ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)
της 10ης Μαρτίου 2016 ( *1 )
«Αίτηση αναιρέσεως — Ανταγωνισμός — Αγορά του “τσιμέντου και των συναφών προϊόντων” — Διοικητική διαδικασία — Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 — Άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3 — Απόφαση με την οποία ζητούνται πληροφορίες — Αιτιολογία — Ακρίβεια»
Στην υπόθεση C‑247/14 P,
με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ασκηθείσα στις 20 Μαΐου 2014,
HeidelbergCement AG, με έδρα τη Χαϊδελβέργη (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους U. Denzel, C. von Köckritz και P. Pichler, Rechtsanwälte,
αναιρεσείουσα,
όπου ο έτερος διάδικος είναι η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Kellerbauer, L. Malferrari και R. Sauer,
καθής πρωτοδίκως,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους M. Ilešič (εισηγητή), πρόεδρο του δεύτερου τμήματος, προεδρεύοντα του τρίτου τμήματος, C. Toader και E. Jarašiūnas, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: N. Wahl
γραμματέας: M. Aleksejev, διοικητικός υπάλληλος
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Ιουνίου 2015,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Οκτωβρίου 2015,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Με το δικόγραφό της, η HeidelbergCement AG (στο εξής: HeidelbergCement) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 14ης Μαρτίου 2014, HeidelbergCement κατά Επιτροπής (T‑302/11, EU:T:2014:128, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως C(2011) 2361 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Μαρτίου 2011, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου (υπόθεση COMP/39520 –Τσιμέντο και συναφή προϊόντα) (στο εξής: επίδικη απόφαση). |
Το νομικό πλαίσιο
2 |
Στην αιτιολογική σκέψη 23 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 ΣΛΕΕ] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ L 1, σ. 1), επισημαίνονται τα ακόλουθα: «Η Επιτροπή θα πρέπει να έχει σε ολόκληρη την [Ένωση] την εξουσία να απαιτεί τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τον εντοπισμό συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών που απαγορεύονται βάσει του άρθρου [101 ΣΛΕΕ] [...]». |
3 |
Το άρθρο 18 του κανονισμού 1/2003, το οποίο τιτλοφορείται «Αιτήσεις παροχής πληροφοριών», ορίζει τις παραγράφους του 1 και 3 τα κάτωθι: «1. Προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή δύναται, κατόπιν απλής αιτήσεως ή βάσει αποφάσεως, να ζητήσει από επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων να παράσχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες. [...] 3. Όταν η Επιτροπή απαιτεί από επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων να παράσχουν πληροφορίες με απόφασή της, στην εν λόγω απόφαση αναφέρονται η νομική βάση και ο σκοπός της αίτησης, προσδιορίζονται οι ζητούμενες πληροφορίες και τάσσεται προθεσμία για την παροχή τους. Επίσης, μνημονεύονται οι κυρώσεις που προβλέπει το άρθρο 23 και μνημονεύονται ή επιβάλλονται οι κυρώσεις που προβλέπει το άρθρο 24. Στην απόφαση αναφέρεται περαιτέρω το δικαίωμα να ζητηθεί η εξέταση της απόφασης από το Δικαστήριο. [...]» |
Το ιστορικό της διαφοράς και η επίδικη απόφαση
4 |
Το Γενικό Δικαστήριο εκθέτει, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το ιστορικό της διαφοράς ως εξής:
|
Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
5 |
Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Ιουνίου 2011, η HeidelbergCement άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως. |
6 |
