ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)
της 9ης Ιουλίου 2015 ( *1 )
«Προδικαστική παραπομπή — Γεωργία — Κοινή οργάνωση των αγορών — Μπανάνες — Κανονισμός (ΕΚ) 2362/98 — Άρθρα 7, 11 και 21 — Δασμολογικές ποσοστώσεις — Μπανάνες καταγωγής των χωρών ΑΚΕ — Νεοεμφανιζόμενος εμπορικός φορέας — Πιστοποιητικά εισαγωγής — Μη μεταβιβάσιμα δικαιώματα απορρέοντα από ορισμένα πιστοποιητικά εισαγωγής — Καταχρηστική πρακτική — Κανονισμός (ΕΚ) 2988/95 — Άρθρο 4, παράγραφος 3»
Στην υπόθεση C‑607/13,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Corte suprema di cassazione (Ιταλία) με απόφαση της 10ης Ιουλίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Νοεμβρίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης
Ministero dell’Economia e delle Finanze,
Agenzia delle Dogane,
Ευρωπαϊκή Επιτροπή
κατά
Francesco Cimmino,
Costantino Elmi,
Diletto Nicchi,
Vincenzo Nicchi,
Ivo Lazzeri,
Euclide Lorenzon,
Patrizia Mansutti,
Maurizio Misturelli,
Maurizio Momesso,
Mirjam Princic,
Marco Raffaelli,
Gianni Vecchi,
Marco Malavasi,
Massimo Malavasi,
Umberto Malavasi,
Carlo Mosca,
Luca Nicoli,
Raffaella Orsero,
Raffaello Orsero,
Erminia Palombini,
Matteo Surian,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),
συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, πρόεδρο τμήματος, K. Jürimäe (εισηγήτρια), J. Malenovský, M. Safjan και A. Prechal, δικαστές,
γενική εισαγγελέας: E. Sharpston
γραμματέας: L. Carrasco Marco, υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Νοεμβρίου 2014,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
— |
ο E. Lorenzon, η P. Mansutti, οι M. Misturelli και M. Momesso, η M. Princic, καθώς και οι M. Raffaelli και G. Vecchi, εκπροσωπούμενοι από τον P. Rovatti, avvocato, |
— |
η E. Palombini, εκπροσωπούμενη από τους W. Viscardini και G. Donà, avvocati, |
— |
ο M. Surian, εκπροσωπούμενος από τους R. Bettiol και B. Cortese, avvocati, |
— |
η R. Orsero, εκπροσωπούμενη από τους F. Munari, R. Dominici και U. De Luca, avvocati, |
— |
η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την A. Collabolletta, avvocato dello Stato, |
— |
η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B.-R. Killmann και P. Rossi, |
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 5ης Φεβρουαρίου 2015,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 11 και 21 του κανονισμού (ΕΚ) 2362/98 της Επιτροπής, της 28ης Οκτωβρίου 1998, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 404/93 του Συμβουλίου σχετικά με το καθεστώς εισαγωγής μπανανών στην Κοινότητα (ΕΕ L 293, σ. 32), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1632/2000 της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 2000 (ΕΕ L 187, σ. 27, στο εξής: κανονισμός 2362/98), καθώς και του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312, σ. 1). |
2 |
Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του Ministero dell’economia e delle finanze (Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών), της Agenzia delle dogane (Υπηρεσίας Τελωνείων) και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και, αφετέρου, των νομίμων εκπροσώπων εταιριών που εισάγουν, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μπανάνες καταγωγής χωρών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού (στο εξής: κράτη ΑΚΕ) καθώς και άλλων τρίτων χωρών, εταιριών στις οποίες περιλαμβάνονται η SIMBA SpA (στο εξής: SIMBA) και η Rico Italia srl (στο εξής: Rico Italia), όσον αφορά το ποσό των δασμών στους οποίους υποβλήθηκαν οι εταιρίες αυτές λόγω των ανωτέρω εισαγωγών. |
Το νομικό πλαίσιο
Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 404/93
3 |
Ο τίτλος IV του κανονισμού (ΕΟΚ) 404/93 του Συμβουλίου, της 13ης Φεβρουαρίου 1993, για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα της μπανάνας (ΕΕ L 47, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1257/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και για την τροποποίηση και κατάργηση ορισμένων κανονισμών (ΕΕ L 160, σ. 80, στο εξής: κανονισμός 404/93), τιτλοφορείται «Για το καθεστώς των συναλλαγών με τις τρίτες χώρες». Τα άρθρα 16 έως 20 του κανονισμού 404/93, τα οποία περιλαμβάνονται στον τίτλο αυτόν IV, διέπουν τις δασμολογικές ποσοστώσεις που έχουν εφαρμογή στις μπανάνες προελεύσεως τρίτων χωρών. |
4 |
Το άρθρο 16 του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής: «Τα άρθρα 16 έως και 20 του παρόντος τίτλου εφαρμόζονται αποκλειστικά στα νωπά προϊόντα που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ ex 0803 00 19. Για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου, νοούνται ως:
|
5 |
Το άρθρο 18 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής: «1. Ανοίγεται κάθε έτος δασμολογική ποσόστωση 2,2 εκατομμυρίων τόνων (καθαρό βάρος) για τις εισαγωγές μπανανών τρίτων κρατών και μη παραδοσιακών μπανανών ΑΚΕ. Στο πλαίσιο της δασμολογικής ποσόστωσης, οι εισαγωγές μπανανών τρίτων κρατών υπόκεινται σε δασμό 75 [ευρώ] ανά τόνο και οι μη παραδοσιακές μπανάνες ΑΚΕ εισάγονται ατελώς. 2. Ανοίγεται κάθε έτος συμπληρωματική δασμολογική ποσόστωση 353000 τόνων (καθαρό βάρος) για τις εισαγωγές μπανανών τρίτων κρατών και μη παραδοσιακών μπανανών ΑΚΕ. Στο πλαίσιο της δασμολογικής αυτής ποσόστωσης, οι εισαγωγές μπανανών τρίτων κρατών υπόκεινται σε είσπραξη δασμού 75 [ευρώ] ανά τόνο και οι μη παραδοσιακές μπανάνες ΑΚΕ εισάγονται ατελώς. 3. Δεν καταβάλλεται δασμός για τις εισαγωγές παραδοσιακών μπανανών ΑΚΕ. [...]» |
6 |
Το άρθρο 19, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού ορίζει τα εξής: «Η διαχείριση των δασμολογικών ποσοστώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 2, καθώς και οι εισαγωγές παραδοσιακών μπανανών ΑΚΕ, πραγματοποιούνται σύμφωνα με τη μέθοδο που στηρίζεται στον συνυπολογισμό των παραδοσιακών ροών συναλλαγών (“παραδοσιακοί/νεοαφιχθέντες”). […]» |
Ο κανονισμός 2362/98
7 |
Οι αιτιολογικές σκέψεις 6, 8, 10 και 14 του κανονισμού 2362/98 έχουν ως εξής:
[...]
