ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 4ης Σεπτεμβρίου 2014 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως — Ταμείο συνοχής — Μείωση της χρηματοδοτικής συνδρομής — Λήψη της αποφάσεως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή — Ύπαρξη προθεσμίας — Μη τήρηση της ταχθείσας προθεσμίας — Συνέπειες»

Στην υπόθεση C‑197/13 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 16 Απριλίου 2013,

Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενo από τoν A. Rubio González,

αναιρεσείον,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την S. Pardo Quintillán και τον D. Recchia, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano, πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet, E. Levits, S. Rodin και F. Biltgen (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Μαρτίου 2014,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε, το Βασίλειο της Ισπανίας ζήτησε την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, Ισπανία κατά Επιτροπής (T‑540/10, EU:T:2013:47, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε προσφυγή του με αντικείμενο, κυρίως, αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως C(2010) 6154 τελικό της Επιτροπής, της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, περί μειώσεως της χρηματοδοτικής ενισχύσεως του Ταμείου Συνοχής για τα στάδια του έργου «Γραμμή υψηλής ταχύτητας Μαδρίτη-Σαραγόσα-Βαρκελώνη-γαλλικά σύνορα. Τμήμα γραμμής Lérida-Martorell (πλατφόρμα). Υποτμήμα IX-A» (CCI 2001.ES.16.C.PT.005), «Γραμμή υψηλής ταχύτητας Μαδρίτη-Σαραγόσα-Βαρκελώνη-γαλλικά σύνορα. Τμήμα γραμμής Lérida-Martorell (πλατφόρμα). Υποτμήμα X-B (Avinyonet del Penedés-Sant Sadurní d’Anoia)» (CCI 2001.ES.16.C.PT.008), «Γραμμή υψηλής ταχύτητας Μαδρίτη-Σαραγόσα-Βαρκελώνη-γαλλικά σύνορα. Τμήμα γραμμής Lérida-Martorell (πλατφόρμα). Υποτμήματα XI-A και XI - B (Sant Sdurní d’Anoia - Gelida)» (CCI 2001.ES.16.C.PT.009), «Γραμμή υψηλής ταχύτητας Μαδρίτη-Σαραγόσα-Βαρκελώνη-γαλλικά σύνορα. Τμήμα γραμμής Lérida-Martorell (πλατφόρμα). Υποτμήμα IX-C» (CCI 2001.ES.16.C.PT.010) (στο εξής: επίμαχη απόφαση) και, επικουρικώς, αίτημα ακυρώσεως της εν λόγω αποφάσεως όσον αφορά τις διορθώσεις που εφαρμόστηκαν στις τροποποιήσεις που προέκυψαν από την υπέρβαση των ορίων θορύβου (υποτμήμα IX-A), την τροποποίηση του γενικού χωροταξικού σχεδίου του Δήμου της Santa Oliva (υποτμήμα IX-A) και τις μεταβολές των γεωτεχνικών συνθηκών (υποτμήματα X-B, XI-A, XI-B και IX-C), μειώνοντας κατά 2348201,96 ευρώ το ύψος των διορθώσεων που αποφάσισε η Επιτροπή.

Το νομικό πλαίσιο

2

Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο παρέθεσε ως εξής το νομικό πλαίσιο.

3

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού (EΚ) 1164/94 του Συμβουλίου, της 16ης Μαΐου 1994, για την ίδρυση του Ταμείου Συνοχής (ΕΕ L 130, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί, από τον κανονισμό (EΚ) 1264/1999 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1999 (ΕΕ L 161, σ. 57), και τον κανονισμό (EΚ) 1265/1999 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1999 (ΕΕ L 161, σ. 62, στο εξής: κανονισμός 1164/94 όπως έχει τροποποιηθεί):

«Το Ταμείο παρέχει οικονομική συνδρομή σε έργα που συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στην Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στον τομέα του περιβάλλοντος και στον τομέα των διευρωπαϊκών δικτύων υποδομής των μεταφορών στα κράτη μέλη, τα οποία έχουν κατά κεφαλή ακαθάριστο προϊόν (ΑΕΠ) χαμηλότερο του 90 % του κοινοτικού μέσου όρου, υπολογιζόμενο με βάση ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης, και τα οποία διαθέτουν ήδη πρόγραμμα που αποσκοπεί στην πλήρωση των όρων οικονομικής σύγκλισης, που αναφέρονται στο άρθρο [126 ΣΛΕΕ].»

4

Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1164/94, όπως έχει τροποποιηθεί, ορίζει τα εξής:

«Τα έργα που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο πρέπει να συμβιβάζονται με τις διατάξεις των συνθηκών, με τις πράξεις που εγκρίθηκαν βάσει αυτών και με τις κοινοτικές πολιτικές, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος, τις μεταφορές, τα διευρωπαϊκά δίκτυα, τον ανταγωνισμό και τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων.»

5

Το παράρτημα II του κανονισμού 1164/94, όπως έχει τροποποιηθεί, σχετικά με τις «Διατάξεις εφαρμογής», περιλαμβάνει ένα άρθρο H, υπό τον τίτλο «Δημοσιονομικές διορθώσεις», που έχει ως εξής:

«1.

Αν, μετά από την ολοκλήρωση των απαιτουμένων εξακριβώσεων, η Επιτροπή καταλήξει στο συμπέρασμα:

α)

ότι η υλοποίηση ενός έργου δεν δικαιολογεί ούτε μέρος ούτε το σύνολο της συνδρομής που χορηγήθηκε σε αυτό, συμπεριλαμβανομένης της παράλειψης συμμόρφωσης με κάποιον από τους όρους που περιέχονται στην απόφαση χορήγησης της συνδρομής, και ιδίως εάν σημειώθηκε κάποια σημαντική μεταβολή ως προς τη φύση ή τους όρους εκτέλεσης του έργου για την οποία δεν ζητήθηκε η έγκριση της Επιτροπής ή

β)

ότι σημειώθηκαν παρατυπίες όσον αφορά τη συνδρομή από το Ταμείο και ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν έχει λάβει τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα,

η Επιτροπή αναστέλλει τη συνδρομή σχετικά με το εν λόγω έργο και, αιτιολογώντας την απόφασή της, ζητά από το κράτος μέλος να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός καθορισμένης προθεσμίας.

Εάν το κράτος μέλος έχει αντιρρήσεις για τις παρατηρήσεις της Επιτροπής, η Επιτροπή καλεί αυτό το κράτος μέλος σε ακρόαση κατά την οποία και τα δύο μέρη καταβάλλουν προσπάθειες να επιτύχουν συμφωνία σχετικά με τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτές.

2.

Κατά το τέλος της περιόδου που ορίζει η Επιτροπή, η Επιτροπή, υπό τον όρον ότι τηρείται η δέουσα διαδικασία, οφείλει, αν δεν επιτευχθεί συμφωνία εντός τριών μηνών και λαμβάνοντας υπόψη τις τυχόν παρατηρήσεις του κράτους μέλους, να αποφασίσει:

[…]

β)

να πραγματοποιήσει τις απαιτούμενες δημοσιονομικές διορθώσεις. Αυτό σημαίνει ακύρωση εν όλω ή εν μέρει της συνδρομής που χορηγείται στο συγκεκριμένο έργο.

Στις αποφάσεις αυτές, τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. Η Επιτροπή, όταν αποφασίζει το ποσό μιας διόρθωσης, λαμβάνει υπόψη της το είδος της παρατυπίας ή μεταβολής και την έκταση των ενδεχόμενων δημοσιονομικών επιπτώσεων από τις τυχόν ελλείψεις στα συστήματα διαχείρισης ή ελέγχου. Κάθε μείωση ή ακύρωση της συνδρομής, συνεπάγεται ανάκτηση των καταβληθέντων ποσών.

[…]

4.

Η Επιτροπή θεσπίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής των παραγράφων 1 έως 3 και ενημερώνει σχετικά τα κράτη μέλη και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.»

