώντας την οικονομική του κατάσταση και τον συγκεκριμένο σκοπό της πιστώσεως.

36.

Το ζήτημα αυτό θα εξετασθεί ακολούθως με βάση τον σκοπό της σχετικής διατάξεως της οδηγίας, το ιστορικό θεσπίσεώς της, καθώς και περαιτέρω εκτιμήσεις επί της επιδιωκόμενης εναρμονίσεως.

1. Επί του σκοπού της υποχρεώσεως παροχής εξηγήσεων δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48

37.

Κατά το γράμμα του, το άρθρο 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48 προβλέπει υποχρέωση εξηγήσεως των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, καθώς και των βασικών χαρακτηριστικών των προτεινόμενων προϊόντων και των συνακόλουθων επιπτώσεων, ιδίως σε περίπτωση μη καταβολής. Τέτοιες εξηγήσεις, τις οποίες οφείλει τόσο ο πιστωτικός φορέας όσο και ο μεσίτης πιστώσεων, έχουν ως σκοπό να εξασφαλίσουν στον καταναλωτή τη δυνατότητα «να αξιολογήσει εάν η προτεινόμενη σύμβαση πίστωσης προσαρμόζεται στις ανάγκες του και στην οικονομική κατάστασή του».

38.

Από το γράμμα αυτό προκύπτει κατ’ αρχάς ότι απόκειται κατ’ αρχήν στον καταναλωτή να εκτιμήσει ποια σύμβαση είναι καταλληλότερη για τις ανάγκες του και την οικονομική κατάστασή του. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι ο καταναλωτής αποφασίζει, βάσει ιδίως των παρεχόμενων πληροφοριών, αν επιθυμεί να δεσμευτεί από τους όρους που έχει διατυπώσει εκ των προτέρων ο επαγγελματίας ( 27 ). Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται επίσης από την αναφορά σε «διάφορ[ες] προσφορ[ές]» και σε «τεκμηριωμένη απόφαση» του καταναλωτή σχετικά με τη σύναψη της συμβάσεως στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48.

39.

Συγχρόνως όμως είναι σαφές ότι μόνον η παροχή πληροφοριών πριν από τη σύναψη της συμβάσεως και η εξήγησή τους σε σχέση με τα προϊόντα, σύμφωνα με την οικονομική κατάσταση του καταναλωτή και τον συγκεκριμένο σκοπό της πιστώσεως, μπορούν να αποτελέσουν εύλογη και χρήσιμη ενημέρωση για τον καταναλωτή. Στο πνεύμα αυτό, το Δικαστήριο επισήμανε στην απόφαση CA Consumer Finance ( 28 ) ότι «παρά τις προσυμβατικές πληροφορίες που πρέπει να προσκομίζονται δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, ο καταναλωτής ενδέχεται, πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, να χρειάζεται πρόσθετη βοήθεια προκειμένου να αποφασίσει ποια σύμβαση πιστώσεως είναι η καταλληλότερη για τις ανάγκες του και την οικονομική του κατάσταση».

40.

Η Βελγική Κυβέρνηση ορθώς επισημαίνει, συναφώς, ότι η παροχή προσωπικών συμβουλών στον καταναλωτή, όπως προβλέπει, παραδείγματος χάρη, η εξεταζόμενη διάταξη, δεν περιορίζει την ελευθερία επιλογής του καταναλωτή και οπωσδήποτε δεν τον απαλλάσσει από την ευθύνη διαφυλάξεως των συμφερόντων του. Ιδίως, έχει την ευχέρεια να δεχθεί ή να απορρίψει τη συμβουλή του πιστωτικού φορέα ή του μεσίτη πιστώσεων. Επίσης, διατηρεί το δικαίωμα να επιλέξει, ενδεχομένως, το προϊόν άλλου προμηθευτή.

41.

Επομένως, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η εν λόγω υποχρέωση του πιστωτικού φορέα που απορρέει από το άρθρο 15, παράγραφος 1, του νόμου περί καταναλωτικής πίστεως είναι κατάλληλη να συμβάλει στην επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει η οδηγία 2008/48, ήτοι να εξασφαλίσει στους καταναλωτές «υψηλό και ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των συμφερόντων» τους ( 29 ). Τέτοια υποχρέωση διασφαλίζει, δηλαδή, ότι ο καταναλωτής μπορεί να επιλέξει το καταλληλότερο είδος και ύψος πιστώσεως λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής καταστάσεώς του. Η εκτίμηση αυτή προκύπτει και από τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία, η υποχρέωση παροχής επαρκών εξηγήσεων αποσκοπεί στην παροχή της δυνατότητας στον καταναλωτή να αποφασίζει εν πλήρη επιγνώσει όσον αφορά ένα είδος συμβάσεως δανείου ( 30 ).

42.

Πρέπει να τονισθεί όμως ότι η οδηγία 2008/48, όπως και ορισμένες άλλες πράξεις του παράγωγου δικαίου οι οποίες θεσπίσθηκαν με σκοπό την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, όπως το προγενέστερο καθεστώς με βάση την οδηγία 87/102, στηρίζεται στη λογική ότι τα μέτρα για την ενημέρωση των καταναλωτών δεν σκοπούν μόνο στην προστασία των καταναλωτών.

43.

Παραδείγματος χάρη, η οδηγία 2008/48 στηρίχθηκε στο άρθρο 95 ΕΚ (νυν άρθρο 114 ΣΛΕΕ) –σε συνδυασμό με το άρθρο 251 ΕΚ. Τούτο καθιστά σαφές ότι η οδηγία 2008/48 έχει ως σκοπό να συμβιβάσει τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών με τις απαιτήσεις ομαλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς διά της προσεγγίσεως των νομοθεσιών στους συγκεκριμένους τομείς που καλύπτει. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του νομοθέτη της Ένωσης, ο ανταγωνισμός θα πρέπει να ενισχυθεί λόγω της δυνατότητας που παρέχεται στους ενημερωμένους καταναλωτές να μπορούν να επιλέγουν μεταξύ των διαφόρων προσφερόμενων προϊόντων ( 31 ).

44.

