ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (ένατο τμήμα)

της 18ης Σεπτεμβρίου 2014 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Άρθρο 56 ΣΛΕΕ — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Περιορισμοί — Οδηγία 96/71/ΕΚ — Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών — Εθνική ρύθμιση που επιβάλλει στους διαγωνιζομένους και στους υπεργολάβους τους να αναλαμβάνουν τη δέσμευση ότι θα καταβάλουν ορισμένο κατώτατο μισθό στο προσωπικό το οποίο θα εκτελέσει τις παροχές που αποτελούν το αντικείμενο της δημόσιας συμβάσεως — Υπεργολάβος εγκατεστημένος εντός άλλου κράτους μέλους»

Στην υπόθεση C‑549/13,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Vergabekammer bei der Bezirksregierung Arnsberg (Γερμανία) με απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την ίδια ημέρα, στο πλαίσιο της δίκης

Bundesdruckerei GmbH

κατά

Stadt Dortmund,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Safjan, πρόεδρο τμήματος, A. Prechal (εισηγήτρια) και K. Jürimäe, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

το Bundesdruckerei GmbH, εκπροσωπούμενο από τον W. Krohn, Rechtsanwalt,

ο Stadt Dortmund, εκπροσωπούμενος από τον M. Arndts,

η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek, J. Vláčil και T. Müller,

η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Fehér καθώς και από τις K. Szíjjártó και M. Pálfy,

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την S. Grünheid καθώς και από τους J. Enegren και A. Tokár,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 56 ΣΛΕΕ και του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών (EE 1997, L 18, σ. 1).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Bundesdruckerei GmbH (στο εξής: Bundesdruckerei) και του Stadt Dortmund (Δήμος Dortmund, Γερμανία), με αντικείμενο την υποχρέωση που προβλέφθηκε σε συγγραφή υποχρεώσεων δημόσιας συμβάσεως υπηρεσιών του Stadt Dortmund προκειμένου να διασφαλιστεί η καταβολή του κατώτατου μισθού που προβλέπει η νομοθεσία του Land (ομόσπονδου κράτους) της αναθέτουσας αρχής στους εργαζομένους των υπεργολάβων των διαγωνιζομένων, ακόμη και αν οι υπεργολάβοι αυτοί είναι εγκατεστημένοι εντός άλλου κράτους μέλους και οι παροχές που εντάσσονται στο πλαίσιο της εκτελέσεως της οικείας συμβάσεως εκπληρωθούν στο σύνολό τους εντός του κράτους αυτού.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Η οδηγία 96/71 ορίζει στο άρθρο 1, το οποίο επιγράφεται «Πεδίο εφαρμογής», τα εξής:

«1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις εγκατεστημένες σε κράτος μέλος επιχειρήσεις οι οποίες, στο πλαίσιο διεθνικής παροχής υπηρεσιών, προβαίνουν σε απόσπαση εργαζομένων, σύμφωνα με την παράγραφο 3, στο έδαφος κράτους μέλους.

[…]

3.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται όταν οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 λαμβάνουν ένα από τα ακόλουθα διεθνικά μέτρα:

α)

αποσπούν έναν εργαζόμενο, για λογαριασμό τους και υπό τη διεύθυνσή τους, στο έδαφος κράτους μέλους, στο πλαίσιο σύμβασης που συνάπτεται μεταξύ της επιχείρησης αποστολής και του παραλήπτη της παροχής υπηρεσιών που ασκεί τις δραστηριότητές του στο εν λόγω κράτος μέλος, εφόσον υφίσταται εργασιακή σχέση ανάμεσα στην επιχείρηση αποστολής και τον εργαζόμενο κατά τον χρόνο της απόσπασης

ή

β)

αποσπούν έναν εργαζόμενο, στο έδαφος κράτους μέλους, σε εγκατάσταση ή σε επιχείρηση του ομίλου, εφόσον υφίσταται εργασιακή σχέση ανάμεσα στην επιχείρηση αποστολής και τον εργαζόμενο κατά τον χρόνο της απόσπασης

ή

γ)

όντας επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ή επιχείρηση που διαθέτει εργαζόμενους, αποσπούν εργαζόμενο σε χρήστρια επιχείρηση εγκατεστημένη ή ασκούσα δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους, εφόσον κατά τη διάρκεια της απόσπασης υφίσταται εργασιακή σχέση ανάμεσα στην επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ή την επιχείρηση που διαθέτει εργαζόμενους και τον εργαζόμενο.

