ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 26ης Απριλίου 2012 ( *1 )

«Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων — Άρθρα 34 ΣΛΕΕ και 37 ΣΛΕΕ — Εθνική κανονιστική ρύθμιση που απαγορεύει στα καπνοπωλεία την εισαγωγή προϊόντων καπνού — Κανόνας σχετικός με την ύπαρξη και λειτουργία του μονοπωλίου εμπορίας των προϊόντων καπνού — Μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό — Δικαιολόγηση — Προστασία των καταναλωτών»

Στην υπόθεση C-456/10,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ισπανία) με απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Σεπτεμβρίου 2010, στο πλαίσιο της δίκης

Asociación Nacional de Expendedores de Tabaco y Timbre (ANETT)

κατά

Administración del Estado,

παρισταμένων των:

Unión de Asociaciones de Estanqueros de España,

Logivend SLU,

Organización Nacional de Asociaciones de Estanqueros,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský (εισηγητή), R. Silva de Lapuerta, Γ. Αρέστη και T. von Danwitz, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Νοεμβρίου 2011,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Asociación Nacional de Expendedores de Tabaco y Timbre (ANETT), εκπροσωπούμενη από τον J. E. Garrido Roselló, abogado,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις B. Plaza Cruz και S. Centeno Huerta,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την B. Tidore, avvocato dello Stato,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την A. Alcover San Pedro καθώς και από τους L. Banciella και G. Wilms,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 34 ΣΛΕΕ.

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Asociación Nacional de Expendedores de Tabaco y Timbre (ANETT) και, αφετέρου, της Administración del Estado σχετικά με τις εθνικές διατάξεις που απαγορεύουν στα καταστήματα λιανικής πώλησης προϊόντων καπνού και γραμματοσήμων (στο εξής: καπνοπωλεία) να εισάγουν προϊόντα καπνού από άλλα κράτη μέλη.

Το εθνικό νομικό πλαίσιο

3

Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου 13/1998, της 4ης Μαΐου 1998, για την Οργάνωση της αγοράς καπνού και τις φορολογικές διατάξεις (Ley 13/1998 de Ordenación del Mercado de Tabacos y Normativa Tributaria), (BOE αριθ. 107, της 5ης Μαΐου 1998, σ. 14871), όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής: νόμος 13/1998), ορίζει τα εξής:

«1.   Απελευθερώνεται η αγορά του καπνού, υπό την επιφύλαξη των περιορισμών που προβλέπει ο παρών νόμος, και, κατά συνέπεια, καταργείται στο έδαφος της ηπειρωτικής Ισπανίας, των Βαλεαρίδων Νήσων και των πόλεων Ceuta και Melilla το μονοπώλιο στην παρασκευή, στις εισαγωγές και στο χονδρεμπόριο μη κοινοτικών προϊόντων επεξεργασμένου καπνού […].

2.   Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει νομική ικανότητα να ασκεί εμπορική δραστηριότητα μπορεί να προβαίνει στις πράξεις της παραγράφου 1, κατά τον τρόπο και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπουν τα άρθρα 2 και 3 του παρόντος νόμου. Εντούτοις, τα πρόσωπα που τελούν ή περιέρχονται σε μία εκ των κατωτέρω απαριθμούμενων καταστάσεων δεν μπορούν να ασκούν τις εν λόγω δραστηριότητες:

[...]

c)

διατηρούν [καπνοπωλείο], εξουσιοδοτημένο σημείο πωλήσεως με προσαύξηση ή καπνοπωλείο υπαγόμενο σε ειδικό καθεστώς [...]».

4

Το άρθρο 2, παράγραφος 3, του εν λόγω νόμου έχει ως ακολούθως:

«Οι παρασκευαστές και, ενδεχομένως, οι εισαγωγείς θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι τα προϊόντα [επεξεργασμένου καπνού] είναι διαθέσιμα στο σύνολο του εθνικού εδάφους που ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, υπό τον όρο ότι υπάρχει ζήτηση των προϊόντων αυτών.»

5

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του ίδιου νόμου προβλέπει τα κατωτέρω:

«Η εισαγωγή και η χονδρική διανομή προϊόντων επεξεργασμένου καπνού, ανεξαρτήτως προελεύσεως, είναι ελεύθερη υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι υποβάλλεται στην Επιτροπή για την αγορά καπνού υπεύθυνη δήλωση [με την οποία αναλαμβάνεται η υποχρέωση τήρησης των εφαρμοστέων κανόνων] [...]».