Μολονότι η παροχή προσωπικών συμβουλών προς τον καταναλωτή, η οποία υπερβαίνει την εξήγηση προσυμβατικών πληροφοριών, δεν θίγει, κατά τα φαινόμενα, τον ανωτέρω σκοπό, η σύγκριση με άλλες πράξεις του παράγωγου δικαίου για τη ρύθμιση της διαθέσεως χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών μαρτυρά ότι ο νομοθέτης της Ένωσης διακρίνει μεταξύ της παροχής πληροφοριών πριν από τη σύναψη συμβάσεως και της εξηγήσεώς τους, αφενός, και της παροχής προσωπικών συμβουλών, αφετέρου. Η οδηγία 2014/17/ΕΚ ( 32 ) προβλέπει, παραδείγματος χάρη, απαιτήσεις παροχής πληροφοριών και προσυμβατικές υποχρεώσεις, αλλά διακρίνει, συναφώς, κυρίως μεταξύ των αποδεκτών των υποχρεώσεων ( 33 ) και προβλέπει σε χωριστό άρθρο υποχρέωση παροχής εξηγήσεων αντίστοιχη του άρθρου 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48. Αντιθέτως, η παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών ρυθμίζεται σε χωριστή διάταξη ( 34 ). Σε διαφορετικό τομέα συναλλαγών εντάσσονται οι «επενδυτικές συμβουλές» ως ρυθμιζόμενη δραστηριότητα στο πλαίσιο των κανόνων για την προστασία των επενδυτών στη λεγόμενη οδηγία MiFID II ( 35 ). Σε παρόμοια προσέγγιση στηρίζεται και η λεγόμενη οδηγία IDD ( 36 ) η οποία καλύπτει επίσης την παροχή συμβουλών ( 37 ) ως ρυθμιζόμενη δραστηριότητα του διανομέα ασφαλιστικών προϊόντων. Τούτο φαίνεται εύλογο στον βαθμό που η υποχρέωση παροχής προσωπικής συμβουλής προς τον καταναλωτή ή τον επενδυτή ή τον ασφαλιζόμενο πρέπει να συνδέεται με τις ιδιαιτερότητες του νομικού καθεστώτος του αποδέκτη της υποχρεώσεως. Αντιθέτως, η υποχρέωση παροχής εξηγήσεων με βάση το άρθρο 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48 απευθύνεται εξίσου στους πιστωτικούς φορείς και στους μεσίτες πιστώσεων.

45.

Επομένως, ως ενδιάμεσο συμπέρασμα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι υποχρέωση παροχής προσωπικών συμβουλών στον καταναλωτή, όπως η εξεταζόμενη, συμβάλλει στην προσυμβατική ενημέρωση του καταναλωτή χωρίς να του στερεί τη δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ των διαφόρων πιστωτικών προϊόντων και, ως εκ τούτου, δεν αντιβαίνει στον κύριο σκοπό του άρθρου 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48.

2. Επί του ιστορικού θεσπίσεως της υποχρεώσεως παροχής εξηγήσεων δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48

46.

Το ιστορικό θεσπίσεως του άρθρου 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48 επεξηγεί την εγγύτητα μεταξύ της υποχρεώσεως παροχής συμβουλών και των λοιπών υποχρεώσεων παροχής προσυμβατικών πληροφοριών και εξηγήσεων.

47.

Στην πρώτη πρόταση οδηγίας ( 38 ), το άρθρο 6, το οποίο επιγραφόταν «Αμοιβαία και εκ των προτέρων ενημέρωση και υποχρέωση παροχής συμβουλών», προέβλεπε στην παράγραφο 3 ότι «[ο] πιστωτικός φορέας και, ενδεχομένως, ο μεσίτης πιστώσεων αναζητούν, μεταξύ των συμβάσεων πίστωσης που προσφέρουν ή για τις οποίες συνήθως διαμεσολαβούν, το είδος και το συνολικό ποσό της πίστωσης που ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες του καταναλωτή, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κατάσταση του καταναλωτή, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που συνδέονται με το προτεινόμενο προϊόν και το σκοπό της πίστωσης».

48.

Στην τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του 2005 ( 39 ) παραλείφθηκε η εν λόγω διατύπωση –και, εν τέλει, αυτή καθεαυτήν η υποχρέωση παροχής συμβουλών του πιστωτικού φορέα και του μεσίτη πιστώσεων. Το άρθρο 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48, όπως ισχύει επί του παρόντος, αντιστοιχεί κατ’ ουσίαν στο αναδιατυπωμένο άρθρο 5, παράγραφος 6, της τροποποιημένης προτάσεως το οποίο αντικατέστησε το άρθρο 6, παράγραφος 3, της αρχικής προτάσεως.

49.

Η Επιτροπή αιτιολόγησε την τροποποίηση αυτή ως εξής: «Η έννοια του καθήκοντος παροχής συμβουλών τροποποιήθηκε. Σε αντίθεση προς ορισμένα αιτήματα της τραπεζικής βιομηχανίας, η Επιτροπή διατηρεί τη ρύθμιση σύμφωνα με την οποία ο πιστωτικός φορέας δεν υποχρεούται απλώς να εκπληρώσει τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών πριν από τη σύναψη της σύμβασης, αλλά οφείλει να παράσχει και πρόσθετες διευκρινίσεις για να δώσει τη δυνατότητα στον καταναλωτή να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση. Ωστόσο, προς ικανοποίηση σχετικού αιτήματος του τραπεζικού τομέα και ορισμένων κρατών μελών, διευκρινίστηκε ότι ο καταναλωτής είναι πάντα υπεύθυνος για την τελική απόφασή του να συνάψει σύμβαση πίστωσης. Επομένως, η αναφορά στην παροχή συμβουλών ορίζεται ως το καθήκον να δίνεται στον καταναλωτή η δυνατότητα να αξιολογήσει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του δανείου. Επιπλέον, δόθηκε στα κράτη μέλη μεγαλύτερη ευελιξία για να προσαρμόσουν την εκτελεστική τους νομοθεσία στην κατάσταση των αγορών τους» ( 40 ).

50.

Από αυτό το ιστορικό θεσπίσεως του άρθρου 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48 προκύπτει, λοιπόν, ότι η υποχρέωση παροχής εξηγήσεων που προβλέπει η οδηγία πρέπει να εκλαμβάνεται ως παραλλαγή της υποχρεώσεως παροχής συμβουλών του πιστωτικού φορέα και του μεσίτη πιστώσεων.

51.

Επομένως, επιβάλλεται να εξακριβωθούν τα συμπεράσματα τα οποία μπορούν να συναχθούν βάσει της ανωτέρω διαπιστώσεως σε σχέση με την εναρμόνιση την οποία επιδιώκει η οδηγία 2008/48.

3. Επί της επιδιωκόμενης εναρμονίσεως

52.

Στην απόφαση SC Volksbank România ( 41 ), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι από το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48, ερμηνευόμενο υπό το φως των αιτιολογικών σκέψεων 9 και 10 αυτής, προκύπτει ότι η εν λόγω οδηγία προβλέπει πλήρη εναρμόνιση όσον αφορά τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της. Επιπλέον, το Δικαστήριο διαπιστώνει, με βάση τον τίτλο του άρθρου 22, ότι η εναρμόνιση αυτή είναι επιτακτικής φύσεως. Τούτο σημαίνει ότι, επί των εμπιπτόντων ειδικότερα στην εν λόγω εναρμόνιση θεμάτων ( 42 ), τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να διατηρούν ή να εισάγουν εθνικές διατάξεις πέραν των προβλεπομένων από την ίδια την οδηγία.