[…]»

4

Το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Όροι εργασίας και απασχόλησης», ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε, ανεξάρτητα από το δίκαιο που διέπει τη σχέση εργασίας, οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, να εγγυώνται στους εργαζόμενους που είναι αποσπασμένοι στο έδαφός τους, τους όρους εργασίας και απασχόλησης σχετικά με τα θέματα που αναφέρονται κατωτέρω, οι οποίοι, στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου εκτελείται η εργασία, καθορίζονται από:

νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις

και/ή

συλλογικές συμβάσεις ή διαιτητικές αποφάσεις οι οποίες έχουν αναγορευθεί σε κανόνες γενικής εφαρμογής κατά την έννοια της παραγράφου 8, εφόσον αφορούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα:

[…]

γ)

ελάχιστα όρια μισθού, συμπεριλαμβανομένων των αποζημιώσεων υπερωριακής εργασίας· το παρόν σημείο δεν εφαρμόζεται στα συμπληρωματικά επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα·

[…]

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η έννοια των ελάχιστων ορίων μισθού που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, ορίζεται από τη νομοθεσία ή/και την εθνική πρακτική του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει αποσπασθεί ο εργαζόμενος.»

5

Το άρθρο 26 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ L 134, σ. 114), το οποίο επιγραφόταν «Όροι εκτέλεσης της σύμβασης», όριζε, πριν την κατάργησή του από την οδηγία 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18 (ΕΕ L 94, σ. 65), τα εξής:

«Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να επιβάλλουν ειδικούς όρους σχετικά με την εκτέλεση της σύμβασης, με την προϋπόθεση ότι οι όροι αυτοί είναι συμβατοί με το κοινοτικό δίκαιο και ότι επισημαίνονται στην προκήρυξη διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων. Οι όροι που επιβάλλονται σχετικά με την εκτέλεση μιας σύμβασης μπορούν να αφορούν ιδίως κοινωνικές και περιβαλλοντικές παραμέτρους.»

Το γερμανικό δίκαιο

6

Ο νόμος κατά των περιορισμών του ανταγωνισμού (Gesetz gegen Wettbewerbsbeschränkungen), όπως δημοσιεύθηκε εκ νέου στις 26 Ιουνίου 2013 (BGBl. 2013 I, σ. 1750 και 3245) και του οποίου η τελευταία τροποποίηση έγινε με το άρθρο 2, παράγραφος 78, του νόμου της 7ης Αυγούστου 2013 (BGBl. 2013 I, σ. 3154, στο εξής: GWB), καθιερώνει, στα άρθρα 102 έως 124, ένα σύνολο κανόνων που διέπουν τις προσφυγές στον τομέα των διαδικασιών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, εκ των οποίων ορισμένοι αφορούν τις προσφυγές ενώπιον των Vergabekammern [πρωτοβάθμιων οργάνων επιλύσεως διαφορών από διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων] των Länder, σχετικά με τον έλεγχο των δημοσίων συμβάσεων που καταρτίζουν οι αναθέτουσες αρχές των Länder.

7

Το άρθρο 4 του νόμου του Land της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, σχετικά με τη διασφάλιση της τηρήσεως των κανόνων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, της κοινωνικής νομοθεσίας και του θεμιτού ανταγωνισμού κατά την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων (Gesetz über die Sicherung von Tariftreue und Sozialstandards sowie fairen Wettbewerb bei der Vergabe öffentlicher Aufträge), της 10ης Ιανουαρίου 2012 (στο εξής: TVgG ‐ NRW), ορίζει τα εξής:

«(1)   Οι δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών των οποίων η εκτέλεση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου περί της αποσπάσεως εργαζομένων, [...].

