ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
NILS WAHL
της 29ης Νοεμβρίου 2018 ( 1 )
Υπόθεση C‑617/17
Powszechny Zakład Ubezpieczeń na Życie S.A. w Warszawie
κατά
Prezes Urzędu Ochrony Konkurencji i Konsumentów
παρισταμένων των:
Edward Detka κ.λπ.
[αίτηση του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Αρχή ne bis in idem – Πεδίο εφαρμογής – Ανταγωνισμός – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Λήψη αποφάσεως από εθνική επιτροπή ανταγωνισμού – Επιβολή προστίμου βάσει του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού και του ενωσιακού δικαίου ανταγωνισμού»
|
1. |
Πρέπει να εφαρμόζεται η αρχή ne bis in idem σε περιπτώσεις όπου η εθνική αρχή ανταγωνισμού, με μία και μόνη απόφαση, έχει επιβάλει πρόστιμο σε επιχείρηση για μια αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά επί τη βάσει της συντρέχουσας εφαρμογής των εθνικών και ενωσιακών κανόνων ανταγωνισμού; Αυτή είναι η ουσία των ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση. |
I. Το νομικό πλαίσιο
Α. Το δίκαιο της Ένωσης
|
2. |
Ο κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 ( 2 ) περιέχει κανόνες για την εφαρμογή των νυν άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ. Μεταξύ άλλων, ο κανονισμός περιέχει κανόνες για την παράλληλη εφαρμογή εθνικών και ενωσιακών κανόνων ανταγωνισμού. |
|
3. |
Στην αιτιολογική σκέψη 8 επεξηγείται ότι προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων ανταγωνισμού, οι αρχές ανταγωνισμού και τα δικαστήρια των κρατών μελών θα πρέπει να υποχρεούνται, όταν εφαρμόζουν το εθνικό δίκαιο του ανταγωνισμού σε συμφωνίες και πρακτικές που μπορεί να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, να εφαρμόζουν επίσης τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ. |
|
4. |
Η αιτιολογική σκέψη 9 επεξηγεί περαιτέρω ότι τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ επιδιώκουν την προστασία του ανταγωνισμού στην αγορά. Ο κανονισμός δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν στο έδαφος τους εθνική νομοθεσία με την οποία προστατεύονται άλλα έννομα συμφέροντα, υπό τον όρο ότι η νομοθεσία αυτή είναι συμβατή με τις γενικές αρχές και τις υπόλοιπες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου. Εφόσον η συγκεκριμένη εθνική νομοθεσία επιδιώκει κατά κύριο λόγο σκοπό διαφορετικό από την προστασία του ανταγωνισμού στην αγορά, οι αρχές ανταγωνισμού και τα δικαστήρια των κρατών μελών δύνανται να εφαρμόζουν την εν λόγω νομοθεσία στο έδαφός τους. |
|
5. |
Το άρθρο 3 του κανονισμού αφορά τη σχέση μεταξύ των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ και των εθνικών κανόνων ανταγωνισμού. Η εν λόγω διάταξη ορίζει τα εξής: «1. Οσάκις οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών ή τα εθνικά δικαστήρια εφαρμόζουν την εθνική νομοθεσία ανταγωνισμού σε συμφωνίες, αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων ή εναρμονισμένες πρακτικές κατά την έννοια του άρθρου [101 ΣΛΕΕ], οι οποίες είναι πιθανόν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εφαρμόζουν επίσης το άρθρο [101 ΣΛΕΕ] στις εν λόγω συμφωνίες, αποφάσεις ή εναρμονισμένες πρακτικές. Όταν οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών ή τα εθνικά δικαστήρια εφαρμόζουν την εθνική νομοθεσία ανταγωνισμού σε τυχόν καταχρηστική πρακτική που απαγορεύεται από το άρθρο [102 ΣΛΕΕ], εφαρμόζουν επίσης το άρθρο [102 ΣΛΕΕ]. 2. Η εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας ανταγωνισμού δεν επιτρέπεται να έχει ως αποτέλεσμα την απαγόρευση συμφωνιών, αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων ή εναρμονισμένων πρακτικών οι οποίες είναι πιθανόν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, αλλά οι οποίες δεν περιορίζουν τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου [101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ] ή οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου [101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ] ή καλύπτονται από κανονισμό για την εφαρμογή του άρθρου [101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ]. Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν και να εφαρμόζουν στο έδαφός τους αυστηρότερες εθνικές διατάξεις οι οποίες να απαγορεύουν ή να επιβάλλουν κυρώσεις σε μονομερή συμπεριφορά στην οποία επιδίδονται επιχειρήσεις. […]» |
|
6. |
Το άρθρο 5 του κανονισμού αφορά τις αρμοδιότητες των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών. Το εν λόγω άρθρο ορίζει τα εξής: «Οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών είναι αρμόδιες να εφαρμόζουν τα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Προς τον σκοπό αυτό, δύνανται, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας, να εκδίδουν τις ακόλουθες αποφάσεις:
[…]». |
Β. Εθνική νομοθεσία
|
7. |
Το άρθρο 8 του νόμου περί προστασίας του ανταγωνισμού και των καταναλωτών, της 15ης Δεκεμβρίου 2000 (στο εξής: νόμος περί προστασίας του ανταγωνισμού), ( 3 ) ορίζει ότι: «1. Απαγορεύεται η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως στη σχετική αγορά εκ μέρους μίας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων. 2. Η κατάχρηση αυτή δύναται να συνίσταται μεταξύ άλλων: […]
[…]» |
|
8. |
Το άρθρο 101 του νόμου αυτού ορίζει τα εξής: «1. Ο προϊστάμενος της υπηρεσίας προστασίας του ανταγωνισμού και των καταναλωτών μπορεί με απόφασή του να επιβάλει σε μια επιχείρηση χρηματικό πρόστιμο, το ύψος του οποίου δεν μπορεί να υπερβαίνει το 10 % των εσόδων που πραγματοποίησε η επιχείρηση κατά το οικονομικό έτος που προηγήθηκε του έτους της επιβολής του προστίμου σε περίπτωση που η επιχείρηση, έστω και από αμέλεια παρέβη:
[…]». |
II. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα
|
9. |
