ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 21ης Μαΐου 2015 (1)

Υπόθεση C‑189/14

Bogdan Chain

κατά

Atlanco Ltd

[αίτηση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Κύπρος)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή — Κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων — Εφαρμοστέα νομοθεσία — Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 — Εργαζόμενος που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών»





1.        Ποιά είναι η εφαρμοστέα νομοθεσία στο πεδίο της κοινωνικής ασφαλίσεως σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, στην οποία ένα πρόσωπο, κάτοικος Πολωνίας, πραγματοποιεί για λογαριασμό πρακτορείου προσωρινής απασχολήσεως με έδρα την Κύπρο διαδοχικές αποστολές βραχείας διάρκειας σε δύο κράτη, όταν ούτε το δεύτερο κράτος απασχολήσεως ούτε η διάρκεια των διαφόρων αποστολών είχαν προσδιορισθεί στη σύμβαση εργασίας και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως για έκδοση του εντύπου Α1 (2); Αυτό είναι, κατ’ ουσίαν, το ερώτημα που υποβάλλει το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (πρωτοδικείο Λευκωσίας, Κύπρος) στο Δικαστήριο.

2.        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Β. Chain, ενός εκ των εργαζομένων της Atlanco Ltd (στο εξής: Atlanco), και της τελευταίας, σχετικά με τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας για τον Β. Chain, κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (3), και του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού 883/2004 (4), για την καταβολή των κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών που τον αφορούν.

3.        Εν προκειμένω, δύο θέσεις μπορούν να υποστηριχθούν. Η πρώτη είναι υπέρ της εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού, που θεμελιώνει την αρχή εφαρμογής του δικαίου του τόπου εκτελέσεως της εργασίας (lex loci laboris), ενώ η δεύτερη προκρίνει την εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού αυτού, που θέτει τον ειδικό κανόνα εφαρμογής του δικαίου του τόπου της έδρας της εταιρίας.

4.        Με τις παρούσες προτάσεις θα εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού έχει την έννοια ότι ρυθμίζει περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης όταν ούτε τα κράτη απασχολήσεως ούτε η διάρκεια απασχολήσεως στα κράτη αυτά είχαν προσδιορισθεί στη σύμβαση εργασίας και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως για έκδοση του εντύπου A1.

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Α       Ο βασικός κανονισμός

5.        Στον τίτλο II του βασικού κανονισμού, ο οποίος επιγράφεται «Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας», το άρθρο 11, που επιγράφεται «[γ]ενικοί κανόνες», προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός υπάγονται στη νομοθεσία ενός και μόνον κράτους μέλους [(5)]. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο.

[...]

3.      Με την επιφύλαξη των άρθρων 12 έως 16:

α)      το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος, υπάγεται στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους·

[...]».

6.        Το άρθρο 13 του βασικού κανονισμού, που επιγράφεται «Άσκηση δραστηριοτήτων σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη», προβλέπει στην παράγραφο 1:

«Το πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη υπάγεται:

α)      στη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας, εάν ασκεί ουσιώδες μέρος της δραστηριότητάς του σε αυτό ή εάν απασχολείται από διάφορες επιχειρήσεις ή από διάφορους εργοδότες που έχουν την έδρα ή τον τόπο δραστηριοτήτων τους σε διαφορετικά κράτη μέλη, ή

β)      στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο έχουν την έδρα ή τον τόπο δραστηριοτήτων τους η επιχείρηση ή ο εργοδότης που το απασχολούν, εάν το πρόσωπο αυτό δεν ασκεί ουσιώδες μέρος των δραστηριοτήτων του στο κράτος μέλος κατοικίας».

 Β       Ο εκτελεστικός κανονισμός

7.        Το άρθρο 14 του εκτελεστικού κανονισμού περιέχει διευκρινίσεις, μεταξύ άλλων, σχετικά με το άρθρο 13 του βασικού κανονισμού. Το άρθρο αυτό έχει ως εξής:

«[...]

5.      Για την εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, ως πρόσωπο που “ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη” νοείται ιδίως το πρόσωπο το οποίο:

α)      ενώ διατηρεί μια δραστηριότητα σε ένα κράτος μέλος, ασκεί ταυτόχρονα χωριστή δραστηριότητα στην επικράτεια ενός ή περισσότερων άλλων κρατών μελών, ανεξάρτητα από τη διάρκεια ή τη φύση αυτή της χωριστής δραστηριότητας·

β)      ασκεί συνεχώς εναλλασσόμενες δραστηριότητες, με εξαίρεση τις περιθωριακές δραστηριότητες, σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ανεξάρτητα από τη συχνότητα ή την τακτικότητα της εναλλαγής.

[...]

8.      Για την εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφοι 1 και 2 του βασικού κανονισμού, ως “ουσιώδες μέρος μιας μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας” που ασκείται σε κράτος μέλος, νοείται ότι ασκείται εκεί ένα ποσοτικά σημαντικό μέρος του συνόλου των δραστηριοτήτων του μισθωτού ή μη μισθωτού, χωρίς να πρόκειται απαραιτήτως για το μείζον μέρος αυτών των δραστηριοτήτων.

[...]

10.      Για τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας δυνάμει [της παραγράφου 8], οι ενδιαφερόμενοι φορείς λαμβάνουν υπόψη την εικαζόμενη μελλοντική κατάσταση κατά τους επόμενους δώδεκα ημερολογιακούς μήνες.

[...]»

8.        Κατά το άρθρο 16 του εκτελεστικού κανονισμού, που επιγράφεται «Διαδικασία για την εφαρμογή του άρθρου 13 του βασικού κανονισμού»:

«1.      Το πρόσωπο που ασκεί δραστηριότητες σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ενημερώνει σχετικά το φορέα που έχει ορίσει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο κατοικεί.

2.      Ο οριζόμενος φορέας του κράτους μέλους κατοικίας, προσδιορίζει αμελλητί τη νομοθεσία που εφαρμόζεται στον ενδιαφερόμενο, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 13 του βασικού κανονισμού και του άρθρου 14 του εκτελεστικού κανονισμού. Ο αρχικός προσδιορισμός αυτός είναι προσωρινός. Ο φορέας ενημερώνει για τον προσωρινό προσδιορισμό τους φορείς που έχουν ορισθεί από κάθε κράτος μέλος στο οποίο ασκείται μια δραστηριότητα.

3.      Ο προσωρινός προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2, καθίσταται οριστικός εντός δύο μηνών από τη στιγμή κατά την οποία ενημερώθηκαν για τον προσωρινό προσδιορισμό οι φορείς που έχει ορίσει η αρμόδια αρχή των σχετικών κρατών μελών, σύμφωνα με την παράγραφο 2, εκτός αν η νομοθεσία έχει ήδη προσδιορισθεί οριστικά […], ή τουλάχιστον ένας από τους σχετικούς φορείς ενημερώσει, έως το τέλος της δίμηνης προθεσμίας, το φορέα που έχει ορίσει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους κατοικίας ότι δεν μπορεί ακόμα να δεχθεί τον προσδιορισμό ή ότι έχει διαφορετική άποψη εν προκειμένω.

[...]

5      Ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου κηρύσσεται εφαρμοστέα, είτε προσωρινά είτε οριστικά, ενημερώνει αμελλητί τον ενδιαφερόμενο.

[...]»

II – Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9.        Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο B. Chain, Πολωνός υπήκοος κάτοικος Πολωνίας, απασχολήθηκε ως ξυλουργός από την Atlanco, πρακτορείο προσωρινής απασχολήσεως εγγεγραμμένο στην Κύπρο όπου διατηρεί γραφείο και διαχειρίζεται τις υποθέσεις των πελατών της.

10.      Βάσει των όρων δύο συμβάσεων εργασίας που συνήφθησαν μεταξύ του B. Chain και της Atlanco, που κάλυπταν αντιστοίχως τη χρονική περίοδο από 10 Μαΐου 2010 έως 4 Μαρτίου 2011 και τη χρονική περίοδο από 26 Νοεμβρίου 2011 έως 30 Μαρτίου 2012, ο πρώτος ήταν υποχρεωμένος να εκτελεί εργασίες στις εγκαταστάσεις των πελατών της δεύτερης σε διαφορετικά κράτη. Ωστόσο, λόγω της προσωρινής φύσεως της εργασίας, οι συμβάσεις αυτές δεν προέβλεπαν ούτε τα κράτη απασχολήσεως ούτε τη διάρκεια των διαδοχικών αποστολών κατά την έναρξη της σχέσεως εργασίας.

11.      Στο πλαίσιο των δύο αυτών συμβάσεων εργασίας, ο B. Chain πραγματοποίησε διαδοχικές αποστολές σε διάφορα κράτη μέλη και κράτη του ΕΟΧ.

12.      Ειδικότερα, κατ’ εφαρμογήν της πρώτης συμβάσεως εργασίας, που υπεγράφη στις 15 Απριλίου 2010, ο B. Chain εργάστηκε διαδοχικά στη Γαλλία (από 10 Μαΐου 2010 έως 23 Ιουλίου 2010), στη Νορβηγία (από 16 Αυγούστου 2010 έως 20 Νοεμβρίου 2010) και στο Βέλγιο (από 2 Φεβρουαρίου 2011 έως 4 Μαρτίου 2011).

13.      Ακολούθως, ο B. Chain εργάστηκε στη Ρουμανία (από 26 Νοεμβρίου 2011 έως 2 Ιανουαρίου 2012) και στη συνέχεια στη Νορβηγία (από 3 Ιανουαρίου 2012 έως 30 Μαρτίου 2012), στο πλαίσιο δεύτερης συμβάσεως εργασίας της 26ης Νοεμβρίου 2011 (6).