(2)   Οι δημόσιες συμβάσεις [...] στον τομέα των δημοσίων οδικών και σιδηροδρομικών μεταφορών προσώπων [...].

(3)   Οι δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών που δεν καλύπτονται από τις παραγράφους 1 και 2 μπορούν να ανατίθενται μόνο σε επιχειρήσεις οι οποίες, κατά την υποβολή των προσφορών, έχουν δεσμευθεί εγγράφως, με δήλωσή τους προς την αναθέτουσα αρχή, ότι θα καταβάλουν στο προσωπικό τους [...], για την εκπλήρωση της οικείας παροχής, ωρομίσθιο ύψους τουλάχιστον 8,62 ευρώ. Οι επιχειρήσεις, στη δήλωση με την οποία έχουν δεσμευθεί για τα ανωτέρω, οφείλουν να προσδιορίζουν τη φύση της δεσμεύσεως που έχουν αναλάβει αναφορικά με την τήρηση των κανόνων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας καθώς και το κατώτατο ωρομίσθιο που θα καταβάλουν στο προσωπικό που θα χρησιμοποιήσουν για την εκπλήρωση της παροχής. Το ύψος του κατώτατου ωρομισθίου μπορεί να αναπροσαρμόζεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 21, με απόφαση του υπουργείου εργασίας.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

8

Τον Μάιο του 2013 ο Stadt Dortmund προκήρυξε σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης διαγωνισμό με αντικείμενο δημόσια σύμβαση σχετική με την ψηφιοποίηση εγγράφων και τη μετατροπή δεδομένων για την πολεοδομική υπηρεσία του δήμου αυτού. Η αξία της συμβάσεως αυτής ήταν περίπου 300000 ευρώ.

9

Στο σημείο 2 του τεύχους ειδικών όρων του διαγωνισμού, που αφορούσε την τήρηση των διατάξεων του TVgG ‐ NRW, περιλαμβανόταν υπόδειγμα εγγράφου που έπρεπε να υπογράψει ο διαγωνιζόμενος με το οποίο αυτός δήλωνε ότι δεσμευόταν να καταβάλει στους εργαζομένους του κατώτατο ωρομίσθιο 8,62 ευρώ και να απαιτήσει από τους υπεργολάβους του να δεσμευτούν και αυτοί ότι θα τηρήσουν τον κατώτατο αυτό μισθό.

10

Με έγγραφο της 24ης Ιουνίου 2013, το Bundesdruckerei ενημέρωσε τον Stadt Dortmund ότι, αν η σύμβαση τού ανετίθετο, οι παροχές που αποτελούσαν αντικείμενο αυτής θα εκτελούνταν εξ ολοκλήρου σε άλλο κράτος μέλος, και ειδικότερα στην Πολωνία, από υπεργολάβο εγκατεστημένο εντός του κράτους αυτού. Με το εν λόγω έγγραφο, επισήμαινε ότι ο ως άνω υπεργολάβος δεν ήταν σε θέση να δεσμευθεί για την τήρηση του κατώτατου μισθού που επιβάλλουν οι διατάξεις του TVgG ‐ NRW, διότι τέτοιος κατώτατος μισθός δεν προβλεπόταν από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή από τη νομοθεσία του προαναφερθέντος κράτους μέλους και διότι, λαμβανομένων υπόψη των εκεί υφιστάμενων βιοτικών συνθηκών, δεν είθιστο να καταβάλλεται τέτοιος κατώτατος μισθός εντός του κράτους αυτού.

11

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Bundesdruckerei ζήτησε από τον Stadt Dortmund να του επιβεβαιώσει ότι οι υποχρεώσεις του σημείου 2 του τεύχους ειδικών όρων του διαγωνισμού, που αφορούσε την τήρηση των διατάξεων του TVgG ‐ NRW, δεν ίσχυαν έναντι του υπεργολάβου στον οποίο επρόκειτο να απευθυνθεί. Το Bundesdruckerei προσέθετε ότι, κατά την άποψή του, οι ως άνω υποχρεώσεις αντέβαιναν στο δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων.