6

Το άρθρο 4 του νόμου 13/1998 έχει ως εξής:

«1.   Το χονδρεμπόριο προϊόντων επεξεργασμένου καπνού στην Ισπανία, πλην των Καναρίων Νήσων, εξακολουθεί να διέπεται από μονοπωλιακό καθεστώς υπέρ του κράτους, το οποίο ασκεί τη δραστηριότητα αυτή μέσω του δικτύου καταστημάτων πώλησης προϊόντων καπνού και γραμματοσήμων.

2.   Οι τιμές λιανικής πώλησης των διαφόρων ειδών, μαρκών και μορφών προϊόντων καπνού που προορίζονται να διατεθούν στην αγορά της Ισπανίας, πλην των Καναρίων Νήσων, καθορίζονται από τους παρασκευαστές ή, ενδεχομένως, από τους αντιπροσώπους ή εντολοδόχους τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση [...]

3.   Οι κάτοχοι άδειας [καπνοπωλείου], οι οποίοι πρέπει υποχρεωτικώς να είναι φυσικά πρόσωπα και υπήκοοι κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θεωρούνται αδειούχοι κατά παραχώρηση του κράτους. [...] Δεν μπορούν να είναι κάτοχοι άλλης άδειας καπνοπωλείου ή σημείου πώλησης με προσαύξηση ούτε μπορούν να έχουν επαγγελματική ή εργασιακή σχέση με οποιονδήποτε από τους εισαγωγείς, παρασκευαστές ή χονδρεμπόρους που δραστηριοποιούνται στην αγορά καπνού, εκτός αν η σχέση αυτή λυθεί πριν την οριστική απόφαση περί χορηγήσεως της άδειας.

4.   Η χορήγηση άδειας καπνοπωλείου πραγματοποιείται κατόπιν προσκλήσεως συμμετοχής σε διαγωνισμό [...]

Η άδεια έχει διάρκεια ισχύος εικοσιπέντε ετών. [...]

[...]

7.   Το περιθώριο κέρδους των καπνοπωλείων επί των πωλήσεων προϊόντων επεξεργασμένου καπνού, τα οποία τα καπνοπωλεία πρέπει υποχρεωτικώς να αγοράζουν από εξουσιοδοτημένο χονδρέμπορο, καθορίζεται στο 8,5 % της τιμής λιανικής πώλησης, ανεξαρτήτως της τιμής, του είδους και της προελεύσεως του προϊόντος ή του χονδρέμπορου που το προμηθεύει. Παρά ταύτα, για την πώληση πούρων, το καπνοπωλείο εισπράττει σε κάθε περίπτωση περιθώριο κέρδους της τάξεως του 9 %.

[...]»

7

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος 1199/1999, της 9ης Ιουλίου 1999, περί εφαρμογής του νόμου 13/1998 (BOE αριθ. 166, της 13ης Ιουλίου 1999, σ. 26330, στο εξής: βασιλικό διάταγμα 1199/1999) προβλέπει τα εξής:

«Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1 του νόμου [13/1998], κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει νομική ικανότητα να ασκεί εμπορική δραστηριότητα μπορεί να προβαίνει στις πράξεις της παρασκευής, των εισαγωγών και του χονδρεμπορίου προϊόντων επεξεργασμένου καπνού, ανεξαρτήτως προελεύσεώς τους, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει η παρούσα κανονιστική απόφαση.»

8

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω βασιλικού διατάγματος ορίζει τα κατωτέρω:

«Τα πρόσωπα που τελούν σε μία εκ των κατωτέρω απαριθμούμενων καταστάσεων δεν μπορούν να ασκούν τις δραστηριότητες του άρθρου 1, παράγραφος 1:

[...]

c)

διατηρούν [καπνοπωλείο], εξουσιοδοτημένο σημείο πωλήσεως με προσαύξηση ή καπνοπωλείο υπαγόμενο σε ειδικό καθεστώς [...]».

9

Το βασιλικό διάταγμα 1199/1999 τροποποιήθηκε με το βασιλικό διάταγμα 1/2007, της 12ης Ιανουαρίου 2007 (BOE αριθ. 18, της 20ής Ιανουαρίου 2007, σ. 2845, στο εξής: βασιλικό διάταγμα 1/2007).