[...]
[...]
|
8 |
Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι οι δασμολογικές ποσοστώσεις και οι παραδοσιακές μπανάνες ΑΚΕ, τις οποίες αφορούν αντιστοίχως το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 2, και το άρθρο 16 του κανονισμού 404/93, ανοίγονται στον ανταγωνισμό κατά 92 % για τους παραδοσιακούς επιχειρηματίες που ορίζονται στο άρθρο 3 του κανονισμού 2362/98 καθώς και κατά 8 % για τους νεοεμφανιζόμενους εμπορικούς φορείς που ορίζονται στο άρθρο 7 του κανονισμού αυτού. |
9 |
Κατά το άρθρο 7 του κανονισμού 2362/98: «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοείται ως “νεοεμφανιζόμενος” εμπορικός φορέας, για την εισαγωγή στο πλαίσιο των δασμολογικών ποσοστώσεων και των παραδοσιακών μπανανών ΑΚΕ, ο οικονομικός πράκτορας, που είναι εγκατεστημένος στην [Ένωση], τη στιγμή της καταχώρησής του, ο οποίος:
|
10 |
Το άρθρο 8, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής: «Για την παράταση της καταχώρησής του, ο ενδιαφερόμενος εμπορικός φορέας πρέπει να προσκομίσει στις αρμόδιες αρχές την απόδειξη ότι εισήγαγε πραγματικά για λογαριασμό του τουλάχιστον 50 % της ποσότητας που του παραχωρήθηκε για το τρέχον έτος.» |
11 |
Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής: «Τα κράτη μέλη ελέγχουν την τήρηση των διατάξεων που αναφέρονται στο παρόν τμήμα. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ιδίως ότι οι ενδιαφερόμενοι εμπορικοί φορείς ασκούν δραστηριότητα εισαγωγών στην [Ένωση] στον τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 7, για λογαριασμό τους, ως αυτόνομη οικονομική μονάδα, με δική της διεύθυνση, προσωπικό και λειτουργία. Όταν τα στοιχεία δείχνουν ότι δεν μπορούν να τηρηθούν αυτοί οι όροι, η δυνατότητα αποδοχής των αιτήσεων καταχωρήσεως και ετήσιου μεριδίου εξαρτάται από την προσκόμιση, εκ μέρους του ενδιαφερόμενου εμπορικού φορέα, αποδεικτικών στοιχείων που θεωρούνται επαρκή από την αρμόδια εθνική αρχή.» |
12 |
Οι λεπτομερείς κανόνες για την έκδοση των πιστοποιητικών εισαγωγής προβλέπονται στα άρθρα 14 έως 22 του ίδιου αυτού κανονισμού. Το άρθρο 21, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής: «1. Τα δικαιώματα που απορρέουν από τα πιστοποιητικά εισαγωγής που εκδόθηκαν σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο μεταβιβάζονται υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3719/88 [της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 1988, περί κοινών τρόπων εφαρμογής του καθεστώτος πιστοποιητικών εισαγωγής, εξαγωγής και προκαθορισμού για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ L 331, σ. 1)], σε έναν εκδοχέα, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. 2. Η μεταβίβαση των δικαιωμάτων μπορεί να πραγματοποιηθεί:
Δεν γίνεται αποδεκτή η μεταβίβαση εκ μέρους ενός “νεοεμφανιζόμενου” εμπορικού φορέα προς έναν “παραδοσιακό εμπορικό φορέα”.» |
Ο κανονισμός 2988/95
13 |
Το άρθρο 4 του κανονισμού 2988/95 έχει ως εξής: «1. Κάθε παρατυπία συνεπάγεται, κατά γενικό κανόνα, την αφαίρεση του αδικαιολογήτως αποκτηθέντος οφέλους:
2. Η εφαρμογή των μέτρων της παραγράφου 1 περιορίζεται στην αφαίρεση του εξασφαλισθέντος οφέλους προσαυξημένου, εφόσον προβλέπεται, με τόκους που δύνανται να καθοριστούν κατ’ αποκοπήν. 3. Οι πράξεις οι οποίες αποδεδειγμένως αποσκοπούν στην εξασφάλιση οφέλους αντίθετου προς τους στόχους των εκάστοτε εφαρμοστέων διατάξεων του […] δικαίου [της Ένωσης], με την τεχνητή δημιουργία των προϋποθέσεων κτήσης αυτού του οφέλους, έχουν ως συνέπεια, ανάλογα με την περίπτωση, είτε τη μη εξασφάλιση είτε την αφαίρεση του οφέλους. 4. Τα μέτρα του παρόντος άρθρου δεν θεωρούνται κυρώσεις.» |
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
14 |
Κατά τα έτη 1999 και 2000, εισήχθησαν στην Ένωση μπανάνες καταγωγής κρατών ΑΚΕ και τρίτων κρατών μη ΑΚΕ από εταιρίες οι οποίες είχαν την ιδιότητα του νεοεμφανιζόμενου εμπορικού φορέα, υπό την έννοια του άρθρου 7 του κανονισμού 2362/98, και οι οποίες διέθεταν τα πιστοποιητικά εισαγωγής «AGRIM» που είναι αναγκαία στο πλαίσιο των δασμολογικών ποσοστώσεων τις οποίες προβλέπει ο κανονισμός 404/93. Για τον λόγο αυτόν, στις οικείες εισαγωγές επιβλήθηκε, κατά περίπτωση, μηδενικός δασμός ή δασμός μειωμένος κατά 75 ευρώ ανά τόνο (στο εξής: προτιμησιακός δασμός). |
15 |
Η SIMBA, εκπροσωπούμενη από τους συζύγους Orsero, είναι εταιρία που δραστηριοποιείται τόσο στην αγορά της εισαγωγής μπανανών ως παραδοσιακός εμπορικός φορέας, υπό την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 2362/98, όσο και στην αγορά της εμπορίας μπανανών εντός της Ένωσης. Η Rico Italia, εκπροσωπούμενη από τον M. Misturelli, είναι εισαγωγέας καταχωρημένος ως νεοεμφανιζόμενος εμπορικός φορέας. |
16 |
Κατόπιν φορολογικού ελέγχου τον οποίο διενήργησε στη SIMBA η Guardia di Finanza (τελωνειακή και φορολογική αστυνομία), αποκαλύφθηκε η ύπαρξη εμπορικών πρακτικών μεταξύ των SIMBA, Rico Italia και των νεοεμφανιζόμενων εμπορικών φορέων που είναι διάδικοι της κύριας δίκης, οι οποίες ήταν δυνατό να χαρακτηρισθούν ως απάτη. |
17 |