12

Με έγγραφο της 5ης Αυγούστου 2013, ο Stadt Dortmund απάντησε ότι δεν μπορούσε να ικανοποιήσει το αίτημα του Bundesdruckerei, διότι, ως αναθέτουσα αρχή του Land της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, ήταν υποχρεωμένος να εφαρμόσει τις διατάξεις του TVgG ‐ NRW και διότι, κατ’ αυτόν, οι εν λόγω διατάξεις δεν μπορούσαν να ερμηνευθούν υπό την έννοια την οποία υποστήριζε το Bundesdruckerei.

13

Το Bundesdruckerei άσκησε προσφυγή ενώπιον του Vergabekammer bei der Bezirksregierung Arnsberg (πρωτοβάθμιο όργανο επιλύσεως διαφορών από διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων της περιφέρειας Arnsberg) ζητώντας του, μεταξύ άλλων, να υποχρεώσει τον Stadt Dortmund να τροποποιήσει τα τεύχη του διαγωνισμού και ειδικότερα να προβλέψει ότι οι υποχρεώσεις του σημείου 2 των ειδικών όρων δεν ισχύουν έναντι υπεργολάβων οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι εντός άλλου κράτους μέλους και των οποίων οι εργαζόμενοι απασχολούνται, στο πλαίσιο της εκτελέσεως της δημόσιας συμβάσεως, αποκλειστικώς και μόνον εντός του κράτους αυτού. Προς στήριξη της προσφυγής, το Bundesdruckerei υποστηρίζει ότι οι ως άνω υποχρεώσεις αποτελούν αδικαιολόγητο περιορισμό της κατοχυρωμένης με το άρθρο 56 ΣΛΕΕ ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ο οποίος συνεπάγεται πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση δυνάμενη να εμποδίσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική τη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών από την οικεία επιχείρηση.

14

Ο Stadt Dortmund υποστηρίζει ότι η υποχρέωση που επιβάλλεται στους υπεργολάβους να καταβάλουν τον κατώτατο μισθό που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, του TVgG ‐ NRW είναι σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης. Ειδικότερα, τηρούνται εν προκειμένω οι απαιτήσεις που απορρέουν από την απόφαση Rüffert (C‑346/06, EU:C:2008:189), δεδομένου ότι η υποχρέωση αυτή έχει νόμιμο έρεισμα, και συγκεκριμένα στηρίζεται στον TVgG ‐ NRW. Επομένως, η εν λόγω υποχρέωση μπορεί να επιβληθεί ως ειδικός όρος σχετικός με την εκτέλεση της συμβάσεως, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 26 της οδηγίας 2004/18. Εξάλλου, η ανωτέρω νομοθετική υποχρέωση είναι δικαιολογημένη, όπως επισήμανε ο εθνικός νομοθέτης στην αιτιολογική έκθεση του TVgG ‐ NRW, καθόσον διασφαλίζει την καταβολή εύλογης αμοιβής στους εργαζομένους που απασχολούνται στο πλαίσιο της εκτελέσεως δημοσίων έργων, με αποτέλεσμα να περιορίζεται επίσης η επιβάρυνση των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως.

15

Το Vergabekammer bei der Bezirksregierung Arnsberg εκτιμά καταρχάς ότι πρέπει να χαρακτηριστεί ως «δικαστήριο», κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, με συνέπεια να έχει αρμοδιότητα προς υποβολή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο. Μνημονεύει συναφώς την απόφαση Forposta (πρώην Praxis) και ABC Direct Contact (C‑465/11, EU:C:2012:801).