Προς στήριξη της προσφυγής της προέβαλε πέντε λόγους ακυρώσεως οι οποίοι αφορούσαν, πρώτον, παράβαση του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003, δεύτερον, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, τρίτον, ανεπαρκή αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως, τέταρτον, παραβίαση της «αρχής της ακρίβειας» και, πέμπτον, προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας. |
7 |
Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι όλοι αυτοί οι λόγοι ήταν αβάσιμοι και, ως εκ τούτου, απέρριψε την προσφυγή. |
Αιτήματα των διαδίκων
8 |
Η HeidelbergCement ζητεί από το Δικαστήριο:
|
9 |
Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:
|
Επί της αιτήσεως αναιρέσεως
10 |
Προς στήριξη των αιτημάτων της, η αναιρεσείουσα προβάλλει επτά λόγους. Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αφορά ανεπαρκή έλεγχο και εσφαλμένη εφαρμογή της προβλεπομένης από το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 απαιτήσεως να γίνεται μνεία του σκοπού της αιτήσεως παροχής πληροφοριών. Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αφορά πλάνη του Γενικού Δικαστηρίου περί το δίκαιο, σε σχέση με την κρίση του επί της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως της επιλογής συγκεκριμένου μέτρου έρευνας και της προθεσμίας που τάσσεται συναφώς για την απάντηση. Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως αφορά εσφαλμένη εξέταση, ερμηνεία και εφαρμογή της απαιτήσεως να πρόκειται για «απαραίτητες» πληροφορίες, κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003. Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως αφορά παράβαση του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, στο μέτρο που δεν υφίσταται υποχρέωση προς μορφοποίηση, παρουσίαση και επεξεργασία των ζητούμενων πληροφοριών. Ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως αφορά αντιφατική αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο της κρίσεώς του επί της αιτιάσεως περί υπερβολικά σύντομης προθεσμίας για την απάντηση στην αίτηση παροχής πληροφοριών. Ο έκτος λόγος αναιρέσεως αφορά πλάνη του Γενικού Δικαστηρίου περί το δίκαιο, καθόσον δεν τήρησε, σύμφωνα με όσα του προσάπτει η αναιρεσείουσα, την απαίτηση σαφήνειας των νομικών πράξεων και παρέλειψε να αιτιολογήσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως προς την αιτίαση περί αοριστίας. Τέλος, ο έβδομος λόγος αναιρέσεως αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας λόγω επιβολής υποχρεώσεως αξιολογήσεως των πληροφοριών. |
11 |
Ενδείκνυται να εξεταστεί κατ’ αρχάς ο πρώτος λόγος αναιρέσεως. |
Επιχειρήματα των διαδίκων
12 |
Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος στρέφεται κατά των σκέψεων 23 έως 43 και 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά τον έλεγχο της τηρήσεως της απαιτήσεως που θέτει το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, να γίνεται μνεία του σκοπού της αιτήσεως παροχής πληροφοριών. Υποστηρίζει δε ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι επίσης ανεπαρκώς αιτιολογημένη, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν αποσαφηνίζει το περιεχόμενο της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας και της επίδικης αποφάσεως στις οποίες παραπέμπει, ούτε αναφέρει αν ήταν δυνατό να προσδιοριστούν με ακρίβεια, στις δύο αυτές αποφάσεις, μία ή περισσότερες παραβάσεις. |
13 |
