ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 31ης Μαΐου 2018 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2002/92/ΕΚ – Πεδίο εφαρμογής – Έννοια της “ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως” – Οδηγία 2004/39/ΕΚ – Πεδίο εφαρμογής – Έννοια της “επενδυτικής συμβουλής” – Συμβουλές δοθείσες στο πλαίσιο ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως για την επένδυση κεφαλαίων σε ασφάλιση ζωής διά κεφαλαιοποιήσεως – Χαρακτηρισμός της δραστηριότητας ασφαλιστικού διαμεσολαβητή όταν δεν έχει πρόθεση να συνάψει πραγματική ασφαλιστική σύμβαση»

Στην υπόθεση C-542/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Högsta domstolen (Ανώτατο Δικαστήριο, Σουηδία) με απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Οκτωβρίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

Länsförsäkringar Sak Försäkringsaktiebolag

κατά

Dödsboet efter Ingvar Mattsson,

και

Jan-Erik Strobel κ.λπ.,

Lisa Bergström κ.λπ.,

Ann-Christin Jönsson κ.λπ.,

Daniel Röme κ.λπ.,

κατά

Länsförsäkringar Sak Försäkringsaktiebolag,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, C. Vajda (εισηγητή), E. Juhász, K. Jürimäe και Κ. Λυκούργο, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: R. Schiano, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2017,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

η Länsförsäkringar Sak Försäkringsaktiebolag, εκπροσωπούμενη από τους P. Sjödin και K. Blomkvist, advokater, καθώς και από τις A. Martin και C. Waering και από τον P. Öhrn, νομικούς,

οι J.-E. Strobel κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τον J. Larsson, advokat,

οι L. Bergstöm κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τους L. Bengtsson, A. Elison και C. Kronström, advokater,

οι A.-C. Jönsson κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τον H. Asklund, advokat,

οι D. Röme κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τον T. Eliasson, advokat,

η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις H. Shev, C. Meyer-Seitz και A. Falk καθώς και από τους L. Swedenborg και F. Bergius,

η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek, O. Serdula και J. Vláčil,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους K.-Ph. Wojcik και K. Simonsson,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 21ης Νοεμβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2002/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση (ΕΕ 2003, L 9, σ. 3).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς στο πλαίσιο της οποίας συνενώθηκαν δύο υποθέσεις μεταξύ, αφενός, της Länsförsäkringar Sak Försäkringsaktiebolag (στο εξής: Länsförsäkringar) και του Dödsboet efter Ingvar Mattsson (κληρονόμων του Ingvar Mattsson) και, αφετέρου, των Jan-Erik Strobel κ.λπ., Lisa Bergstöm κ.λπ., Ann-Christin Jönsson κ.λπ. καθώς και Daniel Röme κ.λπ. (στο εξής, από κοινού: Strobel κ.λπ.) και της Länsförsäkringar, με αντικείμενο την απώλεια ποσών που επενδύθηκαν σε προϊόντα στο πλαίσιο ασφαλίσεων ζωής διά κεφαλαιοποιήσεως συναφθεισών με εταιρίες ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως οι οποίες, με τη σειρά τους, είχαν συνάψει σύμβαση ασφαλίσεως αστικής ευθύνης με την Länsförsäkringar.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 2002/92

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 8, 9 και 17 της οδηγίας 2002/92 έχουν ως εξής:

«(8)

Ο συντονισμός των εθνικών διατάξεων για τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα και την εγγραφή σε μητρώα των προσώπων που αναλαμβάνουν και ασκούν τη δραστηριότητα της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης μπορεί, ως εκ τούτου, να συμβάλλει τόσο στην ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών όσο και στην βελτίωση της προστασίας των καταναλωτών στον τομέα αυτό.

(9)

Τα ασφαλιστικά προϊόντα μπορούν να διανέμονται από διάφορες κατηγορίες φυσικών ή νομικών προσώπων, όπως πράκτορες, μεσίτες και φορείς παροχής τραπεζασφαλιστικών υπηρεσιών. Για την ίση μεταχείριση μεταξύ των φορέων και την προστασία των καταναλωτών απαιτείται η κάλυψη όλων αυτών των προσώπων με την παρούσα οδηγία.

[…]

(17)

Η συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών είναι απαραίτητη για την προστασία των καταναλωτών και την εξασφάλιση της ευρωστίας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων στην ενιαία αγορά.»

4

Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες για την ανάληψη και άσκηση δραστηριοτήτων ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης από φυσικά και νομικά πρόσωπα τα οποία είναι εγκατεστημένα ή επιθυμούν να εγκατασταθούν σε κράτος μέλος.»

5

Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

[…]

3)

ως “ασφαλιστική διαμεσολάβηση” νοούνται οι δραστηριότητες είτε παρουσίασης, πρότασης, προπαρασκευής ή σύναψης συμβάσεων ασφάλισης, ή οι δραστηριότητες παροχής βοήθειας κατά τη διαχείριση και την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων, ιδίως σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου.

[…]

[…]

5)

ως “ασφαλιστικός διαμεσολαβητής” νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο αναλαμβάνει ή ασκεί επ’ αμοιβή δραστηριότητες ασφαλιστικής διαμεσολάβησης·

[…]»

6

Κατά το άρθρο 4, παράγραφοι 3 και 4, της ίδιας οδηγίας:

«3.   Οι ασφαλιστικοί και αντασφαλιστικοί διαμεσολαβητές διαθέτουν ασφάλιση επαγγελματικής αστικής ευθύνης η οποία καλύπτει το σύνολο του εδάφους της Κοινότητας, ή οποιαδήποτε άλλη ανάλογη εγγύηση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από επαγγελματική αμέλεια, για ποσό τουλάχιστον 1000000 ευρώ ανά απαίτηση και 1500000 ευρώ συνολικά κατ’ έτος για όλες τις απαιτήσεις, εκτός εάν η εν λόγω ασφάλιση ή άλλη ανάλογη εγγύηση παρέχεται ήδη από ασφαλιστική, αντασφαλιστική ή άλλη επιχείρηση για λογαριασμό της οποίας ενεργεί ή από την οποία εξουσιοδοτείται να ενεργεί ο ασφαλιστικός ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής, ή εάν η εν λόγω επιχείρηση έχει αναλάβει πλήρως την ευθύνη για τις ενέργειες του διαμεσολαβητή.

4.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία των πελατών έναντι αδυναμίας του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή να μεταβιβάσει το ασφάλιστρο στην ασφαλιστική επιχείρηση ή να μεταβιβάσει το ποσό της αποζημίωσης ή να προβεί σε επιστροφή ασφαλίστρων στον ασφαλιζόμενο.