Οι πρακτικές αυτές οργανώθηκαν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να καταστρατηγείται η προβλεπόμενη στο άρθρο 21, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2362/98 απαγόρευση της μεταβιβάσεως των δικαιωμάτων που απορρέουν από τα πιστοποιητικά εισαγωγής εκ μέρους ενός νεοεμφανιζόμενου εμπορικού φορέα προς έναν παραδοσιακό εμπορικό φορέα και, κατά τον τρόπο αυτόν, να παρέχεται στη SIMBA η δυνατότητα να τυγχάνει του προτιμησιακού δασμού για την εισαγωγή των μπανανών με τα πιστοποιητικά εισαγωγής «AGRIM» τα οποία έλαβαν οι νεοεμφανιζόμενοι εμπορικοί φορείς που είναι διάδικοι της κύριας δίκης. |
18 |
Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι επίμαχες στην κύρια δίκη πράξεις διενεργούνταν σύμφωνα με το ακόλουθο διάγραμμα:
|
19 |
Κινήθηκε ποινική δίωξη κατά των εκπροσώπων της SIMBA, της Rico Italia και των νεοεμφανιζόμενων εμπορικών φορέων που είναι διάδικοι της κύριας δίκης λόγω λαθρεμπορίας και ψευδών δηλώσεων. Το Ministero dell’economia e delle finanze, η Agenzia delle dogane και η Επιτροπή μετέσχαν στη δίκη αυτή ως πολιτικώς ενάγοντες. |
20 |
Σε πρώτο βαθμό, το Tribunale di Verona (πρωτοδικείο Βερόνα, Ιταλία) έκρινε τον εκπρόσωπο της Rico Italia ένοχο για τα πραγματικά περιστατικά που του προσήφθησαν και, αποφαινόμενο επί των αστικών αξιώσεων, τον υποχρέωσε να αποζημιώσει τους πολιτικώς ενάγοντες για τη ζημία που υπέστησαν και να καταβάλει ποσό έναντι αποζημιώσεως στο Ministero dell’economia e delle finanze και στην Agenzia delle dogane. Το δικαστήριο αυτό απάλλαξε τους άλλους κατηγορουμένους. |
21 |
Το Corte d’Appello di Venezia (Εφετείο Βενετίας, Ιταλία), κρίνοντας ότι τα πραγματικά περιστατικά που προσάπτονται στη Rico Italia είχαν παραγραφεί, έκρινε ότι δεν συνέτρεχε λόγος ποινικής διώξεως, αλλά επιβεβαίωσε την απόφαση του πρώτου βαθμού όσον αφορά τις αστικές αξιώσεις. Το δικαστήριο αυτό επιβεβαίωσε επίσης την απαλλαγή των νεοεμφανιζόμενων εμπορικών φορέων που είναι διάδικοι της κύριας δίκης, την οποία αποφάσισε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με το σκεπτικό ότι οι φορείς αυτοί, αντιθέτως προς τη Rico Italia, ανέπτυσσαν πράγματι δραστηριότητα στον τομέα της εισαγωγής νωπών οπωροκηπευτικών και πληρούσαν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να τους αναγνωρισθεί η ιδιότητα των νεοεμφανιζόμενων εμπορικών φορέων, υπό την έννοια του κανονισμού 2362/98. |
22 |
Το Corte suprema di cassazione (αναιρετικό δικαστήριο), επιληφθέν της αιτήσεως αναιρέσεως των πολιτικώς εναγόντων κατά της αποφάσεως του Corte d’Appello di Venezia, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
|
Επί της αιτήσεως επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας
23 |
Η προφορική διαδικασία περατώθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2015 με την ανάπτυξη των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα. |
24 |
Με έγγραφο της 19ης Μαρτίου 2015, το οποίο περιήλθε στο Δικαστήριο αυθημερόν, ο M. Surian ζήτησε από το Δικαστήριο, αφενός, να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας και, αφετέρου, να απευθύνει στο Corte suprema di cassazione αίτηση παροχής διευκρινίσεων όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, όπως περιγράφονται από το δικαστήριο αυτό στην απόφαση περί παραπομπής. Παρόμοιο αίτημα διατύπωσαν οι σύζυγοι Orsero, καθώς και η E. Palombini, με έγγραφα τα οποία φέρουν ημερομηνία, αντιστοίχως, 20 και 26 Μαρτίου 2015, τα οποία περιήλθαν τις ίδιες αυτές ημερομηνίες στο Δικαστήριο. |
25 |
Προς στήριξη των αιτήσεών τους, οι διάδικοι αυτοί της κύριας δίκης υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, όπως υποστήριξαν επίσης στις γραπτές παρατηρήσεις τους τις οποίες κατέθεσαν στο Δικαστήριο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ορισμένα από τα πραγματικά περιστατικά που εκτέθηκαν στην απόφαση περί παραπομπής δεν αντιστοιχούν στα διαπιστωθέντα στον πρώτο και στον δεύτερο βαθμό. Οι εν λόγω διάδικοι υποστηρίζουν ότι οι προτάσεις τις οποίες ανέπτυξε η γενική εισαγγελέας στηρίζονται, κατά συνέπεια, σε εσφαλμένα πραγματικά περιστατικά, λόγω του ανακριβούς περιεχομένου της αποφάσεως αυτής. |
26 |
Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο μπορεί ανά πάσα στιγμή, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 83 του Κανονισμού Διαδικασίας του, ιδίως αν κρίνει ότι δεν έχει διαφωτιστεί επαρκώς ή, ακόμη, ότι η διαφορά πρέπει να επιλυθεί βάσει επιχειρήματος που δεν έχει συζητηθεί μεταξύ των διαδίκων ή των ενδιαφερομένων στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. |
27 |
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, εκτιμά ότι διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία για να δώσει απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα και ότι τα στοιχεία αυτά συζητήθηκαν μεταξύ των διαδίκων. |
28 |
Ομοίως, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος να απευθύνει αίτηση παροχής διευκρινίσεων στο Corte suprema di cassazione. |
29 |
Συνεπώς, οι αιτήσεις του M. Surian, των συζύγων Orsero, καθώς και της E. Palombini πρέπει να απορριφθούν. |
Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως
30 |