6

Το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΚ) 1386/2002 της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 2002, για θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1164/94 όσον αφορά τα συστήματα διαχείρισης και ελέγχου και τη διαδικασία πραγματοποίησης των δημοσιονομικών διορθώσεων σε σχέση με τις ενισχύσεις που χορηγούνται στο πλαίσιο του Ταμείου Συνοχής (ΕΕ L 201, σ. 5), ορίζει τα εξής:

«1.   Το οικείο κράτος μέλος διαθέτει προθεσμία δύο μηνών για να απαντήσει σε αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο Η, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) 1164/94 για να υποβάλει τα σχόλιά του και να προβεί ενδεχομένως σε διορθώσεις, εκτός από δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις όπου η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτή την προθεσμία.

2.   Σε περίπτωση που η Επιτροπή προτείνει δημοσιονομικές διορθώσεις κατά παρεκβολή ή κατ’ αποκοπή, δίνεται στο κράτος μέλος η ευκαιρία να αποδείξει, μέσω εξέτασης των σχετικών φακέλων, ότι η πραγματική σοβαρότητα της παρατυπίας ήταν μικρότερη από την εκτίμηση της Επιτροπής. Το κράτος μέλος, σε συμφωνία με την Επιτροπή, δύναται να περιορίσει το πεδίο της εξέτασης σε ένα κατάλληλο ποσοστό ή ένα δείγμα των σχετικών φακέλων.

Εκτός από δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, η χρονική παράταση που χορηγείται για αυτή την εξέταση δεν μπορεί να υπερβεί περαιτέρω την περίοδο δύο μηνών μετά τη δίμηνη περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Τα αποτελέσματα αυτής της εξέτασης εξετάζονται με τον τρόπο που προσδιορίζεται στο άρθρο H, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) 1164/94. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη κάθε αποδεικτικό στοιχείο που παρέχεται από το κράτος μέλος εντός των προαναφερόμενων προθεσμιών.

3.   Όταν το κράτος μέλος έχει αντιρρήσεις σχετικά με τις παρατηρήσεις που διατύπωσε η Επιτροπή και πραγματοποιείται ακρόαση δυνάμει του άρθρου H, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) 1164/94, η τρίμηνη προθεσμία εντός της οποίας μπορεί να λάβει απόφαση η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του εν λόγω κανονισμού αρχίζει να υπολογίζεται από την ημερομηνία της ακρόασης.»

Το ιστορικό της διαφοράς και η επίμαχη απόφαση

7

Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 11 έως 20 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και μπορεί να συνοψισθεί ως εξής.

8

Με τις αποφάσεις C(2001) 4051, της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C(2001) 4085, της 19ης Δεκεμβρίου 2001, C(2001) 4086, της 19ης Δεκεμβρίου 2001, και C(2001) 4087, της 19ης Δεκεμβρίου 2001, όπως έχει τροποποιηθεί, η Επιτροπή ενέκρινε τη χορήγηση χρηματοδοτικής συνδρομής στο πλαίσιο του Ταμείου Συνοχής για διάφορα στάδια του έργου σχετικά με τη σιδηροδρομική γραμμή υψηλής ταχύτητας μεταξύ Μαδρίτης (Ισπανία) και γαλλικών συνόρων.

9

Για καθένα από τα εν λόγω στάδια του έργου, η Επιτροπή απηύθυνε πρόταση περατώσεως στο Βασίλειο της Ισπανίας, αντιστοίχως, με έγγραφο της 2ας Ιουνίου 2008, με δύο έγγραφα της 18ης Δεκεμβρίου 2008 και με έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2008. Καθεμία από τις εν λόγω προτάσεις περιλάμβανε δημοσιονομικές διορθώσεις λόγω παρατυπιών κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων.

10

Δεδομένου ότι οι ισπανικές αρχές εξέφρασαν τη διαφωνία τους ως προς τις προτάσεις περατώσεως της Επιτροπής με τρία έγγραφα της 16ης Φεβρουαρίου 2009, και με έγγραφο της 15ης Ιουλίου 2008, κλήθηκαν να διατυπώσουν προφορικά τις απόψεις τους στις 11 Μαρτίου 2010.

11

Το Βασίλειο της Ισπανίας απέστειλε συμπληρωματικά στοιχεία στην Επιτροπή με το από 26 Μαρτίου 2010 έγγραφο και τέσσερα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 3ης Μαΐου 2010.

12

Στις 13 Σεπτεμβρίου 2010, η Επιτροπή έλαβε την επίμαχη απόφαση.

13

Με την απόφαση αυτή, η οποία κοινοποιήθηκε στο Βασίλειο της Ισπανίας στις 14 Σεπτεμβρίου 2010, η Επιτροπή διαπίστωσε διάφορες παρατυπίες κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης περί δημοσίων συμβάσεων οι οποίες αφορούσαν ανάθεση, χωρίς προηγούμενη δημοσίευση, τροποποιημένης συμβάσεως ή συμπληρωματικών εργασιών είτε απευθείας είτε μέσω διαδικασίας με διαπραγμάτευση, όσον αφορά τα στάδια του έργου περί του οποίου επρόκειτο. Κατά συνέπεια, μείωσε κατά 2728733,65 ευρώ τη συνολική συνδρομή που είχε χορηγηθεί για τα στάδια αυτά.

Η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

14

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Νοεμβρίου 2010, το Βασίλειο της Ισπανίας άσκησε προσφυγή ζητώντας, κυρίως, την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως και, επικουρικώς, την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως, καθόσον αφορούσε τις διορθώσεις που εφαρμόστηκαν στις τροποποιήσεις οι οποίες προέκυψαν από την υπέρβαση των ορίων θορύβου, την τροποποίηση του γενικού χωροταξικού σχεδίου του Δήμου της Santa Oliva και τις μεταβολές των γεωτεχνικών συνθηκών, μειώνοντας κατά 2348201,96 ευρώ το ύψος των διορθώσεων που αποφάσισε η Επιτροπή.

15

Προς στήριξη της προσφυγής του, το Βασίλειο της Ισπανίας προέβαλε κυρίως, δύο λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούσαν, αντιστοίχως, τη μη τήρηση από την Επιτροπή της προθεσμίας του άρθρου H, παράγραφος 2, του κανονισμού 1164/94, όπως έχει τροποποιηθεί, και εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 20, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών (ΕΕ L 199, σ. 84), καθώς και, επικουρικώς, λόγο που αφορούσε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της εν λόγω οδηγίας.

16

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως αβάσιμη.

17

Όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο το Βασίλειο της Ισπανίας προέβαλε κατ’ ουσία ότι η τήρηση της προθεσμίας των τριών μηνών που προβλέπει τόσο το άρθρο H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94 , όπως έχει τροποποιηθεί, όσο και το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1386/2002 προϋπέθεταν ότι η απόφαση περί δημοσιονομικής διορθώσεως έπρεπε να είχε ληφθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημερομηνία της ακροάσεως ή, τουλάχιστον, από την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή έλαβε τα συμπληρωτικά στοιχεία που είχε αποστείλει η Ισπανική Κυβέρνηση, και ότι, ως εκ τούτου, η επίμαχη απόφαση εκδόθηκε καθυστερημένα και, επομένως, είναι παράνομη, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 29 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, όπως προκύπτει από την απόφασή του Ελλάδα κατά Επιτροπής (T‑404/05, EU:T:2008:510, σκέψη 44), η οποία επικυρώθηκε με τη διάταξη του Δικαστηρίου Ελλάδα κατά Επιτροπής (C‑43/09 P, EU:C:2010:36), το άρθρο H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94, όπως έχει τροποποιηθεί, δεν προβλέπει προθεσμία εντός της οποίας οφείλει η Επιτροπή να λάβει την απόφασή της. Εξάλλου, η ερμηνεία αυτή συνάγεται ρητώς από το γράμμα της συγκεκριμένης διατάξεως. Η προβλεπόμενη προθεσμία των τριών μηνών αφορούσε την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους.

