ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 19ης Δεκεμβρίου 2012 ( *1 )

«Παράβαση κράτους μέλους — Άρθρο 56 ΣΛΕΕ — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Εθνική ρύθμιση που επιβάλλει στους αυτοαπασχολούμενους οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη υποχρέωση δηλώσεως πριν την άσκηση της σχετικής με την παροχή υπηρεσιών δραστηριότητάς τους — Ποινικές κυρώσεις — Εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Αντικειμενικά δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση — Επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος — Πρόληψη της απάτης — Καταπολέμηση του αθέμιτου ανταγωνισμού — Προστασία των αυτοαπασχολούμενων — Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση C-577/10,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 258 ΣΛΕΕ λόγω παραβάσεως, που ασκήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2010,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον E. Traversa, την C. Vrignon και τον J.-P. Keppenne, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Βασιλείου του Βελγίου, εκπροσωπούμενου από τις M. Jacobs και C. Pochet, επικουρούμενες από τον S. Rodrigues, avocat,

καθού,

υποστηριζόμενου από το

Βασίλειο της Δανίας, εκπροσωπούμενο από τους C. Vang και S. Juul Jørgensen, καθώς και από τη V. Pasternak Jørgensen, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνον,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, προεδρεύοντα του τέταρτου τμήματος, J.-C. Bonichot, C. Toader, A. Prechal και E. Jarašiūnas (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón

γραμματέας: R. Şereş, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 29ης Μαρτίου 2012,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 19ης Ιουλίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την υπό κρίση προσφυγή, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο του Βελγίου, θεσπίζοντας τις διατάξεις των άρθρων 137, σημείο 8, 138, τρίτη περίπτωση, 153 και 157, σημείο 3, του προγραμματικού νόμου (I) της 27ης Δεκεμβρίου 2006 (Moniteur belge της 28ης Δεκεμβρίου 2006, σ. 75178), όπως ισχύει από 1ης Απριλίου 2007 (στο εξής: επίμαχες διατάξεις και προγραμματικός νόμος αντιστοίχως) και επιβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στους αυτοαπασχολούμενους οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος, πλην του Βασιλείου του Βελγίου, την υποχρέωση να προβαίνουν σε δήλωση πριν την άσκηση της σχετικής με την παροχή υπηρεσιών δραστηριότητάς τους στο Βέλγιο (στο εξής: δήλωση Limosa), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 56 ΣΛΕΕ.

2

Με την από 11 Απριλίου 2011 διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου, έγινε δεκτή η παρέμβαση του Βασιλείου της Δανίας υπέρ του Βασιλείου του Βελγίου.

Το εθνικό δίκαιο

3

Το κεφάλαιο VIII του σχετικού με τις κοινωνικές ασφαλίσεις τίτλου IV του προγραμματικού νόμου αφορά την «υποχρέωση δηλώσεως για τους αποσπασμένους μισθωτούς και τους διακινούμενους αυτοαπασχολούμενους». Συμπληρώθηκε με το βασιλικό διάταγμα της 20ής Μαρτίου 2007 που εκδόθηκε σε εκτέλεση του ως άνω κεφαλαίου (Moniteur belge της 28ης Μαρτίου 2007, σ. 16975), όπως τροποποιήθηκε με το βασιλικό διάταγμα της 31ης Αυγούστου 2007 (Moniteur belge της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, σ. 48537) (στο εξής: βασιλικό διάταγμα).

4

Η επίδικη υποχρέωση δηλώσεως εντάσσεται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σχεδίου, καλούμενου «Limosa», από το ακρωνύμιο των λέξεων της φράσης «Landenoverschrijdend Informatiesysteem ten behoeve van Migratieonderzoek bij de Sociale Administratie» (διασυνοριακό σύστημα πληροφοριών προς εξυπηρέτηση των δημόσιων υπηρεσιών κοινωνικών ασφαλίσεων στις έρευνές τους σχετικά με τους διακινούμενους εργαζομένους, στο εξής: σύστημα Limosa). Σκοπός του σχεδίου αυτού είναι η δημιουργία μιας ενιαίας ηλεκτρονικής θυρίδας για το σύνολο των ενεργειών που συνδέονται με την εργασία στο Βέλγιο. Οι πληροφορίες που συλλέγονται στο πλαίσιο της δηλώσεως Limosa τροφοδοτούν επομένως ένα κεντρικό μητρώο και καθίστανται διαθέσιμες, για στατιστικούς και ελεγκτικούς σκοπούς, ιδίως στις ομοσπονδιακές και περιφερειακές εποπτικές αρχές του Βελγίου, μέσω μιας κοινής πλατφόρμας λογισμικού.

Ο προγραμματικός νόμος

5

Το άρθρο 137 του προγραμματικού νόμου ορίζει τα εξής:

«Για την εφαρμογή του παρόντος κεφαλαίου και των σχετικών εκτελεστικών διαταγμάτων, νοείται ως:

[...]

7o

αυτοαπασχολούμενος: το φυσικό πρόσωπο που ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα, αλλά όχι στο πλαίσιο συμβάσεως εργασίας ή έννομης σχέσεως δημοσίου δικαίου·

8o

διακινούμενος αυτοαπασχολούμενος:

a)

το πρόσωπο, κατά την έννοια του σημείου 7, το οποίο εργάζεται συνήθως στο έδαφος μιας ή περισσότερων χωρών εκτός του Βελγίου και ασκεί, είτε παράλληλα είτε προσωρινά, μία ή περισσότερες ανεξάρτητες δραστηριότητες στο Βέλγιο χωρίς να είναι μόνιμος κάτοικος,

b)

το πρόσωπο που μεταβαίνει από την αλλοδαπή στο Βέλγιο με σκοπό να ασκήσει προσωρινά στη χώρα ανεξάρτητη επαγγελματική δραστηριότητα ή να εγκατασταθεί προσωρινά ως αυτοαπασχολούμενος·

[...]».

6

Το άρθρο 138 του προγραμματικού νόμου προβλέπει τα ακόλουθα:

«Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται:

[...]

στους διακινούμενους αυτοαπασχολούμενους·

[...]

Ο Βασιλεύς δύναται [...] να εξαιρέσει ορισμένες κατηγορίες διακινούμενων αυτοαπασχολούμενων από την εφαρμογή του παρόντος κεφαλαίου, ενδεχομένως υπό όρους που ο Ίδιος θα καθορίσει και λαμβανομένης υπόψη είτε της διάρκειας της παραμονής τους στο Βέλγιο για την παροχή των υπηρεσιών τους είτε της φύσεως των δραστηριοτήτων τους [...]».

