ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 22ας Οκτωβρίου 2015 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Σήματα — Οδηγία 2008/95/ΕΚ — Περαιτέρω λόγοι απαραδέκτου ή ακυρότητας — Λεκτικό σήμα — Ίδια ακολουθία γραμμάτων με προγενέστερο σήμα — Προσθήκη περιγραφικού συνδυασμού λέξεων — Ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως»

Στην υπόθεση C‑20/14,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundespatentgericht (ομοσπονδιακό δικαστήριο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, Γερμανία) με απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Ιανουαρίου 2014, στο πλαίσιο της δίκης

BGW Beratungs-Gesellschaft Wirtschaft mbH, πρώην BGW Marketing- & Management-Service GmbH

κατά

Bodo Scholz,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano, αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα προέδρου του πρώτου τμήματος, F. Biltgen, A. Borg Barthet (εισηγητή), E. Levits και M. Berger, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Braun και F. W. Bulst,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Μαρτίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2008/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ L 299, σ. 25).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της BGW Beratungs-Gesellschaft Wirtschaft mbH, πρώην BGW Marketings- & Management-Service GmbH (στο εξής: BGW), και του B. Scholtz, σχετικά με το λεκτικό σήμα BGW Bundesverband der deutschen Gesundheitswirtschaft.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Το άρθρο 3 της οδηγίας 2008/95, με τίτλο «Λόγοι απαραδέκτου ή ακυρότητας», προβλέπει, στην παράγραφό του 1, στοιχεία βʹ και γʹ, τα εξής:

«1.   Δεν καταχωρίζονται ή, εάν έχουν καταχωρισθεί, είναι δυνατόν να κηρυχθούν άκυρα:

[...]

β)

τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα·

γ)

τα σήματα που συνίστανται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν στο εμπόριο, προς δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προέλευσης ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών του προϊόντος ή της υπηρεσίας·

[...]».

4

Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Περαιτέρω λόγοι απαραδέκτου ή ακυρότητας όσον αφορά συγκρούσεις με προγενέστερα δικαιώματα», ορίζει, στην παράγραφό του 1, στοιχείο βʹ, τα εξής:

«1.   Ένα σήμα δεν καταχωρίζεται ή, αν έχει καταχωρισθεί, είναι δυνατόν να κηρυχθεί άκυρο:

[...]

β)

εάν, λόγω του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτόσημου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που τα δύο σήματα προσδιορίζουν, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού· ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα.»

Το γερμανικό δίκαιο

5

Το άρθρο 9, παράγραφος 1, του νόμου περί σημάτων (Markengesetz) της 25ης Οκτωβρίου 1994 (BGB1. I σ. 3082· 1995 I σ. 156· 1996 I, σ. 682), έχει ως εξής:

«Η καταχώριση σήματος μπορεί να ακυρωθεί

[...]

2.

εάν, λόγω της ταυτότητάς του ή της ομοιότητας με το αιτούμενο ή το καταχωρισμένο σήμα και της ταυτότητας ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που τα δύο σήματα προσδιορίζουν, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού, ο οποίος περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα, [...]».

Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

6

Στις 11 Δεκεμβρίου 2006, το λεκτικό σήμα BGW Bundesverband der deutschen Gesundheitswirtschaft (στο εξής: μεταγενέστερο σήμα) καταχωρίσθηκε στο γερμανικό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας και Σημάτων (Deutsches Patent- und Markenamt), με αριθμό καταχώρισης 306 33835, μεταξύ άλλων, για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που εμπίπτουν στις κλάσεις 16, 35, 41 και 43, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως αναθεωρήθηκε και τροποποιήθηκε, και τα οποία αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή:

«Κλάση 16: Έντυπο υλικό·

Κλάση 35: Διαφήμιση· διοίκηση επιχειρήσεων· διαχείριση επιχειρήσεων· εργασίες γραφείου· παροχή συμβουλών σε οικονομικά θέματα επιχειρήσεων· παροχή συμβουλών σε θέματα οργάνωσης επιχειρήσεων· παροχή συμβουλών σε θέματα διοίκησης επιχειρήσεων· οργάνωση εκθέσεων για οικονομικούς και διαφημιστικούς σκοπούς· δημόσιες σχέσεις·

Κλάση 41: Εκπαίδευση· επιμόρφωση· ψυχαγωγία· αθλητικές και πολιτιστικές δραστηριότητες· διοργάνωση εκθέσεων για πολιτιστικούς ή διδακτικούς σκοπούς· λειτουργία εγκαταστάσεων αναψυχής· αθλητικές λέσχες· διοργάνωση και συντονισμός συνεδρίων· οργάνωση και διεξαγωγή διασκέψεων, συνεδρίων και συμποσίων· λειτουργία αθλητικών εγκαταστάσεων· ενοικίαση αθλητικού εξοπλισμού· υπηρεσίες εκπαιδευτή φυσικής αγωγής· οργάνωση και διεξαγωγή σεμιναρίων, εργαστηρίων, διαλέξεων, συζητήσεων στρογγυλής τραπέζης και κύκλων μαθημάτων· παροχή συμβουλών σε θέματα οργάνωσης ελεύθερου χρόνου· οργάνωση και διεξαγωγή σεμιναρίων επιμόρφωσης και συνεχούς επαγγελματικής κατάρτισης· υπηρεσίες πληροφόρησης των επισκεπτών στα κέντρα ευεξίας σχετικά με αθλητικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις· ενημέρωση για θεραπείες·

Κλάση 43: Υπηρεσίες εστίασης και παροχής προσωρινού καταλύματος σε επισκέπτες· κράτηση και εύρεση καταλυμάτων για επισκέπτες, ιδίως επισκέπτες κέντρων ευεξίας· παροχή υπηρεσιών οίκων ευγηρίας· λειτουργία κατασκηνώσεων.»

7

Η BGW άσκησε ανακοπή κατά της εν λόγω καταχωρίσεως, στηριζόμενη στο ακόλουθο γερμανικό λεκτικό και εικονιστικό σήμα αριθ. 304 06 837 (στο εξής: προγενέστερο σήμα):

Image

8

Το προγενέστερο σήμα είναι καταχωρισμένο από τις 21 Ιουλίου 2004 για προϊόντα και υπηρεσίες που εμπίπτουν στις κλάσεις 16, 35 και 41 κατά την έννοια του εν λόγω Διακανονισμού της Νίκαιας και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή:

«Κλάση 16: Χαρτί, χαρτόνι και προϊόντα από τα υλικά αυτά, εφόσον εμπίπτουν στην κλάση 16· έντυπο υλικό· υλικό βιβλιοδεσίας· φωτογραφίες· γραφική ύλη· κόλλες για χαρτικά και γραφική ύλη ή για οικιακή χρήση· υλικά για καλλιτέχνες· χρωστήρες (πινέλα)· γραφομηχανές και είδη γραφείου (εκτός των επίπλων)· παιδαγωγικό και εκπαιδευτικό υλικό (εκτός των συσκευών)· πλαστικό υλικό συσκευασίας (μη περιλαμβανόμενο σε άλλες κλάσεις)·

Κλάση 35: Διαφήμιση· διοίκηση επιχειρήσεων· διαχείριση επιχειρήσεων· εργασίες γραφείου·

Κλάση 41: Εκπαίδευση· επιμόρφωση· ψυχαγωγία· αθλητικές και πολιτιστικές δραστηριότητες· δημοσίευση και έκδοση εφημερίδων, περιοδικών και βιβλίων· δημοσίευση κειμένων· διοργάνωση εκθέσεων για ψυχαγωγικούς, πολιτιστικούς και αθλητικούς σκοπούς· κινηματογραφική παραγωγή· διανομή ταινιών· ενοικίαση συσκευών εικονοληψίας, συσκευών εγγραφής ήχου, τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών συσκευών· διδασκαλία εξ αποστάσεως· οργάνωση και διεξαγωγή διασκέψεων, συνεδρίων και συμποσίων· δημοσίευση ηλεκτρονική βιβλίων και περιοδικών on line· ραδιοφωνική ψυχαγωγία· διοργάνωση και διεξαγωγή σεμιναρίων και εργαστηρίων· μεταφράσεις· διδασκαλία και εκπαίδευση· διοργάνωση και συντονισμός συνεδρίων· συγγραφή σεναρίων· παραγωγή βιντεοταινιών· διοργάνωση διαγωνισμών.»

9

Με απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2009, το γερμανικό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας και Σημάτων δέχθηκε μερικώς την ανακοπή που άσκησε η BGW και ακύρωσε μερικώς την καταχώριση του μεταγενέστερου σήματος λόγω της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των δύο αντιπαρατιθέμενων σημάτων. Κατόπιν ενδίκου βοηθήματος που άσκησε ο δικαιούχος του μεταγενέστερου σήματος, η απόφαση αυτή ανακλήθηκε με απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2012, με το αιτιολογικό ότι η BGW δεν είχε αποδείξει χρήση του σήματός της βάσει της οποίας να μπορούν να διατηρηθούν τα κεκτημένα δικαιώματα.

10

Η BGW άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως ενώπιον του Bundespatentgericht (ομοσπονδιακού δικαστηρίου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας).

11

Το δικαστήριο αυτό εκτιμά, με βάση τα προσκομισθέντα ενώπιόν του από την BGW στοιχεία, ότι αποδείχθηκε χρήση του προγενέστερου σήματος βάσει της οποίας να μπορούν να διατηρηθούν τα κεκτημένα δικαιώματα, τουλάχιστον όσον αφορά το «έντυπο υλικό» και τις υπηρεσίες «διαφημίσεως», «οργανώσεως και διεξαγωγής σεμιναρίων» και «οργανώσεως διαγωνισμών», που παρέχονται κατά κύριο λόγο σε επιχειρήσεις του τομέα της υγείας και ιδίως σε καταστήματα οπτικών και σε τεχνικούς ακουστικών βοηθημάτων. Το αιτούν δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα αντιπαρατιθέμενα σήματα καλύπτουν πανομοιότυπα προϊόντα και υπηρεσίες εν μέρει πανομοιότυπες και εν μέρει παρόμοιες.

12

Όσον αφορά την ομοιότητα των σημάτων, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι στη συνολική εντύπωση που προκαλεί το προγενέστερο σήμα κυριαρχεί αποκλειστικώς η ακολουθία γραμμάτων «BGW», ενώ το εικονιστικό μέρος απλώς αναδεικνύει οπτικώς την εν λόγω ακολουθία και είναι άνευ σημασίας από φωνητικής απόψεως. Όσον αφορά το μεταγενέστερο σήμα, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι ο συνδυασμός λέξεων «Bundesverband der deutschen Gesundheitswirtschaft» είναι περιγραφικής φύσεως και στερείται διακριτικού χαρακτήρα, στον βαθμό που δηλώνει απλώς και μόνον ότι τα εν λόγω προϊόντα και υπηρεσίες παρέχονται από μια ένωση επιχειρήσεων του τομέα της υγείας, η οποία δραστηριοποιείται σε ολόκληρη τη χώρα, χωρίς, εξάλλου, να καθιστά δυνατή τη συγκεκριμένη εξατομίκευση της εμπορικής προελεύσεως των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών.

13

Το αιτούν δικαστήριο κλίνει υπέρ της απόψεως ότι στη συνολική εντύπωση που προκαλεί το μεταγενέστερο σήμα επίσης κυριαρχεί η ακολουθία γραμμάτων «BGW». Εν πάση περιπτώσει, το Bundespatentgericht προσθέτει ότι, ανεξαρτήτως του πώς θα εκτιμηθεί ο εν λόγω συνδυασμός λέξεων, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η ακολουθία αυτή διαθέτει, τουλάχιστον, αυτοτελή διακριτική δύναμη, εντός του πλαισίου του μεταγενέστερου σήματος, κατά την έννοια της αποφάσεως Medion (C‑120/04, EU:C:2005:594). Κατά συνέπεια, όταν το ενδιαφερόμενο κοινό θα έρθει αντιμέτωπο με το μεταγενέστερο σήμα, θα αναγνωρίσει το προγενέστερο σήμα, με μόνη διαφορά ότι το ακρωνύμιο «BGW» —το οποίο αυτό καθεαυτό δεν σημαίνει τίποτα— θα μεταφράζεται πλέον από την επεξηγηματική (περιγραφική) ένδειξη «Bundesverband der deutschen Gesundheitswirschaft».

14

Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο, επικαλούμενο την απόφαση AMS κατά ΓΕΕΑ — American Medical Systems (AMS Advanced Medical Services), (T‑425/03, EU:T:2007:311), εκτιμά ότι δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι, όσον αφορά τα προαναφερθέντα στη σκέψη 11 της παρούσας αποφάσεως προϊόντα και υπηρεσίες, υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθεμένων σημάτων για το ενδιαφερόμενο κοινό.

15

Ωστόσο, το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι δεν μπορεί να αποφανθεί υιοθετώντας την άποψη αυτή, λόγω της θέσεως που έχει λάβει το Δικαστήριο στην απόφαση Strigl και Securvita (C‑90/11 και C‑91/11, EU:C:2012:147), στην οποία αυτό έκρινε ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, της οδηγίας 2008/95 εφαρμόζεται στην περίπτωση λεκτικού σήματος το οποίο αποτελείται από την παράθεση ενός περιγραφικού συνδυασμού λέξεων και μιας καθαυτό μη περιγραφικής ακολουθίας γραμμάτων, όταν η εν λόγω ακολουθία, καθόσον αποτελείται από τα αρχικά κάθε λέξεως του συνδυασμού αυτού, γίνεται αντιληπτή από το κοινό ως συντομογραφία του εν λόγω συνδυασμού λέξεων, ούτως ώστε το επίμαχο σήμα να μπορεί να εκληφθεί συνολικώς ως συνδυασμός περιγραφικών ενδείξεων ή συντομογραφιών ο οποίος, συνεπώς, στερείται διακριτικού χαρακτήρα. Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, στη σκέψη 38 της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ακολουθία γραμμάτων που αποτελείται από τα αρχικά των λέξεων που συνθέτουν τον συνδυασμό λέξεων κατέχει μόνο δευτερεύουσα θέση σε σχέση με τον εν λόγω συνδυασμό.

16

Ως εκ τούτου, αποκλείεται να αναγνωριστεί σε συστατικό στοιχείο ενός σύνθετου σήματος, εν προκειμένω στην ακολουθία γραμμάτων «BGW», η οποία γίνεται αντιληπτή ως ακρωνύμιο στο μεταγενέστερο σήμα, κυρίαρχος χαρακτήρας ή, τουλάχιστον, αυτοτελής διακριτική δύναμη, εφόσον το στοιχείο αυτό κατέχει δευτερεύουσα μόνο θέση.

17

Το γεγονός ότι η απόφαση Strigl και Securvita (C‑90/11 και C‑91/11, EU:C:2012:147) αφορούσε τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου της καταχωρίσεως κατά την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας 2008/95 δεν δικαιολογεί, κατά την άποψη του Bundespatentgericht, διαφορετική κρίση στη διαφορά της κύριας δίκης που αφορά τον περαιτέρω λόγο απαραδέκτου που διαλαμβάνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας, στον βαθμό που ο τρόπος με τον οποίο ένα σήμα γίνεται αντιληπτό από το οικείο κοινό δεν μπορεί, καταρχήν, να εξαρτάται από το αν πρόκειται για λόγο απαραδέκτου της καταχωρίσεως κατά την έννοια του άρθρου 3 ή του άρθρου 4 της οδηγίας 2008/95.

18

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundespatentgericht αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2008/95 την έννοια ότι, σε περίπτωση ταυτόσημων ή όμοιων προϊόντων και υπηρεσιών, υφίσταται κίνδυνος σύγχυσης του κοινού, όταν μια ακολουθία γραμμάτων με διακριτικό χαρακτήρα, η οποία αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο του προγενέστερου έχοντος μέσο διακριτικό χαρακτήρα λεκτικού ή εικονιστικού σημείου, αναπαράγεται σε μεταγενέστερο λεκτικό σημείο ενός τρίτου με τέτοιον τρόπο, ώστε στην εν λόγω ακολουθία γραμμάτων να προστίθεται ένας αναφερόμενος σε αυτήν περιγραφικός συνδυασμός λέξεων, ο οποίος επεξηγεί την ακολουθία γραμμάτων ως συντομογραφία των περιγραφικών λέξεων;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

19

Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2008/95 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση πανομοιότυπων ή παρόμοιων προϊόντων και υπηρεσιών, μπορεί να υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως του ενδιαφερόμενου κοινού μεταξύ ενός προγενέστερου σήματος που αποτελείται από μια ακολουθία γραμμάτων, η οποία έχει διακριτικό χαρακτήρα και αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο του σήματος αυτού το οποίο έχει μετρίου βαθμού διακριτικό χαρακτήρα, και ενός μεταγενέστερου σήματος που αναπαράγει αυτή την ακολουθία γραμμάτων στην οποία προστίθεται ένας περιγραφικός συνδυασμός λέξεων αποτελούμενος από λέξεις των οποίων τα αρχικά γράμματα αντιστοιχούν στα γράμματα της εν λόγω ακολουθίας, με αποτέλεσμα αυτή να γίνεται αντιληπτή από το κοινό αυτό ως το ακρωνύμιο του εν λόγω συνδυασμού λέξεων.

20

Δεδομένου ότι το ερώτημα αυτό υποβλήθηκε από το αιτούν δικαστήριο λόγω των αμφιβολιών που έχει όσον αφορά την εφαρμογή της αποφάσεως Strigl και Securvita (C‑90/11 και C‑91/11, EU:C:2012:147) στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων στη διαφορά της κύριας δίκης σημάτων, πρέπει συνεπώς, πρώτον, να εκτιμηθεί το περιεχόμενο και η λυσιτέλεια της αποφάσεως αυτής.

21

Στις υποθέσεις της κύριας δίκης σε σχέση με τις οποίες εκδόθηκε η απόφαση Strigl και Securvita (C‑90/11 και C‑91/11, EU:C:2012:147), η διαφορά αφορούσε δύο λεκτικά σήματα, εκ των οποίων το ένα αποτελούνταν από το σημείο «Multi Markets Fund MMF» για να δηλώσει ένα επενδυτικό κεφάλαιο που δραστηριοποιούνταν σε διάφορες χρηματοπιστωτικές αγορές και το άλλο από το σημείο «NAI — Der Natur-Aktien-Index» για να δηλώσει έναν χρηματιστηριακό δείκτη των μετοχών εταιρειών οικολογικού προσανατολισμού. Στον βαθμό που, στις υποθέσεις αυτές, το αιτούν δικαστήριο εκτιμούσε ότι τα σημεία «MMF» και «NAI», εξεταζόμενα αυτοτελώς, δεν είχαν περιγραφικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2008/95, ζήτησε από το Δικαστήριο να του διευκρινίσει αν οι λόγοι απαραδέκτου του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και/ή γʹ, της οδηγίας αυτής εφαρμόζονταν στην περίπτωση λεκτικού σήματος που αποτελείται από την παράθεση ενός περιγραφικού συνδυασμού λέξεων και μιας, αυτής καθεαυτήν, μη περιγραφικής ακολουθίας στοιχείων, η οποία όμως αναπαράγει τα αρχικά γράμματα εκάστης των λέξεων που αποτελούν τον συνδυασμό αυτό.

22

Συνεπώς, το ζήτημα ως προς το οποίο ανέκυψαν οι προαναφερθείσες υποθέσεις συνίστατο στον καθορισμό του αν ένα σύνθετο σήμα αποτελούμενο από έναν συνδυασμό λέξεων ενωμένο με το ακρωνύμιό του μπορούσε να καταχωριστεί βάσει των διατάξεων του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, της οδηγίας 2008/95, και όχι στην εκτίμηση, όπως εν προκειμένω, του αν μπορεί να υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας, μεταξύ ενός προγενέστερου σήματος αποτελούμενου από ακολουθία λέξεων και ενός μεταγενέστερου σήματος, που αναπαράγει την ακολουθία αυτή συνοδευόμενη από έναν συνδυασμό λέξεων.

23

Αφενός, όμως, οι απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου της καταχωρίσεως που διαλαμβάνονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ της οδηγίας 2008/95 και οι σχετικοί λόγοι απαραδέκτου της καταχωρίσεως που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς και αποσκοπούν στην προστασία διαφορετικών συμφερόντων.

24

Όσον αφορά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2008/95, το γενικό συμφέρον στο οποίο στηρίζεται η διάταξη αυτή συνίσταται στην εξασφάλιση του ότι τα σημεία που είναι περιγραφικά ενός ή πλειόνων χαρακτηριστικών των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση σήματος μπορούν να χρησιμοποιηθούν ελεύθερα από το σύνολο των επιχειρηματιών που προσφέρουν αυτά τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες (απόφαση Strigl και Securvita, C‑90/11 και C‑91/11, EU:C:2012:147, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

25

Η έννοια του γενικού συμφέροντος στην οποία στηρίζεται το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας συμπίπτει με τη βασική λειτουργία του σήματος, η οποία έγκειται στο να εγγυάται στον καταναλωτή ή στον τελικό χρήστη την ταυτότητα προελεύσεως του φέροντος το σήμα προϊόντος ή υπηρεσίας, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να διακρίνει, χωρίς κίνδυνο συγχύσεως, το προϊόν αυτό ή την υπηρεσία αυτήν από προϊόντα ή υπηρεσίες άλλης προελεύσεως (βλ. απόφαση Eurohypo κατά ΓΕΕΑ, C‑304/06 P, EU:C:2008:261, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

26

Αντιθέτως, το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αποσκοπεί στην προστασία των ατομικών συμφερόντων των δικαιούχων προγενέστερων σημάτων που έρχονται σε αντιπαράθεση με το αιτούμενο σημείο και διασφαλίζει με τον τρόπο αυτό τη δηλωτική της προελεύσεως λειτουργία του σήματος στην περίπτωση κινδύνου συγχύσεως (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Medion, C‑120/04, EU:C:2005:594, σκέψεις 24 και 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

27

Καίτοι ο τρόπος με τον οποίο ένα σημείο γίνεται αντιληπτό από το ενδιαφερόμενο κοινό δεν μπορεί να εξαρτάται από τον λόγο απαραδέκτου της καταχωρίσεως που λαμβάνεται υπόψη, όπως ορθώς παρατηρεί το αιτούν δικαστήριο, εντούτοις η οπτική γωνία υπό την οποία εκτιμάται αυτή η αντίληψη διαφέρει αναλόγως του αν η εκτίμηση αφορά τον περιγραφικό χαρακτήρα ενός σημείου ή την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως.

28

Όπως ο γενικός εισαγγελέας ανέφερε στο σημείο 29 των προτάσεών του, αν, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του διακριτικού χαρακτήρα ενός σημείου, η προσοχή επικεντρώνεται στις νοητικές διεργασίες που μπορούν να οδηγήσουν σε συσχετισμό του σημείου ή των διαφόρων συστατικών στοιχείων του και των οικείων προϊόντων και/ή υπηρεσιών, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως, η εξέταση αναφέρεται στη διαδικασία απομνημονεύσεως, αναγνωρίσεως και ανακλήσεως του σημείου στη μνήμη, καθώς και στους συνειρμικούς μηχανισμούς.

29

Αφετέρου, στη σκέψη 32 της αποφάσεως Strigl και Securvita (C‑90/11 και C‑91/11, EU:C:2012:147), το Δικαστήριο επισήμανε ότι τα τρία κεφαλαία γράμματα που περιλαμβάνονται σε καθένα από τα εν λόγω σημεία, ήτοι «MMF» και «NAI», αντιστοιχούσαν στα αρχικά των λέξεων που απάρτιζαν τους συνδυασμούς λέξεων που τα συνόδευαν και ότι ο συνδυασμός λέξεων και η ακολουθία γραμμάτων, σε κάθε περίπτωση, επεξηγούνταν αμοιβαίως και υπογράμμιζαν την υφιστάμενη μεταξύ τους σχέση, ενώ κάθε ακολουθία γραμμάτων είχε επινοηθεί για να ενισχύσει την εκ μέρους του κοινού αντίληψη του συνδυασμού λέξεων, απλουστεύοντας τη χρήση του και διευκολύνοντας την απομνημόνευσή του.

30

Συναφώς, το Δικαστήριο διευκρίνισε, στις σκέψεις 37 και 38 της ίδιας αποφάσεως, ότι, καίτοι οι επίμαχες ακολουθίες γραμμάτων γίνονταν αντιληπτές από το ενδιαφερόμενο κοινό ως συντομογραφίες των συνδυασμών λέξεων παραπλεύρως των οποίων είχαν αναγραφεί, οι εν λόγω ακολουθίες δεν μπορούν να υπερισχύουν του συνόλου των στοιχείων που συνθέτουν το σήμα εξεταζόμενο συνολικώς, τούτο δε ακόμα και αν μπορούσαν να θεωρηθούν ότι έχουν διακριτικό χαρακτήρα αυτές καθεαυτές. Αντιθέτως, κατά το Δικαστήριο, τέτοιες ακολουθίες γραμμάτων κατείχαν, σε σχέση με τον συνδυασμό λέξεων τον οποίο συνοδεύουν, μόνο «δευτερεύουσα θέση».

31

Από το σκεπτικό της αποφάσεως Strigl και Securvita (C‑90/11 και C‑91/11, EU:C:2012:147) προκύπτει ότι ο μη καταχωρίσιμος, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, της οδηγίας 2008/95, χαρακτήρας ενός σημείου που αποτελείται από ακολουθία γραμμάτων συνοδευόμενη από συνδυασμό λέξεων πρέπει να εκτιμάται κατά περίπτωση, σύμφωνα με την αντίληψη του οικείου κοινού σχετικά με την αλληλεξάρτηση των διαφόρων στοιχείων του σημείου, καθώς και σχετικά με το σημείο στο σύνολό του.

32

Συνεπώς, η περιεχόμενη στη σκέψη 38 της εν λόγω αποφάσεως εκτίμηση, την οποία επικαλείται το αιτούν δικαστήριο, σύμφωνα με την οποία η ακολουθία γραμμάτων που αναπαράγει τα αρχικά των λέξεων που συνθέτουν τον συνδυασμό λέξεων κατέχει μόνο δευτερεύουσα θέση σε σχέση με τον εν λόγω συνδυασμό πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια αυτή και όχι ως συνιστώσα την έκφραση ενός γενικού κανόνα εκτιμήσεως όσον αφορά τον δευτερεύοντα χαρακτήρα μιας ακολουθίας γραμμάτων που αναπαράγει το πρώτο γράμμα εκάστης των λέξεων που απαρτίζουν τον συνδυασμό λέξεων τον οποίο αυτή συνοδεύει.

33

Πράγματι, η εκτίμηση αυτή απλώς και μόνο διευκρινίζει, προς τον σκοπό εφαρμογής των λόγων απαραδέκτου που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, της οδηγίας 2008/95, ότι μια ακολουθία γραμμάτων, έστω και αν έχει, αυτή καθεαυτήν, διακριτικό χαρακτήρα, μπορεί να αποκτήσει περιγραφικό χαρακτήρα όταν εντάσσεται σε σύνθετο σήμα, όπου συνδυάζεται με μια περιγραφική κύρια έκφραση, γενόμενη αντιληπτή ως συντομογραφία αυτής, πράγμα που πρέπει να αποδεικνύεται κατά περίπτωση.

34

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, λαμβανομένου υπόψη του διαφορετικού νομικού πλαισίου των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση Strigl και Securvita (C‑90/11 και C‑91/11, EU:C:2012:147) καθώς και του περιεχομένου το οποίο πρέπει να αποδοθεί στην απόφαση αυτή, οι περιεχόμενες σε αυτή διαπιστώσεις δεν μπορούν να μεταφερθούν στην υπόθεση της κύριας δίκης προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων.

35

Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί η νομολογία κατά την οποία η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει, όσον αφορά την οπτική, ηχητική ή εννοιολογική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημάτων, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που αυτά προκαλούν, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους. Ο τρόπος με τον οποίο ο μέσος καταναλωτής των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών προσλαμβάνει τα σήματα έχει καθοριστική σημασία για τη σφαιρική εκτίμηση του εν λόγω κινδύνου. Συναφώς, ο μέσος καταναλωτής προσλαμβάνει συνήθως ένα σήμα ως μία ολότητα και δεν επιδίδεται σε εξέταση των διαφόρων λεπτομερειών του (απόφαση Bimbo κατά ΓΕΕΑ, C‑591/12 P, EU:C:2014:305, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

36

Η εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ δύο σημάτων δεν μπορεί να περιορίζεται στην εξέταση ενός μόνον από τα στοιχεία που συναποτελούν το σύνθετο σήμα και στη σύγκρισή του με το άλλο σήμα. Αντιθέτως, κατά τη σύγκριση αυτή, τα επίμαχα σήματα πρέπει να εξετάζονται το καθένα ως ενιαίο σύνολο (αποφάσεις ΓΕΕΑ κατά Shaker, C‑334/05 P, EU:C:2007:333, σκέψη 41, και Aceites del Sur-Coosur κατά Koipe, C‑498/07 P, EU:C:2009:503, σκέψη 61).

37

Καίτοι, υπό ορισμένες περιστάσεις, στη συνολική εντύπωση που δημιουργεί ένα σύνθετο σήμα στη μνήμη του ενδιαφερόμενου κοινού ενδέχεται να κυριαρχούν ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που συναποτελούν το σήμα αυτό, εντούτοις το δεσπόζον στοιχείο μπορεί να αποτελέσει το μοναδικό κριτήριο για την εκτίμηση της ομοιότητας μόνο στην περίπτωση που όλα τα άλλα συστατικά στοιχεία του σήματος είναι αμελητέα (αποφάσεις ΓΕΕΑ κατάShaker, C‑334/05 P, EU:C:2007:333, σκέψεις 41 και 42, και Nestlé κατά ΓΕΕΑ, C‑193/06 P, EU:C:2007:539, σκέψεις 42 και 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, ακόμη και αν το κοινό στοιχείο στα αντιπαρατιθέμενα σήματα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι κυριαρχεί στη συνολική εντύπωση, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση της ομοιότητάς τους, στο μέτρο που το εν λόγω στοιχείο αυτό καθεαυτό αποτελεί το προγενέστερο σήμα και διατηρεί αυτοτελή διακριτική δύναμη εντός του σήματος που αποτελείται κυρίως από το στοιχείο αυτό και του οποίου ζητείται η καταχώριση. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση στην οποία κοινό στοιχείο διατηρεί αυτοτελή διακριτική δύναμη στο πλαίσιο του σύνθετου σημείου, η συνολική εντύπωση που δημιουργεί το εν λόγω σημείο μπορεί να οδηγήσει το κοινό να πιστέψει ότι τα οικεία προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται, τουλάχιστον, από οικονομικώς συνδεόμενες επιχειρήσεις, οπότε πρέπει να γίνει δεκτή η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως (απόφαση Medion, C‑120/04, EU:C:2005:594, σκέψεις 30 και 36, καθώς και διάταξη ecoblue κατά ΓΕΕΑ και Banco Bilbao Vizcaya Argentaria, C‑23/09 P, EU:C:2010:35, σκέψη 45).

39

Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι ένα στοιχείο συνθέτου σημείου δεν διατηρεί τέτοια αυτοτελή διακριτική δύναμη αν το εν λόγω στοιχείο συναποτελεί, μαζί με το άλλο ή με τα άλλα στοιχεία του σημείου, θεωρούμενα ως σύνολο, ενότητα με σημασιολογικό περιεχόμενο διαφορετικό από εκείνο που έχουν τα εν λόγω στοιχεία εξεταζόμενα το καθένα χωριστά (απόφαση Bimbo κατά ΓΕΕΑ, C‑591/12 P, EU:C:2014:305, σκέψη 25).

40

Πρέπει ακόμη να υπομνησθεί, όπως και ο γενικός εισαγγελέας το έπραξε στο σημείο 40 των προτάσεών του, ότι, καταρχήν, ακόμη και ένα στοιχείο που έχει χαμηλού βαθμού διακριτικό χαρακτήρα μπορεί να κυριαρχεί στη συνολική εντύπωση σύνθετου σήματος ή να αποκτά, στο πλαίσιο του εν λόγω σήματος, αυτοτελή διακριτική δύναμη κατά την έννοια της νομολογίας που προήλθε από την απόφαση Medion (C‑120/04, EU:C:2005:594), εφόσον, λόγω ιδίως της θέσης του στο σημείο ή των διαστάσεών του, μπορεί να επιβληθεί στην αντίληψη του καταναλωτή και να φυλαχθεί στη μνήμη του.

41

Εν προκειμένω, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να προσδιορίσει, βάσει ιδίως αναλύσεως των συστατικών στοιχείων του μεταγενέστερου σήματος και της σχετικής βαρύτητάς τους ως προς την αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού, τη συνολική εντύπωση την οποία αυτό προκαλεί και η οποία εγγράφεται στη μνήμη του εν λόγω κοινού, εν συνεχεία δε να προβεί, λαμβανομένων υπόψη της συνολικής αυτής εντυπώσεως και του συνόλου των ασκούντων εν προκειμένω επιρροή παραγόντων, στην εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως (απόφαση Bimbo κατά ΓΕΕΑ, C‑591/12 P, EU:C:2014:305, σκέψη 34).

42

Πρέπει, εντούτοις, να επισημανθεί ότι το γεγονός και μόνον ότι το μεταγενέστερο σήμα απαρτίζεται από ένα σημείο το οποίο αναπαράγει την ακολουθία γραμμάτων που αποτελεί το μοναδικό λεκτικό στοιχείο του προγενέστερου σήματος και από έναν συνδυασμό λέξεων των οποίων τα αρχικά γράμματα αντιστοιχούν στην εν λόγω ακολουθία δεν μπορεί, αυτό και μόνο, να αποκλείσει την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως με το προγενέστερο αυτό σήμα.

43

Συνεπώς, υπό τις περιστάσεις της διαφοράς της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει, μεταξύ άλλων παραγόντων, αν η συσχέτιση που το ενδιαφερόμενο κοινό μπορεί να κάνει μεταξύ της ακολουθίας γραμμάτων και του συνδυασμού λέξεων, ιδίως η δυνατότητα η πρώτη να γίνει αντιληπτή ως ακρωνύμιο του δεύτερου, είναι τέτοια ώστε η ακολουθία αυτή μπορεί να γίνει αντιληπτή και να απομνημονευθεί αυτοτελώς από το ενδιαφερόμενο κοινό στο μεταγενέστερο σήμα. Ομοίως, θα πρέπει να εκτιμήσει, ενδεχομένως, αν τα στοιχεία που συνθέτουν το μεταγενέστερο σήμα, συνολικά θεωρούμενα, αποτελούν μια διακριτή λογική ενότητα με σημασιολογικό περιεχόμενο διαφορετικό σε σχέση με το σημασιολογικό περιεχόμενο των εν λόγω στοιχείων θεωρούμενων χωριστά.

44

Επομένως, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2008/95 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση πανομοιότυπων ή παρόμοιων προϊόντων και υπηρεσιών, είναι δυνατόν να υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως στην αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού μεταξύ ενός προγενέστερου σήματος που αποτελείται από μια ακολουθία γραμμάτων, η οποία έχει διακριτικό χαρακτήρα και αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο του σήματος αυτού που έχει μέσου βαθμού διακριτικό χαρακτήρα, και ενός μεταγενέστερου σήματος που αναπαράγει αυτή την ακολουθία γραμμάτων στην οποία προστίθεται ένας περιγραφικός συνδυασμός λέξεων αποτελούμενος από λέξεις των οποίων τα αρχικά γράμματα αντιστοιχούν στα γράμματα της εν λόγω ακολουθίας, με αποτέλεσμα η τελευταία αυτή να προσλαμβάνεται από το ως άνω κοινό ως το ακρωνύμιο του εν λόγω συνδυασμού λέξεων.

Επί των δικαστικών εξόδων

45

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2008/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση πανομοιότυπων ή παρόμοιων προϊόντων και υπηρεσιών, είναι δυνατόν να υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως στην αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού μεταξύ ενός προγενέστερου σήματος που αποτελείται από μια ακολουθία γραμμάτων, η οποία έχει διακριτικό χαρακτήρα και αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο του σήματος αυτού που έχει μέσου βαθμού διακριτικό χαρακτήρα, και ενός μεταγενέστερου σήματος που αναπαράγει αυτή την ακολουθία γραμμάτων στην οποία προστίθεται ένας περιγραφικός συνδυασμός λέξεων αποτελούμενος από λέξεις των οποίων τα αρχικά γράμματα αντιστοιχούν στα γράμματα της εν λόγω ακολουθίας, με αποτέλεσμα η τελευταία αυτή να προσλαμβάνεται από το ως άνω κοινό ως το ακρωνύμιο του εν λόγω συνδυασμού λέξεων.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.