ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ
MICHAL BOBEK
της 20ής Δεκεμβρίου 2017 ( 1 )
Υπόθεση C‑571/17 PPU
Openbaar Ministerie
κατά
Samet Ardic
[αίτηση του Rechtbank Άμστερνταμ (πλημμελειοδικείο του Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εκδοθέν για την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής – Λόγοι προαιρετικής μη εκτελέσεως – Άρθρο 4α της αποφάσεως-πλαισίου – Έννοια της “δίκης που οδήγησε σε έκδοση απόφασης” – Περιεχόμενο – Πρόσωπο που καταδικάσθηκε τελεσίδικα σε στερητική της ελευθερίας ποινής μετά από δίκη που διεξήχθη παρουσία του ενδιαφερομένου – Αναστολή εκτελέσεως υπό όρους μερικώς εκτιθείσας στερητικής της ελευθερίας ποινής – Μη τήρηση των προβλεπόμενων όρων – Μεταγενέστερη διαδικασία που οδήγησε στην ανάκληση της αναστολής εκτελέσεως της ποινής – Διαδικασία που διεξήχθη χωρίς την παρουσία του ενδιαφερομένου»
I. Εισαγωγή
|
1. |
Εις βάρος του Samet Ardic, Γερμανού υπηκόου, έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως (ΕΕΣ) από γερμανική δικαστική αρχή. Η αρχή αυτή ζητεί την παράδοση του S. Ardic, ο οποίος επί του παρόντος τελεί υπό κράτηση στις Κάτω Χώρες, ενόψει της εκτελέσεως του υπολοίπου της ποινής που προβλέπεται από δύο δικαστικές αποφάσεις, καθεμία εκ των οποίων επέβαλε εις βάρος του στερητική της ελευθερίας ποινή. Στον S. Ardic, ο οποίος είχε προηγουμένως εκτίσει ένα μέρος των ποινών του, χορηγήθηκε αναστολή εκτελέσεως των ποινών αυτών. Η αναστολή αυτή εν συνεχεία ανακλήθηκε λόγω του ότι ο S. Ardic δεν τήρησε τους επιβληθέντες κατά την απόλυσή του όρους. |
|
2. |
Μολονότι ο S. Ardic παραστάθηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση των δύο τελεσίδικων αποφάσεων με τις οποίες καταδικάστηκε σε δύο στερητικές της ελευθερίας ποινές, εντούτοις δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση των αποφάσεων ανακλήσεως της αναστολής εκτελέσεως του υπολοίπου των εν λόγω ποινών. |
|
3. |
Η παρούσα υπόθεση αφορά το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ ( 2 ). Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται για το εάν η έννοια της «δίκης που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης» κατά το εν λόγω άρθρο αφορά τη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση αποφάσεων με τις οποίες ανακαλείται η αναστολή εκτελέσεως του υπολοίπου στερητικών της ελευθερίας ποινών. |
II. Νομικό πλαίσιο
A. Η ΕΣΔΑ
|
4. |
Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών ( 3 ) (στο εξής: ΕΣΔΑ) ορίζει τα εξής: «Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίο θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως […].» |
B. Το δίκαιο της Ένωσης
1. Ο Χάρτης
|
5. |
Κατά το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης): «Κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως. Κάθε πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την υπεράσπιση και εκπροσώπησή του. […]» |
|
6. |
Κατά το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη, «[δ]ιασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης σε κάθε κατηγορούμενο». |
2. Η απόφαση-πλαίσιο
|
7. |
Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου προβλέπει ότι «[τ]α κράτη μέλη εκτελούν κάθε [ΕΕΣ], βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο». |
|
8. |
Το άρθρο 1, παράγραφος 3, προβλέπει ότι η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο «δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 [ΣΕΕ]». |
|
9. |
Το άρθρο 4α της αποφάσεως-πλαισίου εισήχθη με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ ( 4 ) προκειμένου να διευκρινιστούν οι λόγοι προαιρετικής αρνήσεως εκτελέσεως ΕΕΣ όταν ο ενδιαφερόμενος δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη του: «1. Η εκτελούσα δικαστική αρχή δύναται επίσης να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που έχει εκδοθεί με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας, εάν το πρόσωπο δεν εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, εκτός εάν στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αναφέρεται ότι το πρόσωπο, βάσει δικονομικών απαιτήσεων που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης:
[…]» |
III. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία της υποθέσεως της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
|
10. |
Στις 13 Ιουνίου 2017 το Rechtbank Amsterdam (πλημμελειοδικείο του Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) επιλήφθηκε αιτήσεως υποβληθείσας από τον officier van justitie bij de rechtbank (Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, Κάτω-Χώρες) για την εξέταση ΕΕΣ εκδοθέντος στις 9 Μαΐου 2017 από την Staatsanwaltschaft Stuttgart (Εισαγγελία της Στουτγάρδης, Γερμανία). |
|
11. |
Με το ΕΕΣ ζητείται η σύλληψη και παράδοση του S. Ardic, Γερμανού υπηκόου, για την εκτέλεση δύο στερητικών της ελευθερίας ποινών στη Γερμανία. Το ΕΕΣ βασίζεται σε δύο τελεσίδικες αποφάσεις που αφορούν εννέα αδικήματα. Πρώτον, με την απόφαση της 4ης Μαρτίου 2009 του Amtsgericht Böblingen (πταισματοδικείου Böblingen, Γερμανία) ο S. Ardic καταδικάστηκε σε στερητική της ελευθερίας ποινή διάρκειας ενός έτους και οκτώ μηνών. Δεύτερον, με την απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2010 του Amtsgericht Stuttgart-Bad Cannstatt (πταισματοδικείου Stuttgart-Bad Cannstatt, Γερμανία) ο S. Ardic καταδικάστηκε σε στερητική της ελευθερίας ποινή διάρκειας ενός έτους και οκτώ μηνών. |
|
12. |
Το στοιχείο δ) του επίδικου ΕΕΣ επιβεβαιώνει ότι ο S. Ardic παρέστη αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση των δύο αυτών αποφάσεων. |
|
13. |
Με δύο αποφάσεις (της 4ης Ιανουαρίου 2010 και της 31ης Μαΐου 2011, αντιστοίχως), τα δικαστήρια που εξέδωσαν τις αναφερόμενες στο σημείο 11 των παρουσών προτάσεων αποφάσεις ανέστειλαν την εκτέλεση του υπολοίπου των προβλεπόμενων από τις αποφάσεις αυτές ποινών ( 5 ). |
|
14. |
Οι αναστολές αυτές ανακλήθηκαν με δύο αποφάσεις του Amtsgericht Stuttgart-Bad Cannstatt (πταισματοδικείου Stuttgart-Bad Cannstatt), οι οποίες εξεδόθησαν αντίστοιχα στις 18 και 4 Απριλίου 2013 (στο εξής: αποφάσεις ανακλήσεως). Η εκτέλεση του υπολοίπου των στερητικών της ελευθερίας ποινών διατάχθηκε επειδή ο ενδιαφερόμενος δεν είχε τηρήσει τους όρους που του επιβλήθηκαν με την απόλυσή του και είχε αποφύγει, παρά τις υπενθυμίσεις, την εποπτεία και την καθοδήγηση του αρμοδίου για την κοινωνική του επανένταξη λειτουργού καθώς και τον έλεγχο του δικαστηρίου. Οι εν λόγω αποφάσεις ανακλήσεως είναι τελεσίδικες. Επομένως, o S. Ardic οφείλει να εκτίσει άλλες 338 ημέρες της στερητικής της ελευθερίας επιβληθείσας ποινής στην υπόθεση που εκδικάστηκε στις 4 Μαρτίου 2009 από το Amtsgericht Böblingen (πταισματοδικείο Böblingen) και 340 ημέρες της επιβληθείσας ποινής στην υπόθεση που εκδικάστηκε στις 10 Νοεμβρίου 2010 από το Amtsgericht Stuttgart-Bad Cannstatt (πταισματοδικείο Stuttgart-Bad Cannstatt). |
|
15. |
Από το εν λόγω ΕΕΣ το αιτούν δικαστήριο συνάγει ότι ο S. Ardic δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση των αποφάσεων ανακλήσεως, γεγονός το οποίο επιβεβαίωσε ο S. Ardic. Ο ίδιος δήλωσε επίσης ότι, εάν γνώριζε την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της εν λόγω δίκης, θα είχε παραστεί προκειμένου να πείσει τον αρμόδιο δικαστή να μην προβεί στην ανάκληση. |
|
16. |
Το στοιχείο στ) του ΕΕΣ (προαιρετικές πληροφορίες που αφορούν «άλλες περιστάσεις συναφείς με την υπόθεση») αναφέρει ότι οι αποφάσεις ανακλήσεως επιδόθηκαν διά δημοσιεύσεως στο εκζητούμενο πρόσωπο, στο οποίο θα πρέπει να διασφαλιστεί το δικαίωμα ακροάσεως εκ των υστέρων σε σχέση με τις εν λόγω αποφάσεις, χωρίς αυτό να έχει άμεση επίδραση στην εκτελεστότητα των εν λόγω αποφάσεων. |
|
17. |
Κατά το αιτούν δικαστήριο, το γερμανικό δίκαιο επιβάλλει στον δικαστή να ανακαλέσει την απόφαση αναστολής εκτελέσεως του υπολοίπου των ποινών εάν ο καταδικασθείς εμμένει στην αποφυγή της εποπτείας και της καθοδηγήσεως του αρμόδιου για την κοινωνική επανένταξη λειτουργού ή/και να μην τηρεί τους όρους της αναστολής. Αντιθέτως, ο Γερμανός δικαστής οφείλει να μην προβεί στην ανάκληση αυτή εάν αρκεί η επιβολή περαιτέρω όρων ή οδηγιών ή η παράταση της δοκιμαστικής περιόδου. Από τις αποφάσεις ανακλήσεως προκύπτει ότι το Amtsgericht Stuttgart-Bad Cannstatt (πταισματοδικείο Stuttgart-Bad Cannstatt) διαπίστωσε ότι η επιβολή περαιτέρω όρων ή η παράταση της δοκιμαστικής περιόδου δεν αρκούσαν και ότι η ανάκληση ήταν σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, όταν αποφαίνεται επί ανακλήσεως, ο Γερμανός δικαστής διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως που του επιτρέπει να λάβει υπόψη την κατάσταση ή την προσωπικότητα του ενδιαφερομένου. |