[…]»

7

Το άρθρο 12 της οδηγίας 2002/92, με τίτλο «Πληροφορίες που παρέχει ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής», προβλέπει στις παραγράφους 2 και 3:

«2.   Όταν ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής πληροφορεί τον πελάτη ότι παρέχει συμβουλές βάσει αμερόληπτης ανάλυσης, οφείλει να τις παρέχει βάσει ανάλυσης επαρκούς αριθμού ασφαλιστικών συμβάσεων που διατίθενται στην αγορά, ώστε να είναι σε θέση να συστήσει, σύμφωνα με επαγγελματικά κριτήρια, την ασφαλιστική σύμβαση που θα ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες του πελάτη.

3.   Πριν από τη σύναψη οποιασδήποτε σύμβασης ασφάλισης, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής πρέπει τουλάχιστον, βάσει ιδίως των πληροφοριών τις οποίες παρέσχε ο πελάτης, να διευκρινίζει τις απαιτήσεις και τις ανάγκες του πελάτη καθώς και τους λόγους στους οποίους βασίζονται οι συμβουλές που δίδονται στον πελάτη σχετικά με συγκεκριμένο ασφαλιστικό προϊόν. Οι διευκρινίσεις αυτές διαφοροποιούνται ανάλογα με τον σύνθετο χαρακτήρα της προτεινόμενης ασφαλιστικής σύμβασης.»

Η οδηγία 2004/39/ΕΚ

8

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2004, L 145, σ. 1), ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις επενδύσεων και στις ρυθμιζόμενες αγορές.»

9

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα ακόλουθα:

«Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται:

[…]

γ)

στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτική υπηρεσία ως παρεπόμενη δραστηριότητα στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, υπό τον όρο ότι η δραστηριότητα αυτή διέπεται από νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις ή από επαγγελματικό κώδικα δεοντολογίας που δεν απαγορεύουν την παροχή της υπηρεσίας αυτής·

[…]

ι)

στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές κατά την άσκηση άλλης επαγγελματικής δραστηριότητας μη εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν αμείβονται ειδικά για την παροχή των συμβουλών αυτών·

[…]»

10

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας περιλαμβάνει τους ακόλουθους ορισμούς:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1)

“επιχείρηση επενδύσεων”: κάθε νομικό πρόσωπο του οποίου σύνηθες επάγγελμα ή δραστηριότητα είναι η παροχή μιας ή περισσότερων επενδυτικών υπηρεσιών σε τρίτους ή/και η διενέργεια μιας ή περισσότερων επενδυτικών δραστηριοτήτων σε επαγγελματική βάση·

[…]

2)

“επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες”: οποιεσδήποτε από τις υπηρεσίες και δραστηριότητες του τμήματος Α του παραρτήματος Ι οι οποίες αφορούν οποιοδήποτε από τα μέσα που απαριθμούνται στο τμήμα Γ του παραρτήματος Ι·

[…]

[…]

4)

“επενδυτική συμβουλή”: η παροχή προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεώς του είτε με πρωτοβουλία της επιχείρησης επενδύσεων, σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα·

[…]

17)

“χρηματοπιστωτικό μέσο”: τα μέσα που προσδιορίζονται στο τμήμα Γ του Παραρτήματος Ι,·

[…]»

11

Μεταξύ των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων που απαριθμούνται στο παράρτημα I, τμήμα A, της ίδιας οδηγίας περιλαμβάνονται, στο σημείο 5 του τμήματος αυτού, οι επενδυτικές συμβουλές.

12

Το άρθρο 19 της οδηγίας 2004/39, με τίτλο «Υποχρεώσεις επαγγελματικής δεοντολογίας κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε πελάτες», προβλέπει στην παράγραφο 9 τα εξής:

«Όταν η επενδυτική υπηρεσία προσφέρεται ως μέρος χρηματοπιστωτικού προϊόντος που ήδη υπόκειται σε άλλες διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας ή σε κοινά ευρωπαϊκά πρότυπα σχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα και την καταναλωτική πίστη όσον αφορά την αξιολόγηση του κινδύνου των πελατών ή/και τις απαιτήσεις περί πληροφοριών, η παροχή της εν λόγω υπηρεσίας δεν υπόκειται επιπροσθέτως στις επιβαλλόμενες με το παρόν άρθρο υποχρεώσεις.»

Η οδηγία 2014/65/ΕΕ

13

Η αιτιολογική σκέψη 87 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ 2014, L 173, σ. 349), αναφέρει τα εξής:

«Οι επενδύσεις που συναρτώνται με ασφαλιστήρια συμβόλαια διατίθενται συχνά στους πελάτες ως πιθανές εναλλακτικές λύσεις ή υποκατάστατα χρηματοπιστωτικών μέσων που υπόκεινται στην παρούσα οδηγία. Προκειμένου να παρέχεται συνεπής προστασία στους ιδιώτες πελάτες και να διασφαλίζονται ισότιμοι όροι ανταγωνισμού για παρόμοια προϊόντα, είναι σημαντικό τα επενδυτικά ασφαλιστικά προϊόντα να υπόκεινται σε κατάλληλες απαιτήσεις. Οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας για την προστασία του επενδυτή θα πρέπει επομένως να εφαρμόζονται εξίσου στις επενδύσεις που συναρτώνται με ασφαλιστήρια συμβόλαια, λόγω όμως των διαφορετικών δομών αγοράς και των διαφορετικών χαρακτηριστικών των προϊόντων τους είναι σκοπιμότερο να καθοριστούν λεπτομερείς απαιτήσεις στο πλαίσιο της εν εξελίξει επανεξέτασης της οδηγίας 2002/92/ΕΚ παρά στην παρούσα οδηγία. Το μελλοντικό ενωσιακό δίκαιο για τη ρύθμιση των δραστηριοτήτων ασφαλιστικών διαμεσολαβητών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων θα πρέπει επομένως να εξασφαλίζει με τον δέοντα τρόπο μια συνεπή κανονιστική προσέγγιση όσον αφορά τη διανομή των διαφόρων χρηματοπιστωτικών προϊόντων που ικανοποιούν παρόμοιες ανάγκες του επενδυτή και επομένως θέτουν συγκρίσιμες προκλήσεις όσον αφορά την προστασία του επενδυτή. […] Αυτές οι νέες απαιτήσεις για επενδυτικά ασφαλιστικά προϊόντα θα πρέπει να καθοριστούν στην οδηγία 2002/92/ΕΚ.»

14

Το άρθρο 91 της οδηγίας 2014/65 επιφέρει τροποποιήσεις στην οδηγία 2002/92. Το άρθρο 2, σημείο 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2002/92 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με εξαίρεση το κεφάλαιο ΙΙΙΑ της παρούσας οδηγίας, οι δραστηριότητες αυτές, όταν ασκούνται από ασφαλιστική επιχείρηση ή υπάλληλο ασφαλιστικής επιχείρησης που ενεργεί υπό την ευθύνη της ασφαλιστικής επιχείρησης, δεν θεωρούνται ασφαλιστική μεσολάβηση ή ασφαλιστική διανομή.»