14.      Τόσο ο B. Chain όσο και η Atlanco έχουν εγγραφεί στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων στη Λευκωσία (Κύπρος), υπό την ιδιότητα του ασφαλισμένου και του εργοδότη, αντιστοίχως.

15.      Για τις περιόδους απασχολήσεως που συμπληρώθηκαν βάσει της πρώτης συμβάσεως εργασίας, ο αρμόδιος για την κοινωνική ασφάλιση κυπριακός φορέας χορήγησε στον B. Chain έντυπο E101, το οποίο αντιστοιχεί στο πρώην έντυπο Α1. Το έγγραφο αυτό βεβαίωνε ότι, γα το σύνολο των περιόδων αυτών, ο B. Chain υπαγόταν στην κυπριακή νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως (7).

16.      Αντιθέτως, μολονότι, με έγγραφο της 5ης Μαρτίου 2012, ο αρμόδιος για την κοινωνική ασφάλιση πολωνικός φορέας διευκρίνισε ότι η κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία που εφαρμόζεται στον Β. Chain, βάσει των περιόδων απασχολήσεως που συμπληρώθηκαν στη Ρουμανία και στη Νορβηγία σε εκτέλεση της δεύτερης συμβάσεως εργασίας, είναι η κυπριακή, εντούτοις ο αρμόδιος κυπριακός φορέας δεν χορήγησε το έντυπο Α1 στον B. Chain (8).

17.      Ο B. Chain κατέθεσε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου προκειμένου να διαταχθεί η Atlanco να καταβάλει τις κοινωνικοασφαλιστικές εισφορές που της αναλογούν για την περίοδο απασχολήσεως από τις 26 Νοεμβρίου 2011 έως τις 2 Ιανουαρίου 2012, απασχόληση την οποία ο προσφεύγων πραγματοποίησε δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού, βάσει του οποίου καθίσταται εφαρμοστέα η νομοθεσία του κράτους μέλους απασχολήσεως.

18.      Η Atlanco υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι ο επί της αρχής κανόνας που διατυπώνεται στη διάταξη αυτή γνωρίζει εξαιρέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού. Η Atlanco εκτιμά ότι ορθώς κατέβαλε, κατ’ εφαρμογήν της τελευταίας αυτής διατάξεως, τις κοινωνικοασφαλιστικές εισφορές που αφορούν την επίδικη περίοδο.

19.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Μήπως το γεγονός ότι το πεδίο εφαρμογής των άρθρων 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του [βασικού] κανονισμού και 14, παράγραφος 5, στοιχείο β΄, του εκτελεστικού κανονισμού […] καλύπτει “το πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη”, ερμηνεύεται ως να καλύπτει και την περίπτωση όπου ένα πρόσωπο που απασχολείται δυνάμει μιας συμβάσεως εργασίας σε έναν μόνο εργοδότη που είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος […] για να εργάζεται σε δύο άλλα κράτη μέλη (9) […], ακόμα και όταν:

α)      το δεύτερο κράτος μέλος στο οποίο το άτομο θα απασχολείται δεν έχει ακόμα προσδιοριστεί ούτε θα μπορούσε να προβλεφθεί κατά τη στιγμή της αιτήσεως για έκδοση του Α1, λόγω της ειδικής φύσεως της εργασίας, δηλαδή την προσωρινή απασχόληση των εργαζομένων για σύντομες χρονικές περιόδους σε διάφορα κράτη μέλη […]

ή

β)      η διάρκεια της απασχολήσεως στο πρώτο και/ή στο δεύτερο κράτος μέλος δεν μπορεί ακόμα να καθοριστεί ή δεν είναι προβλέψιμη, λόγω της ειδικής φύσεως της εργασίας, δηλαδή την προσωρινή απασχόληση των εργαζομένων για σύντομες χρονικές περιόδους σε διάφορα κράτη μέλη [...];

2)      Αν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα […] είναι θετική, μπορεί το άρθρο 14, παράγραφος 5, στοιχείο β΄, του εκτελεστικού κανονισμού […] να ερμηνευτεί με τρόπο που για σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του [βασικού] κανονισμού η έννοια “του προσώπου που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη” να αναφέρεται και στην περίπτωση όπου προκύπτουν περίοδοι αδράνειας μεταξύ των δύο ανειλημμένων εργασιών σε διαφορετικά κράτη μέλη, κατά τη διάρκεια των οποίων ο εργαζόμενος εξακολουθεί να καλύπτεται από την ίδια σύμβαση εργασίας;

3)      Αν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα […] είναι θετική, μήπως το γεγονός ότι το αρμόδιο κράτος μέλος δεν εκδίδει το έντυπο Α1 αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του [βασικού] κανονισμού;

4)      Μήπως τα άρθρα 16, παράγραφος 5, και/ή 20, παράγραφος 1, ή οποιοδήποτε άλλο άρθρο του εκτελεστικού κανονισμού […] επιβάλλουν την υποχρέωση στο κράτος μέλος, βάσει προκαταρκτικής αποφάσεως σε σχέση με το εφαρμοστέο δίκαιο από το κράτος μέλος διαμονής, να εκδώσει το έντυπο Α1 με δική του πρωτοβουλία χωρίς την ανάγκη υποβολής πρόσθετης αιτήσεως στο αρμόδιο κράτος μέλος από τον ενδιαφερόμενο εργοδότη;»

III – Ανάλυση

 Α       Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

20.      Προτού αρχίσω την ανάλυσή μου, επιβάλλονται τρεις προκαταρκτικές παρατηρήσεις.

21.      Πρώτον, διαπιστώνω ότι μόνον το πρώτο ερώτημα εγείρει πολύπλοκα νομικά ζητήματα που απαιτούν ενδελεχή εξέταση. Πράγματι, τόσο από τη νομολογία όσο και από τους εφαρμοστέους κανονισμούς εν προκειμένω μπορούν να προκύψουν απαντήσεις στα λοιπά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου.

22.       Η ανάλυση θα περιοριστεί, επομένως, στο πρώτο ερώτημα σχετικά με τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας σε καταστάσεις και υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης.

23.      Ειδικότερα, θα εξεταστεί κατά πόσον η υπό κρίση περίπτωση καλύπτεται από το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού, που καθιερώνει την αρχή της lex loci laboris, ή από το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού αυτού, ως ειδικό κανόνα που καθιστά εφαρμοστέα τη νομοθεσία του τόπου της έδρας της εταιρίας.

24.      Εξάλλου, σημειώνω, ευθύς εξαρχής, ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι, κατά την επίδικη περίοδο, ο Β. Chain δεν άσκησε μισθωτή δραστηριότητα στο κράτος μέλος κατοικίας του και, επίσης, ότι δεν απασχολείται σε περισσότερες επιχειρήσεις με έδρα σε διαφορετικά κράτη μέλη. Επομένως, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού δεν πληρούνται εν προκειμένω.

25.      Δεύτερον, παρατηρώ ότι το γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού, σε σχέση με την αρχική του εκδοχή, δεν υπέστη σημαντικές μεταβολές, μολονότι το οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιό του εξελίχθηκε σημαντικά.

26.      Συναφώς, διαπιστώνω, κατ’ αρχάς, ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού προέρχεται από τον κανονισμό 24/64/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 1964, περί τροποποιήσεως του άρθρου 13 του κανονισμού 3 και του άρθρου 11 του κανονισμού 4 (νομοθεσία που εφαρμόζεται στους αποσπασμένους εργαζομένους και στους εργαζομένους που ασκούν κανονικά δραστηριότητα σε περισσότερες χώρες) (10).

27.      Πράγματι, το άρθρο 1 του κανονισμού 24/64 τροποποιεί το άρθρο 13 του κανονισμού 3 για την κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων (11), το οποίο προβλέπει εξαιρέσεις από τον κανόνα αρχής της lex loci laboris, προσθέτοντας ένα νέο στοιχείο γ΄ στο εν λόγω άρθρο 13.

28.      Αυτό το νέο στοιχείο γ΄ είχε ως εξής:

«Οι μισθωτοί ή οι εξομοιούμενοι προς μισθωτούς εργαζόμενοι, που δεν εμπίπτουν [στο στοιχείο] β΄ [σχετικά με το προσωπικό που ταξιδεύει διά ξηράς, θαλάσσης ή αέρος], που ασκούν κανονικά τη δραστηριότητά τους στο έδαφος περισσότερων κρατών μελών, υπάγονται στη νομοθεσία του κράτους στο έδαφος του οποίου έχουν την κατοικία τους.

Αν δεν κατοικούν στο έδαφος κάποιου από τα κράτη μέλη όπου ασκούν τη δραστηριότητά τους, υπάγονται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο εργοδότης ή οι εργοδότες ή ακόμα η έδρα της επιχειρήσεως ή των επιχειρήσεων που τους απασχολούν (12) [...]».

29.      Οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις του κανονισμού 3 και η έκδοση κανονισμών που αντικαθιστούν τον κανονισμό αυτόν (13) είχαν, μεταξύ άλλων, σκοπό να προσαρμόσουν τον κανονισμό 3 σε ένα ανανεωμένο οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο και να ενσωματώσουν τις νομολογιακές λύσεις του Δικαστηρίου.

30.      Συναφώς, παρατηρώ ότι ο συντονισμός των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως σχεδιάστηκε σε χρόνο κατά τον οποίο η διακίνηση των εργαζομένων ήταν μεσαίας διάρκειας (τουλάχιστον για ορισμένα έτη) (14). Ομοίως, η «προσφορά και η ζήτηση εργασίας ελέγχονταν, ακόμη και από κοινωνικής απόψεως, μέσω της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου και πλήρους απασχολήσεως» (15).

