ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)
της 5ης Απριλίου 2017 ( *1 )
«Προδικαστική παραπομπή — Φορολογία — Φόρος προστιθέμενης αξίας — Οδηγία 2006/112/ΕΚ — Άρθρα 2 και 273 — Εθνική νομοθεσία προβλέπουσα διοικητική και ποινική κύρωση για τα ίδια πραγματικά περιστατικά που αφορούν τη μη καταβολή φόρου προστιθέμενης αξίας — Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Άρθρο 50 — Αρχή ne bis in idem — Ταυτότητα του προσώπου κατά του οποίου ασκείται η δίωξη ή στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση — Δεν υφίσταται»
Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑217/15 και C‑350/15,
με αντικείμενο δύο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunale di Santa Maria Capua Vetere (πρωτοβάθμιο δικαστήριο της Santa Maria Capua Vetere, Ιταλία) με αποφάσεις της 23ης Απριλίου και της 23ης Ιουνίου 2015, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 11 Μαΐου και στις 10 Ιουλίου 2015, στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών κατά των
Massimo Orsi (C‑217/15),
Luciano Baldetti (C‑350/15),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),
συγκείμενο από τους T. von Danwitz (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, E. Juhász, C. Vajda, K. Jürimäe και Κ. Λυκούργο, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez‑Bordona
γραμματέας: V. Giacobbo‑Peyronnel, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Σεπτεμβρίου 2016,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
— |
ο M. Orsi, εκπροσωπούμενος από τον V. Di Vaio, avvocatο, |
— |
ο L. Baldetti, εκπροσωπούμενος από τους V. Di Vaio και V. D’Amore, avvocati, |
— |
η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την G. Galluzzo, avvocatto dello Stato, |
— |
η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Vláčil και M. Smolek, |
— |
η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues, D. Colas και F.‑X. Bréchot, καθώς και από τις E. de Moustier και S. Ghiandoni, |
— |
η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις F. Tomat και M. Owsiany-Hornung, καθώς και από τον H. Krämer, |
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Ιανουαρίου 2017,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου 7 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ). |
2 |
Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δύο ποινικών διαδικασιών που κινήθηκαν, αντιστοίχως, κατά του Massimo Orsi και του Luciano Baldetti, λόγω παραβάσεων στις οποίες αυτοί υπέπεσαν αναφορικά με τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ). |
Το νομικό πλαίσιο
Η ΕΣΔΑ
3 |
Το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα κάθε προσώπου να μη δικάζεται ή να τιμωρείται δύο φορές για το ίδιο αδίκημα», ορίζει τα εξής: «1. Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή να καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου κράτους, για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με τον νόμο και την ποινική δικονομία του κράτους αυτού. 2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εμποδίζουν την επανάληψη της διαδικασίας, σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του κράτους για το οποίο πρόκειται, εάν υπάρχουν αποδείξεις νέων ή μεταγενέστερων της απόφασης γεγονότων, ή υπήρξε θεμελιώδες σφάλμα της προηγούμενης διαδικασίας, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα της υπόθεσης. 3. Καμιά απόκλιση από αυτό το άρθρο δεν επιτρέπεται με βάση το άρθρο 15 της Σύμβασης.» |
Το δίκαιο της Ένωσης
4 |
Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1), καθορίζει τις συναλλαγές που υπόκεινται σε ΦΠΑ. |
5 |