Η υπό κρίση υπόθεση αφορά διαφορά μεταξύ του Prezes Urzędu Ochrony Konkurencji i Konsumentów [προϊσταμένου της πολωνικής υπηρεσίας προστασίας του ανταγωνισμού και των καταναλωτών (στο εξής: εθνική αρχή ανταγωνισμού)] και της πολωνικής ασφαλιστικής εταιρίας Powszechny Zakład Ubezpieczeń na Zycie S.A. (στο εξής: εμπλεκόμενη επιχείρηση), όσον αφορά ένα πρόστιμο που επέβαλε η εθνική αρχή ανταγωνισμού στην επιχείρηση για συμπεριφορά αντίθετη προς τον ανταγωνισμό. |
|
10. |
Με την από 25 Οκτωβρίου 2007 απόφασή της, η εθνική αρχή ανταγωνισμού διαπίστωσε ότι η εμπλεκόμενη επιχείρηση προέβη σε καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεώς της στην αγορά της ομαδικής ασφαλίσεως ζωής για εργαζομένους στην Πολωνία, μέσω της λήψεως μέτρων που εμπόδιζαν τον ανταγωνισμό στην αγορά αυτή. Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι η εμπλεκόμενη επιχείρηση παρέβη την απαγόρευση του άρθρου 8 του νόμου περί προστασίας του ανταγωνισμού. Επιπλέον, η εθνική αρχή ανταγωνισμού διαπίστωσε ότι η συμπεριφορά αυτή μπορούσε να επιδράσει αρνητικά στη δυνατότητα αλλοδαπών ασφαλιστών να εισέλθουν στην πολωνική αγορά, πράγμα που μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Κατά συνέπεια, η εθνική αρχή ανταγωνισμού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επιχείρηση, παράλληλα με το εθνικό δίκαιο ανταγωνισμού, παρέβη και το νυν άρθρο 102 ΣΛΕΕ. |
|
11. |
Βάσει των σκέψεων αυτών, η εθνική αρχή ανταγωνισμού επέβαλε στην εμπλεκόμενη επιχείρηση πρόστιμο συνολικού ύψους 50361080 πολωνικών ζλότι (PLN). Το πρόστιμο αυτό αποτελείται από δύο χωριστά υπολογισμένα ποσά. Το ένα ποσό υπολογίστηκε για την παράβαση των διατάξεων του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού και το άλλο κυρίως για την παραβίαση του ενωσιακού δικαίου ανταγωνισμού. Πιο συγκεκριμένα, στην απόφαση της εθνικής αρχής ανταγωνισμού διευκρινίστηκε ότι: «1. Κατά τον προσδιορισμό του ύψους του προστίμου πρέπει να ληφθεί ως βάση η διάρκεια της επίμαχης συμπεριφοράς της [εμπλεκόμενης επιχειρήσεως] μεταξύ της 1ης Απριλίου 2001 και της διαπιστώσεως της παραβάσεως του [νόμου περί προστασίας του ανταγωνισμού], δηλαδή 78 πλήρεις μήνες (έξι έτη και έξι μήνες). 2. Μπορεί να γίνει λόγος για τον εκτιθέμενο στην παρούσα απόφαση αρνητικό επηρεασμό του μεταξύ των κρατών μελών εμπορίου από την επίμαχη συμπεριφορά, μόνον από της προσχωρήσεως της Πολωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή από την 1η Μαΐου 2004. 3. Το ύψος του προστίμου για την παράβαση του άρθρου [102 ΣΛΕΕ] (σε συνδυασμό με το άρθρο 5 του [κανονισμού 1/2003]) στηρίζεται στη συμπεριφορά που επέδειξε η [εμπλεκόμενη επιχείρηση] κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 1ης Μαΐου 2004 και της διαπιστώσεως της παραβάσεως των διατάξεων αυτών, δηλαδή επί 41 πλήρεις μήνες (τρία έτη και πέντε μήνες). 4. Το πρόστιμο για τη συμπεριφορά της [εμπλεκόμενης επιχειρήσεως] κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 1ης Απριλίου 2001 και της διαπιστώσεως της παραβάσεως των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει από το άρθρο 101, παράγραφος 1, σημεία 1 και 2, του νόμου [περί προστασίας του ανταγωνισμού]. 5. Η συμπεριφορά της [εμπλεκόμενης επιχειρήσεως] κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 1ης Μαΐου 2004 και της διαπιστώσεως της παραβάσεως επηρέασε τόσο την εθνική αγορά όσο και το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, οπότε εν προκειμένω τυγχάνει εφαρμογής (παράλληλα με τις αναφερθείσες στο σημείο 4 διατάξεις) και το άρθρο 5 του [κανονισμού 1/2003]. 6. Για την παράβαση των εθνικών διατάξεων […] λαμβανομένης υπόψη της διάρκειας της παραβάσεως, θα πρέπει να επιβληθεί στην [εμπλεκόμενη επιχείρηση] πρόστιμο ύψους 33022892,77 PLN, το οποίο αντιστοιχεί στο 65,55 % του αρχικώς καθορισθέντος συνολικού προστίμου. 7. Για την παράβαση του άρθρου [102 ΣΛΕΕ] σε συνδυασμό με το άρθρο 5 του κανονισμού 1/2003, λαμβανομένων υπόψη της διάρκειας της παραβάσεως και του ενδεχόμενου επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών, θα πρέπει να επιβληθεί στην [εμπλεκόμενη επιχείρηση] πρόστιμο ύψους 17358187,23 PLN, το οποίο αντιστοιχεί στο 34,45 % του αρχικώς καθορισθέντος συνολικού προστίμου». |
|
12. |
Αφού προσέβαλε ανεπιτυχώς την απόφαση της εθνικής επιτροπής ανταγωνισμού ενώπιον δύο κατώτερων δικαστηρίων ουσίας, η εμπλεκόμενη επιχείρηση άσκησε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, η εμπλεκόμενη επιχείρηση υποστήριξε ότι και τα δυο ποσά αφορούν την ίδια συμπεριφορά και ότι κατά συνέπεια της επιβλήθηκε δύο φορές πρόστιμο για την ίδια συμπεριφορά. Τούτο συνιστά, κατά την εν λόγω επιχείρηση, παραβίαση της αρχής ne bis in idem. |
|
13. |
Διατηρώντας αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία της εν λόγω αρχής στο ενωσιακό δίκαιο, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιον του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
|
|
14. |
Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η εμπλεκόμενη επιχείρηση, η εθνική αρχή ανταγωνισμού, η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς επίσης και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Σύμφωνα με το άρθρο 76, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση στην υπό κρίση υπόθεση. |
III. Ανάλυση
|
15. |
Με τα ερωτήματα που υπέβαλε, το αιτούν δικαστήριο επιχειρεί κατά βάση να διαπιστώσει κατά πόσον, λόγω της αρχής ne bis in idem, μια εθνική αρχή ανταγωνισμού δεν μπορεί να επιβάλει σε μια επιχείρηση, με μία μόνο απόφασή της, πρόστιμο για αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά επί τη βάσει τόσο των εθνικών όσο και των ενωσιακών κανόνων ανταγωνισμού. |
|
16. |
Όπως υποστήριξαν όλοι οι μετέχοντες της διαδικασίας, πλην της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως, η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα έπρεπε να είναι αρνητική ( 4 ). |