15

Στο εν λόγω άρθρο 2 προστίθεται το σημείο 13, στο οποίο ορίζεται η έννοια «επενδυτικό ασφαλιστικό προϊόν βάσει ασφάλισης» ως «το ασφαλιστικό προϊόν που προσφέρει αξία ληκτότητας ή εξαγοράς πλήρως ή εν μέρει εκτεθειμένη, άμεσα ή έμμεσα, στις διακυμάνσεις της αγοράς», πλην ορισμένων εξαιρέσεων.

16

Στην οδηγία 2002/92 προστέθηκε το κεφάλαιο IIIΑ, με τίτλο «Πρόσθετες απαιτήσεις προστασίας των πελατών σε σχέση με ασφαλιστικά επενδυτικά προϊόντα». Κατά το άρθρο 13α του κεφαλαίου αυτού, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής»:

«Με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 2, παράγραφος 3, το παρόν κεφάλαιο ορίζει πρόσθετες απαιτήσεις για τις δραστηριότητες ασφαλιστικής διαμεσολάβησης και τις άμεσες πωλήσεις εκ μέρους ασφαλιστικών επιχειρήσεων όταν αφορούν ασφαλιστικά επενδυτικά προϊόντα. Οι δραστηριότητες αυτές αναφέρονται ως “δραστηριότητες διανομής προϊόντων ασφάλισης”.»

Το σουηδικό δίκαιο

17

Κατά το κεφάλαιο 1, άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, του lagen (2005:405) om försäkringsförmedling [νόμου (2005:405), για την ασφαλιστική διαμεσολάβηση, στο εξής: νόμος για την ασφαλιστική διαμεσολάβηση):

«Ως ασφαλιστική διαμεσολάβηση νοείται κάθε δραστηριότητα που ασκείται κατ’ επάγγελμα και συνίσταται

1)

στην παρουσίαση ή πρόταση συνάψεως ασφαλιστικών συμβάσεων ή στη διενέργεια άλλης προπαρασκευαστικής πράξεως για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων,

2)

στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων για λογαριασμό τρίτων, ή

3)

στην παροχή βοήθειας κατά τη διαχείριση και την εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων.»

18

Κατά το κεφάλαιο 2, άρθρο 1, του νόμου αυτού, η δραστηριότητα της ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως μπορεί, υπό την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων, να ασκείται μόνον κατόπιν εγκρίσεως της Αρχής Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας. Η έγκριση αυτή υπόκειται σε ορισμένες προϋποθέσεις. Όπως προκύπτει από το άρθρο 5, σημείο 4, και από το άρθρο 6, σημείο 2, του κεφαλαίου αυτού, μία από τις ως άνω προϋποθέσεις είναι να έχει συναφθεί ασφάλιση για την κάλυψη της ευθύνης του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή σε περίπτωση προκλήσεως ζημίας λόγω μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεών του.

19

Το κεφάλαιο 5, άρθρο 4, του νόμου για την ασφαλιστική διαμεσολάβηση προβλέπει ότι ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής οφείλει να προσαρμόζει τις συμβουλές του στις επιθυμίες και τις ανάγκες του πελάτη, και να συνιστά λύσεις που αρμόζουν στον συγκεκριμένο πελάτη. Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, όταν ο πελάτης είναι φυσικό πρόσωπο το οποίο απευθύνεται σε αυτόν και επιδιώκει κυρίως μη εμπορικούς σκοπούς, οφείλει επίσης να τον αποτρέπει από την αγορά προϊόντων που δεν θεωρούνται κατάλληλα για τις ανάγκες του, την οικονομική κατάστασή του ή άλλες περιστάσεις που τον αφορούν.

20

Σύμφωνα με το κεφάλαιο 5, άρθρο 7, του νόμου αυτού, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ο οποίος, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το εν λόγω άρθρο 4 υποχρεούται να αποκαταστήσει κάθε αμιγώς οικονομική ζημία που υπέστη, μεταξύ άλλων, ο πελάτης λόγω της μη εκπληρώσεως.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

Η υπόθεση Strobel κ.λπ. κατά Länsförsäkringar

21

Η Connecta Fond och Försäkring AB (στο εξής: Connecta), καταχωρισμένη εταιρία ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως, άσκησε τη δραστηριότητά της κυρίως κατά τα έτη 2004 έως 2010, έχοντας λάβει την έγκριση της Αρχής Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας. Η εταιρία είχε συνάψει σύμβαση ασφαλίσεως αστικής ευθύνης με τη Länsförsäkringar, κατά τα προβλεπόμενα στον νόμο για την ασφαλιστική διαμεσολάβηση.

22

Επί σειρά ετών, πολλά πρόσωπα κατέβαλαν χρηματικά ποσά στην Connecta προκειμένου να τα επενδύσει στα «εταιρικά ομολογιακά προϊόντα της Connecta» τα οποία έπρεπε να συνδεθούν με ασφαλίσεις ζωής διά κεφαλαιοποιήσεως. Σε αντάλλαγμα, έλαβαν ορισμένους τίτλους από την Connecta. Ωστόσο, αποδείχθηκε στη συνέχεια ότι ο γενικός διευθυντής της Connecta είχε ιδιοποιηθεί παρανόμως τα επίμαχα ποσά. Υποβλήθηκε μήνυση κατ’ αυτού στην αστυνομία και η άδεια της Connecta ανακλήθηκε. Ο γενικός διευθυντής απεβίωσε τον Νοέμβριο 2010. Οι κληρονόμοι του και η Connecta υπήχθησαν σε πτωχευτικό συμβιβασμό τον Δεκέμβριο του 2010. Κατά τα έτη 2004 έως 2010, η Connecta είχε ασκήσει και πραγματική δραστηριότητα ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως.

23

Οι Strobel κ.λπ., οι οποίοι απώλεσαν κατά τον τρόπο αυτό χρηματικά ποσά, άσκησαν αγωγή κατά της Länsförsäkringar με αίτημα την καταβολή αποζημιώσεως δυνάμει της ασφαλίσεως αστικής ευθύνης της Connecta, με το σκεπτικό ότι η συγκεκριμένη εταιρία υπεχρεούτο σε αποζημίωση κατά την έννοια του κεφαλαίου 5, άρθρο 7, του νόμου για την ασφαλιστική διαμεσολάβηση. Ισχυρίστηκαν ότι η εντολή τους προς την Connecta ήταν να επενδύσει τα χρήματά τους σε ασφαλίσεις ζωής διά κεφαλαιοποιήσεως και ότι, ως εκ τούτου, επρόκειτο για ασφαλιστική διαμεσολάβηση.