|
18. |
Υπό το φως της εκδοθείσας στην υπόθεση Zdziaszek αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι το ΔΕΕ διέκρινε, για την εφαρμογή του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου, μεταξύ των μέτρων που τροποποιούν το ύψος της επιβληθείσας ποινής και των μέτρων που αφορούν τις λεπτομέρειες εκτελέσεως μιας στερητικής της ελευθερίας ποινής ( 6 ). Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι αποφάσεις ανακλήσεως της υποθέσεως της κύριας δίκης δεν τροποποιούν το ύψος της ποινής. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι το άρθρο 4α της αποφάσεως-πλαισίου δεν εφαρμόζεται στις αποφάσεις ανακλήσεως, λαμβανομένου υπόψη του υψηλότερου επιπέδου προστασίας που διασφαλίζει ο Χάρτης. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι είναι δυνατόν απόφαση ανακλήσεως να είναι εξίσου σημαντική για τον ενδιαφερόμενο με απόφαση που επιβάλλει συνολική ποινή (όπως στην υπόθεση Zdziaszek) εφόσον ο δικαστής διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως. |
|
19. |
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Rechtbank Amsterdam (πλημμελειοδικείο του Άμστερνταμ) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: «Αν ο εκζητούμενος κρίθηκε τελεσίδικα ένοχος σε δίκη που διεξήχθη παρουσία του και καταδικάστηκε σε στερητική της ελευθερίας ποινή της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη υπό όρους, είναι η μεταγενέστερη δίκη στην οποία ο δικαστής απουσία του εκζητουμένου διατάσσει την ανάκληση της αναστολής αυτής λόγω μη τηρήσεως των όρων και λόγω αποφυγής της εποπτείας και της καθοδηγήσεως από αρμόδιο για την κοινωνική επανένταξη λειτουργό “δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης” κατά την έννοια του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584;» |
IV. Επί της επείγουσας διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου
|
20. |
Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να εξεταστεί η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κατά την επείγουσα διαδικασία του άρθρου 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Προς στήριξη του αιτήματός του, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι το υποβαλλόμενο προδικαστικό ερώτημα αφορά την ερμηνεία της αποφάσεως-πλαισίου που εμπίπτει στον τίτλο V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ. Επισήμανε επίσης ότι ο ενδιαφερόμενος τελεί υπό κράτηση στις Κάτω Χώρες, εν αναμονή της συνέχειας που θα δοθεί στο αίτημα παραδόσεως. Η ταχεία έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου θα έχει άμεση και αποφασιστική επιρροή στη διάρκεια της κρατήσεως του ενδιαφερομένου. |
|
21. |
Στις 12 Οκτωβρίου 2017 το πέμπτο τμήμα του Δικαστηρίου αποφάσισε να κάνει δεκτό το αίτημα αυτό. |
|
22. |
Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν το Openbaar Ministerie (Εισαγγελική Αρχή, Κάτω Χώρες), ο S. Ardic, η Γερμανική και Ολλανδική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι ανωτέρω καθώς και η Ιρλανδική Κυβέρνηση ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η οποία διεξήχθη στις 22 Νοεμβρίου 2017. |
V. Ανάλυση
|
23. |
Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν η φράση «δίκη που οδήγησε στην έκδοση απόφασης» κατά την έννοια του άρθρου 4α, παράγραφος 1, εισαγωγική φράση, της αποφάσεως-πλαισίου περιλαμβάνει τη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση αποφάσεως περί ανακλήσεως της αναστολής εκτελέσεως του υπολοίπου στερητικής της ελευθερίας ποινής η οποία έχει απαγγελθεί τελεσίδικα. Συνεπώς η παρούσα υπόθεση αφορά το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου. |
|
24. |
Οι παρούσες προτάσεις είναι διαρθρωμένες ως εξής. Μετά από ορισμένες εισαγωγικές παρατηρήσεις σχετικά με το οικείο γερμανικό νομικό δικονομικό πλαίσιο καθώς και τη νομολογία του ΕΔΔΑ (A), θα προτείνω πρώτον μια ερμηνεία του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου (B). Εν συνεχεία, θα εξετάσω το ειδικό ζήτημα της ανακλήσεως αποφάσεως αναστολής του υπολοίπου μιας στερητικής της ελευθερίας ποινής στο πλαίσιο του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου (Γ). Τέλος, θα κάνω μερικές σύντομες παρατηρήσεις σχετικά με τα θεμελιώδη δικαιώματα στο σύστημα της αποφάσεως-πλαισίου (Δ). |
A. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
|
25. |
Το προδικαστικό ερώτημα που τίθεται με την παρούσα υπόθεση συνδέεται στενά με τα ζητήματα που έχει εξετάσει το Δικαστήριο στις υποθέσεις Tupikas (C‑270/17 PPU) και Zdziaszek (C‑271/17 PPU). Στην πρώτη υπόθεση, το Δικαστήριο διευκρίνισε ιδίως ότι, για την εφαρμογή του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, ως «δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης» πρέπει να νοείται, σε περίπτωση που η διαδικασία περιλάμβανε διάφορους βαθμούς δικαιοδοσίας, η κατ’ έφεση δίκη, υπό την προϋπόθεση ότι η απόφαση που εκδόθηκε μετά από τον εν λόγω βαθμό δικαιοδοσίας έχει αποφανθεί τελεσιδίκως επί της ενοχής του ενδιαφερομένου καθώς και επί της ποινής του ( 7 ). Στην υπόθεση Zdziaszek, το Δικαστήριο έκρινε ότι η έννοια της «δίκης που οδήγησε στην έκδοση απόφασης» αφορά και μεταγενέστερες διαδικασίες (όπως αυτές που καταλήγουν στην έκδοση δικαστικής αποφάσεως επιβάλλουσας συνολική ποινή), κατόπιν των οποίων εκδίδεται απόφαση που μεταβάλλει τελειωτικά το ύψος των αρχικώς επιβληθεισών ποινών, υπό την προϋπόθεση ότι η αρχή που εξέδωσε τις εν λόγω αποφάσεις είχε κάποια εξουσία εκτιμήσεως ( 8 ). |
|
26. |
Στην τελευταία αυτή απόφαση, το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης, αναφερόμενο στην απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Boulois ( 9 ), ότι «πρέπει […] να γίνει διάκριση μεταξύ μέτρων [που τροποποιούν το ύψος της επιβληθείσας ποινής ή των επιβληθεισών ποινών] και μέτρων σχετικών με τις λεπτομέρειες εκτελέσεως στερητικής της ελευθερίας ποινής. Εξάλλου από τη νομολογία του ΕΔΔΑ προκύπτει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ δεν έχει εφαρμογή σε ζητήματα σχετικά με τις λεπτομέρειες εκτελέσεως στερητικής της ελευθερίας ποινής, ιδίως εκείνα που αφορούν την προσωρινή αποφυλάκιση ( 10 )». |
|
27. |
Στο πλαίσιο αυτό, το προδικαστικό ερώτημα που θέτει το αιτούν δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση συνδέεται με τη διάκριση μεταξύ, αφενός, των αποφάσεων που αποφαίνονται επί της ενοχής και της ποινής και, αφετέρου, των αποφάσεων που αφορούν «λεπτομέρειες εκτελέσεως μιας στερητικής της ελευθερίας ποινής». Κατά την απόφαση Zdziaszek, οι τελευταίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ ( 11 ), όπερ θα μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείει τέτοιες «λεπτομέρειες εκτελέσεως» από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου. |
|
28. |
Προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση, είναι απαραίτητες δύο προκαταρκτικές διευκρινίσεις. Πρώτον, επιβάλλεται να διευκρινιστεί ποια είναι, στο γερμανικό δίκαιο, η ακριβής φύση της διαδικασίας που οδηγεί σε έκδοση αποφάσεως ανακλήσεως της αναστολής εκτελέσεως του υπολοίπου στερητικής της ελευθερίας ποινής (1). Δεύτερον, φαίνεται επίσης απαραίτητη η εξέταση της έννοιας των «λεπτομερειών εκτελέσεως στερητικής της ελευθερίας ποινής» στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (2). |
1. Επί της διαδικασίας ανακλήσεως αναστολής εκτελέσεως στερητικής της ελευθερίας ποινής στο γερμανικό δίκαιο
|
29. |
Το Δικαστήριο κάλεσε τη Γερμανική Κυβέρνηση να διευκρινίσει το γερμανικό καθεστώς που διέπει τη διαδικασία αναστολής εκτελέσεως του υπολοίπου στερητικής της ελευθερίας ποινής Η Γερμανική Κυβέρνηση προσκόμισε τις ακόλουθες διευκρινίσεις. |
|
30. |
Πρώτον, το άρθρο 57 του Strafgesetzbuch (ποινικός κώδικας· στο εξής: StGB) επιτρέπει την αναστολή με υποβολή σε δοκιμασία για το υπόλοιπο στερητικής της ελευθερίας ποινής η οποία έχει εκτιθεί εν μέρει ( 12 ). Εάν ο ενδιαφερόμενος έχει εκτίσει τα δύο τρίτα της επιβληθείσας ποινής και [σε κάθε περίπτωση] τουλάχιστον δύο μήνες αυτής, το δικαστήριο διατάσσει την ανάκληση του υπολοίπου της στερητικής της ελευθερίας ποινής, με τη σύμφωνη γνώμη του καταδικασθέντος και αφού αποφασίσει εάν το συμφέρον της δημόσιας ασφάλειας μπορεί να δικαιολογεί την αναστολή ( 13 ). Εάν ο ενδιαφερόμενος έχει εκτίσει το ήμισυ της στερητικής της ελευθερίας ποινής και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον έξι μήνες αυτής, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως του υπολοίπου με υποβολή σε δοκιμασία υπό αυστηρότερους όρους ( 14 ). |