31.      Η παραδοχή αυτή αμφισβητήθηκε στη συνέχεια ιδίως με τη διεύρυνση της Ένωσης το 2004 (16) και με την εμφάνιση νέων μορφών διακινήσεως εργαζομένων (17), παράδειγμα των οποίων αποτελεί η επίδικη περίπτωση.

32.      Πάντως, το γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, σε αυτό του άρθρου 13, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 24/64.

33.      Υπενθυμίζεται, πράγματι, ότι το εν λόγω άρθρο 13, παράγραφος 1, προβλέπει τα εξής:

«Το πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη υπάγεται:

α)            στη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας, εάν ασκεί ουσιώδες μέρος της δραστηριότητάς του σε αυτό ή εάν απασχολείται από διάφορες επιχειρήσεις ή από διάφορους εργοδότες που έχουν την έδρα ή τον τόπο δραστηριοτήτων τους σε διαφορετικά κράτη μέλη, ή

β)      στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο έχουν την έδρα ή τον τόπο δραστηριοτήτων τους η επιχείρηση ή ο εργοδότης που το απασχολούν, εάν το πρόσωπο αυτό δεν ασκεί ουσιώδες μέρος των δραστηριοτήτων του στο κράτος μέλος κατοικίας [(18)].»

34.      Σ’ αυτό το πλαίσιο, εκτιμώ ότι το γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού, η ερμηνεία του οποίου ζητείται στην υπόθεση της κύρια δίκης, φαίνεται παρωχημένο και ενδέχεται να ανοίξει τον δρόμο για αμφιλεγόμενη χρήση ή για εσφαλμένη εφαρμογή (19).

35.      Αντιθέτως προς τη θέση που υποστήριξε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, φρονώ ότι η προσαρμογή υφιστάμενων κανόνων στα νέα πρότυπα διακινήσεως εργαζομένων, ή ακόμη η θέσπιση νέων κανόνων, θα αποτελούσε επομένως κατάλληλη λύση προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή των διατάξεων περί προσδιορισμού της εφαρμοστέας νομοθεσίας (20).

36.      Εξάλλου, διαπιστώνω ότι η Επιτροπή, στην από 6 Δεκεμβρίου 2007 ανακοίνωσή της (21), μπόρεσε ήδη να εκτιμήσει την ανάγκη προσαρμογής του βασικού κανονισμού και του εκτελεστικού κανονισμού στις νέες μορφές κινητικότητας των εργαζομένων.

37.      Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, μολονότι οι κανονισμοί αυτοί αποδείχθηκαν αποτελεσματικά μέσα για να διασφαλιστεί στους διακινούμενους εργαζομένους που κάνουν χρήση του δικαιώματός τους να κυκλοφορούν ελεύθερα στο εσωτερικό της Ένωσης ότι δεν θα υποστούν καμία απώλεια κοινωνικής προστασίας, εντούτοις «οι νέες μορφές κινητικότητας (μικρότερες χρονικές περίοδοι, διάφορα καθεστώτα, πρακτικές πολλαπλής κινητικότητας) μπορούν να καταστήσουν την εφαρμογή των [εν λόγω] κανονισμών προβληματική. Για παράδειγμα, ένας διακινούμενος εργαζόμενος που εργάζεται συχνά με συμβάσεις μικρής χρονικής διάρκειας σε διάφορα κράτη μέλη ενδέχεται να βρεθεί αντιμέτωπος με περισσότερα του ενός συστήματα κοινωνικής ασφάλισης […]. Επομένως, είναι καιρός να εξεταστεί αν χρειάζεται να αναπτυχθούν νέα μέσα που ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες των διακινούμενων εργαζομένων και των επιχειρήσεων που τους χρησιμοποιούν» (22).

38.      Τρίτον, σημειώνω ότι, η Επιτροπή, με τις γραπτές της παρατηρήσεις, υποστήριξε ότι είχαν δυνητικώς εφαρμογή, εν προκειμένω, τόσο το άρθρο 12, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, σχετικά με την απόσπαση (23), όσο και το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού αυτού.

39.      Ωστόσο, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή αναθεώρησε την άποψή της και υποστήριξε, όπως και όλοι όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις, ότι το άρθρο 12, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε μια περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, διότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως (24).

40.      Από το γράμμα και την οικονομία του άρθρου 12, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι αυτή η διάταξη έχει ως αντικείμενο τη ρύθμιση της περιπτώσεως μισθωτών εργαζομένων που έχουν σταθερό εργασιακό δεσμό με την επιχείρηση η οποία είναι εγκατεστημένη στο έδαφος ενός κράτους μέλους και που αποσπώνται, για περιορισμένο χρόνο, από την επιχείρηση στην οποία υπάγονται, στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, πριν να επανενταχθούν στην επιχείρηση αυτή (25).

41.      Το άρθρο 12, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού δεν μπορεί, επομένως, να ρυθμίσει την περίπτωση, όπως αυτήν της κύριας δίκης, μισθωτού εργαζομένου που προωθείται από πρακτορείο προσωρινής εργασίας διαδοχικά σε διαφορετικά κράτη, χωρίς ο εργαζόμενος αυτός να έχει ποτέ εκτελέσει μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος του κράτους μέλους εγκαταστάσεως του πρακτορείου αυτού.

42.      Επομένως, το κεντρικό ζήτημα της υποθέσεως της κύριας δίκης είναι να εξακριβωθεί ποιο εκ των άρθρων 11, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού ή 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού αυτού τυγχάνει εφαρμογής.

 Β —      Επί του πρώτου ερωτήματος, σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού

43.      Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο αν τα άρθρα 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού και 14, παράγραφος 5, στοιχείο β΄, του εκτελεστικού κανονισμού έχουν την έννοια ότι εφαρμόζονται σε περίπτωση κατά την οποία ένας εργαζόμενος, κάτοικος κράτους μέλους, πραγματοποιεί για λογαριασμό του εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος εργοδότη του διαδοχικές αποστολές βραχείας διάρκειας σε δύο κράτη, όταν ούτε το δεύτερο κράτος απασχολήσεως ούτε η διάρκεια απασχολήσεως στο πρώτο και/ή στο δεύτερο κράτος είχαν προσδιορισθεί στη σύμβαση εργασίας και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως για έκδοση του εντύπου Α1.

44.      Μπορεί εργαζόμενος, όπως ο Β. Chain, υπ’ αυτές τις συνθήκες, να θεωρηθεί ως «πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη», κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού;

45.      Το σύνολο σχεδόν των κυβερνήσεων που υπέβαλαν παρατηρήσεις τάσσονται υπέρ μιας αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό και υποστηρίζουν ότι μια τέτοια περίπτωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως, αλλά του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού, ο οποίος υπενθυμίζεται ότι προβλέπει τον γενικό κανόνα κατά τον οποίο εφαρμοστέα νομοθεσία είναι αυτή της lex loci laboris.

46.      Κατά την άποψή μου, στο εν λόγω ερώτημα πρέπει, αντιθέτως, να δοθεί καταφατική απάντηση.

47.      Αφού εκθέσω τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι ένας εργαζόμενος, όπως ο Β. Chain, μπορεί να θεωρηθεί ως «πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη», θα εξηγήσω ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι ιδιαίτερες συνθήκες που συνδέονται με τον μη προσδιορισμό, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως για έκδοση του εντύπου Α1, των κρατών απασχολήσεως και, αφετέρου, της διάρκειας της απασχολήσεως στα κράτη αυτά δεν εμποδίζουν την εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού.

48.      Κατ’ αρχάς, διαπιστώνω ότι το γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού δεν περιέχει ορισμό της έννοιας της «κανονικής μισθωτής δραστηριότητας σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη».

49.      Υπενθυμίζω ότι, βάσει της διατάξεως αυτής, το πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο η επιχείρηση ή ο εργοδότης που τον απασχολεί έχει την έδρα του ή την κατοικία του, εφόσον το πρόσωπο αυτό δεν ασκεί ουσιώδες μέρος των δραστηριοτήτων του στο κράτος μέλος κατοικίας.

50.      Περισσότερες διευκρινίσεις ως προς την έννοια του «[προσώπου] που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη» παρασχέθηκαν από τον εκτελεστικό κανονισμό και από τον Πρακτικό οδηγό για την εφαρμοστέα νομοθεσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) και την Ελβετία (26) (στο εξής: πρακτικός οδηγός).

51.      Συγκεκριμένα, βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 5, του εκτελεστικού κανονισμού, πρόσωπο που «ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη», κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, είναι ειδικότερα ένα πρόσωπο που, «ενώ διατηρεί μια δραστηριότητα σε ένα κράτος μέλος, ασκεί ταυτόχρονα χωριστή δραστηριότητα στην επικράτεια ενός ή περισσότερων άλλων κρατών μελών, ανεξάρτητα από τη διάρκεια ή τη φύση αυτή της χωριστής δραστηριότητας» (27) ή ένα πρόσωπο που «ασκεί συνεχώς εναλλασσόμενες δραστηριότητες, με εξαίρεση τις περιθωριακές δραστηριότητες, σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ανεξάρτητα από τη συχνότητα ή την τακτικότητα της εναλλαγής» (28).

52.      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι συμβάσεις εργασίας που συνήφθησαν από τους διαδίκους της κύριας δίκης προέβλεπαν την υποχρέωση του B. Chain να εκτελέσει προσωρινές εργασίες στα εργοτάξια των πελατών της Atlanco σε διάφορα κράτη. Είναι επίσης γνωστόν ότι, βάσει της πρώτης συμβάσεως εργασίας, ο B. Chain είχε ασκήσει καθήκοντα ξυλουργού για μερικούς μήνες σε διάφορα κράτη και ότι, κατά την επίδικη περίοδο, βάσει της δεύτερης συμβάσεως εργασίας, εργάστηκε για λίγο περισσότερο από ένα μήνα στη Ρουμανία, προτού ασκήσει μισθωτή δραστηριότητα για σχεδόν τρεις μήνες στη Νορβηγία (29).