7

Το τμήμα 3 του ίδιου κεφαλαίου επιγράφεται «Υποχρέωση των διακινούμενων αυτοαπασχολούμενων για υποβολή δηλώσεως πριν την άσκηση δραστηριότητας». Το άρθρο 153 του προγραμματικού νόμου, το οποίο αφορά την προηγούμενη αυτή δήλωση, έχει ως εξής:

«Πριν από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας διακινούμενου αυτοαπασχολούμενου στο Βέλγιο, ο ενδιαφερόμενος οφείλει να υποβάλει, είτε ο ίδιος είτε μέσω εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου, ηλεκτρονικά στο Institut national d’assurances sociales pour travailleurs indépendants δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 154, το περιεχόμενο της οποίας καθορίζεται από τον Βασιλέα.

[...]

Αν ο διακινούμενος αυτοαπασχολούμενος ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός του […] αδυνατούν να υποβάλουν ηλεκτρονικά την ως άνω δήλωση, μπορούν να την αποστείλουν με τηλεομοιοτυπία ή ταχυδρομικά στο Institut national d’assurances sociales pour travailleurs indépendants κατά τον τρόπο που ορίζει ο εν λόγω οργανισμός.

Μετά την υποβολή της δηλώσεως των προηγούμενων εδαφίων, ο δηλών λαμβάνει απόδειξη παραλαβής […]. Αν η δήλωση υποβληθεί με τηλεομοιοτυπία ή ταχυδρομικά, το Institut national d’assurances sociales pour travailleurs indépendants αποστέλλει απόδειξη παραλαβής με τηλεομοιοτυπία ή ταχυδρομικά, σύμφωνα με δικό του υπόδειγμα.

Η προθεσμία εντός της οποίας μπορεί να ακυρωθεί η δήλωση που προηγείται της ασκήσεως δραστηριότητας καθορίζεται από τον Βασιλέα.

Αν η παραμονή [εντός του Βελγίου] παραταθεί πέραν της αρχικά προβλεπόμενης διάρκειας, ο δηλών υποχρεούται να υποβάλει νέα δήλωση πριν τη λήξη της περιόδου που προβλεπόταν στην αρχική δήλωση.»

8

Το άρθρο 154 του προγραμματικού νόμου προβλέπει ότι «[ο] Βασιλεύς ορίζει ποια στοιχεία πρέπει να περιέχει η κατά το άρθρο 153 προηγούμενη δήλωση».

9

Το άρθρο 157 του προγραμματικού νόμου, το οποίο περιλαμβάνεται στο τιτλοφορούμενο «Έλεγχος και κυρώσεις» τμήμα 4 του κεφαλαίου VIII του νόμου αυτού, έχει ως εξής:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 269 έως 274 του Ποινικού Κώδικα, επιβάλλεται φυλάκιση οκτώ ημερών έως ενός έτους και πρόστιμο 500 έως 2500 ευρώ ή μία μόνον από τις εν λόγω ποινές:

[...]

3o

στον διακινούμενο αυτοαπασχολούμενο που δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου και των εκτελεστικών του διαταγμάτων·

[...]».

10

Το άρθρο 167 του προγραμματικού νόμου προβλέπει ότι το κεφάλαιο VIII του νόμου αυτού τίθεται σε ισχύ από 1ης Απριλίου 2007.

Το βασιλικό διάταγμα

11

Το άρθρο 2 του βασιλικού διατάγματος ορίζει τα κάτωθι:

«Οι ακόλουθες κατηγορίες διακινούμενων αυτοαπασχολούμενων αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του κεφαλαίου 8, του τίτλου IV του [προγραμματικού] νόμου:

1o

ο αυτοαπασχολούμενος ο οποίος μεταβαίνει στο Βέλγιο για την αρχική συναρμολόγηση και/ή την πρώτη εγκατάσταση αγαθού, που αποτελεί βασικό στοιχείο συμβάσεως για την παράδοση εμπορευμάτων, όταν είναι αναγκαία για τη λειτουργία του παρεχόμενου αγαθού και πραγματοποιείται από τον ίδιο τον αυτοαπασχολούμενο που το παρέχει, εφόσον η διάρκεια των σχετικών εργασιών δεν υπερβαίνει τις οκτώ ημέρες. Η εξαίρεση αυτή δεν ισχύει ωστόσο για τις οικοδομικές δραστηριότητες [...]·

2o

ο αυτοαπασχολούμενος ο οποίος μεταβαίνει στο Βέλγιο προκειμένου να πραγματοποιήσει επείγουσες εργασίες συντηρήσεως ή επιδιορθώσεως σε μηχανές ή συσκευές που ο ίδιος έχει παραδώσει σε εγκατεστημένη στο Βέλγιο επιχείρηση, στις εγκαταστάσεις της οποίας λαμβάνουν χώρα και οι ως άνω εργασίες συντηρήσεως ή επιδιορθώσεως, υπό την προϋπόθεση ότι ο αναγκαίος για την περάτωση των εργασιών αυτών χρόνος παραμονής του στο Βέλγιο δεν υπερβαίνει τις 5 ημέρες ανά ημερολογιακό μήνα·

3o

οι αυτοαπασχολούμενοι που δεν έχουν την κύρια κατοικία τους στο Βέλγιο και είτε μετέχουν οι ίδιοι σε συνέδρια είτε απλώς παρακολουθούν συνέδρια τα οποία οργανώνονται στη χώρα·

4o

οι αυτοαπασχολούμενοι που δεν έχουν την κύρια κατοικία τους στο Βέλγιο αλλά παρευρίσκονται σε επαγγελματικές συναντήσεις οι οποίες γίνονται σε περιορισμένο κύκλο, εφόσον η παρουσία τους σε αυτές δεν υπερβαίνει, συνολικά, τις 60 ημέρες ανά ημερολογιακό έτος, με ανώτατο όριο παραμονής ανά συνάντηση τις 20 συναπτές ημερολογιακές ημέρες·

5o

οι επαγγελματίες αθλητές και τυχόν συνοδοί τους, οι οποίοι δεν έχουν την κύρια κατοικία τους στο Βέλγιο και μεταβαίνουν στη χώρα για επαγγελματικούς λόγους, εφόσον ο απαιτούμενος για την άσκηση των δραστηριοτήτων τους χρόνος δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες ανά ημερολογιακό έτος·