|
31. |
Το αρμόδιο δικαστήριο ανακαλεί την αναστολή εάν ο καταδικασθείς παραβιάζει κατά τρόπο κατάφωρο ή επίμονο τις οδηγίες ή τους όρους ή εξακολουθεί να αποφεύγει την εποπτεία και την καθοδήγηση του αρμόδιου για την κοινωνικής επανένταξη λειτουργού, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος υποτροπής ( 15 ). Αντίθετα, το δικαστήριο δεν ανακαλεί την αναστολή εάν αρκεί η επιβολή πρόσθετων όρων ή οδηγιών, ειδικότερα η υποβολή του καταδικασθέντος υπό την εποπτεία αρμόδιου για την κοινωνική επανένταξη λειτουργού ή η παράταση της δοκιμαστικής περιόδου ή της περιόδου εποπτείας ( 16 ). Εάν δεν τηρούνται οι όροι αυτοί το δικαστήριο υποχρεούται να ανακαλέσει την αναστολή εκτελέσεως του υπολοίπου της ποινής. |
|
32. |
Δεύτερον, οι μεταγενέστερες αποφάσεις που αφορούν αναστολή εκτελέσεως του υπολοίπου μιας στερητικής της ελευθερίας ποινής με υποβολή σε δοκιμασία διέπονται από το άρθρο 453 του Strafprozessordnung (κώδικα ποινικής δικονομίας, στο εξής: StPO). Όταν εξετάζεται το ενδεχόμενο ανακλήσεως της αναστολής, το δικαστήριο δίνει στον καταδικασθέντα την ευκαιρία να ακουστεί προφορικά ( 17 ). Μετά την έκδοση της αποφάσεως ανακλήσεως, ο καταδικασθείς μπορεί να την προσβάλει με άμεση προσφυγή, η οποία πρέπει να ασκηθεί εντός της εβδομάδας που έπεται της κοινοποιήσεως της διατάξεως περί ανακλήσεως στον καταδικασθέντα ( 18 ). Εάν ο τόπος κατοικίας του καταδικασθέντος δεν είναι γνωστός και εάν η κοινοποίηση δεν μπορεί να γίνει με τους απαιτούμενους τύπους, είναι δυνατή η δημόσια κοινοποίηση της διατάξεως με δημοσίευση στον πίνακα του δικαστηρίου. Η κοινοποίηση θεωρείται ότι έχει συντελεστεί μετά την παρέλευση ενός μηνός από τη δημοσίευση. Η προαναφερθείσα προθεσμία μίας εβδομάδας για την άσκηση της άμεσης προσφυγής αρχίζει από τη στιγμή αυτή. Με τη λήξη της, η διάταξη περί ανακλήσεως αποκτά ισχύ δεδικασμένου ( 19 ). |
|
33. |
Η Γερμανική Κυβέρνηση εξήγησε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι πρέπει επιτακτικά να δοθεί στον καταδικασθέντα η ευκαιρία να ακουστεί έστω και αν ο ενδιαφερόμενος δεν έλαβε πραγματική γνώση της αποφάσεως ανακλήσεως που έχει κοινοποιηθεί με δημοσίευση παρά μόνον μετά την παρέλευση της προθεσμίας της μίας εβδομάδας. Από τη σχετική με το άρθρο 33a του StPO εθνική νομολογία προκύπτει ότι, στην περίπτωση αυτή, ο καταδικασθείς πρέπει να τύχει ακροάσεως ώστε να έχει την ευκαιρία να προβάλει τις αντιρρήσεις του για την ανάκληση και να εκθέσει νέα πραγματικά περιστατικά. Μετά την ακρόαση αυτή, μπορεί να διαταχθεί η επαναφορά της διαδικασίας, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν σχετικής αιτήσεως, στην προ της εκδόσεως της επίμαχης αποφάσεως ανακλήσεως κατάσταση. |
2. Επί των «λεπτομερειών εκτελέσεως στερητικής της ελευθερίας ποινής» στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
|
34. |
Όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο στην υπόθεση Zdziaszek ( 20 ), από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) προκύπτει ότι οι εγγυήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ έχουν εφαρμογή όχι μόνον στη διαπίστωση της ενοχής αλλά και στον προσδιορισμό της ποινής ( 21 ). |
|
35. |
Εντούτοις, κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, ζητήματα σχετικά με τις λεπτομέρειες εκτελέσεως μιας στερητικής της ελευθερίας ποινής δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ ( 22 ). Ειδικότερα, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το ποινικό σκέλος του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ δεν έχει εφαρμογή στις διαφορές του σωφρονιστικού δικαίου που δεν αφορούν, κατ’ αρχήν, το βάσιμο μιας «ποινικής κατηγορίας» ( 23 ). |
|
36. |
Επομένως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και η πρώην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκριναν ότι η προστασία του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ δεν έχει εφαρμογή σε διαδικασίες όπως η άδεια κρατουμένου ( 24 ), η αμνηστία ( 25 ), η χορήγηση υπό όρους απολύσεως ( 26 ), η προσωρινή αποφυλάκιση στο πλαίσιο προσωρινής κρατήσεως ( 27 ), ή η μεταγωγή καταδικασθέντων ( 28 ). Το ίδιο ισχύει για τις διαδικασίες ανακλήσεως της αναστολής ποινής, τουλάχιστον κατά τη νομολογία της πρώην Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ( 29 ). |
|
37. |
Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, η προσέγγιση αυτή είναι σύμφωνη με τη νομολογία του ΕΔΔΑ που αφορά τον όρο «ποινή» κατά την έννοια του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ ( 30 ). |
|
38. |
Ωστόσο, το ΕΔΔΑ έχει επίσης αναγνωρίσει, ιδίως στο πλαίσιο του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ, ότι η διάκριση μεταξύ «ποινής» και μέτρου σχετικού με την «εκτέλεση» μιας ποινής στην πράξη δεν είναι πάντα ευκρινής ( 31 ). Το ΕΔΔΑ έχει επίσης δεχθεί κατ’ εξαίρεση την εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, για μέτρα που συνδέονται στενά με την ποινική διαδικασία και τον οριστικό καθορισμό της ποινής ( 32 ). |
|
39. |
Επιπλέον, εξακολουθούν να υπάρχουν αμφιβολίες όσον αφορά το εάν τα μέτρα που συνδέονται με την εκτέλεση ποινών μπορούν να καλύπτονται, υπό ορισμένες συνθήκες, από το αστικό σκέλος του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ ( 33 ). Πράγματι, καίτοι, στην υπόθεση Boulois, η Μείζονα Σύνθεση του ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν έχει εφαρμογή το αστικό σκέλος του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, η εν λόγω απάντηση συνδέεται με το ότι η «άδεια κρατουμένου» δεν συνιστούσε δικαίωμα, καθόσον ο προσδιορισμός του τι συνιστά «δικαίωμα» συνδέεται στενά με την κατά το εθνικό νομικό σύστημα έννοια αυτή ( 34 ). |
|
40. |
Τέλος, οι εγγυήσεις που αφορούν το ειδικότερο δικαίωμα του κατηγορουμένου να παρίσταται στη δίκη του δεν αναφέρονται ρητά στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ. Το ΕΔΔΑ συνήγαγε τις εν λόγω εγγυήσεις στο ειδικότερο πλαίσιο του ποινικού σκέλους της εν λόγω διατάξεως ( 35 ) ενώ μόλις πρόσφατα επεκτάθηκαν και στο αστικό σκέλος αυτού ( 36 ). |
B. Η ερμηνεία του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου
|
41. |
Όσον αφορά το εάν η διαδικασία που οδήγησε στην απόφαση ανακλήσεως εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου και εάν μια τέτοια απόφαση προσομοιάζει σε λεπτομέρεια εκτελέσεως μιας ποινής, τα ενδιαφερόμενα μέρη υιοθετούν διαφορετικές ερμηνείες. |
|
42. |
Ο S. Ardic υποστηρίζει ότι το άρθρο 4α αφορά διαδικασία ανακλήσεως όπως η επίμαχη της υποθέσεως της κύριας δίκης. Προβάλλει πρώτον το επιχείρημα ότι το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ έχει εφαρμογή στις αποφάσεις ανακλήσεως. Όσον αφορά το «ποινικό σκέλος» του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, ο S. Ardic ισχυρίζεται ότι οι διαδικασίες ανακλήσεως μπορεί να καταλήξουν σε τροποποίηση της ποινής στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας, και ότι ο αρμόδιος για την ανάκληση δικαστής διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως κατά την έκδοση της αποφάσεως. Εν συνεχεία, το αστικό σκέλος του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ μπορεί επίσης να εφαρμοστεί δεδομένου ότι με τη διαδικασία ανακλήσεως διακυβεύεται το «δικαίωμα στην ελευθερία». Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ δεν έχει εφαρμογή στη διαδικασία ανακλήσεως, τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη χορηγούν ευρύτερη προστασία. Ειδικότερα, κατά τον S. Ardic, το άρθρο 47 του Χάρτη έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής ικανό να καλύψει και μια διαδικασία ανακλήσεως όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης. Το άρθρο 4α της αποφάσεως-πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως των εν λόγω διατάξεων. |
|
43. |