53.

Δεδομένου ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν αμφισβητήθηκε ότι η επίδικη σύμβαση πιστώσεως εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/48, η εκτίμηση υποχρεώσεως όπως η εξεταζόμενη, εν προκειμένω, εξαρτάται κατ’ αρχάς από το κατά πόσον η υποχρέωση που υπέχει ο πιστωτικός φορέας ή ο μεσίτης πιστώσεων βάσει του εθνικού δικαίου εμπίπτει ή όχι σε τομέα ο οποίος καλύπτεται συγκεκριμένα από την εναρμόνιση που επιδιώκει η οδηγία 2008/48.

54.

Συναφώς, αρκεί να ληφθεί υπόψη μόνον το ρυθμιστικό περιεχόμενο της οδηγίας 2008/48. Δηλαδή, από τη σύγκριση με άλλες οδηγίες που σκοπούν επίσης σε πλήρη εναρμόνιση των τομέων τους οποίους καλύπτουν ( 43 ) δεν μπορούν να συναχθούν συμπεράσματα σχετικά με τους τομείς που καλύπτει η εναρμόνιση η οποία επιδιώκεται με συγκεκριμένη οδηγία ( 44 ). Εξαρτάται κυρίως από την εκάστοτε οδηγία το κατά πόσον τα κράτη μέλη διαθέτουν ή όχι ευχέρεια διαμορφώσεως ως προς τους συγκεκριμένους τομείς που αφορά η εναρμόνιση –με τη χρήση επιλογών και ρητρών παρεκκλίσεως ή με ειδικές ρήτρες αδείας όπως αυτή του άρθρου 5, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2008/48 ( 45 ). Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη επίσης ότι η ευχέρεια διαμορφώσεως, η οποία στηρίζεται εν τέλει στους περιορισμούς της ρυθμιστικής αρμοδιότητας της Ένωσης με βάση το άρθρο 114 ΣΛΕΕ, συνεπάγεται διατήρηση του κατακερματισμού των νομοθεσιών, αλλά τούτο αντιβαίνει στον σκοπό της εν λόγω οδηγίας ( 46 ).

55.

Η εν λόγω ευχέρεια διαμορφώσεως διαφέρει επίσης ανάλογα με τους τομείς τους οποίους καλύπτει η εναρμόνιση που επιδιώκει κάθε οδηγία. Συναφώς, είναι κρίσιμη η εκάστοτε διάταξη της οδηγίας.

56.

Το άρθρο 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48 θεσπίζει, σύμφωνα με το γράμμα του, «υποχρέωση παροχής εξηγήσεων» σε σχέση με την προβλεπόμενη στο ίδιο άρθρο παροχή πληροφοριών πριν από τη σύναψη συμβάσεως. Ο εξεταζόμενος κανόνας του εθνικού δικαίου συμπληρώνει την υποχρέωση παροχής εξηγήσεων την οποία προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 4, του νόμου περί καταναλωτικής πίστεως, κατόπιν μεταφοράς του άρθρου 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48 στην εσωτερική έννομη τάξη, και καθιερώνει επιπλέον υποχρέωση του πιστωτικού φορέα η οποία αντιστοιχεί σχεδόν κατά λέξη στην υποχρέωση παροχής συμβουλών με βάση το άρθρο 6, παράγραφος 3, της αρχικής προτάσεως οδηγίας. Ωστόσο, από το ιστορικό θεσπίσεως του άρθρου 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48 προκύπτει ( 47 ) ότι ο νομοθέτης της Ένωσης επέλεξε εσκεμμένα να μη θεσπίσει τέτοια υποχρέωση, αλλά μόνον υποχρέωση παροχής εξηγήσεων. Εν πάση περιπτώσει, λοιπόν, είναι σαφές ότι ο εξεταζόμενος κανόνας του εθνικού δικαίου εμπίπτει σε τομέα ο οποίος καλύπτεται συγκεκριμένα από την εναρμόνιση που επιδιώκει η οδηγία 2008/48.

57.

Συνεπώς, απομένει να διευκρινισθεί αν ο εξεταζόμενος κανόνας του εθνικού δικαίου εμπίπτει στο πλαίσιο της απαγορεύσεως που ορίζει το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48. Έχει καθοριστική σημασία το κατά πόσον ο κανόνας αυτός περιέχει διατάξεις οι οποίες παρεκκλίνουν από το άρθρο 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48.

58.

Βεβαίως, ο εξεταζόμενος κανόνας του εθνικού δικαίου προβλέπει υποχρέωση του πιστωτικού φορέα η οποία υπερβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/48. Ωστόσο, το δεύτερο εδάφιο της εν λόγω διατάξεως της οδηγίας παρέχει στα κράτη μέλη –διατηρώντας παράλληλα τη βασική προσέγγιση πλήρους εναρμονίσεως– ορισμένη ευχέρεια διαμορφώσεως ( 48 ), καθόσον επιτρέπει ρητώς στα κράτη μέλη «να προσαρμόζουν τον τρόπο και την έκταση παροχής αυτής της βοήθειας καθώς επίσης και από ποιον παρέχεται, στις συγκεκριμένες περιστάσεις της κατάστασης στο πλαίσιο της οποίας προσφέρεται η σύμβαση πίστωσης, στο πρόσωπο στο οποίο προσφέρεται και το είδος της παρεχόμενης πίστωσης».

59.

Κατά την εκπλήρωση της εν λόγω υποχρεώσεως που απορρέει από το άρθρο 15, παράγραφος 1, του νόμου περί καταναλωτικής πίστεως, ο πιστωτικός φορέας πρέπει να λαμβάνει υπόψη, σύμφωνα με το γράμμα της σχετικής διατάξεως, την οικονομική κατάσταση του καταναλωτή και τον σκοπό της πιστώσεως. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, με την υποχρέωση του πιστωτικού φορέα συνεκτιμώνται δεόντως οι ιδιαίτερες περιστάσεις που αφορούν το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται η σύμβαση πιστώσεως, καθώς και το είδος της προσφερόμενης πιστώσεως. Ωστόσο, όπως επισημάνθηκε ήδη ( 49 ), η εν λόγω υποχρέωση απευθύνεται εξίσου σε πιστωτικούς φορείς και μεσίτες πιστώσεων, μολονότι το εύρος των συμβουλών που μπορούν να παρέχουν αυτοί οι οικονομικοί φορείς διαφέρει λόγω του διαφορετικού τους καθεστώτος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η εξεταζόμενη υποχρέωση, όπως διαμορφώθηκε από τον εθνικό νομοθέτη, δεν διαφοροποιείται ανάλογα με τον αποδέκτη της. Τούτο όμως δεν φαίνεται να αποτελεί πρόβλημα, στο μέτρο που το άρθρο 5, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2008/48, παρέχει στα κράτη μέλη ευχέρεια διαμορφώσεως, χωρίς να τα υποχρεώνει να τη χρησιμοποιήσουν.