|
17. |
Θα εξηγήσω σε τρία στάδια για ποιο λόγο η απάντηση αυτή είναι επιβεβλημένη. Σε ένα πρώτο στάδιο, θα κάνω ορισμένες γενικές παρατηρήσεις που αφορούν τον σκοπό της αρχής ne bis in idem. Σε ένα δεύτερο στάδιο, θα εξετάσω τις βασικές αρχές της νομολογίας του Δικαστηρίου που αφορούν την εφαρμογή της αρχής αυτής στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού. Σε ένα τρίτο και τελευταίο στάδιο, θα καταδείξω τη σημασία της αρχής ne bis in idem στη διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. |
Α. Ο σκοπός της αρχής ne bis in idem
|
18. |
Η αρχή ne bis in idem αποτελεί αδιαμφισβήτητα έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους για κάθε νομικό σύστημα που βασίζεται στην αρχή του κράτους δικαίου ( 5 ). Σε γενικές γραμμές, ως άμεση απόρροια της αρχής του δεδικασμένου, ο σκοπός της έγκειται στην κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και της ισότητας, στο να διασφαλισθεί ότι, εφόσον ο ενδιαφερόμενος έχει διωχθεί και, κατά περίπτωση, έχει τιμωρηθεί, το πρόσωπο αυτό θα έχει τη βεβαιότητα ότι δεν θα διωχθεί εκ νέου για την ίδια παράβαση. Αντίθετα, αν αθωωθεί, η αρχή διασφαλίζει ότι θα έχει τη βεβαιότητα ότι δεν θα κινηθεί εις βάρος του άλλη δικαστική διαδικασία για την ίδια πράξη ( 6 ). |
|
19. |
Το Δικαστήριο έχει καταστήσει σαφές ότι η αρχή ne bis in idem εφαρμόζεται και στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, ενός κλάδου δικαίου που ανάλογα με την οπτική που θα επιλεγεί βρίσκεται στην γκρίζα περιοχή, κάπου ανάμεσα στο ποινικό και το διοικητικό δίκαιο ( 7 ). Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η αρχή ne bis in idem πρέπει να τηρείται στις διαδικασίες επιβολής προστίμου στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού: κατά συνέπεια, μια επιχείρηση δεν θα πρέπει να καταδικάζεται ούτε να διώκεται εκ νέου για μια αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά σε σχέση με την οποία είτε της έχει ήδη επιβληθεί κύρωση είτε κρίθηκε ότι δεν φέρει ευθύνη με προγενέστερη απόφαση που δεν δύναται πλέον να προσβληθεί ( 8 ). |
|
20. |
Εντούτοις, όπως συμβαίνει και σε άλλους κλάδους δικαίου, η αρχή ne bis in idem μπορεί να εφαρμοσθεί στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού μόνο αν συντρέχουν δύο προϋποθέσεις: πρώτον, ότι επαναλαμβάνεται η διαδικασία και, δεύτερον, ότι η δεύτερη διαδικασία αφορά την ίδια αντίθετη στον ανταγωνισμό συμπεριφορά. |
|
21. |
Αυτές οι προϋποθέσεις, δηλαδή, η ύπαρξη μιας δεύτερης διαδικασίας (bis) για το ίδιο αδίκημα (idem) απορρέουν απευθείας από τη διατύπωση του άρθρου 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), διάταξη που προβλέπει το δικαίωμα να μη δικάζεται ούτε να τιμωρείται κανείς δύο φορές στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών για το ίδιο αδίκημα. Κατά τη διάταξη αυτή, «κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με το νόμο». Αντικατοπτρίζοντας το περιεχόμενο του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου 7 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ), το άρθρο 50 του Χάρτη αναφέρεται ρητώς στην επανάληψη της διαδικασίας σε σχέση με την ίδια υλική πράξη που έχει κριθεί με απόφαση που έχει αποκτήσει την ισχύ δεδικασμένου. |
|
22. |
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονισθεί ότι η αρχή ne bis in idem δεν αποτελεί μέτρο συγκρίσεως με βάση το οποίο θα κριθεί η αναλογικότητα μιας (ποινικής) κυρώσεως σε μια συγκεκριμένη διαδικασία. Ο σκοπός της έγκειται αλλού: διασφαλίζει ότι ο παραβάτης δεν δικάζεται ή δεν τιμωρείται διαδοχικά παραπάνω από μια φορά για την ίδια συμπεριφορά και, κατά συνέπεια, το εν λόγω πρόσωπο μπορεί να είναι βέβαιο ότι «έχει εξαλειφθεί η ενοχή του και δεν χρειάζεται να φοβάται την επιβολή νέας κυρώσεως» όσον αφορά τη συγκεκριμένη συμπεριφορά ( 9 ). Με άλλα λόγια, η αρχή δεν έχει εφαρμογή στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του αν μια πράξη μπορεί ορθώς να συνιστά περισσότερα από ένα αδικήματα ( 10 ) ή εάν η συσσώρευση κυρώσεων σε μια διαδικασία είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας. |
|
23. |
Στο επόμενο μέρος, θα παραθέσω τις βασικές αρχές της νομολογίας του Δικαστηρίου που βρίσκονται στην καρδιά των ερωτημάτων της υπό κρίση υποθέσεως. |
Β. Η έννοια του idem στο δίκαιο του ανταγωνισμού
|
24. |
Στη νομολογία του, το Δικαστήριο έχει διαμορφώσει συγκεκριμένα κριτήρια τα οποία αναμφίβολα οριοθετούν το πεδίο εφαρμογής της αρχής ne bis in idem στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού. Αυτά τα κριτήρια αφορούν την ερμηνεία του λεγόμενου idem στοιχείου της αρχής. Δηλαδή, τα κριτήρια για να διαπιστωθεί κατά πόσον η δεύτερη διαδικασία αφορά το «ίδιο αδίκημα» ( 11 ). |
|
25. |
Κατά το δίκαιο της Ένωσης, το αν πρόκειται για το ίδιο αδίκημα καθορίζεται κατά κανόνα βάσει ενός διττού κριτηρίου: τα πραγματικά περιστατικά και ο παραβάτης πρέπει να είναι τα ίδια. Ο νομικός χαρακτηρισμός ή το προστατευόμενο έννομο συμφέρον, δεν αποτελούν, αντιθέτως, καθοριστικά στοιχεία για τους σκοπούς της εφαρμογής της αρχής ne bis in idem. Η προσέγγιση αυτή, που αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό την πρόσφατη νομολογία του ΕΔΔΑ ( 12 ), έχει εφαρμοστεί από το Δικαστήριο σε υποθέσεις που αφορούν την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις ( 13 ). |
|
26. |