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

10

Με προσφυγή που άσκησε ενώπιον του Tribunal Supremo, η ANETT ζήτησε από το δικαστήριο αυτό να κηρύξει άκυρες διάφορες διατάξεις του βασιλικού διατάγματος 1/2007, στο μέτρο που με τις εν λόγω διατάξεις τροποποιείται το βασιλικό διάταγμα 1199/1999 δίχως να επιλύεται το ζήτημα της φερόμενης πρόσκρουσης προς το δίκαιο της Ένωσης των κανόνων που διέπουν την αγορά του καπνού και το μονοπώλιο διανομής του στην Ισπανία.

11

Η ANETT υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η απαγόρευση που επιβάλλεται στα καπνοπωλεία να ασκούν τη δραστηριότητα εισαγωγής προϊόντων καπνού είναι αντίθετη προς την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, η οποία κατοχυρώνεται από το άρθρο 34 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι η εν λόγω απαγόρευση συνιστά ποσοτικό περιορισμό ή μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος.

12

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Tribunal Supremo αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως με το ακόλουθο ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 34 [ΣΛΕΕ] την έννοια ότι η απαγόρευση που επιβάλλει το ισπανικό εθνικό δίκαιο [στα καπνοπωλεία] να εισάγουν προϊόντα επεξεργασμένου καπνού από τα κράτη μέλη συνιστά ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών ή μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος που απαγορεύονται από τη [ΣΛΕΕ];»

Επί του παραδεκτού της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως

13

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ισπανική Κυβέρνηση αμφισβήτησε το παραδεκτό της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, υποστηρίζοντας ότι η απάντηση του Δικαστηρίου δεν έχει καμία χρησιμότητα για την επίλυση της διαφοράς της κυρίας δίκης, καθόσον η εν λόγω διαφορά αφορά τη νομιμότητα του βασιλικού διατάγματος 1/2007.

14

Συγκεκριμένα, το διάταγμα αυτό τροποποιεί ορισμένες διατάξεις του βασιλικού διατάγματος 1199/1999 χωρίς να ρυθμίζει, ούτε καν να μνημονεύει, την απαγόρευση που επιβάλλεται στα καπνοπωλεία να ασκούν τη δραστηριότητα εισαγωγής προϊόντων καπνού. Η απαγόρευση αυτή απορρέει από τα άρθρα 4 του νόμου 13/1998 και 2 του βασιλικού διατάγματος 1199/1999, τα οποία διατηρούνται σε ισχύ και μετά την έκδοση του βασιλικού διατάγματος 1/2007. Επομένως, στη διαφορά της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο δεν μπορεί να ακυρώσει καμία διάταξη συνδεόμενη με την εν λόγω απαγόρευση.

15

Επιπλέον, η ANETT έχει ήδη ασκήσει προσφυγή κατά του βασιλικού διατάγματος 1199/1999 που προβλέπει την επίμαχη απαγόρευση, χωρίς να αμφισβητήσει την απαγόρευση αυτή, η τελευταία δε αυτή προσφυγή απορρίφθηκε από το Tribunal Supremo. Επομένως, υπό το πρίσμα των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της ισχύος του δεδικασμένου, το εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί να αξιολογήσει εκ νέου την επίμαχη στην κύρια δίκη απαγόρευση.

16

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο, εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου που αυτό προσδιόρισε με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, θεωρούνται κατά τεκμήριο πρόσφορα. Το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει αίτηση εθνικού δικαστηρίου για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, επίσης, όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 2007, C-222/05 έως C-225/05, van der Weerd κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I-4233, σκέψη 22, καθώς και της 4ης Ιουνίου 2009, C-158/08, Pometon, Συλλογή 2009, σ. I-4695, σκέψη 13).

17

Στην υπόθεση της κύριας δίκης, είναι ασφαλώς αβέβαιο κατά πόσον η ενδεχόμενη αντίθεση της επίμαχης απαγορεύσεως προς το δίκαιο της Ένωσης ασκεί επιρροή επί της νομιμότητας του βασιλικού διατάγματος 1/2007, δεδομένου ότι η εν λόγω απαγόρευση δεν διέπεται από το διάταγμα αυτό, ενώ έχει ήδη απορριφθεί από το Tribunal Supremo προσφυγή κατά του διατάγματος 1199/1999, που είναι εκείνο το οποίο θεσπίζει την επίμαχη απαγόρευση.