60.

Συναφώς, πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι κατά την αιτιολογική σκέψη 26 «[τ]α κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την προαγωγή υπεύθυνων πρακτικών σε όλες τις φάσεις της πιστωτικής σχέσης, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών χαρακτηριστικών της πιστωτικής τους αγοράς» ( 50 ). Η εξεταζόμενη υποχρέωση του πιστωτικού φορέα που απορρέει από το άρθρο 15, παράγραφος 1, του νόμου περί καταναλωτικής πίστεως συνιστά, αναμφίβολα, τέτοιο εθνικό μέτρο για την προαγωγή υπεύθυνων πρακτικών σε όλες τις φάσεις της πιστωτικής σχέσης.

61.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το άρθρο 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48 δεν αποκλείει κανόνα του εθνικού δικαίου όπως αυτόν του άρθρου 15, παράγραφος 1, του νόμου περί καταναλωτικής πίστεως, κατά τον οποίο οι πιστωτικοί φορείς και μεσίτες πιστώσεων οφείλουν να αναζητούν, στο πλαίσιο των συμβάσεων πιστώσεων που προσφέρουν συνήθως ή στις οποίες παρεμβαίνουν συνήθως, το καταλληλότερο είδος και ύψος πιστώσεως, λαμβανομένων υπόψη της οικονομικής καταστάσεως του καταναλωτή κατά τη σύναψη της συμβάσεως και του σκοπού της πιστώσεως.

Γ.   Επί του πρώτου ερωτήματος, υπό βʹ

62.

Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν η εκτίμηση που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48, βάσει της οποίας απόκειται στον καταναλωτή να αξιολογήσει ποια σύμβαση πιστώσεως είναι η καταλληλότερη για τις ανάγκες του και την οικονομική κατάστασή του, αποκλείει κανόνα του εθνικού δικαίου όπως αυτόν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του βελγικού νόμου περί καταναλωτικής πίστεως, κατά τον οποίο ο πιστωτικός φορέας δεν πρέπει να συνάπτει σύμβαση πιστώσεως εφόσον βάσει των πληροφοριών που διαθέτει ή θα έπρεπε να διαθέτει υφίστανται σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη μελλοντική φερεγγυότητα του καταναλωτή.

63.

Εντούτοις, επιβάλλεται κατ’ αρχάς να διευκρινισθεί η σχέση του ερωτήματος αυτού με την υποχρεωτική εκτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή βάσει του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/48.

1. Επί του αντικειμένου του ερωτήματος

64.

Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, υπό βʹ, αφορά αποκλειστικώς το άρθρο 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί προκαταρκτικώς ότι η εν λόγω διάταξη έχει ως αντικείμενο τις προσυμβατικές υποχρεώσεις όπως προκύπτει από το γράμμα της και το ρυθμιστικό της πλαίσιο ( 51 ). Το πεδίο εφαρμογής της δεν καλύπτει, παραδείγματος χάρη, ζητήματα σχετικά με τη σύναψη συμβάσεως, όπως το επίδικο ζήτημα της ενδεχομένως υποχρεωτικής εκτιμήσεως τυχόν διαπιστώσεων σχετικά με τη μελλοντική φερεγγυότητα του καταναλωτή κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, όπως προβλέπει προφανώς το άρθρο 15, παράγραφος 2, του νόμου περί καταναλωτικής πίστεως.

65.

Ανεξαρτήτως αυτού, αποτελεί καθήκον του Δικαστηρίου να δώσει στο αιτούν δικαστήριο χρήσιμη απάντηση για την κρίση επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί και ενδέχεται να χρειαστεί να λάβει υπόψη κανόνες του δικαίου της Ένωσης στους οποίους δεν αναφέρθηκε ο εθνικός δικαστής με το ερώτημά του ( 52 ).

66.

Η Βελγική Κυβέρνηση και η Επιτροπή επισήμαναν, στις γραπτές παρατηρήσεις τους, το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 και την προβλεπόμενη σε αυτό υποχρέωση προσυμβατικής εκτιμήσεως της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή. Το αν και κατά πόσον η εν λόγω προσυμβατική υποχρέωση μπορεί να επηρεάσει τη σύναψη της συμβάσεως πρέπει να εξετασθεί με βάση τη συγκεκριμένη διάταξη της οδηγίας.

2. Επί της συστηματικής θέσης και επί του πνεύματος και του σκοπού της υποχρεωτικής εκτιμήσεως της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή

67.

Όπως ορθώς τονίζουν η Βελγική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, η υποχρέωση του πιστωτικού φορέα να εκτιμά την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή πριν από τη σύναψη της συμβάσεως πιστώσεως έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει την ενίσχυση της ευθύνης των πιστωτικών φορέων και την αποτροπή χορηγήσεως δανείων σε αφερέγγυους καταναλωτές ( 53 ).

68.

Ωστόσο, το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 δεν περιέχει καμία ρητή διάταξη σχετικά με τον τρόπο κατά τον οποίο οφείλει να ενεργήσει ο πιστωτικός φορέας, εάν στο πλαίσιο εκτιμήσεως της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή ανακύψουν εύλογες αμφιβολίες ως προς την ικανότητα του καταναλωτή να εκπληρώνει σταθερά τις μελλοντικές υποχρεώσεις του από την προτεινόμενη σύμβαση πιστώσεως, ή εάν θα έπρεπε να ανακύψουν τουλάχιστον τέτοιου είδους αμφιβολίες.

69.

Το Δικαστήριο έχει αποσαφηνίσει ότι με βάση το άρθρο 23 της οδηγίας 2008/48 απόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν κυρώσεις και για παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που αφορούν τον πριν από τη σύναψη της συμβάσεως έλεγχο της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη και έχουν θεσπισθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 της οδηγίας αυτής ( 54 ). Κατά το άρθρο 23, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2008/48, οι σχετικές κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Πάντως, η προκειμένη υποχρέωση του πιστωτικού φορέα να μην συνάπτει σύμβαση, όταν υφίστανται εύλογες αμφιβολίες ως προς τη μελλοντική φερεγγυότητα του καταναλωτή, δεν συνιστά τέτοια κύρωση. Αντιθέτως, η εν λόγω διάταξη του εθνικού δικαίου συνδέεται με την υποχρεωτική εκτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48.

70.