18

Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 33 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, μολονότι το γαλλικό κείμενο της εν λόγω διατάξεως ορίζει ότι, «[à] l’expiration d’un délai fixé par la Commission, dans le respect de la procédure applicable, en l’absence d’accord et compte tenu des observations éventuelles de l’État membre, la Commission décide, dans un délai de trois mois», η διάταξη αυτή σε όλες τις γλώσσες πλην της γαλλικής έχει διατυπωθεί κατά τρόπο διαφορετικό, καθόσον η φράση «εντός τριών μηνών» [«dans un délai de trois mois»] συναρτάται προς την απουσία συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων. Όπως προκύπτει, ιδίως, από την απόφαση Bacardi (C‑253/99, EU:C:2001:490, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), η ανάγκη ομοιόμορφης ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης αποκλείει τη μεμονωμένη εξέταση μιας νομοθετικής πράξεως, αλλά απαιτεί, σε περίπτωση αμφιβολίας, η πράξη αυτή να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται υπό το πρίσμα της αποδόσεώς της στις λοιπές επίσημες γλώσσες.

19

Υπό τις συνθήκες αυτές, η προθεσμία των τριών μηνών του άρθρου H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94, όπως έχει τροποποιηθεί, παρέχει τη δυνατότητα στο οικείο κράτος μέλος να υποβάλει στην Επιτροπή, κατόπιν της ακροάσεως, συμπληρωματικά στοιχεία και στην Επιτροπή να λάβει υπόψη τα στοιχεία αυτά και η Επιτροπή αποφασίζει μόνο «αν δεν επιτευχθεί συμφωνία εντός τριών μηνών και λαμβάνοντας υπόψη τις τυχόν παρατηρήσεις του κράτους μέλους» (σκέψη 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

20

Όσον αφορά την απάντηση του Βασιλείου της Ισπανίας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία παρατέθηκε στη σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία συνυπάρχουν δύο ταυτόχρονες προθεσμίες αρχόμενες από την ημερομηνία της ακροάσεως, ήτοι, αφενός, η τασσόμενη από το άρθρο H, παράγραφος 2, του παραρτήματος ΙI του κανονισμού 1164/94, όπως έχει τροποποιηθεί, που αφορά την επίτευξη συμφωνίας με το οικείο κράτος μέλος, και, αφετέρου, η προβλεπόμενη από το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1386/2002, που αφορά τη λήψη από την Επιτροπή αποφάσεως για την πραγματοποίηση των απαιτούμενων διορθώσεων, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η απάντηση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

21

Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη, στη σκέψη 33 της εν λόγω αποφάσεως, ότι «το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1386/2002 ορίζει απλώς την ημερομηνία από την οποία η προθεσμία για τη λήψη της αποφάσεως δυνάμει του άρθρου H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94 [όπως έχει τροποποιηθεί] άρχιζε να υπολογίζεται», αλλά, όπως προκύπτει από τη σκέψη 29 της εν λόγω αποφάσεως, η εν λόγω διάταξη δεν προβλέπει «καμία προθεσμία εντός της οποίας η Επιτροπή οφείλει να λάβει την απόφασή της».

22

Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 34 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, εφόσον εκτελεστικός κανονισμός, όπως ο κανονισμός 1386/2002, πρέπει να ερμηνεύεται, κατά το μέτρο του δυνατού, σύμφωνα με τις διατάξεις του βασικού κανονισμού, ενδεχόμενη ερμηνεία του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1386/2002 υπό την έννοια ότι η Επιτροπή διαθέτει αποκλειστικώς και μόνον προθεσμία τριών μηνών για να λάβει την επίμαχη απόφαση δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

23

Εξάλλου, στη σκέψη 35 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε ότι η προτεινόμενη από Βασίλειο της Ισπανίας ερμηνεία των δύο προαναφερθεισών διατάξεων «καθιστούσε άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας την προθεσμία του άρθρου H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94, όπως έχει τροποποιηθεί, καθώς από αυτήν προέκυπτε ότι, σε περίπτωση που υπήρχαν δύο διακριτές αλλά ταυτόχρονες προθεσμίες, η Επιτροπή όφειλε να λάβει απόφαση, δυνάμει της συγκεκριμένης διατάξεως, εντός της προθεσμίας των τριών μηνών κατά τη διάρκεια της οποίας επιχειρούσε να επιτύχει συμφωνία με το οικείο κράτος μέλος».

24

Το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε, στις σκέψεις 36 έως 38 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο συμπέρασμα ότι, «εφόσον το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1386/2002 ορίζει απλώς και μόνον την ημερομηνία από την οποία αρχίζει να υπολογίζεται η προθεσμία για τη λήψη της αποφάσεως του άρθρου H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94 [όπως έχει τροποποιηθεί]», στερείται, εν προκειμένω, λυσιτέλειας το γεγονός ότι στο ισπανικό, το δανικό, το γερμανικό και το ολλανδικό κείμενο του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1386/2002 προβλέπεται προθεσμία τριών μηνών εντός της οποίας η Επιτροπή «πρέπει να λάβει» ή «λαμβάνει» απόφαση, ενώ στο σλοβενικό κείμενο του ίδιου άρθρου αναφέρεται κατά τρόπο γενικό η «απόφαση δυνάμει του άρθρου H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του εν λόγω κανονισμού» και στην απόδοση της συγκεκριμένης διατάξεως στις υπόλοιπες γλώσσες προβλέπεται προθεσμία τριών μηνών κατά τη διάρκεια της οποίας η Επιτροπή «μπορεί» να λάβει απόφαση δυνάμει του άρθρου H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του εν λόγω κανονισμού, συνεπώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

25

Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε επίσης τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας, αντιστοίχως στις σκέψεις 41 έως 66 και 70 έως 113 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

Αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

26

Με την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να αποφανθεί οριστικώς επί της διαφοράς ακυρώνοντας την επίμαχη απόφαση της Επιτροπής, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

27

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της, και

να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

28

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει δύο λόγους αναιρέσεως, οι οποίοι αφορούν πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά, πρώτον, τη μη τήρηση της προθεσμίας του άρθρου H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94, όπως έχει τροποποιηθεί, για τη λήψη της επίμαχης αποφάσεως και, δεύτερον, την έννοια της κατακυρώσεως στο πλαίσιο της οδηγίας 93/38.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

29

Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι το άρθρο H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94 όπως έχει τροποποιηθεί δεν επιβάλλει προθεσμία στην Επιτροπή για τη λήψη της επίμαχης αποφάσεως.

30

Κατά το συγκεκριμένο κράτος μέλος, η εν λόγω διάταξη έχει, αντιθέτως, την έννοια ότι τάσσει προθεσμία στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή, ελλείψει συμφωνίας με το οικείο κράτος μέλος κατά τη διάρκεια της ακροάσεως που προβλέπει το άρθρο H, παράγραφος 1, του ίδιου παραρτήματος, οφείλει να λάβει απόφαση περί μειώσεως της πληρωμής έναντι ή περί δημοσιονομικών διορθώσεων.

31

Ειδικότερα, μόνον η ερμηνεία που προτείνει το Βασίλειο της Ισπανίας είναι σε θέση να προσδώσει νόημα και πρακτική αποτελεσματικότητα στις κρίσιμες διατάξεις.

32

Συγκεκριμένα, το άρθρο H του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94, όπως έχει τροποποιηθεί, τάσσει, στην παράγραφο 2, προθεσμία τριών μηνών που αρχίζει να υπολογίζεται «κατά το τέλος της περιόδου που ορίζει η Επιτροπή», η οποία δεν μπορεί παρά να είναι η προθεσμία που προβλέπει η παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, in fine, του ίδιου άρθρου, που ορίζει ότι «η Επιτροπή […] ζητά […] από το κράτος μέλος να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός καθορισμένης προθεσμίας». Η προθεσμία αυτή λήγει πριν την ακρόαση που προβλέπει η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου H και αποβλέπει στο να καταστεί δυνατή η επίτευξη συμφωνίας μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους. Αντιθέτως, το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1386/2002 αφορά άλλη προθεσμία τριών μηνών, καθόσον σε αυτό μνημονεύεται ρητώς το άρθρο H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94, όπως έχει τροποποιηθεί, η δε προθεσμία αυτή αρχίζει να υπολογίζεται από την ημερομηνία της ακροάσεως που προβλέπει ο κανονισμός 1164/94, όπως έχει τροποποιηθεί. Σκοπός των προαναφερθεισών διατάξεων είναι ο ορισμός προθεσμίας μετά την παρέλευση της οποίας η Επιτροπή υποχρεούται να λάβει απόφαση περί δημοσιονομικής διορθώσεως, σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των μερών. Αν το εν λόγω άρθρο 18, παράγραφος 3, είχε την έννοια ότι όριζε απλώς την έναρξη της προθεσμίας των τριών μηνών εντός της οποίας τα μέρη έχουν τη δυνατότητα να καταλήξουν σε συμφωνία, θα στερούνταν πρακτικής αποτελεσματικότητας, δεδομένου ότι το άρθρο H του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94, όπως έχει τροποποιηθεί, ορίζει σαφώς το χρονικό σημείο κατά το οποίο λήγει η συγκεκριμένη προθεσμία.