16

Στη συνέχεια, εκτιμά ότι από το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 3, του TVgG ‐ NRW δεν προκύπτει ότι η υποχρέωση την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή εφαρμόζεται επί διαγωνιζομένων για την ανάθεση δημόσιας συμβάσεως οι οποίοι προτίθενται να αναθέσουν υπεργολαβικά την εκτέλεση των παροχών που αποτελούν αντικείμενο της συμβάσεως σε φορείς εγκατεστημένους αποκλειστικώς και μόνον εντός άλλου κράτους μέλους της Ένωσης, για τον λόγο ότι η προαναφερθείσα διάταξη δεν παρέχει ενδείξεις σχετικά με το εδαφικό πεδίο εφαρμογής της. Αντιθέτως, από τον γενικό σκοπό του TVgG ‐ NRW, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της καταβολής ικανοποιητικού μισθού στους εργαζομένους που απασχολούνται στο πλαίσιο της εκτελέσεως δημόσιας συμβάσεως η οποία έχει ανατεθεί εντός του Land της Βόρειας Ρηνανίας‑Βεστφαλίας, μπορεί να συναχθεί ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, του νόμου αυτού ισχύει στο σύνολο της γερμανικής επικράτειας.

17

Τέλος, το Vergabekammer bei der Bezirksregierung Arnsberg εκτιμά ότι η επέκταση της υποχρεώσεως καταβολής του εν λόγω κατώτατου μισθού σε εργαζομένους που απασχολούνται στο πλαίσιο της εκτελέσεως δημοσίων συμβάσεων εκτός της γερμανικής επικράτειας αποτελεί περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και έμμεση δυσμενή διάκριση έναντι των διαγωνιζομένων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους εντός άλλων κρατών μελών στα οποία οι δομές κόστους είναι πολύ διαφορετικές.

18

Το όργανο αυτό εκτιμά ότι ο ως άνω περιορισμός δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση τον επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος που συνίσταται στην προστασία των εργαζομένων. Ειδικότερα, λαμβανομένων υπόψη των μεγάλων αποκλίσεων του κόστους ζωής στα διάφορα κράτη μέλη της Ένωσης, η υποχρέωση καταβολής του προαναφερθέντος κατώτατου μισθού στους εν λόγω εργαζομένους δεν είναι ικανή να καταστήσει δυνατή την επίτευξη του θεμιτού σκοπού ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση ικανοποιητικής αμοιβής στο πλαίσιο της εκτελέσεως δημοσίων συμβάσεων των αναθετουσών αρχών του Land Nordrhein-Westfalen ούτε είναι αναγκαία προς τον σκοπό αυτό. Το προβλεπόμενο κατώτατο ωρομίσθιο είναι, από την άποψη πολλών κρατών μελών, σαφώς ανώτερο από αυτό που απαιτείται προκειμένου να διασφαλιστεί η καταβολή αμοιβής που κρίνεται ικανοποιητική σε σχέση με το υφιστάμενο κόστος ζωής στα κράτη αυτά. Επιπλέον, όσον αφορά δημόσιες συμβάσεις που εκτελούνται εξ ολοκλήρου εκτός της γερμανικής επικράτειας, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι το γενικό συμφέρον που συνδέεται με την προστασία των εργαζομένων μπορεί να έχει ληφθεί υπόψη από νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο θα εκπληρωθεί η παροχή.

19

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Vergabekammer bei der Bezirksregierung Arnsberg ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιτίθενται τα άρθρα 56 ΣΛΕΕ και 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/71 στην εφαρμογή διατάξεως του εθνικού δικαίου και/ή όρου σχετικού με την ανάθεση δημόσιας συμβάσεως, δυνάμει των οποίων ο διαγωνιζόμενος ο οποίος επιδιώκει να του ανατεθεί η σύμβαση που αποτελεί αντικείμενο του προκηρυχθέντος διαγωνισμού 1) οφείλει να αναλάβει τη δέσμευση να καταβάλει στο προσωπικό που θα χρησιμοποιήσει για την εκτέλεση της συμβάσεως τον οριζόμενο στη διάταξη αυτή μισθό που προβλέπει συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλο κατώτατο μισθό και 2) οφείλει να επιβάλει την ανάληψη της ίδιας ακριβώς δεσμεύσεως στον υπεργολάβο με τον οποίο συνεργάζεται ή θα συνεργαστεί και να υποβάλει στην αναθέτουσα αρχή αντίστοιχη δήλωση δεσμεύσεως του υπεργολάβου, εφόσον α) η διάταξη αυτή προβλέπει την ως άνω υποχρέωση μόνο όσον αφορά τη σύναψη δημοσίων όχι όμως και ιδιωτικών συμβάσεων, και β) ο υπεργολάβος είναι εγκατεστημένος εντός άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι εργαζόμενοί του απασχολούνται, στο πλαίσιο της παροχής των υπηρεσιών που αποτελούν αντικείμενο της συμβάσεως, αποκλειστικώς και μόνο στη χώρα του υπεργολάβου;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