Κατά το άρθρο 273 της οδηγίας αυτής: «Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν και άλλες υποχρεώσεις που κρίνουν αναγκαίες για τη διασφάλιση της ορθής είσπραξης του ΦΠΑ και την αποφυγή της απάτης, με την επιφύλαξη της τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης των εσωτερικών πράξεων και των πράξεων που πραγματοποιούνται από υποκείμενους στον φόρο μεταξύ κρατών μελών και με την προϋπόθεση ότι οι υποχρεώσεις αυτές δεν οδηγούν, στις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, σε διατυπώσεις που συνδέονται με τη διέλευση συνόρων. […]» |
Το ιταλικό δίκαιο
6 |
Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του decreto legislativo n. 471, Riforma delle sanzioni tributarie non penali in materia di imposte dirette, di imposta sul valore aggiunto e di riscossione dei tributi, a norma dell’articolo 3, comma 133, lettera q), della legge 23 dicembre 1996, n. 662 (νομοθετικού διατάγματος αριθ. 471, σχετικά με τη μεταρρύθμιση των φορολογικών κυρώσεων μη ποινικού χαρακτήρα στον τομέα των άμεσων φόρων, του φόρου προστιθέμενης αξίας και της εισπράξεως των φόρων, σύμφωνα με το άρθρο 3, εδάφιο 133, στοιχείο q, του νόμου 662, της 23ης Δεκεμβρίου 1996), της 18ης Δεκεμβρίου 1997 (τακτικό συμπλήρωμα της GURI αριθ. 5, της 8ης Ιανουαρίου 1998), ορίζει τα εξής: «Σε όποιον δεν καταβάλλει, εν όλω ή εν μέρει, εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών, προκαταβολές, περιοδικές καταβολές, εξισωτικά ποσά ή υπόλοιπα φόρου που απορρέουν από τη δήλωση, αφαιρουμένου, στις περιπτώσεις αυτές, του ποσού των περιοδικών καταβολών και των προκαταβολών, ακόμη και αν δεν έχουν καταβληθεί, δύναται να επιβληθεί διοικητική κύρωση ανερχόμενη στο 30 % κάθε οφειλομένου ποσού, ακόμη και αν κατόπιν διορθώσεως σφαλμάτων εκ παραδρομής ή σφαλμάτων υπολογισμού που διαπιστώθηκαν κατά τον έλεγχο της ετήσιας δηλώσεως προκύπτει ότι ο φόρος είναι μεγαλύτερος ή ότι το υπερβάλλον ποσό που πρέπει να εκπέσει είναι μικρότερο. […]» |
7 |
Το άρθρο 10 bis του decreto legislativo n. 74, Nuova disciplina dei reati in materia di imposte sui redditi e sul valore aggiunto, a norma dell’articolo 9 della legge 25 giugno 1999, n. 205 (νομοθετικού διατάγματος αριθ. 74 για τη θέσπιση νέων διατάξεων περί φορολογικών αδικημάτων στον τομέα των άμεσων φόρων και του φόρου προστιθέμενης αξίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9 του νόμου αριθ. 205, της 25ης Ιουνίου 1999), της 10ης Μαρτίου 2000 (GURI αριθ. 76, της 31ης Μαρτίου 2000, σ. 4, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 74/2000), ορίζει τα εξής: «Τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως έξι μηνών έως δύο ετών όποιος, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται για την υποβολή της ετήσιας δηλώσεως του τρίτου υπόχρεου, δεν καταβάλλει τις παρακρατήσεις που προκύπτουν από τη βεβαίωση που χορηγήθηκε στους φορολογούμενους που αυτός υποκαθιστά, για ποσό άνω των πενήντα χιλιάδων ευρώ για κάθε φορολογική περίοδο». |
8 |
Το άρθρο 10 ter του διατάγματος αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μη καταβολή του ΦΠΑ», ορίζει τα εξής: «Η διάταξη του άρθρου 10 bis έχει επίσης εφαρμογή, εντός των ορίων που προβλέπονται σε αυτήν, σε όποιον δεν καταβάλλει τον φόρο προστιθέμενης αξίας, ο οποίος οφείλεται βάσει της ετήσιας δηλώσεως, εντός της προθεσμίας για την καταβολή της προκαταβολής σχετικά με την επόμενη φορολογική περίοδο». |
Οι διαδικασίες των κύριων δικών και το προδικαστικό ερώτημα
9 |
Στη διάρκεια των επίμαχων στις κύριες δίκες φορολογικών περιόδων, ο M. Orsi ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της S.A. COM Servizi Ambiente e Commercio Srl και ο L. Baldetti της Evoluzione Maglia Srl. |
10 |