24

Η Länsförsäkringar αντέταξε, μεταξύ άλλων, ότι γενεσιουργός αιτία της ζημίας δεν ήταν η ασφαλισμένη δραστηριότητα, καθόσον τα επίμαχα προϊόντα ήταν εικονικά. Κατά την άποψή της, οι ενέργειες του γενικού διευθυντή της Connecta δεν ενέπιπταν στη δραστηριότητα της ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως.

25

Η αγωγή των Strobel κ.λπ. έγινε δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι οι ενάγοντες είχαν την πρόθεση να συνάψουν ασφαλίσεις ζωής διά κεφαλαιοποιήσεως και ότι μπορούσαν εύλογα να πιστεύουν ότι επρόκειτο για διαμεσολάβηση ενόψει της συνάψεως πραγματικών συμβάσεων ασφαλίσεως. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τόνισε ότι, με γνώμονα την προστασία των καταναλωτών, η δικαιολογημένη αντίληψη που σχημάτισαν οι Strobel κ.λπ. όσον αφορά τις προθέσεις του γενικού διευθυντή της Connecta συνηγορούσε υπέρ του συμπεράσματος ότι επρόκειτο για ασφαλιστική διαμεσολάβηση. Το δικαστήριο αυτό έκρινε επίσης ότι, καθόσον μια τέτοια διαμεσολάβηση περιλαμβάνει προπαρασκευαστικές πράξεις και η Connecta είχε ασκήσει και πραγματική δραστηριότητα ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως, τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως ενέπιπταν, αντικειμενικά, στην έννοια της «ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως».

26

Επιληφθέν εφέσεως κατά της ως άνω αποφάσεως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η αρχή της προστασίας των καταναλωτών δεν απαιτεί να προσδίδεται σπουδαιότητα στην υποκειμενική αντίληψη του καταναλωτή περί των στοιχείων που συνιστούν την ασφαλιστική διαμεσολάβηση και ότι, εν προκειμένω, δεν μπορούσε αντικειμενικά να γίνει λόγος για ασφαλιστική διαμεσολάβηση.

27

Το Högsta domstolen (Ανώτατο Δικαστήριο, Σουηδία) επισημαίνει ότι, κατά το άρθρο 2, σημείο 3, της οδηγίας 2002/92, η έννοια της «ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως» περιλαμβάνει ακόμη και τις προπαρασκευαστικές πράξεις, οπότε δεν απαιτείται, για την εφαρμογή της οδηγίας αυτής, να έχει πράγματι συναφθεί ασφαλιστική σύμβαση. Το δικαστήριο αυτό διερωτάται, πάντως, ως προς την κρισιμότητα, από την άποψη αυτή, της προθέσεως του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή να συνάψει τέτοια σύμβαση καθώς και της αντιλήψεως του καταναλωτή.

Η υπόθεση Länsförsäkringar κατά Dödsboet efter Ingvar Mattsson

28

Τον Ιανουάριο 2010, κατόπιν συμβουλής παρασχεθείσας από εργαζόμενο στην European Wealth Management Group AB (στο εξής: EWMG), εταιρία ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως, ο Ingvar Mattsson, στο πλαίσιο ασφαλίσεως ζωής διά κεφαλαιοποιήσεως, επένδυσε 500000 σουηδικές κορώνες (SEK) (περίπου 50000 ευρώ) σε πιστοποιητικό επενδύσεων, το οποίο αποτελεί δομημένο χρηματοπιστωτικό μέσο. Η επένδυση αυτή, στη συνέχεια, έχασε κάθε αξία.

29

Η EWMG είχε συνάψει σύμβαση ασφαλίσεως αστικής ευθύνης με τη Länsförsäkringar, κατά τα προβλεπόμενα στον νόμο για την ασφαλιστική διαμεσολάβηση. Σύμφωνα με τους όρους της, η ασφάλιση αυτή καλύπτει δραστηριότητες υπαγόμενες στον εν λόγω νόμο και συνίσταται σε υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως, δυνάμει του άρθρου 7 του κεφαλαίου 5 του εν λόγω νόμου.

30

Αφού η EWMG κηρύχθηκε σε πτώχευση, ο Ι. Mattsson άσκησε αγωγή κατά της Länsförsäkringar. Υποστήριξε, αφενός, ότι η EWMG δεν είχε εκπληρώσει, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, τις υποχρεώσεις της δυνάμει του άρθρου 4 του κεφαλαίου 5 του νόμου για την ασφαλιστική διαμεσολάβηση και όφειλε, ως εκ τούτου, να του καταβάλει αποζημίωση. Αφετέρου, η συμπεριφορά αυτή συνιστούσε γεγονός καλυπτόμενο από τη σύμβαση ασφαλίσεως αστικής ευθύνης την οποία είχε συνάψει η EWMG.

31

Η Länsförsäkringar αναγνώρισε ότι αυτή καθεαυτήν η πράξη της διαμεσολαβήσεως για τη σύναψη ασφαλίσεως ζωής διά κεφαλαιοποιήσεως καλυπτόταν από τον νόμο για την ασφαλιστική διαμεσολάβηση. Ωστόσο, η ως άνω εταιρία υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι οι παρασχεθείσες από την EWMG συμβουλές δεν αφορούσαν την εν λόγω ασφάλιση ζωής διά κεφαλαιοποιήσεως, αλλά την επένδυση στο χρηματοπιστωτικό μέσο που συνδεόταν με αυτήν. Ως εκ τούτου, οι ως άνω συμβουλές δεν καλύπτονταν από την ασφάλιση αστικής ευθύνης.

32

Κατόπιν της ευδοκιμήσεως της αγωγής του Ι. Mattsson ενώπιον του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η Länsförsäkringar προσέφυγε στο Högsta domstolen (Ανώτατο Δικαστήριο), αναγνωρίζοντας, πάντως, ότι η EWMG είχε επιδείξει αμέλεια. Το δικαστήριο αυτό ζητεί να διευκρινιστεί αν οι παρασχεθείσες συμβουλές στο πλαίσιο ασφαλίσεως ζωής διά κεφαλαιοποιήσεως, οι οποίες δεν αφορούν αφ’ εαυτών τη σύναψη της συμβάσεως ασφαλίσεως αλλά την επένδυση κεφαλαίων, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2002/92, την οποία μεταφέρει στη σουηδική έννομη τάξη ο νόμος για την ασφαλιστική διαμεσολάβηση, ή της οδηγίας 2004/39 ή ακόμη και των δύο οδηγιών.