Η Ιρλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, στις περιπτώσεις που η ανάκληση δεν είναι αυτόματη και ο δικαστής διαθέτει ορισμένη διακριτική ευχέρεια, ένα πρόσωπο πρέπει να θεωρείται ότι εξακολουθεί να υπόκειται σε ποινική διαδικασία κατά την ακροαματική διαδικασία που αφορά την ανάκληση αναστολής εκτελέσεως του υπολοίπου της ποινής. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρόκειται για διαδικασία που οδηγεί στην έκδοση τελεσίδικης καταδικαστικής αποφάσεως σε βάρος του προσώπου του οποίου ζητείται η παράδοση (για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του Δικαστηρίου στη σκέψη 74 της αποφάσεως της 10ης Αυγούστου 2017, Tupikas, C‑270/17 PPU, EU:C:2017:628). Η Ιρλανδική Κυβέρνηση αναφέρεται στη σκέψη 91 της αποφάσεως της 10ης Αυγούστου 2017, Zdziaszek (C‑271/17 PPU, EU:C:2017:629), και θεωρεί ότι πρόκειται για απόφαση που καθορίζει το ύψος της ποινής. Συνεπώς, η συλλογιστική του Δικαστηρίου στη σκέψη 84 της εν λόγω απoφάσεως Tupikas πρέπει να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία στις παρούσες περιστάσεις, δεδομένου ότι η ακροαματική διαδικασία για την ανάκληση της αναστολής μπορούσε να οδηγήσει σε στέρηση της ελευθερίας. Λαμβανομένων υπόψη των δυνητικών για τον ενδιαφερόμενο συνεπειών, μια τέτοια διαδικασία αφορά το βάσιμο ποινικής κατηγορίας υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ. Σε κάθε περίπτωση, μπορεί να χορηγηθεί υψηλότερο επίπεδο προστασίας βάσει του άρθρου 47 του Χάρτη, σύμφωνα με το άρθρο 53, παράγραφος 2, του Χάρτη αυτού. |
|
44. |
Αντίθετα, η Εισαγγελική Αρχή των Κάτω Χωρών, η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών καθώς και η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή συμμερίζονται κατ’ ουσίαν την άποψη ότι οι αποφάσεις ανακλήσεως της υποθέσεως της κύριας δίκης δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου. Πρώτον, αυτό απορρέει ιδίως από τη σκέψη 85 της αποφάσεως της10ης Αυγούστου 2017, Zdziaszek, (C‑271/17 PPU, EU:C:2017:629). Κατά τα ενδιαφερόμενα μέρη η οικεία εξέταση στο πλαίσιο του σκοπού του άρθρου 4α αφορά μόνον τα σχετικά με την ενοχή και την ποινή ζητήματα. Συνεπώς πρέπει να γίνει διάκριση του καθορισμού της ενοχής/ποινής και των μεταγενέστερων διαδικασιών που αφορούν τις λεπτομέρειες εκτελέσεως της επιβληθείσας ποινής. Δεδομένου ότι οι αποφάσεις ανακλήσεως συνιστούν λεπτομέρειες εκτελέσεως δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου. Δεύτερον, στην υπό κρίση υπόθεση η ποινή είναι βέβαιη και τελεσίδικη, σε αντίθεση προς την υπόθεση Zdziaszek στην οποία δεν είχε καθοριστεί το ύψος της ποινής. Οι μεταγενέστερες αποφάσεις που αφορούν την ανάκληση της αναστολής ουδόλως μετέβαλαν τις δύο τελεσίδικες καταδίκες που αφορούν δύο στερητικές της ελευθερίας ποινές διάρκειας ενός έτους και οκτώ μηνών εκάστη. Οι αποφάσεις ανακλήσεως αναφέρουν αυτό που πρέπει να εκτελεστεί: το υπόλοιπο των αρχικώς επιβληθεισών ποινών. Τρίτον, η διακριτική ευχέρεια του δικαστή λαμβάνεται υπόψη μόνον στο πλαίσιο του καθορισμού της ποινής. Το γεγονός ότι στην επίμαχη διαδικασία της υποθέσεως της κύριας δίκης ο δικαστής διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως προκειμένου να ανακαλέσει την αναστολή δεν ασκεί επιρροή στο ύψος της ποινής. |
|
45. |
Τα επιχειρήματα που εκτίθενται ανωτέρω αποδεικνύουν ότι το ζήτημα του πεδίου εφαρμογής των εγγυήσεων του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και ο καθορισμός του τι συνιστά λεπτομέρεια εκτελέσεως των ποινών εγείρουν περίπλοκα προβλήματα. Αναμφισβήτητα, υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΔΑ, η έννοια των «λεπτομερειών εκτελέσεως» και οι συνέπειές της ως προς την εφαρμογή του ποινικού και αστικού σκέλους του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ δεν είναι απολύτως σαφείς, ειδικότερα όσον αφορά τις αποφάσεις ανακλήσεως της υποθέσεως της κύριας δίκης, όπως προβλέπονται από το γερμανικό δίκαιο. |
|
46. |
Εντούτοις, φρονώ ότι συζήτηση αυτή έχει περιορισμένη σημασία για την υπό κρίση υπόθεση. Ο καθορισμός του τι συνιστά λεπτομέρεια εκτελέσεως κατά την έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ δεν είναι αποφασιστικής σημασίας για την απάντηση που θα δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου καθόσον το ερώτημα αυτό αφορά ειδικά την ερμηνεία του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου. Συνεπώς, αυτό που έχει σημασία για να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο είναι η ερμηνεία του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου. Για τον σκοπό αυτό πρέπει να εξεταστεί το γράμμα και το σύστημα (1), η γένεση (2) και ο σκοπός της εν λόγω διατάξεως (3). |
1. Επί του γράμματος και του συστήματος της διατάξεως αυτής
|
47. |
Η φράση «δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης» η οποία περιλαμβάνεται στο γράμμα του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου πρέπει να λογίζεται ως αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης ( 37 ). Ωστόσο, το γράμμα της εν λόγω διατάξεως δεν επιτρέπει, αφεαυτού, να προσδιοριστεί το ειδικό περιεχόμενο της φράσεως «δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης». Το ίδιο ισχύει για τη φράση που επαναλαμβάνεται στον τίτλο του άρθρου 4α, της αποφάσεως-πλαισίου ο οποίος περιορίζεται σε αναφορά στις «[α]ποφάσεις οι οποίες εκδίδονται σε δίκες κατά τις οποίες το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως» ( 38 ). |
|
48. |
Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι απαραίτητο να εξεταστεί το γράμμα και το σύστημα του συνόλου του άρθρου 4α καθώς και άλλες διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου. |
|
49. |
Πρώτον, το άρθρο 4α έχει εφαρμογή στα ευρωπαϊκά εντάλματα συλλήψεως που αποσκοπούν στην εκτέλεση ποινής ή στερητικού της ελευθερίας μέτρου ασφαλείας. Συνεπώς είναι προφανές ότι η εν λόγω διάταξη λαμβάνεται υπόψη μόνον εφόσον υπάρχει καταδικαστική απόφαση ( 39 ). Έτσι υπάρχει ρητή σχέση ανάμεσα στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως και της αποφάσεως που πρέπει να εκτελεστεί. |
|
50. |
Συναφώς, πολλές διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου διευκρινίζουν την έννοια της «απόφασης» στην οποία πρέπει να οδηγήσει η δίκη, υπό την έννοια του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου. Επομένως, το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ και στʹ, της αποφάσεως-πλαισίου αναφέρεται σε «εκτελεστή απόφαση» ή σε «οιαδήποτε άλλη εκτελεστή δικαστική απόφαση της αυτής ισχύος» καθώς και σε «επιβληθείσα ποινή» στην «τελεσίδικη απόφαση», ως προς τα στοιχεία που πρέπει να αναφέρονται στο ΕΕΣ. Ομοίως, το μέρος βʹ, σημείο 2, του παραρτήματος της αποφάσεως‑πλαισίου αναφέρεται σε «εκτελεστή απόφαση». Τα στοιχεία αυτά τονίζουν το γεγονός ότι το άρθρο 4α αναφέρεται σαφέστατα σε δίκη που οδηγεί σε καταδικαστική απόφαση η οποία, κατά το Δικαστήριο, πρέπει να είναι επίσης τελεσίδικη ( 40 ). |
|
51. |
Δεύτερον, οι διάφορες περιπτώσεις στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου ως εξαιρέσεις της δυνατότητας αρνήσεως εκτελέσεως του ΕΕΣ αποδεικνύουν ότι η σχετική δίκη είναι αυτή που οδηγεί στην έκδοση αποφάσεως επί της ενοχής ή/και της ποινής, άλλως σε απόφαση που περιέχει τα συστατικά στοιχεία της ποινικής καταδίκης. |
|
52. |
Ειδικότερα, το άρθρο 4α, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου αναφέρεται στην πραγματική εκπροσώπηση στη δίκη από δικηγόρο. Το άρθρο 4α, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου αναφέρεται στην περίπτωση κατά την οποία, έχοντας ενημερωθεί για το δικαίωμά του να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο όπου η ουσία της υποθέσεως θα επανεξεταστεί, ο ενδιαφερόμενος δεν αμφισβητεί την απόφαση ή δεν ζητεί να δικαστεί εκ νέου. Το άρθρο 4α, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της αποφάσεως-πλαισίου αφορά την περίπτωση στην οποία θα επιδοθεί στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο αυτοπροσώπως η απόφαση μετά την παράδοσή του και θα ενημερωθεί για το δικαίωμά του να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο όπου θα επανεξεταστεί η ουσία της υποθέσεως, περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, και η δίκη μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής αποφάσεως. |
|
53. |
Συνεπώς, κατά την έννοια του άρθρου 4α, η απόφαση στην έκδοση της οποίας πρέπει να οδηγήσει η δίκη είναι «η τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση σε βάρος του προσώπου του οποίου ζητείται η παράδοση στο πλαίσιο της εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως» ( 41 ). Το Δικαστήριο έχει υπομνήσει στο πλαίσιο αυτό ότι ο όρος «καταδικαστική απόφαση» καλύπτει τόσο τη διαπίστωση της ενοχής όσο και την επιβολή ποινής ή άλλου στερητικού της ελευθερίας μέτρου ( 42 ). |
|
54. |