Η Επιτροπή αντιτείνει ότι η αιτιολογία των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της πράξεως και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδίδεται, οπότε και η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στις συγκεκριμένες περιστάσεις. Κατά την άποψή της, η αίτηση παροχής πληροφοριών είναι μέτρο έρευνας που χρησιμοποιείται κατά κανόνα σε προκαταρκτικό στάδιο κατά το οποίο η Επιτροπή δεν διαθέτει ακόμη ακριβείς πληροφορίες ως προς την εικαζόμενη παράβαση, όπερ θα έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη κατά την κρίση επί των νομικών απαιτήσεων που σχετίζονται με την υποχρέωση αιτιολογήσεως στο πλαίσιο του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003. Συνεπώς, η απαίτηση να αναφέρεται με αρκετή σαφήνεια στη σχετική απόφαση για ποιον σκοπό ζητούνται οι πληροφορίες επ’ ουδενί σημαίνει ότι πρέπει να περιγράφεται λεπτομερώς η εικαζόμενη παράβαση ως προς τη φύση της, τα γεωγραφικά της όρια, τη διάρκειά της ή το είδος των συγκεκριμένων προϊόντων τα οποία αφορά. Μόνο στο στάδιο της ανακοινώσεως των αιτιάσεων προσάπτεται μια σαφής και χρονικά προσδιορισμένη παράβαση. |
14 |
Η Επιτροπή θεωρεί ότι τόσο η επίδικη απόφαση όσο και η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας περιέχουν απτές ενδείξεις σχετικά με τη φύση της εικαζομένης παραβάσεως, τα γεωγραφικά της όρια και τα προϊόντα που αυτή αφορά. Τα ονόματα των αποδεκτών της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας συνιστούν ήδη απτή ένδειξη ως προς τα πρόσωπα τα οποία εικάζεται ότι μετείχαν στην παράβαση αυτή. Επομένως, κατά την άποψή της, το Γενικό Δικαστήριο ούτε έσφαλε ούτε παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως όταν έκρινε, με τη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίδικη απόφαση παρείχε, σε συνδυασμό με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, επαρκείς ενδείξεις για τον σκοπό τον οποίο εξυπηρετούσε η αίτηση παροχής πληροφοριών. Επιπλέον, η Επιτροπή διατείνεται ότι η ίδια, στην επίδικη απόφαση, είχε περιορίσει το γεωγραφικό πλαίσιο της έρευνας στο έδαφος του ΕΟΧ, αποδίδοντας παράλληλα, στο ερωτηματολόγιο, ιδιαίτερη έμφαση σε ορισμένες χώρες. |
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
15 |
Η HeidelbergCement υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι ο λόγος ακυρώσεως ο οποίος αφορούσε ανεπαρκή αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως ήταν αβάσιμος και έπρεπε να απορριφθεί. Πρόκειται δε, κατά την άποψή της, για νομικό ζήτημα το οποίο υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Salzgitter, C‑408/04 P, EU:C:2008:236, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
16 |
Κατά πάγια νομολογία, η απαιτούμενη κατά το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης πρέπει, αφενός, να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και, αφετέρου, να προκύπτει από αυτήν σαφώς και χωρίς περιθώριο αμφιβολίας η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να καθίσταται δυνατό στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το σχετικό μέτρο, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. Η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της προκειμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως προς παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες της ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται να προσδιορίζονται στην αιτιολογία όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία ασκούν επιρροή, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις επιταγές του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εξετάζεται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο όπου εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν τον σχετικό τομέα (αποφάσεις Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C-367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 63, καθώς και Nexans και Nexans France κατά Επιτροπής, C‑37/13 P, EU:C:2014:2030, σκέψεις 31 και 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
17 |
Όσον αφορά, ειδικότερα, την αιτιολογία αποφάσεως με την οποία ζητούνται πληροφορίες, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 ορίζει ποια είναι τα βασικά στοιχεία μιας τέτοιας αποφάσεως. |
18 |
Η διάταξη αυτή προβλέπει, πιο συγκεκριμένα, ότι «στην εν λόγω απόφαση [της Επιτροπής] αναφέρονται η νομική βάση και ο σκοπός της αίτησης, προσδιορίζονται οι ζητούμενες πληροφορίες και τάσσεται προθεσμία για την παροχή τους». Στην ίδια διάταξη διευκρινίζεται, εξάλλου, ότι πρέπει να «μνημονεύονται οι κυρώσεις που προβλέπει το άρθρο 23», να «μνημονεύονται ή [να] επιβάλλονται οι κυρώσεις που προβλέπει το άρθρο 24» και να «αναφέρε[ται] περαιτέρω το δικαίωμα να ζητηθεί η εξέταση της απόφασης από το Δικαστήριο». |
19 |
Αυτή η υποχρέωση ειδικής αιτιολογήσεως συνιστά θεμελιώδη επιταγή, σκοπός της οποίας είναι όχι μόνο να καταδειχθεί ότι δικαιολογημένα ζητούνται πληροφορίες, αλλά και να δοθεί στις οικείες επιχειρήσεις η δυνατότητα να αντιληφθούν την έκταση του καθήκοντός τους για συνεργασία και να προασπίσουν παράλληλα τα δικαιώματά τους άμυνας (βλ. κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά τη διενέργεια ελέγχων, αποφάσεις Dow Chemical Ibérica κ.λπ. κατά Επιτροπής, 97/87 έως 99/87, EU:C:1989:380, σκέψη 26, Roquette Frères, C‑94/00, EU:C:2002:603, σκέψη 47, Nexans και Nexans France κατά Επιτροπής, C‑37/13 P, EU:C:2014:2030, σκέψη 34, καθώς και Deutsche Bahn κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑583/13 P, EU:C:2015:404, σκέψη 56). |
20 |
Ως προς την υποχρέωση να μνημονεύεται «ο σκοπός της αίτησης», τούτο σημαίνει ότι η Επιτροπή οφείλει να αναφέρει, στην απόφασή της, ποιο είναι το αντικείμενο της έρευνας και, ως εκ τούτου, να προσδιορίζει την προβαλλόμενη παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση SEP κατά Επιτροπής, C‑36/92 P, EU:C:1994:205, σκέψη 21). |
21 |
Η Επιτροπή δεν υποχρεούται συναφώς να γνωστοποιεί στον αποδέκτη τέτοιας αποφάσεως όλες τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της σχετικά με τις εικαζόμενες παραβάσεις, ούτε να προβαίνει σε αυστηρό νομικό χαρακτηρισμό των παραβάσεων αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι αναφέρει συναφώς ποιες είναι οι υποψίες τις οποίες προτίθεται να επιβεβαιώσει (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Nexans και Nexans France κατά Επιτροπής, C‑37/13 P, EU:C:2014:2030, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
22 |
Η υποχρέωση μνείας του σκοπού εξηγείται ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι, όπως καθίσταται σαφές τόσο στο άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 όσο και στην αιτιολογική σκέψη 23 του ίδιου κανονισμού, η Επιτροπή, προς εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων που της ανατίθενται από τον κανονισμό αυτόν, μπορεί είτε με απλή αίτηση είτε με την έκδοση σχετικής αποφάσεως να ζητήσει από επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεως να της παράσχουν «όλες τις απαραίτητες πληροφορίες». |
23 |
Όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 34 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, «η Επιτροπή επομένως μπορεί να απαιτήσει μόνον την κοινοποίηση εκείνων των πληροφοριών που θα της επιτρέψουν να επαληθεύσει τις υπόνοιες περί παραβάσεως οι οποίες δικαιολογούν τη διεξαγωγή της έρευνας και εκτίθενται στην αίτηση παροχής πληροφοριών». |
24 |
Δεδομένου, λοιπόν, ότι το ζήτημα αν οι πληροφορίες είναι απαραίτητες πρέπει να εκτιμάται με βάση τον σκοπό που μνημονεύεται στην αίτηση παροχής πληροφοριών, ο σκοπός αυτός πρέπει να προσδιορίζεται με επαρκή σαφήνεια, διότι άλλως θα ήταν αδύνατο να κριθεί κατά πόσον πρόκειται για απαραίτητες πληροφορίες και το Δικαστήριο δεν θα ήταν σε θέση να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση SEP κατά Επιτροπής, C‑36/92 P, EU:C:1994:205, σκέψη 21). |
25 |
Κατόπιν τούτου, επίσης ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το ζήτημα αν η αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως είναι επαρκής εξαρτάται από «το κατά πόσον προσδιορίζονται με επαρκή σαφήνεια οι υπόνοιες περί παραβάσεως τις οποίες προτίθεται να επαληθεύσει η Επιτροπή». |
26 |
Ως προς το ερώτημα αν ενέχει πλάνη περί το δίκαιο η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη, τονίζεται εκ προοιμίου ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε υπογραμμίσει, στη σκέψη 42 της αποφάσεώς του, ότι στην επίδικη απόφαση χρησιμοποιήθηκε «πολύ γενικόλογη διατύπωση η οποία θα έχρηζε περαιτέρω διευκρινίσεως και [ήταν] επομένως επικριτέα», πλην όμως μπορούσε «παρά ταύτα να θεωρηθεί ότι, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, η αναφορά σε περιορισμούς των εισαγωγών εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), σε κατανομή των αγορών και σε συντονισμό των τιμών στην αγορά τόσο το τσιμέντου όσο και των συναφών προϊόντων αρκούσε, έστω ως στοιχειώδης, από πλευράς σαφήνειας για να γίνει δεκτό ότι πληρούνται οι προδιαγραφές του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003». |
27 |
Σημειωτέον συναφώς ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 6 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή καλεί την αναιρεσείουσα να απαντήσει στο ερωτηματολόγιο του παραρτήματος Ι της αποφάσεως αυτής. Όπως όμως παρατήρησε κατ’ ουσίαν και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 46 των προτάσεών του, οι ερωτήσεις του παραρτήματος αυτού είναι εξαιρετικά πολυάριθμες και αφορούν εντελώς διαφορετικά είδη πληροφοριών. Ειδικότερα, για να δοθούν απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο του παραρτήματος θα έπρεπε να κοινοποιηθεί ένας τεράστιος όγκος πολύ λεπτομερών πληροφοριών σχετικά με σημαντικό αριθμό τόσο εγχώριων όσο και διεθνών συναλλαγών, οι οποίες καλύπτουν, γεωγραφικά, δώδεκα κράτη μέλη και, χρονικά, δέκα έτη. Εντούτοις, από την επίδικη απόφαση δεν προκύπτει, με σαφήνεια και χωρίς περιθώριο αμφιβολίας, ποιες υπόνοιες περί παραβάσεως δικαιολογούν την έκδοσή της, ούτε είναι δυνατό να διαπιστωθεί, με βάση την απόφαση αυτή, αν οι ζητούμενες πληροφορίες είναι απαραίτητες για τους σκοπούς της έρευνας. |
28 |
Πιο συγκεκριμένα, οι δύο πρώτες αιτιολογικές σκέψεις της επίδικης αποφάσεως περιέχουν μια υπερβολικά συνοπτική, αόριστη και γενικόλογη αιτιολογία, ιδίως σε σύγκριση με το ευρύ πεδίο του ερωτηματολογίου του παραρτήματος Ι της αποφάσεως αυτής, στο οποίο, όπως είχε υπομνησθεί στην αιτιολογική σκέψη 6 της εν λόγω αποφάσεως, λαμβάνονταν ήδη υπόψη τα στοιχεία που είχαν συνεισφέρει οι υπό έρευνα επιχειρήσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. |
29 |
Οι δύο αυτές αιτιολογικές σκέψεις έχουν ως εξής:
|
30 |
Στην αιτιολογική σκέψη 6 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή πρόσθεσε ότι «με το παράρτημα Ι ζητούνται πρόσθετες πληροφορίες που είναι επίσης απαραίτητες προκειμένου να μπορεί να εξεταστεί η συμβατότητα των υπό έρευνα πρακτικών με τους κανόνες του ανταγωνισμού της [Ευρωπαϊκής Ένωσης], όπερ προϋποθέτει πλήρη γνώση των πραγματικών περιστατικών και του ακριβούς οικονομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται». |
31 |
Στο αιτιολογικό αυτό δεν διευκρινίζονται με επαρκή ακρίβεια ούτε τα προϊόντα που αφορά η έρευνα ούτε οι υπόνοιες περί παραβάσεως οι οποίες δικαιολογούν την έκδοση της συγκεκριμένης αποφάσεως. Επομένως, μια τέτοια αιτιολογία δεν παρέχει ούτε στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τα εχέγγυα ότι οι ζητούμενες πληροφορίες είναι απαραίτητες ούτε στον δικαστή της Ένωσης τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του. |
32 |
Ασφαλώς, όπως επισημαίνεται στη νομολογία που προεκτέθηκε στη σκέψη 16 της παρούσας αποφάσεως, το ζήτημα αν η αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως ανταποκρίνεται στις επιταγές του άρθρου 296 ΣΛΕΕ θα πρέπει να κριθεί με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της αποφάσεως αυτής, αλλά και το γενικότερο πλαίσιό της, στο οποίο εντάσσεται μεταξύ άλλων και η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, όπως παρατήρησε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 43 των προτάσεών του. |
33 |
Εντούτοις, ούτε η αιτιολογία της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας μπορεί εν προκειμένω να θεραπεύσει την όλως συνοπτική, αόριστη και γενικόλογη αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως. |
34 |
Πράγματι, υπογραμμίζεται κατ’ αρχάς ότι η εικαζόμενη παράβαση περιγράφεται, και στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, με μια εντελώς συνοπτική, αόριστη και γενικόλογη διατύπωση, στο μέτρο που γίνεται λόγος για «περιορισμούς των εμπορικών [συν]αλλαγών εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), συμπεριλαμβανομένου του περιορισμού των εισαγωγών προς τον ΕΟΧ από χώρες εκτός του ΕΟΧ, κατανομή των αγορών, συντονισμό των τιμών και συναφείς πρακτικές αντίθετες στον ανταγωνισμό». |
35 |
Εν συνεχεία, σε σχέση με τα προϊόντα που αφορά η έρευνα, η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας αναφέρεται, όπως και η επίδικη απόφαση, στις αγορές του τσιμέντου και των συναφών προϊόντων. Μολονότι στην απόφαση εκείνη διευκρινίζεται ότι «ως τσιμέντο και συναφή προϊόντα νοούνται το τσιμέντο, τα προϊόντα με βάση το τσιμέντο (παραδείγματος χάρη το έτοιμο σκυρόδεμα) και άλλα υλικά τα οποία χρησιμοποιούνται για να παραχθούν, άμεσα ή έμμεσα, προϊόντα με βάση το τσιμέντο (παραδείγματος χάρη κλίνκερ, σκωρία υψικαμίνου ξηρή ή σε άμμο ή κοκκοποιημένη στο έδαφος, ιπτάμενη τέφρα)», διαπιστώνεται ότι πρόκειται για ενδεικτική μόνον παράθεση των προϊόντων που αφορά η έρευνα. |
36 |
Τέλος, σε σχέση με τα γεωγραφικά όρια της εικαζομένης παραβάσεως, η αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως, αν διαβαστεί σε συνδυασμό με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, είναι διφορούμενη. Ειδικότερα, κατά την επίδικη απόφαση, η εικαζόμενη παράβαση εκτείνεται στο έδαφος της Ένωσης ή του ΕΟΧ. Αντιθέτως, η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, η οποία είχε εκδοθεί τρεις μήνες νωρίτερα, κάνει λόγο για εικαζόμενες παραβάσεις που αφορούν, από γεωγραφικής πλευράς, «ιδίως» το Βέλγιο, την Τσεχική Δημοκρατία, τη Γερμανία, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο, τις Κάτω Χώρες, την Αυστρία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Ο διφορούμενος χαρακτήρας της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως, αν διαβαστεί σε συνδυασμό με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, ενισχύεται συναφώς από το περιεχόμενο του συνημμένου στο παράρτημα της επίδικης αποφάσεως ερωτηματολογίου, το οποίο αφορά, πέραν των προαναφερθέντων δέκα κρατών μελών, και εμπορικές συναλλαγές στη Δανία και στην Ελλάδα. |
37 |
Είναι αληθές ότι, όπως υπογραμμίζει και η Επιτροπή, η αίτηση παροχής πληροφοριών αποτελεί μέτρο έρευνας το οποίο χρησιμοποιείται κατά κανόνα σε προκαταρκτικό στάδιο, προτού κοινοποιηθεί η ανακοίνωση των αιτιάσεων, και έχει ως αποκλειστικό σκοπό να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να συλλέξει τις πληροφορίες και τα έγγραφα που της είναι αναγκαία προκειμένου να ελέγξει αν υφίσταται και πόσο σημαντική είναι μια συγκεκριμένη νομική και πραγματική κατάσταση (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Orkem κατά Επιτροπής, 374/87, EU:C:1989:387, σκέψη 21). |
38 |
Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει όσον αφορά τις αποφάσεις για τη διενέργεια ελέγχων, όπως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως, ότι η Επιτροπή οφείλει μεν να προσδιορίζει όσο το δυνατόν ακριβέστερα το αντικείμενο της έρευνας και τα στοιχεία που προτίθεται να εξακριβώσει, αλλά δεν είναι απολύτως αναγκαίο, στην απόφαση για τη διενέργεια ελέγχου, να οριοθετεί με ακρίβεια την οικεία αγορά ούτε να προβαίνει σε ακριβή νομικό χαρακτηρισμό των εικαζομένων παραβάσεων ούτε να αναφέρεται επακριβώς στις χρονικές περιόδους τις οποίες φέρονται να καλύπτουν οι παραβάσεις αυτές, πλην όμως η ως άνω κρίση του Δικαστηρίου δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι έλεγχοι πραγματοποιούνται στην αρχή της έρευνας, οπότε η Επιτροπή δεν έχει ακόμη στη διάθεσή της ακριβείς πληροφορίες (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Nexans και Nexans France κατά Επιτροπής, C-37/13 P, EU:C:2014:2030, σκέψεις 36 και 37). |
39 |
Εντούτοις, μια εντελώς συνοπτική, αόριστη, γενικόλογη και, από ορισμένες απόψεις, διφορούμενη αιτιολογία δεν είναι δυνατό να πληροί τις προδιαγραφές του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 προς δικαιολόγηση της επιλογής να ζητηθούν πληροφορίες βάσει αποφάσεως που εκδίδεται, όπως εν προκειμένω, δύο και πλέον έτη μετά τους πρώτους ελέγχους, ενώ η Επιτροπή είχε εν τω μεταξύ αποστείλει πλείονες αιτήσεις παροχής πληροφοριών σε επιχειρήσεις για τις οποίες είχε υπόνοιες ότι μετείχαν σε παράβαση, και πολλούς μήνες μετά την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας. Λαμβανομένων υπόψη αυτών των στοιχείων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η επίδικη απόφαση εκδόθηκε σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία η Επιτροπή διέθετε ήδη πληροφορίες ικανές να της επιτρέψουν να εκθέσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τις υπόνοιες περί παραβάσεως, τις οποίες είχε εις βάρος των οικείων επιχειρήσεων. |
40 |
Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τη σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίδικη απόφαση ήταν αιτιολογημένη επαρκώς κατά νόμον. |
41 |
Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός. |
42 |
Κατά συνέπεια, η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως πληρούσε τις απαιτήσεις του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, παρέλκει δε η εξέταση τόσο του λόγου περί ανεπαρκούς αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όσο και των λοιπών λόγων τους οποίους προβάλλει η αναιρεσείουσα. |
Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου
43 |
Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση. Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω. |
44 |
Από τις σκέψεις 27 έως 40 της παρούσας αποφάσεως συνάγεται ότι ο πρώτος λόγος που προβλήθηκε πρωτοδίκως στο πλαίσιο της προσφυγής είναι βάσιμος και ότι η επίδικη απόφαση είναι ακυρωτέα λόγω παραβάσεως του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003. |
Επί των δικαστικών εξόδων
45 |
Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη και κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, το Δικαστήριο αποφαίνεται και επί των δικαστικών εξόδων. |
46 |
Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, το οποίο εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. |
47 |
Δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα ζήτησε να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα και η τελευταία ηττήθηκε, το θεσμικό όργανο πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα τόσο της πρωτόδικης διαδικασίας στην υπόθεση Τ-302/11 όσο και της αναιρετικής διαδικασίας. |
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει: |
|
|
|
(υπογραφές) |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.