18

Παρά ταύτα, υπό το πρίσμα της συνολικής προσεγγίσεως της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς το ενδεχόμενο η απάντηση του Δικαστηρίου να παρουσιάζει χρησιμότητα για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα προαναφερθέντα στοιχεία και μόνον δεν αρκούν ώστε να ανατραπεί το τεκμήριο λυσιτέλειας των προδικαστικών ερωτημάτων περί του οποίου γίνεται λόγος στη σκέψη 16 της παρούσας αποφάσεως.

19

Κατά συνέπεια, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

20

Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί το ζήτημα αν το άρθρο 34 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιβαίνει προς αυτό εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία απαγορεύει στα καπνοπωλεία να ασκούν δραστηριότητα εισαγωγής προϊόντων καπνού από άλλα κράτη μέλη.

Επί των εφαρμοστέων διατάξεων

21

Τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, όσο και η Ισπανική Κυβέρνηση, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, υποστήριξαν ότι, αντιθέτως προς τα όσα επισήμανε το αιτούν δικαστήριο με το προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε, η εθνική κανονιστική ρύθμιση πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 37 ΣΛΕΕ και όχι σε σχέση με το άρθρο 34 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, η κανονιστική αυτή ρύθμιση αφορά τη λειτουργία μονοπωλίου εμπορικού χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 37 ΣΛΕΕ, που επιφέρει περιοριστικά αποτελέσματα στο εμπόριο σύμφυτα με τη λειτουργία τέτοιων μονοπωλίων.

22

Συναφώς, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου, πρέπει να εξεταστούν οι κανόνες που αφορούν την ύπαρξη και τη λειτουργία του μονοπωλίου βάσει των διατάξεων του άρθρου 37 ΣΛΕΕ, που έχουν ειδικώς εφαρμογή στην άσκηση, από κρατικό μονοπώλιο εμπορικού χαρακτήρα, των δικαιωμάτων του αποκλειστικότητας (βλ. αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 1997, C-189/95, Franzén, Συλλογή 1997, σ. I-5909, σκέψη 35, καθώς και της 5ης Ιουνίου 2007, C-170/04, Rosengren κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I-4071, σκέψη 17).

23

Αντιθέτως, οι συνέπειες που έχουν επί του εμπορίου εντός της Ένωσης οι λοιπές διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, οι οποίες μπορούν να αποσπαστούν από το πλαίσιο λειτουργίας του μονοπωλίου, μολονότι το επηρεάζουν, πρέπει να εξεταστούν βάσει του άρθρου 34 ΣΛΕΕ (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Franzén, σκέψη 36, και Rosengren κ.λπ., σκέψη 18).

24

Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν το επίμαχο στην κύρια δίκη απαγορευτικό μέτρο συνιστά κανόνα σχετικό με την ύπαρξη ή με τη λειτουργία του μονοπωλίου.

25

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, αφενός, ότι η ειδική λειτουργία που έχει ανατεθεί στο οικείο μονοπώλιο συνίσταται στο να εξασφαλίζει στους εξουσιοδοτημένους διανομείς την αποκλειστικότητα όσον αφορά τη λιανική πώληση προϊόντων καπνού, χωρίς τούτο να συνεπάγεται ότι οι εν λόγω διανομείς απαγορεύεται να εισάγουν τέτοια προϊόντα.

26

Επομένως, το επίμαχο στην κύρια δίκη απαγορευτικό μέτρο, καθόσον παρεμποδίζει τα καπνοπωλεία να εισάγουν προϊόντα καπνού στο ισπανικό έδαφος, έχει μεν συνέπειες ως προς την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων εντός της Ένωσης χωρίς εντούτοις να διέπει την άσκηση του δικαιώματος αποκλειστικότητας που απορρέει από το οικείο μονοπώλιο.

27

Κατά συνέπεια, το μέτρο αυτό δεν αφορά την εκ μέρους του οικείου μονοπωλίου άσκηση της ειδικής του λειτουργίας, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί σχετικό με την ίδια την ύπαρξη του μονοπωλίου αυτού (βλ., κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση Rosengren κ.λπ., σκέψη 22).