Κατά την εκτίμησή μου, η –στοχευμένη– πλήρης εναρμόνιση που επιδιώκει η οδηγία 2008/48 δεν αποκλείει τέτοια υποχρέωση του πιστωτικού φορέα, διότι η εν λόγω υποχρέωση δεν εμπίπτει στους συγκεκριμένους τομείς που καλύπτει η εναρμόνιση.

71.

Από τις επισημάνσεις επί του πρώτου ερωτήματος, υπό αʹ, προέκυψε ήδη ότι δεν είναι ευχερής η ακριβής οριοθέτηση μεταξύ των τομέων που καλύπτονται κατά τρόπο συγκεκριμένο από την εναρμόνιση και εκείνων ως προς τους οποίους τα κράτη μέλη διατηρούν τη ρυθμιστική τους αρμοδιότητα. Όσον αφορά την εξεταζόμενη υποχρέωση του πιστωτικού φορέα, πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι η οδηγία 2008/48 δεν περιέχει καμία συναφή διάταξη, παραδείγματος χάρη σχετικά με τη σύναψη συμβάσεως. Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται η χρήση κανόνων του εθνικού δικαίου.

72.

Επομένως, καθίσταται σαφές ότι το απορρέον από την οδηγία 2008/48 πρότυπο του υπεύθυνου και ενημερωμένου καταναλωτή, ο οποίος δύναται να επιλέξει ορισμένη συμβατική δέσμευση με βάση τις πληροφορίες που συγκεντρώνει και εν ανάγκη συμπληρώνει με τις κατάλληλες εξηγήσεις ( 55 ), δεν θίγει το δικαίωμα του πιστωτικού φορέα, το οποίο συνιστά έκφραση της ελευθερίας των συμβάσεων, να αρνηθεί τη σύναψη συμβάσεως πιστώσεως –παραδείγματος χάρη, κατ’ εφαρμογή της πολιτικής του περί παροχής πιστώσεων.

73.

Η απόρριψη αιτήσεως πιστώσεως τελεί, τρόπον τινά, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 9, παράγραφος 2 –σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 29–, της οδηγίας 2008/48, καθόσον η διάταξη αυτή επιβάλλει στον πιστωτικό φορέα, σε τέτοια περίπτωση, ειδική υποχρέωση ενημερώσεως. Η οδηγία 2008/48 όμως δεν περιέχει καμία περαιτέρω πρόβλεψη σχετικά με τέτοια απόρριψη της αιτήσεως πιστώσεως.

74.

Συναφώς, δεν είναι πειστική η άποψη που υποστηρίζει η Belfius Banque, κατά την οποία η αρνητική εκτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας στο πλαίσιο της υποχρεωτικής αξιολογήσεως δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 μπορεί να οδηγήσει μόνο στο ότι ο καταναλωτής πρέπει να προειδοποιηθεί πριν από τη λήψη πιστώσεως σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48. Ασφαλώς, οι διατάξεις των οδηγιών πρέπει να εξασφαλίζουν σε μεγάλο βαθμό ότι ο καταναλωτής μπορεί να αποφασίσει υπέρ της συνάψεως συμβάσεως «με πλήρη γνώ[σ]η των πραγμάτων» ( 56 ). Ωστόσο, το άρθρο 9 της οδηγίας 2008/48 μαρτυρά ακριβώς ότι η απόρριψη της αιτήσεως πιστώσεως είναι δυνατόν να «βασίζεται σε έρευνα βάσης δεδομένων» που πραγματοποιήθηκε «για την εκτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας τ[ου] καταναλωτ[ή]».

75.

Εν τέλει, απομένει να διευκρινισθεί αν οι διατάξεις του εθνικού δικαίου μπορούν να υποχρεώσουν, υπό ορισμένες συνθήκες, τον πιστωτικό φορέα να απορρίψει αιτήσεις πιστώσεως ή, εν πάση περιπτώσει, να μην προβεί σε σύναψη συμβάσεως.

76.

Η υποχρέωση του πιστωτικού φορέα να αρνηθεί τη σύναψη συμβάσεως όταν υφίστανται εύλογες αμφιβολίες ως προς τη μελλοντική φερεγγυότητα του καταναλωτή, όπως προβλέπει, για παράδειγμα, η εξεταζόμενη διάταξη του άρθρου 15, παράγραφος 2, του νόμου περί καταναλωτικής πίστεως, συνάδει με τον σκοπό του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 ο οποίος συνίσταται στην εξασφάλιση αποτελεσματικής προστασίας των καταναλωτών από την ανεύθυνη χορήγηση πιστώσεων που μπορεί να υπερβαίνουν τις οικονομικές δυνατότητές τους και να τους οδηγήσουν σε αφερεγγυότητα.

77.

Η Επιτροπή ορθώς επισημαίνει ότι η υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 θα στερούνταν νοήματος, εάν ο πιστωτικός φορέας μπορούσε να επιλέξει ελεύθερα να συνάψει τη σύμβαση ακόμη και σε περίπτωση αρνητικής αξιολογήσεως. Συναφώς, φρονώ ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη και η σχέση μεταξύ των κανόνων προστασίας των καταναλωτών και των κανόνων εποπτείας: η δέουσα διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου από τους πιστωτικούς φορείς συνιστά κύριο σκοπό της εποπτείας ( 57 ). Ο υπεύθυνος δανεισμός συμβάλλει καθοριστικά στην επίτευξη του σκοπού αυτού.

78.

Η ανάλυση αυτή επιβεβαιώνεται από τη σύγκριση με τις αντίστοιχες απαιτήσεις για τις συμβάσεις πιστώσεως για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία με βάση την οδηγία 2014/17 ( 58 ). Ιδίως, το άρθρο 18, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας υποχρεώνει τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι «ο πιστωτικός φορέας χορηγεί την πίστωση στον καταναλωτή μόνο όταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας δείχνει ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση πίστωσης είναι πιθανόν να τηρηθούν με τον τρόπο που προβλέπεται από την εν λόγω σύμβαση».

79.

Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο ερώτημα, υπό βʹ, υπό την έννοια ότι ούτε το άρθρο 5, παράγραφος 6, ούτε το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 αποκλείουν εθνικό κανόνα δικαίου όπως τον εξεταζόμενο, εν προκειμένω, κατά τον οποίο ο πιστωτικός φορέας δύναται να συνάψει σύμβαση πιστώσεως μόνον εάν, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που διαθέτει ή θα έπρεπε να διαθέτει, εκτιμά εύλογα ότι ο καταναλωτής θα είναι σε θέση να τηρήσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση.

Δ.   Επί του δευτέρου ερωτήματος

80.