53.      Λαμβανομένων υπόψη αυτών των στοιχείων, φαίνεται να αποδεικνύεται ότι οι επίμαχες μισθωτές δραστηριότητες της κύριας δίκης δεν εκτελέστηκαν συγχρόνως (30), αλλά διαδοχικά, η μία μετά την άλλη.

54.      Κατά τον πρακτικό οδηγό, «[οι] εναλλασσόμενες δραστηριότητες [...] δεν ασκούνται ταυτόχρονα στο έδαφος διαφορετικών κρατών μελών, αλλά συνίστανται σε διαδοχικές αποστολές εργασίας που εκτελούνται σε διαφορετικά κράτη μέλη, η μία μετά την άλλη» (31).

55.      Κατά την άποψή μου, η υπαγωγή των διαδοχικών αποστολών, που πραγματοποιούνται η μία μετά την άλλη, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού δικαιολογείται, μεταξύ άλλων, από τον σκοπό αυτής της διατάξεως, η οποία επιδιώκει «να καλύπτονται όλες οι πιθανές περιπτώσεις πολλαπλών δραστηριοτήτων με διασυνοριακό χαρακτήρα και να γίνεται διάκριση ανάμεσα στις δραστηριότητες που είθισται, κατά κανόνα, να επεκτείνονται στο έδαφος διαφόρων κρατών μελών και εκείνες που ασκούνται κατ’ εξαίρεση ή προσωρινά» (32).

56.      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, κατ’ αρχήν, κάθε μισθωτή δραστηριότητα, όπως αυτή της κύριας δίκης, που ασκείται διαδοχικά και συνήθως (33), δηλαδή περισσότερο ως κανόνας παρά κατ’ εξαίρεση ή προσωρινά, στο έδαφος δύο ή περισσοτέρων κρατών μπορεί να ρυθμίζεται από το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του βασικού κανονισμού, υπό τον όρο ότι δεν πρόκειται για περιθωριακή δραστηριότητα (34).

57.      Κατά την άποψή μου, μια τέτοια λύση επιρρωννύεται από την ανάλυση του σκοπού των άρθρων που περιλαμβάνονται στον τίτλο ΙΙ του βασικού κανονισμού, το οποίο υπενθυμίζεται ότι τιτλοφορείται «Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας», και ιδίως του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού αυτού.

58.      Συναφώς, διαπιστώνω ότι οι διατάξεις αυτού του τίτλου ΙΙ πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του άρθρου 48 ΣΛΕΕ, που αποσκοπεί στη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των διακινούμενων εργαζομένων, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ, και συνεπάγεται ιδίως ότι η καταβολή των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως είναι γι’ αυτούς εγγυημένη (35).

59.      Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο επανειλημμένως έκρινε ότι ο εν λόγω τίτλος ΙΙ έχει ως σκοπό να αποφευχθεί, προς το συμφέρον τόσο των εργαζομένων και των εργοδοτών όσο και των ταμείων, κάθε ανωφελής σώρευση και επικάλυψη των υποχρεώσεων και των ευθυνών που απορρέουν από μια ταυτόχρονη ή διαζευκτική εφαρμογή περισσοτέρων νομοθεσιών (36) και οι οποίες θα μπορούσαν, αυτές καθ’ εαυτές, να παρεμβάλλουν εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης (37).

60.      Εξάλλου, οι διατάξεις του τίτλου ΙΙ του βασικού κανονισμού, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού αυτού, σκοπούν στη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των διακινούμενων εργαζομένων, η οποία προϋποθέτει, ειδικότερα, την εγγύηση διαρκούς κοινωνικής προστασίας κατ’ εφαρμογήν μίας μόνον εφαρμοστέας κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας (38). Πράγματι, πολύπλοκες σωρεύσεις και καταμερισμοί εισφορών και παροχών πρέπει να αποφεύγονται και να προκρίνεται ένα απλό και πρακτικό σύστημα (39).

61.      Θα εξηγήσω ότι τέτοιοι σκοποί δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν, κατά την άποψή μου, με την εφαρμογή του κανόνα lex loci laboris σε μια περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, στοιχείο που δικαιολογεί την εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού.

62.      Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, ο νομοθέτης της Ένωσης δέχθηκε ότι επί της αρχής εφαρμοστέα νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως είναι η lex loci laboris. Σημειώνω ότι η επιλογή αυτή εξηγείται, μεταξύ άλλων, από το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο της συντάξεως του κανονισμού 3, η κινητικότητα των εργαζομένων συνίστατο κυρίως σε μία μόνο διακίνηση σε άλλο κράτος μέλος (40). Επομένως, η σύνδεση με το κράτος του τόπου εκτελέσεως της εργασίας βασιζόταν στο τεκμήριο ότι επρόκειτο για την περισσότερο ευνοϊκή για τον εργαζόμενο λύση, κατά το μέτρο που αυτός ο τελευταίος μπορούσε ιδίως να προβάλει τα ίδια δικαιώματα με τους ημεδαπούς εργαζομένους (41).

63.      Μολονότι ο βασικός κανονισμός επιβεβαιώνει την επιλογή της lex loci laboris ως εφαρμοστέας επί της αρχής νομοθεσίας (42), εντούτοις ο κανονισμός αυτός περιλαμβάνει επίσης εξαιρέσεις από τον ως άνω κανόνα σε συγκεκριμένες περιπτώσεις που δικαιολογούν διαφορετικό κριτήριο συνδέσεως (43).

64.      Κατά την εκτίμησή μου, η άνευ όρων εφαρμογή του κανόνα του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού σε μια ιδιαίτερη περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης θα ενείχε τον κίνδυνο όχι να αποτρέψει, αλλά, αντιθέτως, να δημιουργήσει, τόσο για τον εργαζόμενο όσο και για τον εργοδότη και τους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως, διοικητικές περιπλοκές που θα είχαν ως αποτέλεσμα να καθυστερούν τη διεκπεραίωση των φακέλων των εργαζομένων και να παρεμποδίζουν με τον τρόπο αυτόν την ενάσκηση του δικαιώματός τους ελεύθερης κυκλοφορίας (44).

65.      Συγκεκριμένα, η εφαρμογή της lex loci laboris στην περίπτωση ενός εργαζομένου όπως ο B. Chain θα είχε ως συνέπεια ότι ο εργαζόμενος αυτός θα υπαγόταν στη ρουμανική νομοθεσία λόγω της ασκήσεως για ένα μήνα δραστηριότητας στη Ρουμανία και στη συνέχεια, από τη μία μέρα στην άλλη (45), στη νορβηγική νομοθεσία λόγω της ασκήσεως για τρεις μήνες μισθωτής δραστηριότητας στη Νορβηγία, μολονότι οι δύο αυτές αποστολές ασκήθηκαν βάσει της ίδιας συμβάσεως εργασίας και για λογαριασμό του ίδιου πρακτορείου προσωρινής απασχολήσεως.

66.      Μπορώ να φανταστώ τις επιπλοκές που θα προκαλούσε στον Β. Chain, όπως επίσης και στην Atlanco και στους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως, μία μεταβολή στην υπαγωγή από ένα ρουμανικό ταμείο κοινωνικής ασφαλίσεως σε ένα νορβηγικό κατά τη διάρκεια αυτών των τεσσάρων μηνών δραστηριότητας.

67.      Εξάλλου, σημειώνω ότι η πρόσβαση σε ορισμένες κοινωνικές παροχές εξαρτάται, σε ορισμένα κράτη μέλη, από μια ελάχιστη περίοδο καταβολής εισφορών και ότι, ως εκ τούτου, οι πολύ συχνές αλλαγές της εφαρμοστέας νομοθεσίας θα μπορούσαν επίσης να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στους διακινούμενους εργαζομένους (46).

68.      Επομένως, με την υιοθέτηση του κριτηρίου συνδέσεως με το κράτος μέλος της έδρας της οικείας επιχειρήσεως δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού η επιχείρηση αυτή όχι μόνο θα απέφευγε την υπαγωγή των εργαζομένων στο καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως κράτους στο οποίο αυτοί αποστέλλονται για να εκτελέσουν εργασίες βραχείας διάρκειας, αλλά επίσης θα προφύλασσε, ειδικότερα, τους εργαζομένους από κάθε κίνδυνο διακοπής της κοινωνικής προστασίας τους.

69.      Συναφώς, αφενός, πρέπει να προστεθεί ότι «σκοπός των διατάξεων [του τίτλου ΙΙ του βασικού κανονισμού] δεν είναι μόνον η αποτροπή της ταυτόχρονης εφαρμογής περισσοτέρων εθνικών νομικών συστημάτων και των επιπλοκών που ενδέχεται ως εκ τούτου να προκύψουν, αλλά και η διασφάλιση του ότι τα υπαγόμενα στον κανονισμό πρόσωπα δεν θα στερηθούν την κοινωνικοασφαλιστική κάλυψη, λόγω ελλείψεως εφαρμοστέας σε αυτά νομοθεσίας» (47).

70.      Αφετέρου, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού έχει ως σκοπό την ενίσχυση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών προς όφελος των επιχειρήσεων που κάνουν χρήση αυτής αποστέλλοντας εργαζομένους σε κράτη μέλη διαφορετικά εκείνου εντός του οποίου αυτές είναι εγκαταστημένες (48). Όμως, η εφαρμογή της lex loci laboris θα καθιστούσε περισσότερο πολύπλοκη την άσκηση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών από μια επιχείρηση, όπως η Atlanco, η οποία έχει ως αντικείμενο να αποστέλλει διαδοχικά και για περιόδους κάποιων μηνών τους μισθωτούς εργαζομένους της σε κράτη διαφορετικά από αυτό στο οποίο έχει εγκατασταθεί.