Διαπιστώνεται ότι οι νεοεμφανιζόμενοι εμπορικοί φορείς που είναι διάδικοι της κύριας δίκης αμφισβητούν τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, όπως προκύπτει από τις γραπτές παρατηρήσεις τους που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και της κατ’ αντιμωλία συζητήσεως που διεξήχθη κατά την ενώπιόν του επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Οι αμφισβητήσεις αυτές αφορούν ιδίως τις πραγματικές διαπιστώσεις στις οποίες το αιτούν δικαστήριο στήριξε τα ερωτήματά του, διότι οι διαπιστώσεις αυτές δεν αντιστοιχούν, κατά τους εν λόγω επιχειρηματίες, στα διαπιστωθέντα από τα δικαστήρια της ουσίας πραγματικά περιστατικά. |
31 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, οι νεοεμφανιζόμενοι εισαγωγείς υποστηρίζουν ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη. |
32 |
Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που υποβάλλει το εθνικό δικαστήριο, εντός του κανονιστικού και πραγματικού πλαισίου που προσδιορίζει με δική του ευθύνη, την ακρίβεια του οποίου δεν είναι αρμόδιο να ελέγξει το Δικαστήριο, είναι κατά τεκμήριο λυσιτελή. Η άρνηση του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί αιτήσεως εθνικού δικαστηρίου για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως τότε μόνον είναι δυνατή, όταν προδήλως προκύπτει ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Genil 48 και Comercial Hostelera de Grandes Vinos, C‑604/11, EU:C:2013:344, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
33 |
Πάντως, διαπιστώνεται ότι τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω. |
34 |
Πράγματι, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι η ερμηνεία των διατάξεων του κανονισμού 2362/98 και, ειδικότερα, των άρθρων του 7, 11 και 21, είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, ιδίως προκειμένου να κριθεί αν οι επίμαχες στην κύρια δίκη πράξεις συνιστούν καταχρηστική πρακτική υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης. Προς τούτο, η αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε ενώπιον του Corte suprema di cassazione αφορά την ορθότητα της ερμηνείας των άρθρων αυτών στην οποία προέβη το Corte d’Appello di Venezia. |
35 |
Συναφώς, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιλύσει διαφορά επί πραγματικού ζητήματος. Μια τέτοια διαφορά, όπως και κάθε εκτίμηση σχετική με τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου (απόφαση CEPSA, C‑279/06, EU:C:2008:485, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
36 |
Επομένως, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή. |
Επί του πρώτου ερωτήματος
37 |
Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου την οποία θεσπίζει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο μια χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Douane Advies Bureau Rietveld, C‑541/13, EU:C:2014:2270, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
38 |
Συναφώς, το Δικαστήριο δύναται να προσδιορίσει, με βάση το σύνολο των στοιχείων που του παρέσχε το εθνικό δικαστήριο και ιδίως το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς (βλ., συναφώς, απόφαση eco cosmetics και Raiffeisenbank St. Georgen, EU:C:2014:2144, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
39 |
Εν προκειμένω, μολονότι το υποβληθέν ερώτημα αφορά την ερμηνεία του άρθρου 11 του κανονισμού 2362/98, από το όλο ερώτημα, καθώς και από τα στοιχεία που παρέσχε το εθνικό δικαστήριο στην απόφαση περί παραπομπής, προκύπτει ότι το δικαστήριο αυτό διερωτάται στην πραγματικότητα ως προς την προϋπόθεση του άρθρου 7, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 11 του εν λόγω κανονισμού, κατά την οποία ένας «νεοεμφανιζόμενος» εμπορικός φορέας πρέπει να ασκεί τη δραστηριότητά του εισαγωγής «για λογαριασμό του και αυτόνομα». |
40 |
Πράγματι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, μολονότι δεν αμφισβητείται ότι οι νεοεμφανιζόμενοι εμπορικοί φορείς που είναι διάδικοι της κύριας δίκης πληρούσαν την προϋπόθεση αυτή κατά την καταχώρηση, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν, λόγω της αναμείξεώς τους στις επίμαχες στην κύρια δίκη πράξεις, είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι οι εμπορικοί φορείς αυτοί συνέχισαν τη δραστηριότητά τους εισαγωγής στην αγορά της μπανάνας σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κανονισμού αυτού. |
41 |
Συνεπώς, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά το ζήτημα αν το άρθρο 7, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2362/98, υπό το πρίσμα του άρθρου 11 του κανονισμού αυτού, έχει την έννοια ότι η προϋπόθεση κατά την οποία ένας οικονομικός φορέας πρέπει να ασκεί εμπορική δραστηριότητα ως εισαγωγέας «για λογαριασμό του και αυτόνομα» αφορά αποκλειστικώς και μόνον την καταχώρηση του φορέα αυτού ως «νεοεμφανιζόμενου» οικονομικού φορέα, υπό την έννοια του άρθρου 7, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2362/98, ή αν η προϋπόθεση αυτή επιβάλλεται επίσης προκειμένου ο φορέας αυτός να διατηρήσει την εν λόγω ιδιότητα για την εισαγωγή μπανανών στο πλαίσιο των δασμολογικών ποσοστώσεων που προβλέπει ο κανονισμός 404/93. |
42 |
Επισημαίνεται, εξαρχής, ότι, όσον αφορά την εισαγωγή μπανανών στην Ένωση, ο κανονισμός 404/93 καθιερώνει καθεστώς συναλλαγών με τα τρίτα κράτη, στηριζόμενο ιδίως στις δασμολογικές ποσοστώσεις που προβλέπει το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού αυτού. |