Αυτό όμως δεν συμβαίνει σε υποθέσεις που αφορούν το δίκαιο του ανταγωνισμού. Σε αντίθεση με την προσέγγιση που περιγράφεται στο προηγούμενο σημείο, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα αποφανθεί ότι στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού –και συγκεκριμένα στο πλαίσιο της παράλληλης διώξεως ή επιβολής κυρώσεων από την Επιτροπή και από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού– έχει επίσης σημασία το προστατευόμενο έννομο συμφέρον. Με άλλα λόγια, η αρχή ne bis in idem τότε μόνον μπορεί να εφαρμοστεί, όταν πληρούνται σωρευτικά τα τρία κριτήρια όσον αφορά το στοιχείο idem. Αυτό σημαίνει ότι: στις διαδικασίες που συγκρίνονται, τα πραγματικά περιστατικά πρέπει να είναι ίδια, ο παραβάτης πρέπει να είναι ο ίδιος και τα προστατευόμενα έννομα συμφέροντα πρέπει να είναι ίδια ( 14 ). |
|
27. |
Η αρχή αυτή ανατρέχει στην απόφαση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως Wilhelm κ.λπ. ( 15 ). Στην υπόθεση εκείνη, τέθηκε στο Δικαστήριο το ερώτημα κατά πόσο μια εθνική αρχή ανταγωνισμού μπορούσε να ασκήσει διώξεις κατά ενός καρτέλ για το οποίο είχε ήδη εκδώσει απόφαση η Επιτροπή. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η εθνική αρχή ανταγωνισμού είχε πράγματι τη δυνατότητα αυτή, δεδομένου ότι το εθνικό δίκαιο ανταγωνισμού και το ενωσιακό δίκαιο ανταγωνισμού αντιμετωπίζουν την αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά από διαφορετική σκοπιά. Αντιστοίχως, ενώ το ενωσιακό δίκαιο ανταγωνισμού εξετάζει τη συμπεριφορά αυτή υπό το πρίσμα των εμποδίων που θα μπορούσαν να προκληθούν στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, κάθε εθνική νομοθεσία βασίζεται σε λόγους που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη νομοθεσία και εξετάζει τα καρτέλ μόνο σε αυτό το πλαίσιο. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο απέρριψε, κατ’ ουσίαν, την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem σε ένα τέτοιο πλαίσιο ( 16 ). |
|
28. |
Βασιζόμενο στην κρίση του επί της υποθέσεως Wilhelm κ.λπ., το Δικαστήριο εκτίμησε τη δυνατότητα εφαρμογής της αρχής ne bis in idem και ειδικότερα την ύπαρξη του idem, σε πολυάριθμες διαφορετικές περιπτώσεις στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού. |
1. Η προσέγγιση του Δικαστηρίου
|
29. |
Ενδείκνυται να αρχίσω με το είδος της καταστάσεως που από πλευράς πραγματικών περιστατικών μοιάζει περισσότερο με τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως και, συγκεκριμένα, με μια κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή και μια εθνική αρχή ανταγωνισμού έλαβαν μέτρα κατά του ίδιου παραβάτη βάσει της ίδιας αντίθετης με τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς (συμφωνία συμπράξεως). |
|
30. |
Στην υπόθεση Aalborg Portland ( 17 ) το Δικαστήριο διατύπωσε την αρχή ότι μπορεί να γίνει επίκληση της αρχής ne bis in idem μόνον όταν υπάρχει ταυτότητα πραγματικών περιστατικών, παραβάτη και προστατευόμενου εννόμου συμφέροντος. Κατά το Δικαστήριο, η αρχή διασφαλίζει επομένως ότι το ίδιο πρόσωπο δεν μπορεί να τιμωρηθεί περισσότερο από μία φορά για μία και μόνη παράνομη συμπεριφορά προς προστασία του ίδιου εννόμου αγαθού ( 18 ). Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι μια επιχείρηση δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή ne bis in idem, όταν η Επιτροπή έχει επιβάλει κυρώσεις σε μια επιχείρηση για συμπεριφορά διαφορετική από αυτή που καταλογίστηκε στην ίδια επιχείρηση και αποτέλεσε αντικείμενο προγενέστερης αποφάσεως μιας εθνικής αρχής ανταγωνισμού. Τούτο ισχύει επίσης και στις περιπτώσεις όπου οι δύο αποφάσεις αφορούν άρρηκτα συνδεδεμένες συμβάσεις και συμφωνίες. |
|
31. |
Στην υπόθεση Toshiba ( 19 ), το Δικαστήριο επανέλαβε την αρχή που διατυπώθηκε στην υπόθεση Aalborg Portland ως προς την προϋπόθεση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, του παραβάτη και του προστατευόμενου εννόμου συμφέροντος. Τούτο δε, παρόλο που η γενική εισαγγελέας J. Kokott προέτρεψε το Δικαστήριο να απορρίψει την προϋπόθεση σχετικά με την ταυτότητα του προστατευομένου έννομου συμφέροντος και, αντί αυτής, να εφαρμόσει το διττό κριτήριο της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών και του παραβάτη που εφαρμόζεται σε άλλους κλάδους του ενωσιακού δικαίου ( 20 ). |
|
32. |
Στην απόφασή του, το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε ρητά με το ζήτημα κατά πόσον τα έννομα συμφέροντα που προστατεύονταν από το εθνικό και το ενωσιακό δίκαιο ανταγωνισμού ήταν τα ίδια στην υπό κρίση υπόθεση. Πράγματι, το ζήτημα μπορούσε να εξετασθεί από διαφορετική οπτική γωνία: τα πραγματικά περιστατικά των δύο διαδικασιών δεν ήταν τα ίδια και, ως εκ τούτου, η αρχή ne bis idem δεν είχε εν πάση περιπτώσει εφαρμογή. Το σκεπτικό του Δικαστηρίου στην περίπτωση εκείνη στηρίχθηκε στο γεγονός ότι η εθνική αρχή ανταγωνισμού είχε επιβάλει πρόστιμο στις επιχειρήσεις που είχαν συμμετάσχει σε καρτέλ λόγω των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων του εν λόγω καρτέλ στο εν λόγω κράτος μέλος πριν από την προσχώρησή του στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Από την πλευρά της, η Επιτροπή είχε προηγουμένως λάβει απόφαση επιβάλλοντας πρόστιμο στα ίδια μέλη του καρτέλ, μια απόφαση που δεν σκοπούσε στην επιβολή κυρώσεων για τα αποτελέσματα πριν από την προσχώρηση ( 21 ). |
|
33. |
Εξάλλου, το Δικαστήριο έκρινε ότι το στοιχείο idem έλλειπε από την υπόθεση Limburgse Vinyl ( 22 ), υπόθεση στην οποία τέθηκε το ζήτημα αν η αρχή ne bis in idem θα μπορούσε να εμποδίσει τη λήψη μιας δεύτερης αποφάσεως της Επιτροπής όσον αφορά την ίδια αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά, σε περίπτωση που η πρώτη απόφαση της Επιτροπής είχε ακυρωθεί από το Γενικό Δικαστήριο. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εφαρμογή της αρχής αυτής προϋποθέτει ότι το ζήτημα αν υπήρξε παράβαση έχει κριθεί ή ότι η νομιμότητα της εκτιμήσεως που διατυπώθηκε ως προς αυτήν έχει ελεγχθεί. Δεδομένου ότι δεν συνέβη κάτι τέτοιο στην υπόθεση Limburgse Vinyl, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχή αυτή δεν αποκλείει την έναρξη νέας διαδικασίας όσον αφορά την ίδια αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά, εφόσον η πρώτη απόφαση είχε ακυρωθεί για διαδικαστικούς λόγους χωρίς να έχει κριθεί επί της ουσίας το ζήτημα της προβαλλόμενης αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς. Αυτό ίσχυε, κατά το Δικαστήριο, διότι η απόφαση περί ακυρώσεως της πρώτης αποφάσεως δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως απόφαση «απαλλαγής». Σε μια τέτοια περίπτωση, οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν με τη νέα απόφαση απλώς αντικατέστησαν τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν με την πρώτη απόφαση που κρίθηκε ότι πάσχει διαδικαστικά σφάλματα ( 23 ). |