71.      Κατά την άποψή μου, λόγω των ομόρροπων συμφερόντων των εργαζομένων, των επιχειρήσεων και των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, η σύνδεση με την νομοθεσία του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα της η επιχείρηση δικαιολογείται σε μια ειδική περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης.

72.      Οι ανωτέρω εκτιμήσεις δεν παρέχουν πάντως πληροφορίες όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού σε μια περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, «όταν» ούτε τα διαφορετικά κράτη απασχολήσεως ούτε η διάρκεια απασχολήσεως στα κράτη αυτά προβλέπονται στη σύμβαση εργασίας ή είναι γνωστά κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως για έκδοση του εντύπου Α1.

73.      Συναφώς, παρατηρώ ότι το γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού δεν διευκρινίζει αν η εφαρμογή του εξαρτάται από τον συγκεκριμένο προσδιορισμό, πριν από την ανάληψη οποιασδήποτε δραστηριότητας εκ μέρους του εργαζομένου, δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών καθώς και της διάρκειας των δραστηριοτήτων που θα ασκηθούν σε αυτά ή αν, σε μια περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, το γεγονός ότι η σύμβαση εργασίας προβλέπει την υποχρέωση για τον εργαζόμενο να πραγματοποιήσει, για λογαριασμό του εργοδότη του, εργασίες σε διάφορα κράτη αρκεί για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής.

74.      Κατά την εκτίμησή μου, οι διευκρινίσεις που παρέχονται από τη νομολογία σχετικά με τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας εκ μέρους των αρμόδιων φορέων στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως είναι το στοιχείο που επιβεβαιώνει τη δυνατότητα εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως σε μια τέτοια περίπτωση και υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης.

75.      Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, βάσει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας που καθιερώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, ο φορέας που εκδίδει το έντυπο Α1 οφείλει να προβαίνει σε ορθή εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών για την εφαρμογή των κανόνων των σχετικών με τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως και, ως εκ τούτου, να εγγυάται την ακρίβεια των περιλαμβανόμενων στο εν λόγω έντυπο στοιχείων (49).

76.      Κατά κανόνα, το έντυπο Α1 εκδίδεται πριν ή κατά την έναρξη της περιόδου την οποία αφορά. Επομένως, η εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών γίνεται ως επί το πλείστον κατά το εν λόγω χρονικό σημείο βάσει της προβλεπόμενης εργασιακής καταστάσεως του οικείου μισθωτού εργαζομένου. Για τον λόγο αυτό, η περιγραφή του είδους της εργασίας, όπως προκύπτει από τα συμβατικά έγγραφα, έχει στην πράξη ιδιαίτερη σημασία για την εν λόγω εκτίμηση (50).

77.      Προσθέτω ότι, βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 10, του εκτελεστικού κανονισμού, «[γ]ια τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας δυνάμει των [δραστηριοτήτων που αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 2, του βασικού κανονισμού], οι ενδιαφερόμενοι φορείς λαμβάνουν υπόψη την εικαζόμενη μελλοντική κατάσταση κατά τους επόμενους δώδεκα ημερολογιακούς μήνες».

78.      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ο αρμόδιος φορέας στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως οφείλει να εξετάσει, κατά τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας, κατά πόσον οι περίοδοι εργασίας στα διάφορα κράτη μέλη θα έχουν συγκεκριμένη περιοδικότητα στη διάρκεια των επόμενων δώδεκα ημερολογιακών μηνών, θεμελιώνοντας την κρίση του αυτή, μεταξύ άλλων, στη φύση της εργασίας, όπως αυτή προκύπτει από τα συμβατικά έγγραφα (51).

79.      Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι, «[κ]ατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών προκειμένου να προσδιοριστεί η εφαρμοστέα νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως για τη χορήγηση [του εντύπου Α1], ο φορέας που το εκδίδει μπορεί να λαμβάνει ενδεχομένως υπόψη, εκτός από τα οριζόμενα στα συμβατικά έγγραφα, και στοιχεία όπως ο τρόπος με τον οποίο εκτελέστηκαν στο παρελθόν στην πράξη οι συμβάσεις εργασίας μεταξύ του εργοδότη και του οικείου εργαζομένου, οι περιστάσεις υπό τις οποίες συνήφθησαν οι συμβάσεις αυτές και, γενικότερα, τα χαρακτηριστικά και το είδος των δραστηριοτήτων της οικείας επιχειρήσεως, στον βαθμό που τα στοιχεία αυτά μπορούν να φωτίσουν την πραγματική φύση της εν λόγω εργασίας» (52).

80.      Κατά την πλειονότητα των κυβερνήσεων που υπέβαλαν παρατηρήσεις, ο αρμόδιος φορέας στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως δεν μπορεί να αξιολογήσει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά σε μια περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, όταν δεν διαθέτει πληροφορίες σχετικά με τα κράτη απασχολήσεως και τη διάρκεια της απασχολήσεως του εργαζομένου στα κράτη αυτά.

81.      Εκτιμώ όμως ότι, παρά την έλλειψη πληροφοριών σχετικά με τον τόπο εκτελέσεως των επίμαχων αποστολών και σχετικά με τη διάρκεια εκτελέσεως αυτών, άλλα στοιχεία που βρίσκονταν στη διάθεση του αρμόδιου φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως κατά τον χρόνο προσδιορισμού της εφαρμοστέας νομοθεσίας επέτρεπαν, εν προκειμένω, την πρόβλεψη σχετικά με την κατάσταση του μισθωτού εργαζομένου και αποδείκνυαν ότι ο εργαζόμενος αυτός ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη.

82.      Πράγματι, όπως ορθώς διαπιστώνει η Επιτροπή με τις γραπτές της παρατηρήσεις, μπορούσε να συναχθεί από την πρώτη σύμβαση εργασίας ότι ο B. Chain ασκεί διαδοχικά καθήκοντα ξυλουργού σε διάφορα κράτη για διάστημα ορισμένων μηνών.

83.      Ομοίως, εκτιμώ ότι οι όροι των δύο συμβάσεων εργασίας προέβλεπαν την πιθανότητα αναλήψεως μισθωτής δραστηριότητας σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη. Πράγματι, υπενθυμίζω ότι η απόφαση περί παραπομπής ορίζει ότι, δυνάμει των διατάξεων των συμβάσεων εργασίας που συνήφθησαν μεταξύ του B. Chain και της Atlanco, ο πρώτος είχε την υποχρέωση να εκτελεί εργασίες στα εργοτάξια των πελατών της δεύτερης σε διάφορα κράτη μέλη.

84.      Εξάλλου, φρονώ ότι από την ίδια τη φύση της δραστηριότητας πρακτορείου προσωρινής εργασίας όπως η Atlanco, που συνίσταται στην αποστολή των μισθωτών εργαζομένων της σε διάφορα κράτη στα οποία έχουν εγκατασταθεί οι πελάτες της προκειμένου οι εργαζόμενοι αυτοί να πραγματοποιούν εργασίες βραχείας διάρκειας, προκύπτει ότι μπορούσε να προβλεφθεί ότι ο B. Chain θα πραγματοποιούσε διαφορετικές αποστολές σε διάφορα κράτη.

85.      Εξάλλου, εκτιμώ ότι η φύση της δραστηριότητας ενός πρακτορείου προσωρινής απασχολήσεως εμποδίζει τον εργοδότη να γνωρίζει πολύ νωρίτερα τα διάφορα κράτη στα οποία το πρακτορείο θα αποστείλει τους μισθωτούς εργαζομένους του και τον χρόνο που θα απαιτήσει η εργασία στα κράτη αυτά.

86.      Ως εκ τούτου, στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο αρμόδιος φορέας στον τομέα κοινωνικής ασφαλίσεως μπορούσε να βασιστεί σε ένα σύνολο ενδείξεων που αποκαλύπτουν την πραγματική φύση της επίμαχης εργασίας, προκειμένου να προσδιοριστεί η εφαρμοστέα νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως.

87.      Επομένως, φρονώ ότι ο φορέας αυτός διέθετε επαρκή στοιχεία για να θεωρήσει ότι η κατάσταση του B. Chain μπορούσε να υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού.

88.      Εξάλλου, πρέπει να υπογραμμιστεί, όπως εκτιμά και η Επιτροπή, ότι η εφαρμογή του συστήματος συγκρούσεως κανόνων που καθιερώνει ο βασικός κανονισμός εξαρτάται μόνον από την αντικειμενική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος εργαζόμενος (53).

89.      Εκτιμώ πάντως ότι από τα στοιχεία του φακέλου συνάγεται ότι, όσον αφορά την πραγματική κατάσταση του Β. Chain, μπορούσε να θεωρηθεί ως «πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη», κατά το μέτρο που, βάσει της δεύτερης συμβάσεως εργασίας, είχε ασκήσει δύο διαδοχικές αποστολές βραχείας διάρκειας για την Atlanco σε δύο διαφορετικά κράτη.

90.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, φρονώ ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού δύναται να ρυθμίζει περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, όταν ούτε τα διάφορα κράτη απασχολήσεως ούτε η διάρκεια απασχολήσεως στα κράτη αυτά προβλέπονται στη σύμβαση εργασίας ή είναι γνωστά κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως για έκδοση του εντύπου Α1.