Στην υπόθεση Zdziaszek, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η φράση «δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης» περιλαμβάνει και τη μεταγενέστερη διαδικασία η οποία καταλήγει στην έκδοση δικαστικής αποφάσεως η οποία επιβάλλει συνολική ποινή. Στην περίπτωση αυτή, το καθοριστικής σημασίας στοιχείο είναι ακριβώς το ότι μια τέτοια διαδικασία οδηγεί στην έκδοση αποφάσεως που μεταβάλλει το ύψος της αρχικώς επιβληθείσας ποινής, εφόσον η αρχή που εξέδωσε την τελευταία αυτή απόφαση είχε συναφώς κάποια εξουσία εκτιμήσεως ( 43 ). Επομένως, η φράση «δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης», ερμηνευόμενη στο ειδικό πλαίσιο του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου, εστιάζει στο διαδικαστικό στάδιο που αφορά την εξέταση της υποθέσεως επί της ουσίας και το οποίο είναι αποφασιστικής σημασίας για την καταδίκη του ενδιαφερομένου ( 44 ). |
|
55. |
Από τα στοιχεία που αναλύθηκαν ανωτέρω συνάγεται ότι η φράση «δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης» δεν περιλαμβάνει διαδικασίες μεταγενέστερες της δίκης που οδήγησαν σε τελεσίδικη απόφαση επί της καταδίκης εφόσον οι εν λόγω διαδικασίες δεν επηρεάζουν τον καθορισμό της ενοχής και του ύψους της ποινής. |
2. Επί της γενέσεως του άρθρου 4α
|
56. |
Η γένεση της αποφάσεως-πλαισίου 2009/299 επιβεβαιώνει ότι το άρθρο 4α της αποφάσεως-πλαισίου αφορά μόνον το ειδικό δικαίωμα της εμφανίσεως στην ποινική δίκη, νοούμενης ως διαδικασίας η οποία καθορίζει τελεσίδικα την καταδίκη (ενοχή και ποινή). |
|
57. |
Πρώτον, η απόφαση-πλαίσιο 2009/299, η οποία προσέθεσε το άρθρο 4α, καθορίζει κοινούς κανόνες για την αναγνώριση ή/και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων «έπειτα από διαδικασία στην οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν εμφανίστηκε [αυτοπροσώπως]» ( 45 ). Το νομοθέτημα αυτό ανταποκρίνεται στο μέλημα να κατοχυρωθεί το δικαίωμα των κατηγορουμένων σε δίκαιη δίκη το οποίο εγγυάται η ΕΣΔΑ και το οποίο περιλαμβάνει ειδικότερα «το δικαίωμα του ενδιαφερόμενου προσώπου να εμφανισθεί αυτοπροσώπως στη δίκη» ( 46 ). Η απόφαση-πλαίσιο 2009/299, και ειδικότερα το άρθρο 4α αυτής, αφορούν ειδικά το ένα από τα στοιχεία που περιλαμβάνει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, στο μέτρο που απορρέει από το αντικείμενο και τον σκοπό της διατάξεως αυτής στο σύνολό της: το δικαίωμα του κατηγορούμενου να παρίσταται αυτοπροσώπως στη δίκη του, όπως ερμηνεύεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ( 47 ). Οι περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4α αντανακλούν τη νομολογία αυτή ( 48 ). |
|
58. |
Επομένως, το άρθρο 4α της αποφάσεως-πλαισίου, ως λόγος προαιρετικής μη εκτελέσεως ενός ΕΕΣ που αποσκοπεί στην εκτέλεση εκτελεστής αποφάσεως, καλύπτει ειδικά, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού και του περιεχομένου της αποφάσεως-πλαισίου 2009/299, τις εγγυήσεις που συνδέονται με το ειδικό δικαίωμα του ενδιαφερομένου να παραστεί στην ποινική του δίκη. Πράγματι, το άρθρο 4α δεν σκοπεί στην ενσωμάτωση όλων των απορρεουσών από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ δικονομικών εγγυήσεων (ούτε, κατ’ αναλογία, των δυνητικά ευρύτερων εγγυήσεων που απορρέουν από τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη), ως στοιχεία ικανά να δικαιολογήσουν την άρνηση εκτελέσεως ενός ΕΕΣ. Το άρθρο 4α αφορά αποκλειστικά τις σχετικές με το δικαίωμα εμφανίσεως στην ποινική δίκη εγγυήσεις. |
|
59. |
Δεύτερον, το γεγονός ότι μοναδικό αντικείμενο του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου είναι η δικαστική διαδικασία που αποφαίνεται επί της ουσίας της ποινικής καταδίκης επιβεβαιώνεται από τις προπαρασκευαστικές εργασίες. Πράγματι, η αρχική διατύπωση της εν λόγω διατάξεως, όπως απορρέει από την πρωτοβουλία των κρατών μελών που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως-πλαισίου 2009/299, αναφερόταν στον ευρύτερο όρο «διαδικασία» («procédure»), αντί του οποίου τελικά επελέγη ο πιο συγκεκριμένος όρος «δίκη» («procès») ( 49 ). |
|
60. |
Επομένως, το γεγονός ότι κάποιος δεν έτυχε ακροάσεως στο πλαίσιο διαδικασίας μεταγενέστερης της δίκης, όπως η διαδικασία ανακλήσεως αποφάσεως αναστολής εκτελέσεως μιας ποινής, δεν μετατρέπει την εκτελεστή απόφαση που έχει απαγγελθεί επ’ ευκαιρία της ποινικής δίκης σε απόφαση εκδοθείσα απουσία (in absentia) ή ερήμην του κατηγορουμένου, κατά την έννοια του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου. |
3. Τελολογική ερμηνεία
|
61. |
Όσον αφορά την τελολογική ερμηνεία, το άρθρο 4α της αποφάσεως‑πλαισίου πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως τον γενικών σκοπών του καθώς και των σκοπών της αποφάσεως-πλαισίου 2009/229. |
|
62. |
Ο σκοπός των τροποποιήσεων που εισήχθησαν με την απόφαση‑πλαίσιο 2009/299 ήταν διττός. Επρόκειτο για την κατοχύρωση των δικονομικών δικαιωμάτων των προσώπων τα οποία αποτελούν αντικείμενο ποινικών διαδικασιών και τη διευκόλυνση της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και ιδίως για τη βελτίωση της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων ( 50 ). |
|
63. |
Όσον αφορά τη διευκόλυνση της δικαστικής συνεργασίας, από την αιτιολογική σκέψη 3 της αποφάσεως-πλαισίου 2009/299 προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να θέσει τέλος στην κατάσταση που προέβλεπε το άρθρο 5 της αποφάσεως-πλαισίου ως αρχικώς είχε, κατά το οποίο εναπόκειτο στην αρχή εκτελέσεως να εκτιμήσει εάν οι διασφαλίσεις που παρασχέθηκαν ως προς τη δυνατότητα νέας εκδικάσεως της υποθέσεως ήταν επαρκείς ( 51 ). |
|
64. |
Η ισορροπία μεταξύ του σκοπού αυτού και του σκοπού της κατοχυρώσεως των δικονομικών δικαιωμάτων των προσώπων διασφαλίζεται, ειδικότερα, με την εφαρμογή των απαιτήσεων που προβλέπει το άρθρο 4α ως προς τα στοιχεία που αφορούν μόνον την ουσία της ποινικής δίκης καθεαυτής, ήτοι την ενοχή και την ποινή. Ως προς αυτά ακριβώς τα στοιχεία έχει εφαρμογή η αυξημένη προστασία σε περίπτωση καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί ερήμην του ενδιαφερομένου προσώπου. |
|
65. |
Διασταλτική ερμηνεία των εν λόγω απαιτήσεων πέραν της καθεαυτής ποινικής δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου, ενέχει τον κίνδυνο αλλοιώσεως αυτής της λεπτής ισορροπίας που επιδιώκει η απόφαση-πλαίσιο στο σύνολό της καθώς και με τις τροποποιήσεις που εισήχθησαν το 2009. Πράγματι, η προσέγγιση αυτή ενέχει τον κίνδυνο να υποβάλλονται στην εξέταση των δικαστικών αρχών εκτελέσεως όλα τα δευτερεύοντα διαδικαστικά στοιχεία που συνδέονται με την ποινική δίκη, ακόμη και όταν τα στοιχεία αυτά είναι μεταγενέστερα της τελεσίδικης αποφάσεως, ή ακόμη και πριν από την έναρξη της καθεαυτής δίκης. |
|
66. |
Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, είναι βέβαια δυνατόν να υποστηριχθεί ότι μια απόφαση ανακλήσεως της αναστολής εκτελέσεως του υπολοίπου στερητικών της ελευθερίας ποινών έχει σημαντικές συνέπειες για τον ενδιαφερόμενο. Ωστόσο, από πρακτικής απόψεως, εάν η παράδοση του εκζητούμενου εξαρτηθεί από το δικαίωμά του να έχει τύχει ακροάσεως στο πλαίσιο διαδικασίας που οδηγεί στην έκδοση αποφάσεων ανακλήσεως όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, τούτο θα είχε ως συνέπεια την παρεμπόδιση της λειτουργίας του συστήματος της αποφάσεως-πλαισίου σε όλες τις περιπτώσεις που το καταδικασθέν πρόσωπο, το οποίο δεν βρίσκεται πλέον στην επικράτεια του κράτους μέλους της καταδίκης (και δεν έχει ενημερώσει τις αρχές για την αλλαγή της κατοικίας του), δεν τηρεί τα μέτρα αναστολής. |
|
67. |
Κατά τα λοιπά, επισημαίνεται σε κάθε περίπτωση ότι το δίκαιο της Ένωσης προβλέπει ειδική διαδικασία προκειμένου να διασφαλίζεται στα πρόσωπα που υπόκεινται σε μέτρα αναστολής η δυνατότητα να μετακινούνται σε άλλη κράτη μέλη με ταυτόχρονη τήρηση των εν λόγω μέτρων ( 52 ). |
Γ. Η διαδικασία ανακλήσεως αποφάσεως αναστολής εκτελέσεως
|
68. |
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η φράση «δίκη που οδήγησε στην έκδοση απόφασης» κατά την έννοια του άρθρου 4α της αποφάσεως-πλαισίου αναφέρεται στη δίκη (πρώτου βαθμού ή κατ’ έφεση) που οδήγησε στην έκδοση εκτελεστής αποφάσεως απαγγέλλουσας την καταδίκη (ενοχή και ποινή), καθόσον η εν λόγω απόφαση συνιστά τη βάση της στερητικής της ελευθερίας ποινής στην εκτέλεση της οποίας αποσκοπεί το ΕΕΣ. Η ερμηνεία αυτή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 4α της αποφάσεως-πλαισίου δεν εφαρμόζεται σε διαδικασία μεταγενέστερη της δίκης που οδήγησε στην έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως επί της καταδίκης, εφόσον μια τέτοια διαδικασία δεν μπορεί να ασκήσει επιρροή στον καθορισμό της ενοχής και του ύψους της ποινής. |
|
69. |