6o

οι καλλιτέχνες και τυχόν συνοδοί τους, οι οποίοι δεν έχουν την κύρια κατοικία τους στο Βέλγιο και μεταβαίνουν στη χώρα για επαγγελματικούς λόγους, εφόσον ο απαιτούμενος για την άσκηση των δραστηριοτήτων τους χρόνος δεν υπερβαίνει τις 21 ημέρες ανά τρίμηνο·

7o

οι αυτοαπασχολούμενοι στον τομέα των διεθνών μεταφορών προσώπων ή εμπορευμάτων, εκτός αν ασκούν δραστηριότητες καμποτάζ επί του βελγικού εδάφους·

8o

οι εντεταλμένοι οι οποίοι μεταβαίνουν στο Βέλγιο, εφόσον ο απαιτούμενος για την άσκηση των δραστηριοτήτων τους χρόνος δεν υπερβαίνει τις 5 ημέρες ανά μήνα·

9o

οι διευθύνοντες σύμβουλοι και οι διαχειριστές εταιριών, οι οποίοι μεταβαίνουν στο Βέλγιο για διοικητικά συμβούλια και γενικές συνελεύσεις των οικείων εταιριών, εφόσον ο χρόνος παραμονής τους στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων αυτών δεν υπερβαίνει τις 5 ημέρες ανά ημερολογιακό μήνα.»

12

Το άρθρο 4, παράγραφος 2, του βασιλικού διατάγματος διευκρινίζει λεπτομερώς ποιες πληροφορίες πρέπει να περιέχει η αποκαλούμενη «κανονική» δήλωση. Η εν λόγω διάταξη έχει ως εξής:

«Για τους διακινούμενους αυτοαπασχολούμενους, η δήλωση του άρθρου 154 του [προγραμματικού] νόμου περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

1o

Στοιχεία ταυτοποιήσεως του αυτοαπασχολούμενου. Αν αυτός διαθέτει ήδη αριθμό μητρώου επιχειρήσεως ή αριθμό μητρώου κοινωνικής ασφαλίσεως, σε περίπτωση που πρόκειται για φυσικό πρόσωπο χωρίς την ιδιότητα επιχειρήσεως κατά την έννοια του [νόμου της 16ης Ιανουαρίου 2003 για την ίδρυση της Banque-Carrefour des Entreprises, τον εκσυγχρονισμό του μητρώου επιχειρήσεων, τη δημιουργία θυρίδων εγγραφής επιχειρήσεων και τη ρύθμιση άλλων θεμάτων], ο αριθμός αυτός αρκεί·

2o

Αριθμός μητρώου στη χώρα προελεύσεως, εφόσον υπάρχει τέτοιος αριθμός·

3o

Ημερομηνία μεταβάσεως στο Βέλγιο·

4o

Προβλεπόμενη διάρκεια παραμονής στο Βέλγιο·

5o

Τόπο όπου πραγματοποιείται η παροχή υπηρεσιών στο Βέλγιο·

6o

Είδος των υπηρεσιών που παρέχονται στο πλαίσιο της παραμονής στη χώρα·

7o

Αριθμός ΦΠΑ στη χώρα προελεύσεως ή αριθμός μητρώου επιχειρήσεως εφόσον υπάρχουν·

8o

Στοιχεία ταυτοποιήσεως του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου που υποβάλλει τη δήλωση για λογαριασμό του αυτοαπασχολούμενου. Αν ο αντιπρόσωπος διαθέτει ήδη αριθμό μητρώου επιχειρήσεως ή αριθμό μητρώου κοινωνικής ασφαλίσεως, σε περίπτωση που πρόκειται για φυσικό πρόσωπο χωρίς την ιδιότητα επιχειρήσεως κατά την έννοια του νόμου της 16ης Ιανουαρίου 2003, ο αριθμός αυτός αρκεί·

9o

Στοιχεία ταυτοποιήσεως του Βέλγου αποδέκτη των υπηρεσιών. Αν αυτός διαθέτει ήδη αριθμό μητρώου επιχειρήσεως ή αριθμό μητρώου κοινωνικής ασφαλίσεως, σε περίπτωση που πρόκειται για φυσικό πρόσωπο χωρίς την ιδιότητα επιχειρήσεως κατά την έννοια του νόμου της 16ης Ιανουαρίου 2003, ο αριθμός αυτός αρκεί.»

13

Το άρθρο 5 του βασιλικού διατάγματος διευκρινίζει λεπτομερώς ποιες πληροφορίες πρέπει να περιέχει η λεγόμενη «απλοποιημένη» δήλωση. Προβλέπει συγκεκριμένα τα εξής:

«Για τους αποσπασμένους μισθωτούς ή τους διακινούμενους αυτοαπασχολούμενους που ασκούν τακτικά δραστηριότητες στο έδαφος τόσο του Βελγίου όσο και μιας ή περισσοτέρων άλλων χωρών, η δήλωση η οποία προβλέπεται στα άρθρα 140 και 154 του [προγραμματικού] νόμου περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

1o

Στοιχεία ταυτοποιήσεως του εργαζομένου·

2o

Αριθμός μητρώου στη χώρα προελεύσεως, εφόσον υπάρχει τέτοιος αριθμός·

3o

Αριθμός μητρώου, εφόσον υπάρχει, στο Registre national ή στην Banque Carrefour, κατά την έννοια του άρθρου 8 του προαναφερθέντος νόμου της 15ης Ιανουαρίου 1990·

4o

Ημερομηνία της αποσπάσεως ή της μεταβάσεως στο βελγικό έδαφος·

5o

Διάρκεια της αποσπάσεως ή της παραμονής στο Βέλγιο·

6o

Είδος των παρεχόμενων υπηρεσιών·

7o

Για τους μισθωτούς, εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας.

Η δήλωση αυτή ισχύει για 12 μήνες κατ’ ανώτατο όριο και μπορεί να παρατείνεται κάθε φορά κατά τη λήξη της οικείας περιόδου και για τους επόμενους 12 μήνες το πολύ.

Εντούτοις, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν ούτε ως προς τις οικοδομικές δραστηριότητες ούτε ως προς την προσωρινή εργασία.

Κατά την έννοια του παρόντος βασιλικού διατάγματος, νοείται ως τακτική άσκηση δραστηριοτήτων στο έδαφος τόσο του Βελγίου όσο και μιας ή περισσοτέρων άλλων χωρών, η νόμιμη άσκηση σε διαφορετικές χώρες μιας δραστηριότητας, της οποίας ουσιώδες τμήμα ασκείται στο Βέλγιο, με συνέπεια ο ενδιαφερόμενος να μεταβαίνει συχνά στο Βέλγιο για μικρής διάρκειας επισκέψεις επαγγελματικού χαρακτήρα.»

Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

14

Η Επιτροπή, με έγγραφο οχλήσεως το οποίο απέστειλε στο Βασίλειο του Βελγίου στις 2 Φεβρουαρίου 2009, επισήμανε στο εν λόγω κράτος μέλος ότι, κατά την εκτίμησή της, η επιβολή στους αυτοαπασχολούμενους που παρέχουν υπηρεσίες της υποχρεώσεως να υποβάλλουν, πριν από την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, μια δήλωση με τόσο ευρύ περιεχόμενο όσο η προβλεπόμενη από τα άρθρα 137 έως 167 του προγραμματικού νόμου δήλωση Limosa, είναι ασύμβατη προς την ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΕΚ.

15

Το Βασίλειο του Βελγίου αντέκρουσε, με έγγραφο της 26ης Μαρτίου 2009, την ανάλυση της Επιτροπής. Υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι το σύστημα αυτό συνέβαλλε ιδίως στην αποτροπή της καταχρηστικής επικλήσεως της ιδιότητας του αυτοαπασχολούμενου σε σχέση με εργαζομένους οι οποίοι είναι, στην πραγματικότητα, μισθωτοί (στο εξής: ψευδο-ανεξάρτητοι), με σκοπό την καταστρατήγηση των εφαρμοστέων διατάξεων που θέτουν κατώτατα όρια για την κοινωνική προστασία των εργαζομένων.

16

Στις 9 Οκτωβρίου 2009 η Επιτροπή απηύθυνε στο Βασίλειο του Βελγίου αιτιολογημένη γνώμη, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη συμβατότητα των άρθρων 137, σημείο 8, 138, τρίτη περίπτωση, 153 και 157, σημείο 3, του προγραμματικού νόμου, τα οποία αφορούν τους αυτοαπασχολούμενους που παρέχουν υπηρεσίες εντός του Βασιλείου του Βελγίου ενώ είναι εγκατεστημένοι ή κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, με το άρθρο 49 ΕΚ.

17

Τελικώς η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή, δεδομένου ότι δεν πείστηκε από την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε το Βασίλειο του Βελγίου στο έγγραφο της 11 Δεκεμβρίου 2009, με το οποίο απάντησε στην αιτιολογημένη γνώμη.

Επί της προσφυγής

Επιχειρήματα των διαδίκων

18

Η Επιτροπή υποστηρίζει κατά βάση ότι οι επίμαχες διατάξεις συνιστούν περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών λόγω δυσμενούς διακρίσεως, καθόσον η επίδικη υποχρέωση δηλώσεως επιβάλλεται μόνο στους αυτοαπασχολούμενους οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες ενώ είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος, εκτός του Βασιλείου του Βελγίου.

19

Ως εκ τούτου, το Βασίλειο του Βελγίου θα μπορούσε να στηριχθεί μόνο στους δικαιολογητικούς λόγους του άρθρου 52 ΣΛΕΕ, πράγμα που όμως δεν έκανε. Συνεπώς, κατά την Επιτροπή, η ύπαρξη παραβάσεως είναι δεδομένη.

20

Η Επιτροπή ισχυρίζεται επικουρικώς ότι, εν πάση περιπτώσει, οι επίμαχες διατάξεις ούτε δικαιολογούνται από τους λόγους γενικού συμφέροντος τους οποίους επικαλείται το Βασίλειο του Βελγίου, ούτε μπορούν να θεωρηθούν σύμφωνες με την αρχή της αναλογικότητας υπό το πρίσμα των ίδιων αυτών λόγων.

21

Πρώτον, ακόμη και αν ο σκοπός της προλήψεως του αθέμιτου ανταγωνισμού, στο μέτρο που έχει και κοινωνική διάσταση, θα μπορούσε να συνιστά σκοπό γενικού συμφέροντος, το Βασίλειο του Βελγίου δεν προέβαλε κάποιο συγκεκριμένο επιχείρημα προς στήριξη του ισχυρισμού του ότι η επίδικη υποχρέωση δηλώσεως συμβάλλει στην καταπολέμηση του λεγόμενου κοινωνικού ντάμπινγκ.

22

Δεύτερον, το εν λόγω κράτος μέλος δεν παρέχει οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο να αποδεικνύει ότι υφίσταται πράγματι κίνδυνος να θιγεί σοβαρά η οικονομική ισορροπία του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, αφού ο ισχυρισμός και μόνον ότι διαπράττονται απάτες εις βάρος του συστήματος αυτού είναι ανεπαρκής. Επομένως, κατά την Επιτροπή, το επιχείρημα που αντλείται από τον συγκεκριμένο σκοπό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

23

Τρίτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν είναι όντως δυνατό να γίνει εν προκειμένω επίκληση των σκοπών της περιστολής της απάτης και της προστασίας των εργαζομένων, τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται για τον έλεγχο της τηρήσεως απαιτήσεων που δικαιολογούνται από λόγους γενικού συμφέροντος δεν πρέπει να καθιστούν πλασματική την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Αυτό ωστόσο συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.

24

Συναφώς η Επιτροπή βάλλει κατά της δηλώσεως Limosa, ιδίως ως προς το λεπτομερές της περιεχόμενο και την οριζόντια εφαρμογή της. Η σχετική υποχρέωση δηλώσεως στηρίζεται σε γενικό τεκμήριο απάτης το οποίο δεν μπορεί να δικαιολογήσει ένα τέτοιο μέτρο.

25

Η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι υπάρχουν ήδη, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, διάφοροι μηχανισμοί οι οποίοι αποσκοπούν στη βελτίωση της συνεργασίας των διοικητικών αρχών των κρατών μελών προς αντιμετώπιση των φαινομένων της αδήλωτης εργασίας και της καταχρήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

26

Ο κύριος ισχυρισμός του Βασιλείου του Βελγίου είναι ότι η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη. Τούτο διότι στηρίζεται σε σωρεία τεκμηρίων, υποθέσεων και εικασιών, και όχι σε αντικειμενικά στοιχεία σχετικά με τη συγκεκριμένη κατάσταση την οποία καλούνται να αντιμετωπίσουν οι βελγικές αρχές κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους στον τομέα του ελέγχου της τηρήσεως της εν γένει κοινωνικής νομοθεσίας. Η Επιτροπή δεν επιτρέπεται, εντούτοις, να επαφίεται σε τεκμήρια ή υποθέσεις προκειμένου να στοιχειοθετήσει την ύπαρξη παραβάσεως. Για τον λόγο αυτό, η προσφυγή της Επιτροπής δεν πληροί ούτε τις προϋποθέσεις του άρθρου 38, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο ορίζει ότι το δικόγραφο πρέπει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να περιέχει τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα.