43 |
Η διαχείριση των δασμολογικών ποσοστώσεων διενεργείται, βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, με την εφαρμογή της μεθόδου που καλείται «παραδοσιακοί/νεοαφιχθέντες», στηριζόμενη στη συνεκτίμηση των παραδοσιακών συναλλαγών, μολονότι, όπως επισημαίνεται στη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη του ίδιου αυτού κανονισμού, μια διαθέσιμη ποσότητα κρατείται για τους νέους επιχειρηματίες που ανέλαβαν πρόσφατα εμπορική δραστηριότητα ή πρόκειται να αναλάβουν εμπορική δραστηριότητα στον τομέα αυτόν. |
44 |
Υπό το πρίσμα αυτό, το άρθρο 2 του κανονισμού 2362/98 προβλέπει κατανομή των ποσοτήτων μπανανών που είναι διαθέσιμες στο πλαίσιο των εν λόγω δασμολογικών ποσοστώσεων μεταξύ των παραδοσιακών και των νεοεμφανιζόμενων εμπορικών φορέων. Από την αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι η εν λόγω κατανομή έχει ως σκοπό να παράσχει στους νεοεμφανιζόμενους εμπορικούς φορείς τη δυνατότητα να εισχωρήσουν στο εμπόριο εισαγωγής μπανανών και να ευνοήσει τον υγιή ανταγωνισμό. |
45 |
Ως εκ τούτου, ο κανονισμός 2362/98 εξαρτά τη συμμετοχή των εμπορικών φορέων στις δασμολογικές ποσοστώσεις από ορισμένες ειδικές προϋποθέσεις, προκειμένου να διατηρηθεί η κατά την προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως κατανομή. |
46 |
Μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών περιλαμβάνονται οι εκτιθέμενες στο άρθρο 7 του κανονισμού αυτού, οι οποίες αφορούν την κτήση της ιδιότητας του «νεοεμφανιζόμενου» εμπορικού φορέα. Κατά το άρθρο αυτό, νοείται ως «νεοεμφανιζόμενος» εμπορικός φορέας ο οικονομικός φορέας που είναι εγκατεστημένος στην Ένωση τη στιγμή της καταχωρήσεώς του, ο οποίος, μεταξύ άλλων, άσκησε εμπορική δραστηριότητα ως εισαγωγέας στον τομέα των νωπών οπωροκηπευτικών που υπάγονται στα κεφάλαια 7 και 8 του Κοινού Δασμολογίου, για ίδιο λογαριασμό και αυτόνομα, κατά τη διάρκεια ενός από τα τρία έτη που προηγούνται αμέσως του έτους για το οποίο ζητείται η καταχώρηση. |
47 |
Μολονότι από το περιεχόμενο του εν λόγω άρθρου 7 προκύπτει ότι, προς απόκτηση της ιδιότητας του νεοεμφανιζόμενου εμπορικού φορέα, ένας εισαγωγέας πρέπει να πληροί «τη στιγμή της καταχώρησής του» τις προϋποθέσεις του άρθρου αυτού, από το ίδιο αυτό περιεχόμενο προκύπτει ότι η ιδιότητα αυτή αποκτάται «για την εισαγωγή στο πλαίσιο των δασμολογικών ποσοστώσεων». |
48 |
Ως εκ τούτου, υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκει η κατανομή των δασμολογικών ποσοστώσεων και της διατηρήσεως του υγιούς ανταγωνισμού στην αγορά της εισαγωγής μπανανών, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως, η προϋπόθεση ότι η δραστηριότητα ενός νεοεμφανιζόμενου εμπορικού φορέα πρέπει να ασκείται «για λογαριασμό του και αυτόνομα» δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιορίζεται μόνο στη δραστηριότητα την οποία ο επιχειρηματίας αυτός έχει ασκήσει κατά την περίοδο πριν την καταχώρησή του, αλλά ισχύει και μετά την περίοδο αυτήν. |
49 |
Πράγματι, η κατανομή των δασμολογικών ποσοστώσεων μεταξύ των παραδοσιακών και των νεοεμφανιζόμενων εμπορικών φορέων προϋποθέτει ότι οι πράγματι νεοεμφανιζόμενοι εμπορικοί φορείς δραστηριοποιούνται στην αγορά και, επομένως, αναπτύσσουν πλήρως την οικονομική τους δραστηριότητα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Di Lenardo και Dilexport, C‑37/02 και C‑38/02, EU:C:2004:443, σκέψεις 84 και 87). Συναφώς, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού 2362/98, τα κριτήρια που τίθενται προκειμένου να είναι δυνατή η αποδοχή των νέων εμπορικών φορέων σκοπούν στην αποτροπή της καταχωρήσεως απλώς εικονικών φορέων και, κατά τον τρόπο αυτόν, στην καταπολέμηση των κερδοσκοπικών και τεχνητών πρακτικών. |
50 |
Συνεπώς, η προϋπόθεση περί της αυτονομίας της εμπορικής δραστηριότητας των νεοεμφανιζόμενων εμπορικών φορέων την οποία αφορά το άρθρο 7, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2362/98, σκοπεί στην αποτροπή της μέσω άλλου εμπορικού φορέα ιδιοποιήσεως, εκ μέρους παραδοσιακού εμπορικού φορέα ο οποίος έχει ήδη λάβει μέρος των δασμολογικών ποσοστώσεων, του μέρους των δασμολογικών ποσοστώσεων που επιφυλάσσεται στους νεοεμφανιζόμενους εμπορικούς φορείς. |
51 |
Επομένως, η προϋπόθεση αυτή έχει την έννοια ότι αφορά επίσης τη δραστηριότητα εισαγωγής των μπανανών στην οποία προβαίνουν οι νεοεμφανιζόμενοι εμπορικοί φορείς στο πλαίσιο των δασμολογικών ποσοστώσεων. Εξάλλου, η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται το άρθρο 7, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2362/98. |
52 |
Πράγματι, πρώτον, το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι, για την παράταση της καταχωρήσεώς τους, οι εμπορικοί φορείς πρέπει να προσκομίσουν στις αρμόδιες αρχές απόδειξη ότι εισήγαγαν πράγματι για λογαριασμό τους τουλάχιστον 50 % της ποσότητας που τους παραχωρήθηκε ατομικώς για το τρέχον έτος. Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 64 των προτάσεών της, η προϋπόθεση αυτή επιβάλλει στους εν λόγω εμπορικούς φορείς υποχρέωση ελάχιστης χρησιμοποιήσεως της χορηγούμενης ετησίως ποσότητας προκειμένου να διασφαλισθεί ότι οι επιχειρηματίες αυτοί μετέχουν πράγματι στην αγορά εισαγωγής των μπανανών και κατά τον τρόπο αυτόν την καθιστούν πιο ανταγωνιστική. |