Ο M. Orsi και ο L. Baldetti παραπέμφθηκαν ενώπιον του Tribunale di Santa Maria Capua Vetere (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου της Santa Maria Capua Vetere, Ιταλία) για την παράβαση που προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 10 ter του νομοθετικού διατάγματος 74/2000, σε συνδυασμό με το άρθρο 10 bis αυτού, λόγω της μη καταβολής, εντός της προβλεπόμενης από τον νόμο προθεσμίας και υπό την ιδιότητά τους ως νομίμων εκπροσώπων των ανωτέρω εταιριών, του οφειλόμενου ΦΠΑ βάσει της σχετικής ετήσιας δηλώσεως για τις επίμαχες στις κύριες δίκες φορολογικές περιόδους. Το ύψος του μη καταβληθέντος ΦΠΑ ανερχόταν, σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση, σε ποσό άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ. |
11 |
Οι ποινικές αυτές διαδικασίες κινήθηκαν κατόπιν αναφοράς που κατέθεσε η Agenzia delle Entrate (φορολογική αρχή) ενώπιον της Procura della Repubblica (εισαγγελικής αρχής) σχετικά με τις παραβάσεις αυτές. Κατά τη διάρκεια των εν λόγω ποινικών διαδικασιών, επιβλήθηκε συντηρητική κατάσχεση τόσο των περιουσιακών στοιχείων του M. Orsi όσο και των περιουσιακών στοιχείων του L. Baldetti, κατά της οποίας έκαστος υπέβαλε αίτηση επανεξετάσεως. |
12 |
Πριν από την κίνηση των εν λόγω ποινικών διαδικασιών, τα επίμαχα στις κύριες δίκες ποσά ΦΠΑ είχαν αποτελέσει αντικείμενο ελέγχου εκ μέρους της φορολογικής αρχής, η οποία, πέραν της εκκαθαρίσεως της φορολογικής οφειλής, επέβαλε επίσης στην S.A. COM Servizi Ambiente e Commercio και στην Evoluzione Maglia πρόστιμο ανερχόμενο στο 30 % του ποσού του οφειλόμενου ΦΠΑ. Κατόπιν συμβιβασμού ως προς τα ως άνω μέτρα βεβαιώσεως της οφειλής, αυτά κατέστησαν απρόσβλητα χωρίς να αμφισβητηθούν. |
13 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale di Santa Maria Capua Vetere (πρωτοβάθμιο δικαστήριο της Santa Maria Capua Vetere) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: «Κατά την έννοια του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 50 του Χάρτη, συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης η διάταξη του άρθρου 10 ter του νομοθετικού διατάγματος 74/2000 κατά το μέρος που επιτρέπει την αξιολόγηση της ποινικής ευθύνης προσώπου το οποίο για την ίδια πράξη (μη καταβολή ΦΠΑ) έχει ήδη γίνει ο αποδέκτης απρόσβλητης πλέον βεβαιώσεως φόρου από τη φορολογική αρχή της ημεδαπής με επιβολή διοικητικής κυρώσεως […];» |
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
14 |
Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 50 του Χάρτη και το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στο πλαίσιο των κύριων δικών, η οποία επιτρέπει την άσκηση ποινικής διώξεως για τη μη καταβολή του ΦΠΑ, μετά την επιβολή απρόσβλητης πλέον φορολογικής κυρώσεως για τα ίδια πραγματικά περιστατικά. |
15 |
Καθόσον το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει όχι μόνο στο άρθρο 50 του Χάρτη, αλλά και στο άρθρο 4 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ, πρέπει να υπομνησθεί ότι, καίτοι, όπως επιβεβαιώνεται από το άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ, τα αναγνωρισμένα από την ΕΣΔΑ θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν τμήμα του δικαίου της Ένωσης ως γενικές αρχές και μολονότι το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη επιβάλλει να αναγνωρίζεται στα περιεχόμενα στον εν λόγω Χάρτη δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται από την ΕΣΔΑ η ίδια έννοια και η ίδια εμβέλεια με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση, η Σύμβαση αυτή δεν συνιστά, ενόσω η Ένωση δεν έχει προσχωρήσει σε αυτή, νομική πράξη τυπικώς ενταγμένη στην έννομη τάξη της Ένωσης (αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson, C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 44, καθώς και της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, το υποβληθέν ερώτημα πρέπει να εξεταστεί μόνον υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 28ης Ιουλίου 2016, Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ., C‑543/14, EU:C:2016:605, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 6ης Οκτωβρίου 2016, Paoletti κ.λπ., C‑218/15, EU:C:2016:748, σκέψη 22). |