27

Επικουρικώς, το Βασίλειο του Βελγίου ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η επίδικη υποχρέωση δηλώσεως είναι μη αναγκαία ή, εν πάση περιπτώσει, αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας υπό το πρίσμα των σκοπών τους οποίους επικαλέστηκε το κράτος μέλος.

28

Όσον αφορά κατ’ αρχάς την προβαλλόμενη ύπαρξη περιορισμού της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών λόγω δυσμενούς διακρίσεως, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι το σύστημα Limosa λειτουργεί αποτρεπτικά, καθόσον ένας αυτοαπασχολούμενος ο οποίος παρέχει υπηρεσίες αφιερώνει, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Βασιλείου του Βελγίου, κατά μέσον όρο μόλις 20 έως 30 λεπτά της ώρας ανά έτος προς διεκπεραίωση των διατυπώσεων που σχετίζονται με το σύστημα αυτό. Επιπλέον το εν λόγω σύστημα είναι δωρεάν για τον ενδιαφερόμενο, στον οποίο χορηγείται άμεσα επίσημο έγγραφο, χωρίς καμία δέσμευση που θα μπορούσε να εξομοιωθεί με προηγούμενη έγκριση. Επιπροσθέτως, οι εξαιρέσεις που έχουν προβλεφθεί για ορισμένους κλάδους καταδεικνύουν τη βούληση των βελγικών αρχών για ελαστική εφαρμογή του συστήματος εκ μέρους τους.

29

Εξάλλου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η δήλωση Limosa συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, δεν εισάγει πάντως δυσμενή διάκριση. Ο έλεγχος ο οποίος ασκείται επί των μη εγκατεστημένων στο Βασίλειο του Βελγίου αυτοαπασχολούμενων δεν μπορεί να εξομοιωθεί με τον έλεγχο επί των αυτοαπασχολούμενων που είναι εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος μέλος, λόγω των αντικειμενικών διαφορών μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών αυτοαπασχολούμενων.

30

Όσον αφορά εν συνεχεία τον δικαιολογημένο και αναλογικό χαρακτήρα της επίδικης υποχρεώσεως δηλώσεως, το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει, πρώτον, ότι το σύστημα Limosa δικαιολογείται εν μέρει από τον σκοπό της προλήψεως του αθέμιτου ανταγωνισμού, ο οποίος έχει και κοινωνική διάσταση που συνδέεται, αφενός, με την προστασία τόσο των εργαζομένων όσο και των καταναλωτών και, αφετέρου, με την αποτροπή της πρακτικής του κοινωνικού ντάμπινγκ. Κατά το Βασίλειο του Βελγίου, το σύστημα συμβάλλει στη διασφάλιση της προστασίας των παρόχων υπηρεσιών που τηρούν τη ρύθμιση από εκείνους οι οποίοι την παραβαίνουν και αντλούν έτσι αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

31

Δεύτερον, από τη νομολογία προκύπτει ότι, καταρχήν, ένα σύστημα υποβολής δηλώσεως πριν την άσκηση δραστηριότητας με σκοπό τη συλλογή των στοιχείων τα οποία είναι απαραίτητα για τον έλεγχο και τον εντοπισμό των περιπτώσεων απάτης, εν προκειμένω απάτης σε σχέση με τη νομοθεσία περί κοινωνικών ασφαλίσεων, δεν υπερβαίνει αυτό που είναι αναγκαίο για την πρόληψη των καταχρήσεων στις οποίες ενδέχεται να οδηγήσει η εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών. Σε απάντηση του ισχυρισμού περί γενικού τεκμηρίου απάτης, το Βασίλειο του Βελγίου υπογραμμίζει ότι για να μπορούν να εντοπιστούν οι περιπτώσεις απάτης σε σχέση με την κοινωνική νομοθεσία, και ενδεχομένως να επιβληθούν οι σχετικές κυρώσεις, το σύστημα πρέπει κατ’ ανάγκην να εφαρμόζεται a priori σε όλους τους αυτοαπασχολούμενους παρόχους.

32

Τρίτον, ο σκοπός της προστασίας των εργαζομένων, στον οποίο περιλαμβάνονται η καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και κατά των ιδιαιτέρως καταχρηστικών όρων εργασίας, καθώς και η μέριμνα για την ευημερία των αυτοαπασχολούμενων, είναι διαφορετικός από εκείνον της περιστολής της απάτης. Συναφώς το Βασίλειο του Βελγίου τονίζει ειδικότερα ότι το νέο πλαίσιο όπως έχει διαμορφωθεί μετά την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας πρέπει να ληφθεί υπόψη, και μάλιστα υπό την έννοια ότι ενισχύει τον θεμιτό χαρακτήρα του συγκεκριμένου σκοπού.

33

Το Βασίλειο της Δανίας διευκρινίζει ότι παρεμβαίνει υπέρ του Βασιλείου του Βελγίου επειδή ο αντίστοιχος δανικός νόμος περιέχει επίσης διατάξεις οι οποίες επιβάλλουν στους αλλοδαπούς αυτοαπασχολούμενους την υποχρέωση να υποβάλλουν δήλωση πριν την άσκηση των δραστηριοτήτων τους. Το εν λόγω κράτος μέλος προβάλλει κατ’ ουσίαν παρόμοια επιχειρήματα με αυτά που ανέπτυξε το Βασίλειο του Βελγίου. Προσθέτει πάντως ότι ο έλεγχος της τηρήσεως των όρων εργασίας και των κανόνων για την κοινωνική προστασία των εργαζομένων αποσκοπεί στην πρόληψη των εργατικών ατυχημάτων και των επαγγελματικών ασθενειών, ότι η εκτίμηση του ζητήματος κατά πόσον μια τέτοια υποχρέωση προηγούμενης δηλώσεως εισάγει δυσμενή διάκριση δεν θα έπρεπε να είναι διαφορετική ανάλογα με το αν η επιχείρηση που παρέχει την υπηρεσία απασχολεί μισθωτούς ή όχι και ότι κανένα από τα ισχύοντα συστήματα ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών δεν εξασφαλίζει τις ίδιες δυνατότητες επιτεύξεως των επιδιωκόμενων σκοπών, υπογραμμίζοντας συναφώς τη σημασία που έχει για τις ελεγκτικές αρχές να είναι γνωστός ο τόπος όπου πρέπει να πραγματοποιηθεί η παροχή.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

34

Εισαγωγικώς υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας για τη διαπίστωση παραβάσεως βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, απόκειται στην Επιτροπή, η οποία φέρει το βάρος αποδείξεως της προβαλλομένης παραβάσεως, να προσκομίσει στο Δικαστήριο τα στοιχεία που απαιτούνται για τον εκ μέρους του έλεγχο της υπάρξεως της εν λόγω παραβάσεως, χωρίς η Επιτροπή να μπορεί να στηριχθεί συναφώς σε οποιοδήποτε τεκμήριο (αποφάσεις της 25ης Μαΐου 1982, 96/81, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 1982, σ. 1791, σκέψη 6, και της 18ης Νοεμβρίου 2010, C-458/08, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, Συλλογή 2010, σ. I-11599, σκέψη 54).