33

Κατά συνέπεια, αν κατά το τέλος της προθεσμίας των τριών μηνών από την ημερομηνία της ακροάσεως η Επιτροπή δεν έχει λάβει απόφαση περί δημοσιονομικής διορθώσεως, το εν λόγω θεσμικό όργανο υποχρεούται να προβεί στην πληρωμή και να πραγματοποιήσει τις απαραίτητες δημοσιονομικές διορθώσεις, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, η δε λήψη αποφάσεως μετά την εκπνοή της εν λόγω προθεσμίας είναι παράνομη, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν έχει πλέον την αναγκαία νομική βάση για να εφαρμόσει τέτοιου είδους μέτρο. Ειδικότερα, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή μπορεί να ορίζει κατά το δοκούν το χρονικό σημείο λήψεως τόσο σημαντικής για τον οικονομικό προγραμματισμό των οικείων εθνικών αρχών αποφάσεως.

34

Επιπροσθέτως, τέτοιου είδους ερμηνεία παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να γνωρίζουν συμφώνως προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου, ήτοι εντός αρκούντως σύντομης και εκ των προτέρων προσδιορίσιμης προθεσμίας, αν οι πραγματοποιηθείσες δαπάνες χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Συνοχής. Η εν λόγω ερμηνεία ενισχύεται εξάλλου από το γεγονός ότι στην ανακοίνωση (2011) C‑332/01 της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και το Ελεγκτικό Συνέδριο, σχετικά με τους ετήσιους λογαριασμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Οικονομικό έτος 2010 (ΕΕ 2011, C 332, σ. 1), ορίζεται, στη σελίδα 63 σχετικά με την πολιτική συνοχής, ότι «η Επιτροπή διαθέτει προθεσμία τριών μηνών από την ημερομηνία της επίσημης ακρόασης με το κράτος μέλος (έξι μήνες για τα προγράμματα της περιόδου 2007-2013) για να λάβει απόφαση επίσημης δημοσιονομικής διόρθωσης και εντολή είσπραξης με σκοπό την επιστροφή εκ μέρους του κράτους μέλους».

35

Επιπλέον, στηρίζοντας τη συλλογιστική του, στη σκέψη 29 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε παραπομπή στην απόφασή του Ελλάδα κατά Επιτροπής (EU:T:2008:510), καθώς και στη διάταξη του Δικαστηρίου Ελλάδα κατά Επιτροπής (EU:C:2010:36), το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε κατά εσφαλμένο τρόπο τις εν λόγω αποφάσεις, καθόσον, αφενός, όπως ρητώς επισήμανε το Δικαστήριο στην προαναφερθείσα διάταξή του, το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1386/2002 δεν εφαρμοζόταν στο έργο περί του οποίου επρόκειτο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκαν οι εν λόγω δύο αποφάσεις και, αφετέρου, το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί της ουσίας του νομικού ζητήματος που θέτει επί του παρόντος το Βασίλειο της Ισπανίας.

36

Η Επιτροπή ανταπαντά, πρώτον, ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν εξήγησε στην αίτηση αναιρέσεως για ποιον λόγο η παραπομπή εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου στην απόφαση Ελλάδα κατά Επιτροπής (EU:T:2008:510), καθώς και στη διάταξη του Δικαστηρίου Ελλάδα κατά Επιτροπής (EU:C:2010:36), στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, συνιστά πλάνη περί το δίκαιο. Το συγκεκριμένο σκέλος του λόγου αναιρέσεως είναι διατυπωμένο κατά τρόπο αόριστο και δεν περιέχει συνεκτικά νομικά επιχειρήματα στρεφόμενα ειδικώς κατά της εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα αυτό, και, ως εκ τούτου, είναι απαράδεκτο.

37

Εν πάση περιπτώσει, το συγκεκριμένο σκέλος είναι αβάσιμο, καθώς το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο βασίζοντας τη συλλογιστική του στην ερμηνεία που δόθηκε στον κανονισμό 1164/94, όπως έχει τροποποιηθεί, στην εν λόγω απόφαση και την οποία επιβεβαίωσε το Δικαστήριο, κατά τρόπο έμμεσο μεν αναγκαίο δε, στη διάταξη Ελλάδα κατά Επιτροπής (EU:C:2010:36), κατά την οποία το άρθρο H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του εν λόγω κανονισμού δεν επιβάλλει στην Επιτροπή καμία προθεσμία για τη λήψη της αποφάσεώς της περί δημοσιονομικής διορθώσεως.

38

Δεύτερον, η Επιτροπή θεωρεί ότι κατ’ ουσίαν το Βασίλειο της Ισπανίας επαναλαμβάνει ενώπιον του Δικαστηρίου τη θέση που είχε ήδη υποστηρίξει πρωτοδίκως.

39

Συγκεκριμένα, η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη, καθόσον, υποστηρίζοντας ότι η περίοδος των τριών μηνών συνιστούσε προθεσμία μετά το τέλος της οποίας η Επιτροπή δεν μπορούσε να εφαρμόσει πλέον δημοσιονομικές διορθώσεις κατόπιν της παρελεύσεώς της, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν επεξηγεί κατά ποιον τρόπο το επιχείρημα αυτό συνδέεται με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ούτε σε τι συνίσταται η παράβαση την οποία διέπραξε εν προκειμένω το Γενικό Δικαστήριο, με αποτέλεσμα ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως να συνιστά απλώς αίτημα επανεξετάσεως της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής.

40

Επιπλέον, το συγκεκριμένο σκέλος του λόγου αναιρέσεως είναι εν πάση περιπτώσει αβάσιμο. Καταρχάς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο κανονισμός 1164/94, όπως έχει τροποποιηθεί, προβλέπει προθεσμία τριών μηνών, η παρέλευση της προθεσμίας αυτής δεν μπορεί να συνεπάγεται αδυναμία της Επιτροπής να δράσει. Ειδικότερα, δεδομένου ότι ο εν λόγω κανονισμός αποβλέπει στο να διασφαλίσει ότι οι εθνικές δαπάνες πραγματοποιούνται από τα κράτη μέλη βάσει των κανόνων του δικαίου της Ένωσης, η προθεσμία αυτή δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ενδεικτική, με την επιφύλαξη ενδεχόμενης προσβολής των συμφερόντων κράτους μέλους, πράγμα που δεν απέδειξε εν προκειμένω το Βασίλειο της Ισπανίας. Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, εν προκειμένω, μετά την ακρόαση της 11ης Μαρτίου 2010, το Βασίλειο της Ισπανίας απέστειλε στην Επιτροπή συμπληρωματικά στοιχεία στις 26 Μαρτίου 2010 και στις 3 Μαΐου 2010, το διάστημα των 4 μηνών και 10 ημερών μεταξύ της προαναφερθείσας ημερομηνίας και της ημερομηνίας κατά την οποία ελήφθη η επίμαχη απόφαση πρέπει να θεωρηθεί απολύτως εύλογο. Τέλος, η ερμηνεία την οποία πρότεινε το Βασίλειο της Ισπανίας όχι μόνο είναι αβάσιμη αλλά και παράλογη και αντιφατική. Ειδικότερα, ορθώς απεφάνθη το Γενικό Δικαστήριο ότι η προθεσμία του άρθρου H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94, όπως έχει τροποποιηθεί, αφορά αποκλειστικώς την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους και ότι το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1386/2002 δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι επιβάλλει στην Επιτροπή προθεσμία τριών μηνών για τη λήψη αποφάσεως περί δημοσιονομικής διορθώσεως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

– Επί του παραδεκτού

41

Όσον αφορά το παραδεκτό του πρώτου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν οι ενστάσεις απαραδέκτου που πρότεινε η Επιτροπή.