33

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Högsta domstolen (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1

α)

Καλύπτει η [οδηγία 2002/92] δραστηριότητα στο πλαίσιο της οποίας ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής δεν είχε πρόθεση συνάψεως πραγματικής ασφαλιστικής συμβάσεως; Έχει σημασία το ζήτημα αν η εν λόγω πρόθεση δεν υπήρχε ήδη πριν από την έναρξη της δραστηριότητας ή έπαυσε να υπάρχει μόνο σε μεταγενέστερο χρόνο;

β)

Στην περίπτωση του ερωτήματος 1α), έχει σημασία το ζήτημα αν ο διαμεσολαβητής ασκεί και αληθή δραστηριότητα ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως παράλληλα με την εικονική δραστηριότητα;

γ)

Στην περίπτωση επίσης του ερωτήματος 1α), έχει σημασία το γεγονός ότι η δραστηριότητα εμφανίστηκε, εκ πρώτης όψεως, στον πελάτη ως προπαρασκευαστική πράξη για τη σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως; Έχει κάποια σημασία η αντίληψη του πελάτη, ανεξαρτήτως αν αυτή είναι εύλογη ή όχι, για το αν υπάρχει ασφαλιστική διαμεσολάβηση;

2

α)

Ρυθμίζει η [οδηγία 2002/92] συμβουλές, οικονομικής ή άλλης φύσεως, που παρέχονται σε σχέση με ασφαλιστική διαμεσολάβηση, αλλά δεν αφορούν αυτή καθεαυτήν την υπογραφή ή τη συνέχιση μιας ασφαλιστικής συμβάσεως; Συναφώς, τι ισχύει ειδικώς όσον αφορά τις συμβουλές για επένδυση κεφαλαίου στο πλαίσιο ασφαλίσεως ζωής διά κεφαλαιοποιήσεως;

β)

Καλύπτονται από τις διατάξεις της [οδηγίας 2004/39], σωρευτικά προς τις διατάξεις της [οδηγίας 2002/92] ή αντ’ αυτών, συμβουλές όπως αυτές που περιγράφονται στο ερώτημα 2α), εφόσον εξ ορισμού συνιστούν επενδυτικές συμβουλές κατά την οδηγία αυτή; Αν οι συμβουλές αυτές καλύπτονται και από την [οδηγία 2004/39], υπερισχύει το ένα σύνολο κανόνων έναντι του άλλου;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

34

Με το πρώτο ερώτημά του, του οποίου όλα τα σκέλη πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, σημείο 3, της οδηγίας 2002/92 έχει την έννοια ότι εμπίπτει στην έννοια της «ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως» η διενέργεια προπαρασκευαστικών πράξεων για τη σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως, ακόμη και όταν ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής δεν προτίθεται να συνάψει πραγματική ασφαλιστική σύμβαση.

35

Όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/92, στο πεδίο εφαρμογής της συγκαταλέγεται, μεταξύ άλλων, η άσκηση της δραστηριότητας ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως, ως προς την οποία η οδηγία θέτει κανόνες.

36

Προς τον σκοπό αυτό, η έννοια της «ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως» ορίζεται στο άρθρο 2, σημείο 3, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας ως «οι δραστηριότητες είτε παρουσίασης, πρότασης, προπαρασκευής ή σύναψης συμβάσεων ασφάλισης, ή οι δραστηριότητες παροχής βοήθειας κατά τη διαχείριση και την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων, ιδίως σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου».

37

Από το γεγονός ότι στη διάταξη αυτή οι δραστηριότητες απαριθμούνται διαζευκτικώς συνάγεται ότι καθεμία από αυτές, αφ’ εαυτής, συνιστά δραστηριότητα ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως. Όπως αναγνωρίζουν το αιτούν δικαστήριο και όλοι οι ενδιαφερόμενοι στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίοι εξέθεσαν τις απόψεις τους επί του ζητήματος στις γραπτές παρατηρήσεις τους, η διενέργεια προπαρασκευαστικών πράξεων για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων εμπίπτει στην έννοια της «ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως», ανεξαρτήτως του αν καταλήγει ή όχι στη σύναψη τέτοιων συμβάσεων.

38

Παρά ταύτα, η Länsförsäkringar φρονεί ότι οι προπαρασκευαστικές πράξεις συνιστούν ασφαλιστική διαμεσολάβηση υπό την έννοια του άρθρου 2, σημείο 3, της οδηγίας 2002/92 μόνο εάν, κατά τη διενέργειά τους, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής προτίθεται να συνάψει πραγματικές ασφαλιστικές συμβάσεις. Εκτιμά, επομένως, ότι στην υπόθεση Strobel κ.λπ. κατά Länsförsäkringar δεν υφίσταται ασφαλιστική διαμεσολάβηση καθόσον ο γενικός διευθυντής της Connecta ιδιοποιήθηκε παρανόμως τα ποσά που κατέβαλαν οι Strobel κ.λπ. στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής ενώ τα ποσά αυτά προορίζονταν για τη σύναψη των ως άνω συμβάσεων.

39

Προκειμένου να εξακριβωθεί αν η άσκηση της δραστηριότητας ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως η οποία συνίσταται στη διενέργεια προπαρασκευαστικών πράξεων για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, εξαρτάται από την ύπαρξη προθέσεως του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή να προβεί στη σύναψη των συμβάσεων αυτών, υπενθυμίζεται ότι, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2018, Piotrowski, C‑367/16, EU:C:2018:27, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40

Όσον αφορά, καταρχάς, το γράμμα του άρθρου 2, σημείο 3, της οδηγίας 2002/92, από τους όρους «δραστηριότητα», «παρουσίαση», «πρόταση», «προπαρασκευή» και «παροχή βοήθειας» απορρέει ειδικότερα ότι η έννοια της «ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως» ορίζεται στο άρθρο αυτό σε συνάρτηση μόνο με πράξεις αντικειμενικώς διενεργηθείσες από τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή. Αντιθέτως, κανένας όρος της διατάξεως δεν μπορεί να εκληφθεί υπό την έννοια ότι, για να χαρακτηριστούν ως ασφαλιστική διαμεσολάβηση, οι δραστηριότητες που παρατίθενται στο άρθρο αυτό πρέπει να συνοδεύονται από κάποια ιδιαίτερη πρόθεση του διαμεσολαβητή.

41

Όσον αφορά, ακολούθως, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω διάταξη, το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 2002/92 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία των πελατών έναντι της αδυναμίας του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή να μεταβιβάσει το ασφάλιστρο στην ασφαλιστική επιχείρηση. Ελλείψει διευκρινίσεως περί του αντιθέτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι αντικείμενο της διατάξεως αυτής είναι η προστασία των πελατών έναντι κάθε αδυναμίας του εν λόγω διαμεσολαβητή να πραγματοποιήσει τη μεταβίβαση, ανεξαρτήτως αιτίας. Κατά συνέπεια, η προστασία αυτή πρέπει να καλύπτει την αδυναμία μεταβιβάσεως του ασφαλίστρου στην ασφαλιστική επιχείρηση και στην περίπτωση που υπάλληλος της ασφαλιστικής εταιρίας διαμεσολαβήσεως το ιδιοποιείται παρανόμως κατά τη διενέργεια προπαρασκευαστικών πράξεων για τη σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως.