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο δεν αφορά συγκεκριμένη διάταξη της οδηγίας, το Δικαστήριο καλείται, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, να διευκρινίσει κατά πόσον η οδηγία 2008/48 μπορεί να έχει την έννοια ότι επιβάλλει πάντοτε στον πιστωτικό φορέα και στον μεσίτη πιστώσεων να εκτιμούν, αντί του καταναλωτή, τη σκοπιμότητα της ενδεχόμενης συνάψεως της συμβάσεως πιστώσεως.

81.

Η εξέταση σχετικά με το αν το ερώτημα αυτό είναι λυσιτελές παρέλκει, διότι η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα προκύπτει ήδη από τις εκτιμήσεις μου που αφορούν τα δύο σκέλη του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος. Πιο συγκεκριμένα, από τις εκτιμήσεις αυτές απορρέει ότι η οδηγία 2008/48 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει πάντοτε στον πιστωτικό φορέα και στον μεσίτη πιστώσεων να εκτιμούν, αντί του καταναλωτή, τη σκοπιμότητα της ενδεχόμενης συνάψεως της συμβάσεως πιστώσεως.

82.

Αφενός, από την εξέταση του πρώτου σκέλους προέκυψε ότι το άρθρο 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48 δεν αποκλείει εθνικό κανόνα δικαίου κατά τον οποίο οι πιστωτικοί φορείς και μεσίτες πιστώσεων οφείλουν να αναζητούν το καταλληλότερο είδος και ύψος πιστώσεως, λαμβανομένων υπόψη της οικονομικής καταστάσεως του καταναλωτή κατά τη σύναψη της συμβάσεως και του σκοπού της πιστώσεως. Ο εν λόγω κανόνας δικαίου λαμβάνει υπόψη δεόντως τον σκοπό του άρθρου 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48, ο οποίος συνίσταται στην εξασφάλιση του ότι ο καταναλωτής λαμβάνει την απόφαση συνάψεως συμβάσεως με πλήρη γνώση των πραγμάτων, χωρίς να αγνοούνται οι περιορισμοί που απορρέουν από την ευχέρεια διαμορφώσεως την οποία παρέχει το δεύτερο εδάφιο της συγκεκριμένης διατάξεως.

83.

Αφετέρου, από την εξέταση του δεύτερου σκέλους προέκυψε ότι ούτε το άρθρο 5, παράγραφος 6, ούτε το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 αποκλείουν εθνική διάταξη η οποία υποχρεώνει τον πιστωτικό φορέα να αρνηθεί τη σύναψη συμβάσεως, όταν η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή έχει αρνητικό αποτέλεσμα. Τέτοια υποχρέωση, η οποία περιορίζεται σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, οπωσδήποτε δεν δύναται να εξομοιωθεί με γενική υποχρέωση συστηματικής εκτιμήσεως, αντί του καταναλωτή, της σκοπιμότητας συνάψεως της συμβάσεως.

84.

Ως εκ τούτου, παρέλκει η χωριστή εξέταση του δευτέρου ερωτήματος.

VII. Πρόταση

85.

Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει ως απαράδεκτη την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως του Justice de Paix du canton de Visé (πρωτοδικείο καντονίου του Visé, Βέλγιο).

86.

Επικουρικώς, σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεν δεχθεί την πρόταση αυτή, προτείνω να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα η εξής απάντηση:

«1)

Το άρθρο 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48 δεν αποκλείει κανόνα του εθνικού δικαίου, όπως αυτόν του άρθρου 15, παράγραφος 1, του βελγικού νόμου περί καταναλωτικής πίστεως, κατά τον οποίο οι πιστωτικοί φορείς και μεσίτες πιστώσεων οφείλουν να αναζητούν, στο πλαίσιο των συμβάσεων πιστώσεων που προσφέρουν συνήθως ή στις οποίες παρεμβαίνουν συνήθως, το καταλληλότερο είδος και ύψος πιστώσεως, λαμβανομένων υπόψη της οικονομικής καταστάσεως του καταναλωτή κατά τη σύναψη της συμβάσεως και του σκοπού της πιστώσεως.

2)

Ούτε το άρθρο 5, παράγραφος 6, ούτε το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 αποκλείουν κανόνα του εθνικού δικαίου, όπως αυτόν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του βελγικού νόμου περί καταναλωτικής πίστεως, κατά τον οποίο ο πιστωτικός φορέας δύναται να συνάψει σύμβαση πιστώσεως μόνον εάν, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που διαθέτει ή θα έπρεπε να διαθέτει, εκτιμά εύλογα ότι ο καταναλωτής θα είναι σε θέση να τηρήσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

( 2 ) Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2008, L 133, σ. 66).

( 3 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας 2008/48. Σχετικά με την έννοια αυτή, βλ. εν γένει Steennot R., «Case Volksbank România: Limits off the full harmonization approach of the Consumer Credit Directive», Revue européenne de droit de la consummation 2013, σ. 87 με περαιτέρω παραπομπές.

( 4 ) Βλ., ιδίως, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2016, Home Credit Slovakia (C‑42/15, EU:C:2016:842), και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα Ε. Sharpston (C‑42/15, EU:C:2016:431, σημείο 2).

( 5 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 9. Το υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών ως κύρια επιδίωξη προκύπτει ήδη από την επιλογή του άρθρου 95 ΕΚ (νυν άρθρο 114 ΣΛΕΕ) ως νομική βάση για την οδηγία 2008/48.

( 6 ) Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 4, 6, 7 και 9.

( 7 ) ΕΕ 1987, L 42, σ. 48.

( 8 ) Νόμος της 12ης Ιουνίου 1991 (Moniteur belge της 9ης Ιουλίου 1991, σ. 15203), όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 7ης Ιανουαρίου 2001 (Moniteur belge της 25ης Ιανουαρίου 2001, σ. 2101) και με τον νόμο της 24ης Μαρτίου 2003 (Moniteur belge της 2ας Μαΐου 2003, σ. 23749) (στο εξής: νόμος περί καταναλωτικής πίστεως).

( 9 ) Νόμος της 13ης Ιουνίου 2010 για την τροποποίηση του νόμου της 12ης Ιουνίου 1991 περί καταναλωτικής πίστεως (Moniteur belge της 21ης Ιουνίου 2010, σ. 38338· η γερμανική απόδοση δημοσιεύθηκε στη Moniteur belge της 31ης Μαΐου 2011), όπως τροποποιήθηκε εσχάτως με τον νόμο της 27ης Νοεμβρίου 2012 (Moniteur belge της 30ής Νοεμβρίου 2012, σ. 76567).

( 10 ) Άρθρο 10, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 24ης Μαρτίου 2003. Την 1η Απριλίου 2015 η διάταξη αυτή κωδικοποιήθηκε ως άρθρο VII.69, παράγραφος 1, του ΚΟΔ.