35

Μολονότι το Δικαστήριο έχει, ομολογουμένως, αποφανθεί ότι οι εν λόγω απαιτήσεις σε σχέση με το βάρος αποδείξεως είναι ακόμη αυστηρότερες στις περιπτώσεις που οι αιτιάσεις της Επιτροπής αφορούν την εφαρμογή εθνικής διατάξεως (βλ. αποφάσεις της 12ης Μαΐου 2005, C-287/03, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 2005, σ. I-3761, σκέψη 28, και της 22ας Ιανουαρίου 2009, C-150/07, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, σκέψη 66), επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με την υπό κρίση προσφυγή λόγω παραβάσεως, η Επιτροπή θέτει ζήτημα συμβατότητας με το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, όχι ως προς κάποια διοικητική πρακτική, αλλά ως προς νομοθετικές διατάξεις των οποίων η ύπαρξη και η εφαρμογή στην πράξη επ’ ουδενί αμφισβητήθηκαν από το Βασίλειο του Βελγίου. Επομένως δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η υπό κρίση προσφυγή στηρίζεται απλώς και μόνο σε τεκμήρια.

36

Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο κύριος ισχυρισμός του Βασιλείου του Βελγίου, δηλαδή ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι απορριπτέα ως προδήλως αβάσιμη καθόσον η Επιτροπή δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως το οποίο έφερε, ή ακόμη και ως απαράδεκτη, στο μέτρο που το δικόγραφο δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 38, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα.

37

Στο πλαίσιο της εξετάσεως του βασίμου της προσφυγής της Επιτροπής, πρέπει κατ’ αρχάς να ελεγχθεί αν οι επίμαχες διατάξεις συνιστούν εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, διευκρινιζομένου ότι η προσφυγή αυτή αφορά μόνον την υποχρέωση υποβολής δηλώσεως που επιβάλλεται στους αυτοαπασχολούμενους οι οποίοι είναι νομίμως εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος, πλην του Βασιλείου του Βελγίου, και προτίθενται να ασκήσουν προσωρινά δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών στο Βέλγιο, και όχι τις αποσπάσεις εργαζομένων που πραγματοποιούνται σύμφωνα με την οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών (ΕΕ L 18, σ. 1).

38

Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 56 ΣΛΕΕ επιτάσσει όχι μόνον την εξάλειψη κάθε δυσμενούς διακρίσεως που υφίσταται πάροχος υπηρεσιών είτε λόγω της ιθαγένειάς του είτε επειδή είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, αλλά και την κατάργηση κάθε περιορισμού, ακόμη και αν εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στους ημεδαπούς παρόχους υπηρεσιών όσο και σε αυτούς των άλλων κρατών μελών, εφόσον μπορεί να αποκλείσει, να παρακωλύσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστικές τις υπηρεσίες του παρόχου ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, όπου νομίμως παρέχει ανάλογες υπηρεσίες (αποφάσεις της 23ης Νοεμβρίου 1999, C-369/96 και C-376/96, Arblade κ.λπ., Συλλογή 1999, σ. I-8453, σκέψη 33, και της 21ης Ιουλίου 2011, C-518/09, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39

Εν προκειμένω η επίδικη υποχρέωση δηλώσεως συνεπάγεται ότι τα πρόσωπα κατά την έννοια των άρθρων 137, σημείο 8, και 138, τρίτη περίπτωση, του προγραμματικού νόμου, τα οποία έχουν την κατοικία ή την εγκατάστασή τους σε άλλο κράτος μέλος πλην του Βασιλείου του Βελγίου, οφείλουν κατ’ αρχάς να καταχωριστούν σε μητρώο δημιουργώντας προσωπικό λογαριασμό και στη συνέχεια, πριν από κάθε παροχή υπηρεσίας εντός του βελγικού εδάφους, να διαβιβάζουν κατά κανόνα στις βελγικές αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 153 του προγραμματικού νόμου, ορισμένες πληροφορίες, όπως την ημερομηνία, τη διάρκεια και τον τόπο της παροχής, το είδος της και τα στοιχεία του φυσικού ή του νομικού προσώπου που θα είναι ο αποδέκτης της. Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να κοινοποιούνται μέσω υποδείγματος το οποίο συμπληρώνεται, κατά προτίμηση, διαδικτυακά ή, εφόσον αυτό είναι αδύνατο, αποστέλλεται στην αρμόδια υπηρεσία είτε ταχυδρομικά είτε με τηλεομοιοτυπία. Η μη τήρηση των ως άνω διατυπώσεων επισύρει τις ποινικές κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 157, σημείο 3, του προγραμματικού νόμου.

40

Οι διατυπώσεις που συνδέονται με την επίδικη υποχρέωση δηλώσεως μπορούν επομένως να παρακωλύσουν την παροχή υπηρεσιών εντός του εδάφους του Βασιλείου του Βελγίου από αυτοαπασχολούμενους οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος. Ως εκ τούτου, η υποχρέωση αυτή συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών.

41

Το ίδιο ισχύει και για τις περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται μόνον η υποβολή της λεγόμενης «απλοποιημένης» δηλώσεως. Πράγματι, ο ενδιαφερόμενος αυτοαπασχολούμενος οφείλει και πάλι, αφότου εγγραφεί σε μητρώο δημιουργώντας προσωπικό λογαριασμό, να διαβιβάσει στις βελγικές αρχές, μεταξύ άλλων, την ημερομηνία κατά την οποία μετέβη στο Βέλγιο και τη διάρκεια της παραμονής του εκεί, καθώς και το είδος των υπηρεσιών που θα παράσχει. Επιπλέον η μη τήρηση της ως άνω υποχρεώσεως επισύρει επίσης τις ποινικές κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 157, σημείο 3, του προγραμματικού νόμου.