53 |
Δεύτερον, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 2362/98, το κράτη μέλη πρέπει να διαπιστώνουν ότι οι νεοεμφανιζόμενοι εμπορικοί φορείς ασκούν δραστηριότητα εισαγωγής στην Ευρωπαϊκή Ένωση για δικό τους λογαριασμό, ως αυτοτελείς οικονομικές οντότητες, και, σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς την τήρηση της προϋποθέσεως αυτής, ο οικείος οικονομικός φορέας πρέπει, προκειμένου να κριθούν παραδεκτές η αίτησή του καταχωρήσεως και χορηγήσεως ετήσιας ποσοστώσεως και προκειμένου να δικαιολογήσει τη διαχειριστική του αυτονομία, να προσκομίσει στην αρμόδια εθνική αρχή αποδείξεις που αυτή θα θεωρούσε «ικανοποιητικές» (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Di Lenardo και Dilexport, C‑37/02 και C‑38/02, EU:C:2004:443, σκέψη 86). |
54 |
Κατά συνέπεια, κατόπιν όλων των ανωτέρω, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2362/98, υπό το πρίσμα του άρθρου 11 του κανονισμού αυτού, έχει την έννοια ότι η προϋπόθεση κατά την οποία ένας οικονομικός φορέας πρέπει να ασκεί εμπορική δραστηριότητα ως εισαγωγέας «για λογαριασμό του και αυτόνομα» επιβάλλεται όχι μόνον για την καταχώρηση του φορέα αυτού ως «νεοεμφανιζόμενου» οικονομικού φορέα, υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, αλλά και προκειμένου ο φορέας αυτός να διατηρήσει την εν λόγω ιδιότητα για την εισαγωγή μπανανών στο πλαίσιο των δασμολογικών ποσοστώσεων που προβλέπει ο κανονισμός 404/93. |
Επί του δευτέρου ερωτήματος και επί του πρώτου μέρους του τρίτου ερωτήματος
55 |
Με το δεύτερο ερώτημα και το πρώτο μέρος του τρίτου ερωτήματος, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 2362/98 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει πράξεις, όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, με τις οποίες νεοεμφανιζόμενος εμπορικός φορέας αγοράζει, μέσω άλλου εμπορικού φορέως καταχωρηθέντος ως νεοεμφανιζόμενου, εμπόρευμα από παραδοσιακό εμπορικό φορέα πριν την εισαγωγή του στην Ένωση και στη συνέχεια το μεταπωλεί στον εν λόγω παραδοσιακό εμπορικό φορέα, μέσω του ίδιου ενδιαμέσου, αφού το έχει εισαγάγει στην Ένωση. |
56 |
Κατά το άρθρο 21, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2362/98, δεν επιτρέπεται η μεταβίβαση των πιστοποιητικών εισαγωγής που χορηγούνται σύμφωνα με τον κανονισμό αυτόν, όταν διενεργείται εκ μέρους ενός νεοεμφανιζόμενου εμπορικού φορέα προς έναν παραδοσιακό εμπορικό φορέα. |
57 |
Στο πλαίσιο των επιμάχων στην κύρια δίκη πράξεων, δεν αμφισβητείται ότι, δεδομένου ότι δεν μεταβιβάστηκαν πιστοποιητικά «AGRIM» ή δικαιώματα προερχόμενα από τέτοια πιστοποιητικά εκ μέρους των νεοεμφανιζόμενων εμπορικών φορέων που είναι διάδικοι της κύριας δίκης προς τον παραδοσιακό εισαγωγέα SIMBA, το άρθρο 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 2362/98 κατ’ αρχήν δεν έχει εφαρμογή. |
58 |
Εντούτοις, όσον αφορά πράξεις εισαγωγής στην Ένωση κατ’ ουσίαν παρόμοιες προς τις επίμαχες στην κύρια δίκη, το Δικαστήριο έκρινε στην απόφασή του SICES κ.λπ. (C‑155/13, EU:C:2014:145, σκέψη 40) ότι, μολονότι το άρθρο 6, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 341/2007 της Επιτροπής, της 29ης Μαρτίου 2007, σχετικά με το άνοιγμα και τον τρόπο διαχείρισης δασμολογικών ποσοστώσεων καθώς και την καθιέρωση καθεστώτος πιστοποιητικών εισαγωγής και πιστοποιητικών καταγωγής για τα σκόρδα και ορισμένα άλλα γεωργικά προϊόντα που εισάγονται από τρίτες χώρες (ΕΕ L 90, σ. 12), το οποίο προβλέπει απαγόρευση μεταβιβάσεως των δικαιωμάτων που προέρχονται από πιστοποιητικά εισαγωγής δεν αντιτίθεται, κατ’ αρχήν, σε τέτοιες πράξεις, πάντως οι πράξεις αυτές στοιχειοθετούν κατάχρηση δικαιώματος οσάκις διενεργούνται τεχνητώς με κύριο σκοπό την ωφέλεια από τον προτιμησιακό δασμό. |
59 |
Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 95 των προτάσεών της, η λύση που προκύπτει από την απόφαση SICES κ.λπ. (C‑155/13, EU:C:2014:145) μπορεί να εφαρμοσθεί κατ’ αναλογία στην υπόθεση της κύριας δίκης. |
60 |
Συναφώς, διευκρινίζεται ότι, μολονότι το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί προδικαστικής παραπομπής, μπορεί, ενδεχομένως, να παράσχει διευκρινίσεις προκειμένου να καθοδηγήσει το εθνικό δικαστήριο στην ερμηνεία του, εναπόκειται, πάντως, στο εν λόγω δικαστήριο να ελέγξει αν συντρέχουν, στη διαφορά της κύριας δίκης, οι περιστάσεις οι οποίες στοιχειοθετούν καταχρηστική πρακτική. Στο πλαίσιο αυτό, για τον έλεγχο της υπάρξεως καταχρηστικής πρακτικής το αιτούν δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη όλα τα πραγματικά περιστατικά και τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, συμπεριλαμβανομένων των προηγούμενων και των επόμενων της επίμαχης εισαγωγής εμπορικών πράξεων (απόφαση SICES κ.λπ., C‑155/13, EU:C:2014:145, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
61 |
Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη καταχρηστικής πρακτικής, απαιτείται αφενός μεν η συνδρομή ενός συνόλου αντικειμενικών περιστάσεων από τις οποίες να προκύπτει ότι, παρά την τυπική τήρηση των προϋποθέσεων που προβλέπει η νομοθεσία της Ένωσης, δεν επιτεύχθηκε ο επιδιωκόμενος με τη νομοθεσία αυτή σκοπός, αφετέρου δε η ύπαρξη ενός υποκειμενικού στοιχείου, το οποίο συνίσταται στη βούληση του ενδιαφερομένου να αποκομίσει όφελος από τη νομοθεσία της Ένωσης δημιουργώντας τεχνητώς τις απαιτούμενες προϋποθέσεις προκειμένου να αντλήσει το όφελος αυτό (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Eichsfelder Schlachtbetrieb, C‑515/03, EU:C:2005:491, σκέψη 39, καθώς και, υπό την έννοια αυτή, SICES κ.λπ., C‑155/13, EU:C:2014:145, σκέψεις 31 έως 33). |
62 |
Όσον αφορά, πρώτον, τον σκοπό που επιδιώκει ο κανονισμός 2362/98, όπως υπομνήσθηκε ιδίως στη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως, ο κανονισμός αυτός σκοπεί, μέσω της κατανομής των δασμολογικών ποσοστώσεων, να παράσχει στους πράγματι νεοεμφανιζόμενους εμπορικούς φορείς τη δυνατότητα να αναπτύξουν τη δραστηριότητά τους στη αγορά εισαγωγής μπανανών προκειμένου να ευνοήσει τον υγιή ανταγωνισμό στην αγορά αυτή. Προς τούτο, από την αιτιολογική σκέψη 14 του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι η απαγόρευση της μεταβιβάσεως των δικαιωμάτων εκ μέρους νεοεμφανιζόμενων εμπορικών φορέων προς παραδοσιακούς εμπορικούς φορείς, την οποία προβλέπει το άρθρο 21, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του ίδιου αυτού κανονισμού, σκοπεί στην αποφυγή της δημιουργίας τεχνητών ή κερδοσκοπικών σχέσεων μεταξύ των εμπορικών φορέων ή τις διαταραχές των συνήθων εμπορικών σχέσεων στην αγορά εισαγωγής μπανανών. |
63 |
Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει η κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί αν οι διαδοχικές πράξεις αγοράς, εισαγωγής και μεταπωλήσεως μπανανών, όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, ενώ είναι νομικώς έγκυρες όταν εξετάζονται μεμονωμένα, ισοδυναμούσαν εν τοις πράγμασι προς απαγορευόμενη μεταβίβαση πιστοποιητικών εισαγωγής ή δικαιωμάτων που απορρέουν από τέτοια πιστοποιητικά εκ μέρους νεοεμφανιζόμενου εμπορικού φορέα προς παραδοσιακό εμπορικό φορέα και επιτρέπουν στον παραδοσιακό φορέα αυτό να επεκτείνει την επιρροή του πέραν του μεριδίου των ποσοστώσεων που του παραχωρήθηκε για να εισάγει στην Ένωση μπανάνες με προτιμησιακό δασμό. |
64 |
Δεύτερον, όσον αφορά το κίνητρο των πράξεων αυτών, πρέπει επίσης να διαπιστώνεται, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη καταχρηστικής πρακτικής, ότι ο ουσιώδης σκοπός των εν λόγω πράξεων είναι να παρασχεθεί στον οικείο παραδοσιακό εισαγωγέα η δυνατότητα να εμπορεύεται τις δικές του μπανάνες με τον προτιμησιακό δασμό στο πλαίσιο του μεριδίου των δασμολογικών ποσοστώσεων που προορίζεται για τους νεοεμφανιζόμενους εμπορικούς φορείς. |
65 |
Συναφώς, όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο στην απόφαση SICES κ.λπ. (C‑155/13, EU:C:2014:145, σκέψεις 37 έως 39), προκειμένου να θεωρηθεί ότι πράξεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη είχαν ως κύριο σκοπό να απονείμουν στον εντός της Ένωσης αγοραστή αδικαιολόγητο πλεονέκτημα, επιβάλλεται οι εισαγωγείς να είχαν την πρόθεση να απονείμουν τέτοιο πλεονέκτημα στον εν λόγω αγοραστή και οι πράξεις να στερούνται κάθε οικονομικής και εμπορικής δικαιολογήσεως για τους εισαγωγείς αυτούς, γεγονός που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. Ακόμη και αν οι οικείες πράξεις εκκινούν από τη βούληση του αγοραστή να τύχει του προτιμησιακού δασμού και οι οικείοι εισαγωγείς έχουν επίγνωση αυτού, εντούτοις οι πράξεις αυτές δεν μπορεί a priori να θεωρηθεί ότι στερούνται οικονομικής και εμπορικής δικαιολογήσεως από πλευράς των εισαγωγέων. Δεν μπορεί πάντως να αποκλεισθεί ότι, υπό ορισμένες περιστάσεις, τέτοιες πράξεις πραγματοποιούνται τεχνητώς με κύριο σκοπό την ωφέλεια από τον προτιμησιακό δασμό. |
66 |
Όσον αφορά τις επίμαχες στην κύρια δίκη πράξεις, ο τεχνητός χαρακτήρας των πράξεων αυτών θα μπορούσε ιδίως να εκτιμηθεί με γνώμονα την ύπαρξη ενδείξεων από τις οποίες να προκύπτει ότι οι νεοεμφανιζόμενοι εμπορικοί φορείς που είναι διάδικοι της κύριας δίκης στην πραγματικότητα αποτελούσαν, στο πλαίσιο των εν λόγω πράξεων, απλώς και μόνον, εικονικούς φορείς ενεργούντες προς όφελος της SIMBA. Υπό το πρίσμα των στοιχείων που δόθηκαν με την απάντηση στο πρώτο ερώτημα, η εκτίμηση ισοδυναμεί εξάλλου με τον έλεγχο του αν οι εμπορικοί φορείς αυτοί ζήτησαν να καταχωρηθούν ως νεοεμφανιζόμενοι εμπορικοί φορείς προκειμένου να λάβουν πιστοποιητικά «AGRIM», με μόνο σκοπό να εισάγουν μπανάνες στην Ένωση με προτιμησιακό δασμό, για λογαριασμό του παραδοσιακού εμπορικού φορέα SIMBA. |
67 |
Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη το σύνολο των νομικών, οικονομικών και/ή προσωπικών δεσμών μεταξύ των οικείων εμπορικών φορέων που μετέχουν στις πράξεις αυτές (απόφαση Part Service, C‑425/06, EU:C:2008:108, σκέψη 62) και, στηριζόμενο στις ενδείξεις που εκτίθενται στη σκέψη 39 της αποφάσεως SICES κ.λπ. (C‑155/13, EU:C:2014:145), να λάβει υπόψη μεταξύ άλλων το ότι ο νεοεμφανιζόμενος εμπορικός φορέας, κάτοχος πιστοποιητικών «AGRIM», δεν έχει αναλάβει κανένα εμπορικό κίνδυνο στο πλαίσιο των επιμάχων στην κύρια δίκη πράξεων, δεδομένου ότι ο κίνδυνος καλυπτόταν στην πραγματικότητα από τον αγοραστή εντός της Ένωσης, ο οποίος είναι επίσης παραδοσιακός εμπορικός φορέας, ή το ότι, λόγω των τιμών πωλήσεως και μεταπωλήσεως του οικείου εμπορεύματος, το περιθώριο κέρδους των νεοεμφανιζόμενων εμπορικών φορέων αποδείχθηκε ασήμαντο. |