16 |
Όσον αφορά το άρθρο 50 του Χάρτη, επισημαίνεται ότι φορολογικές κυρώσεις και ποινικές διαδικασίες οι οποίες έχουν ως αντικείμενο παραβάσεις που αφορούν τον ΦΠΑ και αποσκοπούν στη διασφάλιση της ορθής είσπραξης του εν λόγω φόρου και την αποφυγή της απάτης, όπως οι επίμαχες στο πλαίσιο των κύριων δικών, συνιστούν εφαρμογή των άρθρων 2 και 273 της οδηγίας 2006/112 καθώς και του άρθρου 325 ΣΛΕΕ και, συνεπώς, του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson, C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψεις 24 έως 27, καθώς και της 8ης Σεπτεμβρίου 2015, Taricco κ.λπ., C‑105/14, EU:C:2015:555, σκέψεις 49, 52 και 53). Επομένως, διατάξεις του εθνικού δικαίου οι οποίες διέπουν την ποινική δίωξη παραβάσεων που αφορούν τον ΦΠΑ, όπως είναι οι επίμαχες στο πλαίσιο των κύριων δικών, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 50 του Χάρτη. |
17 |
Η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη προϋποθέτει, καταρχάς, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 32 των προτάσεών του, ταυτότητα του προσώπου στο οποίο επιβάλλεται η σχετική κύρωση ή κατά του οποίου ασκείται η σχετική ποινική δίωξη. |
18 |
Συγκεκριμένα, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου αυτού κατά το οποίο «[κ]ανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο» προκύπτει ότι το εν λόγω άρθρο απαγορεύει την άσκηση ποινικής διώξεως ή την επιβολή ποινικής κυρώσεως σε βάρος του ίδιου προσώπου, περισσότερες από μία φορές, για την ίδια παράβαση. |
19 |
Η ερμηνεία αυτή του άρθρου 50 του Χάρτη επιρρωννύεται από τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17), οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την ερμηνεία του (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson, C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 20). Όσον αφορά το ως άνω άρθρο, οι επεξηγήσεις αυτές αναφέρονται στη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την αρχή ne bis in idem, όπως αυτή αναγνωρίστηκε ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης πριν από την έναρξη ισχύος του Χάρτη. Κατά τη νομολογία αυτή, η ως άνω αρχή δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, δυνατό να παραβιασθεί εάν δεν πρόκειται για την επιβολή πλειόνων κυρώσεων στο ίδιο πρόσωπο για την ίδια παράνομη συμπεριφορά (βλ., υπό την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 338, καθώς και της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Coop de France bétail et viande κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑101/07 P και C‑110/07 P, EU:C:2008:741, σκέψη 127). |
20 |
Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε τη εν λόγω νομολογία μετά την έναρξη της ισχύος του Χάρτη (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson, C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 34). |
21 |
Εν προκειμένω, από τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως και οι οποίες επιβεβαιώθηκαν τόσο από ορισμένα στοιχεία της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο όσο και από την Ιταλική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον αυτού προκύπτει ότι οι επίμαχες στις κύριες δίκες φορολογικές κυρώσεις επιβλήθηκαν σε δύο εταιρίες οι οποίες είναι νομικά πρόσωπα, ήτοι την S.A. COM Servizi Ambiente e Commercio και την Evoluzione Maglia, ενώ οι επίμαχες στις κύριες δίκες ποινικές διαδικασίες αφορούν τον M. Orsi και τον L. Baldetti, ήτοι φυσικά πρόσωπα. |