42

Υπό τις συνθήκες αυτές, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται το Βασίλειο του Βελγίου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι συνέπειες της επίδικης υποχρεώσεως δηλώσεως επί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών είναι εξαιρετικά αβέβαιες ή έστω έμμεσες, ώστε να αποκλείεται ο χαρακτηρισμός της εν λόγω υποχρεώσεως ως εμποδίου.

43

Πρέπει επομένως, στη συνέχεια, να εξεταστεί αν η επίδικη υποχρέωση δηλώσεως μπορεί να δικαιολογηθεί, λαμβανομένου υπόψη ότι η διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών από αυτοαπασχολούμενους, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής, δεν έχει εναρμονιστεί μέχρι σήμερα σε επίπεδο Ένωσης.

44

Πράγματι, εθνική ρύθμιση η οποία αφορά μη εναρμονισμένο σε επίπεδο Ένωσης τομέα και εφαρμόζεται αδιακρίτως σε κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητα στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους μπορεί, παρά το περιοριστικό αποτέλεσμά της για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, να δικαιολογείται εφόσον, αφενός, υπηρετεί επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος που δεν διασφαλίζεται ήδη από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο πάροχος εντός του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος, αφετέρου, είναι πρόσφορη για την εξασφάλιση της υλοποιήσεως του επιδιωκόμενου σκοπού και, τέλος, δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξή του μέτρου (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Arblade κ.λπ., σκέψεις 34 και 35, και αποφάσεις της 19ης Ιανουαρίου 2006, C-244/04, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2006, σ. I-885, σκέψη 31, και της 1ης Οκτωβρίου 2009, C-219/08, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 2009, σ. I-9213, σκέψη 14).

45

Στο πλαίσιο αυτό διαπιστώνεται ότι οι σκοποί τους οποίους επικαλείται το Βασίλειο του Βελγίου μπορούν να ληφθούν υπόψη ως επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος ικανοί να δικαιολογήσουν περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Επ’ αυτού αρκεί να επισημανθεί ότι ο διπλός σκοπός της περιστολής της απάτης, ιδίως στον τομέα της κοινωνικής νομοθεσίας, και της αποτροπής των καταχρήσεων, ειδικότερα μέσω του εντοπισμού των ψευδο-ανεξάρτητων και της αντιμετωπίσεως της αδήλωτης εργασίας, είναι δυνατό να συνδεθεί όχι μόνο με τον σκοπό της διασφαλίσεως της οικονομικής ισορροπίας των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά και με τους σκοπούς της προλήψεως των φαινομένων του αθέμιτου ανταγωνισμού και του κοινωνικού ντάμπινγκ, καθώς και της προστασίας των εργαζομένων, περιλαμβανομένων των αυτοαπασχολούμενων που παρέχουν υπηρεσίες.

46

Η Επιτροπή υποστηρίζει πάντως ότι το Βασίλειο του Βελγίου δεν δικαιούται να επικαλεστεί εν προκειμένω τους δικαιολογητικούς αυτούς λόγους, καθόσον η επίδικη υποχρέωση δηλώσεως εισάγει δυσμενή διάκριση.

47

Συναφώς αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως ισχυρίζονται το Βασίλειο του Βελγίου και το Βασίλειο της Δανίας, από πλευράς των ελέγχων που είναι αναγκαίοι, λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι οι εθνικές νομοθεσίες περί απασχολήσεως και εργασίας δεν έχουν εναρμονιστεί, προς εξασφάλιση των επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος τους οποίους επικαλείται το Βασίλειο του Βελγίου, οι αυτοαπασχολούμενοι που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος, πλην του Βασιλείου του Βελγίου, και μεταβαίνουν προσωρινά στο έδαφος του τελευταίου αυτού κράτους με σκοπό την παροχή υπηρεσιών βρίσκονται σε κατάσταση αντικειμενικά διαφορετική από εκείνη των αυτοαπασχολούμενων οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στη βελγική επικράτεια και παρέχουν μόνιμα τις υπηρεσίες τους εντός αυτής.

48

Πράγματι, όσον αφορά τη δυνατότητα των αρχών του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου παρέχεται μια υπηρεσία να ελέγχουν την τήρηση των κανόνων που εξασφαλίζουν ότι τα παρεχόμενα από την εθνική νομοθεσία δικαιώματα των εργαζομένων στην επικράτειά του γίνονται σεβαστά, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι υπάρχουν αντικειμενικές διαφορές μεταξύ των επιχειρήσεων οι οποίες είναι εγκατεστημένες στο κράτος μέλος όπου παρέχεται η υπηρεσία και των εγκατεστημένων σε άλλο κράτος μέλος επιχειρήσεων που στέλνουν εργαζομένους στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους με σκοπό την παροχή υπηρεσίας εκεί (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2001, C-49/98, C-50/98, C-52/98 έως C-54/98 και C-68/98 έως C-71/98, Finalarte κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. I-7831, σκέψεις 63, 64 και 73). Το γεγονός ότι η παροχή υπηρεσιών από εγκατεστημένους στο Βέλγιο αυτοαπασχολούμενους δεν υπόκειται σε απολύτως αντίστοιχες διατυπώσεις, ιδίως όσον αφορά τη διαβίβαση στις αρχές πληροφοριακών στοιχείων, με εκείνες που συνεπάγεται η επίδικη υποχρέωση δηλώσεως για τους αυτοαπασχολούμενους οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες ενώ είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος μπορεί, επομένως, να αποδοθεί στις αντικειμενικές διαφορές που υφίστανται μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών αυτοαπασχολούμενων.

49

Πρέπει, ως εκ τούτου, να εξεταστεί αν οι επίμαχες διατάξεις είναι σύμφωνες με την αρχή της αναλογικότητας, με δεδομένο ότι ένα περιοριστικό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών μέτρο είναι σύμφωνο με την ως άνω αρχή μόνον αν είναι πρόσφορο για την εξασφάλιση της υλοποιήσεως των επιδιωκόμενων σκοπών και δεν βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξή τους (βλ., σχετικά, απόφαση της 15ης Ιουνίου 2006, C-255/04, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2006, σ. I-5251, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

50

Συναφώς επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι οι μηχανισμοί διοικητικής συνεργασίας στους οποίους αναφέρεται η Επιτροπή δεν έχουν καθοριστική σημασία στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής. Πράγματι, πρώτον, η οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 376, σ. 36), έχει περιορισμένο πεδίο εφαρμογής.