42

Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι σκοπός της οδηγίας αυτής είναι, μεταξύ άλλων, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 8, 9 και 17, η βελτίωση της προστασίας των καταναλωτών στον τομέα της ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως. Προς τούτο, όπως εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 9, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διανέμει ασφαλιστικά προϊόντα πρέπει να καλύπτεται από την εν λόγω οδηγία. Ωστόσο, πρώτον, η εξάρτηση της υπαγωγής δραστηριότητας στο πεδίο εφαρμογής της ίδιας ως άνω οδηγίας από την υποκειμενική πρόθεση του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή που την ασκεί είναι αντίθετη προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου, εις βάρος των πελατών αυτού του διαμεσολαβητή. Δεύτερον, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, απόρροια μιας τέτοιας νομικής καταστάσεως θα ήταν ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής να μπορεί να επικαλείται τη δική του δόλια συμπεριφορά για να αποποιηθεί την ευθύνη που υπέχει έναντι των πελατών του από την οδηγία 2002/92.

43

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η διενέργεια προπαρασκευαστικών πράξεων για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων αποτελεί αντικειμενική έννοια. Επομένως, συνιστά δραστηριότητα ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 3, της οδηγίας αυτής, ανεξαρτήτως της προθέσεως του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή να συνάψει ή μη τις εν λόγω συμβάσεις.

44

Συνεπώς, ο χρόνος κατά τον οποίο εκλείπει η πρόθεση του διαμεσολαβητή να συνάψει τις ασφαλιστικές συμβάσεις καθώς και η υποκειμενική αντίληψη των οικείων πελατών σχετικά με τη δραστηριότητα του εν λόγω διαμεσολαβητή η οποία συνίσταται στη διενέργεια προπαρασκευαστικών πράξεων για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων δεν ασκούν επιρροή για τον χαρακτηρισμό της δραστηριότητας αυτής ως ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

45

Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, σημείο 3, της οδηγίας 2002/92 έχει την έννοια ότι εμπίπτει στην έννοια της «ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως» η διενέργεια προπαρασκευαστικών πράξεων για τη σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως, ακόμη και όταν ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής δεν προτίθεται να συνάψει πραγματική σύμβαση ασφαλίσεως.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

46

Με το δεύτερο ερώτημά του, του οποίου αμφότερα τα σκέλη πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν οι χρηματοοικονομικές συμβουλές για την επένδυση κεφαλαίου που παρέχονται στο πλαίσιο ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως η οποία αφορά τη σύναψη συμβάσεως ασφαλίσεως ζωής διά κεφαλαιοποιήσεως εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2002/92 ή σε εκείνο της οδηγίας 2004/39 και αν, στην περίπτωση που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής εκάστης των δύο αυτών οδηγιών, η εφαρμογή της μίας εκ των εν λόγω οδηγιών πρέπει να υπερισχύει της εφαρμογής της άλλης.

Ως προς την εφαρμογή της οδηγίας 2002/92

47

Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 35 και 36 της παρούσας αποφάσεως, προκειμένου μια δραστηριότητα να εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2002/92, η δραστηριότητα αυτή πρέπει να αντιστοιχεί σε μία από τις παρατιθέμενες στο άρθρο 2, σημείο 3, της οδηγίας, το οποίο ορίζει την έννοια της «ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως».

48

Στον βαθμό που όλες οι απαριθμούμενες στη διάταξη αυτή δραστηριότητες αφορούν ασφαλιστική σύμβαση, πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, αν μια σύμβαση ασφαλίσεως ζωής διά κεφαλαιοποιήσεως, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, συνιστά «ασφαλιστική σύμβαση» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

49

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η οδηγία 2002/92 δεν περιέχει ορισμό της έννοιας της «ασφαλιστικής συμβάσεως» ούτε παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών ως προς το ζήτημα αυτό. Επίσης, όπως απορρέει από τις απαιτήσεις τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας, το περιεχόμενο των όρων «ασφαλιστική σύμβαση» πρέπει να αναζητείται με βάση το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η οδηγία αυτή, πρέπει δε να ερμηνεύεται αυτοτελώς και ομοιόμορφα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 1ης Μαρτίου 2012, González Alonso, C-166/11, EU:C:2012:119, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

50

Το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία, σε διαφορετικά πλαίσια, να αποφανθεί ότι οι ασφαλιστικές εργασίες χαρακτηρίζονται, κατά γενική παραδοχή, από το ότι ο ασφαλιστής αναλαμβάνει, μετά την καταβολή του ασφαλίστρου, να προβεί, σε περίπτωση επελεύσεως του καλυπτομένου κινδύνου, στην παροχή προς τον ασφαλισμένο η οποία συμφωνήθηκε κατά τη σύναψη της συμβάσεως (αποφάσεις της 25ης Φεβρουαρίου 1999, CPP, C-349/96, EU:C:1999:93, σκέψη 17, και της 26ης Μαρτίου 2015, Litaksa, C-556/13, EU:C:2015:202, σκέψη 28). Οι εν λόγω εργασίες προϋποθέτουν όμως εκ φύσεως την ύπαρξη συμβατικής σχέσεως μεταξύ του παρέχοντος την ασφαλιστική υπηρεσία και του προσώπου του οποίου οι κίνδυνοι καλύπτονται από την ασφάλιση, ήτοι του ασφαλισμένου (απόφαση της 17ης Μαρτίου 2016, Aspiro, C-40/15, EU:C:2016:172, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

51

Επομένως, προκειμένου να εμπίπτει στην έννοια της «ασφαλιστικής συμβάσεως», στην οποία αναφέρεται το άρθρο 2, σημείο 3, της οδηγίας 2002/92, σύμβαση ασφαλίσεως ζωής διά κεφαλαιοποιήσεως, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρέπει να προβλέπει την καταβολή ασφαλίστρου από τον ασφαλισμένο καθώς και, σε αντάλλαγμα αυτής της καταβολής, την παροχή υπηρεσίας από τον ασφαλιστή σε περίπτωση θανάτου του ασφαλισμένου ή επελεύσεως άλλου γεγονότος προβλεπόμενου στη σύμβαση αυτή. Εν προκειμένω, προκύπτει, με την επιφύλαξη της εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο, ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύμβαση συνιστά ασφαλιστική σύμβαση, κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως, πράγμα το οποίο, εξάλλου, δεν αμφισβητείται από την Länsförsäkringar.