|
34. |
Τέλος, το Δικαστήριο εξέτασε επίσης τη δυνατότητα εφαρμογής της αρχής ne bis in idem σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η ίδια αντίθετη στον ανταγωνισμό συμπεριφορά διώκεται ή τιμωρείται τόσο εντός όσο και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. |
|
35. |
Για παράδειγμα, στην υπόθεση Showa Denko ( 24 ), το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα ότι μπορεί να γίνει επίκληση της αρχής ne bis in idem σε περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή ασκεί τις αρμοδιότητες της με βάση το ενωσιακό δίκαιο, μετά την επιβολή κυρώσεων από τις αρχές ενός κράτους μη μέλους εις βάρος επιχειρήσεων για συμμετοχή σε διεθνές καρτέλ, λόγω παραβιάσεως των κανόνων ανταγωνισμού που ισχύουν στο κράτος αυτό, όταν οι εν λόγω αρχές έχουν παρέμβει στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους ( 25 ). |
|
36. |
Στο πλαίσιο της τελευταίας αυτής νομολογίας σχετικά με την παράλληλη δίωξη ή τιμωρία από την Επιτροπή και τις αρχές ανταγωνισμού τρίτων κρατών, το Δικαστήριο υπογράμμισε τον διεθνή χαρακτήρα της επίμαχης συμπεριφοράς, καθώς και τις διαφορές ανάμεσα στα νομικά συστήματα, συμπεριλαμβανομένων των σκοπών και των στόχων των σχετικών ουσιαστικών κανόνων ανταγωνισμού, καθώς και το συγκεκριμένο έννομο συμφέρον που προστατεύεται από το ενωσιακό δίκαιο ανταγωνισμού. Επισήμανε επίσης ειδικότερα, ότι η κατάσταση αυτή, κατά την οποία η Επιτροπή και οι αρχές των τρίτων κρατών παρεμβαίνουν εντός των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, θα πρέπει να εξετάζεται χωριστά από την κατάσταση κατά την οποία η αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά περιορίζεται αποκλειστικά στο εδαφικό πεδίο εφαρμογής του νομικού συστήματος της Ένωσης (και των κρατών μελών της) ( 26 ). |
|
37. |
Η νομολογία του Δικαστηρίου, και ειδικότερα η επίκληση του τριπλού κριτηρίου σε σχέση με την παράλληλη δίωξη ή τιμωρία εντός της Ένωσης (ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου), εγείρει ορισμένα (θεμελιώδη) ερωτήματα, στα οποία θα αναφερθώ εν συντομία στην παρακάτω ενότητα. |
2. Παρατηρήσεις σχετικά με το τριπλό κριτήριο που εφαρμόζει το Δικαστήριο
|
38. |
Το σκεπτικό που διέπει την πάγια νομολογία που απορρέει από την απόφαση Aalborg Portland ανατρέχει στην προμνησθείσα απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Wilhelm κ.λπ. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να παραγνωριστεί ότι η υπόθεση εκείνη κρίθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες της ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως. Την περίοδο εκείνη ήταν βεβαίως δικαιολογημένο να λαμβάνεται ως αφετηρία ότι το εθνικό και (το κοινοτικό ακόμη τότε) δίκαιο ανταγωνισμού επεδίωκαν διαφορετικούς σκοπούς και ότι είχαν ως προορισμό να διασφαλίζουν διαφορετικά προστατευόμενα έννομα συμφέροντα. Επιπλέον, τότε δεν είχε τεθεί σε ισχύ ούτε ο Χάρτης ούτε το πρωτόκολλο 7 της ΕΣΔΑ ( 27 ). |
|
39. |
Εντούτοις, στην σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, το να αποδίδεται σημασία στα προστατευόμενα έννομα συμφέροντα για να καθοριστεί κατά πόσον υφίσταται το στοιχείο idem είναι κατά τη γνώμη μου προβληματικό για δύο κυρίως λόγους. |
|
40. |
Πρώτον, το εθνικό και το ενωσιακό δίκαιο συγκλίνουν όλο και περισσότερο: κατά συνέπεια, φαίνεται ότι η εκτίμηση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Wilhelm κ.λπ. σύμφωνα με την οποία το εθνικό και το ενωσιακό δίκαιο ανταγωνισμού εξετάζουν μια αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά από διαφορετικές οπτικές γωνίες, δεν είναι πλέον απολύτως ακριβής. Σε ορισμένο βαθμό, η πρακτική σημασία του κριτηρίου στο πλαίσιο παράλληλων διαδικασιών ή τιμωρίας από την Επιτροπή και τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού μπορεί να αμφισβητηθεί. |
|
41. |
Πάντως, ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις όπου η αλληλοεπικάλυψη μπορεί να μην είναι απόλυτη: αυτό αναγνωρίζεται στον κανονισμό 1/2003, ήτοι στο νομοθέτημα του παράγωγου δικαίου που επιδιώκει να συντονίσει την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού και να διασφαλίσει, κατά περίπτωση, ότι οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού εφαρμόζουν τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ στις έρευνες που επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Ως εκ τούτου, στην αιτιολογική σκέψη 9 του ίδιου κανονισμού εκτίθεται ότι, όταν οι εθνικές νομοθεσίες επιδιώκουν κατά κύριο λόγο διαφορετικό σκοπό από αυτόν της προστασίας του ανταγωνισμού στην αγορά (σκοπός των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ), οι αρχές ανταγωνισμού και τα δικαστήρια των κρατών μελών μπορούν να εφαρμόσουν τη νομοθεσία αυτή στην επικράτειά τους. Παρόλα αυτά, θα έλεγα ότι αυτή είναι σήμερα μια σπάνια περίπτωση. |
|
42. |
Δεύτερον και ακόμη πιο σημαντικό, μπορεί να διακριθεί μια κάποια αντίθεση μεταξύ του τριπλού κριτηρίου που εφαρμόζεται στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού και του άρθρου 50 του Χάρτη. Με άλλα λόγια: είναι το τριπλό κριτήριο συμβατό με το άρθρο 50 του Χάρτη; |