51

Δεύτερον, μολονότι το σύστημα πληροφόρησης της εσωτερικής αγοράς, το οποίο θεσπίστηκε με την απόφαση 2004/387/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, περί της διαλειτουργικής παροχής πανευρωπαϊκών υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης στις δημόσιες διοικήσεις, τις επιχειρήσεις και τους πολίτες (IDABC) (ΕΕ L 144, σ. 65, και διορθωτικό ΕΕ L 181, σ. 25), έχει καταστήσει δυνατή, ήδη από τις 28 Δεκεμβρίου 2009, την εφαρμογή των υποχρεώσεων διοικητικής συνεργασίας που απορρέουν από την οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (ΕΕ L 255, σ. 22), και μολονότι το άρθρο 4 της οδηγίας 96/71 θέτει επίσης την αρχή της διοικητικής συνεργασίας μεταξύ των δημόσιων αρχών των κρατών μελών, δεν αποδεικνύεται ότι οι ως άνω μηχανισμοί θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν στο Βασίλειο του Βελγίου τις ίδιες εκείνες πληροφορίες που θεωρεί αναγκαίες προς επίτευξη των σκοπών γενικού συμφέροντος τους οποίους επικαλείται.

52

Τρίτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το σύστημα ηλεκτρονικής ανταλλαγής πληροφοριών για την κοινωνική ασφάλιση (EESSI), το οποίο προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 166, σ. 1, και διορθωτικά ΕΕ L 200, σ. 1, και ΕΕ 2007, L 204, σ. 30), δεν είχε ακόμη τεθεί σε εφαρμογή κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας.

53

Πρέπει πάντως να υπομνησθεί ότι ένα γενικό τεκμήριο απάτης δεν αρκεί για να δικαιολογήσει μέτρο το οποίο θίγει τους σκοπούς που επιδιώκει η Συνθήκη ΛΕΕ (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 52, και απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2006, C-433/04, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 2006, σ. I-10653, σκέψη 35).

54

Εν προκειμένω, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι επιτρέπεται να επιβάλλονται φορολογικές υποχρεώσεις και υποχρεώσεις σχετικές με την κοινωνική ασφάλιση σε αυτοαπασχολούμενους που παρέχουν υπηρεσίες ενώ είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος πλην του Βασιλείου του Βελγίου, δεν αμφισβητείται ότι η εφαρμογή της επίδικης υποχρεώσεως δηλώσεως δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες θα συνέτρεχε λόγος να ελεγχθεί αν τηρούνται αυτές οι φορολογικές ή οι σχετικές με την κοινωνική ασφάλιση υποχρεώσεις.

55

Επιπλέον η επίδικη υποχρέωση δηλώσεως συνεπάγεται την απαίτηση κοινοποιήσεως στις βελγικές αρχές όλως λεπτομερών πληροφοριακών στοιχείων, ιδίως στο πλαίσιο της αποκαλούμενης «κανονικής» δηλώσεως. Μολονότι μπορεί πράγματι να γίνει δεκτό ότι ένα κράτος μέλος έχει τη δυνατότητα να ζητεί από τους αυτοαπασχολούμενους οι οποίοι μεταβαίνουν στο έδαφός του με σκοπό την παροχή υπηρεσιών, ενώ είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος, να του κοινοποιούν κάποια συγκεκριμένα στοιχεία, η αναγνώριση της δυνατότητας αυτής τελεί υπό την προϋπόθεση ότι η κοινοποίησή τους δικαιολογείται υπό το πρίσμα των επιδιωκόμενων σκοπών. Όμως το Βασίλειο του Βελγίου δεν έχει δικαιολογήσει κατά τρόπο αρκούντως πειστικό, καίτοι όφειλε να το πράξει, γιατί η κοινοποίηση όλως λεπτομερών πληροφοριακών στοιχείων είναι απαραίτητη για την επίτευξη των σκοπών γενικού συμφέροντος τους οποίους επικαλείται, ούτε γιατί η υποχρέωση κοινοποιήσεώς τους πριν την άσκηση δραστηριότητας δεν υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου προς επίτευξη των εν λόγω σκοπών μέτρου (βλ., σχετικά, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2008, C-319/06, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, Συλλογή 2008, σ. I-4323, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

56

Υπό τις συνθήκες αυτές, οι επίμαχες διατάξεις πρέπει να θεωρηθούν αντίθετες προς την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον βαίνουν πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών γενικού συμφέροντος τους οποίους επικαλείται το Βασίλειο του Βελγίου. Κατά συνέπεια, η επίδικη υποχρέωση δηλώσεως δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί συμβατή με το άρθρο 56 ΣΛΕΕ.

57

Επομένως η προσφυγή της Επιτροπής γίνεται δεκτή και διαπιστώνεται ότι το Βασίλειο του Βελγίου, θεσπίζοντας τις επίμαχες διατάξεις και επιβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στους αυτοαπασχολούμενους οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος, πλην του Βασιλείου του Βελγίου, την υποχρέωση να προβαίνουν σε δήλωση πριν την άσκηση της σχετικής με την παροχή υπηρεσιών δραστηριότητάς τους στο Βέλγιο, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 56 ΣΛΕΕ.

Επί των δικαστικών εξόδων

58

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα και το κράτος μέλος ηττήθηκε, πρέπει αυτό να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Το Βασίλειο της Δανίας, το οποίο παρενέβη υπέρ του Βασιλείου του Βελγίου, φέρει, όπως ορίζει το άρθρο 140, παράγραφος 1, του ίδιου αυτού Κανονισμού, τα δικαστικά του έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Το Βασίλειο του Βελγίου, θεσπίζοντας τις διατάξεις των άρθρων 137, σημείο 8, 138, τρίτη περίπτωση, 153 και 157, σημείο 3, του προγραμματικού νόμου (I) της 27ης Δεκεμβρίου 2006, όπως ισχύει από 1ης Απριλίου 2007, και επιβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στους αυτοαπασχολούμενους οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος, πλην του Βασιλείου του Βελγίου, την υποχρέωση να προβαίνουν σε δήλωση πριν την άσκηση της σχετικής με την παροχή υπηρεσιών δραστηριότητάς τους στο Βέλγιο, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 56 ΣΛΕΕ.

 

2)

Καταδικάζει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.

 

3)

Το Βασίλειο της Δανίας φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.