Υπό το πρίσμα των στοιχείων αυτών, φαίνεται ότι η ανάκληση αποφάσεως αναστολής εκτελέσεως του υπολοίπου των στερητικών της ελευθερίας ποινών, όπως την έχει παρουσιάσει το αιτούν δικαστήριο και όπως τη διευκρίνισε η Γερμανική Κυβέρνηση, δεν εμπίπτει στο άρθρο 4α της αποφάσεως-πλαισίου. |
|
70. |
Πρώτον, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι εν λόγω αποφάσεις ανακλήσεως δεν τροποποίησαν το ύψος των ποινών που επιβλήθηκαν με τις τελεσίδικες αποφάσεις επί των οποίων βασίζεται το εν λόγω ΕΕΕ. Πράγματι, μόνη εκτελεστή απόφαση στην οποία βασίζεται το ΕΕΣ εξακολουθεί να είναι η καταδικαστική απόφαση. Οι αποφάσεις ανακλήσεως δεν συνεπάγονται την έκδοση νέας επί της ουσίας αποφάσεως ικανής να αποτελέσει τη βάση του ΕΕΣ. Οι αποφάσεις ανακλήσεως δεν μπορούν να εκληφθούν ανεξάρτητα από τις αποφάσεις που περιέχουν στοιχεία που αφορούν την ενοχή και την ποινή οι οποίες έχουν απαγγελθεί τελεσίδικα, και των οποίων η εκτέλεση βρίσκεται σε εξέλιξη ( 53 ). |
|
71. |
Δεύτερον, με τις αποφάσεις ανακλήσεως αναβιώνουν οι ποινές οι οποίες έχουν καθοριστεί τελεσίδικα κατά τον χρόνο της καταδίκης, έστω και αν στη συνέχεια ανεστάλησαν υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Έτσι γίνεται αριθμητικός υπολογισμός των προς έκτιση υπολειπομένων ημερών σε σχέση με τη διάρκεια της ποινής που έχει ήδη εκτιθεί. Η διακριτική ευχέρεια που έχουν συναφώς οι δικαστικές αρχές του κράτους μέλους εκδόσεως δεν αφορά τα στοιχεία της καταδίκης που είναι η ενοχή και η ποινή. |
|
72. |
Τρίτον, το αντικείμενο μιας τέτοιας διαδικασίας ανακλήσεως είναι διαφορετικό από αυτό της ποινικής δίκης που οδήγησε σε απόφαση επί της ενοχής και της ποινής. Η διαδικασία ανακλήσεως καθώς και το περιθώριο εκτιμήσεως που έχει ο δικαστής στο ειδικό αυτό πλαίσιο, αφορούν την εκτίμηση της τηρήσεως των όρων της αναστολής εκτελέσεως καθώς και το εάν ενδείκνυται η επιβολή περαιτέρω όρων. Δεν αφορούν την ενοχή και την ποινή που έχουν απαγγελθεί τελεσίδικα στην ποινική δίκη ( 54 ). |
Δ. Η τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων πέραν του άρθρου 4α
|
73. |
Το γεγονός ότι, ως διαδικασίες μεταγενέστερες της ποινικής δίκης κατά την έννοια της αποφάσεως-πλαισίου, οι διαδικασίες ανακλήσεως στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4α αυτής δεν συνεπάγεται την απουσία δικονομικών εγγυήσεων στο στάδιο αυτό. |
|
74. |
Μολονότι το σύστημα της αποφάσεως-πλαισίου βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη, εντούτοις καθίσταται όλο και πιο προφανές ότι δεν πρόκειται για τυφλή εμπιστοσύνη. Η εμπιστοσύνη στην οποία βασίζεται η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως βασίζεται σε ένα στέρεο οικοδόμημα που στηρίζεται σε ισοδύναμες προδιαγραφές και επιμερισμένες ευθύνες. |
|
75. |
Στο πλαίσιο αυτό και ειδικότερα στο πλαίσιο των υποθέσεων που έχουν εισαχθεί στο παρόν Δικαστήριο, η συζήτηση επικεντρώνεται στον ρόλο της δικαστικής αρχής της εκτελέσεως και ιδίως στη δυνατότητα που έχει να αρνηθεί την εκτέλεση ΕΕΣ ενώπιον του κινδύνου παραβιάσεως των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο κράτος μέλος της εκδόσεως. Εντούτοις, η καίρια σημασία των υποχρεώσεων του κράτους αυτού δεν πρέπει να υποτιμηθεί. |
|
76. |
Αφενός, το τεκμήριο της ισοδύναμης (αλλά όχι όμοιας) προστασίας στο οποίο βασίζεται η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως στηρίζεται σε στέρεες νομικές βάσεις. Όλα τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη στην ΕΣΔΑ και οφείλουν να εγγυώνται πραγματικά την τήρηση του συνόλου των απορρεουσών από την ΕΣΔΑ εγγυήσεων, και αυτό ανεξάρτητα από το ότι μια ειδική διαδικασία αφορά ή δεν αφορά την εκτέλεση ΕΕΣ. |
|
77. |
Υπό τις περιστάσεις αυτές, καίτοι το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος δεν έτυχε προηγούμενης ακροάσεως στο πλαίσιο διαδικασίας ανακλήσεως αναστολής εκτελέσεως μιας στερητικής της ελευθερίας ποινής δεν είναι λόγος αρνήσεως εκτελέσεως ΕΕΣ σύμφωνα με το άρθρο 4α της αποφάσεως‑πλαισίου, εντούτοις τούτο δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να τηρηθεί το δικαίωμα της ακροάσεως. Η υποχρέωση αυτή εμπίπτει στις οικείες υποχρεώσεις του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος. Στο πλαίσιο των υποχρεώσεων αυτών πρέπει να προστατευθούν τα θεμελιώδη δικονομικά δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ακροάσεως στο πλαίσιο της εφαρμογής των εθνικών διαδικασιών και εθνικών ενδίκων μέσων. |
|
78. |
Ο πρωταγωνιστικής σημασίας ρόλος του κράτους μέλους εκδόσεως σε θέματα δικονομικών δικαιωμάτων τονίζεται, στο πλαίσιο του συστήματος του ΕΕΣ, με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως πλαισίου 2009/299, κατά το οποίο η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο «δεν συνεπάγεται τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 της Συνθήκης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος υπεράσπισης των προσώπων τα οποία υπόκεινται σε ποινικές διαδικασίες, και δεν θίγονται οι υποχρεώσεις που τυχόν βαρύνουν τις δικαστικές αρχές ως προς το θέμα αυτό». Η διάταξη αυτή που έχει περιεχόμενο αντίστοιχο με αυτό του άρθρου 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως πλαισίου, αφορά τις υποχρεώσεις τόσο του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος όσο και του κράτους μέλος εκτελέσεως ( 55 ). Επομένως, μολονότι οι προαναφερθείσες διατάξεις δεν έχουν ως αποτέλεσμα ότι κάθε κίνδυνος παραβιάσεως ενός θεμελιώδους δικαιώματος πρέπει να οδηγεί σε άρνηση εκτελέσεως, εντούτοις σκοπούν στη διασφάλιση ότι το επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν θα θιγεί λόγω του ότι έχει εκδοθεί εις βάρος του ενδιαφερομένου ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως. |
|
79. |
Επομένως, το γερμανικό δίκαιο, όπως έχει διευκρινίσει η Γερμανική Κυβέρνηση, εγγυάται το δικαίωμα ακροάσεως στο πλαίσιο της επίμαχης διαδικασίας ανακλήσεως, ακόμη και μετά την παράδοση του ενδιαφερόμενου, εφόσον αυτός δεν έτυχε ακροάσεως κατά την εν λόγω διαδικασία. |
|
80. |
Αφετέρου, επισημαίνεται ότι μολονότι η αμοιβαία εμπιστοσύνη συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη είναι δυνατό να υποχρεωθούν να εκλάβουν ως δεδομένο τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων από τα λοιπά κράτη μέλη ( 56 ), εντούτοις δεν πρόκειται για αμάχητο τεκμήριο. Η απόφαση-πλαίσιο εντάσσεται στην έννομη τάξη της Ένωσης ως Ένωσης δικαίου που τηρεί τα θεμελιώδη δικαιώματα και της οποίας η νομολογία του Δικαστηρίου, όπως απορρέει ιδίως από τις υποθέσεις Aranyosi και Căldăraru, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο ( 57 ). Η εν λόγω νομολογία αναγνωρίζει την υποχρέωση για το κράτος μέλος εκτελέσεως να αναβάλει την έκδοση αποφάσεως επί της παραδόσεως –ή ακόμη και να θέσει τέλος στη διαδικασία παραδόσεως– αφού εκτιμήσει συγκεκριμένα και επακριβώς εάν συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι να θεωρηθεί ότι υφίσταται πραγματικός κίνδυνος σοβαρών παραβιάσεων των θεμελιωδών δικαιωμάτων ( 58 ). Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του πραγματικού και νομικού πλαισίου της παρούσας υποθέσεως, μια τέτοια περίπτωση είναι αμιγώς υποθετική ( 59 ). |
|
81. |
Τελειώνοντας, είναι απαραίτητο να υπομνησθεί η σημασία της επικοινωνίας μεταξύ των δικαστικών αρχών εκτελέσεως και εκδόσεως, όπως προβλέπεται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου. Όπως έχει επανειλημμένως τονίσει το Δικαστήριο, η εν λόγω διάταξη, η οποία επιτρέπει στη δικαστική αρχή εκτελέσεως να ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες, αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της δικαστικής συνεργασίας που είναι η βάση του συστήματος της αμοιβαίας αναγνωρίσεως ( 60 ). Υπό τις συνθήκες αυτές, η δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως οφείλει, πριν αρνηθεί την εκτέλεση ενός ΕΕΣ, να ζητήσει πληροφορίες μέσω των οδών που προσφέρει η εν λόγω διάταξη ( 61 ). |
VI. Πρόταση
|
82. |
Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) ως εξής: Η «δίκη που οδήγησε στην έκδοση απόφασης», κατά το άρθρο 4α, παράγραφος 1, εισαγωγική φράση, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και τις διαδικασίες παραδόσεως μεταξύ των κρατών μελών, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν συμπεριλαμβάνει τη διαδικασία ανακλήσεως αποφάσεως αναστολής στερητικής της ελευθερίας ποινής, λόγω μη τηρήσεως των όρων αναστολής, καθόσον η ανάκληση αυτή δεν ασκεί επιρροή στην απόφαση επί της ενοχής ή επί της ποινής στην οποία βασίζεται το εκδοθέν ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως. |
( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.