Επί του παραδεκτού

20

Πρέπει προκαταρκτικώς να ελεγχθεί αν το Vergabekammer bei der Bezirksregierung Arnsberg αποτελεί «δικαστήριο», κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και, επομένως, αν η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

21

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο, προκειμένου να εκτιμήσει αν το αιτούν όργανο είναι «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ζήτημα που εμπίπτει αποκλειστικά στο δίκαιο της Ένωσης, λαμβάνει υπόψη μια σειρά στοιχείων, όπως είναι η ίδρυση του οργάνου αυτού με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, το ζήτημα αν η διαδικασία διέπεται από την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή των κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του [αποφάσεις HI, C‑92/00, EU:C:2002:379, σκέψη 25, καθώς και Forposta (πρώην Praxis) και ABC Direct Contact, EU:C:2012:801, σκέψη 17].

22

Συναφώς, από τις διατάξεις των άρθρων 104 και 105 του GWB, οι οποίες διέπουν τις προσφυγές ενώπιον των Vergabekammern όσον αφορά διαδικασίες για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, προκύπτει προδήλως ότι τα όργανα αυτά, τα οποία έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα να εξετάζουν σε πρώτο βαθμό διαφορές μεταξύ οικονομικών φορέων και αναθετουσών αρχών, πληρούν, όταν καλούνται να ασκήσουν την αρμοδιότητα αυτή, τα κριτήρια που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως [βλ., κατ’ αναλογία, όσον αφορά τα όργανα ελέγχου των δημοσίων συμβάσεων, αποφάσεις HI, EU:C:2002:379, σκέψεις 26 και 27, και Forposta (πρώην Praxis) και ABC Direct Contact, EU:C:2012:801, σκέψη 18].

23

Από τα ανωτέρω έπεται ότι το Vergabekammer bei der Bezirksregierung Arnsberg πρέπει να χαρακτηριστεί ως «δικαστήριο», κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, με συνέπεια η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε να είναι παραδεκτή.

Επί της ουσίας

24

Όσον αφορά το περιεχόμενο του προδικαστικού ερωτήματος, διαπιστώνεται ότι, σε αντίθεση με τις περιπτώσεις τις οποίες αφορούσαν άλλες υποθέσεις, όπως η περίπτωση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Rüffert (EU:C:2008:189), η οδηγία 96/71 δεν έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης.

25

Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι ο διαγωνιζόμενος που άσκησε την προσφυγή στην κύρια δίκη δεν προτίθεται να εκτελέσει τη δημόσια σύμβαση μέσω αποσπάσεως, στη γερμανική επικράτεια, εργαζομένων του υπεργολάβου του, θυγατρικής εταιρίας που του ανήκει σε ποσοστό 100 % και είναι εγκατεστημένη στην Πολωνία.

26

Αντιθέτως, κατά το γράμμα του προδικαστικού ερωτήματος, η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά περίπτωση στην οποία «ο υπεργολάβος είναι εγκατεστημένος εντός άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι εργαζόμενοί του απασχολούνται, στο πλαίσιο της παροχής των υπηρεσιών που αποτελούν αντικείμενο της συμβάσεως, αποκλειστικώς και μόνο στη χώρα του υπεργολάβου».

27

Η περίπτωση αυτή δεν εμπίπτει σε κανένα από τα τρία διακρατικά μέτρα που προβλέπονται με το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 96/71, με συνέπεια η οδηγία αυτή να μην έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης.