28

Αφετέρου, επισημαίνεται ότι η απαγόρευση που επιβάλλεται στα καπνοπωλεία να εισάγουν προϊόντα καπνού έχει ως αποτέλεσμα να διοχετεύει τον εφοδιασμό των εν λόγω λιανοπωλητών προς εξουσιοδοτημένους χονδρέμπορους. Για τον λόγο αυτό, το επίμαχο στην κύρια δίκη απαγορευτικό μέτρο ενδέχεται να επηρεάζει τη λειτουργία του εν λόγω μονοπωλίου.

29

Παρά ταύτα, και ακόμα και αν, κατ’ αντιδιαστολή προς τη ρύθμιση που αποτελούσε το αντικείμενο της υποθέσεως επί της οποία εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Rosengren κ.λπ., το επίμαχο στην κύρια δίκη μέτρο επηρεάζει όχι τους ιδιώτες αλλά τους εξουσιοδοτημένους διανομείς του οικείου μονοπωλίου, δηλαδή τα καπνοπωλεία, το μέτρο αυτό πρέπει να θεωρηθεί ότι μπορεί να αποσπαστεί από το πλαίσιο λειτουργίας του μονοπωλίου καθόσον δεν αφορά τον τρόπο λιανικής πώλησης των προϊόντων καπνού στο ισπανικό έδαφος, αλλά την προηγούμενου σταδίου αγορά των προϊόντων αυτών. Συγκεκριμένα, το απαγορευτικό μέτρο δεν αποβλέπει στην οργάνωση του συστήματος επιλογής των προϊόντων από το μονοπώλιο. Ομοίως, το επίμαχο μέτρο δεν στοχεύει ούτε το δίκτυο πωλήσεων του οικείου μονοπωλίου ούτε τη διάθεση στο εμπόριο ή τη διαφήμιση των προϊόντων που διανέμει το μονοπώλιο αυτό (βλ., κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση Rosengren κ.λπ., σκέψη 24).

30

Υπό τις συνθήκες αυτές, το επίμαχο στην κύρια δίκη απαγορευτικό μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά κανόνα σχετικό με την ύπαρξη ή με τη λειτουργία του μονοπωλίου. Ως εκ τούτου, ουδεμία επιρροή ασκεί το άρθρο 37 ΣΛΕΕ στο πλαίσιο εκτιμήσεως της συμφωνίας του μέτρου αυτού με το δίκαιο της Ένωσης, ειδικότερα δε με τις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

31

Κατά συνέπεια, εθνική κανονιστική ρύθμιση που απαγορεύει στα καπνοπωλεία να εισάγουν προϊόντα καπνού, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 34 ΣΛΕΕ.

Επί της υπάρξεως περιορισμού στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων

32

Κατά πάγια νομολογία, κάθε εμπορική ρύθμιση των κρατών μελών δυνάμενη να παρακωλύσει, άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, το εμπόριο εντός της Ένωσης θεωρείται μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 34 ΣΛΕΕ (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1974, 8/74, Dassonville, Συλλογή τόμος 1974, σ. 411, σκέψη 5, και της 10ης Φεβρουαρίου 2009, C-110/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2009, σ. I-519, σκέψη 33).

33

Από πάγια, επίσης, νομολογία, προκύπτει ότι το άρθρο 34 ΣΛΕΕ απηχεί την υποχρέωση τηρήσεως των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των προϊόντων που νομίμως κατασκευάζονται και διατίθενται στο εμπόριο εντός άλλων κρατών μελών, καθώς και της υποχρεώσεως διασφαλίσεως της ελεύθερης προσβάσεως των προϊόντων της Ένωσης στις εθνικές αγορές (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 34, και απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2010, C-108/09, Ker-Optika, Συλλογή 2010, σ. Ι-12213, σκέψη 48).

34

Κατά συνέπεια, πρέπει να χαρακτηρίζονται ως μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό τα μέτρα κράτους μέλους τα οποία σκοπούν ή έχουν ως αποτέλεσμα τη δυσμενέστερη μεταχείριση των προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, καθώς και οι κανόνες που αφορούν τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν τα εμπορεύματα αυτά, ακόμη και αν οι κανόνες αυτοί ισχύουν αδιακρίτως για όλα τα προϊόντα (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψεις 35 και 37, και Ker-Optika, σκέψη 49).