42

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τα άρθρα 256 ΣΛΕΕ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα και πρέπει να στηρίζεται σε λόγους που αφορούν αναρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, πλημμέλειες κατά την ενώπιόν του διαδικασία που θίγουν τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος ή παραβίαση του δικαίου της Ένωσης από το Γενικό Δικαστήριο (βλ., συναφώς, απόφαση Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ., C‑136/92 P, EU:C:1994:211, σκέψη 47).

43

Επιπλέον, από τα άρθρα 256 ΣΛΕΕ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου καθώς και τα άρθρα 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και 196, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό (βλ., ιδίως, αποφάσεις Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, C‑352/98 P, EU:C:2000:361, σκέψη 34, Interporc κατά Επιτροπής, C‑41/00 P, EU:C:2003:125, σκέψη 15, καθώς και Reynolds Tobacco κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑131/03 P, EU:C:2006:541, σκέψη 49).

44

Συγκεκριμένα, δεν πληροί τις επιταγές περί αιτιολογήσεως που απορρέουν από τις διατάξεις αυτές η αίτηση αναιρέσεως η οποία περιορίζεται στην επανάληψη ή στην κατά γράμμα παράθεση των λόγων και επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, περιλαμβανομένων και εκείνων που στηρίζονται σε πραγματικούς ισχυρισμούς που έχουν ρητώς απορριφθεί από αυτό (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Interporc κατά Επιτροπής, EU:C:2003:125, σκέψη 16). Συγκεκριμένα, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως αποτελεί στην πραγματικότητα αίτηση για απλή επανεξέταση του δικογράφου της προσφυγής που κατατέθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Reynolds Tobacco κ.λπ. κατά Επιτροπής, EU:C:2006:541, σκέψη 50).

45

Εντούτοις, σε περίπτωση που ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από το Γενικό Δικαστήριο, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατά την εξέταση αιτήσεως αναιρέσεως (βλ. απόφαση Salzgitter κατά Επιτροπής, C‑210/98 P, EU:C:2000:397, σκέψη 43). Πράγματι, αν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει, κατά τον τρόπο αυτόν, την αίτησή του αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που είχε ήδη προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η αναιρετική διαδικασία θα καθίστατο εν μέρει άνευ αντικειμένου (απόφαση Interporc κατά Επιτροπής, EU:C:2003:125, σκέψη 17).

46

Πάντως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πληροί τις προαναφερθείσες απαιτήσεις.

47

Ειδικότερα, εν προκειμένω, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι το άρθρο H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94, όπως έχει τροποποιηθεί, δεν επιβάλλει καμία προθεσμία στην Επιτροπή για την λήψη αποφάσεως περί δημοσιονομικής διορθώσεως, παραβίασε το δίκαιο της Ένωσης.

48

Υπό αυτές τις συνθήκες, το Βασίλειο της Ισπανίας, όχι μόνο δεν επαναλαμβάνει απλώς τα προβληθέντα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου επιχειρήματα και δεν ζητεί την εκ νέου εξέταση της ουσίας της πρωτόδικης προσφυγής του, αλλά και στρέφεται κατά της απαντήσεως που έδωσε ρητώς στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Γενικό Δικαστήριο σε νομικό ζήτημα, πράγμα που υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου.

49

Είναι παραδεκτή αίτηση αναιρέσεως με την οποία προβάλλονται, ενώπιον του Δικαστηρίου, λόγοι που αντλούνται από την ίδια την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και στρέφονται νομικώς κατά της βασιμότητάς της (απόφαση Stadtwerke Schwäbisch Hall κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑176/06 P, EU:C:2007:730, σκέψη 17).

50

Επιπροσθέτως, και αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, το Βασίλειο της Ισπανίας προσδιορίζει επακριβώς τα νομικά επιχειρήματα που προβάλλει εν προκειμένω.

51

Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως του Βασιλείου της Ισπανίας είναι παραδεκτός.

– Επί της ουσίας

52

Όσον αφορά την εξέταση της ουσίας του πρώτου λόγου αναιρέσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 30 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η έννοια του άρθρου H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94, όπως έχει τροποποιηθεί, διαφέρει στις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις της συγκεκριμένης διατάξεως.

53

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το γαλλικό κείμενο του άρθρου, δυνάμει του οποίου, ελλείψει συμφωνίας των μερών, η Επιτροπή αποφασίζει «dans un délai de trois mois», η προβλεπόμενη σε αυτό προθεσμία των τριών μηνών συναρτάται με τη λήψη της αποφάσεως περί δημοσιονομικών διορθώσεων.

54

Αντιθέτως, στις λοιπές γλωσσικές αποδόσεις της ίδιας διατάξεως, η προθεσμία των τριών μηνών συναρτάται με την έλλειψη συμφωνίας μεταξύ των μερών.

55

Συνιστά πάγια νομολογία ότι, προκειμένου να διασφαλισθεί η ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή του ίδιου κειμένου, σε περίπτωση αποκλίσεως μεταξύ δύο γλωσσικών αποδόσεων διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, η επίμαχη διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται με κριτήριο το πλαίσιο και τον σκοπό της κανονιστικής ρυθμίσεως της οποίας αποτελεί στοιχείο (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση DR και TV2 Danmark, C‑510/10, EU:C:2012:244, σκέψη 45 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

56

Συναφώς, όσον αφορά το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται το άρθρο H, παράγραφος 2, του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού 1164/94 όπως έχει τροποποιηθεί, επισημαίνεται ότι το Ταμείο Συνοχής συστάθηκε, συμφώνως προς το άρθρο 130Δ, δεύτερο εδάφιο, EΚ, από τον κανονισμό 1164/94 ως είχε αρχικώς.

57

Το άρθρο H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του εν λόγω κανονισμού, ως είχε αρχικώς, προέβλεπε απλώς ότι, σε περίπτωση υπάρξεως παρατυπίας ή μη πληρώσεως ενός από τους όρους που αναφέρονται στην απόφαση περί χορηγήσεως της συνδρομής, η Επιτροπή μπορούσε να μειώσει, να αναστείλει ή να ακυρώσει τη συνδρομή για τη συγκεκριμένη δράση, χωρίς, εντούτοις, να υπάρχει χρονικός περιορισμός για την άσκηση της συγκεκριμένης αρμοδιότητας.

58

Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 3 της παρούσας αποφάσεως, ο εν λόγω κανονισμός τροποποιήθηκε, μεταξύ άλλων, από τον κανονισμό 1265/1999, ο οποίος αντικατέστησε το γράμμα του άρθρου H του παραρτήματος II από το παρατεθέν στη σκέψη 5 της παρούσας αποφάσεως, η παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο του οποίου αποτελούν το αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς. Η τροποποίηση αυτή έγινε βάσει του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 1164/94 ως είχε αρχικώς, κατά το οποίο το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποφασίζοντας κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 130Δ της Συνθήκης, επανεξετάζει τον παρόντα κανονισμό πριν το τέλος του 1999.

59

Από το προοίμιο του κανονισμού 1265/1999, και ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 1, 2, 4 και 5 αυτού, προκύπτει ότι το εν λόγω παράρτημα II τροποποιήθηκε προς τον σκοπό αυξήσεως της αποτελεσματικότητας του Ταμείου Συνοχής, απλουστεύσεως του συστήματος δημοσιονομικής διαχείρισης, προβλέποντας πάντως αυξημένο έλεγχο του υποστατού των δαπανών και βελτίωση καθώς και συστηματοποίηση της συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους στον τομέα του ελέγχου των έργων.