28

Επιπλέον, μολονότι, όπως υποστηρίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης δημόσια σύμβαση προφανώς εμπίπτει, λόγω αντικειμένου και χρηματικής αξίας, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/18 και ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι απαιτήσεις σχετικά με τον κατώτατο μισθό που επιβάλλει το άρθρο 4, παράγραφος 3, του TVgG ‐ NRW μπορούν να χαρακτηριστούν ως «ειδικοί όροι σχετικά με την εκτέλεση της σύμβασης», ιδίως δε ως «κοινωνικές παράμετροι», που «επισημαίνονται στην προκήρυξη διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων», κατά την έννοια του άρθρου 26 της οδηγίας αυτής, γεγονός πάντως είναι ότι, σύμφωνα με όσα ορίζει η τελευταία αυτή διάταξη, οι εν λόγω απαιτήσεις μπορούν να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι «συμβατές με το κοινοτικό δίκαιο».

29

Από τα ανωτέρω έπεται ότι, με το προδικαστικό ερώτημά του, το Vergabekammer bei der Bezirksregierung Arnsberg ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν, σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, στην οποία ένας διαγωνιζόμενος προτίθεται να εκτελέσει δημόσια σύμβαση χρησιμοποιώντας αποκλειστικώς εργαζομένους τους οποίους απασχολεί υπεργολάβος εγκατεστημένος εντός κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος μέλος της αναθέτουσας αρχής, το άρθρο 56 ΣΛΕΕ αντιτίθεται στην εφαρμογή ρυθμίσεως του κράτους μέλους της αναθέτουσας αρχής που επιβάλλει στον προαναφερθέντα υπεργολάβο την υποχρέωση να καταβάλει στους ως άνω εργαζομένους τον κατώτατο μισθό που ορίζει η εν λόγω ρύθμιση.

30

Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η υποχρέωση καταβολής ορισμένης κατώτατης αμοιβής την οποία επιβάλλει μια εθνική ρύθμιση στους υπεργολάβους διαγωνιζόμενου που είναι εγκατεστημένοι εντός κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος μέλος της αναθέτουσας αρχής και στο οποίο το όριο του κατώτατου μισθού είναι χαμηλότερο, συνιστά πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση η οποία μπορεί να παρεμποδίσει, να παρενοχλήσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την εκπλήρωση της παροχής τους στο κράτος υποδοχής. Συνεπώς, μέτρο, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, μπορεί να συνιστά περιορισμό υπό την έννοια του άρθρου 56 ΣΛΕΕ (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Rüffert, EU:C:2008:189, σκέψη 37).

31

Το μέτρο αυτό μπορεί καταρχήν να χαρακτηριστεί ως δικαιολογημένο με βάση τον σκοπό της προστασίας των εργαζομένων τον οποίο μνημονεύει ρητώς ο νομοθέτης του Land Nordrhein-Westfalen στο σχέδιο νόμου το οποίο ψηφίστηκε στη συνέχεια ως TVgG ‐ NRW, και πιο συγκεκριμένα με βάση τον σκοπό της διασφαλίσεως της καταβολής ικανοποιητικού μισθού στους εργαζομένους, προκειμένου να αποφευχθεί τόσο το «κοινωνικό ντάμπινγκ» όσο και η δυσμενής μεταχείριση των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων που καταβάλλουν στους εργαζομένους τους ικανοποιητικό μισθό.

32

Με αυτά τα δεδομένα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τέτοιο εθνικό μέτρο, στον βαθμό που εφαρμόζεται μόνον επί δημοσίων συμβάσεων, δεν είναι ικανό να επιτύχει τον προαναφερθέντα σκοπό, εφόσον δεν υφίστανται άλλες ενδείξεις βάσει των οποίων να μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι εργαζόμενοι που δραστηριοποιούνται στον ιδιωτικό τομέα δεν χρήζουν της ίδιας προστασίας με τους εργαζομένους που δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο δημοσίων συμβάσεων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Rüffert, EU:C:2008:189, σκέψεις 38 έως 40).