( 2 ) Απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και τις διαδικασίες παραδόσεως μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 81, σ. 24) (στο εξής: απόφαση-πλαίσιο).
( 3 ) Υπογραφείσα στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950.
( 4 ) Απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για την τροποποίηση των αποφάσεων-πλαισίων 2002/584/ΔΕΥ, 2005/214/ΔΕΥ, 2006/783/ΔΕΥ, 2008/909/ΔΕΥ και 2008/947/ΔΕΥ και την κατοχύρωση, διά του τρόπου αυτού, των δικονομικών δικαιωμάτων των προσώπων και την προώθηση της εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης αποφάσεων που εκδίδονται ερήμην του ενδιαφερόμενου προσώπου στη δίκη (ΕΕ 2009, L 81, σ. 24).
( 5 ) Πρόκειται, σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο, για το αποκαλούμενο «Aussetzung des Strafrestes bei zeitiger Freiheitsstrafe» μέτρο (αναστολή του υπολοίπου της ποινής σε περίπτωση φυλακίσεως). Το μέτρο αυτό συνεπάγεται την υπό όρους απόλυση [του καταδικασθέντος] εφόσον έχει εκτίσει ένα μέρος της στερητικής της ελευθερίας ποινής. Βλ. επίσης σημείο 30 των παρουσών προτάσεων.
( 6 ) Απόφαση της 10ης Αυγούστου 2017, Zdziaszek (C‑271/17 PPU, EU:C:2017:629, σκέψη 85).
( 7 ) Απόφαση της 10ης Αυγούστου 2017, Tupikas (C‑270/17 PPU, EU:C:2017:628, σκέψεις 81, 90 και 98).
( 8 ) Απόφαση της 10ης Αυγούστου 2017, Zdziaszek (C‑271/17 PPU, EU:C:2017:629, σκέψεις 90 και 96).
( 9 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ, 3 Απριλίου 2012, Boulois κατά Λουξεμβούργου (CE:ECHR:2012:0403JUD003757504 § 87).
( 10 ) Απόφαση της 10ης Αυγούστου 2017, Zdziaszek (C‑271/17 PPU, EU:C:2017:629, σκέψη 85).
( 11 ) Απόφαση της 10ης Αυγούστου 2017, Zdziaszek (C‑271/17 PPU, EU:C:2017:629, σκέψη 85).
( 12 ) «Aussetzung des Strafrestes bei zeitiger Freiheitsstrafe».
( 13 ) Άρθρο 57, παράγραφος 1, του StGB.
( 14 ) Άρθρο 57, παράγραφος 2, του StGB.
( 15 ) Άρθρο 56f, παράγραφος 1, του StGB.
( 16 ) Άρθρο 56f, παράγραφος 2, του StGB.
( 17 ) Άρθρο 453, παράγραφος 1, τέταρτη περίοδος, του StPO.
( 18 ) Άρθρο 453, παράγραφος 2, τρίτη περίοδος, και άρθρο 311, παράγραφος 2, του StPO.
( 19 ) Άρθρο 40, παράγραφος 1, και άρθρο 37, παράγραφοι 1 και 2, του StPO, καθώς και άρθρο 186 και άρθρο 188 του Zivilprozessordnung (κώδικα πολιτικής δικονομίας).
( 20 ) Απόφαση της 10ης Αυγούστου 2017, Zdziaszek (C‑271/17 PPU, EU:C:2017:629, σκέψη 87).
( 21 ) Οι εγγυήσεις αυτές καλύπτουν «το σύνολο της επίδικης διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων των ενδίκων μέσων και του καθορισμού της ποινής». Βλ., συναφώς, απόφαση του ΕΔΔΑ, 28 Νοεμβρίου 2013, Aleksandr Dementyev κατά Ρωσίας (CE:ECHR:2013:1128JUD004309505 § 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
( 22 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ, 3 Απριλίου 2012, Boulois κατά Λουξεμβούργου (CE:ECHR:2012:0403JUD003757504 § 87).
( 23 ) Αποφάσεις του ΕΔΔΑ, 3 Απριλίου 2012, Boulois κατά Λουξεμβούργου (CE:ECHR:2012:0403JUD003757504 § 85), και 17 Σεπτεμβρίου 2009, Enea κατά Ιταλίας (CE:ECHR:2009:0917JUD007491201 § 97).
( 24 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ, 3 Απριλίου 2012, Boulois κατά Λουξεμβούργου (CE:ECHR:2012:0403JUD003757504 § 104).
( 25 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ, 13 Μαΐου 2003, Montcornet de Caumont κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2003:0513DEC005929000).
( 26 ) Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, 7 Μαΐου 1990, A. κατά Αυστρίας (CE:ECHR:1990:0507DEC001626690 § 2 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
( 27 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ, 27 Ιουνίου 1968, Neumeister κατά Αυστρίας (CE:ECHR:1968:0627JUD000193663 §§ 22 και 23).
( 28 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ, 6 Ιουνίου 2006, Szabó κατά Σουηδίας (CE:ECHR:2006:0627DEC002857803).
( 29 ) Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, 5 Οκτωβρίου 1967, X κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (CE:ECHR:1967:1005DEC000242865).
( 30 ) Αποφάσεις του ΕΔΔΑ, 29 Νοεμβρίου 2005, Uttley κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:2005:1129DEC003694603)· 10 Ιουλίου 2003, Grava κατά Ιταλίας (CE:ECHR:2003:0710JUD004352298 § 51)· 23 Οκτωβρίου 2012, Ciok κατά Πολωνίας (CE:ECHR:2012:1023DEC000049810 § 33)· 12 Φεβρουαρίου 2008, Καυκαρής κατά Κύπρου (CE:ECHR:2008:0212JUD002190604 §§ 142 επ.). Ειδικότερα, όσον αφορά τις διαφορετικές προϋποθέσεις που ισχύουν στα κράτη μέλη για την υπό όρους απόλυση στο πλαίσιο της αποφάσεως-πλαισίου, βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ, 23 Οκτωβρίου 2012, Giza κατά Πολωνίας (CE:ECHR:2012:1023DEC000199711 §§ 31-33).
( 31 ) Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ, 21 Οκτωβρίου 2013, Del Río Prada κατά Ισπανίας (CE:ECHR:2013:1021JUD004275009 § 85 επ.), που παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στην απόφαση του ΕΔΔΑ, 12 Φεβρουαρίου 2008, Καυκαρής κατά Κύπρου (CE:ECHR:2008:0212JUD002190604 § 142).
( 32 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ, 1 Απριλίου 2010, Buijen κατά Γερμανίας (CE:ECHR:2010:0401JUD002780405 § 42), σχετικά με τη μεταγωγή των καταδικασθέντων). Βλ., επίσης, απόφαση του ΕΔΔΑ, 15 Δεκεμβρίου 2009, Gurguchiani κατά Ισπανίας (CE:ECHR:2009:1215JUD001601206 §§ 40, 47 και 48), αφορούσα την αντικατάσταση ποινής φυλακίσεως με την απέλαση από την επικράτεια του κράτους. Ομοίως, το ΕΔΔΑ έκρινε ως εφαρμοστέο το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ στις διαδικασίες που επιβάλλονται λόγω αδικημάτων διαπραχθέντων κατά την εκτέλεση της ποινής και οι οποίες καταλήγουν σε παράταση της διάρκειας της κρατήσεως (απόφαση του ΕΔΔΑ, 9 Οκτωβρίου 2003, Ezeh και Connors κατά Ηνωμένου Βασιλείου, CE:ECHR:2003:1009JUD003966598).
( 33 ) Κατά το οποίο «παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή [...] υπό δικαστηρίου [...] το οποίον θα αποφασίση, είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως [...]».
( 34 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ, 3 Απριλίου 2012, Boulois κατά Λουξεμβούργου (CE:ECHR:2012:0403JUD003757504 §§ 89 και 101).