91.      Πριν καταλήξω στα συμπεράσματά μου, επιθυμώ να απαντήσω στους φόβους της πλειονότητας των κυβερνήσεων που υπέβαλαν παρατηρήσεις ότι η εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού σε μια τέτοια περίπτωση και υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης θα προκαλούσε κρούσματα απάτης. Η Ιρλανδική Κυβέρνηση υπογραμμίζει, για παράδειγμα, ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, ο εργοδότης, που δεν θα ήταν σε θέση να παράσχει πληροφορίες για τον τόπο και τη διάρκεια απασχολήσεως των μισθωτών του, θα μπορούσε να επιλέξει την εφαρμοστέα νομοθεσία εγκαθιστάμενος σε κράτος όπου το ποσοστό κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών είναι ιδιαιτέρως χαμηλό.

92.      Κατά την άποψή μου, μολονότι υπάρχει κίνδυνος απάτης, εντούτοις, η διαδικασία για την εφαρμογή του άρθρου 13 του βασικού κανονισμού που προβλέπεται στο άρθρο 16 του εκτελεστικού κανονισμού παρέχει εγγυήσεις προς αποφυγή της δόλιας εφαρμογής του εν λόγω άρθρου 13, υπό τον όρο ότι η διαδικασία αυτή τηρείται από όλους τους ενδιαφερομένους.

93.      Όσον αφορά την εν λόγω διαδικασία, το άρθρο 16, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι η εφαρμοστέα νομοθεσία προσδιορίζεται, κατ’ αρχάς, προσωρινά από τον φορέα του κράτους μέλους κατοικίας του οικείου ενδιαφερόμενου εργαζομένου. Ακολούθως, ο ίδιος αυτός φορέας ενημερώνει για τον προσωρινό προσδιορισμό τους φορείς που έχουν ορισθεί από κάθε κράτος μέλος στο οποίο ασκείται μια δραστηριότητα και στο οποίο βρίσκεται η έδρα ή ο τόπος δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως (54).

94.      Ο προσωρινός προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας καθίσταται οριστικός εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ενημερώθηκαν για τον προσωρινό προσδιορισμό οι φορείς που έχουν οριστεί από τα άλλα κράτη μέλη, εκτός αν, μεταξύ άλλων, τουλάχιστον ένας από τους σχετικούς φορείς ενημερώσει έως το τέλος της δίμηνης προθεσμίας τον φορέα που έχει οριστεί από το κράτος μέλος κατοικίας ότι δεν μπορεί ακόμα να δεχθεί τον προσδιορισμό ή ότι έχει διαφορετική άποψη εν προκειμένω (55). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, οι φορείς επιδιώκουν την επίτευξη συμφωνίας βάσει ειδικής διαδικασίας διαλόγου και συνδιαλλαγής (56).

95.      Επομένως, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών για τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας, στην περίπτωση μισθωτής δραστηριότητας σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, πραγματοποιείται από τουλάχιστον δύο διαφορετικούς φορείς, γεγονός που συνιστά, a priori, εγγύηση ορθής εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και, συνεπώς, της εφαρμοστέας νομοθεσίας. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι οι φορείς και τα πρόσωπα που καλύπτονται από τον βασικό κανονισμό έχουν υποχρέωση αμοιβαίας ενημέρωσης και συνεργασίας, ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού (57).

96.      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι την παραμονή της πρώτης αποστολής του B. Chain στη Ρουμανία η Atlanco κίνησε τη διαδικασία για την εφαρμογή του άρθρου 13 του βασικού κανονισμού, υποβάλλοντας ενώπιον των πολωνικών αρχών κοινωνικής ασφαλίσεως αίτηση προσωρινού προσδιορισμού της εφαρμοστέας νομοθεσίας.

97.      Ο αρμόδιος πολωνικός φορέας είχε τότε, με απόφαση της 5ης Μαρτίου 2012 (58), προσδιορίσει ως προσωρινώς εφαρμοστέα την κυπριακή νομοθεσία και είχε ενημερώσει για τον προσωρινό αυτόν προσδιορισμό τον αρμόδιο κυπριακό φορέα.

98.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Κυπριακή Κυβέρνηση διευκρίνισε ότι, μολονότι διαφωνούσε με τον εν λόγω προσωρινό προσδιορισμό, εντούτοις ο αρμόδιος κυπριακός φορέας δεν ενημέρωσε τον αρμόδιο πολωνικό φορέα γι’ αυτήν τη διάσταση απόψεων.

99.      Εφόσον ο αρμόδιος κυπριακός φορέας δεν αμφισβήτησε τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας, η κυπριακή νομοθεσία κατέστη, επομένως, οριστικώς εφαρμοστέα στην υπόθεση της κύριας δίκης. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση υποβολής αιτήσεως για έκδοση του εντύπου Α1 από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, ο κυπριακός αυτός φορέας θα έπρεπε να τους χορηγήσει το εν λόγω έντυπο (59).

100. Προσθέτω ότι από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι ο φορέας που έχει ήδη χορηγήσει έντυπο Α1 οφείλει να επανεξετάσει το βάσιμο της σχετικής αποφάσεως και, ενδεχομένως, να το ανακαλέσει στην περίπτωση που ο αρμόδιος φορέας ενός από τα κράτη μέλη στα οποία ο μισθωτός παρέχει εργασία διατυπώσει αμφιβολίες σχετικά με την ακρίβεια των πραγματικών περιστατικών στα οποία βασίζεται το εν λόγω έντυπο και/ή σχετικά με την τήρηση των επιταγών του τίτλου ΙΙ του βασικού κανονισμού (60).

101. Συνεπώς, υπάρχουν διαδικασίες ελέγχου προς αποφυγή της δόλιας εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού.

102. Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, φρονώ ότι τα άρθρα 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού και 14, παράγραφος 5, στοιχείο β΄, του εκτελεστικού κανονισμού έχουν την έννοια ότι εφαρμόζονται σε μια περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης στην οποία ένας μισθωτός εργαζόμενος κάτοικος κράτους μέλους πραγματοποιεί, για λογαριασμό εργοδότη εγκατεστημένου σε διαφορετικό κράτος μέλος και στο πλαίσιο της ίδιας συμβάσεως εργασίας, διαδοχικές αποστολές βραχείας διάρκειας σε δύο άλλα κράτη, όταν ούτε το δεύτερο κράτος απασχολήσεως ούτε η διάρκεια απασχολήσεως στο πρώτο και/ή στο δεύτερο κράτος προσδιορίζονται στη σύμβαση εργασίας και δεν μπορούν να προβλεφθούν κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως για έκδοση του εντύπου Α1.

IV – Πρόταση

103. Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει τις ακόλουθες απαντήσεις στα προδικαστικά ερωτήματα που του έθεσε το Επαρχιακό Δικαστήριο της Λευκωσίας:

Το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1244/2010 της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 2010, και το άρθρο 14, παράγραφος 5, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για προσδιορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού 883/2004, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1244/2010, έχουν την έννοια ότι εφαρμόζονται σε μια περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, στην οποία ένας μισθωτός εργαζόμενος κάτοικος κράτους μέλους πραγματοποιεί, για λογαριασμό εργοδότη εγκατεστημένου σε διαφορετικό κράτος μέλος και στο πλαίσιο της ίδιας συμβάσεως εργασίας, διαδοχικές αποστολές βραχείας διάρκειας σε δύο άλλα κράτη, όταν ούτε το δεύτερο κράτος απασχολήσεως ούτε η διάρκεια απασχολήσεως στο πρώτο και/ή στο δεύτερο κράτος προσδιορίζονται στη σύμβαση εργασίας και δεν μπορούν να προβλεφθούν κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως για έκδοση του εντύπου Α1.


1 — Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 — Το έντυπο A1, που αντικαθιστά από 1ης Μαΐου 2012, μεταξύ άλλων, το έντυπο E101, βεβαιώνει την εφαρμοστέα νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως για τον κάτοχό του ο οποίος δεν έχει υπαχθεί στην κοινωνική ασφάλιση του κράτους όπου εργάζεται. Το έντυπο αυτό εκδίδεται στην περίπτωση στην οποία ένας εργαζόμενος πρόκειται να μετακινηθεί στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) ή στην Ελβετία για να ασκήσει δραστηριότητα, προκειμένου να καθορισθεί, μεταξύ άλλων, σε ποιο κράτος πρέπει να καταβληθούν κοινωνικοασφαλιστικές εισφορές.


3 — ΕΕ L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1244/2010 της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 2010 (ΕΕ L 338, σ. 35, στο εξής: βασικός κανονισμός).


4 — ΕΕ L 284, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1244/2010 (στο εξής: εκτελεστικός κανονισμός).


5 —      Σημειώνω ότι ο βασικός κανονισμός και ο εκτελεστικός κανονισμός ρυθμίζουν επίσης τις περιπτώσεις μετακινήσεων των εργαζομένων προς τον ΕΟΧ και προς την Ελβετία. Διευκρινίζω ότι οι όροι «κράτος μέλος» έχουν την έννοια ότι περιλαμβάνουν, εκτός από τα κράτη μέλη της Ένωσης, τα κράτη του ΕΟΧ και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας.


6 — Στο εξής: επίδικη περίοδος.


7 — Η απόφαση περί παραπομπής δεν αναφέρει βάσει ποιάς νομικής βάσεως ο αρμόδιος κυπριακός φορέας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι εφαρμοζόταν η κυπριακή νομοθεσία για την περίοδο που καλυπτόταν από αυτήν την πρώτη σύμβαση εργασίας.