35

Υπάγεται επίσης στην κατηγορία αυτή κάθε άλλο μέτρο που παρακωλύει την πρόσβαση στην αγορά κράτους μέλους των προϊόντων καταγωγής άλλων κρατών μελών (προπαρατεθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 37, και Ker-Optika, σκέψη 50).

36

Στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση σκοπεί ή έχει ως αποτέλεσμα τη δυσμενέστερη μεταχείριση των προϊόντων καπνού που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη. Ομοίως, η ρύθμιση αυτή δεν αφορά τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν τα εμπορεύματα αυτά.

37

Παρά ταύτα, πρέπει ακόμα να εξεταστεί το ζήτημα μήπως η κανονιστική ρύθμιση αυτή παρακωλύει την πρόσβαση στην ισπανική αγορά των προϊόντων καπνού καταγωγής άλλων κρατών μελών.

38

Συναφώς, επισημαίνεται ότι η κανονιστική αυτή ρύθμιση, καθόσον επιβάλλει στα καπνοπωλεία την απαγόρευση να εισάγουν άμεσα τέτοια προϊόντα από άλλα κράτη μέλη, τα εξαναγκάζει να προμηθεύονται τα εμπορεύματά τους από εξουσιοδοτημένους χονδρέμπορους. Αυτός όμως ο τρόπος εφοδιασμού ενδέχεται να παρουσιάζει διάφορα μειονεκτήματα τα οποία δεν θα αντιμετώπιζαν οι εν λόγω λιανοπωλητές αν πραγματοποιούσαν οι ίδιοι τις εισαγωγές.

39

Ειδικότερα, οι εν λόγω λιανοπωλητές δεν μπορούν να διαθέσουν στο εμπόριο προϊόν καπνού καταγωγής άλλου κράτους μέλους παρά μόνον εάν το εν λόγω προϊόν συγκαταλέγεται στο φάσμα των προϊόντων που προσφέρουν οι εξουσιοδοτημένοι χονδρέμποροι στην Ισπανία και υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί διαθέτουν αποθέματα του εν λόγω προϊόντος. Επομένως, οσάκις το φάσμα προϊόντων των χονδρεμπόρων δεν περιλαμβάνει ένα συγκεκριμένο προϊόν, τα καπνοπωλεία δεν έχουν καμία δυνατότητα να ανταποκριθούν με τρόπο άμεσο, ευέλικτο και ταχύ στη ζήτηση του προϊόντος αυτού από τους ενδιαφερόμενους πελάτες τους.

40

Η διαπίστωση αυτή ουδόλως τίθεται εν αμφιβόλω από την υποχρέωση που επιβάλλεται στους εισαγωγείς να εξασφαλίζουν τη διαθεσιμότητα των προϊόντων καπνού στο σύνολο της εθνικής επικράτειας, εφόσον υπάρχει ζήτηση για τα προϊόντα αυτά, όπως προβλέπει η εθνική νομοθεσία. Συγκεκριμένα, οι εισαγωγείς αυτοί ενδέχεται να επιλέγουν να μην εισάγουν ορισμένα προϊόντα ζητούμενα από αριθμό ενδιαφερομένων που κρίνεται ελάχιστος ή να το πράττουν με καθυστέρηση. Αντιθέτως, σε σχέση με τους εν λόγω εισαγωγείς, οποιοδήποτε καπνοπωλείο θα ήταν αναμφισβήτητα σε καλύτερη θέση να αντιδράσει ευέλικτα και γρήγορα στη ζήτηση των πελατών που βρίσκονται σε άμεση και συχνή επικοινωνία μαζί του.

41

Εκτός αυτού, τα καπνοπωλεία εμποδίζονται να προμηθεύονται τα προϊόντα τους από άλλα κράτη μέλη μολονότι οι παρασκευαστές ή οι χονδρέμποροι που είναι εγκατεστημένοι στα εν λόγω κράτη μέλη ενδέχεται να προσφέρουν, ειδικότερα στις παραμεθόριες περιοχές, ευνοϊκότερους όρους εφοδιασμού, είτε λόγω της γεωγραφικής τους εγγύτητας είτε χάρη στους ειδικούς τρόπους παράδοσης που προτείνουν.

42

Όλα αυτά τα στοιχεία ενδέχεται να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην επιλογή των προϊόντων που περιλαμβάνουν τα καπνοπωλεία στο φάσμα των προϊόντων τους και, εν τέλει, στην πρόσβαση διαφόρων προϊόντων καταγωγής άλλων κρατών μελών στην ισπανική αγορά.

43

Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη απαγορευτικό μέτρο παρεμποδίζει την πρόσβαση των προϊόντων αυτών στην αγορά.

44

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη κανονιστική ρύθμιση συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 34 ΣΛΕΕ.

Επί της δικαιολόγησης του περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων

45

Κατά πάγια νομολογία, τα εμπόδια στην ελεύθερη διακίνηση των εμπορευμάτων μπορούν να δικαιολογηθούν είτε από τους λόγους γενικού συμφέροντος που απαριθμούνται στο άρθρο 36 ΣΛΕΕ είτε λόγω επιτακτικής ανάγκης. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις το εθνικό μέτρο πρέπει να είναι κατάλληλο για να εξασφαλίσει την υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού και να μην υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 59, και Ker-Optika, σκέψη 57).

Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

46

Η Ισπανική και η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν, πρώτον, ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη απαγορευτικό μέτρο μπορεί να δικαιολογηθεί από την αναγκαιότητα εξασφάλισης φορολογικού, τελωνειακού αλλά και υγειονομικού ελέγχου των προϊόντων καπνού.

47

Δεύτερον, οι εν λόγω κυβερνήσεις προβάλλουν ότι το επίμαχο μέτρο είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού προστασίας των καταναλωτών. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που τους επιτρεπόταν να εισάγουν προϊόντα καπνού, τα καπνοπωλεία θα μπορούσαν να υποκύψουν στον πειρασμό να ευνοήσουν ορισμένα προϊόντα αντί άλλων, εις βάρος της ουδετερότητας της αγοράς καπνού.

48

Τρίτον, η Ισπανική Κυβέρνηση εκτιμά ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη απαγορευτικό μέτρο δικαιολογείται από το γεγονός ότι η παροχή στα καπνοπωλεία της δυνατότητας να εισάγουν τα προϊόντα αυτά θα συνεπαγόταν τη χορήγηση σε αυτά υπερβολικού ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος.

49

Τέταρτον, η Ισπανική Κυβέρνηση φρονεί ότι, εν πάση περιπτώσει, οι περιορισμοί στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων πρέπει να καταργούνται μόνον οσάκις η κατάργηση αυτή αποβαίνει υπέρ των καταναλωτών, όταν δηλαδή οδηγεί σε πτώση των τιμών. Δεδομένου όμως ότι ο καπνός αποτελεί μονοπωλιακό προϊόν διατιθέμενο έναντι καθορισμένης τιμής, η κατάργηση της απαγόρευσης εισαγωγής για τα καπνοπωλεία κανένα όφελος δεν θα είχε για τους καταναλωτές, ενώ οι μόνοι που θα μπορούσαν να αντλήσουν κέρδος από αυτήν θα ήταν τα ίδια τα καπνοπωλεία.

Απάντηση του Δικαστηρίου

50

Όσον αφορά, καταρχάς, το επιχείρημα της Ισπανικής και της Ιταλικής Κυβέρνησης που αντλείται από την αναγκαιότητα εξασφάλισης φορολογικού, τελωνειακού αλλά και υγειονομικού ελέγχου των προϊόντων καπνού, υπενθυμίζεται ότι στις αρμόδιες εθνικές αρχές απόκειται, όταν λαμβάνουν μέτρο κατά παρέκκλιση αρχής που κατοχυρώνει το δίκαιο της Ένωσης, να αποδείξουν, σε κάθε περίπτωση, ότι το εν λόγω μέτρο είναι κατάλληλο για την επίτευξη του προβαλλόμενου σκοπού και ότι δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού όρια. Οι δικαιολογητικοί λόγοι που μπορούν να προβληθούν από κράτος μέλος πρέπει να συνοδεύονται από ανάλυση της καταλληλότητας και της αναλογικότητας του μέτρου που λαμβάνεται από το κράτος μέλος αυτό, καθώς και από τα συγκεκριμένα στοιχεία που μπορούν να στηρίξουν την επιχειρηματολογία του (βλ. αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 2004, C-8/02, Leichtle, Συλλογή 2004, σ. I-2641, σκέψη 45, και της 13ης Απριλίου 2010, C-73/08, Bressol κ.λπ. και Chaverot κ.λπ., Συλλογή 2010, σ. I-2735, σκέψη 71).

51

Η Ισπανική και η Ιταλική Κυβέρνηση δεν τεκμηριώνουν την επιχειρηματολογία τους με κανένα στοιχείο το οποίο να πληροί τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν με την προηγούμενη σκέψη. Ειδικότερα, οι εν λόγω κυβερνήσεις δεν εξήγησαν τον λόγο για τον οποίο η παροχή της δυνατότητας στα ίδια τα καπνοπωλεία να εισάγουν προϊόντα καπνού θα παρεμπόδιζε την εφαρμογή μέτρων φορολογικού, τελωνειακού και υγειονομικού ελέγχου των προϊόντων αυτών.

52

Επιπλέον, πρέπει να απορριφθεί και το επιχείρημα που αντλείται από την προστασία των καταναλωτών. Συγκεκριμένα, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η ανάγκη να εξασφαλιστεί γενικώς ενιαίο φάσμα προϊόντων συνιστά θεμιτό σκοπό γενικού συμφέροντος που πρέπει να επιδιωχθεί με νομικούς κανόνες, αντί του νόμου της αγοράς, η συμμόρφωση προς την απαίτηση αυτή μπορεί να επιτευχθεί, εν πάση περιπτώσει, με λιγότερο περιοριστικά μέτρα, όπως είναι η επιβολή στα καπνοπωλεία της υποχρέωσης να διαθέτουν στα αποθέματά τους ένα προκαθορισμένο ελάχιστο φάσμα προϊόντων.

53

Εν συνεχεία, η Ισπανική Κυβέρνηση δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι ο εν λόγω περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι η δυνατότητα εισαγωγής των προϊόντων καπνού θα συνεπαγόταν τη χορήγηση σε αυτά υπερβολικού ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Συγκεκριμένα, η εκτίμηση αυτή έχει αποκλειστικά και μόνον οικονομική διάσταση. Κατά πάγια νομολογία όμως, σκοποί αμιγώς οικονομικής φύσεως δεν μπορούν να αποτελέσουν επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος ικανούς να δικαιολογήσουν περιορισμό μιας θεμελιώδους ελευθερίας η οποία διασφαλίζεται από τη Συνθήκη (βλ. αποφάσεις της 13ης Ιανουαρίου 2000, C-254/98, TK-Heimdienst, Συλλογή 2000, σ. I-151, σκέψη 33, και της 17ης Μαρτίου 2005, C-109/04, Kranemann, Συλλογή 2005, σ. I-2421, σκέψη 34).

54

Τέλος, πρέπει να απορριφθεί και το επιχείρημα της Ισπανικής Κυβέρνησης ότι η κατάργηση περιορισμού στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων δικαιολογείται μόνο υπό τον όρο ότι από αυτήν μπορεί να προκύψει όφελος για τους καταναλωτές. Συναφώς, αρκεί να επισημανθεί ότι, εν προκειμένω, η κατάργηση του επίμαχου στην κύρια δίκη απαγορευτικού μέτρου είναι ικανή να ωφελήσει τους καταναλωτές παρέχοντας στα καπνοπωλεία τη δυνατότητα να διευρύνουν το φάσμα των προσφερόμενων προϊόντων.

55

Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι ο περιορισμός που απορρέει από την επίμαχη στην κύρια δίκη κανονιστική ρύθμιση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την επίτευξη των προβαλλόμενων σκοπών.

56

Κατά συνέπεια, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα είναι ότι το άρθρο 34 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιβαίνει προς αυτό εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία απαγορεύει στα καπνοπωλεία να ασκούν δραστηριότητα εισαγωγής προϊόντων καπνού από άλλα κράτη μέλη.

Επί των δικαστικών εξόδων

57

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 34 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιβαίνει προς αυτό εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία απαγορεύει στα καταστήματα λιανικής πώλησης προϊόντων καπνού και γραμματοσήμων να ασκούν δραστηριότητα εισαγωγής προϊόντων καπνού από άλλα κράτη μέλη.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.