68 |
Αντιθέτως, όπως υποστήριξαν στις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου οι νεοεμφανιζόμενοι εμπορικοί φορείς οι οποίοι είναι διάδικοι της κύριας δίκης, πρέπει να διευκρινισθεί ότι, λόγω της ιδιαιτερότητας της αγοράς εισαγωγής μπανανών, το αν οι εμπορικοί φορείς αυτοί είχαν στη διάθεσή τους δικές τους υποδομές που τους παρείχαν τη δυνατότητα να αποθηκεύουν και να μεταφέρουν τις εισαγόμενες μπανάνες δεν είναι καθοριστικό για την απόδειξη του τεχνητού χαρακτήρα των επιμάχων στην κύρια δίκη πράξεων. Πράγματι, η επιβολή στους νεοεμφανιζόμενους εμπορικούς φορείς της απαιτήσεως να έχουν στη διάθεσή τους τέτοιες υποδομές θα αντέβαινε στον σκοπό του κανονισμού 2362/98, ο οποίος συνίσταται στην παροχή στους νεοεμφανιζόμενους εμπορικούς φορείς της δυνατότητας να εισχωρήσουν στην αγορά εισαγωγής μπανανών. |
69 |
Επιπλέον, όπως υποστηρίζει στις παρατηρήσεις της η Επιτροπή, ο τεχνητός χαρακτήρας των επιμάχων στην κύρια δίκη πράξεων θα μπορούσε επίσης να συναχθεί από τη συστηματική συμμετοχή, στις πράξεις αυτές, μιας ενδιάμεσης εταιρίας, εν προκειμένω της Rico Italia, καταχωρηθείσας ως νεοεμφανιζόμενου εμπορικού φορέα, αν προκύπτει ότι η εν λόγω συμμετοχή είχε ως μοναδικό σκοπό την απόκρυψη των δεσμών μεταξύ ενός παραδοσιακού εμπορικού φορέα, όπως η SIMBA, και των νεοεμφανιζόμενων εμπορικών φορέων, όπως αυτοί που είναι διάδικοι της κύριας δίκης, προκειμένου να αποφευχθεί η εφαρμογή του άρθρου 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 2362/98. |
70 |
Συνεπώς, στο δεύτερο ερώτημα και στο πρώτο μέρος του τρίτου ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 2362/98 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει πράξεις, όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, με τις οποίες νεοεμφανιζόμενος εμπορικός φορέας αγοράζει, μέσω άλλου εμπορικού φορέως καταχωρηθέντος ως νεοεμφανιζόμενου, εμπόρευμα από παραδοσιακό εμπορικό φορέα πριν την εισαγωγή του στην Ένωση και στη συνέχεια το μεταπωλεί στον εν λόγω παραδοσιακό εμπορικό φορέα, μέσω του ίδιου ενδιαμέσου, αφού το έχει εισαγάγει στην Ένωση, όταν οι πράξεις αυτές συνιστούν καταχρηστική πρακτική, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει. |
Επί του δευτέρου μέρους του τρίτου ερωτήματος
71 |
Με το δεύτερο μέρος του τρίτου ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν από τη διαπίστωση καταχρηστικής πρακτικής, σε περίπτωση που η ύπαρξη τέτοιας πρακτικής διαπιστωθεί στην υπόθεση της κύριας δίκης. |
72 |
Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2988/95, ορίζει ότι «οι πράξεις οι οποίες αποδεδειγμένως αποσκοπούν στην εξασφάλιση οφέλους αντίθετου προς τους στόχους των εκάστοτε εφαρμοστέων διατάξεων του […] δικαίου [της Ένωσης], με την τεχνητή δημιουργία των προϋποθέσεων κτήσης αυτού του οφέλους, έχουν ως συνέπεια, ανάλογα με την περίπτωση, είτε τη μη εξασφάλιση είτε την αφαίρεση του οφέλους». |
73 |
Η υποχρέωση επιστροφής του οφέλους που αποκτήθηκε αδικαιολογήτως μέσω παράνομης πρακτικής δεν συνιστά κύρωση, αλλά απλώς τη συνέπεια της διαπιστώσεως ότι οι αναγκαίες προϋποθέσεις για τη λήψη του οφέλους το οποίο απορρέει από τη ρύθμιση της Ένωσης δημιουργήθηκαν τεχνητά, οπότε το όφελος αποκτήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία και δικαιολογείται, επομένως, η υποχρέωση αποδόσεώς του (βλ. απόφαση Pometon, C‑158/08, EU:C:2009:349, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
74 |
Εντεύθεν συνάγεται ότι οι πράξεις που αποτελούν μέρος καταχρηστικής πρακτικής πρέπει να προσδιορισθούν εκ νέου από το αιτούν δικαστήριο προκειμένου να αποκατασταθούν τα πράγματα στην κατάσταση που θα υφίστατο αν δεν είχαν τελεσθεί οι πράξεις που συνιστούν την εν λόγω καταχρηστική πρακτική (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Halifax κ.λπ., C‑255/02, EU:C:2006:121, σκέψη 94). |
75 |
Επομένως, ο εισαγωγέας ο οποίος δημιουργεί τεχνητά τις προϋποθέσεις που του επιτρέπουν να τύχει αδικαιολογήτως του προτιμησιακού δασμού για την εισαγωγή μπανανών υποχρεούται, πέραν των διοικητικών ή ποινικών κυρώσεων που ενδεχομένως προβλέπει η εθνική νομοθεσία, να καταβάλει τους δασμούς επί των οικείων προϊόντων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Χριστοδούλου κ.λπ., C‑116/12, EU:C:2013:825, σκέψη 68). |
76 |
Συνεπώς, στο δεύτερο μέρος του τρίτου ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2988/95 έχει την έννοια ότι η διαπίστωση καταχρηστικής πρακτικής υπό συνθήκες όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη συνεπάγεται ότι ο εισαγωγέας ο οποίος δημιουργεί τεχνητά τις προϋποθέσεις που του επιτρέπουν να τύχει αδικαιολογήτως του προτιμησιακού δασμού για την εισαγωγή μπανανών υποχρεούται, πέραν των διοικητικών, αστικών ή ποινικών κυρώσεων που ενδεχομένως προβλέπει η εθνική νομοθεσία, να καταβάλει τους δασμούς επί των οικείων προϊόντων. |
Επί των δικαστικών εξόδων
77 |
Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται. |
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται: |
|
|
|
(υπογραφές) |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.