8 — Η απόφαση περί παραπομπής δεν διευκρινίζει ούτε τις ημερομηνίες υποβολής της αιτήσεως και απορρίψεως της αιτήσεως εκδόσεως του εντύπου A1 σχετικά με την επίδικη περίοδο ούτε τους λόγους αυτής της αρνήσεως. Ομοίως, δεν παρέχει πληροφορίες περί της εφαρμοστέας νομοθεσίας κατά το μεσοδιάστημα (περίοδος περίπου εννέα μηνών) μεταξύ της λήξεως της πρώτης συμβάσεως εργασίας και της ενάρξεως εκτελέσεως της δεύτερης. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Κυπριακή Κυβέρνηση διευκρίνισε ότι, αφενός, ουδέποτε υποβλήθηκε αίτηση εκδόσεως του εντύπου A1 εκ μέρους της Atlanco προς τον αρμόδιο κυπριακό φορέα και ότι, αφετέρου, κατά την περίοδο που παρεμβάλλεται μεταξύ των δύο συμβάσεων εργασίας, ο Β. Chain δεν μπορούσε να επικαλεστεί το άρθρο 13 του βασικού κανονισμού, ελλείψει συμβάσεως εργασίας που να τον συνδέει με την εδρεύουσα στην Κύπρο Atlanco.


9 —      Βλ. υποσημείωση 5.


10 — JO 1964, 47, σ. 746.


11 — JO 1958, 30, σ. 561. Ο τίτλος II του κανονισμού 3 δεν περιελάμβανε, στο άρθρο 13, ειδική εξαίρεση για την περίπτωση μισθωτού εργαζομένου που ασκεί δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη. Πράγματι, το άρθρο 13 του κανονισμού αυτού προέβλεπε μόνον τρεις εξαιρέσεις αφορώσες, πρώτον, τους αποσπασμένους εργαζομένους, δεύτερον, τους εργαζομένους σε υπηρεσίες μεταφορών και, τρίτον, τους εργαζομένους που απασχολούνται σε επιχειρήσεις οι οποίες βρίσκονται στο κοινό σύνορο μεταξύ δύο κρατών μελών.


12 —      Η υπογράμμιση δική μου.


13 — Ο εν λόγω κανονισμός τροποποιήθηκε πολλάκις και συγκεκριμένα δεκατέσσερις φορές. Στη συνέχεια καταργήθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73), ο οποίος τροποποιήθηκε επανειλημμένως προτού καταργηθεί από τον βασικό κανονισμό.


14 — Βλ. Pochet, P., «Révision du règlement 1408/71: réflexions conclusives», Revue belge de sécurité sociale, 2004, σ. 735, ειδικότερα σ. 739.


15 — Όπ.π.


16 — Ο βασικός κανονισμός εκδόθηκε πριν από την προσχώρηση δέκα νέων κρατών μελών το 2004. Ωστόσο, η εφαρμογή του κανονισμού αυτού, που τελούσε υπό την προϋπόθεση της ενάρξεως ισχύος του εκτελεστικού κανονισμού, έλαβε χώρα έξι χρόνια αργότερα, δηλαδή την 1η Μαΐου 2010.


17 — Σημειώνω ότι ορισμένες μορφές κινητικότητας υφίσταντο ήδη τη δεκαετία του 1960, όπως μορφές προσωρινής απασχολήσεως, αλλά στη συνέχεια οι μορφές αυτές κινητικότητας εξελίχθηκαν περαιτέρω, έγιναν συχνότερες και ασκήθηκαν με διαφορετικό τρόπο.


18 —      Η υπογράμμιση δική μου. Η έννοια της «ουσιώδους δραστηριότητας στο κράτος μέλος κατοικίας» εισήχθη με τον βασικό κανονισμό. Μολονότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού αυτού δεν ορίζει σαφώς ότι ρυθμίζει μια περίπτωση, όπως αυτή της κύριας δίκης, στην οποία «καμία» δραστηριότητα δεν ασκείται στο κράτος μέλος κατοικίας, φρονώ ότι μια τέτοια περίπτωση μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής.


19 — Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, Jorens, Y., «Vers de nouvelles règles pour la détermination de la législation applicable?», 50 ans de coordination de la sécurité sociale -Passé — Présent — Futur, 2010, σ. 179, ειδικότερα δε σ. 187.


20 — Στη θεωρία, πληθώρα συγγραφέων τάσσονται υπέρ της τροποποιήσεως των κανόνων συντονισμού σχετικά με τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας (βλ., μεταξύ άλλων, Morsa, M., Sécurité sociale, libre circulation et citoyenneté européennes, Perspectives de droit social, Anthemis, Limal, 2012, ειδικότερα σ. 158· Jorens, Y., και Van Overmeiren, F., «General principles of coordination in Regulation 883/2004», European Journal of Social Security, τόμος 11, 2009, αριθ. 1 και 2, σ. 47, ειδικότερα, σ. 74 και 76· Lhernould, J.-P., «La coordination des régimes nationaux de sécurité sociale hors des règlements n° 1408/71 et n° 883/2004: constat de faiblesse ou tremplin pour de nouvelles ambitions?», La semaine juridique — Édition social, 2009, αριθ. 41, σ. 13, ειδικότερα σ. 16, και Schoukens, P., «Explicit competence to coordinate social security of highly mobile workers — the case of the moving researchers in the EU», Pravnik, Letnik 67, Ljubljana, 2012, σ. 351, ειδικότερα σ. 357 και 362).


21 — Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών, με τίτλο «Κινητικότητα, ένα μέσο για περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας: το ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης για την κινητικότητα στην εργασία (2007-2010)» [COM(2007) 773 τελικό].


22 — Σημείο 4.1.


23 — Κατά τη διάταξη αυτή, «[τ]ο πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος για λογαριασμό εργοδότη ο οποίος ασκεί κανονικά τις δραστηριότητές του εκεί και το οποίο έχει αποσπασθεί από τον εργοδότη του σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να εκτελέσει εργασία για λογαριασμό του εργοδότη του, εξακολουθεί να υπάγεται στη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους, υπό τον όρο ότι η προβλεπόμενη διάρκεια της εργασίας δεν υπερβαίνει τους είκοσι τέσσερις μήνες και ότι το πρόσωπο αυτό δεν έχει αποσταλεί σε αντικατάσταση άλλου προσώπου».


24 — Η Φινλανδική Κυβέρνηση υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ότι ο Β. Chain δεν είχε ασκήσει ποτέ μισθωτή δραστηριότητα στην Κύπρο, οπόταν δεν πληρούται η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 12, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, ότι δηλαδή το υπό απόσπαση πρόσωπο, ακριβώς πριν από τη μισθωτή του δραστηριότητα, υπόκειται ήδη στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο εργοδότης του. Επιπλέον, η αναγκαία περίοδος απασχολήσεως πριν επιτραπεί η απόσπαση ορίστηκε σε ένα μήνα με την απόφαση A2 της διοικητικής επιτροπής για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας της 12ης Ιουνίου 2009, για την ερμηνεία του άρθρου 12 του κανονισμού 883/2004 σχετικά με την εφαρμοστέα νομοθεσία στους αποσπασμένους μισθωτούς και μη μισθωτούς εργαζομένους, οι οποίοι ασκούν προσωρινά δραστηριότητα εκτός του αρμόδιου κράτους (ΕΕ 2010, C 106, σ. 5).


25 — Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα C. O. Lenz στην υπόθεση Calle Grenzshop Andresen (C‑425/93, EU:C:1995:12, σημείο 20). Κατά τον γενικό εισαγγελέα C. O. Lenz, στην υπόθεση αυτή, «πρέπει [...] να ληφθεί ως βάση το γεγονός ότι την τυπική μορφή της αποσπάσεως συνιστά η προϋποθέτουσα την υφισταμένη σχέση εργασίας, χρονικώς περιορισμένη μετατόπιση της επαγγελματικής δράσεως σε άλλο κράτος μέλος», ούτως ώστε δραστηριότητα σε δύο κράτη μέλη να μην αντιστοιχεί στην προϋπόθεση της αποσπάσεως.


26 — Αυτό το έγγραφο εργασίας της Επιτροπής, ως είχε τον Δεκέμβριο του 2013, είναι διαθέσιμο στην ακόλουθη ιστοσελίδα http://ec.europa.eu/social/main.jsp?langId=fr&catId=868. Επισημαίνω ότι ο οδηγός αυτός δεν έχει δεσμευτική νομική ισχύ. Ωστόσο, όπως υποστηρίζουν η Κυπριακή και η Γαλλική Κυβέρνηση με τις γραπτές τους παρατηρήσεις, ο εν λόγω οδηγός έχει εγκριθεί από τους αντιπροσώπους των κρατών μελών στο πλαίσιο της διοικητικής επιτροπής για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, με αποτέλεσμα να μπορεί να αντιταχθεί στις αρχές κοινωνικής ασφαλίσεως επί των οποίων τα κράτη μέλη ασκούν εποπτεία.


27 — Βλ. άρθρο 14, παράγραφος 5, στοιχείο α΄, του εκτελεστικού κανονισμού. Η υπογράμμιση δική μου.


28 — Βλ. άρθρο 14, παράγραφος 5, στοιχείο β΄, του εκτελεστικού κανονισμού. Η υπογράμμιση δική μου.


29 — Σημειώνω ότι, εφόσον κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης ο βασικός κανονισμός και ο εκτελεστικός κανονισμός δεν εφαρμόζονταν ακόμη στο Βασίλειο της Νορβηγίας, εξακολουθούσαν να έχουν εφαρμογή οι κανονισμοί 1408/71 και (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 (ΕΕ L 74, σ. 1). Ωστόσο, η κατάσταση αυτή δεν επηρεάζει την ανάλυσή μου, στο μέτρο που το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, σημείο ii, του κανονισμού 1408/71 αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού και προσδιορίζει την εφαρμοστέα νομοθεσία του κράτους μέλους της έδρας της επιχειρήσεως, αν ο οικείος μισθωτός εργαζόμενος δεν κατοικεί στο έδαφος ενός εκ των κρατών μελών όπου ασκεί τη δραστηριότητά του.