|
43. |
Κατά τη γνώμη μου, το ερώτημα αυτό είναι θεμιτό. |
|
44. |
Φρονώ ότι το Δικαστήριο δεν αγνοεί αυτή την αντίθεση. Παρόλο που πράγματι αναφέρθηκε στο τριπλό κριτήριο στην υπόθεση Toshiba, εντούτοις το Δικαστήριο απέκλεισε σε μια άλλη βάση την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem στην υπόθεση εκείνη, επισημαίνοντας ότι τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκαν οι δύο διαδοχικές επίμαχες αποφάσεις (της Επιτροπής και της εθνικής αρχής ανταγωνισμού) δεν ήταν πανομοιότυπα. Αυτή η διαφορά, αναμφίβολα, επέτρεψε στο Δικαστήριο να μην αναφερθεί ρητώς στο τριπλό κριτήριο, η μοίρα του οποίου σίγουρα θα αποτελέσει αντικείμενο δικαστικών διαδικασιών στο μέλλον. |
|
45. |
Είναι δύσκολο να εντοπισθούν σοβαροί λόγοι για τους οποίους το τριπλό κριτήριο θα πρέπει να εξακολουθήσει να εφαρμόζεται στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού. |
|
46. |
Θα έτεινα να συμφωνήσω με τη γενική εισαγγελέα J. Kokott ότι η αρχή ne bis in idem, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη, θα πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα σε όλους τους τομείς του ενωσιακού δικαίου, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των προϋποθέσεων που έχουν διαμορφωθεί από τη νομολογία του ΕΔΔΑ ( 28 ). Απλώς και μόνον επειδή το δίκαιο του ανταγωνισμού δεν ανήκει στον «πυρήνα» του ποινικού δικαίου ή επειδή οι κυρώσεις στο δίκαιο του ανταγωνισμού θα πρέπει να έχουν ένα επαρκώς αποτρεπτικό αποτέλεσμα ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική προστασία του ανταγωνισμού, δεν συνιστούν, κατά την άποψή μου, επαρκείς λόγους για τον περιορισμό της προστασίας που παρέχεται από τον Χάρτη στον τομέα του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού. |
|
47. |
Ο κίνδυνος αρκετές αρχές ανταγωνισμού να κινήσουν διαδικασίες κατά της ίδιας επιχειρήσεως για την ίδια πράξη (επειδή τα πραγματικά ή δυνητικά αποτελέσματα αυτής της δράσεως διαχέονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση) φαίνεται να είναι εγγενής σε ένα αποκεντρωμένο σύστημα εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού, όπως αυτό θεσπίστηκε με τον κανονισμό 1/2003. Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι ο κανονισμός περιέχει ορισμένους κανόνες που αποβλέπουν στην αποφυγή παράλληλων διώξεων ( 29 ). Λόγω της διαρθρώσεως του συστήματος επιβολής κυρώσεων που θεσπίστηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο με τον κανονισμό 1/2003, η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem δεν πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να υπόκειται σε υπερβολικά αυστηρά κριτήρια. |
|
48. |
Πράγματι, η αποτελεσματική προστασία του ανταγωνισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία λαμβάνει δεόντως υπόψη τα δικαιώματα των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην εσωτερική αγορά, μπορεί να επιτευχθεί χωρίς να βασίζεται στην προϋπόθεση της ταυτότητας των προστατευόμενων εννόμων συμφερόντων. Όντως, βάσει του διττού κριτηρίου που βασίζεται στην ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών και του παραβάτη, η αρχή ne bis in idem θα εμπόδιζε απλώς περισσότερες από μία αρχές ανταγωνισμού να επιβάλλουν ποινές για τα (πραγματικά ή τεκμαιρόμενα) αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα που πηγάζουν από συγκεκριμένη συμπεριφορά, όταν οι κυρώσεις αυτές αφορούν την ίδια επικράτεια και την ίδια χρονική περίοδο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντιθέτως, δεν θα παρεμπόδιζε τη δυνατότητα περισσότερων από μία αρχών ανταγωνισμού να διώκουν ή να τιμωρούν τους περιορισμούς του ανταγωνισμού που προκύπτουν από την ίδια πράξη σε διαφορετικές εδαφικές επικράτειες ή σε διαφορετικές χρονικές περιόδους ( 30 ). |
|
49. |
Δεδομένου ότι, στο δίκαιο του ανταγωνισμού, τα αποτελέσματα της επίμαχης συμπεριφοράς που συνδέονται με μια συγκεκριμένη εδαφική επικράτεια και με μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο αποτελούν αναγκαίο συστατικό στοιχείο των πραγματικών περιστατικών, το διττό κριτήριο του στοιχείου idem μπορεί να εξασφαλίσει την αποτελεσματική δίωξη των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατοχυρώνει επίσης μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου για τις επιχειρήσεις. Ακόμη περισσότερο, εξακολουθεί να είναι σύμφωνο με τις απαιτήσεις του άρθρου 50 του Χάρτη, όπως αυτό ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της νομολογίας του ΕΔΔΑ. |
|
50. |
Δυστυχώς, όμως, η παρούσα υπόθεση δεν προσφέρεται για να διευκρινισθεί το ζήτημα αυτό. |
Γ. Η υπό κρίση υπόθεση: η απουσία τόσο του στοιχείου bis όσο και του στοιχείου idem
|
51. |
Όπως προαναφέρθηκε, τα υποβληθέντα ερωτήματα αντανακλούν τις αμφιβολίες του αιτούντος Δικαστηρίου σχετικά με το αν συμβιβάζεται προς το άρθρο 50 του Χάρτη το τριπλό κριτήριο για τον εντοπισμό του στοιχείου idem, όπως εξετάστηκε στην προηγούμενη ενότητα. |
|
52. |
Πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στο ότι, προκειμένου να είναι δυνατή η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem, πρέπει να συντρέχει και το στοιχείο του bis. Αυτό προκύπτει σαφώς τόσο από τη διατύπωση της ίδιας της αρχής όσο και από το άρθρο 50 του Χάρτη. Προκύπτει επίσης σαφώς και από τη νομολογία του ΕΔΔΑ ( 31 ). Ευλόγως, το Δικαστήριο εξέτασε, εξ όσων γνωρίζω, την ενδεχόμενη παραβίαση της αρχής αυτής μόνο σε περιπτώσεις στις οποίες τέθηκε θέμα διαδοχικών διαδικασιών ( 32 ). |
|
53. |
Στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ελλείπει το στοιχείο bis. Πράγματι, μπορεί να διαπιστωθεί από την απόφαση περί παραπομπής ότι η εθνική επιτροπή ανταγωνισμού έλαβε μία μόνον απόφαση για την επιβολή ενός μόνον προστίμου (αποτελούμενου από δύο μέρη) επί τη βάσει μιας παράλληλης εφαρμογής του εθνικού και του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού. |