52

Επομένως, τίθεται, δεύτερον, το ζήτημα αν χρηματοοικονομική συμβουλή, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, δύναται να εμπίπτει στις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο άρθρο 2, σημείο 3, της οδηγίας 2002/92, όταν παρέχεται στο πλαίσιο ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως η οποία αφορά τη σύναψη συμβάσεως ασφαλίσεως ζωής διά κεφαλαιοποιήσεως.

53

Συναφώς, πρέπει να διαπιστωθεί ότι οι δραστηριότητες αυτές διατυπώνονται με πολύ γενικούς όρους. Ειδικότερα, συνίστανται όχι μόνο στην παρουσίαση και στην πρόταση ασφαλιστικών συμβάσεων, αλλά και στη διενέργεια άλλων προπαρασκευαστικών πράξεων για τη σύναψη αυτών, χωρίς η φύση των εν λόγω προπαρασκευαστικών πράξεων να περιορίζεται με οποιονδήποτε τρόπο.

54

Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης χρηματοοικονομικές συμβουλές αφορούσαν την επένδυση κεφαλαίου σε πιστοποιητικό επενδύσεων στο πλαίσιο ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως. Προκύπτει, επίσης, από τις γραπτές παρατηρήσεις της Σουηδικής Κυβερνήσεως ότι το κεφάλαιο αυτό συνίστατο σε ασφάλιστρα καταβληθέντα για το επίμαχο προϊόν. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η εν λόγω επένδυση αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ασφαλιστικής συμβάσεως και ότι, κατά συνέπεια, οι σχετικές με την ίδια επένδυση συμβουλές εμπίπτουν στις προπαρασκευαστικές πράξεις για τη σύναψη της εν λόγω ασφαλιστικής συμβάσεως.

55

Η ως άνω ερμηνεία είναι, εξάλλου, σύμφωνη προς τον σκοπό τον οποίο επιδιώκει η οδηγία 2002/92 ο οποίος, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως, συνίσταται στη βελτίωση της προστασίας των καταναλωτών στον τομέα της ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως. Πράγματι, συνάγεται εξ αυτού ότι οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης συμβουλές υπόκεινται, μεταξύ άλλων, στις απαιτήσεις που ορίζει το άρθρο 12, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας, σύμφωνα με τις οποίες ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, όταν πληροφορεί τον πελάτη ότι παρέχει συμβουλές βάσει αμερόληπτης αναλύσεως, οφείλει, αφενός, να παρέχει τις συμβουλές αυτές βάσει αναλύσεως επαρκούς αριθμού ασφαλιστικών συμβάσεων που προσφέρονται στην αγορά, ώστε η ασφαλιστική σύμβαση που συνιστά να είναι αυτή που θα ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες του πελάτη και, αφετέρου, να διευκρινίζει, πριν από τη σύναψη συγκεκριμένης συμβάσεως ασφαλίσεως, τουλάχιστον τις απαιτήσεις και τις ανάγκες του πελάτη καθώς και τους λόγους στους οποίους βασίζονται οι συμβουλές που δίδονται στον πελάτη σχετικά με συγκεκριμένο ασφαλιστικό προϊόν, οι δε διευκρινίσεις αυτές πρέπει να διαφοροποιούνται ανάλογα με την πολυπλοκότητα της προτεινόμενης ασφαλιστικής συμβάσεως.

56

Η εκτιθέμενη στη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως ερμηνεία ενισχύεται ακόμη περισσότερο από την οδηγία 2014/65, η οποία δεν ήταν σε ισχύ κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, η οποία τροποποίησε την οδηγία 2002/92 με την προσθήκη ενός νέου κεφαλαίου ΙΙΙα, με τίτλο «Πρόσθετες απαιτήσεις προστασίας των πελατών σε σχέση με ασφαλιστικά επενδυτικά προϊόντα». Τα προϊόντα αυτά ορίζονται πλέον στο άρθρο 2 της οδηγίας 2002/92, στο νέο σημείο 13, ως τα ασφαλιστικά προϊόντα που προσφέρουν αξία ληκτότητας ή εξαγοράς πλήρως ή εν μέρει εκτεθειμένη, άμεσα ή έμμεσα, στις διακυμάνσεις της αγοράς.

57

Από τον ορισμό αυτό προκύπτει, επομένως, ότι τα ασφαλιστικά επενδυτικά προϊόντα περιλαμβάνουν, όπως και η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύμβαση ασφαλίσεως ζωής διά κεφαλαιοποιήσεως, επενδυτικό στοιχείο η επίδοση του οποίου εξαρτάται από τις εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Παρά ταύτα, η οδηγία 2014/65 δεν τροποποίησε τον ορισμό της ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως στο άρθρο 2, σημείο 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2002/92, πράγμα που σημαίνει ότι οι σχετικές με τέτοιο επενδυτικό στοιχείο συμβουλές συνιστούν δραστηριότητα ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως όπως ορίζεται στη διάταξη αυτή. Επιπλέον, το γεγονός ότι το εν λόγω κεφάλαιο ΙΙΙα περιλαμβάνει «πρόσθετες» απαιτήσεις όσον αφορά τα ασφαλιστικά επενδυτικά προϊόντα είναι ενδεικτικό του ότι η διαμεσολάβηση για τέτοια προϊόντα ενέπιπτε ήδη στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2002/92 πριν από την τροποποίησή της με την οδηγία 2014/65.

58

Από το σύνολο των προεκτεθέντων απορρέει ότι οι χρηματοοικονομικές συμβουλές για την επένδυση κεφαλαίου που παρέχονται στο πλαίσιο ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως η οποία αφορά τη σύναψη συμβάσεως ασφαλίσεως ζωής διά κεφαλαιοποιήσεως εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2002/92.

Ως προς την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39

59

Όσον αφορά την οδηγία 2004/39, πρέπει, βεβαίως, να διαπιστωθεί ότι οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης χρηματοοικονομικές συμβουλές δύνανται αυτές καθεαυτές να εμπίπτουν στην έννοια της «επενδυτικής συμβουλής», όπως ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 4, της οδηγίας αυτής, στον βαθμό που η οικεία επένδυση μπορεί να χαρακτηριστεί ως «χρηματοπιστωτικό μέσο» το οποίο, σύμφωνα με το σημείο 17 της ίδιας παραγράφου, προσδιορίζεται στο παράρτημα I, τμήμα Γ, της εν λόγω οδηγίας.

60

Επομένως, μια τέτοια χρηματοοικονομική συμβουλή θα μπορούσε, καταρχήν, να εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/39, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 2, και με το παράρτημα Ι, τμήμα Α, σημείο 5, της οδηγίας αυτής, συνιστά επενδυτική υπηρεσία και καθόσον, σύμφωνα με το σημείο 1 της εν λόγω παραγράφου, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής μπορεί να χαρακτηριστεί ως «επιχείρηση επενδύσεων» εφόσον η επιχείρηση αυτή παρέχει τις εν λόγω συμβουλές στο πλαίσιο συνήθους επαγγέλματος ή δραστηριότητας.