60

Ο κανονισμός 1164/94, όπως έχει τροποποιηθεί, εφαρμοζόταν από το 2000 έως το 2006. Ειδικότερα, αφενός, οι κανονισμοί 1264/1999 και 1265/1999, με τους οποίους τροποποιήθηκε ο κανονισμός 1164/94 ως είχε αρχικώς, τέθηκαν σε ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2000 και, αφετέρου, κατά το άρθρο 1, σημείο 11, του κανονισμού 1264/1999, ο κανονισμός 1164/94, όπως έχει τροποποιηθεί το 1999, έπρεπε να επανεξετασθεί το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006.

61

Ο κανονισμός 1386/2002 εκδόθηκε από την Επιτροπή προκειμένου να προσδιορισθούν οι όροι εφαρμογής του κανονισμού 1164/94 όπως έχει τροποποιηθεί. Κατ’ εφαρμογή του άρθρου του 23, ο κανονισμός 1386/2002 τέθηκε σε ισχύ στις 7 Αυγούστου 2002 και εφαρμόζεται, δυνάμει του άρθρου του 1, στα σχέδια που εγκρίθηκαν για πρώτη φορά μετά την 1η Ιανουαρίου 2000.

62

Όπως προκύπτει από το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1386/2002, που παραπέμπει ρητώς στο άρθρο H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94, η Επιτροπή διαθέτει προθεσμία τριών μηνών για να λάβει απόφαση περί δημοσιονομικής διορθώσεως δυνάμει του άρθρου H, παράγραφος 2, η οποία αρχίζει να υπολογίζεται από την ημερομηνία της ακροάσεως.

63

Όλες οι γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1386/2002 συγκλίνουν σχετικώς.

64

Κατά τη διάρκεια της περιόδου που αναφέρθηκε στη σκέψη 60 της παρούσας αποφάσεως, ο κανονισμός (EΚ) 1260/1999 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1999, περί γενικών διατάξεων για τα διαρθρωτικά ταμεία (ΕΕ L 161, σ. 1), ο οποίος, κατά το άρθρο του 2, εφαρμοζόταν στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Ταμείο, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, Τμήμα «Προσανατολισμού» καθώς και στο Χρηματοδοτικό Μέσο Προσανατολισμού της Αλιείας, όριζε, στο άρθρο του 39, παράγραφος 3, ότι «[μ]ετά την εκπνοή της προθεσμίας που τάσσει η Επιτροπή, εάν δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία και εάν το κράτος μέλος δεν έχει προβεί στις διορθώσεις, και λαμβάνοντας υπόψη τις τυχόν παρατηρήσεις του κράτους μέλους, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει εντός τριών μηνών» να μειώσει την πληρωμή έναντι ή να πραγματοποιήσει τις απαιτούμενες δημοσιονομικές διορθώσεις, καταργώντας εν όλω ή εν μέρει τη συμμετοχή των Ταμείων στη συγκεκριμένη παρέμβαση.

65

Όσον αφορά το γράμμα της εν λόγω διατάξεως στις διάφορες γλωσσικές της αποδόσεις, δεν υπάρχουν αποκλίσεις όμοιες με αυτές που αναφέρθηκαν στις σκέψεις 53 και 54 της παρούσας αποφάσεως.

66

Με διατύπωση παρεμφερή με αυτή του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1386/2002, το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού (EΚ) 448/2001 της Επιτροπής, της 2ας Μαρτίου 2001, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1260/1999 του Συμβουλίου όσον αφορά τη διαδικασία διενέργειας δημοσιονομικών διορθώσεων στην παρέμβαση που χορηγείται στο πλαίσιο των διαρθρωτικών ταμείων (ΕΕ L 64, σ. 13), προβλέπει ότι όταν το κράτος μέλος έχει αντιρρήσεις σχετικά με τις παρατηρήσεις που διατύπωσε η Επιτροπή και λαμβάνει χώρα ακρόαση δυνάμει του άρθρου 39 παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1260/1999, «η τρίμηνη προθεσμία εντός της οποίας αποφασίζει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 39, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού αρχίζει να υπολογίζεται από την ημερομηνία της ακρόασης».

67

Όσον αφορά το νομικό ζήτημα που αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση ένδικης διαφοράς, η διατύπωση της προαναφερθείσας διατάξεως επίσης δεν παρουσιάζει αποκλίσεις στις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις του εν λόγω κανονισμού.

68

Ο κανονισμός 1260/1999 καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1083/2006 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2006, περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και το Ταμείο Συνοχής και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 1260/1999 (ΕΕ L 210, σ. 25), ο οποίος εφαρμόζεται, κατά το άρθρο του 1, παράγραφος 1, στα εν λόγω Ταμεία, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που περιέχουν οι κανονισμοί οι οποίοι καλύπτουν τα μεμονωμένα καθεστώτα ενισχύσεων.

69

Οι δημοσιονομικές διορθώσεις που μπορούν να γίνουν από την Επιτροπή διέπονται πλέον από τους κοινούς κανόνες των τριών Ταμείων, τους οποίους προβλέπουν τα άρθρα 99 έως 102 του εν λόγω κανονισμού.

70

Η παράγραφος 5 του άρθρου 100, υπό τον τίτλο «Διαδικασία», του κανονισμού 1083/2006 ορίζει ότι «[ε]λλείψει συμφωνίας, η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση σχετικά με τη δημοσιονομική διόρθωση εντός έξι μηνών από την ημερομηνία της ακρόασης, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία και τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν κατά τη διαδικασία [·] [σ]την περίπτωση που δεν πραγματοποιηθεί ακρόαση, ο υπολογισμός της εξάμηνης περιόδου αρχίζει να υπολογίζεται δύο μήνες από την ημερομηνία της προσκλητήριας επιστολής της Επιτροπής».

71

Συναφώς, σκόπιμο είναι να διευκρινισθεί, αφενός, ότι, όσον αφορά το επίμαχο ζήτημα στην υπό κρίση διαφορά, η παράγραφος 5 του άρθρου 100 έχει πανομοιότυπη διατύπωση στις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις του κανονισμού 1083/2006 και, αφετέρου, ότι ο κανονισμός (EΚ) 1084/2006 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2006, για την ίδρυση Ταμείου Συνοχής και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 1164/94 (ΕΕ L 210, σ. 79), δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη σχετικά με τη διαδικασία που ακολουθείται στον τομέα των δημοσιονομικών διορθώσεων, όπως εξάλλου και ο κανονισμός (EΚ) 1828/2006 της Επιτροπής, της 8ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση κανόνων σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 1083/2006 και του κανονισμού (ΕΚ) 1080/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΕ L 371, σ. 1).

72

Το ίδιο ισχύει και για τον κανονισμό (ΕΕ) 1303/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί καθορισμού κοινών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής και Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1083/2006 (ΕΕ L 347, σ. 320). Ειδικότερα, το άρθρο του 145, παράγραφος 6, ορίζει ότι, «[γ]ια την επιβολή δημοσιονομικών διορθώσεων, η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση σχετικά με τη δημοσιονομική διόρθωση, με εκτελεστική πράξη, εντός έξι μηνών από την ημερομηνία της ακρόασης ή από την ημερομηνία παραλαβής των συμπληρωματικών στοιχείων, όταν το κράτος μέλος δεχθεί να υποβάλει τα εν λόγω συμπληρωματικά στοιχεία μετά την ακρόαση[·] [η] Επιτροπή λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία και τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν κατά τη διαδικασία[·] [ε]άν δεν πραγματοποιηθεί ακρόαση, ο υπολογισμός της εξάμηνης περιόδου αρχίζει να υπολογίζεται δύο μήνες από την ημερομηνία της προσκλητήριας σε ακρόαση επιστολής της Επιτροπής».

73

Το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής είναι παρεμφερές στις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις του κανονισμού 1303/2013.

74

Εξάλλου, ο κανονισμός (ΕE) 1300/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με το Ταμείο Συνοχής και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 1084/2006 (ΕΕ L 347, σ. 281), δεν ρυθμίζει τη διαδικασία που εφαρμόζεται σε περίπτωση δημοσιονομικών διορθώσεων. Το ίδιο ισχύει και για το σχέδιο του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕE) της Επιτροπής, για τη συμπλήρωση του κανονισμού 1303/2013, το οποίο διαβιβάσθηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 3 Μαρτίου 2014.