( 11 ) Άρθρο 11, παράγραφος 4, του νόμου της 12ης Ιουνίου 1991, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 13ης Ιουνίου 2010.

( 12 ) Άρθρο 15, παράγραφος 1, του νόμου της 12ης Ιουνίου 1991, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 13ης Ιουνίου 2010. Την 1η Απριλίου 2015 η διάταξη αυτή κωδικοποιήθηκε ως άρθρο VII.75 του ΚΟΔ.

Το άρθρο 15, παράγραφος 2, του νόμου περί καταναλωτικής πίστεως ανάγεται στο άρθρο 15 του νόμου της 12ης Ιουνίου 1991, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 10ης Αυγούστου 2001 και αναδιατυπώθηκε με τον νόμο της 24ης Μαρτίου 2003. Την 1η Απριλίου 2015 η διάταξη αυτή κωδικοποιήθηκε, κατόπιν ελάχιστης τροποποιήσεως, ως άρθρο VII.77, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του ΚΟΔ.

( 13 ) Νόμος της 12ης Ιουνίου 1991, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 13ης Ιουνίου 2010. Την 1η Απριλίου 2015 η διάταξη αυτή κωδικοποιήθηκε ως άρθρο VII.91 του ΚΟΔ.

( 14 ) Από την εθνική δικογραφία που διαβίβασε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι η σύμβαση η οποία είχε συναφθεί με τη Home Vision προέβλεπε την τοποθέτηση δύο φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων –μία στο Βέλγιο και μία στην Ιταλία. Η απόφαση περί παραπομπής όμως δεν περιέχει τέτοια διαπίστωση.

( 15 ) Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania (C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 25), καθώς και της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Asociación Profesional Elite Taxi (C‑434/15, EU:C:2017:981, σκέψη 23).

( 16 ) Επιπλέον, σχετικά με το άρθρο 94, στοιχεία αʹ και βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, βλ. ενδεικτικά αποφάσεις της 10ης Μαΐου 2017, de Lobkowicz (C‑690/15, EU:C:2017:355, σκέψη 28), και της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Asociación Profesional Elite Taxi (C‑434/15, EU:C:2017:981, σκέψη 24).

( 17 ) Απόφαση της 4ης Μαΐου 2016, Pillbox 38 (C‑477/14, EU:C:2016:324, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 18 ) Ιδίως, δεν είναι σαφές κατά πόσον η δέσμευση της Home Vision «να αναλάβει την πλήρη αποπληρωμή του δανείου σε μηνιαίες δόσεις ύψους 622,41 ευρώ» στηρίζεται σε χωριστή συμφωνία χρηματοδοτήσεως ή σε τραπεζικό δάνειο, όπως η σύμβαση πιστώσεως της 22ας Μαΐου 2012.

( 19 ) Συναφώς, η Βελγική Κυβέρνηση παραπέμπει στο άρθρο 92 του νόμου περί καταναλωτικής πίστεως (νυν άρθρο VII.201 του ΚΟΔ).

( 20 ) Αποφάσεις της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, Beck και Bergdorf (C‑355/97, EU:C:1999:391, σκέψη 22), της 23ης Ιανουαρίου 2018, F. Hoffmann-La Roche κ.λπ. (C‑179/16, EU:C:2018:25, σκέψη 45), της 29ης Μαΐου 2018, Liga van Moskeeën en Islamitische Organisaties Provincie Antwerpen κ.λπ. (C‑426/16, EU:C:2018:335, σκέψη 31), και της 25ης Ιουλίου 2018, Confédération paysanne κ.λπ. (C‑528/16, EU:C:2018:583, σκέψη 73).

( 21 ) Πρβλ. σημείο 23 των παρουσών προτάσεων. Όσον αφορά το γράμμα της διατάξεως αυτής, βλ. σημείο 12 των παρουσών προτάσεων.

( 22 ) Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48, ο καταναλωτής έχει δικαίωμα να στραφεί κατά του πιστωτικού φορέα ιδίως εφόσον απέτυχε να επιβάλει έναντι του άλλου αντισυμβαλλομένου του τα δικαιώματά του που απορρέουν από τη χρηματοδοτούμενη σύμβαση λόγω μη εκπληρώσεως ή πλημμελούς εκτελέσεως της συμβάσεως.

( 23 ) Σχετικά με το νομικό καθεστώς βάσει της οδηγίας 87/102, βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2007, Rampion και Godard (C‑429/05, EU:C:2007:575), και ιδίως τη διαπίστωση ότι θα αντέβαινε στις σχετικές διατάξεις της οδηγίας «το να εξαρτάται το […] δικαίωμα του καταναλωτή να στραφεί κατά του πιστωτικού φορέα από την προϋπόθεση μνείας του χρηματοδοτούμενου αγαθού ή υπηρεσίας στην προσφορά πιστώσεως» (σκέψη 50).

( 24 ) Βλ., όσον αφορά την οδηγία 2008/48, απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, LCL Le Crédit Lyonnais (C‑565/12, EU:C:2014:190, σκέψη 54). Βλ., επίσης, απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai (C‑26/13, EU:C:2014:282, σκέψη 64).

( 25 ) Απόφαση της 26ης Μαΐου 2016, Kohll και Kohll-Schlesser (C‑300/15, EU:C:2016:361, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 26 ) Απόφαση της 26ης Ιουνίου 2008, Burda (C‑284/06, EU:C:2008:365, σκέψη 39).

( 27 ) Απόφαση της 21ης Απριλίου 2016, Radlinger και Radlingerová (C‑377/14, EU:C:2016:283, σκέψη 64).

( 28 ) Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014 (C‑449/13, EU:C:2014:2464, σκέψη 41). Βλ., επίσης, παρόμοια αιτιολογική σκέψη 27.

( 29 ) Αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας 2008/48.

( 30 ) Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, CA Consumer Finance (C‑449/13, EU:C:2014:2464, σκέψη 42).

( 31 ) Βλ. όμως την κριτική προσέγγιση της εν λόγω εκτιμήσεως από τον Micklitz, H.‑W., «The Targeted Full Harmonisation Approach: Looking Behind the Curtain», σ. 47 (σ. 75 επ.), σε Howells G./Schulze, R. (επιμ.), Modernising and Harmonising Consumer Contract Law, 2009 [επ’ ευκαιρία της δημοσιεύσεως προτάσεως της Επιτροπής για μια οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα δικαιώματα των καταναλωτών, COM(2008) 614 τελικό].

( 32 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 60, σ. 34).

( 33 ) Το άρθρο 15 της οδηγίας 2014/17 προβλέπει, για παράδειγμα, ειδικές απαιτήσεις παροχής πληροφοριών σχετικά με τους μεσίτες πιστώσεων και τους εντεταλμένους αντιπροσώπους.

( 34 ) Άρθρο 22 της οδηγίας 2014/17. Βλ., σχετικά, Gourio A./Thebault L. «Adoption de la directive sur le crédit immobilier», Revue de Droit bancaire et financier 2014, σ. 64 (σ. 65): «En revanche, malgré les velléités d’un État membre, la directive ne prévoit pas d’obligation de conseil. Le conseil constitue au contraire un service distinct de l’octroi de prêt, fourni sur une base contractuelle et susceptible de rémunération».

( 35 ) Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (MiFID II) (ΕΕ 2014, L 173, σ. 349).

( 36 ) Οδηγία (ΕΕ) 2016/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2016, σχετικά με τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων (αναδιατύπωση) (ΕΕ 2016, L 26, σ. 19).

( 37 ) Κατά το άρθρο 20, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας IDD, όταν παρέχονται συμβουλές «ο διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων παρέχει στον πελάτη εξατομικευμένη σύσταση στην οποία εξηγεί τους λόγους για τους οποίους ένα συγκεκριμένο προϊόν ικανοποιεί καλύτερα τις απαιτήσεις και τις ανάγκες του πελάτη».

( 38 ) Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εναρμόνιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που διέπουν τις πιστώσεις που χορηγούνται στους καταναλωτές, COM(2002) 443 τελικό (ΕΕ 2002, C 331E, σ. 200).

( 39 ) Τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εναρμόνιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν τις συμβάσεις πίστωσης που συνάπτονται με τους καταναλωτές και για την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΚ του Συμβουλίου (υποβληθείσα από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2, της συνθήκης ΕΚ), COM(2005) 483 τελικό.

( 40 ) Τροποποιημένη πρόταση, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 39, αιτιολόγηση υπό 5.4, σ. 6 και 7.

( 41 ) Απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012 (C‑602/10, EU:C:2012:443, σκέψη 38).

( 42 ) Η διατύπωση αυτή καθιστά σαφές ότι η πλήρης εναρμόνιση που επιδιώκει η οδηγία 2008/48 πρέπει να θεωρείται στοχευμένη. Άλλωστε, κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2008/48 επιδιώκεται η εναρμόνιση μόνον ορισμένων πτυχών των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν τις συμβάσεις πιστώσεως με τους καταναλωτές. Συνολικά, βλ. Steennot, R., «Case Volksbank România: Limits of the full harmonization approach of the Consumer Credit Directive», Revue européenne de droit de la consommation 2013, σ. 87 (σ. 93).

( 43 ) Η Βελγική Κυβέρνηση επικαλείται, μεταξύ άλλων, την οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές») (ΕΕ 2005, L 149, σ. 22), και ιδίως την αιτιολογική της σκέψη 11.

( 44 ) Επομένως, δεν έχει σημασία, παραδείγματος χάρη, ότι το άρθρο 3, παράγραφος 9, της οδηγίας 2005/29 παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να επιβάλλουν, σε σχέση με τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και την ακίνητη περιουσία, «περιοριστικότερους και λεπτομερέστερους κανόνες από τους κανόνες της παρούσας οδηγίας στον εναρμονιζόμενο τομέα» (η υπογράμμιση δική μου). Βλ., σχετικά, Verdure C., «La directive 2005/29/CE: base légale et degré d’harmonisation», Revue européenne de droit de la consommation 2013, σ. 149 (σ. 162).

( 45 ) Steennot, R., όπ.π. (υποσημείωση 42), σ. 90. Βλ., επίσης, εν γένει: Riehm, T./Schreindorfer, B., «Das Harmonisierungskonzept der neuen Verbraucherkreditrichtlinie», GPR 2008, σ. 244 (σ. 247).

( 46 ) Steenot, R., όπ.π. (υποσημείωση 42), σ. 90. Βλ. επίσης Riehm, T./Schreindorfer, B., όπ.π. (υποσημείωση 45), σ. 247.

( 47 ) Βλ. σημεία 46 επ. των παρουσών προτάσεων.

( 48 ) Βλ. σχετικά, εν γένει, επεξηγήσεις της Επιτροπής για την τροποποιημένη πρόταση υπό 5.11, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 39, σ. 8.

( 49 ) Βλ. σημείο 44 των παρουσών προτάσεων.

( 50 ) Χωριστή υποχρέωση υπεύθυνου δανεισμού προέβλεπε το άρθρο 9 της αρχικής προτάσεως οδηγίας. Η διάταξη αυτή όμως δεν υφίσταται στην τροποποιημένη πρόταση –ούτε και στην οδηγία 2008/48.

( 51 ) Ήδη από τον τίτλο του άρθρου 5 της οδηγίας 2008/48 προκύπτει ότι η διάταξη αυτή αφορά την «παροχή πληροφοριών πριν από τη σύναψη της σύμβασης».

( 52 ) Βλ. πρόσφατη απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Smith (C‑122/17, EU:C:2018:631, σκέψη 34). Βλ. επίσης, ιδίως, απόφαση της 22ας Ιουνίου 2017, E.ON Biofor Sverige (C‑549/15, EU:C:2017:490, σκέψη 72).

( 53 ) Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, CA Consumer Finance (C‑449/13, EU:C:2014:2464, σκέψη 35). Βλ., επίσης, απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, LCL Le Crédit Lyonnais (C‑565/12, EU:C:2014:190, σκέψη 43).

( 54 ) Απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, LCL Le Crédit Lyonnais (C‑565/12, EU:C:2014:190, σκέψη 43).

( 55 ) Βλ. σημεία 38 επ. των παρουσών προτάσεων.

( 56 ) Βλ., παραδείγματος χάρη, αιτιολογική σκέψη 19 στην αρχή.

( 57 ) Βλ., ιδίως, «Βασικές αρχές για την αποτελεσματική εποπτεία του τραπεζικού τομέα» που εκπόνησε η Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία, κυρίως τη βασική αρχή 17 σχετικά με τον «πιστωτικό κίνδυνο». Διαθέσιμη στον ιστότοπο https://www.bis.org/publ/bcbs230.htm (τελευταία ενημέρωση: 13.12.2018). Τη σχέση αυτή επισημαίνει και η αιτιολογική σκέψη 26 της οδηγίας 2008/48: «Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της οδηγίας 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων […] οι πιστωτικοί φορείς θα πρέπει να έχουν ατομικά την ευθύνη του ελέγχου της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή».

( 58 ) Η οδηγία 2014/17 εκδόθηκε συνεπεία της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, ιδίως λόγω των συστημικών κινδύνων που προκλήθηκαν εν μέρει από τον ανεύθυνο δανεισμό. Βλ. σχετικά, για παράδειγμα, Partsch, P.-E., Droit bancaire et financier européen, τόμος 1, 2η έκδ., σημείο 1237.