22 |
Καθίσταται, επομένως, σαφές, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 36 των προτάσεών του, ότι, στο πλαίσιο των επίμαχων στις κύριες δίκες ποινικών διαδικασιών, η επιβληθείσα φορολογική κύρωση και οι ποινικές διώξεις αφορούν διαφορετικά πρόσωπα, ήτοι, στην υπόθεση C‑217/15, την S.A. COM Servizi Ambiente e Commercio, σε βάρος της οποίας επιβλήθηκε φορολογική κύρωση, και τον M. Orsi, κατά του οποίου κινήθηκε ποινική διαδικασία, και, στην υπόθεση C‑350/15, την Evoluzione Maglia, στην οποία επιβλήθηκε φορολογική κύρωση, και τον L. Baldetti, κατά του οποίου κινήθηκε ποινική διαδικασία, με συνέπεια ότι η προϋπόθεση εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, κατά την οποία η επιβολή των κυρώσεων και η άσκηση της ποινικής διώξεως περί των οποίων πρόκειται πρέπει να αφορούν το ίδιο πρόσωπο, δεν πληρούται, πράγμα το οποίο εναπόκειται, ωστόσο, στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. |
23 |
Συναφώς, το γεγονός ότι ο M. Orsi και ο L. Baldetti διώκονται ποινικώς για πράξεις που τέλεσαν υπό την ιδιότητά τους ως νομίμων εκπροσώπων των εταιριών σε βάρος των οποίων επιβλήθηκαν φορολογικές κυρώσεις δεν είναι ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα που περιλαμβάνεται στην προηγούμενη σκέψη. |
24 |
Τέλος, δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, στο μέτρο που το άρθρο 50 αυτού περιλαμβάνει δικαίωμα το οποίο αντιστοιχεί σε εκείνο το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ, πρέπει να διασφαλισθεί ότι η ανωτέρω ερμηνεία του άρθρου 50 του Χάρτη δεν παραβιάζει το επίπεδο της προστασίας που προβλέπει η ΕΣΔΑ (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 77). |
25 |
Κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το γεγονός ότι επιβάλλονται τόσο φορολογικές όσο και ποινικές κυρώσεις δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ, εφόσον οι επίμαχες κυρώσεις αφορούν φυσικά ή νομικά πρόσωπα που διακρίνονται νομικώς μεταξύ τους (ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ής Μαΐου 2014, Pirttimäki κατά Φινλανδίας, CE:ECHR:2014:0520JUD00353211, § 51). |
26 |
Δεδομένου ότι στο πλαίσιο των επίμαχων στις κύριες δίκες διαδικασιών δεν πληρούται η προϋπόθεση κατά την οποία η επιβολή των σχετικών κυρώσεων και η άσκηση των σχετικών διώξεων πρέπει να αφορούν το ίδιο πρόσωπο, παρέλκει η εξέταση των λοιπών προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 50 του Χάρτη. |
27 |
Επομένως, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 50 του Χάρτη έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στο πλαίσιο των κύριων δικών, η οποία επιτρέπει την άσκηση ποινικής διώξεως για τη μη καταβολή του ΦΠΑ, μετά την επιβολή απρόσβλητης πλέον φορολογικής κυρώσεως για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, σε περίπτωση που η κύρωση αυτή επιβλήθηκε σε εταιρία που συνιστά νομικό πρόσωπο, ενώ η εν λόγω ποινική δίωξη ασκήθηκε κατά φυσικού προσώπου. |
Επί των δικαστικών εξόδων
28 |
Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κύριων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται. |
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται: |
Το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στο πλαίσιο των κύριων δικών, η οποία επιτρέπει την άσκηση ποινικής διώξεως για τη μη καταβολή του φόρου προστιθέμενης αξίας, μετά την επιβολή απρόσβλητης πλέον φορολογικής κυρώσεως για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, σε περίπτωση που η κύρωση αυτή επιβλήθηκε σε εταιρία που συνιστά νομικό πρόσωπο, ενώ η εν λόγω ποινική δίωξη ασκήθηκε κατά φυσικού προσώπου. |
(υπογραφές) |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.