75

Όπως προκύπτει από την προηγηθείσα ανάλυση, μόνο η εφαρμοστέα στο αρχικό διάστημα, από το 1994 έως το 1999, νομοθεσία δεν τάσσει προθεσμία για τη λήψη της αποφάσεως περί δημοσιονομικής διορθώσεως από την Επιτροπή.

76

Αντιθέτως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, από το 2000, τόσο ο κανονισμός 1260/1999 όσο και οι κανονισμοί 1083/2006 και 1303/2013, οι οποίοι τέθηκαν σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2007 και την 1η Ιανουαρίου 2014, καθώς και οι διάφοροι εκτελεστικοί κανονισμοί των εν λόγω κανονισμών που εξέδωσε η Επιτροπή, τάσσουν προθεσμία.

77

Δεδομένου ότι το άρθρο H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94, όπως έχει τροποποιηθεί, σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2000, παρουσιάζει αποκλίσεις στις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις του εν λόγω κανονισμού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι είναι πράγματι σκόπιμο να διευκρινισθεί το ακριβές του νόημα λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω διάταξη, ήτοι, εν προκειμένω, οι παρεμφερείς κανονισμοί στον τομέα διαχειρίσεως των Ταμείων της Ένωσης.

78

Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι όλοι οι κανονισμοί που εφαρμόζονται από το 2000 στον συγκεκριμένο τομέα επιβεβαιώνουν τη θέση του Βασιλείου της Ισπανίας ότι η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει αποφάσεις περί δημοσιονομικής διορθώσεως εντός ορισμένης προθεσμίας, ο υπολογισμός της οποίας είναι ασφαλώς δυνατό να διαφέρει, αλλά την ύπαρξη της οποίας προβλέπει αναμφίβολα ο νομοθέτης της Ένωσης.

79

Συναφώς, το γεγονός ότι ο κανονισμός 1260/1999 αυτός καθεαυτόν δεν τυγχάνει εφαρμογής στο Ταμείο Συνοχής δεν αναιρεί την προαναφερθείσα ερμηνεία, δεδομένου ότι το γράμμα του άρθρου 39, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού και του άρθρου H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94, όπως έχει τροποποιηθεί, είναι σχεδόν πανομοιότυπο και ασφαλώς δεν δικαιολογείται η συνάρτηση, στον δεύτερο κανονισμό, της προθεσμίας με την έλλειψη συμφωνίας μεταξύ των μερών, ενώ στον πρώτο κανονισμό η προθεσμία αυτή αφορά τη λήψη αποφάσεως από την Επιτροπή.

80

Η προαναφερθείσα ερμηνεία δικαιολογείται ακόμη περισσότερο αν ληφθεί υπόψη ότι οι μεταγενέστεροι κανονισμοί, τόσο του Συμβουλίου όσο και της Επιτροπής, επιβεβαιώνουν ότι η Επιτροπή υποχρεούται να τηρεί ορισμένη προθεσμία όταν λαμβάνει απόφαση περί δημοσιονομικής διορθώσεως.

81

Πρέπει να προστεθεί, όσον αφορά πιο συγκεκριμένα, τον κανονισμό 1386/2002, αντικείμενο του οποίου είναι ο καθορισμός των λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού 1164/94, όπως έχει τροποποιηθεί, στον οποίο ανήκει η επίμαχη στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς διάταξη, ότι η θέση που υποστήριξε η Επιτροπή και επικύρωσε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 36 και 39 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία το άρθρο 18 του κανονισμού 1386/2002 ορίζει απλώς την ημερομηνία από την οποία αρχίζει να υπολογίζεται η προθεσμία για τη λήψη της αποφάσεως βάσει του άρθρου H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94, όπως έχει τροποποιηθεί, δεν μπορεί να γίνει δεκτή, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν θα μπορούσε να ορίσει το χρονικό σημείο ενάρξεως προθεσμίας για τη λήψη της αποφάσεως που προβλέπει το άρθρο H αν δεν υπήρχε τέτοιου είδους προθεσμία.

82

Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι από το 2000 η Επιτροπή οφείλει να τηρεί νόμιμη προθεσμία όταν λαμβάνει απόφαση περί δημοσιονομικής διορθώσεως.

83

Το συμπέρασμα αυτό, συναγόμενο από συστηματική ερμηνεία των εφαρμοστέων κανονισμών του Συμβουλίου και της Επιτροπής, ενισχύεται και από το χωρίο της σελίδας 63 της ανακοινώσεως (2011) C‑332/01 της ίδιας της Επιτροπής, το οποίο επικαλέσθηκε το Βασίλειο της Ισπανίας προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως.

84

Επιπλέον, το συμπέρασμα αυτό συνάδει με τον σκοπό του άρθρου 161, πρώτο εδάφιο, EΚ (νυν άρθρο 177 ΣΛΕΕ), κατά το οποίο ο νομοθέτης της Ένωσης καθορίζει «τους γενικούς κανόνες που εφαρμόζονται στα ταμεία», καθότι η προσέγγιση αυτή οδηγεί κατ’ ανάγκη σε εναρμόνιση των εφαρμοστέων στον τομέα αυτό κανόνων. Η εναρμόνιση καθίσταται αναγκαία κατά μείζονα λόγο όσον αφορά τους διαδικαστικούς κανόνες. Συναφώς, είναι σκόπιμο να παρατηρηθεί ότι, από το 2007, οι διαδικαστικοί κανόνες, μεταξύ άλλων, εναρμονίσθηκαν πράγματι στο πλαίσιο κανονισμού του Συμβουλίου περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το σύνολο των Ταμείων της Ένωσης. Οι προαναφερθέντες διαδικαστικοί κανόνες ενισχύουν πλήρως την ερμηνεία κατά την οποία η λήψη αποφάσεως περί δημοσιονομικής διορθώσεως πρέπει να λαμβάνεται εντός προκαθορισμένης από τον νομοθέτη προθεσμίας.

85

Εξάλλου, η ερμηνεία αυτή δεν είναι ικανή να επηρεάσει τη συνοχή και την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας δημοσιονομικής διορθώσεως που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης, καθόσον η προβλεπόμενη από τον νομοθέτη προθεσμία καταλείπει στην Επιτροπή επαρκές χρονικό διάστημα για τη λήψη της αποφάσεώς της, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των διαβουλεύσεών της με το οικείο κράτος μέλος.

86

Αντιθέτως, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού 1265/1999, η διαδικασία που έθεσε σε εφαρμογή ο νομοθέτης της Ένωσης στον τομέα των δημοσιονομικών διορθώσεων βασίζεται σε συνεργασία μεταξύ του οικείου κράτους μέλους και της Επιτροπής, η οποία πρέπει να στηρίζεται στην ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μελών. Υπό τις συνθήκες αυτές, θα αντέβαινε προς την επιταγή της ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών, η απαίτηση το κράτος μέλος να τηρεί ορισμένες προθεσμίες, αν η απαίτηση αυτή δεν ίσχυε στην περίπτωση της Επιτροπής.

87

Πράγματι, συνιστά πάγια νομολογία ότι η αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας όχι μόνο επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για την εξασφάλιση της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης, αλλά επιβάλλει επιπλέον στα θεσμικά της όργανα αμοιβαίες υποχρεώσεις ειλικρινούς συνεργασίας με τα κράτη μέλη (βλ., επ’ αυτού, διάταξη Zwartveld κ.λπ., C‑2/88 IMM, EU:C:1990:315, σκέψη 10).

88

Επιπλέον, όσον αφορά εν προκειμένω αποφάσεις έχουσες σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις, είναι προς το συμφέρον τόσο του οικείου κράτους μέλους όσο και της Επιτροπής να είναι προβλέψιμο το πέρας της διαδικασίας δημοσιονομικής διορθώσεως, πράγμα που προϋποθέτει την ύπαρξη προκαθορισμένης προθεσμίας για τη λήψη της τελικής αποφάσεως. Επίσης, πρέπει να επισημανθεί ότι η υπέρβαση της προβλεπόμενης προθεσμίας για τη λήψη αποφάσεως περί δημοσιονομικής διορθώσεως δεν είναι συμβατή με τη γενική αρχή της χρηστής διοικήσεως.