30 — Κατά τον πρακτικό οδηγό, «[δ]ραστηριότητες που ασκούνται ταυτόχρονα [καλύπτουν τις] περιπτώσεις κατά τις οποίες ασκούνται ταυτόχρονα συμπληρωματικές δραστηριότητες σε διαφορετικά κράτη μέλη με την ίδια ή διαφορετική σύμβαση εργασίας. Η δεύτερη ή επιπρόσθετη δραστηριότητα μπορεί να ασκείται κατά τη διάρκεια άδειας μετ’ αποδοχών, του σαββατοκύριακου ή, σε περίπτωση μερικής απασχόλησης, είναι δυνατή η ανάληψη δύο διαφορετικών δραστηριοτήτων για δύο διαφορετικούς εργοδότες την ίδια ημέρα» (σ. 27).


31 — Σελίδα 27. Η υπογράμμιση δική μου.


32 — Σελίδα 26.


33 — Παρατηρώ ότι, στο πλαίσιο της ερμηνείας άλλων διατάξεων του τίτλου II του βασικού κανονισμού, το Δικαστήριο εξέλαβε το επίρρημα «κανονικά» ως συνώνυμο του επιρρήματος «συνήθως» (βλ. αποφάσεις Banks κ.λπ., C‑178/97, EU:C:2000:169, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και Plum, C‑404/98, EU:C:2000:607, σκέψη 21).


34 — Ο πρακτικός οδηγός διευκρινίζει ότι, «[γ]ια να αποφευχθεί κάθε πιθανότητα παρερμηνείας των κανόνων που διέπουν την εφαρμοστέα νομοθεσία, για τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας δεν θα λαμβάνονται υπόψη οι περιθωριακές δραστηριότητες βάσει του άρθρου 13 του [βασικού] κανονισμού» (σ. 30). Ο οδηγός αυτός περιέχει επίσης ορισμό της έννοιας των «περιθωριακών δραστηριοτήτων», επισημαίνοντας ότι «[αυτές είναι] οι δραστηριότητες που ασκούνται σε μόνιμη βάση, αλλά είναι αμελητέες όσον αφορά τον χρόνο και την οικονομική απόδοση. Ενδεικτικά, οι δραστηριότητες που αντιστοιχούν σε λιγότερο από το 5 % του κανονικού χρόνου εργασίας του εργαζομένου και/ή σε λιγότερο από το 5 % του συνολικού εισοδήματός του θα πρέπει να θεωρούνται περιθωριακές δραστηριότητες» (όπ.π.).


35 — Το άρθρο 48, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ ορίζει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, λαμβάνουν στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως τα αναγκαία μέτρα για την εγκαθίδρυση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, ιδίως με τη θέσπιση ενός συστήματος που να εξασφαλίζει στους διακινούμενους εργαζομένους, μισθωτούς και μη μισθωτούς, και στους εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα την καταβολή των παροχών στα πρόσωπα που κατοικούν στο έδαφος των κρατών μελών.


36 — Βλ. απόφαση van der Vecht (19/67, EU:C:1967:49, σ. 455)· προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Η. Mayras στην υπόθεση Bentzinger (73/72, EU:C:1973:21, σ. 291), και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J.-P. Warner στην υπόθεση Association du Foot-Ball Club d’Andlau (8/75, EU:C:1975:76, σ. 752).


37 — Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J.-P. Warner στην υπόθεση Association du Foot-Ball Club d’Andlau (8/75, EU:C:1975:76, σ. 752 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J.-P. Warner στην υπόθεση Perenboom (102/76, EU:C:1977:57, σ. 825).


38 — Η αρχή της εφαρμογής της νομοθεσίας ενός μόνον κράτους μέλους επιβεβαιώνεται στην αιτιολογική σκέψη 18α και στο άρθρο 11, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού.


39 — Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Slynn στην υπόθεση Brusse (101/83, EU:C:1984:113, σ. 2243). Βλ., επίσης, απόφαση Rebmann (58/87, EU:C:1988:344, σκέψη 15).


40 — Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, Rodríguez Cardo, I. A., «Applicable law in Regulation 883/2004», Migrants and Social Security — The (EC) Regulations 883/2004 & 987/2009, εκδ. Laborum, Ισπανία, 2010, σ. 29, ειδικότερα σ. 33, και Schoukens, P., όπ.π., ειδικότερα σ. 356 έως 358.


41 — Επιπλέον, κατά τη δεκαετία του 1960, η lex loci laboris διασφάλιζε ότι οι εργαζόμενοι, οι οποίοι εν γένει μετακινούνταν από ένα «φτωχό» κράτος μέλος για να εργαστούν σε άλλο πιο εύπορο κράτος μέλος, απέλαυαν μεγαλύτερης κοινωνικής προστασίας, κατά το μέτρο που τα κράτη μέλη της εποχής είχαν υιοθετήσει συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως τύπου Βίσμαρκ τα οποία εξασφάλιζαν κοινωνική προστασία στηριζόμενη στην παρασχεθείσα εργασία (βλ. Schoukens, P., και Pieters, D., «The rules within Regulation 883/2004 for determining the applicable legislation», Special issue on 50 years of European social security coordination, European Journal of Social Security, τόμος 11, Intersentia, Cambridge, 2009, αριθ. 1 και 2, σ. 81, ειδικότερα σ. 104).


42 — Βλ. αιτιολογική σκέψη 17 και άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού.


43 — Πράγματι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 18 του βασικού κανονισμού, «[σ]ε συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι οποίες αιτιολογούν άλλα κριτήρια εφαρμογής, είναι ανάγκη να γίνεται παρέκκλιση από τον γενικό αυτό κανόνα».


44 — Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση Brusse (101/83, EU:C:1984:187, σκέψη 16).


45 — Υπενθυμίζω ότι από την απόφαση περί παραπομπής συνάγεται ότι ο Β. Chain ολοκλήρωσε την πρώτη του αποστολή στη Ρουμανία στις 2 Ιανουαρίου 2012, και στη συνέχεια ξεκίνησε τη δεύτερη αποστολή του στη Νορβηγία στις 3 Ιανουαρίου 2012.


46 — Βλ. απόφαση Manpower (35/70, EU:C:1970:120, σκέψη 12). Συναφώς, προσθέτω ότι συνάγεται από το άρθρο 57, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού ότι ο φορέας κράτους μέλους δεν υποχρεούται να χορηγεί παροχές, στον τομέα των συντάξεων γήρατος και των συντάξεων επιζώντος, για περιόδους οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί υπό τη νομοθεσία την οποία εφαρμόζει και οι οποίες λαμβάνονται υπόψη κατά την επέλευση του κινδύνου, εάν η διάρκεια των περιόδων αυτών είναι μικρότερη του ενός έτους και, λαμβανομένων υπόψη μόνον των περιόδων αυτών, δεν αποκτάται δικαίωμα σε παροχές δυνάμει της νομοθεσίας αυτής.


47 — Βλ. απόφαση Kits van Heijningen (C‑2/89, EU:C:1990:183, σκέψη 12).


48 — Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις FTS (C‑202/97, EU:C:2000:75, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) καθώς και Plum (C‑404/98, EU:C:2000:607, σκέψη 19).


49 — Βλ. απόφαση Format Urządzenia i Montaże Przemysłowe (C‑115/11, EU:C:2012:606, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


50 — Όπ.π. (σκέψη 43).


51 — Βλ. πρακτικό οδηγό (σ. 27).


52 — Βλ. απόφαση Format Urządzenia i Montaże Przemysłowe (C‑115/11, EU:C:2012:606, σκέψη 45). Η υπογράμμιση δική μου.


53 — Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση van Delft κ.λπ. (C‑345/09, EU:C:2010:610, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ., επίσης, απόφαση Format Urządzenia i Montaże Przemysłowe (C‑115/11, EU:C:2012:606), βάσει της οποίας ο αρμόδιος φορέας στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως οφείλει να στηρίξει τα πορίσματά του στην πραγματική κατάσταση του ενδιαφερόμενου μισθωτού, στην περίπτωση που αυτή θα διέφερε, κατ’ ουσίαν, από την περιγραφόμενη στα συμβατικά έγγραφα (σκέψη 46).


54 — Βλ. πρακτικό οδηγό (σ. 39).


55 — Βλ. άρθρο 16, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού.


56 — Βλ. άρθρο 16, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού. Επισημαίνω ότι η απόφαση Α1 της διοικητικής επιτροπής για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, της 12ης Ιουνίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση διαδικασίας διαλόγου και συνδιαλλαγής όσον αφορά την εγκυρότητα εγγράφων, τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας και την καταβολή παροχών δυνάμει του κανονισμού 883/2004 (ΕΕ 2010, C 106, σ. 1), διευκρινίζει τη διαδικασία που πρέπει να τηρηθεί σε περίπτωση διισταμένων γνωμοδοτήσεων των διαφόρων αρμοδίων φορέων για τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας.


57 — Βλ. άρθρο 76, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού.


58 — Υπενθυμίζεται ότι, την ημερομηνία εκείνη, ο Β. Chain είχε ήδη ολοκληρώσει την πρώτη του αποστολή στη Ρουμανία και ξεκινήσει τη δεύτερη αποστολή του στη Νορβηγία.


59 — Κατά το άρθρο 19, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού, «[μ]ετά από αίτηση του ενδιαφερομένου ή του εργοδότη, ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου είναι εφαρμοστέα δυνάμει διατάξεως του τίτλου ΙΙ του βασικού κανονισμού, βεβαιώνει ότι αυτή τη νομοθεσία είναι εφαρμοστέα και αναφέρει, αν συντρέχει σχετική περίπτωση, έως ποια ημερομηνία και υπό ποιους όρους».


60 — Βλ. απόφαση Format Urządzenia i Montaże Przemysłowe (C‑115/11, EU:C:2012:606, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).