|
54. |
Η αρχή ne bis in idem δεν έχει εφαρμογή σε τέτοιες περιπτώσεις. |
|
55. |
Βάσει των στοιχείων που διαθέτει το Δικαστήριο, φαίνεται ότι το ζήτημα που πρέπει να επιλυθεί στην κύρια δίκη είναι μάλλον το κατά πόσον η μεθοδολογία βάσει της οποίας επιβλήθηκε το πρόστιμο από την εθνική επιτροπή ανταγωνισμού είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας ( 33 ). |
|
56. |
Μολονότι αρμόδιο να αποφανθεί επί της αναλογικότητας της κυρώσεως είναι εν τέλει το αιτούν δικαστήριο, ο κανονισμός 1/2003 χρήζει σε αυτό το σημείο ιδιαίτερης μνείας. Με τη θέση σε ισχύ του κανονισμού 1/2003, ο ενωσιακός νομοθέτης επεδίωξε να διασφαλίσει ότι οι εθνικές αρχές θα εφαρμόζουν (αντί του το εθνικού δικαίου ανταγωνισμού ή παράλληλα με αυτό) τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ. Όπως προκύπτει από το άρθρο 3, ο κανονισμός επιδιώκει επίσης να διασφαλίσει ότι οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού δεν λαμβάνουν αποφάσεις που θα μπορούσαν να περιορίσουν την αποτελεσματικότητα των κανόνων του ενωσιακού δικαίου ανταγωνισμού. Με άλλα λόγια, ο κανονισμός ενθαρρύνει στην πραγματικότητα (όπου αυτό ενδείκνυται) την παράλληλη εφαρμογή του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού και του ενωσιακού δικαίου ανταγωνισμού από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού. Όσον αφορά την αναλογικότητα των προστίμων ωστόσο, ο κανονισμός δεν θέτει κανόνες για τον τρόπο με τον οποίο οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού θα πρέπει να υπολογίζουν ένα πρόστιμο σε μια δεδομένη περίπτωση. Το άρθρο 23 του κανονισμού απλώς επιβάλλει ένα αυστηρό ανώτατο όριο για τα πρόστιμα που επιβάλλει η Επιτροπή: το όριο αυτό ανέρχεται στο 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος. |
|
57. |
Στην παρούσα υπόθεση, δεν μπορώ να εντοπίσω κανένα στοιχείο από το οποίο να συνάγεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. |
|
58. |
Συγκεκριμένα, η μεθοδολογία που εφάρμοσε η εθνική αρχή ανταγωνισμού για τον καθορισμό του προστίμου, φαίνεται να συνιστά ένα κλασικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο μια εθνική αρχή ανταγωνισμού μπορεί να εφαρμόσει παράλληλα σε μια δεδομένη περίπτωση το εθνικό δίκαιο ανταγωνισμού και το ενωσιακό δίκαιο ανταγωνισμού. Το πρόστιμο αποτελείται από δύο μέρη, με τα οποία επιβάλλεται κύρωση για τα αποτελέσματα της επίμαχης συμπεριφοράς σε σχέση με δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους: το πρώτο μέρος βασίζεται στην παραβίαση του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού πριν από την προσχώρηση της Πολωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004 και το δεύτερο στην παραβίαση των ενωσιακών κανόνων ανταγωνισμού (και του εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού) μετά την ημερομηνία αυτή. Όσον αφορά ειδικότερα το δεύτερο αυτό χρονικό διάστημα, η εθνική αρχή ανταγωνισμού έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι η επίμαχη συμπεριφορά (θα μπορούσε) να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών (επιπλέον των συνεπειών της συμπεριφοράς εντός της Πολωνίας). Αυτή η «αλληλοεπικάλυψη» είναι ζήτημα που συνδέεται με τη μεθοδολογία που εφαρμόστηκε για τον υπολογισμό ενός προστίμου λόγω παραβιάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού. Δεν απαγορεύεται από την αρχή ne bis in idem. |
|
59. |
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή ne bis in idem δεν εφαρμόζεται σε περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη. |
IV. Πρόταση
|
60. |
Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία) ως εξής: Η αρχή ne bis in idem δεν εφαρμόζεται σε περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη. |
( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.
( 2 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).
( 3 ) Ustawa o ochronie konkurencji i konsumentów (Dz.U. 2000 αριθ. 122, σημείο 1319).
( 4 ) Αφέθηκε να εννοηθεί από ορισμένους από τους μετέχοντες της διαδικασίας που υπέβαλαν παρατηρήσεις ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να αρνηθεί να απαντήσει στα υποβληθέντα ερωτήματα διότι, όπως υποστηρίζεται, τα ζητήματα που τέθηκαν δεν σχετίζονται με την επίλυση της υποθέσεως που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή. Το γεγονός ότι η αρχή ne bis in idem ενδεχομένως δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, δεν συνεπάγεται ότι τα ερωτήματα είναι υποθετικά ή άσχετα προς την υπόθεση. Αντιθέτως, είναι σαφές από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ότι η απάντηση που θα δώσει το Δικαστήριο όσον αφορά την ερμηνεία της αρχής ne bis in idem θα βοηθήσει το αιτούν δικαστήριο να εκδώσει απόφαση στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του.
( 5 ) Το Δικαστήριο εφάρμοσε την αρχή για πρώτη φορά στην απόφαση της 5ης Μαΐου 1966, Gutmann κατά Επιτροπής (18/65 και 35/65, EU:C:1966:24, σ. 261).
( 6 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer επί της υποθέσεως Gözütok και Brügge (C‑187/01 και C‑385/01, EU:C:2002:516, σημείο 49).
( 7 ) Για την εφαρμογή της αρχής σε άλλους κλάδους του δικαίου εκτός από το «καθαρό» ποινικό δίκαιο, βλ. Tomkins, J., άρθρο 50, σε Peers, S., κ.α. (επιμ.), The EU Charter of Fundamental Rights – A Commentary, Hart Publishing, Oxford, 2014, σ. 1373 έως 1412, από 1388 έως 1390.
( 8 ) Απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2012, Toshiba Corporation κ.λπ. (C‑17/10, EU:C:2012:72, σκέψη 94 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
( 9 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer επί της υποθέσεως Gözütok και Brügge (C‑187/01 και C‑385/01, EU:C:2002:516, σημείο 49).