89

Υπό το πρίσμα των προεκτεθεισών εκτιμήσεων, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 29 και 33 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το άρθρο H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94, όπως έχει τροποποιηθεί, δεν προβλέπει καμία προθεσμία εντός της οποίας η Επιτροπή οφείλει να λάβει την απόφασή της περί δημοσιονομικής διορθώσεως, καθότι η προθεσμία των τριών μηνών στην οποία παραπέμπει η ως άνω διάταξη αφορά την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους.

90

Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθεί ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως.

Επί της πρωτόδικης προσφυγής

91

Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, αν η αναίρεση κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση.

92

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έχει στη διάθεσή του τα στοιχεία που είναι απαραίτητα προκειμένου να αποφανθεί οριστικώς επί της προσφυγής ακυρώσεως που άσκησε το Βασίλειο της Ισπανίας κατά της επίμαχης αποφάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

93

Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 56 έως 89 της παρούσας αποφάσεως, η λήψη από την Επιτροπή αποφάσεως περί δημοσιονομικής διορθώσεως, από το 2000, υπόκειται στην τήρηση ορισμένης προθεσμίας.

94

Η διάρκεια της προθεσμίας διαφέρει αναλόγως της εφαρμοστέας νομοθεσίας.

95

Επομένως, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94 όπως έχει τροποποιηθεί και 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1386/2002, η προθεσμία μετά το τέλος της οποίας η Επιτροπή όφειλε να λάβει την απόφαση περί δημοσιονομικής διορθώσεως ήταν τρεις μήνες από την ημερομηνία της ακροάσεως.

96

Δυνάμει του άρθρου 100, παράγραφος 5, του κανονισμού 1083/2006, η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση σχετικά με τη δημοσιονομική διόρθωση εντός έξι μηνών από την ημερομηνία της ακροάσεως και, στην περίπτωση που δεν πραγματοποιηθεί ακρόαση, ο υπολογισμός της εξάμηνης περιόδου αρχίζει δύο μήνες μετά την ημερομηνία της προσκλητήριας επιστολής της Επιτροπής.

97

Δυνάμει του άρθρου 145, παράγραφος 6, του κανονισμού 1303/2013, η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση εντός έξι μηνών από την ημερομηνία της ακρόασης ή από την ημερομηνία παραλαβής των συμπληρωματικών στοιχείων, όταν το κράτος μέλος δεχθεί να υποβάλει τα εν λόγω συμπληρωματικά στοιχεία μετά την ακρόαση. Στην περίπτωση που δεν πραγματοποιηθεί ακρόαση, ο υπολογισμός της εξάμηνης περιόδου αρχίζει δύο μήνες μετά την ημερομηνία της προσκλητήριας επιστολής της Επιτροπής.

98

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, καίτοι ο κανονισμός 1265/1999, που τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1164/94, τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2000, εντούτοις, από το άρθρο 108, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1083/2006 προκύπτει ότι το άρθρο 100 αυτού τυγχάνει εφαρμογής από 1ης Ιανουαρίου 2007, συμπεριλαμβανομένων των προγενέστερων της περιόδου 2007-2013 προγραμμάτων. Εξάλλου, τούτο είναι σύμφωνο με την αρχή κατά την οποία οι διαδικαστικοί κανόνες τυγχάνουν εφαρμογής αμέσως μετά τη θέση τους σε ισχύ.

99

Όσον αφορά το άρθρο 145 του κανονισμού 1303/2013, κατά το άρθρο 154, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, τυγχάνει εφαρμογής από 1ης Ιανουαρίου 2014.

100

Εν προκειμένω, η ακρόαση έλαβε χώρα στις 11 Μαρτίου 2010, ενώ η Επιτροπή έλαβε την επίμαχη απόφαση μόλις στις 13 Σεπτεμβρίου 2010.

101

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, είναι προφανές ότι εν προκειμένω η Επιτροπή δεν τήρησε την εξάμηνη προθεσμία του άρθρου 100, παράγραφος 5, του κανονισμού 1083/2006.

102

Αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται η Επιτροπή, το γεγονός ότι η επίμαχη νομοθεσία δεν προβλέπει ρητώς ότι, σε περίπτωση μη τηρήσεως της προθεσμίας για τη λήψη της αποφάσεως περί της δημοσιονομικής διορθώσεως, η Επιτροπή δεν μπορεί πλέον να λάβει την απόφαση αυτή, είναι άνευ σημασίας, δεδομένου ότι η πρόβλεψη προθεσμίας εντός της οποίας πρέπει να ληφθεί απόφαση τέτοιας φύσεως αρκεί αφ’ εαυτής.

103

Επιπλέον, η μη τήρηση των διαδικαστικών κανόνων που διέπουν την έκδοση βλαπτικής πράξεως συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, 68/86, EU:C:1988:85, σκέψεις 48 και 49), την οποία ο δικαστής της Ένωσης δύναται να εξετάσει ακόμη και αυτεπαγγέλτως (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις Επιτροπή κατά ICI, C‑286/95 P, EU:C:2000:188, σκέψη 51, καθώς και Επιτροπή κατά Solvay, C-287/95 P και C‑288/95 P, EU:C:2000:189, σκέψη 55). Επομένως, η μη έκδοση της επίμαχης αποφάσεως από την Επιτροπή εντός της ταχθείσας από τον νομοθέτη της Ένωσης προθεσμίας συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου.

104

Ως εκ τούτου, η επίμαχη απόφαση δεν εκδόθηκε νομοτύπως και, κατά συνέπεια, πρέπει να ακυρωθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

105

Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

106

Το άρθρο 138, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, που εφαρμόζεται κατ’ αναίρεση δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, αυτού, προβλέπει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Βασίλειο της Ισπανίας είναι ο νικήσας διάδικος στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας και ότι η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου έγινε δεκτή, η Επιτροπή καταδικάζεται, σύμφωνα με τα αιτήματα του Βασιλείου της Ισπανίας, στα δικά της έξοδα καθώς και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το εν λόγω κράτος μέλος, τόσο πρωτοδίκως όσο και στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ισπανία κατά Επιτροπής (T‑540/10, EU:T:2013:49).

 

2)

Ακυρώνει την απόφαση C(2010) 6154 τελικό της Επιτροπής, της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, περί μειώσεως της χρηματοδοτικής ενισχύσεως του Ταμείου Συνοχής για τα στάδια του έργου «Γραμμή υψηλής ταχύτητας Μαδρίτη-Σαραγόσα-Βαρκελώνη-γαλλικά σύνορα. Τμήμα γραμμής Lérida-Martorell (πλατφόρμα). Υποτμήμα IX-A» (CCI 2001.ES.16.C.PT.005), «Γραμμή υψηλής ταχύτητας Μαδρίτη-Σαραγόσα-Βαρκελώνη-γαλλικά σύνορα. Τμήμα γραμμής Lérida-Martorell (πλατφόρμα). Υποτμήμα X-B (Avinyonet del Penedés-Sant Sadurní d’Anoia)» (CCI 2001.ES.16.C.PT.008), «Γραμμή υψηλής ταχύτητας Μαδρίτη-Σαραγόσα-Βαρκελώνη-γαλλικά σύνορα. Τμήμα γραμμής Lérida-Martorell (πλατφόρμα). Υποτμήματα XI-A και XI-B (Sant Sdurní d’Anoia-Gelida)» (CCI 2001.ES.16.C.PT.009), «Γραμμή υψηλής ταχύτητας Μαδρίτη-Σαραγόσα-Βαρκελώνη-γαλλικά σύνορα. Τμήμα γραμμής Lérida-Martorell (πλατφόρμα). Υποτμήμα IX-C» (CCI 2001.ES.16.C.PT.010).

 

3)

Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα του Βασιλείου της Ισπανίας και στα δικαστικά της έξοδα, τόσο στην ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία όσο και στο πλαίσιο της αναιρετικής δίκης.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.