33

Εν πάση περιπτώσει, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση, στον βαθμό που το πεδίο εφαρμογής της καλύπτει περίπτωση όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης, στην οποία εργαζόμενοι εκτελούν δημόσια σύμβαση εντός κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος μέλος της αναθέτουσας αρχής και όπου τα όρια του κατώτατου μισθού είναι χαμηλότερα, παρίσταται δυσανάλογη.

34

Πράγματι, η ως άνω ρύθμιση, καθόσον επιβάλλει, σε μια τέτοια περίπτωση, την καταβολή καθορισμένου κατώτατου μισθού, ο οποίος αντιστοιχεί μεν στον μισθό που απαιτείται προκειμένου να διασφαλίζεται η ικανοποιητική αμοιβή των εργαζομένων εντός του κράτους μέλους της αναθέτουσας αρχής σε σχέση με το εκεί υφιστάμενο κόστος ζωής, πλην όμως δεν έχει σχέση με το κόστος ζωής που υφίσταται στο κράτος μέλος εντός του οποίου θα εκπληρωθούν οι σχετικές με την επίμαχη δημόσια σύμβαση παροχές και, ως εκ τούτου, θα αφαιρούσε από τους υπεργολάβους που είναι εγκατεστημένοι εντός του κράτους μέλους αυτού τη δυνατότητα να αντλήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα από τις εκατέρωθεν υφιστάμενες διαφορές των μισθολογικών ορίων, βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της επιτεύξεως του σκοπού της προστασίας των εργαζομένων.

35

Το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρο μισθολογικής προστασίας δεν μπορεί επίσης να χαρακτηριστεί ως δικαιολογημένο με βάση τον σκοπό της σταθερότητας των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως. Πράγματι, ούτε υποστηρίχθηκε ούτε μπορεί εξάλλου να υποστηριχθεί ότι η εφαρμογή του μέτρου αυτού επί των εμπλεκόμενων Πολωνών εργαζομένων είναι αναγκαία προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος προκλήσεως σοβαρής βλάβης στην οικονομική ισορροπία του γερμανικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Rüffert, EU:C:2008:189, σκέψη 42). Αν οι εργαζόμενοι αυτοί δεν λάμβαναν ικανοποιητικό μισθό και, ως εκ τούτου, εξαναγκάζονταν να αποταθούν στην κοινωνική πρόνοια για να εξασφαλίσουν ένα ελάχιστο επίπεδο αγοραστικής δύναμης, θα είχαν μόνο δικαίωμα σε πολωνικές προνοιακές παροχές. Επομένως, η συνέπεια αυτή δεν θα επιβάρυνε το γερμανικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως.

36

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, στην οποία ένας διαγωνιζόμενος προτίθεται να εκτελέσει δημόσια σύμβαση χρησιμοποιώντας αποκλειστικώς εργαζομένους τους οποίους απασχολεί υπεργολάβος εγκατεστημένος εντός κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος μέλος της αναθέτουσας αρχής, το άρθρο 56 ΣΛΕΕ αντιτίθεται στην εφαρμογή ρυθμίσεως του κράτους μέλους της αναθέτουσας αρχής που επιβάλλει στον προαναφερθέντα υπεργολάβο την υποχρέωση να καταβάλει στους ως άνω εργαζομένους τον κατώτατο μισθό που ορίζει η εν λόγω ρύθμιση.

Επί των δικαστικών εξόδων

37

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, στην οποία ένας διαγωνιζόμενος προτίθεται να εκτελέσει δημόσια σύμβαση χρησιμοποιώντας αποκλειστικώς εργαζομένους τους οποίους απασχολεί υπεργολάβος εγκατεστημένος εντός κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος μέλος της αναθέτουσας αρχής, το άρθρο 56 ΣΛΕΕ αντιτίθεται στην εφαρμογή ρυθμίσεως του κράτους μέλους της αναθέτουσας αρχής που επιβάλλει στον προαναφερθέντα υπεργολάβο την υποχρέωση να καταβάλει στους ως άνω εργαζομένους τον κατώτατο μισθό που ορίζει η εν λόγω ρύθμιση.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.