( 10 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση του ΕΔΔΑ της 29ης Μαΐου 2001, Fischer κατά Αυστρίας (CE:ECHR:2001:0529JUD003795097, § 25).
( 11 ) Βλ., συγκεκριμένα, αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 10ης Φεβρουαρίου 2009, Sergey Zolotukhin κατά Ρωσίας [ΤΕΣ] (CE:ECHR:2009:0210JUD001493903, §§ 81 έως 84), και της 17ης Φεβρουαρίου 2015, Boman κατά Φινλανδίας (CE:ECHR:2015:0217JUD004160411, § 33).
( 12 ) Όπ.π.
( 13 ) Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 2006, van Esbroeck (C‑436/04, EU:C:2006:165, σκέψη 32), της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, Gasparini κ.λπ. (C‑467/04, EU:C:2006:610, σκέψη 54), της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, van Straaten (C‑150/05, EU:C:2006:614, σκέψεις 41, 47 και 48), της 18ης Ιουλίου 2007, Kraaijenbrink (C‑367/05, EU:C:2007:444, σκέψεις 26 και 28), και της 16ης Νοεμβρίου 2010, Mantello (C‑261/09, EU:C:2010:683, σκέψη 39).
( 14 ) Αποφάσεις της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 338), και της 14ης Φεβρουαρίου 2012, Toshiba Corporation κ.λπ. (C‑17/10, EU:C:2012:72, σκέψη 94).
( 15 ) Απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1969, Wilhelm κ.λπ. (14/68, EU:C:1969:4).
( 16 ) Όπ.π., σκέψεις 3 και 9. Το Δικαστήριο διατύπωσε εντούτοις μια επιφύλαξη. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης επιτάσσουν ότι θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη οποιαδήποτε προηγούμενη ποινική απόφαση κατά τον καθορισμό τυχόν κυρώσεων που πρέπει να επιβληθούν. Βλ. σκέψη 11 της αποφάσεως καθώς και απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1972, Boehringer Mannheim κατά Επιτροπής (7/72, EU:C:1972:125, σκέψη 3).
( 17 ) Απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6).
( 18 ) Όπ.π., σκέψεις 338 έως 340.
( 19 ) Απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2012, Toshiba Corporation κ.λπ. (C‑17/10, EU:C:2012:72).
( 20 ) Όπ.π., σκέψη 94. Βλ., επίσης, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Toshiba Corporation κ.λπ. (C‑17/10, EU:C:2011:552, σημεία 97 έως 134).
( 21 ) Απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2012, Toshiba Corporation κ.λπ. (C‑17/10, EU:C:2012:72, σκέψεις 97 έως 103).
( 22 ) Απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, EU:C:2002:582).
( 23 ) Όπ.π., σκέψεις 59 έως 62.
( 24 ) Απόφαση της 29ης Ιουνίου 2006, Showa Denko κατά Επιτροπής (C‑289/04 P, EU:C:2006:431).
( 25 ) Όπ.π., σκέψεις 52 έως 56.
( 26 ) Αποφάσεις της 29ης Ιουνίου 2006, Showa Denko κατά Επιτροπής (C‑289/04 P, EU:C:2006:431 σκέψεις 51 και 53), και της 29ης Ιουνίου 2006, SGL Carbon κατά Επιτροπής (C‑308/04 P, EU:C:2006:433, σκέψεις 29 και 31). Για την ανάλυση του ζητήματος για ποιο λόγο η αρχή του ne bis in idem δεν μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να εφαρμοστεί όταν υπάρχει διπλή δίωξη σε διαφορετικές δικαιοδοσίες, εκτός αν υπάρχει διεθνής συμφωνία που να ορίζει ότι η αρχή πρέπει να εφαρμοστεί, βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα A. Tizzano στην υπόθεση Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής (C‑397/03 P, EU:C:2005:363, σημεία 94 έως 99).
( 27 ) Η πολυπλοκότητα της εφαρμογής της αρχής ne bis in idem στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού την περίοδο εκείνη αναλύεται λεπτομερώς στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα H. Mayras στην υπόθεση Boehringer Mannheim κατά Επιτροπής (7/72, EU:C:1972:107, σ. 314 επ.).
( 28 ) Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Toshiba Corporation κ.λπ. (C‑17/10, EU:C:2011:552, σημεία 120 έως 122).
( 29 ) Βλ., ιδίως, το άρθρο 13 του κανονισμού που αφορά την αναστολή ή την περάτωση της διαδικασίας.
( 30 ) Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Toshiba Corporation κ.λπ. (C‑17/10, EU:C:2011:552, σημείο 131). Εντούτοις, σε τέτοιες περιπτώσεις θα έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη η γενική προϋπόθεση που διατυπώθηκε στην υπόθεση Wilhelm κ.λπ. Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε προηγούμενη ποινική απόφαση πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό της κυρώσεως που θα επιβληθεί. Βλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1969, Wilhelm κ.λπ. (14/68, ΕΕ:C:1969:4, σκέψη 11).
( 31 ) Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 7ης Δεκεμβρίου 2006, Hauser-Sporn κατά Αυστρίας (CE:ECHR:2006:1207JUD003730103, § 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ., επίσης, https://www.echr.coe.int/Documents/Guide_Art_4_Protocol_7_ENG.pdf (πρόσβαση στις 19 Οκτωβρίου 2018), σημεία 30 επ.
( 32 ) Ως εκ τούτου, το ερμηνευτικό ζήτημα ως προς το στοιχείο bis αφορούσε γενικά την ορθή ερμηνεία του όρου «αμετάκλητη απόφαση». Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, Gasparini κ.λπ. (C‑467/04, EU:C:2006:610, σκέψεις 31 και 32), της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, van Straaten (C‑150/05, EU:C:2006:614, σκέψεις 51 και 58), και της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Turansky (C‑491/07, EU:C:2008:768, σκέψεις 35 και 36). Πρόσφατα, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ρητώς τον ισχυρισμό ότι θα μπορούσε να γίνει επίκληση της αρχής ne bis in idem σε περίπτωση που έχουν επιβληθεί διάφορα πρόστιμα με μία μόνο απόφαση. Βλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, Marine Harvest κατά Επιτροπής (Τ‑704/14, EU:Τ:2017:753, σκέψεις 307 έως 344). Κατά της αποφάσεως αυτής εκκρεμεί αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου.
( 33 ) Βλ., σχετικώς, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Coop de France Bétail et Viande κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑101/07 P και C‑110/07 P, EU:C:2008:741, σκέψη 130). Μπορεί να συναχθεί από το σκεπτικό του Δικαστηρίου ότι το ζήτημα αν επιβλήθηκε σε μια επιχείρηση διπλό πρόστιμο για την ίδια παράβαση πρέπει να επιλυθεί υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας.