ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 17ης Σεπτεμβρίου 2015 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως — Ανταγωνισμός — Αγορά κηρών παραφίνης — Αγορά κηρού ακατέργαστης παραφίνης — Διάρκεια της συμμετοχής σε παράνομη σύμπραξη — Παύση της συμμετοχής — Διακοπή της συμμετοχής — Απουσία αποδεδειγμένων μυστικών επαφών στη διάρκεια ορισμένης περιόδου — Δίωξη της παραβάσεως — Βάρος αποδείξεως — Δημόσια αποστασιοποίηση — Πεποίθηση των λοιπών μετεχόντων στη σύμπραξη σχετικά με την πρόθεση αποστασιοποιήσεως — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Αρχές του τεκμηρίου αθωότητας, της ίσης μεταχειρίσεως, της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και της εξατομικεύσεως των ποινών»

Στην υπόθεση C‑634/13 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2013,

Total Marketing Services SA, η οποία υπεισήλθε στα δικαιώματα της Total Raffinage Marketing, εκπροσωπούμενη από τους A. Vandencasteele, C. Lemaire και S. Naudin, avocats,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους P. Van Nuffel και A. Biolan, επικουρούμενοι από τον N. Coutrelis, avocat,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, A. Rosas, E. Juhász (εισηγητή), D. Šváby και A. Prechal, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

γραμματέας: V. Tourrès, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Ιανουαρίου 2015,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Μαρτίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτηση αναιρέσεως, η Total Marketing Services SA, η οποία υπεισήλθε στα δικαιώματα της Total Raffinage Marketing, πρώην Total France SA (στο εξής: Total France), ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Total Raffinage Marketing κατά Επιτροπής (T‑566/08, EU:T:2013:423, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της με αίτημα, κυρίως, τη μερική ακύρωση της αποφάσεως C(2008) 5476 τελικό της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 2008, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [81 ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39.181 — Κηροί κηροποιίας) (περίληψη δημοσιευθείσα στην ΕΕ 2009, C 295, σ. 17, στο εξής: επίδικη απόφαση), και, επικουρικώς, τη μείωση του ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε.

Ιστορικό της διαφοράς και επίδικη απόφαση

2

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Γενικό Δικαστήριο προέβη στις ακόλουθες διαπιστώσεις:

«1

Με την [επίδικη] απόφαση, η [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή διαπίστωσε ότι η [Total France] και η μητρική εταιρία της που την κατέχει εξ ολοκλήρου, ήτοι η Total SA, παρέβησαν, από κοινού με άλλες επιχειρήσεις, το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ)[, της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3)], μετέχοντας σε σύμπραξη στην αγορά των κηρών παραφίνης του ΕΟΧ και στη γερμανική αγορά του κηρού ακατέργαστης παραφίνης.

2

Οι αποδέκτες της [επίδικης] αποφάσεως είναι, πέραν της [Total France] και της μητρικής της εταιρίας Total SA (στο εξής, από κοινού: όμιλος Total ή Total), οι ακόλουθες εταιρίες:[...]

3

Οι κηροί παραφίνης παρασκευάζονται σε διυλιστήριο από αργό πετρέλαιο. Οι εν λόγω κηροί χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ποικίλων προϊόντων όπως κεριά, χημικά, επίσωτρα, προϊόντα αυτοκινητοβιομηχανίας, καθώς και στις βιομηχανίες καουτσούκ, συσκευασίας, συγκολλητικών και τσίχλας (αιτιολογική σκέψη 4 της [επίδικης] αποφάσεως).

4

Ο κηρός ακατέργαστης παραφίνης είναι η πρώτη ύλη που απαιτείται για την παρασκευή κηρών παραφίνης. Παράγεται σε διυλιστήρια ως υποπροϊόν κατά την παρασκευή ελαίων βάσεως από αργό πετρέλαιο. Πωλείται επίσης σε τελικούς πελάτες, όπως για παράδειγμα σε παραγωγούς μοριοσανίδων (αιτιολογική σκέψη 5 της [επίδικης] αποφάσεως).

5

Έναυσμα για την έναρξη της έρευνας της Επιτροπής αποτέλεσαν οι πληροφορίες περί υπάρξεως συμπράξεως που έλαβε από [μια εταιρία] με [το] από 17 Μαρτίου 2005 [έγγραφό] της […] (αιτιολογική σκέψη 72 της [επίδικης] αποφάσεως).

6

Στις 28 και 29 Απριλίου 2005 η Επιτροπή διενήργησε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [EΚ] (ΕΕ [2003], L 1, σ. 1), επιτόπιους ελέγχους στις εγκαταστάσεις της […] Total [France] (αιτιολογική σκέψη 75 της [επίδικης] αποφάσεως).

7

Στις 29 Μαΐου 2007 η Επιτροπή απηύθυνε ανακοίνωση των αιτιάσεων [στους αποδέκτες της επίδικης αποφάσεως], μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η Total France (αιτιολογική σκέψη 85 της [επίδικης] αποφάσεως). Με έγγραφο της 14ης Αυγούστου 2007, η Total France απήντησε στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

8

Στις 10 και 11 Δεκεμβρίου 2007 η Επιτροπή διοργάνωσε ακρόαση στην οποία συμμετείχε η Total France (αιτιολογική σκέψη 91 της [επίδικης] αποφάσεως).

9

Με την [επίδικη] απόφαση, η Επιτροπή εκτίμησε, βάσει των στοιχείων που είχε στη διάθεσή της, ότι οι αποδέκτες, που αποτελούσαν την πλειονότητα των παραγωγών κηρών παραφίνης και κηρού ακατέργαστης παραφίνης εντός του ΕΟΧ, συμμετείχαν σε ενιαία, σύνθετη και διαρκή παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον EΟΧ η οποία κάλυπτε το έδαφος του ΕΟΧ. Η παράβαση αυτή συνίστατο σε συμφωνίες ή σε εναρμονισμένες πρακτικές με αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών και την ανταλλαγή και αποκάλυψη εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών σε σχέση προς τους κηρούς παραφίνης (στο εξής: κύρια πτυχή της παραβάσεως). Όσον αφορά την […] Total, η παράβαση που αφορούσε τους κηρούς παραφίνης είχε ως αντικείμενο και την κατανομή πελατών ή αγορών (στο εξής: δεύτερη πτυχή της παραβάσεως). Επιπλέον, η παράβαση που διέπραξ[ε] [η Total] αφορούσε επίσης τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης που πωλείτο σε τελικούς πελάτες στη γερμανική αγορά (στο εξής: πτυχή της παραβάσεως που αφορά τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης) (αιτιολογικές σκέψεις 2, 95, 328 και άρθρο 1 της [επίδικης] αποφάσεως).

10

Οι παραβατικές πρακτικές συμφωνούνταν στο πλαίσιο συναντήσεων αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού οι οποίες αποκαλούνταν “τεχνικές συναντήσεις” ή ενίοτε συναντήσεις “Blauer Salon” από τους συμμετέχοντες σε αυτές, καθώς και στο πλαίσιο “συναντήσεων για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης” οι οποίες ήσαν αφιερωμένες ειδικώς σε ζητήματα που άπτονταν του κηρού ακατέργαστης παραφίνης.

11

Κατά την [επίδικη] απόφαση, υπάλληλοι της Total France συμμετείχαν απευθείας στην παράβαση καθ’ όλη τη διάρκειά της. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεώρησε ότι η Total France είναι υπόλογη λόγω της συμμετοχής της στη σύμπραξη (αιτιολογικές σκέψεις 555 και 556 της [επίδικης] αποφάσεως). Επιπλέον, η Total SA κατείχε, μεταξύ 1990 και του πέρατος της παραβάσεως, κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο, ποσοστό άνω του 98 % της Total France. Η Επιτροπή έκρινε ότι μπορούσε να θεωρήσει επί της ανωτέρω βάσεως ότι η Total SA ασκούσε καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της Total France, δεδομένου ότι αμφότερες οι εταιρίες αποτελούσαν μέρος της αυτής επιχειρήσεως (αιτιολογικές σκέψεις 557 έως 559 της [επίδικης] αποφάσεως). Απαντώντας σε προφορική ερώτηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σχετικά με τον καταλογισμό της ευθύνης στη μητρική της εταιρία, η [Total France] παρέπεμψε στο σύνολο των πληροφοριών που γνωστοποίησε η Total SA στο πλαίσιο της συναφούς υποθέσεως T‑548/08, Total SA κατά Επιτροπής, η απόφαση επί της οποίας εξεδόθη σήμερον. Στην εν λόγω υπόθεση, η Total SA διευκρίνισε, στο πλαίσιο απαντήσεώς της σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, ότι κατά την επίδικη περίοδο κατείχε, κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο, εξ ολοκλήρου την Total France.

12

Το ύψος των προστίμων που επιβλήθηκαν εν προκειμένω υπολογίστηκε βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 […] (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006), που ίσχυε κατά τον χρόνο κοινοποιήσεως της ανακοινώσεως των αιτιάσεων στις εταιρίες που παρατίθενται στη σκέψη 2 ανωτέρω.

[...]

15

[Κατ’ εφαρμογήν των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006], η Επιτροπή […] κατέληξε σε αναπροσαρμοσμένο βασικό ποσό προστίμου ύψους 128163000 ευρώ.

16

Δεδομένου ότι δεν υπήρξε μείωση του ποσού του προστίμου […], το αναπροσαρμοσμένο βασικό ποσό των 128163000 ευρώ ισοδυναμεί προς το συνολικό ποσό του προστίμου (αιτιολογική σκέψη 785 της [επίδικης] αποφάσεως).

17

Η [επίδικη] απόφαση περιέχει, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες διατάξεις:

“Άρθρο 1

Οι ακόλουθες επιχειρήσεις παραβίασαν το άρθρο 81, παράγραφος 1, [EΚ] και, από 1ης Ιανουαρίου 1994, το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ μετέχοντας, κατά τις αναφερόμενες περιόδους, σε διαρκή συμφωνία και/ή εναρμονισμένη πρακτική στον τομέα κηρών παραφίνης της κοινής αγοράς και, από 1ης Ιανουαρίου 1994, του EΟΧ:

[...]

Total France [...]: από τις 3 Σεπτεμβρίου 1992 έως τις 28 Απριλίου 2005, και

Total SA: από τις 3 Σεπτεμβρίου 1992 έως τις 28 Απριλίου 2005.

Όσον αφορά τις ακόλουθες επιχειρήσεις, η παράβαση αφορά επίσης, για τις αναφερόμενες περιόδους, τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης που πωλείτο σε τελικούς πελάτες στη γερμανική αγορά:

Total France [...]: από τις 30 Οκτωβρίου 1997 έως τις 12 Μαΐου 2004, και

Total SA: από τις 30 Οκτωβρίου 1997 έως τις 12 Μαΐου 2004.

[...]

Άρθρο 2

Για την παράβαση που αναφέρεται στο άρθρο 1, επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:

[...]

Total France [...] από κοινού και εις ολόκληρον με την Total SA: 128163000 [ευρώ].

[...]»

Η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

3

Προς στήριξη των αιτημάτων της προσφυγής της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Δεκεμβρίου 2008, η νυν αναιρεσείουσα προέβαλε έντεκα λόγους. Δωδέκατος λόγος προβλήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε όλους τους λόγους, πλην του όγδοου, ο οποίος αφορούσε τον παράνομο χαρακτήρα της μεθόδου υπολογισμού η οποία περιγράφεται στην παράγραφο 24 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή, κατά τον καθορισμό του πολλαπλασιαστικού συντελεστή ο οποίος απηχεί τη διάρκεια της συμμετοχής της Total France στην παράβαση, είχε παραβιάσει τις αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως, εξομοιώνοντας συμμετοχή διάρκειας 7 μηνών και 28 ημερών (ως προς τους κηρούς παραφίνης) και 6 μηνών και 12 ημερών (ως προς τους κηρούς ακατέργαστης παραφίνης) με συμμετοχή διάρκειας ενός ολόκληρου έτους. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο μείωσε το συνολικό ποσό του επιβληθέντος στην νυν αναιρεσείουσα προστίμου από 128163000 ευρώ σε 125459842 ευρώ. Αντιθέτως, στην απόφαση Total κατά Επιτροπής (T‑548/08, EU:T:2013:434), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε στο σύνολό της την προσφυγή της μητρικής εταιρίας Total SA και δεν προέβη σε μείωση κατά το ίδιο μέτρο του επιβληθέντος σε αυτήν προστίμου.

Αιτήματα των διαδίκων

4

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που το Γενικό Δικαστήριο πεπλανημένως απέκλεισε την παύση της συμμετοχής της αναιρεσείουσας στην παράβαση μετά την 12η Μαΐου 2004·

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που το Γενικό Δικαστήριο πεπλανημένως απέκλεισε κάθε αδικαιολόγητη διακριτική μεταχείριση μεταξύ της αναιρεσείουσας και των Repsol YPF Lubricantes y Especialidades SA, Repsol Petróleo SA και Repsol YPF SA (στο εξής: Repsol), όσον αφορά τη διάρκεια της συμμετοχής τους στην παράβαση·

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που το Γενικό Δικαστήριο πεπλανημένως απέκλεισε τη διακοπή της συμμετοχής της αναιρεσείουσας στην παράβαση μεταξύ της 26ης Μαΐου 2000 και της 27ης Ιουνίου 2001·

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί λόγου αφορώντος την απουσία εξετάσεως των στοιχείων που συνέτειναν στην απόδειξη της σύμφωνης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς της αναιρεσείουσας στην αγορά·

να αποφανθεί οριστικώς, σύμφωνα με το άρθρο 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και, προς τούτο, να ακυρώσει την επίδικη απόφαση καθόσον αφορά την αναιρεσείουσα και, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του, να μειώσει το επιβληθέν στην αναιρεσείουσα ποσό·

αν το Δικαστήριο δεν αποφανθεί οριστικώς επί της υπό κρίση υποθέσεως, να επιφυλαχθεί επί των δικαστικών εξόδων και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου για επανεξέταση, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, και

τέλος, να καταδικάσει, σύμφωνα με το άρθρο 69 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο για τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όσο και για τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου.

5

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών εξόδων κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

6

Η αίτηση αναιρέσεως στηρίζεται επί τεσσάρων λόγων.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά πλάνη περί το δίκαιο σχετική με τη διαπίστωση της συμμετοχής της αναιρεσείουσας στην παράβαση μετά τη συνάντηση της 11ης και 12ης Μαΐου 2004 και έως την 28η Απριλίου 2005

7

Στη σκέψη 370 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο παρέθεσε την αιτιολογική σκέψη 602 της επίδικης αποφάσεως, η οποία είχε ως εξής:

«Η [αναιρεσείουσα] δηλώνει ότι δεν συμμετείχε σε καμία τεχνική συνάντηση μετά από αυτήν της 11ης και της 12ης Μαΐου 2004 και προσθέτει ότι ο εκπρόσωπός της ακύρωσε το ταξίδι του για τη συνάντηση της 3ης και της 4ης Νοεμβρίου 2004, βάσει μηνύματος εσωτερικής επικοινωνίας, κατόπιν συμβουλών του ανωτέρου του. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι δεν υφίσταται κανένα αποδεικτικό στοιχείο το οποίο να αφορά το ενδεχόμενο αποχωρήσεως από τη σύμπραξη. Στις περιπτώσεις σύνθετων παραβάσεων, το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν παρίσταται σε μια συνάντηση ή διαφωνεί με όσα συζητούνται στο πλαίσιο μιας συναντήσεως δεν σημαίνει ότι η επιχείρηση έπαυσε να συμμετέχει σε διαρκή παράβαση. Προκειμένου να θέσει τέρμα στην παράβαση, η επιχείρηση πρέπει να αποστασιοποιηθεί κατά τρόπο σαφή από τη σύμπραξη. […] η [αναιρεσείουσα] δεν προσκόμισε ακριβή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να συνάγεται ότι εφάρμοσε, κατά τρόπο απολύτως αυτόνομο, μια μονομερή στρατηγική στην αγορά και ότι αποστασιοποιήθηκε κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό από τις δραστηριότητες της συμπράξεως. Αντιθέτως, τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει στην κατοχή της η Επιτροπή αποδεικνύουν ότι η [αναιρεσείουσα] έλαβε τις επίσημες προσκλήσεις για τις τρεις επόμενες τεχνικές συναντήσεις (ήτοι για τις τρεις τελευταίες τεχνικές συναντήσεις που διοργανώθηκαν πριν από τη διενέργεια των επιθεωρήσεων). Η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο εκπρόσωπος της [αναιρεσείουσας] επιβεβαίωσε τη συμμετοχή του στη συνάντηση της 3ης και της 4ης Νοεμβρίου 2004, έστω και αν φαίνεται ότι ακύρωσε το ταξίδι του εν συνεχεία. Ομοίως, όσον αφορά τη συνάντηση της 23ης και της 24ης Φεβρουαρίου 2005, είχε ήδη γίνει κράτηση ενός δωματίου από [τις Sasol Wax International AG, Sasol Holding in Germany GmbH και Sasol Limited, διοργανώτρια της συναντήσεως αυτής (στο εξής: Sasol)] για τον εκπρόσωπο της [αναιρεσείουσας] στο ξενοδοχείο όπου [έλαβε] χώρα η συνάντηση, κράτηση η οποία ακυρώθηκε εν συνεχεία. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή συνάγει εντεύθεν ότι, για τη Sasol και τους λοιπούς συμμετέχοντες, ήταν σαφές ότι η [αναιρεσείουσα] συμμετείχε στη σύμπραξη μέχρι τέλους. Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι οι συζητήσεις που διεξήχθησαν στο πλαίσιο των συναντήσεων δεν διέφεραν ουσιαστικά από αυτές που είχαν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο προηγούμενων συναντήσεων, αλλά ότι οι συμμετέχοντες συνέχισαν να συζητούν περί αυξήσεων των τιμών χωρίς να προβούν σε κάποια μνεία σχετικά με οποιαδήποτε απόπειρα της [αναιρεσείουσας] να εγκαταλείψει τη σύμπραξη (βλ. τις αιτιολογικές σκέψεις 175, 176 και 177) και ότι δεν ήταν ασυνήθιστο να μην συμμετέχουν οι επιχειρήσεις σε ορισμένες συναντήσεις κατά τη διάρκεια της συμπράξεως. Αυτά τα δύο στοιχεία αποδεικνύουν ότι δεν θεωρείτο ότι η [αναιρεσείουσα] είχε εγκαταλείψει τη σύμπραξη μετά τη συνάντηση του Μαΐου 2004. Η εσωτερική επικοινωνία του εκπροσώπου της [αναιρεσείουσας] σχετικά με τους λόγους για τους οποίους δεν συμμετείχε σε μια συνάντηση εν ουδεμία περιπτώσει μπορεί να θεωρηθεί ως δημόσια αποστασιοποίηση. Δεδομένου ότι από κανένα άλλο στοιχείο δεν προκύπτει [ότι αυτή] αποστασιοποιήθηκε από τη σύμπραξη, η Επιτροπή φρονεί ότι η συμμετοχή της [αναιρεσείουσας] στη σύμπραξη δεν έπαυσε πριν από τις επιθεωρήσεις.»

8

Στις σκέψεις 372 έως 379 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υιοθέτησε τη θέση της Επιτροπής σχετικά με το κριτήριο της δημόσιας αποστασιοποιήσεως καθώς και με την πεποίθηση των λοιπών μετεχόντων στη σύμπραξη περί υπάρξεως τέτοιας αποστασιοποιήσεως, και διαπίστωσε ότι η νυν αναιρεσείουσα, σύμφωνα με την πεποίθηση των λοιπών μετεχόντων, δεν είχε αποστασιοποιηθεί δημοσίως από τη σύμπραξη.

9

Περαιτέρω, στις σκέψεις 377 έως 379 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το μήνυμα εσωτερικού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 3ης Νοεμβρίου 2004, το οποίο απεστάλη από τον εκπρόσωπο της αναιρεσείουσας στις τεχνικές συναντήσεις σε κάποιον άλλον υπάλληλο της αναιρεσείουσας και είχε ως εξής: «Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της συναντήσεως στην Αυστρία, θα ακολουθήσω τη σύσταση του Thibault. Ακυρώνω το ταξίδι μου στη Βιέννη (η αναχώρηση είχε προβλεφθεί αρχικώς για σήμερα το απόγευμα»), και διαπίστωσε ότι μήνυμα εσωτερικού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, μη κοινοποιηθέν στους λοιπούς συμμετέχοντες, δεν δύναται να συνιστά δημόσια αποστασιοποίηση. Επιπλέον, στη σκέψη 380 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το γεγονός και μόνον ότι η αναιρεσείουσα δεν συμμετείχε στις τελευταίες τεχνικές συναντήσεις ουδόλως αποδείκνυε ότι δεν έκανε χρήση των σχετικών με τις τιμές στοιχείων που εφάρμοζαν οι ανταγωνιστές της, τα οποία της είχαν παρασχεθεί στο πλαίσιο των δεκάδων τεχνικών συναντήσεων που είχαν προηγηθεί και στις οποίες ήταν παρούσα ούτε ότι δεν αποκόμισε οφέλη από τις συμφωνίες περί κατανομής των αγορών και των πελατών που εφαρμόστηκαν στο πλαίσιο αυτών των τεχνικών συναντήσεων. Στην ίδια σκέψη, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε προσκομίσει κανένα στοιχείο το οποίο να αποδείκνυε ότι τη 12η Μαΐου 2004 είχε παύσει να εφαρμόζει τη σύμπραξη.

Επιχειρήματα των διαδίκων

10

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, μετά την τεχνική συνάντηση της 11ης και 12ης Μαΐου 2004, δεν συμμετείχε σε καμία από τις τρεις συναντήσεις που διοργανώθηκαν έπειτα από την ημερομηνία αυτή και έως τις επιθεωρήσεις που διενήργησε η Επιτροπή στις 28 και 29 Απριλίου 2005, όπερ συνιστά αδιάλειπτη απουσία για χρονικό διάστημα ενός έτους, περίοδο η οποία υπερβαίνει κατά πολύ τα συνήθη διαλείμματα τρίμηνης διάρκειας για την πραγματοποίηση συναντήσεων που συνιστούν σύμπραξη. Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε ούτε της αποδόθηκε καμία παράνομη συνεννόηση μεταξύ της αναιρεσείουσας και των λοιπών μετεχόντων στη σύμπραξη, οποιασδήποτε φύσεως, κατά την περίοδο αυτή. Περαιτέρω, το μνημονευόμενο στη σκέψη 9 της παρούσας αποφάσεως μήνυμα εσωτερικού ταχυδρομείου αποδεικνύει ότι η απουσία του εκπροσώπου της από τις μεταγενέστερες του μηνός Μαΐου 2004 συναντήσεις δεν ήταν τυχαία, αλλά ήταν αποτέλεσμα των σχετικών με το αντικείμενο των εν λόγω συναντήσεων οδηγιών των προϊσταμένων του.

11

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η ύπαρξη δημόσιας αποστασιοποιήσεως εδράζεται στη βασική παραδοχή ότι οντότητα η οποία έχει μετάσχει σε αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συνάντηση χωρίς να αποστασιοποιηθεί δημοσίως από τα συζητηθέντα αφήνει τους λοιπούς μετέχοντες να εννοήσουν ότι επιδοκιμάζει το αποτέλεσμά της (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψεις 81 και 82 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την προσκόμιση αποδείξεως της διάρκειας συμμετοχής οντότητας σε σύμπραξη, απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει όχι μόνον την ύπαρξη της συμπράξεως αλλά και τη διάρκειά της, και, ελλείψει στοιχείων τα οποία να αποδεικνύουν άμεσα τη διάρκεια της παραβάσεως, η Επιτροπή οφείλει να στηρίζεται, τουλάχιστον, σε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά που δεν έχουν μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους, ώστε να μπορεί λογικώς να γίνει δεκτό ότι η παράβαση αυτή συνεχίστηκε αδιαλείπτως μεταξύ δύο συγκεκριμένων ημερομηνιών.

12

Η αναιρεσείουσα συνάγει εξ αυτών ότι, ελλείψει στοιχείων που να αποδεικνύουν επαφές ή εκδηλώσεις οι οποίες συνιστούν σύμπραξη μεταξύ μιας οντότητας και των άλλων μετεχόντων σε σύμπραξη από ορισμένης ημερομηνίας και για συγκεκριμένη περίοδο, η Επιτροπή δεν μπορεί να στηρίξει τη διαπίστωση περί συνεχούς χαρακτήρα της συμμετοχής της οντότητας αυτής στη σύμπραξη στο επιχείρημα περί μη αποστασιοποιήσεως. Επιβεβαιώνοντας αυτήν την προσέγγιση της Επιτροπής, το Γενικό Δικαστήριο ανέστρεψε το βάρος αποδείξεως της διάρκειας της συμμετοχής σε παράβαση, το οποίο φέρει η Επιτροπή, με συνέπεια να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο.

13

Υπογραμμίζοντας ότι αυτός ο λόγος αναιρέσεως αφορά όχι τη διάρκεια της διακοπής της συμμετοχής στη σύμπραξη αλλά τη συνέχιση της συμμετοχής έως το τέλος της συμπράξεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, με τον λόγο αυτό, η αναιρεσείουσα απλώς επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα που προέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, οπότε ο λόγος αυτός πρέπει να θεωρηθεί, καταρχήν, απαράδεκτος.

14

Επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η διάρκεια της συμμετοχής σε παράβαση αποτελεί ζήτημα πραγματικό αποδεικνυόμενο κατά περίπτωση ανάλογα προς τις περιστάσεις της υποθέσεως. Εν προκειμένω, η απόδειξη της συνεχίσεως της συμμετοχής της αναιρεσείουσας στην παράβαση συνάγεται από τη σύζευξη δύο άρρηκτα συνδεόμενων στοιχείων, ήτοι, αφενός, του γεγονότος ότι συνέχισε να προσκαλείται στις τεχνικές συναντήσεις, όπερ προϋποθέτει ότι ο προσκαλών συνέχιζε να τη θεωρεί ως μετέχουσα στη σύμπραξη και, αφετέρου, του γεγονότος ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε αποστασιοποιηθεί από τη σύμπραξη αυτή. Επομένως, ούτε η Επιτροπή ούτε το Γενικό Δικαστήριο μπορούσαν να στηριχθούν μόνον στην απουσία δημόσιας αποστασιοποιήσεως της αναιρεσείουσας.

15

Συνοψίζοντας, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η νομολογία του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου επιβεβαιώνει ότι η απουσία δημόσιας αποστασιοποιήσεως αποτελεί στοιχείο μείζονος σημασίας στην περίπτωση που διαπιστώνονται άλλες ενδείξεις από τις οποίες απορρέει συνέχιση της συμμετοχής σε σύμπραξη, και ότι, σε κάθε περίπτωση, η πεποίθηση των λοιπών μελών της συμπράξεως είναι σημαντική. Στην αιτιολογική σκέψη 602 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή όχι μόνον δεν στηρίχθηκε αποκλειστικώς στην απουσία δημόσιας αποστασιοποιήσεως της αναιρεσείουσας, αλλά αντιθέτως παραθέτει ενδείξεις οι οποίες έπρεπε να εκτιμηθούν συνολικώς. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε κυριαρχικώς την αξία που έπρεπε να προσδοθεί στα στοιχεία αυτά.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

16

Γίνεται δεκτό ότι η αναιρεσείουσα δεν μετείχε στις τρεις τελευταίες μυστικές συναντήσεις της συμπράξεως, οι οποίες έλαβαν χώρα μεταξύ 12 Μαΐου 2004 και 29 Απριλίου 2005.

17

Αφού παρέθεσε κατά γράμμα, στη σκέψη 370 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την αιτιολογική σκέψη 602 της επίδικης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε, στις σκέψεις 372 έως 374 της αποφάσεως αυτής, το βάσιμο της θέσεως της Επιτροπής στην αιτιολογική αυτή σκέψη, κατά την οποία η αναιρεσείουσα συνέχιζε να συμμετέχει στην παράβαση πέραν του μηνός Μαΐου 2004.

18

Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι μπορούσε να συναχθεί η οριστική παύση της συμμετοχής μιας επιχειρήσεως σε σύμπραξη μόνον αν η επιχείρηση αυτή έχει αποστασιοποιηθεί δημοσίως από το περιεχόμενο της συμπράξεως και προσέθεσε ότι καθοριστικό κριτήριο της συναφούς εκτιμήσεως ήταν ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονταν οι λοιποί μετέχοντες στη σύμπραξη την πρόθεση της εν λόγω επιχειρήσεως.

19

Επομένως, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, ακόμη και αν δεν αμφισβητείται ότι επιχείρηση δεν συμμετέχει πλέον σε μυστικές συναντήσεις της συμπράξεως, οφείλει εντούτοις να αποστασιοποιηθεί δημοσίως από αυτήν, ώστε να δύναται να θεωρηθεί ότι έπαυσε να συμμετέχει στη σύμπραξη, καθώς η απόδειξη της αποστασιοποιήσεως αυτής πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα την πεποίθηση των λοιπών μετεχόντων στη σύμπραξη αυτή.

20

Επιβάλλεται η επισήμανση ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η δημόσια αποστασιοποίηση απαιτείται προκειμένου μια επιχείρηση η οποία έχει μετάσχει σε μυστικές συναντήσεις να μπορεί να αποδείξει ότι η συμμετοχή της δεν υποδηλώνει πρόθεση προσβολής του ανταγωνισμού. Προς τον σκοπό αυτό, η επίμαχη επιχείρηση οφείλει να αποδείξει ότι είχε δηλώσει στους ανταγωνιστές της ότι μετέχει στις συναντήσεις αυτές με διαφορετική πρόθεση από τη δική τους (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψεις 81 και 82 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

21

Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι η συμμετοχή επιχειρήσεως σε συνάντηση αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συνιστά τεκμήριο υπέρ του παράνομου χαρακτήρα της συμμετοχής αυτής, τεκμήριο το οποίο η επιχείρηση αυτή οφείλει να ανατρέψει αποδεικνύοντας τη δημόσια αποστασιοποίηση, η οποία πρέπει να γίνει αντιληπτή ως τέτοια από τους λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη (βλ., συναφώς, απόφαση Comap κατά Επιτροπής, C‑290/11 P, EU:C:2012:271, σκέψεις 74 έως 76 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

22

Επομένως, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου απαιτείται δημόσια αποστασιοποίηση μόνον στο πλαίσιο της συμμετοχής επιχειρήσεως σε αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συναντήσεις, ως αναγκαίο αποδεικτικό μέσο για την ανατροπή του τεκμηρίου που υπενθυμίζεται στην προηγούμενη σκέψη, χωρίς να απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις αποστασιοποίηση η οποία παύει τη συμμετοχή στην παράβαση.

23

Συγκεκριμένα, όσον αφορά τη συμμετοχή όχι σε αντίθετες προς τον ανταγωνισμό επιμέρους συναντήσεις, αλλά σε παράβαση εκτεινόμενη σε πλείονα έτη, από τη νομολογία του Δικαστηρίου απορρέει ότι η απουσία δημόσιας αποστασιοποιήσεως συνιστά μόνον ένα από τα στοιχεία εκείνα που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μεταξύ άλλων προκειμένου να αποδειχθεί αν μια επιχείρηση πράγματι συνέχισε να συμμετέχει σε παράβαση ή αν, αντιθέτως, έπαυσε τη συμμετοχή της (βλ., συναφώς, απόφαση Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, C‑441/11 P, EU:C:2012:778, σκέψη 75).

24

Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 372 και 374 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η δημόσια αποστασιοποίηση συνιστά το μοναδικό μέσο το οποίο διαθέτει μια εταιρία εμπλεκόμενη σε σύμπραξη για να αποδείξει την παύση της συμμετοχής της στη σύμπραξη αυτή, ακόμη και στην περίπτωση που η εταιρία αυτή δεν συμμετείχε σε μυστικές συναντήσεις.

25

Πάντως, η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο δεν επισύρει την αναίρεση των συμπερασμάτων της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τη συμμετοχή της αναιρεσείουσας στην παράβαση μεταξύ της 12ης Μαΐου 2004 και της 29ης Απριλίου 2005.

26

Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη πρακτικής ή συμφωνίας που θίγει τον ανταγωνισμό πρέπει να συνάγεται από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού (βλ. αποφάσεις Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 57, καθώς και Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, C‑441/11 P, EU:C:2012:778, σκέψη 70).

27

Όσον αφορά ειδικότερα παράβαση εκτεινόμενη σε πλείονα έτη, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το γεγονός ότι δεν υπήρξε συγκεκριμένη απόδειξη της συμμετοχής εταιρίας στην παράβαση αυτή επί ορισμένη περίοδο δεν αποκλείει η συμμετοχή αυτή, επίσης κατά την εν λόγω περίοδο, να διαπιστώνεται, εφόσον η διαπίστωση αυτή στηρίζεται σε αντικειμενικά και συγκλίνοντα στοιχεία (βλ., συναφώς, αποφάσεις Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, C‑105/04 P, EU:C:2006:592, σκέψεις 97 και 98, καθώς και Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, C‑441/11 P, EU:C:2012:778, σκέψη 72).

28

Πράγματι, ακόμη και αν η δημόσια αποστασιοποίηση δεν αποτελεί το μοναδικό μέσο το οποίο η εμπλεκόμενη σε σύμπραξη εταιρία διαθέτει προς απόδειξη της παύσεως της συμμετοχής της στη σύμπραξη αυτή, εντούτοις γεγονός παραμένει ότι μια τέτοια αποστασιοποίηση συνιστά σημαντικό γεγονός δυνάμενο να αποδείξει την παύση αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς. Η απουσία δημόσιας αποστασιοποιήσεως συνιστά πραγματική κατάσταση την οποία μπορεί η Επιτροπή να διαπιστώσει ώστε να αποδείξει τη συνέχιση της αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς εταιρίας. Πάντως, σε περίπτωση που, επί αρκετό χρονικό διάστημα, πραγματοποιήθηκαν περισσότερες συναντήσεις συμπαιγνίας απούσης της οικείας εταιρίας, η Επιτροπή μπορεί να στηρίξει την εκτίμησή της και σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

29

Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 377 έως 379, διαπίστωσε ορθώς ότι το μήνυμα εσωτερικού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 3ης Νοεμβρίου 2004 το οποίο απεστάλη από τον εκπρόσωπο της αναιρεσείουσας σε άλλον υπάλληλο αυτής δεν ήταν ικανό να αποδείξει δημόσια αποστασιοποίηση.

30

Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι η απόρριψη του λόγου αυτού της προσφυγής δεν δικαιολογείται μόνον από την απουσία δημόσιας αποστασιοποιήσεως της αναιρεσείουσας. Πράγματι, από την αιτιολογική σκέψη 370 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι υπήρχαν και άλλα πραγματικά στοιχεία τα οποία είχε επισημάνει η Επιτροπή και δεν είχαν αμφισβητηθεί από την αναιρεσείουσα, όπως η αρχική επιβεβαίωση της συμμετοχής του εκπροσώπου της αναιρεσείουσας στη συνάντηση της 3ης και 4ης Νοεμβρίου 2004 και η αρχική κράτηση για τον εκπρόσωπο αυτό, από τη διοργανώτρια των συναντήσεων συμπαιγνίας, σε δωμάτιο ξενοδοχείου για τη συνάντηση της 23ης και 24ης Φεβρουαρίου 2005.

31

Επομένως, αυτά τα πραγματικά στοιχεία, σε συνδυασμό με την απουσία δημόσιας αποστασιοποιήσεως της αναιρεσείουσας και την πεποίθηση της διοργανώτριας σχετικά με τις μυστικές συναντήσεις, αποτελούσαν συγκλίνοντα στοιχεία από τα οποία ήταν δυνατό να συναχθεί η συνέχιση της συμμετοχής της αναιρεσείουσας στη σύμπραξη.

32

Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι αλυσιτελής, δεν γίνεται δεκτός.

Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τη διαπίστωση περί μη διακοπής της συμμετοχής της αναιρεσείουσας στην παράβαση μεταξύ 26 Μαΐου 2000 και 26 Ιουνίου 2001

33

Στην αιτιολογική σκέψη 159 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι, σύμφωνα με τις δηλώσεις της Shell, η Total France κατηγορήθηκε, κατά τη συνάντηση της 25ης και της 26ης Μαΐου 2000, από τους λοιπούς μετέχοντες στην εν λόγω συνάντηση, ότι πωλούσε σε υπερβολικά χαμηλές τιμές.

34

Η αιτιολογική σκέψη 603 της επίδικης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Η Total France […] υποστηρίζει ότι διέκοψε τη συμμετοχή της μεταξύ 2000 και 2001, καθώς και ότι το γεγονός ότι ο εκπρόσωπός της εγκατέλειψε τη συνάντηση [της 25ης και 26ης Μαΐου 2000] οργισμένος αποτελούσε ένδειξη αποστασιοποιήσεως. Η Επιτροπή παρατηρεί […] ότι από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται ότι η Total αποστασιοποιήθηκε δημοσίως από τη σύμπραξη. Το γεγονός ότι ο [Χ, εκπρόσωπος της Total France] εγκατέλειψε τη συνάντηση δεν συνιστά καθαυτό δημόσια αποστασιοποίηση, δεδομένου ότι ούτε η ίδια η Total υποστηρίζει ότι ο [Χ] ανήγγειλε την πρόθεσή του να τερματιστεί η συμμετοχή της Total στη σύμπραξη. Η οργή του [Χ] αποδεικνύει μάλλον ότι δεν ήταν ικανοποιημένος με τις συναφθείσες συμφωνίες. Η επανεμφάνιση της Total ύστερα από διάστημα μικρότερο του ενός έτους επιβεβαιώνει ότι πρόθεσή της δεν ήταν να τερματιστεί η συμμετοχή της. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν φρονεί ότι η παροδική σύντομη απουσία της Total αποτελεί διακοπή της συμμετοχής της στη σύμπραξη.»

35

Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, κατά βάση, στις σκέψεις 401 και 402 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν αποδείχθηκε ότι, κατά τη συνάντηση της 25ης και 26ης Μαΐου 2000, ο εκπρόσωπος της αναιρεσείουσας είχε αποστασιοποιηθεί από την παράβαση σύμφωνα με την πεποίθηση των λοιπών μετεχόντων στη συνάντηση αυτή.

Επιχειρήματα των διαδίκων

36

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, όπως προκύπτει από τη δήλωση ενώπιον της Επιτροπής από επιχείρηση η οποία αποτελούσε μέλος της συμπράξεως, ο εκπρόσωπός της αποχώρησε εξοργισμένος και αγανακτισμένος από τη συνάντηση της 25ης και 26ης Μαΐου 2000 και δεν μετείχε πλέον σε καμία από τις τρεις επόμενες συναντήσεις έως ότου ο νέος εκπρόσωπός της παρευρέθηκε στη συνάντηση της 26ης και 27ης Ιουνίου 2001. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο, ήτοι ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε τη δημόσια αποστασιοποίηση, συνιστούσε παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας. Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, επομένως, σε πλάνη περί το δίκαιο, ιδίως καθόσον η προσέγγισή του έναντι της αναιρεσείουσας ήταν αντίθετη από την προσέγγισή του έναντι άλλης επιχειρήσεως μετέχουσας στη σύμπραξη αυτή.

37

Η Επιτροπή υποστηρίζει, καταρχάς, ότι ο συγκεκριμένος λόγος είναι απαράδεκτος. Συγκεκριμένα, αποτελεί πραγματικό ισχυρισμό διότι αφορά τόσο την εκτίμηση της διάρκειας της συμμετοχής στη σύμπραξη όσο και την έννοια της δημόσιας αποστασιοποιήσεως, πτυχές οι οποίες συνιστούν αμφότερες πραγματικές καταστάσεις. Η αναιρεσείουσα απλώς αμφισβητεί την ερμηνεία πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο.

38

Επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος καθόσον δεν περιορίσθηκε στη συνεκτίμηση, για τη διαπίστωση της συνεχίσεως της συμμετοχής στην επίδικη σύμπραξη μεταξύ 26 Μαΐου 2000 και 26 Ιουνίου 2001, της απουσίας δημόσιας αποστασιοποιήσεως, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 603 της επίδικης αποφάσεως. Το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε την ανάλυση αυτή, στηριζόμενο όχι μόνον σε αυτήν την απουσία δημόσιας αποστασιοποιήσεως, αλλά και στην εξέταση των περιστάσεων υπό τις οποίες ο εκπρόσωπος της αναιρεσείουσας αποχώρησε από τη συνάντηση της 25ης και 26ης Μαΐου 2000. Η Επιτροπή προβάλλει ότι η διάρκεια της συμμετοχής επιχειρήσεως σε σύμπραξη αποτελεί πραγματικό ζήτημα και ότι, εν προκειμένω, η απουσία αποδεικτικών στοιχείων περί αντίθετων προς τον ανταγωνισμό επαφών ή συμμετοχής σε τέτοιες επαφές κατά τη διάρκεια περιόδου ενός έτους δεν αρκούσε αυτή καθαυτήν ώστε να αποδειχθεί η διακοπή της συμπράξεως αυτής.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

39

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως στηρίζεται σε δύο επιχειρήματα τα οποία αφορούν, αφενός, το ότι από τη συμπεριφορά του εκπροσώπου της αναιρεσείουσας κατά τη συνάντηση της 25ης και 26ης Μαΐου 2000 προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα είχε την πρόθεση να αποστασιοποιηθεί δημοσίως από την επίδικη σύμπραξη και, αφετέρου, το ότι η αναιρεσείουσα δεν συμμετείχε σε καμία από τις τρεις μυστικές συναντήσεις που έλαβαν χώρα μεταξύ της 26ης Μαΐου 2000 και της 26ης Ιουνίου 2001.

40

Όσον αφορά το ζήτημα αν η συμπεριφορά του εκπροσώπου της αναιρεσείουσας κατά τη συνάντηση της 25ης και 26ης Μαΐου 2000 ήταν ικανή να αποδείξει δημόσια αποστασιοποίηση, επισημαίνεται ότι η συμπεριφορά αυτή εξετάσθηκε από την Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 603 της επίδικης αποφάσεως, η δε εξέταση αυτή υποβλήθηκε στον δικαστικό έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου. Επομένως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 398 και 401 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αφού εκτίμησε τις περιστάσεις υπό τις οποίες διεξήχθη η συνάντηση αυτή και έλαβε υπόψη την πεποίθηση που ήταν δυνατό να είχαν σχηματίσει οι λοιποί μετέχοντες στην εν λόγω συνάντηση όσον αφορά τη συμπεριφορά του εκπροσώπου της αναιρεσείουσας, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, στη σκέψη 402 της αποφάσεως αυτής, ότι η εν λόγω συμπεριφορά δεν αποδείκνυε δημόσια αποστασιοποίηση έναντι της αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπράξεως. Μια τέτοια πραγματική εκτίμηση, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν υπόκειται, όμως, στον έλεγχο του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αναιρετικής δίκης.

41

Όσον αφορά το ζήτημα αν η μη συμμετοχή της αναιρεσείουσας στις τρεις μυστικές συναντήσεις που έλαβαν χώρα μεταξύ της 26ης Μαΐου 2000 και της 26ης Ιουνίου 2001 αποτελεί απόδειξη της διακοπής της συμμετοχής της στη σύμπραξη, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, στη σκέψη 402 της αποφάσεώς του, με την παραπομπή στη σκέψη 372 αυτής, στην ίδια πλάνη περί το δίκαιο με την αναφερόμενη στη σκέψη 24 της παρούσας αποφάσεως, στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου αναιρέσεως, κρίνοντας ότι απόκειτο στην αναιρεσείουσα να αποδείξει ότι είχε αποστασιοποιηθεί από τη σύμπραξη αυτή, σύμφωνα με την πεποίθηση που είχαν σχηματίσει οι λοιποί μετέχοντες, παρά το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε μετάσχει στις συναντήσεις αυτές.

42

Πάντως, σύμφωνα με την ήδη παρατεθείσα στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως νομολογία του Δικαστηρίου, το γεγονός ότι δεν υπήρξε άμεση απόδειξη της συμμετοχής εταιρίας σε σύμπραξη επί ορισμένη περίοδο δεν αποκλείει, στο πλαίσιο παραβάσεως εκτεινόμενης σε πλείονα έτη, η συμμετοχή στη σύμπραξη αυτή, επίσης κατά την εν λόγω περίοδο, να θεωρείται ότι έχει διαπιστωθεί, καθόσον η διαπίστωση αυτή στηρίζεται σε αντικειμενικά και συγκλίνοντα στοιχεία.

43

Εν προκειμένω, η απουσία δημόσιας αποστασιοποιήσεως της αναιρεσείουσας δεν ήταν το μόνο στοιχείο βάσει του οποίου η συμπεριφορά της αναιρεσείουσας πρέπει να θεωρηθεί παραβατική και κατά την επίμαχη περίοδο.

44

Πράγματι, από τις σκέψεις 398 και 401 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το γεγονός ότι ο εκπρόσωπος της αναιρεσείουσας αποχώρησε οργισμένος από τη συνάντηση της 25ης και 26ης Μαΐου 2000 οφείλεται σε προσωπικούς λόγους και δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως εκδήλωση της προθέσεως της Total France να αποστασιοποιηθεί από τη σύμπραξη, όπερ συνάδει με τη σχετική πεποίθηση που ήταν δυνατό να σχηματίσουν οι λοιποί μετέχοντες στη συνάντηση αυτή. Περαιτέρω, μετά την αντικατάσταση του εκπροσώπου αυτού από άλλον υπάλληλο, η Total France άρχισε εκ νέου να μετέχει σε μυστικές συναντήσεις όπερ δύναται να επιβεβαιώσει την εκτίμηση ότι η συμπεριφορά του εν λόγω εκπροσώπου οφειλόταν στην ύπαρξη συγκρούσεως προσωπικής φύσεως.

45

Κατά συνέπεια, παραλλήλως προς την απουσία δημοσίας αποστασιοποιήσεως, υπήρχαν αντικειμενικά και συγκλίνοντα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι δεν υπήρξε διακοπή της συμμετοχής της αναιρεσείουσας στη σύμπραξη κατά την επίμαχη περίοδο.

46

Επομένως, καθόσον ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι αλυσιτελής, δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων και έλλειψη αιτιολογίας

47

Στη σκέψη 386 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η Επιτροπή είχε θεωρήσει ότι η συμμετοχή της Repsol στη σύμπραξη έπαυσε στις 4 Αυγούστου 2004, δεδομένου ότι, για τη συνάντηση που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί την ημέρα εκείνη, η Repsol δεν είχε λάβει από τη Sasol, διοργανώτρια των συναντήσεων, καμία επίσημη πρόσκληση με την ημερήσια διάταξη, πράγμα το οποίο καταδείκνυε ότι η Sasol είχε επιφυλάξεις ως προς το εάν η Repsol εξακολουθούσε να συμμετέχει στη σύμπραξη.

48

Στη σκέψη 387 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η παύση της αποστολής επίσημων προσκλήσεων με την ημερήσια διάταξη των συναντήσεων στη Repsol καταδείκνυε ότι η Sasol είχε μεταβάλει την πεποίθησή της και δεν ήταν πλέον βέβαιη για τη συμμετοχή της Repsol στη σύμπραξη μετά την 4η Αυγούστου 2004 και ότι το στοιχείο αυτό επαρκούσε προκειμένου να θεωρηθεί ότι η Repsol είχε αποστασιοποιηθεί από τη σύμπραξη αυτή βάσει της πεποιθήσεως που είχαν σχηματίσει οι λοιποί μετέχοντες στη σύμπραξη. Αντιθέτως, στις σκέψεις 388 έως 390 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι τούτο δεν συνέβη στην περίπτωση της αναιρεσείουσας, η οποία εξακολούθησε να λαμβάνει τις επίσημες προσκλήσεις με την ημερήσια διάταξη των συναντήσεων και κατέληξε στη διαπίστωση ότι η Επιτροπή είχε αντιμετωπίσει με διαφορετικό τρόπο καταστάσεις που ήσαν διαφορετικές και, κατά συνέπεια, δεν είχε παραβιάσει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

Επιχειρήματα των διαδίκων

49

Η αναιρεσείουσα επισημαίνει ότι η ανάλυση αυτή του Γενικού Δικαστηρίου στηρίζεται, πρώτον, σε πλάνη περί το δίκαιο. Συγκεκριμένα, από τον φάκελο τον οποίο υπέβαλε η Επιτροπή στο Γενικό Δικαστήριο προκύπτει ότι, για τη συνάντηση της 3ης και 4ης Αυγούστου 2004, η Repsol είχε λάβει, όπως και η αναιρεσείουσα, πέραν μιας προσκλήσεως χωρίς την ημερήσια διάταξη, την ίδια καλούμενη «επίσημη» πρόσκληση με την ημερήσια διάταξη. Η Repsol ήταν επίσης αποδέκτης προσκλήσεως για τη συνάντηση της 3ης και 4ης Νοεμβρίου 2004. Επομένως, η διαπίστωση στην οποία κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο στηριζόταν σε παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων. Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε μόνον την αναιρεσείουσα να προσκομίσει απόδειξη της δημόσιας αποστασιοποιήσεως και όχι τη Repsol, της οποίας η αποχώρηση από τη σύμπραξη έγινε δεκτή ακόμη και χωρίς αποστασιοποίηση. Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν επικαλείται στοιχεία δυνάμενα να δικαιολογήσουν τη συγκεκριμένη διαφορετική μεταχείριση, όπερ συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

50

Η Επιτροπή υποστηρίζει κυρίως ότι ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής, διότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τη Repsol, η πλάνη αυτή δεν αφορούσε την αναιρεσείουσα οπότε δεν ήταν ικανή να επιφέρει μείωση της διάρκειας της διαπιστωθείσας παραβάσεως ως προ την αναιρεσείουσα, ζήτημα το οποίο υπαγόταν αποκλειστικώς στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

51

Επικουρικώς, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι, όσον αφορά τη συνάντηση της 3ης και 4ης Αυγούστου 2004, έκρινε ότι η Repsol ήταν ακόμη μέλος της συμπράξεως κατά τον χρόνο πραγματοποιήσεως της συναντήσεως αυτής και ότι η απουσία του εκπροσώπου της από την εν λόγω συνάντηση δεν συνιστούσε ένδειξη αποχωρήσεως από τη σύμπραξη. Όσον αφορά τη συνάντηση της 3ης και 4ης Νοεμβρίου 2004, η Επιτροπή αναγνωρίζει επίσης ότι η Repsol είχε λάβει την ίδια πρόσκληση με την αναιρεσείουσα με την ημερήσια διάταξη, χωρίς όμως να θεωρηθεί ότι συνέχιζε να αποτελεί μέλος της συμπράξεως. Παρά ταύτα, ακόμη και αν υποτεθεί μια τέτοια διαπίστωση απορρέει από παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων, η παραμόρφωση αυτή είναι άνευ συνεπειών καθώς, σε αυτήν την ίδια κοινή πρόσκληση, είχε αναφερθεί ότι ο εκπρόσωπος της αναιρεσείουσας είχε κάνει κράτηση δωματίου, αντίθετα από τον εκπρόσωπο της Repsol, γεγονός το οποίο κατά την Επιτροπή συνιστά σημαντική διαφορά.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

52

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στις σκέψεις 386 και 387 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά σχετικά με τη διάρκεια της συμμετοχής της Repsol στη σύμπραξη. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη δικογραφία και όπως αναγνώρισε η Επιτροπή, η Επιτροπή εκτίμησε ότι, όσον αφορά τη συνάντηση της 3ης και 4ης Αυγούστου 2004, η Repsol αποτελούσε ακόμη μέλος της συμπράξεως, καθόσον η απουσία του εκπροσώπου της δεν μπορούσε να αποτελέσει ένδειξη για την αποχώρησή της και ότι, όσον αφορά τη συνάντηση της 3ης και 4ης Νοεμβρίου 2004, η Repsol είχε λάβει τον ίδιο τύπο προσκλήσεως με την αναιρεσείουσα. Επομένως, η παράθεση του περιλαμβανόμενου στις προαναφερθείσες σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σκεπτικού πάσχει από παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών.

53

Περαιτέρω, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, στην σκέψη 387 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε αποκλειστικώς στις αμφιβολίες της διοργανώτριας των μυστικών συναντήσεων όσον αφορά την πρόθεση συμμετοχής της Repsol στις συναντήσεις αυτές μετά τις4 Αυγούστου 2004, και συνήγαγε ότι το στοιχείο αυτό επαρκούσε προκειμένου να θεωρηθεί ότι η Repsol είχε αποστασιοποιηθεί από τη σύμπραξη σύμφωνα με την πεποίθηση την οποία είχαν σχηματίσει οι λοιποί μετέχοντες. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέβαλε τη Repsol στις ίδιες επιταγές περί αποδείξεως της δημόσιας αποστασιοποιήσεως με εκείνες στις οποίες υπέβαλε την αναιρεσείουσα, γεγονός που μαρτυρεί μη συνεπή εφαρμογή των επιταγών αυτών και συνιστά άνιση μεταχείριση.

54

Παρά ταύτα, σε κάθε περίπτωση, καίτοι διαπιστώθηκε, στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ότι η προσέγγιση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την επιταγή για δημόσια αποστασιοποίηση έπασχε από πλάνη περί το δίκαιο, η πλάνη αυτή δεν προβάλλεται λυσιτελώς από την αναιρεσείουσα.

55

Πράγματι, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να συμβαδίζει με την τήρηση της νομιμότητας (βλ., συναφώς, απόφαση The Rank Group, C‑259/10 και C‑260/10, EU:C:2011:719, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, δεδομένου ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η διαπίστωση της διάρκειας της συμμετοχής της αναιρεσείουσας στη σύμπραξη κρίθηκε ότι έγινε δεόντως, η ενδεχομένως αδικαιολόγητη ευνοϊκή μεταχείριση που επιφυλάχθηκε στη Repsol δεν μπορεί να επιφέρει τη μείωση της διάρκειας αυτής.

56

Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση των αρχών της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και της εξατομικεύσεως των ποινών, καθώς και αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

57

Η αιτιολογική σκέψη 696 της επίδικης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Ορισμένες επιχειρήσεις υποστηρίζουν ότι δεν εφάρμοσαν τις συμφωνίες και επισημαίνουν το γεγονός ότι ο αριθμός των τιμοκαταλόγων που απέστειλαν ή έλαβαν είναι περιορισμένος. Ορισμένες επιχειρήσεις υποστηρίζουν ότι η συμπεριφορά τους στην αγορά δεν επηρεάστηκε από τις συμφωνίες. Η Επιτροπή δεν θεωρεί, πρώτον, ότι αυτοί οι απλοί ισχυρισμοί συνιστούν επαρκή απόδειξη περί μη εφαρμογής κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 […]. Δεύτερον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η αποστολή ή η λήψη τιμοκαταλόγων δεν αποτελούσε το μόνο μέσο εφαρμογής, η οποία πραγματοποιείτο κυρίως διά (προσπαθειών) αυξήσεως των τιμών σε τακτά διαστήματα οι οποίες γνωστοποιούνταν στην αγορά, ενίοτε δε τεκμηριώνονται μέσω των αποδείξεων περί των τεχνικών συναντήσεων.»

58

Απαντώντας στον πέμπτο λόγο της προσφυγής ο οποίος αφορούσε αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και παραβίαση των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, όσον αφορά τη μη εφαρμογή των υποστηριζόμενων παραβατικών πρακτικών, η οποία συνιστά ελαφρυντική περίσταση δυνάμει της παραγράφου 29 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 406 και 407 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αφού επανέλαβε κατά γράμμα την αιτιολογική σκέψη 696 της επίδικης αποφάσεως, παρέπεμψε στις αναλύσεις του όσον αφορά την εξέταση του δευτέρου λόγου της προσφυγής και συνήγαγε ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της συμπράξεως από την αναιρεσείουσα εδράζονταν επί επαρκών αποδεικτικών στοιχείων.

Επιχειρήματα των διαδίκων

59

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του λόγου περί μη συνεκτιμήσεως των οικονομικών στοιχείων που αποδείκνυαν ότι είχε συμπεριφερθεί σύμφωνα με τους κανόνες του ανταγωνισμού, και περί μη εξετάσεως της συνάφειας και του περιεχομένου των αποδείξεων αυτών. Συγκεκριμένα, η αναιρεσείουσα υπέβαλε στην Επιτροπή, και στη συνέχεια στο Γενικό Δικαστήριο, εμπεριστατωμένη οικονομική ανάλυση η οποία κάλυπτε ολόκληρη την περίοδο της παραβάσεως και αποδείκνυε ότι ουδέποτε είχε εφαρμόσει τις συμφωνίες που είχαν αποφασισθεί κατά τις τεχνικές συναντήσεις. Η εν λόγω ανάλυση αγνοήθηκε όχι μόνον στο πλαίσιο της επίδικης αποφάσεως αλλά και της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον οι σκέψεις 406 και 407 της αποφάσεως αυτής δεν περιέχουν απάντηση στα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει συναφώς ότι οι αναλύσεις του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο της εξετάσεως του δευτέρου λόγου της προσφυγής, όπου παραπέμπει η σκέψη 407 της αποφάσεως αυτής, αφορούν την εφαρμογή της συμπράξεως σε παγκόσμιο επίπεδο και όχι την ατομική συμπεριφορά εκάστης των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

60

Η Επιτροπή υποστηρίζει κυρίως ότι ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, καθώς η αναιρεσείουσα δεν παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ούτε προβάλλει νομικά επιχειρήματα τα οποία στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό. Περαιτέρω, με τον λόγο αυτό, η αναιρεσείουσα αποβλέπει στην πραγματικότητα στην πλήρη επανεξέταση εκ μέρους του Δικαστηρίου του πέμπτου πρωτοδίκως προβληθέντος με την προσφυγή της λόγου.

61

Επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε αυτόν τον πέμπτο λόγο στις σκέψεις 405 έως 408 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και παρατηρεί ότι οι σκέψεις αυτές παραπέμπουν στην ανάλυση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο του δευτέρου πρωτοδίκως προβληθέντος με την προσφυγή λόγου. Στις σκέψεις 243 έως 259 της αποφάσεως αυτής, οι οποίες αποτελούν μέρος της εξετάσεως αυτού του δεύτερου λόγου, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε το σκεπτικό της Επιτροπής κατά το οποίο η αναιρεσείουσα δεν είχε προσκομίσει στοιχεία τα οποία να αποδεικνύουν ότι είχε υιοθετήσει αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά στην αγορά. Εξάλλου, στις σκέψεις 163 έως 190 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες επίσης αποτελούν μέρος της εξετάσεως του συγκεκριμένου δευτέρου λόγου, το Γενικό Δικαστήριο, στηριζόμενο σε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία, απέρριψε το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι δεν είχε προβεί σε εφαρμογή της συμπράξεως στις τιμές.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

62

Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του πέμπτου λόγου της προσφυγής ο οποίος αφορούσε τη μη συνεκτίμηση των στοιχείων που αποδείκνυαν την προβαλλόμενη σύμφωνη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά της και, ιδίως, της εμπεριστατωμένης οικονομικής αναλύσεως η οποία κάλυπτε ολόκληρη την παραβατική περίοδο.

63

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται σε προδήλως εσφαλμένη κατανόηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, και ειδικότερα της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 406 επ. της αποφάσεως αυτής. Πράγματι, αφού παρέθεσε κατά γράμμα, στη σκέψη 406 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την αιτιολογική σκέψη 696 της επίδικης αποφάσεως, όπου η Επιτροπή αναφερόταν, σε γενικές γραμμές, στο γεγονός ότι «ορισμένες επιχειρήσεις» υποστήριζαν ότι δεν εφήρμοσαν τις συμφωνίες που είχαν αποφασισθεί στο πλαίσιο της επίδικης συμπράξεως, το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε, στη σκέψη 407 της αποφάσεως αυτής, στις αναλύσεις που αφορούσαν την εξέταση του δευτέρου και τετάρτου σκέλους του δευτέρου πρωτοδίκως προβληθέντος με την προσφυγή της λόγου.

64

Με το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού, η αναιρεσείουσα προέβαλε ότι δεν είχε αποδειχθεί η εφαρμογή των συμφωνιών καθορισμού των τιμών.

65

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στις σκέψεις 166 έως 185 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες αφορούν την εξέταση του εν λόγω επιχειρήματος, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τα προταθέντα από την Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά και με τον ατομικό χαρακτήρα της συμμετοχής της αναιρεσείουσας στην εφαρμογή των εν λόγω συμφωνιών, όπως τους τιμοκαταλόγους που αντάλλαξαν οι μετέχοντες στη σύμπραξη και με τις οποίες ανακοίνωναν αύξηση των τιμών, έγγραφα όπου επισημαίνονταν, κατόπιν των συμφωνιών που είχαν αποφασισθεί στην προηγούμενη μυστική συνάντηση, αυξήσεις των τιμών για τους πελάτες, καθώς και σχετικές δηλώσεις των μετεχόντων στη σύμπραξη οι οποίες παρέπεμπαν περαιτέρω σε τηλεφωνικές επαφές μεταξύ εκπροσώπων των εμπλεκόμενων στη σύμπραξη επιχειρήσεων προκειμένου να διασφαλισθεί η ορθή εφαρμογή των συμφωνιών που είχαν αποφασισθεί.

66

Αφού επισήμανε, στη σκέψη 189 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της στοιχεία για άνω των 50 αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συναντήσεων μεταξύ 1992 και 2005 και ότι είχε προσκομίσει 343 τιμοκαταλόγους της αναιρεσείουσας προς ενημέρωση των πελατών της για την επικείμενες αυξήσεις των τιμών, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε, στη σκέψη 190 της αποφάσεως αυτής, ότι η Επιτροπή ορθώς είχε διαπιστώσει την εφαρμογή της συμπράξεως από την αναιρεσείουσα.

67

Με το τέταρτο σκέλος αυτού του δευτέρου πρωτοδίκως προβληθέντος με την προσφυγή της λόγου, η αναιρεσείουσα υποστήριξε ότι είχε υιοθετήσει συμπεριφορά στην αγορά σύμφωνη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

68

Περαιτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στις σκέψεις 233 έως 259 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε ενδελεχώς την επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας, συμπεριλαμβανομένης της επικλήσεως της οικονομικής αναλύσεως της δικής της πολιτικής τιμών. Πέραν της συγκεκριμένης εξετάσεως των επιχειρημάτων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ιδιαιτέρως το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα είχε μετάσχει στις περισσότερες από τις 50 αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1992 και 2005, ότι είχε αναγνωρίσει ότι είχε αυξήσει επί τακτικής βάσεως τις τιμές της, πράγμα που αποτελούσε, αυτό και μόνο, ένδειξη της εφαρμογής των συμφωνιών που είχαν αποφασισθεί κατά τις συναντήσεις αυτές και ότι είχε αποστείλει σχετικώς 343 πληροφοριακά έγγραφα στους πελάτες της. Κατέληξε ως εκ τούτου στη διαπίστωση ότι από τις επικληθείσες από την αναιρεσείουσα περιστάσεις δεν ήταν δυνατό να συναχθεί ότι, επί δεκατρία έτη κατά τη διάρκεια των οποίων η αναιρεσείουσα είχε προσχωρήσει σε στοιχειοθετούσες παράβαση συμφωνίες, δεν τις εφάρμοζε στην πράξη, υιοθετώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά.

69

Κατά συνέπεια, η αιτίαση της αναιρεσείουσας, κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη συμπεριφορά της ατομικώς, αλλά εξέτασε την κατάστασή της από κοινού με άλλους μετέχοντες στη σύμπραξη στο πλαίσιο της εφαρμογής της συμπράξεως σε παγκόσμιο επίπεδο, δεν είναι βάσιμη.

70

Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων αυτών, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

71

Δεδομένου ότι δεν έγινε δεκτός κανένας από τους λόγους αναιρέσεως που προέβαλε η αναιρεσείουσα, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

72

Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα ηττήθηκε και η Επιτροπή έχει ζητήσει την καταδίκη της εταιρίας αυτής στα δικαστικά έξοδα, η αναιρεσείουσα πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Καταδικάζει την Total Marketing Services SA στα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.