( 35 ) Το ΕΔΔΑ τόνισε ότι το εν λόγω δικαίωμα απορρέει από το αντικείμενο και τον σκοπό του άρθρου 6 εξεταζόμενου στο σύνολό του, αναφερόμενο στην παράγραφο 3, στοιχεία γʹ, δʹ και εʹ, που αναγνωρίζουν εις «πα[ν] κατηγορούμενο» το δικαίωμα «όπως υπερασπίση ο ίδιος αυτόν», να «εξετάση ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες» και να «τύχη δωρεάν παραστάσεως διερμηνέως, ή αν δεν εννοεί ή δεν ομιλεί την χρησιμοποιούμενην εις το δικαστήριον γλώσσαν», «κάτι που είναι αδιανόητο χωρίς την παρουσία αυτού.» Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις του ΕΔΔΑ, 12 Φεβρουαρίου 1985, Colozza κατά Ιταλίας (CE:ECHR:1985:0212JUD000902480 § 27)· 1 Μαρτίου 2006, Sejdovic κατά Ιταλίας (CE:ECHR:2006:0301JUD005658100 §§ 81 επ.).
( 36 ) Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ, 14 Μαρτίου 2014, Dilipak και Karakaya κατά Τουρκίας (CE:ECHR:2014:0304JUD000794205 §§ 76-80), καθώς και απόφαση του ΕΔΔΑ, 8 Οκτωβρίου 2015, Aždajić κατά Σλοβενίας (CE:ECHR:2015:1008JUD007187212 § 50).
( 37 ) Απόφαση της 10ης Αυγούστου 2017, Tupikas (C‑270/17 PPU, EU:C:2017:628, σκέψεις 66 και 67).
( 38 ) Απόφαση της 10ης Αυγούστου 2017, Tupikas (C‑270/17 PPU, EU:C:2017:628, σκέψη 69).
( 39 ) Κατά συνέπεια, οι εγγυήσεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή στο πλαίσιο ΕΕΣ εν όψει ασκήσεως ποινικής διώξεως. Βλ., συναφώς, απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2013, Radu (C‑396/11, EU:C:2013:39, σκέψεις 39 και 40).
( 40 ) Απόφαση της 10ης Αυγούστου 2017, Tupikas (C‑270/17 PPU, EU:C:2017:628, σκέψεις 71 και 72).
( 41 ) Απόφαση της 10ης Αυγούστου 2017, Tupikas (C‑270/17 PPU, EU:C:2017:628, σκέψη 74).
( 42 ) Απόφαση της 10ης Αυγούστου 2017, Tupikas (C‑270/17 PPU, EU:C:2017:628, σκέψη 78, η οποία αναφέρεται στην απόφαση του ΕΔΔΑ, 21 Οκτωβρίου 2013, Del Río Prada κατά Ισπανίας, CE:ECHR:2013:1021JUD004275009 §123).
( 43 ) Απόφαση της 10ης Αυγούστου 2017, Zdziaszek (C‑271/17 PPU, EU:C:2017:629, σκέψη 96).
( 44 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Αυγούστου 2017, Tupikas (C‑270/17 PPU, EU:C:2017:628, σκέψεις 87 και 89), καθώς και απόφαση της 10ης Αυγούστου 2017, Zdziaszek (C‑271/17 PPU, EU:C:2017:629, σκέψη 98).
( 45 ) Άρθρο 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2009/299.
( 46 ) Αιτιολογική σκέψη 8 της αποφάσεως-πλαισίου 2009/299.
( 47 ) Τούτο συνάγεται επίσης από τον τίτλο της αποφάσεως-πλαισίου 2009/299 «για την τροποποίηση των αποφάσεων-πλαισίων και την κατοχύρωση, […] των δικονομικών δικαιωμάτων των προσώπων και την προώθηση της εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης αποφάσεων που εκδίδονται ερήμην του ενδιαφερόμενου προσώπου στη δίκη».
( 48 ) Βλ τις προτάσεις μου στην υπόθεση Dworzecki (C‑108/16 PPU, EU:C:2016:333, σημείο 69 επ. καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία του ΕΔΔΑ).
( 49 ) Οι όροι «proceedings» (στην αγγλική), «procédure» (στη γαλλική), «proceso» (στην ισπανική), «Verfahren» (στη γερμανική), «procedimento» (στην ιταλική), […] εμφανίζονται στο κείμενο της πρωτοβουλίας των κρατών μελών της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Τσεχικής Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Σουηδίας, της Σλοβακικής Δημοκρατίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ενόψει της έκδοσης απόφασης-πλαισίου 2008/…/ΔΕΥ του Συμβουλίου για την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται ερήμην και για την τροποποίηση της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, της απόφασης-πλαισίου 2005/214/ΔΕΥ σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης επί χρηματικών ποινών, της απόφασης-πλαισίου 2006/783/ΔΕΥ σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης στις αποφάσεις δήμευσης και της απόφασης-πλαισίου 2008/…/ΔΕΥ σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα ασφαλείας στερητικά της ελευθερίας, για τον σκοπό της εκτέλεσης τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2008, C 52, σ. 1). Μετά τις αντιδράσεις των κρατών μελών (βλ. έγγραφο του Συμβουλίου 6501/08, σημείο 21), η ορολογία αυτή αντικαταστάθηκε από έννοια σαφώς στενότερη (αντίστοιχα από τους όρους «trial», «procès», «juicio», «Verhandlung», «processo» κ.λπ.) που αναφέρονται στο κείμενο της αποφάσεως-πλαισίου 2009/299.
( 50 ) Αιτιολογική σκέψη 15 και άρθρο 1 της αποφάσεως‑πλαισίου 2009/299. Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan (C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
( 51 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Melloni (C‑399/11, EU:C:2013:107, σκέψη 41).
( 52 ) Απόφαση-πλαίσιο 2008/947/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αναγνώρισης δικαστικών αποφάσεων και αποφάσεων αναστολής εκτέλεσης της ποινής ή απόλυσης υπό όρους με σκοπό την εποπτεία των μέτρων αναστολής και των εναλλακτικών κυρώσεων (ΕΕ 2008, L 337, σ. 102), ιδίως αιτιολογική σκέψη 14 και άρθρο 5, παράγραφος 2.
( 53 ) Βλ., στο διαφορετικό πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2007, Kretzinger (C‑288/05, EU:C:2007:441, σκέψη 42), κατά την οποία «μια ποινή φυλακίσεως με αναστολή […] πρέπει να θεωρείται ότι “εκτίεται”, αφ’ ης στιγμής η καταδικαστική απόφαση καθίσταται εκτελεστή και καθ’ όλη την περίοδο δοκιμασίας […]».
( 54 ) Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Zdziaszek (C‑271/17 PPU, EU:C:2017:612, σημεία 53, 67 και 68).
( 55 ) Αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan (C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψη 53) και της 30ής Μαΐου 2013, F (C‑168/13 PPU, EU:C:2013:358, σκέψη 40).
( 56 ) Βλ., συναφώς, γνωμοδότηση 2/13, της 18ης Δεκεμβρίου 2014 (EU:C:2014:2454, σημείο 191).
( 57 ) Απόφαση της 5ης Απριλίου 2016 (C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198). Βλ., κατ’ αναλογία, στο πλαίσιο του δικαιώματος ασύλου, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, N. S. κ.λπ. (C‑411/10 και C‑493/10, EU:C:2011:865) και πιο πρόσφατα απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, C. K. κ.λπ. (C‑578/16 PPU, EU:C:2017:127).
( 58 ) Η δυνατότητα αυτή έχει αναγνωριστεί προς τον παρόν μόνον ως προς το (απόλυτο) δικαίωμα που θεσπίζεται με το άρθρο 4 του Χάρτη. Βλ. επίσης απόφαση του ΕΔΔΑ, 23 Μαΐου 2016, Avotiņš κατά Λεττονίας (CE:ECHR:2016:0523JUD001750207 §116). Ως προς το ζήτημα της εφαρμογής της προσεγγίσεως αυτής στα προστατευόμενα από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ δικαιώματα, βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέως E. Sharpston στην υπόθεση Radu (C‑396/11, EU:C:2012:648).
( 59 ) Υπενθυμίζεται ότι, ως προς το άρθρο 6, παράγραφος1, το ΕΔΔΑ «δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να τίθεται κατ’ εξαίρεση ζήτημα από πλευράς του εν λόγω άρθρου σε περίπτωση κατά την οποία έχει χωρήσει ή υπάρχει κίνδυνος να χωρήσει κατάφωρη προσβολή του δικαιώματος του φυγόδικου για δίκαιη δίκη» (7 Ιουλίου 1989, Soering κατά Ηνωμένου Βασιλείου, CE:ECHR:1989:0707JUD001403888 §113) (η υπογράμμιση δική μου). Το ΕΔΔΑ επιβεβαίωσε την προσέγγιση αυτή σε σχέση με την απόφαση-πλαίσιο στην απόφασή του της 4ης Μαΐου 2010, Stapleton κατά Ιρλανδίας (CE:ECHR:2010:0504DEC005658807 § 25), και έλαβε υπόψη ότι, στο πλαίσιο αυτό, το κράτος μέλος εκδόσεως δεσμεύθηκε να τηρήσει τις απορρέουσες από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ υποχρεώσεις.
( 60 ) Αποφάσεις της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψεις 95 έως 98)· της 24ης Μαΐου 2016, Dworzecki (C‑108/16 PPU, EU:C:2016:346, σκέψη 53)· της 1ης Ιουνίου 2016, Bob-Dogi (C‑241/15, EU:C:2016:385, σκέψεις 65 έως 66) και απόφαση της 10ης Αυγούστου 2017, Tupikas (C‑270/17 PPU, EU:C:2017:628, σκέψη 91).
( 61 ) Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Zdziaszek (C‑271/17 PPU, EU:C:2017:612, σημεία 88 έως 113).