61

Εντούτοις, το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/39 εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας τα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτική υπηρεσία ως παρεπόμενη δραστηριότητα στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, υπό τον όρο ότι η δραστηριότητα αυτή διέπεται από νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις ή από επαγγελματικό κώδικα δεοντολογίας που δεν απαγορεύουν την παροχή της υπηρεσίας αυτής,

62

Διαπιστώνεται ότι η επαγγελματική δραστηριότητα ασφαλιστικού διαμεσολαβητή συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 2, σημείο 5, της οδηγίας 2002/92, στην ασφαλιστική διαμεσολάβηση. Στον βαθμό που ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής προτείνει, μεταξύ των διαθέσιμων ασφαλιστικών προϊόντων, προϊόν όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης ασφάλιση ζωής διά κεφαλαιοποιήσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι συμβουλές σχετικά με την επένδυση κεφαλαίου την οποία αφορά το προϊόν αυτό παρέχονται ως παρεπόμενη δραστηριότητα, καθόσον παρέχονται στο πλαίσιο δραστηριότητας διαμεσολαβήσεως η οποία αφορά τη σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως, δραστηριότητα η οποία διέπεται από νομοθετικές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, ήτοι από τις διατάξεις της οδηγίας 2002/92.

63

Επομένως, δεν ασκεί επιρροή το ότι, όπως επισημαίνει η Σουηδική Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις της, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής παρέχει τέτοιες συμβουλές σε τακτική ή συχνή βάση, στο μέτρο που οι συμβουλές αυτές παρέχονται κάθε φορά στο πλαίσιο διαμεσολαβήσεως η οποία αφορά τη σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως.

64

Η κατά το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/39 εξαίρεση συνάδει, εξάλλου, προς την οικονομία της οδηγίας αυτής, καθόσον εξαιρούνται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, από το πεδίο εφαρμογής ή από τις υποχρεώσεις αυτής οι επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες οι οποίες προτείνονται στο πλαίσιο άλλης ρυθμιζόμενης δραστηριότητας. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, της οδηγίας αυτής προβλέπει την εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας των προσώπων που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές κατά την άσκηση άλλης επαγγελματικής δραστηριότητας μη εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της ίδιας οδηγίας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν αμείβονται ειδικά για την παροχή των συμβουλών αυτών.

65

Ομοίως, το άρθρο 19, παράγραφος 9, της οδηγίας 2004/39 προβλέπει ότι, όταν η επενδυτική υπηρεσία προσφέρεται ως μέρος χρηματοπιστωτικού προϊόντος που ήδη υπόκειται σε άλλες διατάξεις της νομοθεσίας της Ένωσης ή σε κοινά ευρωπαϊκά πρότυπα, η παροχή της εν λόγω υπηρεσίας δεν υπόκειται επιπροσθέτως στις επιβαλλόμενες με αυτό το άρθρο 19 υποχρεώσεις, ακόμη και αν οι υποχρεώσεις αυτές δεν ταυτίζονται με τις προβλεπόμενες στις εν λόγω διατάξεις ή στα εν λόγω πρότυπα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, Genil 48 και Comercial Hostelera de Grandes Vinos, C-604/11, EU:C:2013:344, σκέψεις 45 καθώς και 46).

66

Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν η Länsförsäkringar και η Σουηδική Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις τους, η θέση ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2004/39 προβλέπουν ευρύτερους κανόνες προστασίας στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών σε σχέση με τους προβλεπόμενους στην οδηγία 2002/92, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι ακριβής, δεν αρκεί αφ’ εαυτής για την υπαγωγή συμβουλών, όπως είναι οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/39, της οποίας το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, εξαιρεί τις συμβουλές αυτές όταν παρέχονται στο πλαίσιο ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως η οποία αφορά τη σύναψη ασφαλίσεως ζωής διά κεφαλαιοποιήσεως.

67

Συναφώς, η οδηγία 2014/65, η οποία καταργεί και αναδιατυπώνει την οδηγία 2004/39, όπως προκύπτει από την αιτιολογική της σκέψη 87, εισάγει στην οδηγία 2002/92 νέες απαιτήσεις οι οποίες ενισχύουν την προστασία των επενδυτών όσον αφορά τα ασφαλιστικά επενδυτικά προϊόντα, προκειμένου να εξασφαλίσει, στο δίκαιο της Ένωσης για τη ρύθμιση των δραστηριοτήτων των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, μία συνεπή κανονιστική προσέγγιση όσον αφορά τη διανομή των διαφόρων χρηματοπιστωτικών προϊόντων.

68

Εξάλλου, η ως άνω αιτιολογική σκέψη ενισχύει την ερμηνεία σύμφωνα με την οποία οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης συμβουλές δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/39, καθόσον η αιτιολογική σκέψη αυτή αναφέρει ότι οι απαιτήσεις της οδηγίας 2014/65 σχετικά με την προστασία των επενδυτών πρέπει να εφαρμόζονται κατά τον ίδιο τρόπο και στα ασφαλιστικά επενδυτικά προϊόντα, πράγμα που σημαίνει ότι τα προϊόντα αυτά δεν ενέπιπταν στους κανόνες προστασίας της οδηγίας 2004/39.

69

Από τα προεκτεθέντα απορρέει ότι οι χρηματοοικονομικές συμβουλές για την επένδυση κεφαλαίου που παρέχονται στο πλαίσιο ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως η οποία αφορά τη σύναψη συμβάσεως ασφαλίσεως ζωής διά κεφαλαιοποιήσεως δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/39.

70

Κατά συνέπεια, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι χρηματοοικονομικές συμβουλές για την επένδυση κεφαλαίου που παρέχονται στο πλαίσιο ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως η οποία αφορά τη σύναψη συμβάσεως ασφαλίσεως ζωής διά κεφαλαιοποιήσεως εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2002/92 και όχι στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/39.

Επί των δικαστικών εξόδων

71

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 2, σημείο 3, της οδηγίας 2002/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση, έχει την έννοια ότι εμπίπτει στην έννοια της «ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως» η διενέργεια προπαρασκευαστικών πράξεων για τη σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως, ακόμη και όταν ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής δεν προτίθεται να συνάψει πραγματική ασφαλιστική σύμβαση.

 

2)

Οι χρηματοοικονομικές συμβουλές για την επένδυση κεφαλαίου που παρέχονται στο πλαίσιο ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως η οποία αφορά τη σύναψη συμβάσεως ασφαλίσεως ζωής διά κεφαλαιοποιήσεως εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2002/92 και όχι στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η σουηδική.