ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)
της 19ης Δεκεμβρίου 2019 ( *1 )
«Προδικαστική παραπομπή – Κανονισμός (ΕΕ) 1360/2013 – Γεωργία – Κοινή οργάνωση των αγορών – Τομέας της ζάχαρης – Εισφορά επί της παραγωγής – Πρακτική αποτελεσματικότητα – Δικαίωμα επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών – Δυνατότητα εφαρμογής των εθνικών κανόνων που διέπουν την παραγραφή – Αρχή της αποτελεσματικότητας»
Στην υπόθεση C-360/18,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Finanzgericht Düsseldorf (φορολογικό δικαστήριο του Ντίσελντορφ, Γερμανία) με απόφαση της 16ης Μαΐου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Ιουνίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης
Cargill Deutschland GmbH
κατά
Hauptzollamt Krefeld,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου και προεδρεύοντα του τρίτου τμήματος, L. S. Rossi (εισηγήτρια), J. Malenovský και F. Biltgen, δικαστές,
γενική εισαγγελέας: E. Sharpston
γραμματέας: M. Longar, διοικητικός υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Μαΐου 2019,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– |
η Cargill Deutschland GmbH, εκπροσωπούμενη από τον D. Ehle, Rechtsanwalt, |
– |
το Hauptzollamt Krefeld, εκπροσωπούμενο από τον B. Grothe και την R. M. Gleim-Arnold, |
– |
η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J.-C. Halleux και την M. Jacobs, επικουρούμενους από τον B. De Moor και την M. Callebaut, avocats, |
– |
η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την B. Eggers και τον B. Hofstötter, |
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 29ης Ιουλίου 2019,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΕ) 1360/2013 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με τον καθορισμό των εισφορών στην παραγωγή στον τομέα της ζάχαρης για τις περιόδους εμπορίας 2001/2002, 2002/2003, 2003/2004, 2004/2005 και 2005/2006, του συντελεστή που απαιτείται για τον υπολογισμό της συμπληρωματικής εισφοράς για τις περιόδους εμπορίας 2001/2002 και 2004/2005 και των ποσών που πρέπει να καταβληθούν από τις βιομηχανίες ζάχαρης στους πωλητές ζαχαρότευτλων λόγω της διαφοράς μεταξύ του ανώτατου ποσού των εισφορών και του ποσού των εισφορών αυτών που πρέπει να εισπραχθούν για τα έτη εμπορίας 2002/2003, 2003/2004 και 2005/2006 (ΕΕ 2013, L 343, σ. 2). |
2 |
Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Cargill Deutschland GmbH και του Hauptzollamt Krefeld (κεντρικού τελωνείου του Krefeld, Γερμανία), με αντικείμενο την επιστροφή εισφορών επί της παραγωγής στον τομέα της ζάχαρης, οι οποίες είχαν καταβληθεί για τις περιόδους εμπορίας 2001/2002 έως 2004/2005. |
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 |
Οι αιτιολογικές σκέψεις 10, 11, 13 και 23 του κανονισμού 1360/2013 έχουν ως εξής:
[…]
[…]
|
4 |
Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής: «Οι εισφορές επί της παραγωγής στον τομέα της ζάχαρης για τα έτη εμπορίας 2001/2002, 2002/2003, 2003/2004, 2004/2005, 2005/2006 καθορίζονται στο σημείο 1 του παραρτήματος.» |
5 |
Κατά το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού: «Η ημερομηνία που ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 [του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2000, για την εφαρμογή της απόφασης 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (ΕΕ 2000, L 130, σ. 1)] για τη βεβαίωση των εισφορών, οι οποίες […] καθορίζονται με τον παρόντα κανονισμό, είναι το αργότερο η 30ή Σεπτεμβρίου 2014, εκτός εάν τα κράτη μέλη δεν είναι σε θέση να τηρήσουν την προθεσμία αυτή εξαιτίας της εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας περί επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών σε οικονομικούς φορείς.» |
6 |
Το άρθρο 3, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού ορίζει τις ημερομηνίες από τις οποίες οι εισφορές επί της παραγωγής που αναγράφονται στο σημείο 1 του παραρτήματος του κανονισμού αυτού έχουν εφαρμογή όσον αφορά τις περιόδους εμπορίας 2001/2002 έως 2005/2006. |
7 |
Οι αιτιολογικές σκέψεις 13 και 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/264 του Συμβουλίου, της 19ης Φεβρουαρίου 2018, για τον καθορισμό, για την περίοδο εμπορίας 1999/2000, των ποσών των εισφορών στην παραγωγή, καθώς και του συντελεστή υπολογισμού της συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα της ζάχαρης, και για τον καθορισμό, για την περίοδο εμπορίας 2000/2001, των ποσών των εισφορών στην παραγωγή στον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ 2018, L 51, σ. 1), έχουν ως εξής:
|
8 |
Το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής: «Η διαφορά μεταξύ των εισφορών που καθορίζονται από τους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 2267/2000 και (ΕΚ) αριθ. 1993/2001 και των εισφορών που προβλέπονται στο άρθρο 1 του παρόντος κανονισμού επιστρέφεται στους οικονομικούς φορείς που κατέβαλαν εισφορές για τις περιόδους εμπορίας 1999/2000 και 2000/2001, κατόπιν δεόντως αιτιολογημένης αίτησής τους.» |
Το γερμανικό δίκαιο
9 |
Το άρθρο 12, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του Gesetz zur Durchführung der gemeinsamen Marktorganisationen und der Direktzahlungen (νόμου για την εφαρμογή της κοινής οργάνωσης των αγορών και των άμεσων πληρωμών, BGBl. 2017 I, σ. 3746) προβλέπει τα εξής: «Επί εισφορών που επιβάλλονται στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης των αγορών εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν […] οι διατάξεις του φορολογικού κώδικα […], εκτός εάν από τον παρόντα νόμο ή βάσει νομοθετικού διατάγματος που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος νόμου εισάγεται παρέκκλιση από τις διατάξεις αυτές.» |
10 |
Κατά το άρθρο 37, παράγραφος 2, πρώτη και δεύτερη περίοδος, του φορολογικού κώδικα: «Σε περίπτωση καταβολής ή επιστροφής φόρου χωρίς νόμιμη αιτία […], το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου έγινε η πληρωμή έχει, έναντι του αποδέκτη της, δικαίωμα να αναζητήσει το ποσό που καταβλήθηκε ή επιστράφηκε. Το ίδιο ισχύει επίσης αν η νομική βάση της καταβολής ή της επιστροφής εκλείψει εκ των υστέρων.» |
11 |
Το άρθρο 164, παράγραφοι 1, 2 και 4, του κώδικα αυτού έχει ως εξής: «(1) Οι φόροι μπορούν να εκκαθαρίζονται, είτε γενικώς είτε σε μεμονωμένες περιπτώσεις, υπό την επιφύλαξη ελέγχου, χωρίς η επιφύλαξη αυτή να πρέπει να είναι αιτιολογημένη […] (2) Η εκκαθάριση ενδέχεται να ακυρωθεί ή να τροποποιηθεί ενόσω είναι δυνατό να διενεργηθεί έλεγχος […] […] (4) Η δυνατότητα διενέργειας ελέγχου παύει να υφίσταται όταν εκπνεύσει η προθεσμία εκκαθάρισης.» |
12 |
Το άρθρο 169, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κώδικα προβλέπει τα εξής: «(1) Η εκκαθάριση φόρου καθώς και η ακύρωση ή τροποποίησή της δεν επιτρέπονται μετά τη λήξη της προθεσμίας εκκαθάρισης. […] (2) Η προθεσμία εκκαθάρισης είναι:
|
13 |
Το άρθρο 170, παράγραφος 1, του φορολογικού κώδικα ορίζει τα εξής: «Η προθεσμία εκκαθάρισης αρχίζει από τη λήξη του ημερολογιακού έτους στη διάρκεια του οποίου γεννήθηκε η φορολογική οφειλή […]». |
14 |
Το άρθρο 175, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κώδικα αυτού έχει ως εξής: «Εκδίδεται, ακυρώνεται ή τροποποιείται πράξη καταλογισμού φόρου […]
|
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
15 |
Η Cargill Deutschland υπήχθη, ως εταιρία παραγωγής ισογλυκόζης, στο σύστημα εισφορών επί της παραγωγής στον τομέα της ζάχαρης, το οποίο θεσπίστηκε με τον κανονισμό 1260/2001, όσον αφορά τις περιόδους εμπορίας 2001/2002 έως 2005/2006. |
16 |
Το ποσό των εισφορών επί της παραγωγής για αυτές τις περιόδους εμπορίας καθοριζόταν κατ’ εφαρμογήν των κανονισμών που εξέδιδε ετησίως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ήτοι του κανονισμού (ΕΚ) 1837/2002 της Επιτροπής, της 15ης Οκτωβρίου 2002, για τον καθορισμό, όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 2001/02, των ποσών των συνεισφορών στην παραγωγή καθώς και του συντελεστή της συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ 2002, L 278, σ. 13), του κανονισμού (ΕΚ) 1762/2003 της Επιτροπής, της 7ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τον καθορισμό, για την περίοδο εμπορίας 2002/03, των ποσών των συνεισφορών στην παραγωγή όσον αφορά τον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ 2003, L 254, σ. 4), του κανονισμού (ΕΚ) 1775/2004 της Επιτροπής, της 14ης Οκτωβρίου 2004, για καθορισμό, για την περίοδο εμπορίας 2003/2004, των ποσών των συνεισφορών στην παραγωγή όσον αφορά τον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ 2004, L 316, σ. 64), του κανονισμού (ΕΚ) 1686/2005 της Επιτροπής, της 14ης Οκτωβρίου 2005, για τον καθορισμό, όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 2004/2005, των ποσών των εισφορών στην παραγωγή καθώς και του συντελεστή της συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ 2005, L 271, σ. 12), και του κανονισμού (ΕΚ) 164/2007 της Επιτροπής, της 19ης Φεβρουαρίου 2007, για καθορισμό, για την περίοδο εμπορίας 2005/06, των ποσών των εισφορών στην παραγωγή όσον αφορά τον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ 2007, L 51, σ. 17). |
17 |
Κατ’ εφαρμογήν των κανονισμών αυτών, το κεντρικό τελωνείο του Krefeld καθόρισε, μεταξύ άλλων, το ποσό των εισφορών επί της παραγωγής το οποίο όφειλε να καταβάλει η Cargill Deutschland για τις εν λόγω περιόδους εμπορίας, με πράξεις καταλογισμού φόρου που εξέδωσε, υπό την επιφύλαξη ελέγχου, στις 23 Οκτωβρίου 2002, στις 20 Οκτωβρίου 2003, στις 30 Μαρτίου 2004 και στις 18 Οκτωβρίου 2005. |
18 |
Εντούτοις, με την απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, Zuckerfabrik Jülich κ.λπ. (C‑5/06 και C-23/06 έως C-36/06, EU:C:2008:260), καθώς και με τις διατάξεις της 6ης Οκτωβρίου 2008, Raffinerie Tirlemontoise (C‑200/06, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:541), και SAFBA (C-175/07 έως C-184/07, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:543), οι κανονισμοί 1762/2003, 1775/2004 και 1686/2005 κηρύχθηκαν ανίσχυροι από το Δικαστήριο. Κατόπιν τούτου, οι συγκεκριμένοι κανονισμοί τροποποιήθηκαν με τον κανονισμό 1193/2009. |
19 |
Στη συνέχεια, με την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Zuckerfabrik Jülich κ.λπ. (C-113/10, C-147/10 και C-234/10, EU:C:2012:591), ο κανονισμός 1193/2009 κηρύχθηκε επίσης ανίσχυρος από το Δικαστήριο. Κατόπιν της έκδοσης της αποφάσεως εκείνης, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθόρισε εκ νέου τις εισφορές επί της παραγωγής στον τομέα της ζάχαρης για τις περιόδους εμπορίας 2001/2002 έως 2005/2006, εκδίδοντας τον κανονισμό 1360/2013, με τον οποίο μείωσε τις σχετικές με τις προαναφερθείσες περιόδους εμπορίας εισφορές επί της παραγωγής. |
20 |
Την 1η Μαΐου 2014, η Cargill Deutschland υπέβαλε ενώπιον του κεντρικού τελωνείου του Krefeld αίτηση με την οποία ζήτησε να καθοριστεί το ποσό των νέων εισφορών επί της παραγωγής και να της επιστραφούν οι εισφορές που είχε καταβάλει αχρεωστήτως για τις περιόδους εμπορίας 2001/2002 έως 2004/2005. |
21 |
Με απόφαση της 18ης Απριλίου 2016, η οποία επικυρώθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2016 κατόπιν διαδικασίας ανακοπής που δεν ευδοκίμησε, το κεντρικό τελωνείο του Krefeld απέρριψε την ως άνω αίτηση με την αιτιολογία ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 164 και του άρθρου 169, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, σημείο 2, του φορολογικού κώδικα, η προβλεπόμενη τετραετής προθεσμία εκκαθάρισης για περιπτώσεις ακύρωσης, τροποποίησης ή διόρθωσης πράξεων καταλογισμού φόρου είχε παρέλθει όσον αφορά αυτές τις περιόδους εμπορίας, οπότε οι αντίστοιχες πράξεις καταλογισμού φόρου είχαν καταστεί απρόσβλητες. |
22 |
Ειδικότερα, κατά το άρθρο 170, παράγραφος 1, του φορολογικού κώδικα, η προθεσμία εκκαθάρισης αρχίζει από τη λήξη του ημερολογιακού έτους στη διάρκεια του οποίου γεννήθηκε η φορολογική οφειλή. Επομένως, εν προκειμένω, όπως διευκρινίζει το αιτούν δικαστήριο στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, η προθεσμία εκκαθάρισης για την περίοδο εμπορίας 2004/2005 είχε αρχίσει στις 31 Δεκεμβρίου 2006. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αίτηση της Cargill Deutschland, η οποία υποβλήθηκε μόλις κατά τη διάρκεια του έτους 2014, περιήλθε στο τελωνείο του Krefeld ενώ είχε λήξει η προθεσμία εκκαθάρισης. Ομοίως είχε, κατά μείζονα λόγο, παρέλθει η εν λόγω προθεσμία και ως προς τις εισφορές επί της παραγωγής για τις προηγούμενες περιόδους εμπορίας. |
23 |
Η Cargill Deutschland άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, δηλαδή του Finanzgericht Düsseldorf (φορολογικού δικαστηρίου του Ντίσελντορφ, Γερμανία), προσφυγή κατά της αποφάσεως του κεντρικού τελωνείου του Krefeld, υποστηρίζοντας ότι το δικαίωμά της για επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών απορρέει ευθέως από τον κανονισμό 1360/2013. Κατά την άποψή της, το δικαίωμα αυτό δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε προθεσμία εκκαθάρισης και δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι οι πράξεις καταλογισμού φόρου τις οποίες εξέδωσε το κεντρικό τελωνείο του Krefeld είχαν καταστεί απρόσβλητες. |
24 |
Ως προς το σημείο αυτό, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, σε προγενέστερες υποθέσεις, έχει αποφανθεί ότι το ζήτημα αν μια εταιρία μπορούσε να έχει δικαίωμα επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών σε περίπτωση που οι συντελεστές των εισφορών επί της παραγωγής είχαν μειωθεί αναδρομικώς, κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 1360/2013, έπρεπε να κριθεί αποκλειστικώς βάσει του ισχύοντος εθνικού δικαίου, τηρουμένων των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας. |
25 |
Εν προκειμένω όμως, η προσέγγιση αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα να μην αναγνωριστεί στην Cargill Deutschland το ως άνω δικαίωμα, ιδίως επειδή η προβλεπόμενη από τον κανονισμό 1360/2013 αναδρομική μείωση των συντελεστών των εισφορών επί της παραγωγής συνεπάγεται, κατά το αιτούν δικαστήριο, μόνον την έλλειψη νομιμότητας των αποφάσεων περί καθορισμού του φόρου και όχι την ακυρότητα των αντίστοιχων πράξεων καταλογισμού φόρου, οι οποίες, δεδομένου ότι εκδόθηκαν βάσει αποφάσεων που έχουν καταστεί απρόσβλητες, δεν μπορούν πλέον, σύμφωνα με τα όσα ορίζουν οι διατάξεις του ισχύοντος εθνικού δικαίου, να αποτελέσουν αντικείμενο τροποποιήσεων. |
26 |
Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, στο πλαίσιο παρόμοιας διαδικασίας όσον αφορά τη διόρθωση των εισφορών επί της παραγωγής στον τομέα της ζάχαρης για τις περιόδους εμπορίας 1999/2000 και 2000/2001, επιστράφηκαν εν μέρει στην Cargill Deutschland, με απόφαση του κεντρικού τελωνείου του Krefeld η οποία εκδόθηκε στις 7 Μαΐου 2018 και στηριζόταν στον κανονισμό 2018/264, οι εισφορές που είχε καταβάλει αχρεωστήτως, παρότι οι ισχύουσες δυνάμει του εθνικού δικαίου προθεσμίες είχαν εκπνεύσει και η παραγραφή είχε συμπληρωθεί. Συγκεκριμένα, η επιστροφή εισφορών στην περίπτωση εκείνη κατέστη δυνατή κατόπιν, αφενός, της έκδοσης της αποφάσεως της 9ης Φεβρουαρίου 2017, Raffinerie Tirlemontoise (C-585/15, EU:C:2017:105), με την οποία το Δικαστήριο κήρυξε ανίσχυρους τους κανονισμούς 2267/2000 και 1993/2001 που καθόριζαν τα σχετικά ποσά, και, αφετέρου, της επακόλουθης έκδοσης του κανονισμού 2018/264, με τον οποίο καθορίστηκαν εκ νέου τα ποσά αυτά χωρίς να απαιτείται ρητώς να ληφθούν υπόψη οι εν λόγω προθεσμίες παραγραφής. |
27 |
Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται μήπως ο νομοθέτης της Ένωσης, εκδίδοντας τον κανονισμό 2018/264, θέλησε στην πραγματικότητα να καθιερώσει γενική αρχή βάσει της οποίας θα επιτρέπεται εφεξής η επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών επί της παραγωγής στον τομέα της ζάχαρης, ανεξαρτήτως των κανόνων παραγραφής που ισχύουν δυνάμει του εθνικού δικαίου. Επισημαίνει ότι, αν εφαρμοζόταν μια τέτοια ερμηνεία, η Cargill Deutschland θα μπορούσε να επιτύχει την επιστροφή των εισφορών επί της παραγωγής τις οποίες είχε καταβάλει αχρεωστήτως για τις περιόδους εμπορίας 2001/2002 έως 2004/2005, όπως επανυπολογίστηκαν σύμφωνα με τον κανονισμό 1360/2013. |
28 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Finanzgericht Düsseldorf (φορολογικό δικαστήριο του Ντίσελντορφ) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα: «Πρέπει η επιστροφή εισφορών στην παραγωγή στον τομέα της ζάχαρης –οι οποίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του [κανονισμού 1360/2013] χρήζουν διαφορετικών υπολογισμών από ό,τι στο παρελθόν– να πραγματοποιηθεί, λαμβανομένων υπόψη των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και, ιδίως, κατ’ εφαρμογήν της προθεσμίας παραγραφής που αυτό προβλέπει;» |
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
29 |
Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν ο κανονισμός 1360/2013, ο οποίος καθορίζει μεταξύ άλλων τις εισφορές επί της παραγωγής στον τομέα της ζάχαρης για τις περιόδους εμπορίας 2001/2002 έως 2005/2006, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η επιστροφή των ποσών που έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως από επιχειρηματίες στο πλαίσιο των εν λόγω εισφορών διέπεται από το εθνικό δίκαιο, και πιο συγκεκριμένα υπόκειται στις προθεσμίες τις οποίες προβλέπει το δίκαιο αυτό για την παραγραφή, τηρουμένων των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας. |
30 |
Εισαγωγικώς, διαπιστώνεται ότι οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου οφείλονται ιδίως στο γεγονός ότι οι αρμόδιες γερμανικές αρχές βασίστηκαν στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/264 για να κάνουν δεκτή την αίτηση της Cargill Deutschland περί επιστροφής των εισφορών τις οποίες είχε καταβάλει αχρεωστήτως για τις περιόδους εμπορίας 1999/2000 και 2000/2001, μολονότι οι προθεσμίες που προβλέπονταν από τις ισχύουσες διατάξεις του εθνικού δικαίου είχαν εκπνεύσει και η παραγραφή είχε συμπληρωθεί. |
31 |
Ειδικότερα, ο κανονισμός 2018/264, ο οποίος διόρθωσε το ύψος των εισφορών επί της παραγωγής για τις περιόδους εμπορίας 1999/2000 και 2000/2001, ορίζει, στο άρθρο 2, παράγραφος 2, ότι όσα ποσά έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως από τους επιχειρηματίες που έχουν καταβάλει εισφορές για τις περιόδους αυτές πρέπει να επιστρέφονται στους τελευταίους βάσει δεόντως αιτιολογημένης αιτήσεως, χωρίς η διάταξη αυτή να αναφέρεται ή να παραπέμπει με οποιονδήποτε τρόπο στο ισχύον εθνικό δίκαιο. |
32 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να μπορεί το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/264 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καθιερώνει γενική αρχή βάσει της οποίας επιτρέπεται η επιστροφή των ποσών που έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως από επιχειρηματίες στο πλαίσιο των εισφορών επί της παραγωγής στον τομέα της ζάχαρης. Μια τέτοια αρχή θα μπορούσε να ισχύει ανεξαρτήτως της παρέλευσης των προθεσμιών παραγραφής που ισχύουν δυνάμει του εθνικού δικαίου, έστω και αν η επιστροφή αυτή έχει ζητηθεί βάσει του κανονισμού 1360/2013. |
33 |
Ως προς το ζήτημα αυτό, αρκεί η επισήμανση ότι, όπως παρατήρησε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 31 των προτάσεών της, ο κανονισμός 2018/264, εφόσον αφορά αποκλειστικώς τις περιόδους εμπορίας 1999/2000 και 2000/2001, δεν έχει ratione temporis εφαρμογή επί της διαφοράς της κύριας δίκης, η οποία έχει ως αντικείμενο αίτηση επιστροφής εισφορών επί της παραγωγής που καταβλήθηκαν για τις περιόδους εμπορίας 2001/2002 έως 2004/2005. |
34 |
Επομένως, ο κανονισμός 2018/264 δεν είναι δυνατό να αποτελέσει τη νομική βάση αίτησης για επιστροφή εισφορών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως για τις τελευταίες αυτές περιόδους εμπορίας. |
35 |
Υπενθυμίζεται εντούτοις ότι, με την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Zuckerfabrik Jülich κ.λπ. (C-113/10, C-147/10 και C-234/10, EU:C:2012:591), το Δικαστήριο κήρυξε ανίσχυρο τον κανονισμό 1193/2009. Όπως προκύπτει ειδικότερα από τις σκέψεις 48 και 49 της αποφάσεως εκείνης, η περιγραφόμενη στον συγκεκριμένο κανονισμό μέθοδος την οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή για τον καθορισμό των εισφορών επί της παραγωγής για τις περιόδους εμπορίας 2001/2002 έως 2005/2006 δεν ήταν ορθή, διότι είχε ως συνέπεια την τεχνητή αύξηση του συνολικού ποσού των επιστροφών. Ως εκ τούτου, όπως προκύπτει από τη σκέψη 69 της ίδιας αποφάσεως, οι παραγωγοί δικαιούνταν όχι μόνον την επιστροφή των ποσών που είχαν καταβάλει αχρεωστήτως στο πλαίσιο εισφορών επί της παραγωγής τις οποίες αδικαιολογήτως εισέπραξαν τα κράτη μέλη κατά την επίμαχη περίοδο, αλλά και τόκους επί των ποσών αυτών. |
36 |
Για να συμμορφωθεί με την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Zuckerfabrik Jülich κ.λπ. (C-113/10, C-147/10 και C-234/10, EU:C:2012:591), το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό 1360/2013, του οποίου σκοπός ήταν να διορθώσει αναδρομικώς το ύψος των προβλεπόμενων για τις περιόδους εμπορίας 2001/2002 έως 2005/2006 εισφορών επί της παραγωγής στον τομέα της ζάχαρης. Κατά τον νομοθέτη της Ένωσης, οι νέες εισφορές επί της παραγωγής υπολογίστηκαν σύμφωνα με τη μέθοδο που επικυρώθηκε από το Δικαστήριο στην απόφαση εκείνη και καθορίστηκαν σε «κατάλληλο επίπεδο», κατά την έννοια της αιτιολογικής σκέψης 11 του ως άνω κανονισμού. |
37 |
Συνεπώς, προϋπόθεση για να έχει πρακτική αποτελεσματικότητα ο κανονισμός 1360/2013 είναι να μπορούν να επιστραφούν στους ενδιαφερόμενους παραγωγούς ζάχαρης οι εισφορές επί της παραγωγής οι οποίες είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως πολλά έτη πριν από την έκδοση του κανονισμού αυτού. |
38 |
Επομένως, πρώτον, όπως εξέθεσε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 37 των προτάσεών της, το δικαίωμα των παραγωγών ζάχαρης προς επιστροφή των εισφορών που είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως για τις επίμαχες περιόδους εμπορίας απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης, όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Zuckerfabrik Jülich κ.λπ. (C-113/10, C-147/10 και C-234/10, EU:C:2012:591), και θεσπίστηκε από τον νομοθέτη της Ένωσης, σε συνέχεια της αποφάσεως εκείνης, με την έκδοση του κανονισμού 1360/2013. |
39 |
Πράγματι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το δικαίωμα προς επιστροφή φόρων που έχουν εισπραχθεί από κράτος μέλος κατά παράβαση των κανόνων του δικαίου της Ένωσης αποτελεί τη συνέπεια και το συμπλήρωμα των δικαιωμάτων που παρέχονται στους ιδιώτες από τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο (αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Test Claimants in the FII Group Litigation, C-446/04, EU:C:2006:774, σκέψη 202, της 19ης Ιουλίου 2012, Littlewoods Retail κ.λπ., C-591/10, EU:C:2012:478, σκέψη 24, και της 25ης Ιουλίου 2018, Messer France, C-103/17, EU:C:2018:587, σκέψη 56). |
40 |
Δεύτερον, μόνον αφότου καθορίστηκαν αναδρομικώς οι νέες εισφορές επί της παραγωγής με τον κανονισμό 1360/2013 κατέστη δυνατό στις αρμόδιες εθνικές αρχές να προσδιορίσουν το ακριβές ποσό του υπερβάλλοντος ποσού που καταβλήθηκε από καθέναν από τους ενδιαφερόμενους παραγωγούς στο πλαίσιο των σχετικών εισφορών. |
41 |
Υπό τις συνθήκες αυτές και προκειμένου να διασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του εν λόγω κανονισμού, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ημερομηνία έναρξης της ισχύος του, ήτοι η 20ή Δεκεμβρίου 2013, είναι η κρίσιμη ημερομηνία από την οποία οι ενδιαφερόμενοι παραγωγοί ζάχαρης ήταν πλέον σε θέση, αφενός, να γνωρίζουν το ακριβές ποσό των αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών, στηριζόμενοι στους υπολογισμούς της Επιτροπής όπως διορθώθηκαν προκειμένου να ληφθεί υπόψη η νομολογία του Δικαστηρίου, και, αφετέρου, να ασκήσουν, κατά συνέπεια, νομίμως αγωγές με αίτημα την επιστροφή των εισφορών αυτών. |
42 |
Στο πλαίσιο αυτό, όπως προκύπτει κατ’ αρχάς από το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1360/2013, το σημείο 1 του παραρτήματος του κανονισμού περιλαμβάνει πίνακα στον οποίο καθορίζονται οι εισφορές επί της παραγωγής στον τομέα της ζάχαρης, εκφραζόμενες υπό τη μορφή ποσού σε ευρώ ανά τόνο προϊόντος, για κάθε περίοδο εμπορίας, αρχής γενομένης από την περίοδο εμπορίας 2001/2002 και έως την περίοδο εμπορίας 2005/2006. |
43 |
Στη συνέχεια, το άρθρο 2 του ίδιου κανονισμού ορίζει, κατ’ αρχήν, ότι η 30ή Σεπτεμβρίου 2014 είναι η καταληκτική ημερομηνία κατά την οποία τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν καταχωρίσει στους ιδίους πόρους της Ένωσης το ποσό των εισφορών που καθορίζονται στον κανονισμό 1360/2013. |
44 |
Τέλος, το άρθρο 3 του κανονισμού αυτού ορίζει απλώς και μόνον από ποιες ημερομηνίες έχουν εφαρμογή οι εισφορές επί της παραγωγής στις οποίες αναφέρεται το σημείο 1 του παραρτήματός του, όσον αφορά καθεμία από τις επίμαχες στην κύρια δίκη περιόδους εμπορίας. |
45 |
Διαπιστώνεται δε ότι, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 42 των προτάσεών της, ο κανονισμός 1360/2013 δεν περιέχει καμία διάταξη σχετική με τις διαδικασίες και τους όρους που πρέπει να εφαρμόζουν τα κράτη μέλη για την πραγμάτωση του δικαιώματος των επιχειρηματιών προς επιστροφή των εισφορών επί της παραγωγής τις οποίες είχαν καταβάλει αχρεωστήτως στον τομέα της ζάχαρης για τις επίμαχες στην κύρια δίκη περιόδους εμπορίας. |
46 |
Κατά πάγια νομολογία, ελλείψει εναρμονισμένων κανόνων που να διέπουν την επιστροφή φόρων επιβληθέντων κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, τα κράτη μέλη διατηρούν το δικαίωμα να εφαρμόζουν τις δικονομικές ρυθμίσεις οι οποίες προβλέπονται στην εσωτερική έννομη τάξη τους, ιδίως σε σχέση με την παραγραφή ή με τις αποσβεστικές προθεσμίες, υπό την επιφύλαξη της τήρησης των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Q-Beef και Bosschaert, C-89/10 και C‑96/10, EU:C:2011:555, σκέψη 34, και της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Caterpillar Financial Services, C-500/16, EU:C:2017:996, σκέψη 37). |
47 |
Η τήρηση των ως άνω αρχών επιβάλλει να μην είναι οι δικονομικές αυτές ρυθμίσεις λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοια αιτήματα στηριζόμενα στις διατάξεις του εθνικού δικαίου (αρχή της ισοδυναμίας) και να μην έχουν διαμορφωθεί με τέτοιον τρόπο ώστε να καθιστούν, στην πράξη, αδύνατη την άσκηση των δικαιωμάτων τα οποία παρέχονται από την έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (πρβλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Zuckerfabrik Jülich κ.λπ., C-113/10, C-147/10 και C-234/10, EU:C:2012:591, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
48 |
Ως προς το σημείο αυτό, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, η εφαρμογή των εσωτερικών κανόνων συνάδει με τις εν λόγω αρχές διότι, εφόσον τηρείται η γενική προθεσμία που ισχύει για την παραγραφή στο γερμανικό φορολογικό δίκαιο, επιτρέπουν διόρθωση στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πράξεις της Ένωσης τροποποιούνται αναδρομικώς. Εντούτοις, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως συνάγεται επίσης, κατ’ ουσίαν, ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, ο απρόσβλητος χαρακτήρας τον οποίο προσδίδει το γερμανικό δίκαιο στην πράξη καταλογισμού φόρου αποκλείει την υποβολή αίτησης επιστροφής των εισφορών βασιζόμενης στον κανονισμό 1360/2013, σε περίπτωση που η ισχύουσα προθεσμία παραγραφής έχει παρέλθει κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης αυτής. |
49 |
Υπενθυμίζεται πάντως ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου την οποία καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να δώσει στον εθνικό δικαστή χρήσιμη απάντηση που θα του παράσχει τη δυνατότητα να επιλύσει τη διαφορά ενώπιόν του. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αντλήσει από το σύνολο των πληροφοριών που παρέχει το εθνικό δικαστήριο, και ιδίως από την αιτιολογία της αποφάσεως περί παραπομπής, τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης τα οποία χρήζουν ερμηνείας λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς της κύριας δίκης (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2019, Generálny riaditeľ Sociálnej poisťovne Bratislava, C-447/18, EU:C:2019:1098, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
50 |
Επομένως, εν προκειμένω, πρέπει να ελεγχθεί επιπλέον αν είναι σύμφωνοι με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας οι εθνικοί κανόνες οι οποίοι διέπουν την άσκηση του δικαιώματος επιστροφής του υπερβάλλοντος ποσού που έχουν καταβάλει οι παραγωγοί ζάχαρης στο πλαίσιο των προβλεπόμενων από τον κανονισμό 1260/2001 εισφορών επί της παραγωγής, όπως καθορίζονται οριστικώς στον κανονισμό 1360/2013 για τις επίμαχες στην κύρια δίκη περιόδους εμπορίας, και οι οποίοι, όπως ερμηνεύονται και εφαρμόζονται από τα αρμόδια δικαστήρια, δεν επιτρέπουν την υποβολή αίτησης επιστροφής μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού 1360/2013, με την αιτιολογία ότι έχει λήξει η προθεσμία παραγραφής που ισχύει για τέτοιες αιτήσεις. |
51 |
Στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει κατ’ αρχάς να εξεταστεί αν οι κανόνες αυτοί συμβιβάζονται με την αρχή της αποτελεσματικότητας. Κατά πάγια νομολογία, κάθε περίπτωση στην οποία τίθεται το ζήτημα αν εθνική δικονομική διάταξη καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένης υπόψη της θέσης που έχει η διάταξη αυτή σε σχέση με την όλη διαδικασία, τη διεξαγωγή της και τις ιδιαιτερότητές της ενώπιον των διαφόρων εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων. Υπό την οπτική αυτή, πρέπει μεταξύ άλλων να λαμβάνονται υπόψη, ανάλογα με την περίπτωση, η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας (αποφάσεις της 20ής Οκτωβρίου 2016, Danqua, C-429/15, EU:C:2016:789, σκέψη 42, και της 22ας Φεβρουαρίου 2018, INEOS Köln, C-572/16, EU:C:2018:100, σκέψη 44). |
52 |
Όσον αφορά, ειδικότερα, την παραγραφή και τις αποσβεστικές προθεσμίες, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως αποφανθεί ότι, όταν καθορίζεται εύλογη προθεσμία για την άσκηση ένδικων βοηθημάτων, πληρούται κατ’ αρχήν η απαίτηση αποτελεσματικότητας στον βαθμό που ο καθορισμός αυτός συνιστά εφαρμογή της θεμελιώδους αρχής της ασφάλειας δικαίου, η οποία προστατεύει ταυτόχρονα τόσο τον ενδιαφερόμενο όσο και τη Διοίκηση, έστω και αν η παρέλευση της σχετικής προθεσμίας μπορεί, εξ ορισμού, να έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να προβάλουν, εν όλω ή εν μέρει, τα δικαιώματά τους (πρβλ. απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2018, INEOS Köln, C‑572/16, EU:C:2018:100, σκέψεις 46 και 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Παραδείγματος χάριν, έχει κριθεί εύλογη μια τριετής αποσβεστική προθεσμία η οποία προβλεπόταν από την αντίστοιχη εθνική νομοθεσία (απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Q‑Beef και Bosschaert, C-89/10 και C-96/10, EU:C:2011:555, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
53 |
Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει με απόλυτη σαφήνεια ότι η Cargill Deutschland δεν μπορεί πλέον, κατ’ εφαρμογήν του εθνικού δικαίου, να αξιώσει την επιστροφή των εισφορών που αφορούν τις επίμαχες στην κύρια δίκη περιόδους εμπορίας, δεδομένου ότι, όπως υπενθυμίστηκε στις σκέψεις 21 και 22 της παρούσας αποφάσεως, έχει λήξει η προθεσμία η οποία προβλέπεται για την παραγραφή των αξιώσεων επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών. Τούτο ισχύει, σύμφωνα με τα όσα εκτίθενται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, παρά το γεγονός ότι ο κανονισμός 1360/2013 τροποποίησε αναδρομικώς το δίκαιο της Ένωσης, αντικαθιστώντας τις διατάξεις των κανονισμών οι οποίοι είχαν προηγουμένως κηρυχθεί ανίσχυροι από το Δικαστήριο και επί των οποίων στηρίζονταν οι αντίστοιχες αποφάσεις περί καθορισμού του φόρου και πράξεις καταλογισμού φόρου. Αυτή η αναδρομική τροποποίηση απορρέει από το άρθρο 3, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, του ως άνω κανονισμού, το οποίο ορίζει από ποιες ημερομηνίες έχουν εφαρμογή οι εισφορές επί της παραγωγής στις οποίες αναφέρεται το σημείο 1 του παραρτήματός του, όσον αφορά καθεμία από τις επίμαχες στην κύρια δίκη περιόδους εμπορίας. |
54 |
Όπως όμως επισήμανε κατ’ ουσίαν η γενική εισαγγελέας στο σημείο 60 των προτάσεών της, θα ήταν αδύνατο, στην πράξη, για την Cargill Deutschland να υποβάλει αίτηση επιστροφής πριν συμπληρωθεί η προβλεπόμενη προς τούτο τετραετής παραγραφή, δεδομένου ότι η σχετική προθεσμία έληξε πριν καν αρχίσει να ισχύει ο κανονισμός 1360/2013, στις 20 Δεκεμβρίου 2013, ήτοι προτού ο νομοθέτης της Ένωσης διορθώσει τις εισφορές επί της παραγωγής στον τομέα της ζάχαρης για τις επίμαχες στην κύρια δίκη περιόδους εμπορίας, δυνάμει του άρθρου 1 και του παραρτήματος του κανονισμού αυτού. |
55 |
Επομένως, εφόσον, όπως διευκρινίστηκε με τις σκέψεις 40 και 41 της παρούσας αποφάσεως, οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν μπορούσαν, πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 1360/2013, να υπολογίσουν επακριβώς το ποσό το οποίο θα αφορούσε μια ενδεχόμενη επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών από επιχειρηματίες που αντλούν δικαιώματα από τον εν λόγω κανονισμό και εφόσον ούτε οι ίδιοι οι επιχειρηματίες ήταν σε θέση να γνωρίζουν το ποσό αυτό, οι εθνικοί κανόνες, οι οποίοι ερμηνεύονται από το αιτούν δικαστήριο υπό την έννοια ότι προβλέπουν ότι η ισχύουσα προθεσμία παραγραφής έληγε πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 1360/2013, καθιστούν αδύνατη, στην πράξη, την άσκηση του δικαιώματος που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στους επιχειρηματίες αυτούς, να λάβουν επιστροφή των εισφορών επί της παραγωγής τις οποίες είχαν καταβάλει αχρεωστήτως για τις επίμαχες στην κύρια δίκη περιόδους εμπορίας. |
56 |
Το ως άνω συμπέρασμα δεν μπορεί να αναιρεθεί από το επιχείρημα το οποίο προβλήθηκε από το κεντρικό τελωνείο του Krefeld κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι δηλαδή ένας συνετός επιχειρηματίας θα μπορούσε να προσβάλει τις πράξεις καταλογισμού φόρου πριν από τη λήξη της ισχύουσας προθεσμίας παραγραφής. Πράγματι, διαπιστώνεται ότι οι προβλεπόμενοι από το εθνικό δίκαιο δικονομικοί κανόνες καθιστούν αδύνατη, στην πράξη, την άσκηση δικαιώματος που παρέχεται σε επιχειρηματία από ενωσιακή ρύθμιση η οποία θέτει οριστικώς τις προϋποθέσεις που διέπουν το δικαίωμα αυτό, δεδομένου ότι οι εν λόγω κανόνες εξαρτούν την άσκηση του δικαιώματος από τον όρο ότι ο επιχειρηματίας πρέπει, προτού καν τεθεί σε ισχύ η προαναφερθείσα ρύθμιση, να έχει υποβάλει αίτηση ή ασκήσει προσφυγή για να προσβάλει εθνικές αποφάσεις στηριζόμενες σε προηγούμενη εκδοχή της ίδιας ενωσιακής ρύθμισης, την οποία το Δικαστήριο έχει εν τω μεταξύ κηρύξει ανίσχυρη. |
57 |
Από την ανάλυση που προηγήθηκε, ιδίως δε από τα στοιχεία σχετικά με την αρχή της αποτελεσματικότητας και από το συμπέρασμα το οποίο έγινε συναφώς δεκτό στη σκέψη 55 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι δεν είναι απαραίτητο να εξεταστεί κατά πόσον η αρχή της ισοδυναμίας μπορεί να έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση. |
58 |
Κατόπιν όλων των ανωτέρω, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο κανονισμός 1360/2013 έχει την έννοια ότι:
|
Επί των δικαστικών εξόδων
59 |
Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται. |
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται: |
Ο κανονισμός (ΕΕ) 1360/2013 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με τον καθορισμό των εισφορών στην παραγωγή στον τομέα της ζάχαρης για τις περιόδους εμπορίας 2001/2002, 2002/2003, 2003/2004, 2004/2005 και 2005/2006, του συντελεστή που απαιτείται για τον υπολογισμό της συμπληρωματικής εισφοράς για τις περιόδους εμπορίας 2001/2002 και 2004/2005 και των ποσών που πρέπει να καταβληθούν από τις βιομηχανίες ζάχαρης στους πωλητές ζαχαρότευτλων λόγω της διαφοράς μεταξύ του ανώτατου ποσού των εισφορών και του ποσού των εισφορών αυτών που πρέπει να εισπραχθούν για τα έτη εμπορίας 2002/2003, 2003/2004 και 2005/2006, έχει την έννοια ότι: |
|
|
(υπογραφές) |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.